Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΜΟΝΟΙ ΚΑΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ

(… όπως φοβούνται οι Ποιητές μη μάθουν οι άλλοι τη μοναξιά τους…):

Στα μάτια μου ενεδρεύει ένα παιδί με τριαντάφυλλο

ή ένας χοντρός και άξεστος λύκος.

 

Κάθε ψυχή είναι μια θάλασσα στην ερημιά.

 

Με το παιδί και το λύκο.

 

Τα λόγια είναι ενστικτώδεις κινήσεις προφυλάξεως κάποιου τρομαγμένου ζαρκαδιού.

………………………………………………………………

Κουβαλώ την ισοπεδωτική οργή της πλημμύρας.

 

Δεινόσαυρος  ή  τερατόμορφο κουνέλι

με την κουφαμάρα του προϊστορικού ζώου

στάθηκα στην καρδιά σου στα χαλάσματα μετά την καταιγίδα και κοίταζα.

[ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΕΝΕΔΡΕΥΕΙ, από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ 1973 και το ΕΡΩΤΙΚΟ από την ΕΒΔΟΜΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ από την επιλογή του ιδίου στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του 1968-2010, εκδόσεις Κέδρος 2014

Στον τίτλο της ανάρτησης ένας στίχος από το ποίημα ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ και στον υπότιτλο από το ποίημα ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΖΗΤΗΣΩ]

Απ’ την παραπάνω έκδοση ανθολογούνται τα ποιήματα:

1.   ΤΥΜΒΡΩΡΥΧΟΣ, Στις λαϊκές συνοικίες…

2.   ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΖΗΤΗΣΩ ποτέ πια…

3.   ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, Κι έπειτα όλα οδηγούν στην απόγνωση

4.   ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Πώς να σου πω ένα τραγούδι, Ρήγα Φεραίε...

5.   ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ, η ιστορία πορεύεται… και

6.   ΕΠΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙ…

(Αλήθεια, τι ντροπή να πεθάνουμε στα άσπρα μας σεντόνια ενώ όλοι οι φίλοι μας σκοτώθηκαν στο πεζοδρόμιο…) 

 

 


ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΣ

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ 1973)

Στις λαϊκές συνοικίες

με τα μαραμένα απογεύματα στα καφενεία.

 

Κι ο θυρωρός με τα παλιά τραγούδια.

 

«Πέρασε εκείνος ο καιρός», του είπα,

και αυτός ποτές δεν μίλησε.

 

«Καημό το έχω», του ξανάπα, και πάλι αυτός δε μίλησε.

 

Οι νεκροί κάποτε βρίσκονται ανάμεσα μας

και κρατούν με την υστερία της ηδυπάθειάς τους

την ψυχή μας γαντζωμένη.

 

Παίζουν και χαίρονται. Παίζουν και χαίρονται.

 

Και το βράδυ που πέφτει το σκοτάδι

στην ερημιά μας μας τρελαίνουν.

 

ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΖΗΤΗΣΩ

Δε θα σε ζητήσω ποτέ πια.

Και μη θελήσεις ούτε κι εσύ

να παίξουμε κιθάρα πάλι στο κρεβάτι σου

μ’ εκείνα τα τεράστια μάτια της μάνας σου

που μας κοίταζαν πάνω απ’ το τσίτινο φουστάνι σου

 

«Μωρό μου»

 

Έτσι φαντάστηκα κάποια νύχτα της οδύνης μου

μια πόρνη να φωνάζει τον γέρο πελάτη της που είχε σύφιλη

κι αυτός φοβόταν τόσο μην το μάθει

όπως φοβούνται οι ποιητές

μη μάθουν οι άλλοι τη μοναξιά τους.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ ΤΟΥ  ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ 1973]

 

ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ 1973)

Κι έπειτα όλα οδηγούν στην απόγνωση.

Στην τρέλα ή στον αυτόχειρα.

Όταν μια μέρα διαπιστώσεις

πως παρά τις τόσες σου προσπάθειες έμεινες για πάντα μόνος.

 

Οι άνθρωποι είναι πάντα μόνοι και φοβούνται.

Και καθένας τους κρύβει μια πολιτεία ή μια φυλακή.

 

Όλοι είναι τρίτοι.

Όταν τους ερευνάς.

Όταν ζητάς από αυτούς

εκείνο που δεν σου έδωσε ποτέ η μάνα όταν ήσουν παιδί

ή έστω ο αδελφός όταν ήσουν νέος

που σκέφτηκε κι αυτός με τη σειρά του

αλήθεια, τι μου έδωσε εμένα ο αδελφός μου;

 

Στην παραλία μένουν οι πέτρες των πνιγμένων

και οι μνήμες από τα φωταγωγημένα καράβια που έφυγαν.

 

 

ΠΩΣ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΕ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΡΟΛΕΪ…

και μέσα από χιλιάδες μάτια που με καρφώνουνε καχύποπτα.

Ρήγα Φεραίε, σκληρό μεθύσι της σάρκας μου

και της ψυχής μου πυρκαγιά.

Μείναμε μόνοι το βράδυ στους δρόμους της Αθήνας

καπνίζοντας αμίλητοι απανωτά αμερικάνικα τσιγάρα.

Σε αποχωρίστηκα το πρωί όπως δυο άγνωστοι επισκέπτες

χωρίζουν ανικανοποίητοι

στην πόρτα του μπορδέλου, χωρίζουν.

Ρήγα, Φεραίε, πώς τάχατες να σε φωνάζω

στην έρημη μου χώρα.

Μοιάζω με τσανάκι φυλακών

που τα πάει καλά στο γλείψιμο με τους φρουρούς του.

Μοιάζω με σκοτεινό ρουφιάνο

που έχουν τα μάτια τους τέσσερα

μαζί μου οι αφέντες και το βλέπω.

Ρήγα Φεραίε, μοίρα της μοίρας μου

και εσύ, γριά τσιγγάνα, που γύρευες να μ’ αφανίσεις

στης νύχτας μου το φλογισμένο πάθος.

Βλέπω το σκοτεινό μαχαίρι,

τη μάνα πίσω απ’ το σφαγμένο γιο της

κι ένα χαμένο φεγγαράκι πάνω σε βράχους και τριβόλια.

Βλέπω το κρίμα του φονιά να ταλαντεύεται

μετανιωμένος που τον πληρώνουν φτηνά για τέτοια πράξη

και του νεκρού το αίμα να ξεπλένεται τη νύχτα την ασέληνη

στου ποταμιού την άκρη βλέπω.

 

Ρήγα, κοίτα μην τύχει και ξυπνήσεις σήμερα

γιατί θ’ αυτοκτονήσεις τζάμπα μες στων εφημερίδων τα ψιλά!

[ΤΡΑΓΟΥΔΙ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ ΤΟΥ  ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ 1973]

 

 

ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ 1973)

 Μέσα στα ερείπια η ιστορία πορεύεται

σαν θραύσμα σαν κλέφτης σαν ψεύτης που πίστεψε σε πόρνη.

Ο ποιητής Μαγιακόβσκυ πήρε μια μέρα το πιστόλι

και έσπασε το βάζο στο τραπέζι τον καθρέφτη

και το τζάμι της κουζίνας.

Ο κόσμος συνέχιζε το «χρέος» του

κι αυτός που τόσο γκάριζε σαν ξεκομμένος γάιδαρος

κατάφερε να πάρει τα παπούτσια του απ’ το κόμμα

το παλτό απ’ το καθαριστήριο και πιστοποιητικό ταφής.

Και η Μαρία, που ήταν Ποίημα

έδωσε μια στα αστεία και έσπασε τον κώλο της στον τοίχο

και μπήκε στο επάγγελμα με δέκα.

Αν και προκάλεσε κοινωνικές αντιδράσεις

αργότερα παντρεύτηκε χρηματιστή.

Πόλη μεγάλη με μαύρες καμινάδες

πόλη φτωχή και πλούσια πόλη με μετανάστες στοιβαγμένους

στου λιμανιού τις αποθήκες και στα καπνεργοστάσια.

Να η ζωή σου και η θλιμμένη περηφάνια σου.

Να η μαλαματένια σου γυφτιά στους πέντε δρόμους πεταμένη.

 

Ω διαμάντια και μικροσκοπικοί σταυροί πανάκριβοι.

Ω διαταγές αρχαίων στρατηγών

δεμένες με κορδέλες από εσώρουχα αρτιστών

στων δεσποτάδων τα γιλέκα.

Νιώθω τις άσχημες βουλές σου, ιστορία πίθηκε.

Νιώθω τις άσχημες βουλές σου, καλόγερε,

με το σκισμένο ράσο τα βρώμικα ποδάρια

και την ψυχή σου πονηρή και ανοικτίρμονα

σαν την ψυχή της γάτας.

Βλέπε του Θεού σου τις πληγές

που στάζουν αίμα και φαρμάκι μυρωμένο.

Βλέπω το κρίμα σου πηχτό σαν το σκοτάδι πηγαδιού.

Ποντίκια εδώ κι εκεί μες στη μεγάλη του εκκλησιά

εργάτες κορίτσια και πολυφαμελίτες πρόσφυγες.

Βρωμάνε κάτουρο και κλάνουν.

Φοβάμαι κι ουρλιάζω,

ένας άγιος από μια εικόνα με καρφώνει.

Ένα φίδι σκοτωμένο στη γωνία με τα μάτια του ανοιχτά.

Η ιστορία που πορεύεται αχάριστη

και η ζωή μου απρόσωπη.

 

Μακριά απ’ τις μαντόνες που σου γνέφουν

και που τις γέλασαν στον πόλεμο φαντάροι

 

ΕΠΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙ

Γούλας ο Κοράτος ο επιλεγόμενος Θορής

από τα Σάλωνα της Στερεάς

μέρα Λαμπρής εζωγραφήθη

από πλανόδιο ζωγράφο ομπρελά και κρεβατά

για λίγο ρύζι λάδι και σαπούνι.

 

Γούλας ο Κοράτος ο επιλεγόμενος Θορής

εζωγραφήθη κ;ι επωλήθη απ’ τη γριά του

σε υπαίθριο παλιατζή

για ένα βουρτσάκι νάυλον, για μια παλιά παλάντζα

κι έναν καθρέφτη από το Κονγκό.

 

Η θλίψη σου, ρε μάτια μου,

σαν την Καισαριανή τα βράδια του φθινοπώρου.

 

Πάψε πια να με καρφώνεις με ρεμπέτικα

πίσω απ’ τις μάντρες της, στους δρόμους.

Οι ναυτικοί ναυάγησαν, οι ναυτικοί στα πετρελαιοφόρα,

στη μοιρασιά μαλώνοντας χαθήκανε για πάντα.

 

Στερνή φορά που μου ’γραψες, θυμάσαι!

Πήρα το γράμμα σου σε μπαρ

«έχεις γράμμα», είπε ο θερμαστής

έβρεχε παρέες και βρίζαν και φωνάζαν

και κάποιοι ράδιο που έκλαιγε στην άκρη.

«Ο μικρός έφυγε ένα βράδυ, έγραφες,

λες και πήγε στη γωνία για τσιγάρα ή καραμέλες»

 

Νύχτες μεγάλες με το φόβο του απείρου διπλοσφαγμένες

νύχτες με υπόκωφους θορύβους τυραννικές κι απέραντες

χίλιες στιγμές και αιωνιότητα, χίλιες στιγμές και θάνατος.

Κι ήτανε δύσκολη εποχή, κανένας δεν την άκουγε,

κάτι «παιδιά» μονάχα ρίχναν τα βράδια στις ταβέρνες

να προφτάσουν το κακό και τον εμφύλιο, λέει,

μα όσοι γνώριζαν από τέτοια

βλέπαν την ενοχή που ενέδρευε,

ώσπου κάποια βράδια σε είδαμε ξανά

σ’ ένα βουβό παλάτι μόνη

«έι… τι κάνεις;» φωνάξαμε και, Θε μου,

το σώμα μας και το δικό σου σώμα

εκμαγείο γύψινο φθαρμένο απ’ τη βροχή κι από τα χρόνια

σαν φρουραρχείο, γκρεμισμένο φρουραρχείο,

«θα ’ρθουν κάποια νυχτιά αυτοί που τους ξεχάσαμε»,

σου είπαμε,

«ανύπαρχτο το πρόσωπό τους

και το κρανίο τους γεμάτο σαύρες και γυμνό

θα κατέβουν βήμα το βήμα μόνοι

θ’ ανακαλύψουν μια χαρά για τη ζωή

πάνω απ’ τα σπίτια και τους τάφους

θ’ ανακαλύψουν μια χαρά για τη ζωή

μια πίκρα από αγάπη για μας και για τους πεθαμένους»,

κι ύστερα πάλι χάθηκες.

 

-Ανοίξτε το φως, ανοίξτε τα παράθυρα.

 

Αλήθεια, τι ντροπή

να πεθαίνουμε στ’ άσπρα μας σεντόνια

ενώ όλοι οι φίλοι μας σκοτώθηκαν στο πεζοδρόμιο.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑ ΤΟΥ  ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ 1973]


O Γιώργος Μαρκόπουλος έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δυο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση. Το 1966 του απονεμήθηκε το «Βραβείο Καβάφη» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το 1999 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κέδρος, 1998)



Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

ΑΝ ΞΑΝΑΡΘΩ, ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΥΜΕ, ΑΡΑΓΕ;

«Ποιος είναι;», «ησύχασε, κανείς» είπε, οι μύγες πνίγονταν μέσα στα απομεινάρια του κρασιού, σκεπάζοντας με μαύρες κηλίδες τη λάμψη του φθινοπώρου,

«πού πάμε;» ρώτησα, «σ’ έπαιξα, είπε, κι έχασα»,

τ’ αγάλματα μου ’γνεφαν, μα ήταν κάτι ανεξήγητο, πού το ξέρουν αλήθεια, αναρωτιόμουν, και τις νύχτες έσκυβα,

 «είσαστε καλά;» ρώταγα, γιατί εγώ δεν είχα θάψει τους νεκρούς μου,

η αμαρτία μου ήταν ότι προσπάθησα να ξεφύγω το πεπρωμένο,

γέμισα ξανά τα ποτήρια, «πιες, κάθαρμα», είπα,

παλέψαμε με λύσσα πάνω στο χαλί, κι όταν με πέταξε απ’ το παράθυρο, μια μακρινή γυναίκα άνοιξε το φεγγίτη και με σκέπασε με τα βλέφαρά της,

τότε φάνηκε το φεγγάρι, έπρεπε να βιαστώ,

έπρεπε να κρύψω όλα αυτά τα πτώματα που πλημμύριζαν το υπόγειο –

Θεέ μου, πόσες φορές με είχαν σκοτώσει,

κι όπως άνοιξε την πόρτα, είδα πάνω στο τραπέζι σαν χυμένο κρασί το μακρινό μας ταξίδι,

«αν ξανάρθω, θα συναντηθούμε, άραγε;» είπε,

«ναι, του λέω, γιατί εγώ θα βρίσκομαι πάντα στην άκρη»

 [ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ1972, δεύτερη ενότητα]

 

Η ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ σ’ αυτή την ανάρτηση περιλαμβάνει και τα παρακάτω ΠΟΙΗΜΑΤΑ: (ΤΙΤΛΟΣ μαζί με την πρώτη σειρά):

2. Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, Την άλλη νύχτα ξανάρθε…

3. ΒΟΥΒΑ ΠΡΟΣΩΠΑ, Μη φεύγεις, του λέω…

4. ΜΑΤΑΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, Τα βράδια  τον ακολουθούσε σε βρόμικες συνοικίες

5. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ, Όχι δεν τον είδαμε, είπε η γυναίκα του θυρωρού

6. ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΠΑΝΩΦΟΡΙ, Νύχτωσε, και στο παλιό σπίτι κατοικούσαν μόνο οι σκιές

7. ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Δε σ’ ακολουθώ πια, φώναξα…

8. ΤΟ ΑΜΑΞΙ, Ο άγνωστος κουβέντιαζε χαμηλόφωνα με τη γυναίκα

9. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, Ήταν μια αίθουσα μαύρη…

10. Ο ΤΡΙΤΟΣ, Τότε ήρθε και ο άλλος…

11. ΑΠΟΔΡΑΣΗ, Καθόταν σ’ ένα σκαμνί στο προαύλιο…

12. Ο ΔΗΜΙΟΣ, Γρυλίσματα ανέβαιναν απ’ τα καταγώγια…

13 ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ, Από τη νύχτα εκείνη… και

14. Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ

 

Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972)

Την άλλη νύχτα ξενάρθε, κι όπως ανέβαινε, σκέφτηκα τα ραπίσματα στο πρόσωπο του  Ιησού, που αναλήπτονταν τώρα κι αυτά μαζί του, «επιτέλους ποιος είσαι;» ρώτησα, «πάντα ήμουν αλλού» είπε, κι οι τοίχοι ράγισαν απ’τα ο θανάσιμο αμάρτημα,

εγώ, γονατισμένος κάτω στο πάτωμα, έγλειφα αυτήν την κηλίδα από μια παλιά παιδική γιορτή, δυνατός αέρας φυσούσε στο διάδρομο, ο φωταγωγός είχε γεμίσει φωνές, ματωμένα πανιά, δούλες βογκούσαν στο υπόγειο,

κάποιο έγκλημα γινόταν μπροστά στο σπίτι κι όταν το αίμα έτρεξε κι έφτασε μέχρι κάτω τα σκαλοπάτια, είδα τις μέρες μου σαν τις νεκρές ψείρες στο φτωχό φέρετρο των απόρων,

και τις νύχτες ταξίδευα με το παλιό καναπέ, ήταν βέβαια και οι ανταύγειες του κεριού που άνοιγαν τους τοίχους, μα πιο πολύ βοηθούσαν οι ταπεινώσεις,

κι όταν έφεξε η αυγή ο εφημέριος δίπλωσε σε μια εφημερίδα το κομμένο κεφάλι μου, σαν δανεισμένη εικόνα.

 

ΒΟΥΒΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

«Μη φεύγεις» του λέω, μα εκείνος είχε κιόλας ξεκινήσει με τους άλλους κατάδικους, μου άφησε μόνο το χέρι του, που συχνά με κράτησε στην άκρη της γέφυρας, ένα άρρωστο άλογο σάπιζε στην άκρη του δρόμου, και τις νύχτες άκουγα τους ανεμοδείχτες που το βοηθούσαν ν’ αλλάξει πλευρό,

θυμήθηκα το πρώτο βράδυ που θάψαμε τον πατέρα –πώς τον μισούσα γι’ αυτόν το βρόμικο ρόλο του υπηρέτη που έπαιζε, ανοίγοντας την πόρτα μας στο μεγάλο σκοτάδι,

ερημιά, και μόνο οι ραγισμένοι τοίχοι άφηναν να φαίνονται τα φοβερά, βουβά πρόσωπα, που περνάμε κάποτε πλάι τους.

Εκεί έζησα τόσο μονάχος, που άκουσα τις άλλες φωνές, κι όταν νύχτωνε, οι νεκροί μας κλέβαν την κουβέρτα και πλάγιαζαν έξω από την πόρτα, ώσπου ξεμέρωνε και σταυρώνονταν πάνω  μου το λάλημα του πετεινού.

 

ΜΑΤΑΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Τα βράδια τον ακολουθούσα σε βρόμικες συνοικίες, κατεβαίναμε τα σκαλιά, μια γυναίκα μουρμούριζε κάποιο τροπάριο και στα χέρια της κρατούσε το θησαυρό, που πηγαίνει από φτωχό σε φτωχό καθώς βραδιάζει.

Γυρίζαμε ύστερα από χρόνια, μια ξεθωριασμένη ταμπέλα στη γωνιά, που μόλις την αγγίξαμε χίμηξε να μας πνίξει ο χαμένος δρόμος, «τώρα μου λέει, θα πάμε μακριά», «μα δεν βλέπεις, του λέω, μας ξέχασαν», «γι’ αυτό» μου λέει,

και τα φανάρια μας κοίταζαν με τα μεγάλα άδεια μάτια τους, σαν αυτούς που δεν έχουν πού να πάνε και στέκονται μπροστά στο Θεό,

θυμήθηκα το μικρό κοριτσάκι που έκλαιγε καθώς το έγδυνα, κι όταν την άλλη μέρα  κρεμάστηκε, ήρθε ξανά τη νύχτα στο κρεβάτι μου, «απόψε μεγάλωσα, μου λέει, γιατί δεν με θέλεις»;

έκλεισα σιγά την πόρτα, δεν είχα πια σπίτι, μονάχα ένα πατημένο καπέλο στη μέση του δρόμου, «πάω καλά από δω;» του λέω, «να το κάνεις  τι;» μου λέει,

και το βράδυ οι νεκροθάφτες γύριζαν σκυμμένοι, σαν να μάντευαν  πως δεν ήσουν εσύ ο νεκρός, μα έθαψαν εκείνο το δυστυχισμένο που σ’ ακολουθούσε, ένα βήμα έξω από το μυστήριο.

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972)

«Όχι, δεν τον είδαμε» είπε η γυναίκα του θυρωρού, κι η σελήνη βγήκε κάτωχρή πάνω στο λόφο, ήξερα πως κρυβόταν, μα εγώ θα τον αναγνώριζα από το μεγάλο του σάβανο που άγγιζε τις άκρες της πόλης κι από το κούφωμα του βιολιού που είχε κυλήσει η ψυχή του τη νύχτα που τον ποδοπατούσαν,

και ξαφνικά τον είδα μέσα στην κάμαρα, ανέβαινε αργά-αργά στο ικρίωμα, ενώ το φανάρι του νυχτοφύλακα του λόγχιζε το πλευρό, τον είδα, σας λέω, ήρεμο και γαλήνιο σαν του νεκρούς που απέρριψαν πλέον την οδύνη να σπαταλάνε το θεό,

«ανοίχτε, φώναξα, κάποιον σκοτώνουν εκεί μέσα», η γριά άνοιξε κι εκείνος γονατισμένος  έγλειφε τα παπούτσια τους, μέσα στα επουράνια, «μείναμε οι δυο μας μόνοι» είπε, ένας ψίθυρος ήρθε τότε από μακριά, μια παράφορη νοσταλγία να ξαναδώ τον πατέρα, μα είχαν περάσει τα χρόνια, κι η αθωότητα τρίκλιζε τώρα σαν ένας άγγελος που απ’ τα φτερά του υποφέρει,

«μη με μαρτυρήσεις» είπε, κι όπως άνοιξε το σακάκι του είδα  το δαίμονα που του ’χε φάει όλο το σώμα, και το κεφάλι του στηριζόταν τώρα πάνω στο χέρι του αναχωρητή

που προσευχόταν στην έρημο.

 

ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΠΑΝΩΦΟΡΙ

Νύχτωνε και στο παλιό σπίτι κατοικούσαν μόνο σκιές, «θεία Ευδοκία, της είπα, τώρα πρέπει να σοβαρευτείς, είσαι πεθαμένη», μα εκείνη είχε το ίδιο αμήχανο χαμόγελο, όπως τότε, όταν έκρυβε κάτι που δεν έπρεπε ακόμα να το μάθω,

ο άγνωστος μας διηγόταν σημεία και τέρατα, εγκλήματα εδώ και αιώνες, είπε και για μια μύγα, στο παιδικό τζάμι, που της έκαψε τα φτερά, «από τότε στέκει εκεί και δε μ’ αφήνει» κι έδειχνε πέρα, μακριά, το δρόμο που δεν μπόρεσε να πάρει,

η ξενοδόχα, έλεγαν έκλεβε κρυφά τα πτώματα και τα έθαβε στα ντουλάπια, έτσι το ξενοδοχείο είχε πολύ κίνηση, γιατί έβρισκες πάντα κάποιον που να μη σε διώχνει - κι ούτε κατάλαβα όταν μου βύθισαν το μαχαίρι, σαν να μην ήμουνα εδώ ποτέ μου κι απλώς είχαν κρεμάσει ένα πανωφόρι στο κενό.

Και κάθε τόσο ένα πουλί έπεφτε από ψηλά νεκρό, καθώς χτυπούσε πάνω στην απαγορευμένη πόρτα.

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

«Δε σ’ ακολουθώ πια», φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μην μας γκρεμίσουν,

κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί  με τα παιδιά και τους σαστισμένους,

κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,

έπρεπε να ξεφύγω , γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,

τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,

γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΤΟ ΑΜΑΞΙ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972)

Ο άγνωστος κουβέντιαζε χαμηλόφωνα με τη γυναίκα, βέβαια, η γυναίκα είχε πεθάνει, κι εκείνος κοίταζε το πεπρωμένο, που σαν μια άδεια άχρηστη θήκη αφήνουν οι νεκροί στο κάθισμα,

τα πουλιά χτυπούσαν στο ταβάνι κι έπεφταν στο βρόμικο νιπτήρα, εδώ τέλειωναν όλες οι ιστορίες, βαλσαμωμένοι γέροι κάθονταν πίσω απ’ τα τζάμια κι η στοά σκοτεινή με τα υγρά μαγαζιά που πουλούσαν μεγάλα στρίποδα και φέρετρα και στέφανα απ’ τις δόξες που είχαμε ονειρευτεί,

όμως, στο ίδιο σπίτι κατοικούσαν κι εκείνοι οι άλλοι, που δεν τους βλέπουμε, μόνο τις νύχτες άκουγες να περπατάνε κρατώντας τις σβησμένες λάμπες και καμιά φορά περνούσαμε για δικές μας τις ακατάληπτες χειρονομίες τους,

κι μικρή πεθαμένη υπηρέτρια, που πλαγιάζαμε κάποτε, άπλωνε τώρα  το χέρι της μέσα στις αγρύπνιες μου να της δώσω ένα ζευγάρι κάλτσες που της είχα υποσχεθεί.

Έπειτα ησυχία, κι ο θόρυβος του αμαξιού που έφευγε έσβηνε σιγά-σιγά.

 

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ήταν μια αίθουσα μαύρη, ένα άθλιο χαρτοπαίγνιο όπου κατέβαζαν τους αρρώστους, οι ζητιάνοι κυλούσαν κάτω από τις πέτρες των εκκλησιών κι οι παραλυτικοί ανασηκωμένοι στους αγκώνες κοίταζαν χαιρέκακα την κρεατόμυγα, που πάλευε απεγνωσμένα με το Αόρατο,

ο βασανιστής μπήκε ακριβώς τα μεσάνυχτα κι όπως άνοιξε το παλτό του φάνηκε η κίτρινη λάμπα του γκαζιού πάνω απ’ το ικρίωμα, γιατί στον καθένα θα ’ρθει η ώρα του να πλαγιάσει στη γη, κι η άσχημη γυναίκα είχε γδυθεί, αλλά δεν πήγαινε κανείς, τότε ξανάβαλε το φτερό που της είχε πέσει, και πέθανε ολομόναχη στο διάδρομο,

ήταν οι ονειροπόλοι εκεί, κρατώντας τα κεφάλια τους στο χέρι σαν φτωχά καπέλα, και τα λόγια του ηλίθιου ακατάληπτα, σαν το αρμόνιο του Θεού που έπαιζε στο υπόγειο,

«μην αποστρέφεις το πρόσωπό σου, φώναξα, δεν έχω τίποτα άλλο απ’ την ντροπή μου» και του ‘δειξα τα φύλλα του φθινοπώρου που μ’ ακολουθούσαν,

εκείνος δεν μίλησε, μα όπως ακούμπησε στην κολόνα το χέρι του ήταν τόσο διάφανο, που έβλεπες πολύ μακριά κι ο νεκρόφιλος έφευγε τώρα με το κλειδί κι ο αιμομίχτης με το εικόνισμα,

ενώ ο βαμμένος άνδρας που σφουγγάριζε τις σκάλες ήταν γεννημένος βασιλέας.

 

Ο ΤΡΙΤΟΣ

Τότε ήρθε κι ο άλλος, κρατούσε μια παλιά φθαρμένη βαλίτσα, όπου έκρυβε τα φαντάσματα της ζωής του, για να μην κάνουν τον κόπο να τον κυνηγούν,

ήμασταν στο ίδιο πνιγηρό δωμάτιο και το μεγάλο ζώο που ήταν ζωγραφισμένο στο χαλί μας έτρωγε κιόλας τα γόνατα,

«μητέρα, ρώτησα κάποτε, πού μπορούμε να βρούμε λίγο νερό για τ’ άλογό μου;», «μα δεν βλέπω κανένα άλογο», «κι εσύ μητέρα»,

μια σειρά κεριά ήταν κι απ’ τις δυο μεριές του διαδρόμου, και στο βάθος το σκοτεινό μαγαζί που πουλούσε παλιά μουσικά όργανα κρεμασμένα απ’ το ταβάνι, σαν τους φτωχούς, και στη μέση ο παλαιοπώλης, γέρος και βρόμικος, κούρντιζε πάνω στα γόνατά του το πεθαμένο χέρι, «μας γέλασαν, φώναξα, μας έδωσαν άλλο σπίτι», μα δεν υπήρχε κανείς γύρω, μονάχα μια φουρκέτα κάτω στις πλάκες σαν ένα μικρό έντομο, που μόλις έκανα να την αγγίξω πέταξε και χάθηκε απ’ το παράθυρο.

Κι όλη τη νύχτα ακούγαμε τους σιδεράδες που ετοίμαζαν τα καρφιά, σαν να υπήρχε κάποιος Ιησούς ανάμεσα στους τρεις μας.

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

 

ΑΠΟΔΡΑΣΗ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972)

Καθόταν σ’ ένα σκαμνί στο προαύλιο, και τα χέρια του ήταν τόσο αδέξια, που μας είχαν κιόλας προσπεράσει, «κάποτε θα γκρεμίσουν το σπίτι, μου λέει, και τότε θα το βρουν»,

και κάθε τόσο κάποιος τυλιγόταν μ’ ένα σεντόνι στην άκρη της κάμαρας, ήταν η στιγμή που δραπέτευε, ώσπου το σεντόνι έπεφτε άδειο κάτω στο πάτωμα κι εμείς είχαμε πια ένα παντοτινό φίλο,

στους σταθμούς περίμεναν σειρά οι μετανάστες, κρύβοντας κάτω απ’ το παλτό τους το ταξίδι σαν ένα ετοιμοθάνατο σκυλί,

κι ο θείος Ηλίας χρόνια μετά το θάνατό του, στέκονταν ακόμα στο πεζοδρόμιο, ο πλούσιος συγγενής μας, όμως, ούτε γύρισε να μας δει, «θείε, του είπα, αφού ήξερες, γιατί ξανάρθες;», «δεν μπορώ να κοιμηθώ, μου λέει, πρέπει να χάσω ακόμα»,

έκανα να φύγω, αλλά στην πάροδο είδα το μουγκό παιδί, είχε ακουμπήσει στον τοίχο κι έκλαιγε, και τώρα πάνω στον τοίχο ήταν ένα μικρό φωτισμένο παρεκκλήσιο, ενώ έξω χιόνιζε και οι περαστικοί πέθαιναν μέσα στα λόγια της.

 

Ο ΔΗΜΙΟΣ

Γρυλίσματα ανέβαιναν από τα καταγώγια, ένα πρόσωπο μανιακού με κοίταζε απ’ το τζάμι, και στον τεράστιο βολβό του ματιού του καθόταν το πουλί, που είχε θάψει, παιδί στην άκρη του κήπου,

σ’ όλο το δρόμο μ’ ακολουθούσε η γυναίκα με το σκεπασμένο πρόσωπο, ήταν εκείνη η άσχημη μουγκή που πλάγιασα μια νύχτα μαζί της, κι όταν πέθανε ερχόταν συχνά, την είδα μάλιστα, κάποτε, που έστρωνε ένα μικρό χαλί, εκεί που γονάτιζα να με λυπηθούνε,

τότε με περιμάζεψε αυτός, κρατούσε ένα μικρό τοίχο στο πίσω μέρος της αυλής, όταν χτυπήσαμε μας άνοιξε ο ίδιος ο δήμιος, «είμαι αθώος» έλεγε, «αυτό τους σκότωνε –τι φταίω που δεν μπορούσαν να τ’ ακούσουν», κι έδειχνε ένα μικρό φλάουτο στο τραπέζι,

οι νεκροί κλαίγανε ακουμπισμένοι στα τζάμια, κι ας λέγαν οι άλλοι ότι ήταν η βροχή, κι η θεία έβαλε τις φωνές που ήθελαν να της πάρουν τη παιδική ζωγραφιά και την κρατούσε ακόμα και μπροστά στον Κύριο, την Ημέρα της Κρίσεως,

ενώ, όπως βράδιαζε, στη γωνιά του δρόμου οι πλανόδιοι μουσικοί παίζαν ακούραστοι, μα δεν έβγαινε κανένας ήχος, γιατί τα βιολιά τους ήταν κιόλας μακριά, μες στο ανεκπλήρωτο.

 

ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ

Από την νύχτα εκείνη, που τον χτύπησα και τον έθαψα στο παλιό μαρμαρογλυφείο, έκανε καιρό να ξανάρθει –ζούσα τότε, για λίγες δεκάρες με μια πόρνη, κι ο άγγελος το χαμού τραγούδαγε μες στο πλυσταριό,

ήταν μια φωλιά κακούργων, τις νύχτες ξυπνούσε η πανάρχαιη τύψη και το πρωί βρίσκαμε κάποιον κρεμασμένο στην αποθήκη, πίσω απ’ το παραβάν είχαν κρύψει τον ασκητή που καιγόταν από αυταπάρνηση, κι η παλιόγρια έβαζε τη χύτρα πάνω στα γόνατά του και μαγείρευε για τους φονιάδες,

«στα έδωσα όλα», έλεγε η βρόμα  και μου ’δειχνε το ψεύτικο χέρι της κρεμασμένο στον τοίχο, «εσύ τι έχεις να δώσεις;»

τότε ακούστηκαν οι πυροβολισμοί από μια παλιά χαμένη εξέγερση, ένα κουτσό σκυλί μ’ ακολουθούσε κι ο κυνηγημένος στάθηκε και βγάζοντας το σακάκι το σκέπασε το κεφάλι του Βαπτιστή, γιατί ερχόταν χειμώνας,

«Θεέ μου, σκέφτηκα, ίσως να μην τον έθαψα αρκετά βαθιά, κι όλον αυτόν τον καιρό με προδίδει», νύχτα ξαναπήγα στο ερειπωμένο μαρμαρογλυφείο και τότε τον είδα, είχε γονατίσει και κλαίγοντας μάζευε λίγο χώμα και σκέπαζε

το κρύο της ζωής μου…

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΟΣΟ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΤΙΠΟΤΑ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΒΟ ΚΙ ΕΝΑ ΤΟΥΦΕΚΙ ΠΟΥ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ Μ’  ΑΥΤΟ:

Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή –με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατά του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, «το ακούς» μου λέει, «ναι, του λέω, πάντα το άκουγα», ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι! [Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972, Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του ΚΕΔΡΟΥ



Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

ΝΗΣΤΕΥΕΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΑΠΟ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ

Οι απαραίτητες μόνο επιθυμίες και το κρανίο μου ολημερίς χώρος μετανοίας
όπου η προσευχή παίρνει το σχήμα θόλου.
Κύριε ανήκα στους εχθρούς σου
συ είσαι όμως τώρα που δροσίζεις το μέτωπό μου ως γλυκύτατη αύρα.
Έβαλες μέσα μου πένθος χαρωπό και γύρω μου  όλα πια ζουν και λάμπουν.
Σηκώνεις την πέτρα και το φίδι φεύγει και χάνεται.
Απ’ την ανατολή ως το βασίλευμα του ήλιου
θυμάμαι πως είχες κάποτε σάρκα και οστά για μένα.
Η νύχτα καθώς την πρόσταξες απαλά με σκεπάζει
κι ο ύπνος που άλλοτε έλεγα πως ο μανδύας του με χίλια σκοτάδια είναι καμωμένος
ο μικρός λυτρωτής – όπως άλλοτε έλεγα – με παραδίδει ταπεινά στα χέρια σου.
[ΑΠΟΛΕΛΥΣΑΙ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΣΟΥ μεσ’ στο φθινόπωρο 1953, πρώτο ποίημα στη πρώτη συλλογή του Νίκου Καρούζου που με τίτλο ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 αποτελεί επιλογή των ποιημάτων που γράφτηκαν και τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν μέσα στην επταετία Φθινόπωρο 1953 έως το Φθινόπωρο του 1960]
Τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 είναι η πρώτη ενότητα στη συγκεντρωτική έκδοση Νίκος Καρούζος ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’ τόμος 1961-1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία.
Απ’ αυτή την έκδοση ανθολογούνται τα παρακάτω (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):
1.   Η ΠΟΙΗΣΗ, Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιο μου
2.   Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΚΟΥΛΗΚΙΟΥ, Άκου Κύριε τον καλό σου φίλο
3.   ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, Σα να μην υπήρξαμε ποτέ κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη
4.   ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΔΕΛΕΑΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Να γυρίζεις, αυτό είναι το θαύμα
5.   ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ, Πλησίασε εδώ στη φωτεινή γωνία του ονείρου
6.   ΒΑΘΜΙΔΕΣ, Ήτανε όλο το πρωί σημαιοστολισμένο
7.   Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΑΡ, Τι ολόμαυρα μαλλιά που τόσο χύνονταν στις πλάτες
8.   ΑΘΗΝΑ, Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΑΛΑΖΙΟ, Ομορφιά στου δειλινού τον πλαγίαυλο
9.   Ο ΦΙΛΟΣ ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ, Στην αττική ερημιά ένα βιβλικό αμπέλι και
10.               Η ΣΥΝΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ, Τρέχει μεσ’ τα χαράματα το ελάφι

Η ΠΟΙΗΣΗ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιο μου
σαν πέσει η νύχτα.
Ένα πουλί ολάξαφνο
με φτερουγίσματα που μαχαιρώνουν τον αέρα
εισορμά κι ύστερα πάλι ησυχία επικρατεί.
Ποτέ μου δεν ετόλμησα το φως ν’ ανοίξω
και πάντα λέω τι να ’ναι το ολάξαφνο πουλί
τι πτέρωμα να έχει
πώς άραγε να συγκινεί η μορφή του…
Πάντως όταν ξυπνώ με της αυγής το σκούντημα
δεν είμαι παρά μόνος στο δωμάτιο
σωματικά στερεωμένος απ’ τον ύπνο
πιο γνώριμος του θανάτου από χτες
ενώ η ψυχή προσμένει
το καινούργιο μήνυμα του ήλιου
όπως πάντα.
Όμως
τι να ’ναι το πουλί που ξαφνικά
σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα
σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
και το αισθάνομαι κοντά μου;
Ποτέ νομίζω δε θα μάθω
κι ίσως να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα.

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΚΟΥΛΗΚΙΟΥ
Άκου Κύριε τον καλό σου φίλο
που αγαπά τους καρπούς και τους τάφους.
Εσύ είσαι ό,τι με συνδέει μ’ έναν καρπό και μ’ έναν τάφο.
Και τον καρπό ασχημίζω και τον τάφο.
Αλλ΄ όμως είμαι θέλημά σου
γέννημα στην απέραντη καρδιά σου…
Δεν έχω ερωτήματα
και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα.
Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα.
Και μάταια τα μάτια της σαρκός μου
γλυκά που αγγίζονται με λουλούδια.
«Δεν έχεις ερωτήματα;» - μου λέει το φθαρτό.
Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα;
Ή με ρωτούν τα νέφη που σε ακολουθούν;
Χαίρομαι την ευφορία του αργύρου σου
και την διαπερνώ με την πίστη.
Αυτή είναι η αξία εμάς των σκουλικιών
που δεν έχουμε παρά μονάχα έναν δρόμο…
Το χώμα είναι η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων.
Αγάπη όνειρο θαλασσί τύλιξέ με.
Ποια ευφροσύνη δεν σου παραστέκει;
Αγάπη, πράξη και ουσία του θεού μου
σερνάμενο κι αν είμαι πλέω στη χαρά.
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
-Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεων μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
-Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει τα τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα…
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΔΕΛΕΑΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (αποσπάσματα «Διαλόγων)
1
Να γυρίζεις – αυτό είναι το θαύμα –
με κουρελιασμένα μάτια
με φλογωμένους κροτάφους απ’ την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είναι η αιτιότητα
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι όμως στη χειμωνιάτικη γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ’ τ’ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις  - αυτό είναι το θαύμα.
2
Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρα θα μας σώσουν.
Αγάπη μείνε στην καρδιά –
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με την αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ’ το αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα
3
Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ’ αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.
4
Η αγωνία μου υψώνεται
ως τα εδελβάις άνθη
5
Τα όνειρα βλαστοί στη στήθος
κλήματα μες την καρδιά
διαιώνια εκδικούνται το χώμα
σκοτώνοντας εμάς
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΩΡΑ
Πλησίασε εδώ στη φωτεινή γωνία του Ονείρου
και συλλογίσου πόσον αγαπάς.
Στην άκρη του γκρεμού σε πρόλαβε ο έρωτας
με μαύρη ομορφιά, κόκκινο πάθος.
Νύχτα και μέρα τήκεσαι
οι λέξεις τίποτα δεν εκφράζουν.
Ώστε μην παιδεύεις το ουράνιο αίσθημα
μονάχα θαύμαζε και συ το τριανταφυλλί του κάλλος.
Ίσως είναι ο Παράδεισος μελαχρινό τοπίο.

ΘΡΥΜΜΑ
Αν η ψυχή σου αγγίζει  με φλόγες – τι άλλο
μέσα στη ζωή των χρωμάτων
μπορεί να θέλγει
παρά μονάχα εσύ αγαπημένη…
Ω του Σουνίου δωρικές ημέρες
από αθώα βροχούλα και λεπτό άπειρο
χαθήκατε για μένα.
Κλαδάκια δένδρων που αγγίξαμε μαζί
και συ μολυβένιο ακρογιάλι
χαθήκατε για πάντα.
Γλυκές αύρες των απογευμάτων
με του θεού το σκίρτημα εντός σας
εκατόμορφη παρουσία της αγάπης
βουβά κοχύλια μες στο άρωμα της θάλασσας
χαθήκατε, χαθήκατε για μένα.

Ο ΕΡΩΤΑΣ
Θα παραπονεθώ για σένα έρωτα στ’ αστέρια
τη νύχτα που είναι ο μανδύας της απελπισίας μου
με το στομάχι σκαμμένο απ’ τη θλίψη
ακέραια μόνος
σε κατάκοιτη θέληση
με πανικό σαν πίδακα στο στήθος.
Τη νύχτα που κουράζονται τα πράγματα
και παύουν να με κυνηγούν
έρωτα.
Κοινό μαζί μας τίποτα δεν είχε -
τ’ άνθη το φωνάζουν στην καρδιά μου.
Αλλ’ όμως κλαίω για το χαμένο χώμα
Κύριε με κατέβαλαν οι αδυναμίες.
Έν’ άδειο σώμα
βυθίζει τα μάτια μου
στο αδιέξοδο των επιθυμιών του.
Διάσωσε Κύριε τα μάτια μου.
Έν’ άδειο σώμα η νέα γυναίκα
με πάμφθηνο χρόνο στα ημίφωτα.

ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Κελτικά όνειρα
με βασάνισαν ως τα μεσάνυχτα
σώμα νεκρό ταξιδεύοντας στη λύπη.
Ρους είναι ο έρωτας που λιώνει τ’ άστρα
και τη φωνή της γυναίκας.

ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΙΣ ΒΡΟΧΕΣ
Εδώ στο γέρικο ποτάμι
θρηνώ την ύπαρξη μου χαμένη -
ακούγονται στον άνεμο οι φωτιές
Ώρα πολλή έρχομαι απ’ τους μακρινούς αγρούς μου
ώρα πολλή φυλάσσω τη αγάπη.
Βλέπω τα στήθη σου Αλκυόνη ως τον κατακλυσμό
στις ανατιναγμένες φλόγες
η μοίρα μας είναι διάπυρη.
Αλκυόνη βγάλε τα έμορφα ποδήματα
μύρωσε τ’ αυτιά σου.
νερένιος ο λαιμός σου κρούει τα χείλη
και τρέμουν
στα δάχτυλα των κρίνων σου οι μικρές κορφές.
Αλκυόνη πετάς αληθινά
δεν έχεις τώρα γήινα πόδια
είσαι το ποτάμι…
Χαίρομαι θλίβομαι αγαπώ
τις πλάτες σου Αλκυόνη
δεν αγγίζω τα μαλλιά σου θα καώ.
Αλκυόνη τι θάνατος!
Χώρος δεν είναι έξω απ’ το χρόνο.

ΝΕΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Με είδες τώρα πια ολόγυμνον
ως τα βάθη να επιθυμώ
στήθη αιχμηρά με αιώνιο κάλεσμα
πλημμυρισμένα νύχτα και
μεταμορφωμένα εντός μου σε τυραννία
σώματα ζοφερά που με κρατούν
δέσμιο.
Με είδες ολόκληρο ν’ αγγίζω
φθαρτό ουρανό μάτια που με σύρουν
σ’ ένα τυφλό γαλάζιο και γεύομαι
-θεέ μου μακρινό βασίλειο –
Με τα χέρια μου φλογερά στους ιλίγγους
κόβω τους καρπούς στο εναγκαλισμένο κορμί
και χτυπά δυνατά η καρδιά μου πάνω στα μύρα του.
(Δεν έχει διέξοδο μέσα στη φωτιά.
Ελκύομαι απ’ τα φεγγάρια
τι δρόμους ανοίγουν για να βρεις αγαπημένη…)
Θεέ μου αν φτάνει
μια φωνή μάλλον κατεστραμμένη
στις μακρινές πηγές εισάκουσέ με.
Τις ώρες νιώθω πια ξεχείλισμα του βίου μου
φοβάμαι
κι ο θάνατος
δεν περιμένει πάντα
τη νέα ημέρα.

Η ΛΟΥΚΙΑ
Χρήσιμα λουλούδια
φύλλα του θανάτου
νερό τρεχάμενο και βάθος
ελθόντες επί την ηλίου δύσιν
ιδόντες φως εσπερινόν
άνθη της γαλήνης άγγελε
η Λουκία πεθαίνει.
Αναστάσιε θάνατε χαραυγή
με των πουλιών την πλημμυρίδα =
άλλος αγγίζει
άλλος φτερώνει την αχιβάδα.

ΝΗΣΟΣ ΤΑΠΕΙΝΗ
Ώρα του φρέσκου ήλιου Σαλαμίνα
εδώ που βρίσκομαι στον καφενέ βγαλμένος απ’ τα πάθη
τι να φωνήσω προς τη μοναξιά μου
άγνωστος ως το γέλιο των πρωινών παιδιών
άγνωστος μες στον έρωτα και στα ηλιόλουστα.
Είναι λοιπόν η μοίρα πάλι
άγριο φύλλωμα με τις σκληρές δροσοσταλίδες
σκιρτήματα του σπαραγμού αυτού.
Ό,τι αγάπησα με σύντριψε στον ήλιο…
Ώρα του νέου κι ώρα του κακού μη φέρεις τους αδιάφορους ανέμους
άλλη ζωή δεν ξέρω απ’ την αφοσίωση, με το σκοτάδι αθώος.
Ένας μεγάλος χωρισμός χύνει τη σιωπή του
ανατινάσσω το τραγούδι πώς να χρησιμέψει
κι όταν θα σου μιλούν για δάκρυα τόσα
είναι βρεγμένο από θεού το δέρμα μου.

ΒΑΘΜΙΔΕΣ
1
Ήτανε όλο το πρωί σημαιοστολισμένο
και τραγουδούσα
Ολοένα έρχονται πια
σαν από ανώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια να βρω την αίθουσα
πρέπει να μιλήσω σε τόσους
φίλους με τα αιώνια τώρα μάτια.
Κινείται ο δρόμος προς το μεσημέρι.
2
Αν είδατε τη μοναξιά ποτέ πίσω απ’ το τζάμι
να σας απειλεί μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
που αργά θα σχίσει το δικό ας στήθος·
όπως φάντασμα την πόρτα να περνά
με γελαστά τα εξογκωμένα μήλα
και να στέκει –
ν’ αγγίζει τα βιβλία σας
τα πράγματα τους τοίχους
κι ύστερα πάλι εμπρός σας
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή να στέκει –
θα με αγαπήσετε, είναι γυμνό
σαρώθηκε αυτό το μεσημέρι.
3
Όλα κοστίζουν ένα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τον έρωτα κι εκείνα τα όνειρα
έλα στην κάτω γειτονιά και πες: Κορόνα – Γράμματα
εκεί που χάνεται η ψυχή να βυθιστείς.
Θέλω ν’ ακούσεις το μεγάλο μυστικό
για πάντα πέφτει ο καρπός απ’ το δένδρο.
Εντούτοις εκεί που χάνεται ο δρόμος
να τραβήξεις.
Ό,τι να σε καλέσει
δεν είναι για επιστροφή
τα δάκρυα κι ο πόνος κοφτερός
είναι μεσ’ στο παιχνίδι.
Όποιες φωνές ακούσεις μη σε παρασύρουν
σφάξε τη μια την ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη
Κορόνα – γράμματα να παίξεις
τις ώρες και τα χρόνια
μόνο με τον έρημο αντίπαλο.
4
Εδώ είναι απότομη η χαρά: Μην προχωρήσεις.
Άκου το πουλί με το βιαστικό κελάηδημα
μην κινηθείς περισσότερο.
Έτσι του μιλήσαμε.
Μα έδινε μια μάχη – όπως είπαν.
Ύστερα είδαμε τον ουρανό που έπεφτε
ξεκομμένος από όλα
σαν γαλάζιο αλεξίπτωτο.

Χώθηκε αργά στο βάραθρο
και τον σκέπασε.
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΑΡ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
Τι
ολόμαυρα μαλλιά
που τόσο χύνονταν
στις
πλάτες
(γλυκιά αίσθηση τα σπλάχνα μου)
ωσότου
χάθηκε στη γωνιά του δρόμου
η γυναίκα.
Δεν είναι πια
(ο θάνατος)
δεν ήταν πριν
(η ανυπαρξία)
και πόσο να ’μενε στα λίγα δευτερόλεπτα.
Σπιθίζουν από δάκρυα τα μάτια μου
μ’ ένα κάψιμο.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
κάποιο δένδρο είμαι
κι έγινε ποτάμι η ρίζα μου
τώρα που ξέρουμε πόσο μαύρη είναι η θάλασσα
και το ποτάμι πάει…
Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου
τη νύχτα
ο άγγελος της μοναξιάς
με τολμηρά ενδύματα.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
εποχή εχθρική
ως το πυρωμένο βράδυ
ως μέσα στα μεσάνυχτα.
Βγάλε ψυχή μου τραγούδι
να πολεμήσω την Άνοιξη.
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.

ΑΘΗΝΑ, Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΑΛΑΖΙΟ
Ομορφιά στου δειλινού τον πλαγίαυλο
αργά που πάνε οι λυπημένοι μεσ’ στα φυλλώματα του Εθνικού Κήπου
και όταν κάθονται
στα γαλανά παγκάκι ταξιδεύουν
σε καλύτερες ημέρες του μέλλοντος
ένας τινάζοντας τον ύπνο απ’ τα μαλλιά του
κι εκείνος κει στον τζίτζικ’ από κάτω
κι ο πιο πέρα
όλοι μοναχικοί
και συ το ίδιο
μόνος
εναγκαλίζεσαι τα δένδρα από έρωτα.
Ώρα επτά σφυρίζουν οι φύλακες
τελειώνει πια κι εδώ ο κόσμος.
Ύστερα στους δρόμους
πάλι κρατούν άδεια κλουβιά
γυρίζουν
χάνονται
οι λυπημένοι.
Στα σύννεφα κρέμονται πουλιά
κι αυτοί βλέπουν το κέρδος:
αμνό και τρόμο.
Ηλεκτροφόρα σύρματα φράζουν τα όνειρα
μα θα ’θελαν –
Κι ενώ δε σώνεται η φωνή στο μέσα μάκρος
ακούγονται καμπάνες
απ’ τα εκκλησάκια της ορθοδοξίας αιχμάλωτα.
Μα πώς κυματίζει ο ουρανός
στην άκρη των λυπημένων…
Ώρα επτά κι οι σοφέρ
με τα ραδιόφωνα ανοιχτά
για είκοσι λεπτά τραγούδι αθάνατο
«απόψε θα ’ρθει ο θάνατος να πάρει τους καημούς».

Πάνω τους η νύχτα παλαιό ρούχο
ο πλάστης
με την άσπρη αγάπη.
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

Ο ΦΙΛΟΣ ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
Στην αττική ερημιά ένα βιβλικό αμπέλι
καθώς η νύχτα φέρνει τα τριζόνια
με κρατά σιωπηλόν.
Βασιλείς Ιουδαίοι γυναίκες του Άσματος
κάτι απ’ τον Παράδεισο
στα δώματα λιτά της λησμοσύνης
εγώ με στεγνωμένο ιδρώτα -
όλοι περπατούμε στο πλακόστρωτο μόνοι
με μια δύναμη μαγεία στους κύκλους των οφθαλμών.
Οι θεοί μας είναι από πηλό   είπε ο πρώτος
βασιλέας ανοίγοντας τον κίτρινο χιτώνα του.
Ακόμη περιμένετε λοιπόν; - ρώτησε άλλος βασιλέας.
Εμείς ακούγαμε σαν βγαλμένοι απ’ το σώμα
κι άλλοι που μίλησαν
αντίκρισαν τη σιωπή μονάχη -
ενώ παιδικοί άνεμοι έπνεαν απ’ την Ιερουσαλήμ
κι ο Ιησούς επίκειται
τραγουδούσε το τριζόνι στο μεγάλο κλήμα.
Αλήθεια φίλε ήτανε ο αμπελώνας που αφύπνιζε
το πράο φύσημα της αρχαίας Παλαιστίνης

Η ΣΥΝΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Τρέχει μες τα χαράματα το ελάφι
που είναι η χαρά μου τόσος αντίλαλος
εδώ που κατοικώ
ένα πουλί από καπνό ανέρχεται στο ξημέρωμα.
Ιδού ο Τρέχων
έχει σφάξει το αρνί στις πηγές των υδάτων.
Θριαμβική νεφέλη όχημα ιδού ο Τρέχων
και το σύρουν
άλογα τρυπημένα στα λάμποντα πλευρά.
Μέσα στο όχημα βρίσκομαι και πηγαίνω
προς τον άγνωστο προορισμό μου.
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

ΑΝ ΕΙΔΑΤΕ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΠΟΤΕ ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΝΑ ΣΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙ Μ’ ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΑΡΓΑ ΘΑ ΣΧΙΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΤΗΘΟΣ… (Θα με αγαπήσετε…)
Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;): πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης». Για του λόγου το αληθές … επιλογές λέξεων από τις ποιητικές συλλογές του, κάτι σαν Δοκιμές Νάρκης του Άλγους, που «εν Φαντασία και Λόγω, κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το μαχαίρι του χρόνου… Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή δουλειά δεν είχε ο διάβολος… αλητεύει στους αμέτρητους ίμερους, αλητεύει στα σώματα των απέραντων γυναικών και στη μιλιά μας, στην πείνα και στην ακάλεστη δίψα… Αχ Σιωπή παντοτινή του Είναι σπλαχνοσύνη… Ποια είναι εμένα η συχνότητά μου στο απόλυτο; Δεν έχει δόξα η ζωή ψηλότερη απ ’να κυπαρίσσι… Εντελέχεια κι ακαριαία θρησκεία που ειπώθηκε Λύση: είναι ένα είδος του Είναι εκείνο το ρημάδι το μη-Είναι!.. Ναν τα κάνουμε λοιπόν επιφωνήματα και τα 2


ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ