Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΙΑΣ ΚΑΤΑΞΑΝΘΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ…

 (… ο φαροφύλακας σκύβει στα χείλη της και τα φιλεί…

όπως φιλούν τις συμπληγάδες των οι ποντοπόροι…)


ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ  ΜΙΑΣ ΚΑΤΑΞΑΝΘΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ…

(… ο φαροφύλακας σκύβει στα χείλη της και τα φιλεί…

όπως φιλούν τις συμπληγάδες των οι ποντοπόροι…)

Η φυσική ροπή   Το περιστέρι των παλμών την διαδίδει

Τρέχουν παντοτινά τα δάκρυα των ποταμών

Είναι τα δάκρυα της χαράς που δεν στεγάζονται

Είναι οι λίμνες που δεν κατώκησαν πάλαι ποτέ λελέκια πάλλευκα

Κανείς γαρμπής δεν εμφωλεύει στα ζαχαροκάλαμα

Κι αν πέφτει κάποτε μια τουφεκιά σηκώνονται τα σύννεφα

Και υψώνονται σε στρώματα αραιότερα

Εκεί που απλώνουν τα πανιά τους οι κορβέττες

Κάτω στη γη μια σκιά γυρεύει το χαμένο σώμα της

Το κλίμα της κοιλάδος που της το ’κλεψε

Πυκνώνει την ομίχλη που το κρύβει

Οι θησαυροί της λίμνης ανησυχούν κι ανατριχιάζουν

Τα φύκια και τα στοιχειώδη πλάσματα τρέχουνε στον πυθμένα

Μια μέδουσα κλαίει την χθεσινή διαφάνεια της λίμνης

Που θα ξανάρθει με το πρώτο πυροφάνι

Πριν χειμωνιάσει ο καιρός

Πριν καν σκεφτεί κανείς ν’ ανάψει το φανάρι

Κάτω απ’ το οποίο σκέπτεται το μέλλον της μια κατάξανθη γυναίκα

Ο φαροφύλακας σκύβει στα χείλη της και τα φιλεί

Όμως φιλούν τις συμπληγάδες των οι ποντοπόροι!..

 [ΕΝΟΡΑΣΙ ΤΩΝ ΠΡΩΙΝΩΝ ΩΡΩΝ  από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Μια συλλογή με ποιήματα που γράφτηκαν από το 1934 ως το 1937 και τυπώθηκε το 1945 σε 470 αριθμημένα αντίτυπα από τις εκδόσεις του περιοδικού ΤΕΤΡΑΔΙΟ!..

 

Ακολουθούν επιλογές  από την ως άνω ενότητα, εδώ από τη συγκεντρωτική έκδοση του ΓΑΛΑΞΙΑ: Ανδρέα Εμπειρίκου Ποιήματα: Υψικάμινος και Ενδοχώρα 1969

 


(ΠΟΙΗΜΑΤΑ που ανθολογούνται:

Ο Ψίθυρος του Τηλεβόα,  Υπερκειμένη,  Οι Καρυάτιδες,

Η Ηλικία των Φυτών,  Κράμα Ενιαυτών,

Η Στιλβηδών,  Μεγαμπέρχα

Το Πλεονέκτημα μια Κόρης είναι η Χαρά του Ανδρός της

με κατακλείδα το Σέλας των Αντηχήσεων)

 

Ο ΨΙΘΥΡΟΣ ΤΟΥ ΤΗΛΕΒΟΑ

(από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ  της ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Η τροχαλία που μας ανεβάζει είναι φιλντισένια

Το φως παίζει με τους σπάγκους της

Λυσίκομος η θάλασσα πλέει στον αφρό της

Τα πετράδια που φορεί στα δάχτυλά της είναι πολύχρωμα

Και στάζουν ένα - ένα μεσ’ στα κύματα

Που παίρνουν προς στιγμή τα χρώματα των πετραδιών που πέφτουν

Στην τροχιά του λευκού υπερωκεανίου

Στη γέφυρά του στοιβάζουν χιόνι από σταβέντο

Από την άλλη πλευρά οι ναύτες συσσωρεύουνε σαπφείρους

Κι αναρριπίζουν οι θερμασταί με φτερά φασιανών τις φωτιές στο στόκολο

Το υπερωκεάνιον αυτό έχει τριάντα βάρκες

Είναι γιομάτες από πληθυσμούς μιας κοραλλένιας χερσονήσου

Οι κάτοικοι της κάθε βάρκας κρατούν ένα κουπί

Και παρουσιάζουν ένα σύνολο αρμονικά μυστηριώδες

Όπου υπερισχύει το γυναικείο φύλο

Το υπερωκεάνιον αυτό έχει τριάντα θηριοδαμαστάς

Κι ένα μικρό ιππόδρομο όπου τρέχουν ιππάρια με ραβδώσεις

Και συγκρίνουν τις ραβδώσεις τους με τις ραβδώσεις των ζεμπρών

Το υπερωκεάνιον αυτό πορεύεται πέντε - έξη χρόνια

Το υπερωκεάνιον αυτό είναι το βήμα ενός ξανθού ποντοπόρου

Που βρίσκεται τώρα στην ακμή της ηλικίας του

Οι πόλεμοι τον έχουν αφήσει άτρωτο

Οι πόλεμοι τον έκαναν να τους μισήσει

Στα χέρια του κρατά ένα φιαλίδιον   Γιομάτο λάδι της μηχανής

 

ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΗ

Η ημέρα σήμερα είναι γαλάζια

Τα φύλλα της είναι πράσινα

Τα τριαντάφυλλά της είναι κίτρινα

Τα νύχια της κατακόκκινα

Στον άνεμό της πλαταγίζουν οι σημαίες των μπαλκονιών

Στα μπαλκόνια λύνουν τα μαλλιά τους οι χθεσινές εσπερίδες

Οι ερασταί τους ριγούν

Τα βραχιόλια τους είναι σαν λέξεις στιλπνές

Σαν αυτές που προφέρουν οι εσπερίδες στον ύπνο τους

Κανείς ακόμα δεν κατόρθωσε να τις δαμάσει

Είναι ωραίες και λάμπουν σαν τον ήλιο

Είναι ωραίες και λάμπουν στο σκότος

Η σκοτοδίνη δεν τις τρομάζει

Γύρω απ’ τα χείλη που τις προφέρουν αναπηδούν αναλαμπές

Άνθρωποι σκοτεινοί διαξιφίζονται στον άνεμο ποιος να τις πρωτοπάρει

Οι δρόμοι είναι γιομάτοι σπίτια

Τα σπίτια είναι γιομάτα ανθρώπους που παρακολουθούν εναγωνίως τους διαξιφιζομένους

Οι διαξιφιζόμενοι χαιρετούν τον Καίσαρα

Αίφνης ένας τρυπά τον πέπλο της νυκτός

Και η μέρα πηδά στον άμμο

Όλοι την παρακολουθούν   Όλοι την ικετεύουν

Όλοι την ονομάζουν Σήμερα

Ήμερα κοπάδια την ακολουθούν και τα μάτια της είναι γαλάζια.

 [από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου]

 

ΟΙ ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ

(από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Ω οι μαστοί της νεότητος

Ω τα πελιδνά νερά των συκοφάγων

Τα καλντερίμια αντηχούν από τα βήματα των πρωινών ανθρώπων

Άλσος  αλκής με τ’ άλικα δένδρα σου

Η νεότης διαισθάνεται τη σημασία σου

Αναθρώσκει ήδη στας παρυφάς σου

Θύσανοι πουπουλένιοι σκιρτούν ανάμεσα στα στήθη των νεανίδων

Που περπατούν ημίγυμνες μεσ’ στα δρομάκια σου

Η κόρη τους είναι ωραιότερη από του Αβεσαλώμ

Το κεχριμπάρι στάζει ανάμεσα στους βοστρύχους

Και οι μελαχρινές κρατούνε φύλλα εβένου

Τα βήματά τους τα οσφραίνονται κουνάβια

Το δάσος συγκινείται

Το δάσος είναι μυρμηκιά με λεγεώνες λογχοφόρων

Εδώ και οι κορυδαλλοί γυμνώνονται απ’ τις σκιές τους

Οι τροχιόδρομοι δεν ακούγονται

Η ημέρα αναστενάζει

Μια κόρη της πολύ μικρή παίζει με τους μαστούς της

Κανένας κόλαφος δεν ισχύει

Μόνο μια έλαφος περνά κρατώντας μεσ’ στο στόμα της

Τα τρία κεράσια που βρήκε ανάμεσα στα στήθη της νεότητος

Το βράδυ εδώ είναι θερμό

Τα δένδρα περιτυλίσσονται στη σιγαλιά τους

Βράχοι σιγής πέφτουν αργά και που μέσα στο ξέφωτο

Όπως το φως πριν γίνει μέρα.

 

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ

Πάντοτε μέσα στα φώτα της υψηλής εντάσεως

Πάντοτε μέσα στα χειμερινά λουλούδια της επαύλεως

Υποθρώσκουσα σαν βάμμα της αυγής

Έρχεσαι να καθίσεις στο τραπέζι της ελευθερίας

Χωρίς τα στενάχωρα τείχη των καταυλισμών

Μ’ ένα φιλί στο στόμα   Μ’ ένα διαμάντι στο λαιμό

Με μια σιταρήθρα στις πτυχές των ελπίδων σου που είναι και δικές μου ελπίδες

Με το σουραύλι του μεγάλου μας ταξιδιού έκδηλο

Επάνω στο τραπέζι με τα λουλούδια της ανοίξεως

Ανοίγοντας την καρδιά σου για να πεις ό,τι με βεβαιότητα προσμένω ν’ αντηχήσει

Μια μέρα σαν σήμερα στα σταυροδρόμια

Κύκλοι στην επιφάνεια των πόθων σου

Μέσα στους κύκλους των δικών μου πόθων

Παντοτινή διέλευσις κάτω από τα σύρματα του τηλεγράφου

Τα χελιδόνια που κάθονται στα σύρματα

Και τα δελφίνια που σκιρτούν στη χλόη του περάσματός μας

Είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων σαν τα όνειρα

Που βλέπουμε με ανοιγμένα ή κλειστά τα μάτια μας

Μπροστά στη λίμνη που καθρεφτίζεται στα μάτια σου

Μπροστά στα μάτια σου που καθρεφτίζονται  μεσ’ τα δικά μου,

[από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου]

 

ΚΡΑΜΑ ΕΝΙΑΥΤΩΝ

(από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Το σύστημα της αριθμήσεως των θερινών βροχών

Συμπίπτει με τις σταγόνες των βαλσάμων

Όρθια η σιγή μα δεν αποκλείεται μια πλάγια κλίσις

Μυρίζει ωραία η χλόη και το χώμα

Οι μώλωπες της γης προσμένουν τη βροχή

Ένα κορίτσι διασχίζει την αυλή

Τ’ αφηνιασμένα αλόγατα τα συγκρατούν τα χαλινάρια τους

Κατάντικρυ στον σταύλο ετοιμάζουν το νέο πανηγύρι

Οι φαινομενικές αναστηλώσεις των ξιφολογχών αποτελούν αντίρροπο βάρος της βροχής

Μα η βροχή θα πέσει   Το βάρος της είναι ανυπολόγιστο

Η σημασία της είναι η ανατίναξις των λογχοφόρων

Οι δεξαμενές την περιμένουν

Μια κατσίκα βόσκει ακόμη εμπρός στην πόρτα

Μια γυναίκα περιεπλάκει σ’ ένα βάτο και δεν μπορεί να βγει

Μια σαύρα εισέρχεται από το άνοιγμα της μπλούζας της

Δύο κολεόπτερα βομβούν

Δύο αεροπλάνα από μακριά πλησιάζουν

Η σαύρα τέρπεται

Το στήθος της γυναικός είναι ωραίο

Τα μάτια της γυαλίζουνε

Είναι απλανή μα παρακολουθούν  τη συρροή των φίλων

Στα φύλλα των δένδρων τρέμουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής.

 

Η ΣΤΙΛΒΗΔΩΝ

Η φωτεινή θρυαλλίς έγινε φάρος

Τα κρύσταλλά του μας μιλούν

Κάποτε μοιάζουμε με τις αχτίδες του

Κάποτε μοιάζουμε με την μακρινή φωνή του

Στεκόμαστε ορθοί μες τις αναλαμπές του

Το σώμα του μας κυβερνά

Το φως του μας δυναμώνει

Η καρδιά μας πάλλεται μαζί του

Οι λογισμοί που αντιπαρέρχονται είναι καράβια

Και η θάλασσα είναι στα πόδια μας

Κανείς από μας δεν στέκει ποτέ στα βήματά του

Καθένας πορεύεται και απομακρύνεται προς τα κρησφύγετα της οπτασίας του

Η γη που τα σκεπάζει είναι στα σπλάχνα μας

Οι πόθοι μας συναγελάζονται

Τα μαλλιά τους αναμιγνύονται

Τα στόματά τους φιλιούνται

Τα χέρια τους μας σφίγγουν

Και η σφιγξ μας συνθλίβει επί του στήθους της

Στην στίλβουσα σιωπή του φάρου

[από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου]

 

ΜΕΓΑΜΠΕΡΧΑ

(από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Τα πτερωτά σου δάχτυλα χαϊδεύουν την χαίτη του ζώου

που πετά από τη λίμνη των στεναγμών στην κυβερνημένη χώρα

Από τα τριαντάφυλλα της δύσεως στον ροδώνα της ανατολής

Από το ένα σπίτι στο άλλο σπίτι

Από την ενατένισι του ήλιου του μεσονυκτίου στον κλωβό των μυθολογικών θηρίων

Απ’ την αρχή ως το τέλος της θερινής εποχής

Απ’ τα φαντάσματα της μυστικής παρατηρήσεως των θυσάνων

Στα βότσαλα της παραλίας των πτωχών ψαράδων

Τα φαινόμενα της ερωτικής εξάρσεως

Τα κατάλληλα για θωπείες φιλήματα του ανέμου

Οι αναφωνήσεις των ανθρώπων που ηδονίζονται

Ζουν και επαναλαμβάνονται την ημέρα και τη νύχτα

Κι επάνω και κάτω από τον ομφαλό της μεσημβρίας

Παραμερίζοντας τα υφάσματα των φορεμάτων

Παραμερίζοντας τα παραπετάσματα και τις κουρτίνες

Σε ανάκτορα γιομάτα σταλακτίτες

Σε μυρωδάτες αίθουσες με σιντριβάνια

Όπου κυκλοφορούν ιχθείς ανάμεσα σε κόκκινα οπάλια

Εκ των οποίων μερικοί πηδούν επάνω στις γονυπετείς θεραπαινίδες

Και γλείφουν τα στήθη τους με περιπάθεια

Ώσπου να ’ρθει το γάλα τους που προορίζεται

Για τον λευκόν ελέφαντα του δάσους

Κουνάβια κι αίλουροι οιμώζουν μεσ’ στα δένδρα

Μα τα παρηγορούν τα βρόχινα νερά

Κι οι καταρράκτες των υπερποντίων κτήσεων

Με τα φαινόμενα της συστολής και διαστολής

Με τα πανηγυρικά παιδιά που ’ναι ντυμένα με φύλλα ροδοδάφνης

Και που κρατούν στα χέρια τους ολίγη γόμμα

Με την οποίαν κολλούνε τα φιλιά τους

Επάνω στους φλοιούς των δένδρων!...

 

ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΜΙΑΣ ΚΟΡΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΤΗΣ

Πριν πέσει η άγκυρα της ακταιωρού στη θάλασσα

Και σύρουν την επιτελίδα της τ’ άλογα των Καρχηδονίων

Τα δροσερά φανάρια των ακρωτηρίων

Δέχονται τον αφρό και τις φωνές των γλάρων

Δέχονται τα δώρα που προσφέρουνε στους μελλονύμφους

Τώρα που η σάλπιγξ αντηχεί και σκάνε τα σαλπίσματα σαν ρόδια

Γιατί το σκότος διερράγη

Και το ξημέρωμα στο κέντρο του νησιού

Θυμίζει τους ανέμους που σηκώνουν

Τους πέπλους  μιας νύφης σε χώρα τροπική

Απαλά σαν κουνουπιέρες θερινού καταυλισμού

Απαλά σαν χείλη που υποθρώσκουν επί λευκής σαρκός

Απαλά σαν δάχτυλα που εμβαπτίζονται  σε γάλα

Τέλος λύνει την κόμη της η νύφη

Και οι λεμονιές μεθούν τ’ αηδόνια

Τα έντομα μαζεύουν τα πτερά τους

Τα καταρρίπτει επί του χώματος η ζέστη

Η δόνησις των εκρήξεων ογκώδους ηφαιστείου

Διέρχεται δια των χειλέων της διώρυγος

Παρά τας ιαχάς δύο βουκόλων

Τώρα που παραμερίζονται τα κράσπεδα των βουνών από την λάβα

Ενώ η εγκαρτέρησις του ενός και η ανυπομονησία του άλλου

Πλαγιοδρομούν μπροστά στο σήκωμα της κεφαλής μιας άρκτου

[από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου]

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΛΟΥΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ ΚΑΙ ΠΕΦΤΟΥΝ ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ…

(…Σέλας των Αντηχήσεων στην Ενδοχώρα του Ανδρέα Εμπειρίκου…)

Άστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη   Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει   ρουφά το γλεύκος τουρανού   Ο γαλαξίας μετουσιώνεται   Τρέφει τις νοσταλγίες του κι έπειτα σβήνει   Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένει   Γλυκιά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη   Μέσα στο σκότος την συνάντησε ο κουρσάρος   Η καρατόμησις του εχθρού του δεν εμποδίζει   Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει στα μάτια της καλής του   Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ως πέρα   Μια νύχτα   Δυο νύχτες   Κι έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει   Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιώνος!.. [από την ενότητα ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ στην ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου]

Δευτέρα, 28 Νοεμβρίου 2022

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ

 (… με τις κοπέλες τις γυμνές που καίγονται στις αμμουδιές…)


Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ για λόγου τραγουδά ολονώ:

 δύο συ και τρία γω,

πράσινο πεντόβολο,

 μπαίνω μέσα στον μπαξέ, γεια σου Κύριε Μενεξέ!..

 

Πρόσωπα του έργου:

ΑΦΗΓΗΤΗΣ,    Ο ΗΛΙΟΣ,

ΑΝΕΜΟΙ (Πρώτος, Δεύτερος, Τρίτος, Τέταρτος),

ΚΟΡΙΤΣΙ,

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ,   ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ και

ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  

Ο ήλιος ο ηλιάτορας   ο πετροπαιχνιδάτορας

από την άκρη των ακρώ   κατηφοράει στο Ταίναρο

Φωτιά ’ναι το πηγούνι του   χρυσάφι το πηρούνι του

 

Ο ΗΛΙΟΣ

Ε σεις στεριές και θάλασσες   τ’ αμπέλια και οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου   μέσα στα μεσημέρια μου

«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ   μόνον ετούτον αγαπώ»

Από τη μέση του εγκρεμού   στη μέση του άλλου πέλαγου

κόκκινα κίτρινα σπαρτά   νερά πράσινα κι άπατα.

«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ   μόνον ετούτον αγαπώ»

Με τα μικρά χαμίνια του   καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές   που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς   και με τα κουκουρίκου τους!

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εμείς ψωμί δεν έχουμε   και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν   κι ανάσα δεν επήραμαν

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φύγανε τα πουλιά γι’ αλλού   μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό   να τ’ αποσώσω δεν μπορώ

 

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Τέσσερις μήνες χτίζουμε   και τους οκτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά   στοιχίζει και μια φαμελιά

[Οδυσσέας Ελύτης  Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ, πρώτα αποσπάσματα ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ 1978]

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας» γράφτηκε το 1971 και προοριζόταν εξαρχής να μελοποιηθεί. Μερικά χρόνια αργότερα ο Δημήτρης Λάγιος ανέλαβε τη μελοποίηση κι έτσι προέκυψε ο ομώνυμος δίσκος που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1982. Τραγουδούν η Ελένη Βιτάλη, ο Νίκος Δημητράτος, η Χορωδία Λαμίας και συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας




 

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ’ΚΑΝΑ ΚΡΥΦΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΡΕΨΑ

(…ποιος το ’λεγε πως θε να μου τα στείλουνε του σκοτωμού…)

 

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Άλλος εβγήκε απ’ τα βουνά

κι άλλος απ’ τα πλεούμενα

με το πουκάμισο χακί

κατάρα οι ξένοι και οι ειδικοί

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τ’ άκουσε ο ήλιος κι έφριξε

το φως το κόκκινο έριξε

Πήραν να καίγονται οι κορφές

κι όλες οι πάνω γειτονιές

 

Ο ΗΛΙΟΣ

Ωρ’ τ’ είναι τούτ’ η αποκοτιά

βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά

Πουνέντε και Λεβάντε μου

ένα ραπόρτο κάντε μου

 

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ

Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι

κι από τα μυστικά τους ανδραλίζομαι

Σ’ όλους το παραγγέλνω σ’ όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο

 

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ

βγάνει τη νύχτα μέρα και τ’ ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μωριά

πού ’ν’ τα παρμένα κάστρα πού ’ναι τα χωριά

Μεσ’ τον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο

κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβει πέρα ποιος δεν τους πατεί

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μεσ’ στα αίματα

Μήτε Θεός μήτ’ άλλος δεν τον σταματά

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλοι οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Παράπονα κι αθιβολές

γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

Γιόμα βραδύ μεσάνυχτα

κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ’ αλώνια και στις εμπατές

ξυπνούν οι αλαφροΐσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί

στων αστεριών τη χόβολη

και τους μικρούς αγγέλους σταμ

ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

Καημέ μου πάρα εβάρυνες

τον κόσμο δεν εμάρανες

Τα μαύρα λεν και τ’ άσπρα σου

οι ανέμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ

για λόγου τραγουδά ολονώ.

 

ΚΟΡΙΤΣΙ

Δύο εσύ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ

γεια σου Κύριε Μενεξέ

Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζηρας τζιντζίρισε

το ροδάνι γύρισε

Χωπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

Χωπ αν κάνω αριστερά

πάνω στη βατομουριά

Το ’να χέρι μου κρατεί

μέλισσα θεόρατη

τα’ άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει

 

ΧΟΡΟΣ

Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πώς ανοίγουνε

και μετά σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού

χρυσό γεράνι του ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Άκου και μας που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά

Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέρροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μυστρά

Καμπαναριά και στέγες μέσ’ στη συννεφιά

κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά

 

Ο ΗΛΙΟΣ

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά

Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τήνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς

ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ’ τη μέση τους δοξολογεί.

 

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος

να ’ν’ ήμερος να ’ναι άκακος

λίγο φαϊ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση

κι όπου φωλιάσει και σταθεί

κανείς να μην του φτάνει εκεί

Μα ’ρθαν αλλιώς τα πράγματα

τονε ξυπνάν χαράματα

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος

του τρώνε και το λίγο βιος

κι από το στόμα την μπουκιά

πάνω στην ώρα τη γλυκιά

του τηνε παίρνουνε κι αυτή

Χαρά στους που ’ναι οι Δυνατοί!

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Χαρά στους που ’ναι οι Δυνατοί

γι’ αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

Χαρά στους που ’ναι οι Δυνατοί

γι’ αυτούς δεν έχει χόρταση

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδάτορας

λίγο το στόμα του άνοιξε

κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

Τα δένδρα κελαηδήσανε

τα ζωντανά σουνίσανε

κι οι άνεμοι χρωματιστούς

γεμίσανε χαρταετούς

 

Ο ΗΛΙΟΣ

Τι να σας πω γυναίκες τι να μην σας πω

παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι

πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι

βάζω τα κόκκινά μου και πορεύομαι

Στα χώματα όπου η ρίζα μ’ αφουκράστηκε

γύρισε τ’ άνθος κι από μένα πιάστηκε

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά

το γιατρικό που σώζει κι όλη η ομορφιά

Το φως οπού σηκώνω και τον έρωτα

έννοια σας μητ’ εγώ δεν τα ’χω απλέρωτα

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα

του κόσμου όλα τα βρώμικα και τ’ άπλυτα

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ’ τα νερά

κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα

Τυράγνιες ζηλοφθόνιες φόνους παιδεμούς

τ’ αλέθω για τους χρόνους τους μελλοντικούς

Τ’ αλέθω τα γυρίζω και πάω στη γη

που ’δωσε το σκοτάδι φως για να το πιεί

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου

Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται

Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

Σ’ ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό

σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

Και είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση

όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή

δώσε την περηφάνεια πάρε την οργή

Σ’ όλα τα σπίτια σ’ όλα τα παράθυρα

δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

Σ’ ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί

νέοι και γέροι κι άνδρες ξεμανίκωτοι

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα

πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

Ν’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανέβει ο καημός

να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»

όλα του κόσμου τ’ άδικα ξε-χά-νο-νται.

 

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ ( τραγούδι αλληγορικό)

Τρελοβάπορο είναι η Ελλάδα, που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο.

Το τρελοβάπορο - Ελλάδα κατορθώνει πάντοτε να συνεχίζει το ταξίδι του και να ξεπερνά κάθε δυσκολία!..

 

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ (τραγούδι)

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά

κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι από όνειρο

κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς

βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ

τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δεν λογαριάσαμε

μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα

παντοτινό τον Ήλιο την Ηλιάτορα!

Παρασκευή, 25 Νοεμβρίου 2022

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ