Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Η ΙΟΥΛΙΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ΠΩΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΓΑΠΙΟΝΤΑΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΜΕ ΜΙΑΝ ΑΓΑΠΗ ΣΑΝ ΑΚΟΛΑΣΙΑ

 Η ζωή της ποιήτριας Ιουλίας.

Η Ιουλία έγινε ποιήτρια γιατί όταν ήταν παιδί έπαθε φυματίωση κι άνοιγαν το πλευρό της να βάζουν αέρα έτσι θα κλείσει η τρυπίτσα στο πνευμόνι σου έλεγαν και φανταζόταν το πνευμόνι της να έχει μια μεγάλη ματωμένη τρύπα που έβγαζε αίμα και πύο και πολύ καιρό ήταν άρρωστη και δεν είχε μάνα και περνούσε δύσκολη ζωή με τους μεγάλους αδελφούς.

Φλάουτο στον σάλο των λεωφορείων και γύρω οι άνθρωποι στα διπλανά δωμάτια οι άνθρωποι στα μπαλκόνια οι άνθρωποι στη σκάλα οι άνθρωποι στους δρόμους οι άνθρωποι κρεατόμυγες πάνω στην πληγή του κόσμου.

Η Ιουλία κάθεται κλεισμένη στο σπίτι και πίνει ούζο και καπνίζει τσιγάρα κι βγάζει με το τσιμπιδάκι των φρυδιών τις τρίχες των ποδιών της.

Ονειρεύεται ζωντανά και το βλέπει σαν από το παράθυρο κι όλοι οι άνθρωποι αγαπιόνται και πώς μπαινοβγαίνουν στα σπίτια παθολογικό ντελίριο η αγάπη των ανθρώπων και κακία κι ο ήλιος βασιλεύει πίσω από τα δένδρα και στα χίλια πράσινα φωτεινά μάτια του ήλιου κατέβαιναν αργά-αργά τα βλέφαρα του σκοταδιού.

Γράφει ποιήματα η Ιουλία για μια Κω έρημη.

Τέρατα άδειαζαν τη θάλασσα της Κω.

Ζωγραφίζει γυναίκες στενόμακρες χωρίς μύτη μάτια στόμα άδεια πρόσωπα κι ακράτητα.

Φίλε μου – τελειωμένα πράματα κάτι μαθαίνω – παρασκηνιακά εντελώς: - μπορεί στην Κω.

Η Ιουλία πέθανε είκοσι έξη χρονών.

[Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΙΟΥΛΙΑ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ΑΓΑΠΗ  απόσπασμα  από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ πρώτη έκδοση 1964 και με ΚΛΙΚ στην εικόνα του Ποιητή κι άλλα αποσπάσματα απ’ αυτό το βιβλίο (υπότιτλοι ενοτήτων που ανθολογούνται):  

Διεθνής Έκθεση Φροντιστήρια Εκκλησία πάρκο κι ακριβό μπορτνέλο…  

Η Ζωή της ποιήτριας Ιουλίας που όταν ήταν παιδί έπαθε φυματίωση…  

Ο θάνατος όπως ο έρωτας κι όπως η γέννα είναι θαύμα κι αδιαντροπιά…

Αριστοτεχνικά δημιουργούσε τους δεσμούς του χρησιμοποιώντας το ασφαλέστερο αίσθημα την ευγνωμοσύνη…

Ο άνθρωπος του παραμυθιού να μουγκρίζει…   

Θ’ ακούμε τους αγγέλους και θα βλέπουμε ψηλά τ’ αστέρια κι η κακία και ο πόνος θα χαθούν μέσα στην αγάπη…

 

πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή αυτόν μονάχος που πάει εκδρομή πάντα θα έβρισκε μονάχος εκδρομή που έβρισκε αυτόν θα πάει πάντα εκδρομή πάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε μονάχος έβρισκε μονάχος πάντα αυτόν εκδρομή που θα πάει πάει εκδρομή θα έβρισκε αυτόν που μονάχος πάντα που θα έβρισκε εκδρομή μονάχος πάντα πάει αυτόν θα πάει αυτόν εκδρομή που έβρισκε πάντα μονάχος εκδρομή μονάχος πάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε

·        φράση απ’ το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, 1964

 


ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 

(πάρκο κι ακριβό μπορντέλο, ένα άγαλμα ήρωα και πάνω-πάνω τον περιμένει η Ευαγγελίστρια. Θεσσαλονίκη)

Οδός Εθνικής Αμύνης ο δρόμος του συντριβανιού κι επίτηδες έκανε εκεί την επίσκεψη γιατί αυτός ο δρόμος είναι μια πόλη κι έχει μαζέψει στα πεζοδρόμια του όσα κάνουν την πολιτεία και μια κοινωνία ανθρώπων. Από μεγαλόσχημο ποιητικό υπολογισμό αλλά με ειρωνεία. Αρχίζει από την θάλασσα με τον Λευκό Πύργο που ήταν παλιά φυλακή. Έχει κινηματογράφους και στρατιωτικά γραφεία την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών που γίνονται διαλέξεις κι εκθέσεις ρεσιτάλ η εταιρεία. Εδώ έρχεται το βράδυ την βλέπω να κατεβαίνει χαμογελώντας από μακριά κλαίοντας από μακριά. Δημοτικό και γυμνάσιο κι ένα κτίριο μοντέρνο που γίνονται οι επίσημοι χοροί και το κρατικό θέατρο και του κόσμου τα μαγαζιά και τα γραφεία εστιατόρια μπαρ ραφεία βενζινάδικα βιβλιοπωλεία γραφείο κηδειών ιατρεία αντιπροσωπείες κι όλα τα επαγγέλματα τα δικαστήρια η Διεθνής Έκθεση φροντιστήρια εκκλησία πάρκο κι ακριβό μπορντέλο κι ένα άγαλμα ήρωα. Ένα άσυλο παιδιού που είναι και μαιευτήριο και κάθε πρωί βλέπεις να κατεβαίνουν μαυριδερές μάνες με παντούφλες χρωματιστές και χνουδωτές και ξεβαμμένα φουστάνια να πάνε τα παιδιά τους στο άσυλο. Λυπητερό μπουλούκι κάθε πρωί και το απόγευμα που γυρνάν φωνάζουν και βρίζουν καλούν τα παιδιά ψιλές τσιριχτές φωνές αγριοπουλιών. Τα [αιδιά που τρέχουν και παίζουν στο δρόμο κυλάν στον πλατύ δρόμο σαν τρυφερά δάκρυα πάνω στο μάγουλο και μια φορά έκαμνε πολύ κρύο απόγευμα χειμώνας και μια γυναίκα κι ένας άνδρας μ’ ένα παιδί φεύγαν από το άσυλο. Χειμώνας κρύο δεν φορούσαν η γυναίκα φορούσε μια ρόμπα σπιτιού φανελένια μπλε με κόκκινα τριαντάφυλλα κι ο άνδρας μαύρος σαν γύφτος φορούσε μονάχα ένα σακάκι καλοκαιρινό και το παιδί φορούσε μια μακριά ζακέτα πλεχτή κι είχε στην πλάτη τη σάκα κι ο άνδρας όλο γελούσε κι έπαιζε με το παιδί παρόλο το κρύο η μάνα δεν μιλούσε και περπατούσε καμπούρα και τρέμοντας και δεν γυρνούσε να δει τα πλαϊνά της κρύωνε. Ο άνδρας όλο έπαιζε με το παιδί και το κυνηγούσε και το ’πιανε και το σήκωνε και το έβαζε στον ώμο του και το γαργαλούσε και χαιρόταν παρόλο που έκαμνε τόσο κρύο όμως το παιδί αγέλαστο έτρεχε η μύξα του ζάρωνε και γκρίνιαζε. Ο άνδρας βγάζει το σακάκι και τυλίγει το παιδί κι έμεινε με το πουκάμισο και το κουμπί τους ενός μανικιού έλειπε ήταν ανοιχτό κι ανέμιζε και το χέρι γυμνό μέχρι τον αγκώνα. Τύλιξε το παιδί και το ’βαλε στον ώμο του γελαστός μελανός από το κρύο κι η γυναίκα δεν γύριζε καθόλου να δει και πήγαινε βιαστική κι αλύγιστη κι ο άνδρας με το πουκάμισο μελανός γελούσε με το σκυθρωπό παιδί η γυναίκα δεν έβλεπε, τίποτα και προχωρεί μπροστά σα νευρόσπαστο κι ο άνδρας γελάει και παίζει γυμνός. Εκεί είναι το Πανεπιστήμιο κι η σχολή νοσοκόμων κι ένα νοσοκομείο και πάνω-πάνω τον περιμένει η Ευαγγελίστρια. Δεν είναι μεγάλος κι από χαμηλά από την παραλία διακρίνεις τα κυπαρίσσια και τα ταξί.

[αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κέδρος 1964]

 

Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΙΟΥΛΙΑΣ (απόσπασμα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά 1964)

Η Ιουλία έγινε ποιήτρια γιατί όταν ήταν παιδί έπαθε φυματίωση κι άνοιγαν το πλευρό της να βάζουν αέρα έτσι θα κλείσει η τρυπίτσα στο πνευμόνι σου έλεγαν και φανταζόταν το πνευμόνι της να έχει μια μεγάλη ματωμένη τρύπα που έβγαζε αίμα και πύο και πολύ καιρό ήταν άρρωστη και δεν είχε μάνα και περνούσε δύσκολη ζωή με τους μεγάλους αδελφούς. Φλάουτο στον σάλο των λεωφορείων και γύρω οι άνθρωποι στα διπλανά δωμάτια οι άνθρωποι στα μπαλκόνια οι άνθρωποι στη σκάλα οι άνθρωποι στους δρόμους οι άνθρωποι κρεατόμυγες πάνω στην πληγή του κόσμου. Γράφει ποιήματα για μια Κω έρημη. Τέρατα άδειαζαν τη θάλασσα της Κω. Ζωγραφίζει γυναίκες στενόμακρες χωρίς μύτη μάτια στόμα άδεια πρόσωπα κι ακράτητα. Φίλε μου – τελειωμένα πράματα κάτι μαθαίνω – παρασκηνιακά εντελώς: - μπορεί στην Κω. Η Ιουλία πέθανε είκοσι έξη χρονών.

Η Ιουλία ονειρεύτηκε πως όλοι οι άνθρωποι αγαπιόνταν μεταξύ τους όλοι μιαν αγάπη σαν ακολασία. Κάθεται κλεισμένη στο σπίτι και ήπιε ούζο και καπνίζει τσιγάρα κι έβγαζε με το τσιμπιδάκι των φρυδιών τις τρίχες των ποδιών της. Ονειρεύτηκε ζωντανά και το έβλεπε σαν από το παράθυρο κι όλοι οι άνθρωποι αγαπιόνται και πώς μπαινοβγαίνουν στα σπίτια παθολογικό ντελίριο η αγάπη των ανθρώπων και κακία κι ο ήλιος βασιλεύει πίσω από τα δένδρα και στα χίλια πράσινα φωτεινά μάτια του ήλιου κατέβαιναν αργά-αργά τα βλέφαρα του σκοταδιού.

Έξω από τα τείχη. Λέει στο γιατρό στις νοσοκόμες. Έρχεστε στην εκδρομή που θα κάνω; Οι νοσοκόμες είπαν όχι είμαστε κουρασμένες. Κατάλαβε πως άλλος ήταν ο λόγος. Σώπασαν και μείναν σκεφτικές. Οι νοσοκόμες απλώνουν τα χέρια αφηρημένες σα να συλλογίζονται. Μετά έφυγε με τον γιατρό και πήγαν στον φερετροποιό και στο δρόμο που πήγαιναν είδαν ένα δένδρο που τους είπε πόσο λυπάμαι κι ένα σπίτι είπε κι εκείνο πόσο λυπάμαι είδαν ένα ψόφιο δράκο που βρωμούσε είδαν ένα άλλο δένδρο έναν νέγρο έναν αέρα. Παν στον φερετροποιό και του λεν θέλουμε ένα καλό φέρετρο κι εκείνος τους είπε νε ένα μοναχά να έρθει ο βοηθός μου και του είπαν βιαζόμαστε πού είναι ο βοηθός σας και τους είπε ελάτε να πάμε να τον βρούμε. Φύγαν και οι τρεις παν σ’ ένα μακρινό συνοικισμό έξω από τα τείχη.

Στο δρόμο είδαν τη νοσοκόμα με τα ζωγραφιστά φρύδια να κεντά ένα μεγάλο εργόχειρο. Κάθεται στο κατώφλι ενός χαμηλού σπιτιού και το εργόχειρό της σκεπάζει τα πόδια κι απλώνεται καταγής στο δρόμο. Μισογελά σαν από ανάμνηση και της λέει θα ’ρθειτε στην εκδρομή; κι εκείνη όλο χαμογελά και δεν σήκωσε το κεφάλι. Εκεί που πλησιάζουν στο σπίτι πετάχτηκε από μέσα ο βοηθός και μόλις τους βλέπει φωνάζει κοιμόμουν και ξαφνικά ήρθε ένα φορτηγό αυτοκίνητο και με πάτησε στην κοιλιά εδώ κι έκαμνε έναν θόρυβο. Θέλουμε ένα καλό φέρετρο τους έδωσε ένα φέρετρο σκαλισμένο απέξω. Γύρισαν και το κουβαλούσαν και γυρνώντας είδαν μια πληγωμένη νύχτα που ανέπνεε με κόπο.  

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΠΩΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΙ ΟΠΩΣ Η ΓΕΝΝΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΘΑΥΜΑ ΚΙ ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΙΑ (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΕΚΔΡΟΜΗ)

Ένας έλεγε. Καθόμουν με τα μάτια στα σταυρωμένα χέρια της το μόνο γυμνό που φαινόταν κι άλλαζα θέση όταν έμπαιναν άλλοι μπροστά να βλέπω και παραμέριζα τα λουλούδια να βλέπω μαγνητισμένος μια ταραχή σαν από αδιάντροπο θέαμα απόκρυφων πραγμάτων. Η φύση τραβά το χέρι της και ξεσκεπάζει το απόκρυφό της μέρος. Δεν είναι νεκροφιλία και μοιάζει μάλλον προς την απλοϊκή ηθική και προς την σεμνοτυφία των ενστίκτων προς τη φυσική έλξη της αισχρότητας. Ο Θάνατος είναι ένα σπάνιο κι εκθαμβωτικό γεγονός ένα αστραπιαίο και προκαλεί μια φοβερή έκπληξη. Ξέρω είπε εκείνος ο άνθρωπος στεκόταν στην είσοδο του νοσοκομείου κι είπε τραγικά ξέρω στους άλλους που περίμεναν όλοι στην είσοδο. Αφού κι εσείς έχετε άνθρωπο στο νοσοκομείο πώς να μην ξέρετε λέει ένας κι εκείνος ξαναλέει για μένα. Ακουμπούσε στον τοίχο με κάποιαν αφροντισιά και τους διηγήθηκε μιαν ιστορία με ζωηράδα και φλυαρία που δεν την περίμενες. Τελικά πήρα την άδεια να είμαι στην εγχείρηση κι ο χειρούργος ήταν μια αυθεντία καθηγητής ή κάτι τέτοιο. Το σαράντα οχτώ. Ο χειρούργος αυτός είχε ένα πρόσωπο βουρκωμένο κι έτσι μοιάζουν τα πρόσωπα που έχουν πολλή ψυχή βουρκωμένα έχουν μιαν ιδιομορφία κυρίως στα βλέφαρα και στο πηγούνι κάτι πρησμένο και τρεμουλιαστό δεν μπορείς ακριβώς. Μπαίνει στο χειρουργείο. όλα έτοιμα κι ο άρρωστός μου. Όλοι περιμένουν οι βοηθοί στη σειρά οι νοσοκόμες. Από την πρώτη στιγμή λέω με το νου μου κάτι δεν πάει καλά. Δηλαδή ο χειρούργος έδειχνε μιαν αδράνεια κι αδιαφορία δεν πλησιάζει καν στο κρεβάτι. Μάλλον στο τραπέζι όπως και το λεν κι οι άλλοι σώπαιναν με σεβασμό. Κάθεται στην άκρη κι οι άλλοι ακίνητοι ο άρρωστος αναίσθητος κι ετοιμοθάνατος. Η ώρα να περνάει και κανένας δεν κουνιέται όλοι περιμένουν. Η ώρα περνάει και κανένας ο χειρούργος άγαλμα. Αρχίζω να σκέφτομαι κάτι το εγκληματικό σχεδιάζεται εδώ μέσα το σαδιστικό. Σε κείνη τη βουβαμάρα μια νοσοκόμα βγάζει μια φωνίτσα παρά λίγο να πέσει. Κάποιος ακούμπησε ένα φορείο απ’ αυτά με τις ρόδες και κύλησε το φορείο έπεσε πάνω στη νοσοκόμα κι αυτή δεν στηρίζονταν πουθενά και κρατούσε και στα χέρια της ένα δίσκο με εργαλεία και τρίκλισε να πέσει. Τρόμαξε κι έβγαλε μια σιγανή φωνίτσα. Θα προσέξατε σε τέτοια απρόοπτα ατυχήματα ας είναι ασήμαντα κι ανάξια έχετε προσέξει την έκφραση και την στάση που παίρνουμε τρομαγμένη και γελοία κι αμηχανία που όλοι γυρνάν και μας βλέπουν κι ωστόσο τρομάζουμε στ’ αλήθεια και κοιτάζουμε σαν να παραμονεύουμε με λοξό και χαμηλωμένο βλέμμα σα να καιροφυλακτούμε προς τη μεριά απ’ όπου έρχεται ο κίνδυνος. Είμαστε μια χαρά και ξαφνικά βρισκόμαστε στο πέλαγος κι ολωσδιόλου απροστάτευτοι και γελοίοι. Μια απογύμνωση στο δευτερόλεπτο. Ο χειρούργος έτρεξε και τη βάσταξε. Είναι εκείνη η νοσοκόμα του χειρουργικού με το χοντρό πρόσωπο και τα μικρά μάτια. Δεν ήταν φέρσιμο φυσιολογικού ανθρώπου αν και σεις θα πείτε τι πιο φυσικό. Θα έπρεπε να τον βλέπατε. Αυτή η νοσοκόμα είναι από τις παλιότερες ήταν και τότε το σαράντα οχτώ. Να βλέπατε τον χειρούργο δεν ήταν φυσιολογική η βιασύνη του. Δεν φοβήθηκε μην πέσει η νοσοκόμα κι ήταν αφάνταστα συγκινημένος κι ακόμα πιο. Αναστατωμένος. Δεν την στήριξε απλώς αλλά την κράτησε αγκαλιά και την σκέπασε με το σώμα του για να την προστατέψει κι η νοσοκόμα κοκκίνισε περισσότερο είχε και τον δίσκο στα χέρια λυγισμένη στα δυο κι ο δίσκος είχε χωθεί στην κοιλιά της έτσι την έσφιγγε ο χειρούργος. Την προφύλαγε και την έκρυβε μέσα του και καταλάβαινες πως εκείνη η ανυπεράσπιστη στιγμή της νοσοκόμας πως τον είχε συγκλονίσει και τον κυρίεψε ένας άγριος οίκτος και παράφορος. Συλλάβετε τη σκηνή. Μια σκηνή εξονυχιστική παραβίαζε την αυστηρότατη αποκλειστικότητας εκείνου του δωματίου. Χειρουργείο. Υπάρχουν χώροι αυστηρότητα αποκλειστικοί και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο όπως και όργανα αποκλειστικά. Σ’ ένα σαλόνι μπορείς να φας και να κοιμηθείς κι ό,τι άλλο κι ας είναι γεμάτο με τα πιο ακριβά και πολύτιμα έπιπλα μεταξωτά και χαλιά και πίνακες και καθρέπτες και κάνεις ό,τι θέλεις. Και σ’ έναν κήπο και σε μια πλατεία. Στο χειρουργείο; Και σ’ έναν τόπο εκτελέσεως  δεν μπορείς να παίξεις μπάσκετ με την θηλιά της αγχόνης. Εκτός κι αν είσαι γερμανός. Είναι ορισμένοι χώροι αποκλειστικοί. Στην είσοδο του νοσοκομείου. Τρως τυρόπιττα και περνάει ένα φορείο με νεκρό. Όμως σ’ ένα καμπινέ; τι άλλο μπορείς να κάνεις σ’ ένα καμπινέ; για να πούμε κι ένα αστείο. Δεν ανέφερα φώναξε χαρούμενα επειδή μερικοί γελάνε δεν ανέφερα τυχαία για τον καμπινέ και θα σας πω αμέσως για τα καμπινέ και την ανθρωπιά. Γιατί ο χειρούργος αποδεικνύεται μέγας ανθρωπιστής το αποδεδείχνει αυτό γνήσιος αν και κάπως εξημμένος ανθρωπιστής. Γιατί υπάρχει η φιλανθρωπία η έμφυτη είναι ταλέντο κι αυτοί οι φιλάνθρωποι είναι σαν τους καλλιτέχνες και τις μεγαλοφυΐες. Όπως ο χειρούργος.

Υπάρχει μια φιλανθρωπία υστερόβουλη που δεν είναι φιλανθρωπία πραγματική αλλά μέσο κι ένα είδος προκαταβολική πληρωμή. Δηλαδή από της πλευράς του φιλανθρώπου και όχι του αποτελέσματος που είναι το ίδιο και το αποτέλεσμα ενδιαφέρει. Διάβασα τη βιογραφία ενός ευεργέτη της ανθρωπότητας. Ζάπλουτος πριν ενάμισι αιώνα. Σχολεία και νοσοκομεία και τετρακόσια ευαγή ιδρύματα και συσσίτια και δεν έκανε οικογένεια για ν’ αφοσιωθεί στις ευεργεσίες αλλά και τι να την κάνει την οικογένεια αφού όλος ο κόσμος ήταν η οικογένειά του κι οι άνθρωποι ορκίζονταν στο όνομά του και τον τριγύριζαν με θρησκευτική λατρεία. Πεθαίνει κι ανοίγεται η διαθήκη του. Ανοίγεται με την ευκόλως εννοούμενη απληστία και προκαταβολική ευγνωμοσύνη. Κι αφήνει όλον εκείνον τον πλούτο στο κράτος για την κατασκευή ενός ευρυτάτου αποχετευτικού συστήματος σ’ όλη τη χώρα και με λεπτομερείς εντολές να επιστρωθούν με το ακριβότερο μάρμαρο οι υπόνομοι κι άλλα πανάκριβα υλικά και να χτιστούν παντού να χτιστούν πολυτελή δημόσια αφοδευτήρια λαμπρής αρχιτεκτονικής σαν μικροί ναοί με τοιχογραφίες κι επιχρυσωμένες τις ταμπελίτσες Κυρίων και Κυριών. Είναι κι αυτό ένα κοινωφελές έργο δημόσιο κι όμως είναι μια σαρκαστική αγαθοεργία και καταλήγεις σε λεπτά συμπεράσματα.

[αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κέδρος 1964]

 

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΧΝΙΚΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣΕ ΤΟΥΣ ΔΕΣΜΟΥΣ ΤΟΥ (χρησιμοποιώντας το ασφαλέστερο αίσθημα την ευγνωμοσύνη):

και τώρα πια δεν είχε την ανάγκη τους τη συναισθηματική ανάγκη εννοείται. Γιατί εννοείται; είπε ένας και μπορεί από πονηριά κι από φόβο παθολογικό κι από φόβο ταπεινό κι αν ήταν συναισθηματική θα τον ένοιαζε αυτόν τον φανταστικό σας ευεργέτη η ανάμνησή του στους ανθρώπους. Συναισθηματική συναισθηματική φώναξε αυτός κι η βιογραφία λέει πως δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τους άλλους και ζούσε μαζί τους αδέλφια πράγμα όχι απαραίτητο για έναν φιλάνθρωπο. Συναισθηματική και το τελευταίο του έργο με τις επιχρυσωμένες δείχνει ίσως ότι παρ’ όλα αυτά δεν τον ικανοποιούσαν κατά βάθος οι εκδηλώσεις τους κι ίσως οι αξιώσεις του ήταν σκοτεινές κι υπερβολικές κι από κάποιαν απόγνωση ακόρεστος κι ήθελε κάπως να εκδικηθεί κι όμως αυτό που είπατε για την ανάμνηση αυτή γενικά δεν πειράχθηκε και θα το είχε μαντέψει κι ο ίδιος ασφαλώς αφού η κοροϊδία του είχε το πρόσχημα της κοινωνικής φιλανθρωπίας. Φαινόταν θυμωμένος και μιλούσε περιφρονητικά κι εκείνος ο άλλος λέει. Κατ’ αρχή επιμένω πως έχετε κάποιον δικό σας στο νοσοκομείο και δεν καταλαβαίνω γιατί τον κρύβετε. Η ανθρωπιά του χειρουργού σας δεν καταλαβαίνω. Πώς συμβιβάζεται ο ολοφάνερος θαυμασμός σας με την αγωνία που θα πρέπει να είχατε για τον άρρωστό σας και θα πρέπει να την θυμόσαστε ακόμα.  Έστω πως είναι ανθρωπιά. Όμως η ανθρωπιά στον χειρουργό υπάρχει πιο σπουδαία ανθρωπιά σ’ έναν γιατρό από το να γλυτώνει τον άρρωστο; ανθρωπιά αποκλειστική. Είναι μια διασάλευση ανθρωπιάς αν και σε μερικούς δεν θα φαινόταν αθώο εκείνο το αγκάλιασμα κι αφού ήταν κι εξημμένος καθώς λέτε. Όχι ναι φώναξε αυτός διασάλευση ανθρωπιάς ακριβώς μια σχεδόν μεταφυσική ανθρωπιά. Όμως θα δείτε τι έγινε μετά. Είπε ανήσυχος κι οι άλλοι ένιωσαν πως καμιά αντίρρηση δεν ταίριαζε στον τόνο εκείνης της αφήγησης και λίγο πολύ τους είχε συνεπάρει ο απρόβλεπτος ειρμός της ιστορίας. Με την ψυχή στο στόμα φωνάζω κύριε χειρούργε έτσι τον είπα αδέξια κύριε χειρούργε. Έβραζα από θυμό κι έδειξα τον κοιμισμένο κι άτριχο σαν κερί κι είπα έχετε τόσην ώρα κι ακόμα. Του είπα κιόλας ακριβώς αυτά που λέγατε δεν υπάρχει μεγαλύτερη από το να γλυτώνει τον άρρωστο κι έκανα κι έναν χοντρό υπαινιγμό για διασάλευση εννοούσα το λογικό τα περί ανθρωπιάς τα σκέφτηκα υστερότερα για ν’ αποδώσω κάπου με αρκετό ιδεαλισμό ομολογώ. Όλοι με κοίταξαν με αντιπάθεια κι ο χειρούργος παράτησε το κορίτσι κι είπε τσακισμένος είπε μιαν ασυναρτησία και θαρρώ πως κάτι το μεγάλο ήθελε να υπαινιχθεί όμως μπορεί να μην ήξερε κι ο ίδιος τι κι είπε άτι σαν στίχο σαν επίγραμμα κι ειλικρινά τώρα ανακαλύπτω αρκετή ιστορία σ’ αυτήν.

Αρκετή υστερία και τώρα που τα φέρνω ξανά στο νου. Ανοίγει η πόρτα και  μπαίνει ένας βοηθός και λέει λαχανιασμένος το ρόπτρο δεν βρίσκεται πουθενά κι όλοι αναστατώνονται κι ο χειρούργος λέει και τώρα πώς θα συνεχίσουμε ην εγχείρηση; το είπε μ’ έναν χλευασμό αηδιαστικό. Πέστε μου ρωτάω εγώ. Τι θα γίνει τώρα; Χάσμα το ρόπτρο λέει ο βοηθός ρώτησα και την κυρία Φιλίππου. Δεν σας έχω εμπιστοσύνη φωνάζω χύνομαι έξω με την καρδιά παγωμένη. Πρώτα μου έρχονται στο νου τα παλιά σιδερένια κρόταλα της πόρτας όμως κατόπιν αλλάζω  και λέω θα είναι επιστημονικό εργαλείο που έχουν παράδοξες ονομασίες. Ξαφνικά αφού ψάχνω σ’ όλο το νοσοκομείο και ξαφνικά ανακαλύπτω πως αυτό βέβαια εννοούν το κρόταλο της πόρτας. Όπως παραδέχεσαι ένα πράγμα το παραδέχεσαι με την πρώτη σκέψη κι ύστερα το απορρίπτεις αμέσως γι’ αυτόν ή τον άλλον λόγο κι ύστερα το δέχεσαι πάλι για σωστό με ανακούφιση γιατί τυχαίνει στο μεταξύ συντελεί κι η αγωνία η θόλωση κι έτυχε να ξεχάσεις στο μεταξύ το σοβαρό λόγο που το αποκλείει με κατηγορηματικό λόγο κι απορείς κιόλας που βασανίστηκες τόση ώρα. Βγαίνω στην πόλη. Τρέχω να βρω πάω στις γειτονιές με τα βυζαντινά σπίτια και βράδιασε. Τα πλευρά μου να πονάν. Βρίσκω το ρόπτρο. Ένα μεγάλο σπίτι με πολλά μικρά παράθυρα κατάκλειστα κι ακατοίκητο. Εκεί στη δίφυλλη πόρτα το ρόπτρο. Σκουριασμένο βρώμικο κακό χοντρή σιδερένια σταγόνα βγαλμένη από σπασμένη φλέβα του καιρού. Μιλάω λογοτεχνικά όμως δεν μπορώ να το ξεχάσω και θυμάμαι όλο θυμάμαι. Θα σας αφήσει έκπληκτους ξεχάστε το χειρουργείο και μπορεί να πρόσθεσα και δικά μου γιατί τότε ήμουν ταραγμένος όμως προσέξτε ξεχάστε το χειρουργείο. Αρπάζω το ρόπτρο το ξεκολλώ το χώνω στην τσέπη μου. Αμέσως ανοίγει ένα παράθυρο. Ανοίγει από κείνο το σπίτι και σκύβει ένας άνθρωπος ουρλιάζοντας. Άρχισε να φωνάζει    προτού καλά καλά ανοίξει το παράθυρο και μου πέρασε η υποψία πως παραμόνευε πίσω απ’ το παντζούρι και περίμενε να πάω να του πάρω το ρόπτρο. Σαν να ήταν ένα νύχι εκείνου του ανθρώπου και φώναζε από πόνο κι από θυμό μόλις του το ξερίζωσα.

 

Ήταν σωματώδης και γέμισε το παράθυρο και τίναζε το κεφάλι του τα πελώρια χέρια του τα τίναζε μέσα στη νύχτα σα να είχε σφηνωθεί στο παράθυρο και πάλευε να βγει και φαντάστηκα πως το υπόλοιπο σώμα του θα έπιανε όλο το δωμάτιο χωρίς πόδια ένας υπερφυσικός σβώλος κρέας γυμνός με μαζεμένο δέρμα από ουλές και με τούφες τρίχες εδώ κι εκεί έπιανε όλο το δωμάτιο και σαν ζωντανός στιλπνός βολβός φυτού με άσπρες τρυφερές ριζίτσες και κολλημένα χώματα. Φώναζε εξωφρενικά και δυσανάλογα με το ρόπτρο. Εγώ στον τόπο και μαζεύτηκε κόσμος. Φωνάζει και με δείχνει με κεραυνοβόλο κακία. Ένα πράγμα τιποτένιο λέω εγώ. Να το αγοράσω. Ο άλλος από πάνω γέλασε άγρια. Παρακαλώ πόσο κι εκατό δραχμές.

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΝΑ ΜΟΥΓΚΡΙΖΕΙ

Βγάζω και σηκώνω ψηλά το ρόπτρο να το δουν και να βουβαθεί εκείνο το στοιχειό που κόντευε να γκρεμίσει την πόλη ολόκληρη. Σηκώνω ψηλά. Εδώ τελείωσε απότομα την ιστορία του κι οι άλλοι περίμεναν όμως εκείνος δεν μιλάει άλλο κι όλοι τον κοιτάζουν. Όμως εκείνος δεν μιλούσε κι ένας λεπτός σπασμός πηδάει στο ένα του βλέφαρο φτερό πεταλούδας κι εκείνος που πριν αντιμίλησε λέει δεν καταλαβαίνω την ιστορία σας και τι είναι αυτό που θα μας αφήσει έκπληκτους και γενικά. Αυτός δεν απαντάει κι ο άλλος ρωτά γιατί έρχεστε στο νοσοκομείο τώρα; κι αυτός απαντάει σιγά σαν να σκέφτεται άλλο πράγμα λέει. Για τον επίδεσμο κι ο άλλος λέει θέλει να πει για αλλαγή. Πάλι σιωπή κι ύστερα αυτός ο άλλος ρωτάει έχετε τραύμα; κι εκείνος δεν μιλάει. Όλοι τον κοιτάζουν και δεν μιλάν κι ένα λυπητερό προαίσθημα τους βαραίνει και ξέρουν πως πλησιάζει η στιγμή και περιμένουν δυστυχισμένοι. Τους παρατηρεί και το πρόσωπό του σαν ειρωνικό. Ξαφνικά δεν έχω χέρια. Φωνάζει δεν έχω χέρια χέρια τεντώνει τα χέρια του μπροστά στα μάτια τους κουνάει τα δάχτυλα χέρια χέρια κι εκείνοι πέφτουν πάνω του ξεσπάν κι ερεθισμένοι από τη δική τους λύπη. Να πιάσουν ένα γυμνό του μέρος πρόσωπο ή χέρι και να ακουμπήσουν το πρόσωπό τους στο πρόσωπό του γιατί τόσο τους χτύπησε εκείνη η φωνή κι ας την περίμεναν κι επειδή την περίμεναν. Να πιάσουν ένα γυμνό του μέρος πρόσωπο ή χέρι και ν’ ακουμπήσουν το πρόσωπό τους στο πρόσωπό του γιατί τόσο τους χτύπησε εκείνη τη φωνή κι ας την περίμεναν κι επειδή την περίμεναν

[αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κέδρος 1964]

 

Θ’ ΑΚΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΘΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΨΗΛΑ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ ΚΙ Η ΚΑΚΙΑ ΚΙ Ο ΠΟΝΟΣ ΘΑ ΧΑΘΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΘΑ ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΕΙ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ… (συνέχεια στο επόμενο απόσπασμα)

Ήρθαν πέντε άνθρωποι έτρεχαν στο δρόμο. Πέντε παλληκάρια έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Ο πόλεμος. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους. Πού. Πού. Στην πλατεία. Φώναξαν κι έτρεξαν. Στην πλατεία όλα σβηστά και μια φωτεινή επιγραφή και μια μπάντα παίζει μουσική. Τι. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους πού. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους ποιοι. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους έρχονται! φωνάζουν και τρέχουν στους δρόμους. Μάνα Αντρέα φωνάζουν και τρέχουν. Στους δρόμους. Φωνάζει σωπάστε μη κάνετε θόρυβο. Για τ’ όνομα του θεού. Μη κάνετε θόρυβο θα σπάσει ο κόσμος. Φωνάζει οι Πέρσες. Οι Πέρσες. Οι Πέρσες η φωνή δυνατή σαν γυναικεία και πέφτει από τη στέγη κάτω στην άσφαλτο χύθηκε σαν σταγόνα. Έμεινε εκεί σαν αχινός τα αγκάθια του πέταξαν στην αρχή άγρια και τσακισμένα. Μετά χαμήλωσαν και μπερδευτήκαν τρέμοντας. Έρχεται και φώναξαν να έρχεται. Ήρθε που έστειλαν να δει και μια γυναίκα τον καλεί από μακριά. Τον φωνάζουν ρωτάν η γυναίκα, Τον καλεί σπαραχτικά άνδρας της ή γιός και πατέρας. Έτρεξα. Κι εγώ μη ξέροντας για πού το πλήθος βοά λέγε. Λέγε. Λέγε. Βοά με μίσος. Εκείνη η γυναίκα τον φωνάζει ασταμάτητα. Είναι δικός της και την χτυπάν να σωπάσει η γυναίκα τον επικαλείται δαγκάνει τις παλάμες τους. Η γη. Δεν ακούμε. Η γη. Τι λέει. Ρουφιάνε μίλα. Η γη. Βουλώστε το γαμηθείτε. Σκίζεται κι έρχεται. Κέρεται κέρεται αντηχεί το πλήθος με πανικό. Η γη ανοίγεται και σκίζεται. Αδέλφια το ρήγμα η καταστροφή. Ο άγγελος πέφτει καταγής. Η γυναίκα έχει σωπάσει και δεν τον φωνάζει άλλο της πάτησαν το κεφάλι. Φωνάζουν και τρέχουν στον βυθό των δρόμων. Αυτοί είναι.  Είχες χάσει την ελπίδα κι έλεγες και σε λίγο θα σε φτάσουν που πας μονάχος εκδρομή οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Θ’ αναπαυτείς πάνω στις γροθιές τους μ’ εμπιστοσύνη με φωνές. Όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή [ΕΠΙΛΟΓΟΣ από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1964, 1976, 1982]

με φωτογραφία του ποιητή από τα ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

ΑΠΟΨΕ ΔΕ ΧΩΡΑΝΕ ΟΙ ΛΥΠΕΣ ΜΟΥ ΟΥΤΕ ΜΕΣ ΤΟ ΑΠΑΛΟΤΕΡΟ ΦΙΛΙ

 Ωχ τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά και βάλσαμο της νύχτας.

Απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες το απαλότερο φιλί.

 «Θέλω να πάω στην Αραπιά που μ’ έχουνε συστήσει

σε μια μεγάλη  μάγισσα τα μάγια να μου λύσει».

Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε μπροστά σ’ ένα όραμα ξανθό.

Θέλω να χορέψω, φούσκωμα και φύσημα τρυφερής κουρτίνας, μην απελευθερωθεί απ’ το παράθυρο.

Θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο.

Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο.

Ναι, άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη της ρεματιάς,

μια χειραψία φίλων συνοδοιπόρων και συναγωνιστών,

λίγα κρόσσια που πέφτουνε στο μέτωπο ενός Κρητικού,

τα γόνατα μιας κοπέλας όταν βγαίνει απ’ τη θάλασσα

τη βραχνή φωνή του έρωτα,

ένα αυλάκι αίμα μιας μάχης για τον ήλιο

κι ένα ασημένιο κουτάλι λαμπερό, στην άκρη των χειλιών του βρέθηκε ένα χθεσινό μου δάκρυ.

[ΑΡΑΠΙΑ της Μάτση Χατζηλαζάρου από την ενότητα ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ – συνέχεια με τα

ΧΑΜΟΓΕΛΑ λόγια για σύγχρονη μουσική επονομαζόμενη Swing και ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ:

πρωί     απόγευμα     βράδυ     οδυρμός και άσμα

 


ΧΑΜΟΓΕΛΑ

(λόγια για σύγχρονη μουσική, επονομαζόμενη Swing)

Από το χαμόγελό σου πετάξανε

δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.

Το χαμόγελό σου το κρατάς

όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.

 

Μια ανεμώνη τινάχθηκε

μέσα στην αγκαλιά μου

πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα γελάει μια αχτίδα

Η θάλασσα αναμοχλεύει τ’ άσπρα της χαλίκια

όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

 

Δυο κόκκινες χάντρες κύλησαν

από μιας κοπέλας το λαιμό.

Οι λυγαριές αναστενάζουν μες στη ρεματιά

χορεύουμε, χορεύουμε, η μουσική μας είναι η σελήνη

όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμογελά σου.

 

Όταν μεθάει το κρασί

το πίνω μες τα χείλια σου

ο ήλιος σηκώνεται πριν ξυπνήσει το φιλί.

Η παλάμη σου ανοίγει όταν σκάει το σύκο

όλες οι πεταλούδες φέρνουν το χαμόγελό σου.

 

Από το χαμόγελό σου πετάξανε

δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.

Το χαμόγελό σου το κρατάς

όπως ένα παιδί τη ναυτική σου ψάθα.

[ΜΑΤΣΗ ΖΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ, Δύο Διαφορετικά Ποιήματα: Αραπιά και Χαμόγελα]

 

ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: πρωί

Θυμήθηκε τα γριγριά

που αντιλαλούν και φέγγουνε

σε μεγάλη διαδρομή καημών

από τον εαυτό της

μακριά στα νερά της Βάρκιζας

όμως έσερνε μαζί έναν στίχο

 

τα γριγριά αντιλαλούν και φέγγουνε

 

μην επιμένεις εδώ

ισχνή μου λέξη γριγριά

τα γάμμα-ρο και τα γιώτα

δε φωτάνε κανένα βυθό

δε βαράνε γδούπους πάνω στη θάλασσα

μηδέ τα συνερίζεται ο μπάτης

όταν ξεμουδιάζει το πρωινό

κι ένα-ένα φυσάει

άστρα φάρους και λάμπες

γριγριά

τι με παιδεύεις

φτάνουνε οι θύμησες

αρρώστια είναι τα λόγια τους

τι με κατατρέχεις

αναβοσβήνεις μπροστά μου

άμα λιγώνουμαι στον καναπέ

φύγε γριγριά φύγε

δεν μπορώ άλλο

χάνουμαι

 

ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: απόγεμα

Μαύρη γάτα γυαλιστερή

λάγνα σα μάτι

κατοικίδιο

εσύ ελεύθερο

στην ηδονή έχεις

μιαν ανάσα αλλόκοτη

ήμερη ήρεμη ήμερη

η ράχη σου βρίσκει

μες στο δωμάτιο

όλα τα λησμονημένα χάδια

 

κι αν δοκίμαζα με σένανε

τα ξόρκια μου

κι αν σε ονομάτιζα

Γριγρίτσα μου γυαλιστερή

εσύ ελεύθερη

 

όχι καλύτερα να σε πω Γριγρία

γυαλιστερή μου λάγνα

Γριγρία

μαύρη σα μάτι

παίζεις καθώς γράφω

ψευδοδαγκάνεις το στυλό μου

Γριγρία λεβεντιά

ξέγνοιαστα ζυγώνεις

τη μελάνη ή το λόγο

παραφυλάς το θάνατο καμιά φορά

μα ποτές το ρήμα πεθαίνω

 

ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: βράδυ

Συγυρίζοντας κάτι μπαούλα

ανακάλυψε πως

μαζί της δεν έσερνε μόνο

τον στίχο της Βάρκιζας

αλλά και λίγην άμμο

που ’τριζε σιγά-σιγά

μες το ποδόγυρο

ενός φουστανιού

γι’ αυτό λέει

πάντα ακούω το άγχος

εκείνης της ώρας

που όλα θρυμματίστηκαν

κι έγιναν ένα

με την αμμουδιά

σάπια και άχρηστη

είμαι εδώ μόνη

πάνω στα τελευταία

συντρίμμια ζωής που ξέρω

η πίκρα μου η θλίψη

πλέουνε συνεχώς

κατά τη θάλασσα

σαν τα ψόφια ψάρια

που κατηφορίζει ο Σηκουάνας

Γριγρία τι νιαουρίζεις τώρα

θέλεις να βγεις

έλα ανοίγω την πόρτα

φύγε και συ

δε χωράνε πια τα ψέματα

 

Α!.. ΚΑΚΟΧΡΟΝΟ ΝΑ ’ΧΟΥΝΕ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Α κακοχρονονάχουνε οι λέξεις

όχι οι λέξεις οι κενές

αλλά αυτές που χαϊδεύουνε και μας χαϊδεύουν προτού κοιμηθούμε

ίσως ο ποταμός

και δεν τον αγάπησα για τα γλυκά νερά του

στον τόπο μου το γλυκό νερό μαζεύεται δάκρυ-δάκρυ

ντουμάνιασε από τις λέξεις η κάμαρά μου και πήρα τους δρόμους

και κει που κάθισα στους πάγκους στοιβάχθηκαν από κάτω και πασαλείβονται στο πρόσωπό μου και μλπέκουνε μες τα μαλλιά μου

κι έπειτα σα φωτογραφία μ’ έχουνε ακίνητη περιορισμένη

ενώ το πάθος χάνεται και όλο την αυτοκτονία σκέπτουμαι

ακούω ένα τραγούδι φλαμένκο

μα εσύ ποταμέ γιατί δεν είσαι θάλασσα  με ορίζοντα

και γιατί χάραξες ένανε δρόμο υπόσχεσαι όχθες με γυρτά κλαριά φραμπαλάδες που κεντάς με τις σταγόνες σου και στο Παρίσι μέσα περνάς μουντά δίχως μια κραυγή δίχως ανταρσία παραιτημένα

το φλαμένκο δεν ακούγεται πάλι

τα γριγριά αντιλαλούν και

βοήθεια     μάνα μου     φοβάμαι

ούτε για φυγή δεν είχα κότσια άλλοτε νόμιζα τη φυγή ένα μαγκάκι που πιλαλάει μες στη βροχή γιουχάροντας  πέρα κει το Κρυφοχώρι

ποιο άσμα ξεχειλάει τις παλάμες του να ζήσουμε όπως η μέρα λέει ΝΑΙ αλλιώς τι χρειάζεται τι χρειάζεται ε βέβαια μες στις αυλές το καλοκαίρι γέρνει την κεφαλή πίναμε λίγη ρετσίνα και μεθούσαμε

και στάζανε οι χάντρες  του κομπολογιού

έρως     θα πεθάνω     έρως

θα πεθάνω μασουλούσα τα φυλλαράκια της αγριοπιπεριάς

ο ήλιος βασίλευε με τη χλαλοή του δρόμου και τον κονιορτό

μα τι σκίζεται έτσι μες στον λίβα

ποιανού τρυφερότητα γδέρνουνε τώρα δεν βλέπω τίποτε

αυτή η αλμυρή ουσία στη γλώσσα μου δάκρυα είναι ή αίμα

δεν ξέρω τίποτε άλλο δεν ξέρω να πω παρακάτω

[ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: οδυρμός, από την τελευταία ενότητα στη συλλογή της Μάτσης Χατζηλαζάρου ΕΡΩΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ: Δύο Ποιήματα και Κρυφοχώρι]

 

ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: άσμα

Σήμερα νομίζω

τελευταία φορά

θα σε τραγουδήσω γιατί

εσύ είσαι

ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή του έρωτα

που κρατιέται άλλοτε ψηλά κι άλλοτε βαθιά σε χορδές

έξω από κάθε γραφή γιατί

ένα Ζήτω με ψηφία

και λίγες πούλιες

μαύρες ή τριανταφυλλιές

μες στο χώμα της αρένας

δε σπαρταράνε βέβαια όπως

η δράση

η σάρκα

που είσαι

όταν μου μαθαίνεις την ξένη πόλη

κατάκαρδα

είπα τι χρειάζεται

και λέω δεν πειράζει

δεν πειράζει πετάνε όλα τα λόγια

όπως να ’ναι

η αγάπη

ξεντύνει τα  κορμιά

εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο

με κλείνεις

με στολίζεις φυτά

και τα περιποιείσαι

με μυρίζεις

με διψάς

με κρατάς

ξαφνικά

με λύνεις

και γελάω ακόμα ακόμα

πάμε ερχόμαστε μες στα κρύα και τις ζέστες και τις σκόνες που

μετά λασπώνουμε και έχουμε για  νήμα τα φύλλα του φθινόπωρου

άνοιξη αντικριστήκαμε τότες που ζητούσα να πεθάνω

γνωρίσαμε από κείνη την ημέρα

χρόνους και χώρους πολλούς

με αντικείμενα

με ορέξεις

με δάση με άγριες φράουλες

με ζωγραφική

εσύ αγγίζεις τα όρια που χρωματίζουνε τα πράματα και τα ονόματά τους και τη φθορά τους

τι άλλο

είναι ο κύκλος

από την ίριδα του ματιού σου

ακτίνα μελαχρινή

ριπή

της ορμής

τι άλλο

είναι η ύπαρξή μου

από μια νέα σφαίρα

με τα έπιπλα

με τη φύση

όταν μ’ αγαπάς

μικρή εικόνα στρογγυλή

μες στην ίριδα του ματιού σου

είμαι

σ’ ένα δωμάτιο ασβεστωμένο

κοντά στη θάλασσα

άσπρο το αλάτι της

ξεραίνει άγκυρες μόλους σκοινιά

αισθάνομαι τον ήλιο μαύρο

και τα μάτια σου

άλλοτε είμαι

λαχανιασμένη

σκύβω το πρόσωπο

χιονίζει δυνατά

ό,τι οριζόντιο φέγγει κατάλευκο

μονάχα λίγα κάθετα μαυρίζουν πάλι

και η ίρις του ματιού σου

που με ζυγιάζει έχει μαγικές αξίες

κουκίδα είναι   αητού πέταμα

και διαγράφει πράξεις

τοπία ή ζωές

έτσι θυμάμαι

τι σχήματα αφήνει

όποιος ξεριζώνει το δένδρα

κι όποιο χτίζει γιοφύρια

γιατί εσύ είσαι

ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή του έρωτα που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές

έξω από κάθε γραφή γιατί

εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο

χαμογελάς

και μου τάζεις

κάτι γοβάκια

από δέρμα μανταρινιού

μου σιγοψιθυρίζεις καιρούς

σαν άγρια άλογα

λίμνες βαθιές στρώνεις χάδια

ρίχνεις παράξενα ζάρια

με δυο γαρίφαλα αίμα της καρδιάς σου

φυτρώνουν τα λόγια

ανάμεσα    μια νυχτερίδα

στα σμιγμένα φρύδια

με τη σελήνη

τι είναι ο ύπνος τι είναι ο ύπνος

και το βλέμμα σου

είναι πάντα σήμερα το βλέμμα σου

με μένα

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ