Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

ΕΝ ΜΕΣΩ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΩΝ

 (… άρχισε η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα μ’ αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο  σι  σι  σι… εσύ  εσύ  εσύ…)


Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,

ήχος κανονικός κανονικής βροχής.

 

 Όμως ο παραλογισμός    

άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση    μου 'μαθε για τους ήχους.

Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,

σίγμα πλάι σε γιώτα,   γιώτα κοντά στο σίγμα,

κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν

και μουρμουρίζουν ένα   εσύ,   εσύ,   εσύ   εσύ!..

 

Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,    όλη τη νύχτα  

ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,    

αξημέρωτος ήχος,    αξημέρωτη ανάγκη εσύ,    

βραδύγλωσση βροχή,    σαν πρόθεση ναυαγισμένη

κάτι μακρύ να διηγηθεί    και λέει μόνο εσύ, εσύ,

νοσταλγία δισύλλαβη,

ένταση μονολεκτική,

το ένα εσύ σαν μνήμη,    το άλλο σαν μομφή

και σαν μοιρολατρία,

τόση βροχή για μια απουσία,

τόση αγρύπνια για μια λέξη,

πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή

μ' αυτή της τη μεροληψία    όλο  εσύ,  εσύ,  εσύ,

σαν όλα τ' άλλα να 'ναι αμελητέα    

και μόνο   εσύ,   εσύ,   εσύ!..

 [Το ποίημα ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ανήκει στη συλλογή της Κικής Δημουλα ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]





Το συναίσθημα της μοναξιάς από την απουσία ενός αγαπημένου προσώπου αναδύεται μέσα από τη μελαγχολική ατμόσφαιρα του ποιήματος.

Η ποιήτρια, δημιουργώντας μια υποβλητική ατμόσφαιρα, δίνει στο πραγματικό μια άλλη διάσταση: ο μονότονος ήχος της βροχής που ακούγεται μέσα στη νύχτα, καθρεφτίζοντας τη συναισθηματική της κατάσταση, μεταμορφώνεται στη λέξη που εκείνη επιθυμεί να προφέρει…  ΕΣΥ  _  ΕΣΥ _ ΕΣΥ

Η βροχή και τα πάθη της επανέρχονται και σε πολλά άλλα ποιήματα της Δημουλά και είναι η αφορμή και για άλλα διαζευκτικά συναισθήματα κι απορίες λυρικές:

βροχή ή δάκρυα,    έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε;

Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς του τελευταίου φύλλου.

Αποδελτιώνονται ενδεικτικά τα παρακάτω ποιήματα:

Miltawn των 100 MG και Το ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ Ή και ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ από τη συλλογή ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971

ΠΛΑΓΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ,   ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ , ΠΟΣΟ ΩΦΕΛΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ και   ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ ΚΑΤΑΜΕΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ  από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963

Έξοδος με την ΑΠΟΡΙΑ ΘΕΟΥ για το ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ:

«… πώς αντέχουμε οι άνθρωποι   να λέμε πέρασε η ώρα…

μετά λείπει ολόκληρο κομμάτι από το σχέδιο,

δεν ξέρουμε τι απέγινε

κι επανέρχονται πάλι τα γύψινα λουλούδια,  οι γύψινοι ερωτιδείς

που ξεκαρδίζονται στα γέλια   γι’ αυτή την επανάληψη»!..

 

MILTAWN ΤΩΝ 100 MG

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)

Ετοιμάζει βροχή ο ουρανός    και ο συγκρατημός.

 

Πρέπει να κλείσω τα παράθυρα

κάθε σημείο διαρροής του σθένους μου.

Θ’ ανοίξω το ραδιόφωνο,

να πνίξω της βροχής τη φωνή

με διαφημίσεις αδιαβρόχων   και μονώσεων.

Θα ασχοληθώ με πράγματα στεγνά,

όπως είναι το πρόσωπό μου   στα χέρια ενός καθρέφτη.

Θα ταπεινώσω τη βροχή,

θα τη φωνάξω τήξη υδρατμών όλο κι όλο.

Θα την μισήσω στην ανάγκη,

όπως τη μισούν οι χαλασμένες στέγες

κι οι τρύπιες ώρες της αναμονής στο δρόμο

βράδυ.

Δεν είναι για μένα αυτό το παρασύρον είδος.

Ας την πάρουν τα δένδρα που θέλουν να πίνουν,

οι ποιητές που απορροφούν το απερίσκεπτο.

Γιατί αν αφεθώ και την κοιτάξω

θα ξεθαρρέψει εκείνη η έμμονη ιδέα

πως η βροχή   είναι ένα θα ’ρθω εξάπαντος,

εκτός βεβαίως απροόπτου,

ότι η βροχή   είναι το απρόοπτο που σου έτυχε.

 

Όχι δεν βγαίνω στο παράθυρο.

Θέλω να περισώσω αυτόν το θάνατο

που με θανάτους κέρδισα.

Θέλω να βγάλω τα miltawn ασπροπρόσωπα.

 

ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ ή

Μ’ έκλεισε μέσα η βροχή

και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

 

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή

ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;

Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω

τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,

αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

 

Στεγνή στέκομαι ανάμεσα

στα δυο ενδεχόμενα: βροχή ή δάκρυα,

κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα:

βροχή ή δάκρυα,   έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,

εσύ ή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς   του τελευταίου φύλλου.

Το κάθε τελευταίο,

τελευταίο το ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.

 

Και μεγάλωσα πολύ

για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.

Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;

Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

 

Και μεγάλωσα πολύ

για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει

κι όταν δεν βρέχει άλλο.

Σταγόνες για όλα.

Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.

Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.

Εγώ ή μνήμη, πού να ξέρω;

Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.

Βροχή ή δάκρυα.

Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς   του τελευταίου φύλλου.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]

 

 

 

ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

(από άλλες συλλογές της Κικής Δημουλά)     

         

ΠΛΑΓΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Να έπεφτε η βροχή ραγδαία,

ευχόμουν. Να ξεσπάσει.

Θα μέναμε έτσι πιο πολύ

μέσα στη στοά. Στην πρόφαση.

 

Στο βάθος «Μπαρ»·

καφέδες ποτά,   πίκρες εν μέθη.

Πιο κει «Ραφείον»,

καλλιτεχνικά της ζωής σας    γυρίσματα,

μαντάρισμα του κενού σας   άψογο.

«Γραφείο μεσιτικό» πιο πέρα,

πωλήσεις, αγορές,

ευκαιρίες αισθημάτων,

αιωνιότητες.

Κι εδώ που πιο πολύ σταθήκαμε,

της κάθε ανάγκης η βιτρίνα:

Χρωματιστά σαπούνια,

κορνίζες για διαρκείας πρόσωπα,

αλυσιδίτσες να τις σπάζει το ασυγκράτητο,

φανταχτεροί αναπτήρες

προσάναμμα στο βλέμμα σου,

κι άφθονα καθρεφτάκια

να ’χω το πρόσωπό σου

ισάριθμες φορές.

 

Γι’ αυτό ευχόμουν…

 

Μα η βροχή κι εσύ

ενάντια στην ευχή μου   πέφτατε.

 

ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΩΦΕΛΟΥΝ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ (… βροχερό Σαββατοκύριακο σ’ εκδρομή…)

Η μέρα είχε λόγους να βρέξει…

 

Η πλατεία του τόπου

έδειξε κατανόηση μεγάλη

τη συνεπήρε το άδειο και το άηχο…

 

Λοιπόν η μέρα ήταν

μάλλον για τέτοιους χώρους:

«Σφαιριστήρια  – Τα τυχερά Παιχνίδια».

Αίθουσα μεγάλη

-για τις μεγάλες κινήσεις της τύχης -

σκισμένη σε παράθυρα

με θέα προς μαγειρείον   και ποδηλατάδικο.

γεμάτη εγκλήματα ωρών,

κι άνδρες του τόπου,

της Κυριακής,   και της κλειστής πλατείας.

 

Και από σένα, νεοφερμένε άνδρα.

 

Με την απότομη έκφραση

δίνεις λαβή στην έκσταση·

καθώς μια εξ ύψους παραφωνία

μπαίνεις στην αίθουσα

με μπότες λαστιχένιες ως τα γόνατα

-κάθε σου βήμα κι ένα τρόπαιο -

μ’ ένα πουκάμισο ξεκούμπωτο

απ’ την καρδιά και επάνω,

καθόλου κυριακάτικος   μήτε καθημερινός,

κάπως σαν να έχεις παραπέσει

μες τη βαθιά αίσθησή μου.

Στέκεις μπροστά στο music box,

ρίχνεις δραχμή   κι αίσθημα παίζει

σκληρός που είναι    ο χωρισμός

-σαν μια καταστροφή του νοητού είσαι-

δραχμή και αίσθημα

σιγανοψιχάλισμα

(η μέρα, εξάλλου,   είχε λόγους να βρέξει)

-σαν αγωγιάτης του παράξενου είσαι -

άλλη δραχμή και αίσθημα

one day the rain came

για λογαριασμό μου τώρα,

τι είμαι ασφαλώς

ένας από τους κύριους λόγους

που είχε η μέρα να βρέξει.

 

ΜΙΑ ΤΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ ΚΑΤΑΜΕΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

(… προσπάθεια μάταιη να χτυπηθεί το νόημα με όποια μετάθεση των λέξεων, με όποια αποδέσμευσή τους…)

Βρέχει…

Μια κυρία εξέχει στη βροχή μόνη πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.

Κι είναι η βροχή σαν οίκτος

κι είναι η κυρία αυτή σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.

Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,

βαριές πατημασιές καημού τον βρόχινό του δρόμο γεμίζοντας.

Κοιτάζει…

Κι όλο αλλάζει στάση, σαν κάτι πιο μεγάλο της, 

ένα ανυπέρβλητο, να ’χει σταθεί μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.

Γέρνει λοξά    το σώμα παίρνει την κλίση της βροχής

χοντρή σταγόνα μοιάζει –

όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.

Κι είναι η βροχή σαν τύψη.

Κοιτάζει… Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα τα δίνει στη βροχή

πιάνει σταγόνες

φαίνεται καθαρά η ανάγκη για πράγματα χειροπιαστά.

Κοιτάζει…

Και, ξαφνικά, σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι», κάνει να πάει μέσα.

Πού μέσα –

μετέωρη ως εξείχε στη βροχή και μόνη πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι

[ποιήματα για τη ΒΡΟΧΗ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963]

 

ΑΛΛΟΙ ΛΕΝ ΩΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΑΛΛΟΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ

(… άρχισε ψύχρα   το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση…)

Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη ξοδεύτηκε σε κάποια υδρορροή.

Ως χθες ακόμα όλα έρχονταν:

ζέστες, η διάθεση για φως,    λόγια πουλιά,    πλαστογραφία ζωής.

Γονιμοποιούνταν κάθε βράδυ τα φεγγάρια,

πολλοί διάττοντες έρωτες

ήρθαν στον κόσμο τον περασμένο μήνα

 

Τώρα, η γνωστή ψύχρα    κι όλα να φεύγουν.

Ζέστες, πουλιά, η διάθεση για φως.

 

Φεύγουν τα πουλιά, ακολουθούν τα λόγια,

η μια ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλη

με λύπη αυτοδίδακτη.

Ήδη αποσυνδέθηκε το φως από την επανάπαυση

κι από τις καλημέρες σου.

Τα παράθυρα ενδίδουν.

Το χέρι του μεταβλητού κλείνει τα τζάμια,

άλλοι λεν ως την άνοιξη,   άλλοι φοβούνται δια βίου!..

 

Κι εσύ τι κάθεσαι;

Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.

Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:

«Ποιος ξέρει τ’ άλλο μου φθινόπωρο;».

Καιρός να γίνεις «τ’ άλλο μου φθινόπωρο».

Άρχισε ψύχρα.

Ρίξε στην πλάτη σου ένα ρούχο αποδημίας!..

[ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]

 

ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ  και  ΝΥΣΤΑΓΜΕΝΑ ΑΣΤΡΑ

(…γυμνά κοιμούνται τα όνειρα πιο μέσα…)

Στην πλατεία Κουμουνδούρου   ετοιμόρροπα μεσάνυχτα   και νυσταγμένα άστρα.   Συρτός χορός των σκοταδιών στην Ευριπίδου   κι οι γύψινες γιρλάντες των σπιτιών   χάνουν το σχέδιο τους και το ψάχνουν   μ’ ένα μυστήριο αχ που αναστενάζεται.   Ζεσταίνονται οι γλάστρες στα μπαλκόνια,   γυμνά κοιμούνται τα όνειρα πιο μέσα.   Κάπου εκεί τριγύρω κι ανεμπόδιστα,   τραγουδιστά κι αθώα ροχαλίζει   ένας χωρισμός.   Στις ταράτσες   στρώνει για ύπνο   μια καλοκαιριάτικη προδιάθεση για λύπη.   Για σένα όλα τούτα   ένα μπαλκόνι μόνο   κάθεσαι και διδάσκεις τη θέση των άστρων.   Έδειξες πρώτα τη μεγάλη Άρκτο,   ύστερα τη μικρή   και κύλησες μετά στον Πολικό αστέρα.   Ξέρει καλά το χέρι σου  την άγονη γραμμή των λάμψεων.   Μπαίνει αργά στους όρμους του φωτός,   των σκοταδιών τις ξέρες αποφεύγοντας.   Όπου συναντηθεί με διάττοντα παραμερίζει,   αφήνει να περάσει πρώτα η πτώση.   Ξεκινάει πάλι,   ξυστά περιπλέει εκείνα τα μικρά,   τα σχεδόν βουλιαγμένα στο πολύ μακρινό,  αγαπημένα άστρα,   που έχουν μια παρουσία διακοπτόμενη,   φάροι μοναξιάς.    Σ’ αυτά τα βουλιαγμένα άστρα   κοντοστέκει το χέρι σου,   φορτώνει από το ένα μακρινότητα   και την πηγαίνει σ’ άλλο.   Ξεκινάει πάλι,   δείχνει, αρμενίζει, μοιάζει   κατάρτι ουράνιου καϊκιού   να βγαίνει του Θεού η απορία:   Πώς αντέχουμε οι άνθρωποι;   Πώς αντέχουμε οι άνθρωποι   να λέμε πέρασε η ώρα.   Στην Πειραιώς ξελαρυγγιάζεται ένας κόκορας   για να πει ξημερώνει.   Στην Ευριπίδου   οι γύψινες γιρλάντες των σπιτιών   βρίσκουν το σχέδιο τους:   γύψινα λουλούδια,   γύψινοι ερωτιδείς αφηρημένοι,   μετά λείπει ολόκληρο κομμάτι απ’ το σχέδιο,   δεν ξέρουμε τι απόγινε,  κι επανέρχονται πάλι τα γύψινα λουλούδια,   οι γύψινοι ερωτιδείς    που ξεκαρδίζονται στα γέλια   γι’ αυτή την επανάληψη [ΑΠΟΡΙΑ ΘΕΟΥ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]

Τρίτη, 28 Μαρτίου 2023

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΜΑΘΗΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ από τον ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΛΑ

 («… το άτομο που επισκέπτεται έναν ψυχίατρο είναι συγχρόνως ένας κροκόδειλος ένα άλογο κι ένας άνθρωπος…»  - Paul  Mac Lean)


Ο δόκτωρ Μακ Λην  δοκιμάζοντας τη λοβοτομή

ανασκίρτησε

ανάμεσα από νευρώνες και έλικες είδε

να ζωντανεύει το πείραμα

 

Ώρα ν’ αρχίσει το μάθημα  

 

Τριζωνικός ο εγκέφαλος, έλεγε   κι η διάβαση αφύλακτη

ορθώσου στη φαιά μου Νεάντερταλ

σύρσου στην παρεγκεφαλίδα   ιχθυόσαυρα

κι εσύ δεσποσύνη του περικάρδιου

ψυχή λυγερή ερμαφρόδιτη    πιο λυγερή απ’ την ύαινα

με τη θηλή και με το τακούνι σου   κάνε με λειώμα

 

Μεταξύ του ακρωτηρίου «Η Άβυσσος»

(δεξιά η χαράδρα των εκτελέσεων)

και της ταραχής των λαγόνων μου

(τους κρατήρες τόσων εκρήξεων)

γύρισέ με από ζώνη σε ζώνη  

πήγαινέ με και στ’ άλλα καντόνια

 

Λογική βάλε τη μάσκα σου   ξαναπαίξε τον Φάουστ

με το μονόκλ και με το μπαστούνι σου

σύρε την κροκοδείλια ψυχή μου

αλχήμισέ την πριν τριξει τα δόντια του

άλλος μολοσσός απ’ τα έγκατα

(πες πως είναι ο Βεελζεβούλ  ή  ο Κέρβερος

και σε κατασπαράξει…)

 

Εδώ κάτω είναι η γη σαν εγκέφαλος   έλεγε

με λοβούς και καντόνια…

Κι ανάμεσα ο ακήρυχτος πόλεμος 

κι έδειχνε   από τα Ουράλια ως τ’ Ακροκεραύνια

τους κροταλίες πλωτούς σαν ερπύστριες

τα αιλουροειδή σε κάθετη εφόρμηση

σ’ όλη την κορυφογραμμή των αισθήσεων

την περιπέτεια του είδους διάσπαρτη

δακτύλιοι σπόνδυλοι έλικες  

σαρωμένοι των ιδεών μας οι γήταυροι

και στα δένδρα η φλεγόμενη άτρακτος

 

Πάνω στα πήλινα μάτια μου βάζω   τις αστρικές μου διόπτρες

και βλέπω τη δαρβινιάδα σφαδάζουσα γύρω μου

βλέπω τον αστροβάτη να προλαβαίνει

την ετοιμόσβηστη γραμμή στον ορίζοντα

να κατεβαίνει με την πυρηνική κεφαλή του

να διασχίζει καθέτως τις ζώνες να φτάνει

ως την κροταφική και τη νωτιαία μου χώρα

να πλημμυρίζει   με κοσμική ακτινοβολία το κύκλωμα

και  ξάφνου να λάμπει μ’ ένα φως ουρανίου  

δοσμένος   στην πλανητική αστερόεσσα ρέμβη

ο καινούργιος εγκέφαλος

 

Ο δόκτωρ Μακ Λήν ανατρίχιασε

περνώντας μέσα από το διάφραγμα

του τεχνητού εγκεφάλου δοκίμασε

μια τελευταία λοβοτομή στο διάστημα

 

Γέμισε ο ουρανός πλανητόσαυρες

κοσμοναύτες με ράμφη κρανιοτρύπανα

κι απ’ άγνωστους κόσμους ο αναμενόμενος   μεταλλάκτης

να μεταγγίζει   το εξώπλασμα

[ΠΡΟΕΚΒΟΛΕΣ Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ… ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ, δεύτερη  ενότητα στη  συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ 1999

κι άλλες επιλογές   αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]

 

 


ΟΙ ΙΔΕΟΠΡΑΚΤΕΣ

(…σιωπηρή κατολίσθηση λαών και δογμάτων…)

Στη βορεινή επαρχία που είχα αποκλειστεί

πήρα και ξαναδιάβαζα τον Δάντη –

ο Μεσοπόταμος απέξω κλειδοκράτορας

και μέσα ο φλύαρος εσμός των τουριστών

ανεβοκατεβαίνοντας τις σκάλες

 

Διάβαζα και κατέβαινα στον Άδη

εκεί που ο Ποιητής γεωμετρούσε

τους κύκλους μιας φριχτής θεοδικίας

των λάγνων  των μοιχών  των κολασμένων

κύκλοι των σαρκικών – και της χαιρεκακίας

ανέραστου θεού γραφειοκράτη

των τιμωρών και των τιμωρημένων

 

Ο ποιητής τον ποιητή χειραγωγούσε

τον περιέφερε και του ’δειχνε τους λάκκους

εδώ οι φραξιονιστές εκεί οι προδότες

οι συνωμότες με τις σάρκες στα θηρία

το πνεύμα των τρελών στα χειρουργεία

κι οι γλώσσες των αιρετικών μες στο καμίνι

από τη Γέεννα ως τη Σιβηρία

 

Μέχρις ενάτου κύκλου της Κολάσεως

(μα πού είναι ο δέκατος και που οι ιδεοπράχτες;)

 

Ώρα του χίλια τριακόσια στην Τοσκάνη

Κι η ώρα των ωρών…  Αυτή που γράφω

 

Ο λόφος φαλακρός απ’ τα φαρμακερά νερά

και στην κοιλάδα κάτω κίτρινα σπαρτά

«δεξιά τω εισπλέοντι το πέλαγος»

-ασφοδελοί κι αγκαθωτοί ασπάλαθοι –

στο βάθος ο μυχός να κουλουριάζεται

η τρίγλωσση ρουφήχτρα

Πυριφλεγέθων   Κωκυτός   Αχέροντας

 

Ανάμεσα από ζωντανούς κι από νεκρούς

ο Μεσοπόταμος

 

Προσπέρασα τις μαγγανείες των Σελλών

με τους παράξενους χρησμούς   «ήξεις αφήξεις ουκ…»

τα διαβατήρια της γης των Κιμμερίων

και τ’ άλλα πονηρά του ιερατείου

την τροχαλία που έτριζε βραχνά   κι ανέβαζε

την ψευτοΠερσεφόνη στους αφιονισμένους

 

(Μηχανισμοί του Κάτω και του Απάνω κόσμου)

 

Μούχρωμα των νερών και των πνευμάτων

και ξάφνου αντήχησε βοή κι αντιβοή

σήκωσα το κεφάλι κι είδα την κατάρρευση

 

Τότε μου μίλησε ο οιωνός:

«Εδώ που κούρνιασα   πίσω απ’ τα’ Ακροκεραύνια

και κάτω ο Αχέροντας    με καθρεφτίζει ως τον Άδη

όταν ο πύργος σωριάστηκε   και μέσα από τα ερείπια

ο κρωγμός κι ο περίπατός μου   ήχησε στ’ ακροπύργια

Βαβέλ των μεταναστεύσεων

απ’ όλες τις φυλές και τις γλώσσες   πεποικιλμένος

κράτησα απ’ το ταξίδι   την προβλήτα της πρόρρησης

την ιδέα του πύργου

κι όχι το σχήμα του που κατέρρευσε

όπως κρατάς μες τον έρωτα

απ’ την αγκαλιά κάθε πάνδημης   την ωραία αναδυομένη

παίρνεις το χέρι του αγνώστου

και λες σύντροφε   σε καταβρόχθισα αδελφέ

και πάλι θα σ’ αναστήσω…»

 

Έτσι μου μίλησε ο οιωνός… Και πίσω του οι μάζες αδέσποτες

με μιαν αθέατη μεγάλη πληγή την Ιδέα που πίστεψαν

κι έγιναν αιμοδότες της σ’ έναν αιώνα που αιμορραγεί και σφαδάζει

ενώ οι εκτελεστές της κι όσοι την στρέβλωσαν και την παραμόρφωσαν,

οι ιδεοπράχτες με τ’ όνομα, περιφέρονται ασύδοτοι

ήσυχοι κι ατιμώρητοι στις παρόδους της ιστορίας

 

Ο φύλακας έσυρε τις πύλες πίσω του

-αύριο η άλλη κατάβαση είπε –

ύστερα βγήκε η Σελήνη και θέριζε

τους ασφοδελούς – καστανόξανθες κόμες

και πεσμένα στο χώμα φτερά   των νεκρών και επιζώντων

 

Ο Μεσοπόταμος χώριζε τη μέρα από τη νύχτα

 

Κι εγώ σκυμμένος στο Στιχάρι του Ποιητή βούλιαζα μέσα του κι έλεγα:

-Μεγάλε Τοσκάνε, πώς άφησε έξω απ’ την Κόλαση τους ιδεοπράχτες;

Δέξου την ένσταση του ταπεινού αναγνώστη σου, να αναμορφώσεις τους κύκλους της

Εμπρός Σ – ατσάλινε Σ και Χρου αρλεκίνε κι εσύ τελευταίε ουτιδανέ και διπρόσωπε

ήρθε η ώρα να κατεβείτε τις σκάλες

Ο δέκατος κύκλος οδοντωτός και βαθύκρημνος

χάσκει σαν  δρακοντόστομα και σας περιμένει…

 [από τις ΠΡΟΕΚΒΟΛΕΣ  Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ… ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ 1999]

 

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

(… όπου ο Αρίων της Ποίησης συναντά τη σωκρατική Διοτίμα…

Πλανήτες και πλάνητες

με φθαρμένα πηδάλια με αρνητικά D.N.A.  

Να εξατμιστούμε εμείς… Να σχηματιστεί άλλη ύλη…)

Ήταν δεν ήταν χαραυγή   μια τελευταία εκτίναξη

στην πλάτη μου ο γεώσακκος   γεμάτος κλωνοκνώδαλα

χυμένα όλα τα αισθήματα   και κάτω η επανάσταση

τιμωρημένη βιασμένη   άλλη φορά   να μη μεσσιανίζει

 

Η Διοτίμα αθέατη μου ένευε απ’ το στερέωμα

 

Έτσι ξεκίνησα για το αχανές   κι εκτοξευμένος πήγαινα

μακριά από τη βαρύτητα   με την πυρηνική μου κεφαλή

για μια συνάντηση φασματική   στ’ απόγεια του κόσμου

 

Γέμισε ρύγχη και υπερπόντια κήτη το στερέωμα

μαγνητικοί ιππόκαμποι καλπάζοντας στο φως

κι άλλα θρυλούμενα

δελφίνια λεπιδόφτερα τραυλίζοντας ανθρώπινα

στη ράχη τους απάνω ο αρχαίος κιθαρωδός

και τα βουνά με το τραγούδι αργόπλευστα

 

Ο Αρίων ο κιθαρωδός σε ουράνιες περιπέτειες

 

Ο θόλος τ’ ουρανού κι οι αστερισμοί δονούμενοι

τυμπανιστές αόρατοι στη σύναξη των κομητών

πίσω από κάθε έκλειψη

και μεταξύ του αιγιδοκεραυνού και των ταμ – ταμ

των παγετώνων και του βιβλικού κατακλυσμού

ακούστηκε ο διποδικός αντίλαλος αφήνοντας

ίχνη συσρίματος   πλαταγισμού   φτεροκοπήματος

-τριγμοί σπονδύλων –

κι αντήχησε σαν μυκηθμός σαν συριγμός

να κροταλίζει από τα έγκατα

το φάντασμα του κόσμου

 

Πόση τριβή στου χρόνου τις μυλόπετρες

πόσος δαρμός ψυχών χρειάστηκε

να γίνει ο ψίθυρος φιλί σε μια στρωμνή σπασμός

μες στη νεκρώσιμη των σεντονιών ακολουθία

 

Και τα πλευρά τα λυγερά της γης διάτρητα

οι κυψελίδες των βουνών απ’ όπου πέρασε

ο σκουριασμένος σιδηροδεινόσυαρος

πέρασε απ’ όλα τα βαγόνια τρίζοντας

και τα βαγόνια σαν πλανήτες και σαν πλάνητες

σαν δορυφόροι εξεγερμένοι σε διάλυση

 

Τόσοι και τόσοι ουρανοκυνηγοί γυρνώντας άπρακτοι

θηριομάχοι του απείρου με τα θηρία σ’ απόλυση

τα βήματά τους πυροβολισμοί μα δεν λαβώθηκε

δεν στάλαξε αίμα από το φάντασμα του κόσμου

το θήραμα να μπαινοβγαίνει και να χάνεται

στην άφαντη των άστρων ενδοχώρα

κι από τη ζούγκλα τ’ ουρανού ως μέσα τους

τα ζώδια ανασκολοπισμένα

 

Η άφαντη ήπειρος και ποιος θα την εξερευνήσει

(Φάνηκε η ράχη δελφινιού η ακρόπλωρη μιας λύρας)

 

Εμπρός λοιπόν μ’ άλλα φτερά μάτια και τύμπανα

σκύβοντας στην περιφορά της γης είδα κι εννόησα

τους χθεσινούς θυσιασμένους αύριο αστεροειδή

κι είναι η καρδιά τους σαν βολβός θαμμένη

με τη σπονδυλική τους στήλη – στήλη ηλεκτρική

να ανατροφοδοτείται

τα δυο του μάτια μαύρες τρύπες αστρικές

και τη γραβάτα τους   σαν την ουρά   ενός κομήτη

 

Κώνος το σύμπαν κι ο κρατήρας του άσβεστος

και στον κρατήρα γύρω – γύρω έλικες φτερά

ουράνια σώματα πλωτά   διαστημόπλοια

ψάχνοντας για τις κατακόμβες του ουρανίου

όμως κανείς τους δεν ξεσκέπασε την ύλη για να δει

την αλυσοδεμένη που περίμενε

έτοιμη να εκραγεί και να μας δώσει πάλι σχήμα   αντιύλη

 

Ώσπου ένιωσα να περιφέρεται η μορφή της γύρω μου

σαν γλαύκα μαθηματική να εκπέμπει απ’ το στερέωμα

αυτή με τον μαγνήτη της κι εγώ με την πυρηνική μου γόμωση

να με κοιτάζει πολυόμματη   και να με προκαλεί

με προκαλεί να γίνω πυροδότης της

να εκραγούμε κι οι δυο σε κλάσμα δευτερολέπτου

να μείνει ο γεώσακκος πυρπολημένος στην πλάτη μου

και η μουσική  - ουρνάνια  ή  φονική –

η μουσική από σφαίρες συγκρουόμενες

 

Θυμήσου τη σύγκρουση όταν σε προϋπάντησα ποίηση

και σ’ έσωσα απ’ τους ληστές και τους τρομοκράτες

σ’ εκείνη την πρώτη ποντοπορία μας

θυμήσου την κοσμική εξέδρα σε τούτη την έκρηξη

ύλη και Διοτίμα να χάνονται

εγώ κι η αντιύλη μου να χανόμαστε

με των ματιών μας τις χάντρες σα δυο φωτόνια

 

Και τ’ όραμα από την άυλη πλευρά να γίνεται ιδεόραμα

[ΠΡΟΕΚΒΟΛΕΣ Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ… ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ, 2η ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΗΑΣ 1999]

 

ΥΓ.  ΜΕΓΑ  ΜΕΓΑΛΩΣΤΙ

Έφτασε τέλος κι η στιγμή της εκσκαφής   Το πλήθος σκόρπισε δεν βρέθηκε κανένα οστούν   Τα σύλησε ο τυμβωρύχος είπε ο αρχαιολόγος   Κι ο ιερέας που ήρθε για τη μετακομιδή συμπλήρωσε   ουκ έστιν ώδε   κατά το ρηθέν υπό των προφητών   Αλλ’ όταν έσβησε κι ο τελευταίος θόρυβος   κι έμεινε εκείνη ακουμπισμένη στο κιγκλίδωμα   τότε το σώμα του και πάλι σχηματίστηκε   Μέγα μεγαλωστί   το σώμα του στο δάσος των σταυρών   κι  ο κραταιός καυλός να υψώνεται χυμώδης  προσκαλώντας την   Κι εκείνη – ας μη μιλάμε πια για σύμβολα ο  με τα ιμάτια ριγμένα γύρω της   να ξαναγίνεται η γη    κι αυτός ουράνιος σπορέας να την περιβρέχει    [επιμύθιο από τις ΠΡΟΕΚΒΟΛΕΣ Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ… ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του  Γιάννη Δάλλα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ 1999 αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη] 

Παρασκευή, 24 Μαρτίου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ