Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

ΤΟ ΑΙΜΑ ΑΠ’ ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΑΔΕΙΑΣΑ (τόσοι αέρηδες που θα ’ρθουν στόμα πικρό μην πιουν)

 

Απ’ το πρωί αγνώριστος ανέβαινε

φορτωμένος τις φλέβες απ’ τη μια

και με το κόκκινο δίχτυ του    γεμάτο πόνο ζώου

Ο άνδρας κρατώντας γερά    λιποταξίες και φόβο

και σύγχυση    και τραγωδίες πέντε

στα μαύρα του χαρτιά ανέβαινε πλαγιάζοντας

του χρόνου του τα γόνατα

Στο κάτω-κάτω μέσα του    στο βάθος του εγκέφαλου ανέβαινε

ΙΙ

Θα περιμένω είπες    στην υψηλότερη κορφή της θάλασσας

που χωρά τη λόγχη της απιστίας

κι ό,τι απόμεινε από της τύψης μου   την κόμη

Θα κρεμάσω τα χέρια μου

προσηλωμένα σε μια γνήσια καταιγίδα

και θα μετράω τ’ αργύρια που δόθηκαν   στα χείλη από αιώνες

και τα μοιράσαμε μονάχα της ντροπής

Θα περιμένω    μαθαίνοντας τη δύναμη του νερού

κι όταν ο οίκτος του θεού

καμπανίσει κύμα    στης ανυπαρξίας μου το βυθό

Θα με βαρύνω μονάχα    μ’ έναν τρόπο

με την κραυγή    που ξέκοψε απ’ το ψέμα στο νερό

ΙΙΙ

Κρέμασε τα μαλλιά κι αφέθηκε να γκρεμιστεί

έφηβος ακόμα, αν θυμάμαι καλά

εκεί κοντά που παζαρεύουνε αγγέλους

χωρίς πίστη    χωρίς ηθική

Αφήνοντας το γένος του στο χώμα

έγειρε γρήγορα τις πλάτες    κι έριξε το κακό στον αέρα

έτσι για να ’χει όπλα αίμα    χωρίς εντόσθια παιδιού

Κι ύστερα που τον κυνηγούσαν    εγώ είπα

ανάποδα γυρίστε τους αγγέλους

μη φορτωθούν την πέτρα αλλουνού

ΙV

Αν είναι σκοτάδι    που τον πήρε και τον έλιωσε

και το φιλί ξεθώριασε

με δόλο απ’ τη «μοίρα» για πάντα, για πάντα

το στόμα του θα αιωρείται μαύρο απόλυτο

Αν πάλι ο καιρός της Τροίας

μ’ απάτη το νερό του μόλυνε

σαν πόσες μάγισσες ν’ ανάψω

η κίβδηλη Ελένη να καεί

Εγώ    Είδα    Άκουσα   Είδα

Εγώ το αίμα    απ’ το φιλί του άδειασα

τόσοι αέρηδες που θα ’ρθουν    στόμα πικρό μην πιουν

[ΣΕ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Ι, ΙΙ ΙΙΙ και ΙV από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ, εκδόσεις Λιβάνη 2007

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω και τα ποιήματα:

Ο ΑΤΙΜΩΡΗΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV

ΕΤΩΝ ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ Α και Β

ΕΙΚΟΝΑ Β Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV

με επιμύθιο κάποιες απ’ τις ΕΦΤΑ ΣΙΓΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

 

 

Ο ΑΤΙΜΩΡΗΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

Ι

Τι με ρωτάς, ω Κύριε,

για τη ματωμένη πολιτεία του Μάλντερ

για το κάθε σταυροδρόμι που προβάλλει δισταχτικά

γεμάτο σκούρες κηλίδες

για τους κακούς ανέμους   που ήρπαγαν τ’ αγαθά της

Ομίχλη παγερή δοκιμασίας η νέα βλάστηση

ενώ εμείς πίνουμε και γευόμαστε

πικρούς καρπούς στα χείλη

και οστά απ’ του θανάτου το στόμα

 

Τι με ρωτάς για τα σύννεφα   που κυλούνε τα δάκρυά μας

και σέρνουν φθόνους πίσω απ’ τα νερά

και τις κλειστές γροθιές   παράτολμα στο φως

 

Ω Κύριε,

οι πεθαμένοι δύσκολα ανασαίνουν εδώ

με τον άγγελο ατιμώρητο

που ’κοψε με δρεπάνι σκουριασμένο

τα βλαστάρια,   σαν αμαρτίες τάχα για τη σωτηρία μας

 

Αν είχε τη μοίρα του ανθρώπινη

θα τον είχαμε συγχωρήσει

Κύριε, θα λησμονήσουμε τη χάλκινη καμπάνα

 

Αλλά μεταμορφωμένος παραμόνευε

να μη βλέπουμε   να μην ακούμε

και γύρισε του τάφου τη σειρά 

 

Και σαν έπαιρνε τη μεγάλη στροφή

της αρνησιάς οι προφητείες   το δαίμονα ξαναγέννησαν

 

ΙΙ

Ομίχλη παγερή.

Μ’ ακολουθούσε σ’ όλο το δρόμο

καθώς έφευγα έτσι   όπως ο θάνατος.

 

Έμοιαζε βουή πένθιμης ακολουθίας

μα δε στάθηκα   δε φοβόμουν

την άφηνα πίσω μου ανέπαφη

να μπαίνει στο σώμα της

να κρατάει την ανθρώπινη τελετή

και του ατιμώρητου Άγγελου το κλάμα.

 

Θα στάζει τώρα στις τσέπες του

το τύμπανο, σκεφτόμουν

μπορεί να φορά κι ένα παιδί

να κρύψει το σταχτωμένο του αμπέλι

και θα καμώνεται   ένα πνιχτό κλάμα

απ’ των αγγέλων τη σιωπή.

 

Ε!.. Εσείς… θα τρομάζει τη συγκέντρωση

με το βλέμμα καρφωμένο στη φωτογραφία μου

αφήστε στα μάτια ρωγμές

αφήστε μια τεράστια ρωγμή

μέσα τους να πέσω.

 

Και θα ταλαντεύεται πέρα δώθε

μετρώντας τάχα την απουσία μου

μα θα μπήγει ως την άβυσσο καρφιά.

 

Ομίχλη παγερή.

Κι ο κόσμος αλαφιασμένος στους δρόμους.

 

Ανακατεμένος κι εσύ με τους πολλούς

κρύβοντας τη δαιμονική ουρά σου.

 

ΙΙΙ

Ξέρω  πως οι φρουροί χολιασμένοι

που ξεγελάστηκαν   απ’ τη δίβουλη όψη σου

όταν ταλαντευόσουν

ω, πόσο βροχερός

και απόκρυψες πως αμάρτησες

 

απόκρυψες τη ρίζα του κακού

που σε κατατρώει ακόμα   ως τα άψαχτα βάθη

 

Υπήρχαν φύλλα τότε στο φεγγάρι

που διάβαιναν στα μελλούμενα μονοπάτια

και στέριωναν το δένδρο ης Ζοζέτ

υπήρχαν στάρια προφητικά   που δάμαζαν την ώρα

ως τη στιγμή του θερισμού

κι οι λαοί

ακούγονταν ως τις καμπάνες   με μυριάδες τρόπους

 

Ξάφνου   τ’ όνομα του Θεού

ολούθε απ’ τη μάγισσα κρεμασμένο

και μίση   πολλά μίση π’ άφηνε η ψυχή σου

μπροστά μας να βλέπουμε

 

Ω Άγγελε ατιμώρητε

στο δρόμο σου   ποιος θα σε σταματήσει;

 

ΙV

Τυλιγμένοι τη νύχτα, το σκοτάδι

ας παίξουμε, άγγελε.

 

Ας παίξουμε σταυρούς   και κρεμάλες

και τον ίδιο το θεό   στη φωνή

 

ίσως και μια ανάσταση

έτσι ταπεινά   σε διδαχή καινούρια καρτερίας.

 

Ας παίξουμε, άγγλε ατιμώρητε,

προτού η αστραπή

το δαίμονα στο πρόσωπό σου αποκαλύψει.

 

 

 

ΕΤΩΝ ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ

Α

Τα σημάδια στην κορνίζα

σκέπαζαν παντού τα ρίγη

από οίκτο σταύρωναν τους δυο μαστούς

και κλείδωναν στο εσωτερικό

τον ορίζοντα των διαρροών

 

δεν έμενε τίποτα από το μηρό της

παρά μια αρωματισμένη ντροπή

στα σεντόνια

κι οι καταμετρημένοι έρωτες   να διευρύνουν

το σκορπισμένο φόρεμα

Ετών Δεκατριών

 

όμως η έβδομη εικόνα της

αυτή που προκάλεσε την οργή της φαντασίας

είχε διπλασιαστεί στων λουλουδιών

το πουδραρισμένο λευκό

 

Β

Η γυναίκα ανέβαινε με το σώμα

στο πίσω μέρος των μηρών

και το φόρεμα να σηκώνεται στη σκάλα

έχοντας μιαν ύπουλη ηδονή   στην άκρη της δαντέλας

 

Με μικρές απότομες κινήσεις

παραμέριζε τα κρεμασμένα σκαλοπάτια

και καρφωνόταν πραγματικά σαν σημαία

ένα μέτρο και πενήντα εκατοστά   στο κυκλοτερό σου καταφύγιο

 

Βλέπεις εκείνη πειρασμός   καλοφτιαγμένος

πηδούσε στ’ αλαφιασμένα σου σεντόνια

σφραγίζοντας τους τοίχους   του ξύλινου σπιτιού

 

Αλλά η δική σου σάρκα έτρεμε   κάτω απ’ το κρεβάτι

βλέποντας τα στήθια της γυμνά   ν’ ανθίζουν από πάνω σου

 

Τι όμορφα τα σταύρωνες   τελείως μόνος

όταν γλιστρούσες μέσα στον κρυψώνα τους

που είχε σχήμα παρθεναγωγείου

και τα ’κοβες κομμάτι –κομμάτι

στο σκοτεινό πλατύσκαλο

 [από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007]

 

 

ΕΙΚΟΝΑ Β (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

-Ι-

Ήτανε δειλινό χωρίς αγέρηδες

κι αντίκρυ το φεγγάρι ολόασπρο

αντί για μάτια έκανε τα σωθικά

 

Να χαράσσεις δρόσο στις φυλλωσιές

και στ’ αλήθεια φωτιά να πέφτει

στα βήματα    τα πόδια τους ν’ απονεκρώνει

 

Ήτανε νύχτα στην άκρη του ματιού

μα εγώ πήρα το κάστρο   κι έτρεχα

όλο έτρεχα σαν βράχος

κομματιάζοντας τ’ αγρίμια π’ έφταναν   στα πλευρά

 

Είδες πως γκρεμίστηκαν   οι μύρμηγκες

που πλημμυρούσαν φωτιές αιχμαλωσίας

τα παιδιά   κάτω απ’ το Κάστρο;

 

Ήτανε φεγγαράδα πάνω στα βουνά

κι εσύ ολόιδιος   στην άκρη

να επιμένεις πως κι ο πόνος

γίνεται μοιρασιά στα χώματα

 

Στα χώματα   που μπήκαν στην κάμαρά σου

ολομόναχα

και θυμήθηκαν πως η θάλασσα

αλήθεια μοιάζει    στην αυλή σου

 

-ΙΙ-

Κι ο ήλιος τραγουδούσε

πάνω στις λαβωματιές του κάστρου

 

ο ήλιος με τα εφτά νομίσματα του νου

και χυνόταν ως το φεγγάρι   πάλι το αίμα

 

το αίμα   π’ έγινε για σένα

και οι εφτά στη θάλασσα   σφαγές

 

-ΙΙΙ-

Ήτανε μεσημέρι

σαν φύλλωμα που έφερνε ομορφιά

από τους κήπους των χελιδονιών

κι ο έρωτας να στήνει λέαινες από χρυσάφι

 

Να ταξιδεύει τ’ άστρο   σαν νιότη ατελείωτη

να τρέφεται από το δέρμα των Θεών

ευωδερό να πλησιάζει τη σελήνη

 

Ήτανε Αύγουστος ευλογημένος

στης εκκλησιάς το χάραμα

κι η θάλασσα αγγελόχνοτη

να ταξιδεύει στα πλευρά του σκάφους

 

Ήτανε δέσμη της φωτιάς

με όλα τα ονόματα της θάλασσας

μέσα στο αίμα της κόρης χυμένη   που ίδρυε αγάπη

 

V-

Ολάκερη θάλασσα στους τρυφερούς πόθους

και τι ψάχνεις με τα δάχτυλα στην άμμο   χρυσάφι γυναίκας;

 

Έχω σταθεί μέσα στα ένστικτα του γαλανού   

και κοιτάζω το φεγγάρι

αγγίζοντας σιωπηλή τα σύννεφα που σφυρίζουν πέρα στις πορτοκαλιές

 

κοιτάζω τους αρχαίους λόφους   

εκεί που φυτρώνουν οι νεκροί

και πέντε ερημιές μετρώ   

έξω απ’ τη θάλασσα σπαραγμένες

 

αδειασμένες πηγές θανάτου   

που σταυροκοπιούνται στον ήλιο

και τι έδωσες τα χέρια σου βασιλικά ντυμένα;

 

Ολάκερη θάλασσα κόρη μέτρησα   στα ζεστά σου πόδια

όμως οι φλόγες που σε θυσιάζουν   την ομορφιά της ξεριζώνουν

 

 

ΣΤΗΝ ΑΦΗ ΑΓΓΙΖΩ ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΜΟΥ ΡΟΥΧΟ ΚΑΙ ΑΚΥΡΩΝΩ ΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ (απ’ τις Επτά Σιγές του Έρωτα α, β, γ και δ ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ Κατερίνας Κατσίρη):

τα ξέρεις αυτά τα χέρια πώς τελειώνουν έναν ωκεανό ξετυλίγοντας το αίμα των υδάτων    ολόκληρη σοδειά νερού έχυσα στη σινδόνη αδειάζοντας τον άγγελο της μαύρης λίθου    Όπως και να ’ναι όταν κάνω κομμάτια το νερό    που κλειδώνει τα λευκά λουλούδια   ξαστερώνει το μακρύ μου ρούχο    Α… και τα δένδρα ολόγυρα με την κραυγή στους σπόρους   πώς κυλούν βάλσαμο στο χορτάρι που έκανε τους πέντε φόνους    Έδωσε το χρυσάφι και τους ύμνους   και το λιβάνι δωρεάν κι ανέβηκε την αρχαίαν ακρόπολη   τα δίκια να πληρώσει στο θεό    η κόρη του γιασεμιού που ζητούσε άλιωτη αγάπη στο ξημέρωμα   και τη μαγεία βαλμένη στο σώμα από εφτά σιγές του έρωτα   σαν αθώος θάνατος ο ήλιος που την έχει ακόμη    έτσι χάθηκε πίσω απ’ το θέρος    Μια μέρα θα ξανάρθω είπε   στον κρεμασμένο κόσμο   μα όχι έτσι μέσ’ απ’ τα δάχτυλα θεού    Εγώ που ήμουν άγγελος των ίσιων λιμανιών   και αγωνιούσα για το βήμα   στων ποδιών την άκρη θα ξανάρθω   σαν ένα βάτο που μετάλλαξε   απ’ τις γενέσεις των θεών    Θ’ ανέβω στο μεγάλο παιχνίδι απ’ το πλατάγισμα ιστίων   και θα πνίξω αυτό τον ουρανό   που κωπηλατεί τόνους βαριάς ομίχλης   στων σύννεφων τα χείλη    Κι έπειτα θα λιώσω – ναι, θα λιώσω   και μια πανσέληνο στο χέρι που συνεχίζει να μιμείται της άγνοιας τον κρίνο    Θα ξανάρθω είπε με χέρι σαν αγρίμι   για να κερδίσω την απόσταση ανάμεσα σε δυο πανσέληνες      [ΕΦΤΑ ΣΙΓΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Αόρατων Τοπίων Ποίησης Κατερίνας Κατσίρη]

Δευτέρα, 4 Ιανουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ