Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Ο ΓΕΡΩΝ ΘΑ ΖΗΣΕΙ ΚΙ ΑΠΟΨΕ ΤΙΠΟΤΑ ΤΕΛΕΙΟ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ (με τον πόθο μεγαλώνει ο φόβος για το σώμα)


Ι

Μεσ’ απ’ τις ελιές του φεγγαριού   με προκαλεί ερωτικά το χώμα και με στηρίζει η αδυναμία του σοφού.

Ασπρουδερές ξερολιθιές    εικόνες αποσύνθεσης με κυνηγούν

κι ακούγονται βαθιά πηγάδια γνώσης.

Κυκλοφορώ στους δρόμους τους εξοχικούς

εκεί που θα ’μαι πάντα σαν σκόνη…

Τι σιωπή στα ολάνθιστα λουλούδια!

Με τον πόθο μεγαλώνει ο φόβος για το σώμα.

ΙΙ

Μας σκεπάζει το Μεγάλο    με τα πρόβατα και τ’ αρκούδια τ’ ουρανού

εσύ μια περιπέτεια του σύννεφου κι εγώ εδώ πάντα

ν’ αγγιζόμαστε θα ’ταν η λύτρωση της αρρώστιας

να σ’ ακουμπούσα η αρχή του τέλους.

Μα έμεινα   με νυχτερινό και διχασμένο το σχήμα της ελιάς

με το σκοτάδι, τον παιδεμό

έμεινα στα χόρτα κοντινή   σ’ ό,τι τραβάει κάτω,   σ’ ό,τι χρόνιο.

Έμεινα με τις λέξεις μισές γύρισα πίσω.

 

Ο γέρων θα ζήσει κι απόψε τίποτα τέλειο δεν έγινε ποτέ στην ώρα του.

ΙΙΙ

Ένα τοπίο μου ’δειξες κι ήταν γλυκό και πράσινο.

Ένας πράσινος λόφος ήταν   κι ένα δένδρο πράσινο

κι από πίσω άλλος λόγος κι άλλο δένδρο

IV

Περνώ φωταγωγημένη   μεσ’ απ’ τη ρουτίνα της συννεφιάς

και ξαφνικά καρφώνομαι στο χώμα·

έρχεται το μυρμήγκι μυωπικό

αφήνει την τρύπα του   το ψίχουλό του

ανεβαίνει από το νύχι μου   κινδυνεύω πάλι

είμαι πάλι ανοιχτή στο θάνατο   με την κοιλιά, με τα μπράτσα…

Παγιδεύομαι   νικάει το μυρμήγκι

με κουβαλάει, πικρή ουσία ξεραμένη

ενώ ξεφωνίζει ο τζίτζικας   αδίδαχτος στα τόσα πάθη.

Ναι, ο τζίτζικας

ξανά κάνει την ημέρα απτή   μικρή και τόσο απέραντη   συνεσταλμένη.

Μέρα του πεύκου και της πόρτας που τρίζει

μέρα δική μου

πρώτη έτσι απλή   τελευταία έτσι απλή.

V

Οκτώβρης   κι έγινα ντροπαλό ζώο

βρίσκω φτερούγες τυλίγομαι   βρίσκω φωλιές κρύβομαι

ταπεινή πόα χειμωνιάζω

τελευταίες αστράφτουν    μόνο οι άκρες μου.

Κάτι βαθύ κι αβάσταχτο   έγινε η μοίρα μου

αβέβαιη με αγγίζει και χάνεται.

Δεν ξέρω, αχ! δεν ξέρω πια   πώς ζούνε όλοι

πώς ζούνε με τα σύννεφα   θαμπές εικόνες πάθους

πώς βγήκε πάλι το φεγγάρι   απ’ το χώμα

με το χώμα παίζοντας την Κοίμηση.

Μ’ έναν σκούρο σπόρο   ζούνε μέσα τους

δένδρο σκοτεινό μεγαλώνει

γίνεται   πλατύφυλλο, πολύνεκρο

δένδρο του φόβου και της εξαφάνισης.

Μαλακή σαν το σαλιγκάρι

θ’ αφήσω τη ζωή σερνάμενη   υγρή, ασυνείδητη

σκληρό το σπίτι μου το σάρκινο   θα μείνει με τα πεύκα.

Μ’ άγγιζες και ξέχναγα

σε τι κατάπτωση θα πάψω να υπάρχω

εγώ που έφερα τον έρωτα

που έφερα το σπόρο και το θάνατο

φρέσκια μες στο πρωί.

[ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΥ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69  από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011 εκδόσεις Καστανιώτη 2014 και με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία της ποιήτριας κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή: 

2. ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΑΥΤΟ ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ, Ολόκληρο το φεγγάρι σε σπρώχνει στα ξημερώματα…

3. ΤΡΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ, Ερωτική σύνοψη η αράχνη και η ζωή μου

4. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ, Έμπαινε ο γέρος μες τη νύχτα του και

5. ΔΙΟΓΕΝΗΣ, Με τις μέρες ψοφώ μες στο βαρέλι

 


ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΑΥΤΟ ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69)

Ι

Ολόκληρο το φεγγάρι

σε σπρώχνει στα ξημερώματα

Ελλάδα

κορφές δένδρων προχωρούν τη σκιά

μαλακιά η παλάμη του ανέμου

κρατά τη θάλασσα σ’ ευδαιμονία,

Ελλάδα, ώρα μετά το λύχνο

μετριέσαι με τα δειλινά άνθη

μετριέσαι με τις πέτρες

κι ας λένε πως ακίνητες

συμβολίζουν το θάνατο.

ΙΙ

Απ’ το λιμάνι στο σπίτι

πόσες φορές έκανα το δρόμο!

Στρίβεις μετά την εκκλησιά

και πάντα κάτι κόβει την ανάσα

το φεγγάρι, ο άνεμος

ή κάποιος νέος θάμνος ανήσυχος.

Απ’ το λιμάνι στο σπίτι

δέκα, δεκαοκτώ χρονώ

πέθανε η κυρά-Ξανθή

χάθηκε η κόρη

γκρεμίστηκε το κονάκι της τρελής.

Νύχτα προς το κτήμα

μαγικός χορός το γνωστό

απλώνεται μέσα μου

παραδοχή, επανάσταση

ξεκινούν απ’ το δικό μου χώμα.

ΙΙΙ

Η σοδειά του Σεπτέμβρη·

ροδαλά φλοίδια βαστάν το σπίτι

μεσ’ από θανάτους χίλιους

το συγκρατούν

ενώ φεγγάρι άπιαστο

περνά πάνω απ’ τα όνειρά μας.

Τόση φροντίδα και δεν πρόσεξα

πίσω απ’ το Όρος

πίσω απ’ τον ευκάλυπτο της βρύσης

δεν είδα

το μικρό σκουλήκι

σύνεργο του Διαβόλου

μικρό ασήμαντο

απ’ το σύννεφο γλίστρησε στο φυτό

και δάγκωσε το φύλλο…

Χάσαμε τη σοδειά

ανίδεοι να οραματιζόμαστε στο μπαλκόνι

Ελλάδα

του σπιτιού συγκομιδή

πώς σ’ αντίκρισα το πρωί άλλη!

ΙV

Ο τοίχος του κρεβατιού

σημάδια κοριτσίστικα

με τον φαγωμένο σοβά παιχνίδια

πότε ένα πρόσωπο

πότε ένα καράβι

προλέγει το μέλλον

χορεύει η μάγισσα με τα επτά δάχτυλα

το φίδι, το παλιό καρφί

δένουν το παραμύθι.

Γυρισμένη στον τοίχο

φιλίες μ’ έναν άγνωστο

δάκρυα για ένα θάνατο

-πάντα κάποιος απότομος θάνατος

δικός μου, της μητέρας –

και λουλούδια

άπειρα λουλούδια

στο ερημοκλήσι του βράχου

τάμα στο Μεγαλέξανδρο

και στους άλλους αγίους…

Κίτρινος τοίχος τ’ όνειρο

κι οι χαρακιές μιλάνε στα παιδιά

τρομάζουν τους μεγάλους

V

Κυκλικά κινείται το περιβόλι

γύρω απ’ τον ύπνο·

η μαστιχιά και το πεύκο

αγγίζονται ερωτικά.

Η μάνα ξαναγίνεται

σάκος υγρός

βαδίζω πάλι στον Παράδεισο

και σφίγγομαι, σφίγγομαι

με το σώμα μου μαζί

σαν ποτισμένο χώμα.

Θα ονειρευτώ κι απόψε ίσως

το τέλος του κόσμου

την έκρηξη του ήλιου

ως το κουκούτσι.

Ξέρω τι θα πει

«δεν υπάρχει ελπίδα»

πριν ξυπνήσω.

Ησυχία… τα σκυλιά…

Ο πατέρας την αμαρτία εκείνη

σαν έκοψε το κυπαρίσσι στην πείνα

την ξεχνάει

στις φυτείες του ουρανού

VΙ

Πόσες φορές ξημέρωσε στην Ελλάδα

πριν απ’ τη γέννησή μου

μετά το θάνατό μου

πόσες φορές τα ροζ

κι η γριά με τα χόρτα

το Φάληρο με το τραμ ως τα νερά.

Πόσες φορές ο Μπράλος

να συγκρατείται λευκός

μες σε πρωί χειμώνα

πέτρα αλλιώτικη απ’ τις πέτρες

ξάφνιασμα πρώτο

σαν ερχόμουν ξενιτεμένη, διψασμένη

χωρίς να ’χω βρει τη γλώσσα

των δικών μου πραγμάτων!

Πόσες φορές στην Ελλάδα

που ξημέρωνε

με τα λίγα με τα μικρά

με τα ελάχιστα

την πικρή αμυγδαλιά και τ’ αμάραντο

μ’ ό,τι στραβά είχα μάθει

μ’ ό,τι απερίσκεπτα αγαπούσα.

Ανατολή

εδώ ζω και νοσταλγώ

τούτο το ίδιο τοπίο

σαν να το χάνω

με κάθε βλέμμα.

VΙΙ

Κάτι θαμπό με γέννησε

κι ας μου ’παν πως γεννήθηκα στον ήλιο.

Μικρή στο πάθος και στη θλίψη

πηγαίνω προς κάτι ανάλαφρο

που θα ’ταν η ζωή

και σταματώ…

γυρίζω… ο θάνατος!

Μετράω το χρόνο μ’ ό,τι έζησα

κι ό,τι είναι να ’ρθει

δυσανάλογο μοιάζει

στο τόσο τέλος…

Μόνο να

η βάρκα κι ο ψαράς

αχώριστοι στο μπλε.

VΙΙΙ

Ποια είναι η ώρα κοντά στα ξημερώματα

που με τ’ όνειρο φτάνω στον γκρεμό

και πέφτω, πέφτω

χωρίς το σώμα μου;

Όλοι οι θάνατοι εδώ σκηνοθετούνται

απ’ τους ανθρώπους

ακούγεται η ανάσα των φύλλων

νέα πουλιά αντικαθιστούν τα χτεσινά

με μια ψυχή

μ’ ένα πέταγμα

θα τραγουδήσουν.

Πού βρίσκομαι τη στιγμή εκείνη

τη μόνη που βαραίνει

τη μόνη που δείχνει τη μεγάλη περιπέτεια

που βρίσκομαι σαν μου αφαιρούν

μου αφαιρούν

μιαν άνοιξη την κάθε νύχτα

και δεν αγγίζω την κοιλιά

που γεννάει

την πεταλούδα που ξεραίνεται;

Ηλικίες!

Είναι όλες φτωχές οι ηλικίες

κι αυτά τα δεκαοχτώ

τόσο λίγο φωτίζονται από το άλλο θαύμα

τόσο λίγο γεύονται το σκοτάδι

κι ούτε που ζυγίζουν

του ζώου την αξία

του ζώου τη φύση την αιώνια.

Κάτι σαν τύφλωση η αθωότητα

κι οι άγιοι ξεμωραμένοι

υψώνουν χαρταετό

πέρα απ’ την ατμόσφαιρα.

Την ώρα εκείνη

που με το λύκο την συνταιριάζουν οι ποιητές

την ώρα εκείνη

το σώμα μόνο την γνωρίζει

σφαδάζει, γρυλίζει

σκουραίνει ο ουρανός του ύπνου

χίλιες φορές πεθαίνω

εγώ, εσύ

όσο να ξημερώσει.

ΙΧ

Είμαι κι η μπάλα μου μαζί

ο κόσμος

εφαρμόζει γύρω μου τέλεια.

Στρέφομαι, περιστρέφομαι

μ’ ακτινωτά μπηγμένες στο κρέας μου

τις ώρες

είμαι το άμουσο σκουλήκι

σφιχτοδιπλωμένο στο φύλλο της μουριάς

κι έξω τι μουσική!

Μάνταλο βαρύ, σύννεφο βαρύ

μ’ έχει αποκλείσει

μουδιάζω, βουβαίνομαι

παχύρρευστη στο στόμα μου η ζωή

μπουκώνει τη φωνή μου.

Είμαι στατική

στο κέντρο της κίνησης

κυλάω

σαπίζω τη στιγμή

με πάθος

 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69]

 

ΤΡΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69)

Ι

Ερωτική σύνοψη η αράχνη

κι η ζωή μου

του φύλλου η θλίψη

μικρός οργανισμός του τίποτα.

Σε κάθε γωνιά μου

ένα λιοντάρι σε παγίδα

ένα μυρμήγκι σε απόγνωση

το φως ακρότατη σκιά

κι εγώ πιο γκρίζ’ ακόμα.

Με παιδικούς παράδεισους

γλυκαίνω το χρόνο

ως τη μέρα

την κάποια μέρα

που και θάρρος απ’ το θάνατο

θα παίρνω.

ΙΙ

Χαμένος ο καιρός μου

μες στη φύση.

Δε μικραίνω

δεν αυξάνω

τίποτα της καρδιάς μου

δεν αγγίζει τ’ άστρα.

ΙΙΙ

Τα πρόσωπα με την ηλικία

μοιάζουν στην πέτρα

όλο και λιγότερο ανάγλυφα

όλο και πιο θαμπά στο χρώμα.

Περαστική ανάμεσά τους

συγκινούμαι όσο να βοηθηθώ

να τελειώσω την ημέρα.

Περνώ, μόλις αγγίζω·

μόνο τα πουλιά πια

τρομάζουν απ’ την κίνηση

και φεύγουν στο γαλάζιο.

Με συμπάθεια ζω

με μυρμηγκιάζουν τα όνειρα

μουδιάζω.

Κι αν όλα τα σχέδια μου

βγαίναν αληθινά

τι λίγη ποικιλία

όταν σκεφτώ

τα σχήματα που παίρνει η άνοιξη

τις τόσες δυνατότητες της γέννησής μου

τι λίγη φαντασία!

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Έμπαινε ο γέρος μες τη νύχτα του

καράβι όλο φώτα στο λιμάνι το βράδυ.

Ήταν το νησί σε άνοιξη μικρή

ξαφνικά έβγαινε ο ήλιος

χτυπούσε τις πλάκες

χανόταν πάλι

τι ήξερε πια από άνοιξη ο ηλικιωμένος;

Τη συλλάβιζε όπως τ’ αλφαβητάρι το παιδί

κι αργόμυαλα συμπέραινε το άνθος.

Κιόλας κάτι σαν το χώμα

είχε γίνει επιφάνεια μόνο.

 

Έμπαινε ο πεπερασμένος

στην τρύπα του κάρβουνου

στην παλιά σακούλα

φορτωμένος τις τέσσερις εποχές

τις τέσσερις ηλικίες

τα βαθιά γεράματα.

Καφέ κηλίδες στα χέρια

κι απελπισμένες φλέβες γαλανές.

 

Τα χαράματα που γεννήθηκε

ήταν χιονισμένο το χωριό

τα μποστάνια μπλάβ’ απ’ το κρύο.

Ήρθε ο πατέρας του απ’ το δάσος

με σκοτωμένο αγριόχοιρο

να κρέμεται στον ώμο·

τον ξάπλωσε μπροστά στο τζάκι.

Χιόνι και θήραμα

μικρά μαγικά σημάδια

γύρω από μια χειμωνιάτικη κοιλιά.

 

Ο γέροντας  τώρα δεν έχει όνομα,

Έχει χόρτα, μυρμήγκια

δεν έχει όνομα.

Πώς να τον ονομάσω

μια και σαν αμαρτωλός αποθεώθηκε

στους ουρανούς

μαζί με όλα τα καλά

τα ενοχλητικά ζουζούνια;

Άθεος ορθόδοξος

επίορκος

ακολουθεί η λειτουργία

ο Γιάννος

με βαριά κατάληξη, βαριά προφορά

κάτι από το Βόσπορο

και την ελληνική μυθολογία

των Στενών.

 

Γιάννο, πεθαίνεις

τι να θυμηθείς;

Χρόνια τώρα πεθαίνεις

υποχωρείς

οι μεγάλες κλωστές κόπηκαν

οι μικρές μένουν

το γάλα, το φάρμακο, ο ιδρώτας…

Τι θα θυμηθείς;

μεσ’ απ’ τους ατμούς του μνημονικού σου;

-Το βράδυ εκείνο θα θυμηθώ

που ’μουνα παιδί οκτώ χρονώ

και στο μουλάρι επάνω ο πατέρας μου

κι εγώ στα καπούλια

διασχίζαμε τα περιβόλια

τα νερά

με φεγγάρι ολόγιομο.

-Τι έκανες μες στη νύχτα

παιδί πράμα

τι σε ξεσήκωνε ο γονιός

από τα ρούχα;

-Θα πιάναμε τον κλέφτη.

 

Μακρινός και κακόβουλος συγγενής

ερχόταν και μας έκλεβε τα καρπούζια.

Παραφυλάξαμε

και να τος.

Μ’ ένα μεγάλο σακί

κόβει, ξεριζώνει

γιομίζει το σακί.

Ο πατέρας ήταν άγριος άνθρωπος

μα σαν τη θεία δίκη

πετάχθηκε μπροστά

λουσμένος το φεγγάρι.

 

Ποιος χτυπάει το τζάμι;

Ένα πουλί!

Φαντάστηκες ποτέ πουλί

τόσο επίμονα με τη μύτη

τικ-τικ, τικ-τικ…

Τι θέλει το πουλί

απ’ το δωμάτιο;

Τη φύση ολόκληρη έχει στο περιβόλι

με χίλιους κλάδους

κι άλλες τόσες μυρωδιές

στα πράσινα.

Φωλιά θέλει να κάνει

τόπο προφυλαγμένο ψάχνει

απ’ τους ανέμους, τα θηρία

ν’ ακουμπήσει τ’ αυγά.

Και το πουλί να γυρεύει σιγουριά;

Αχ αν ήμουνα πουλί

αν ήμουνα πουλί

έστω και μικρούλι τόσο δα

σαν αυτά που ζωγραφίζουν στα παραμύθια

να τουρτουρίζουν στο κρύο

αν ήμουνα πουλί

με σύντομη ζωή

δε θα φοβόμουνα το θάνατο.

Το δωμάτιο με τρομάζει

το σπίτι σαν τρίζει τη νύχτα

κι ακούω μόνο την καρδιά μου

κοιτώ τη φλέβα να κάνει τις κινήσεις της

κι όλο το σώμα να μην ακολουθεί.

Αν σταματήσει, Θεέ μου!

Εδώ μέσα στους τέσσερις τοίχους

με τα παράθυρα σφαλιστά

και τον ηλεκτρικό γλόμπο

αν σταματήσει

έτσι ξαφνικά όπως άρχισε

πριν απ’ το φόβο

πριν αποκρυσταλλωθώ στο χώρο

του μοναδικού φόβου;

Πουλί, μικρό πουλί

και στην τέφρα

πάλι τη ζωή τιτιβίζεις

εσύ

κι όλα όσα είναι έξω από το τζάμι.

 

Ποιητικά ο Γιάννος δεν υπάρχει·

Τίποτε δικό του δεν μετουσιώθηκε ποτέ

δε μεταμορφώθηκε

σε πράγματα μετά τα φυσικά.

Ποιητικά ο Γιάννος

ποτέ δε βγήκε απ’ το περιβόλι·

σαν το γέρο σκίνο

μπέρδευε τα νέα με τα παλιά κλαριά.

Κι όταν έβρισκε του σκουληκιού το χνάρι

πάνω στο φύλλο

ή με το δάχτυλο περπατούσε

τις γειτονιές των άστρων

όταν μουρμούριζε

«Αυτός που αρνήθηκα τα ’φτιαξε όλα τούτα»

ήταν ο Γιάννος

σκοινί τεντωμένο

απ’ τη μια ως την άλλη άκρη

της προσευχής.

 

Τη μοναξιά του γέρου

προσπαθώ να μαντέψω

γαλακτερές σαν γίνονται οι ώρες

σαν ο αέρας είναι μόνο αέρας

κι η απουσία όχι γυρισμός.

Η σκάλα, οι τοίχοι οι φραουλιοί

τα φρύγανα στο τζάκι

κι ο γέρος ν’ αργοκουνιέται

στο σημείο εκείνο

που ο ναρκωμένος ύπνος

είναι πιο εμφατικός απ’ τη ζωή.

 

Ησυχία…

κάποιος σέρνεται στο κτήμα

κάποιος πιλατεύει το χώμα

το άσπρο χώμα της νύχτας.

Περιμένω να μεγαλώσει το φεγγάρι

να μαλακώσουν όλα μέσα μου

να θυμηθώ

να θυμηθώ όλα τα θαύματα

κι εκείνο που δεν γνώρισα

πιο πολύ απ’ όλα.

Ήθελα να ’μαι σ’ αυτό που γεννιόταν

και σ’ αυτό που τελείωνε

του ’κανα μάγια του πατέρα που ’φευγε

ξόρκια της αγάπης.

Στο τέλος της νύχτας

στο τέλος της ρεματιάς

στη δύση του φεγγαριού

θα ’φευγα γω ερωτευμένη

συνεπαρμένη

στο θάνατο αμέτοχη

μ’ όλες μου τις δυνάμεις άλιωτες

για την αιωνιότητα.

 

Σε τόπο χλοερό

σε τόπο σκιερό

σε τόπο βάρβαρο με ροδοδάφνες

από κάτω αρχίζει όλη αυτή η βλάστηση

που υμνολογώ

από κάτω αρχίζει ν’ ανεβαίνει η μοίρα.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69]

 

ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΨΟΦΩ ΜΕΣ ΣΤΟ ΒΑΡΕΛΙ   ΔΕΝ ΕΧΩ ΜΙΜΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ:

Σκλήρυνε το σκήνωμα της μάνας   ακόμα το κατοικώ   μια και δεν γεννήθηκα ποτέ   μόνο υπάρχω   και πονώ κάθε φορά   που αγγίζω τα τοιχώματα του κόσμου.   Με λίγα τρίμματ’ από φως πασπαλισμένος   ώρες παρατηρώ το δέρμα ν’ αναπνέει   κι άλλες   κι άλλες γραμμές της μοίρας μου   παράφορες   γραμμές χωρίς μέλλον στην παλάμη   έτσι που ποτέ δεν έλπισα   ποτέ δεν άρχισα να υφαίνω   ψέματα γύρω από τη γύμνια   του θανάτου μου.   Έμβρυο γερασμένο   σε μαύρο ύφασμα τυλιγμένο   μέρα τη μέρα ξεδιπλωνόταν το πανί   κι ανέβαινε στα μάτια.   Μέρα τη μέρα   στριφογυρίζω, μουγκρίζω   δαγκώνω την ουρά μου  μέσα σ’ αυτές τις ώρες είκοσι τέσσερις   αποχαιρετώ, εύχομαι:   τόση έκταση, τόση ενέργεια   τόσο πάθος   τόσο, όχι περισσότερο   ως αύριο.   Αυτή η μέρα που στερεωμένη   μετακινείται   κι αλλάζει χρώμα, ήλιο   με πεθαίνει και τη μελετώ   μ’ εξευτελίζει και τη δέχομαι   μαθητεύω σε μια σπιθαμή απόσταση   σ’ ένα δακτύλιο ηλικία.   Δεν έχει πέρα απ’ το βαρέλι   τρίζει στο βοριά   σκάει στη ζέστη   κι εγώ κυλάω, κυλάω   με τον ουράνιο χώρο μου μαζί   πέρα απ’ το συγκεκριμένο.   Κανείς δεν κινήθηκε ποτέ   στη φύση την αιώνια   θυμάμαι τη γένεση   σαν περσινή γιορτή   κύκλους μαμουνιού   κάνει ο ήλιος γύρω μου   πάντα γύρω μου   κι εγώ το μαρτυρικό κέντρο   ζω σαν να ξέρω   κοιμάμαι σαν α απάντησα   στον ύπνο ονειρεύομαι   τους πεθαμένους μου   να πεθαίνουν πάλι   ξυπνάω κι αμφιβάλλω   βυθίζομαι στα ξύλινα έγκατα.   Πώς ορφανεύω έτσι στο σκοτάδι   χάνονται οι νουθεσίες των φίλων   στο λαρύγγι της νυχτερινής κουκουβάγιας   με την αμέρωτη σοφία της   κράζει το «προσωρινά»   πάντα προσωρινά   με υιοθετούν τα πράγματα.  Ωραία καθρεφτίζεται ο κόσμος   στο στρογγυλό μάτι της αγελάδας   σαν το λιβάδι συνορεύει τελειωτικά   με τα τέσσερα πόδια της   μα εγώ έχασα   τη μαγεία της επιφάνειας   και το βάθος που τραβάει κάτω   πάει με το σπόρο  μεταθανάτια  [ΔΙΟΓΕΝΗΣ, από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69]

Δευτέρα, 22 Φεβρουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ