Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΓΑΛΑΝΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟ ΒΥΘΟ

Την πρώτη μέρα ήταν φως / Μονάχα φως, κι είπε ο Θεός

Κι ο έρωτας το ύγρανε κι ανθίσανε τα χρώματα…

Μέσα στης μνήμης το βυθό / σπίθισε χάλκινη φωνή

Ένας σάλεψε / σάλπισε και ταξίδεψε…

 

Δεύτερη μέρα και η βροχή / πάνω στο ντέφι του ουρανού

Τα ασημένια δάχτυλα / άγγιξε και κροτάλισαν…

Γαλάζια τρίλια στάλαξε…

 

Την τρίτη μέρα πήρανε / ονόματα οι άνεμοι

Και τα πουλιά ανατρίχιασαν / στη φύτρα των φτερών τους…

 

Τετάρτη μέρα κι ο Θεός /στάθηκε άκρη στα νερά

Και χάιδεψε τ’ αόρατα / που ανέβαιναν σκιρτώντας…

 

Η πέμπτη μέρα φώτισε / τα όντα τ’ άπειρα στη γη

Που η αγάπη του Θεού / γέννησε και δυνάστευε…

 

[Είναι αποσπάσματα από τις ΕΞΙ ΜΕΡΕΣ, τραγούδια που έγραψε η Παυλίνα Παμπούδη το 1970, ένα βράδυ, όπως λέει, που ήθελε να κάνει ο,τιδήποτε άλλο εκτός από το να διαβάσει λατινικά για τη Φιλοσοφική Σχολή…

Η Αρλέτα, συμφοιτήτριά της τότε στην ΑΣΚΤ, μελοποίησε αμέσως τους στίχους… αλλά η στιχουργός εκλήθη από την Επιτροπή Λογοκρισίας της Αρχιεπισκοπής να δώσει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το τι εννοούσε γράφοντας ότι  ο Θεός διαμελίστηκε ή ότι άδειασε ή ότι γνώριζε οτιδήποτε περί του φόνου ή ότι δε δημιούργησε ποτέ τον άνθρωπο και απλώς συνεχίζει να τον ονειρεύεται!..

Η ποιήτρια δε θυμάται καθόλου να μας πει με ποια επιχειρήματα κατόρθωσε να πείσει τους έξι βλοσυρούς ιερείς (ένας για κάθε μέρα;) ότι δεν εννοούσε τίποτα κακό…

Τελικά, τον επόμενο χρόνο ο δίσκος κυκλοφόρησε από τη LYRA, μεσούσης της Δικτατορίας, ελάχιστα λογοκριμένος και με αδιόρατες αλλαγές στίχων…

Τις Έξι αυτές Μέρες προτάσσει στο Μικρό Ανθολόγιο ποιημάτων της που με το γενικό τίτλο ΤΙΜΑΛΦΗ κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Ροές το 2007-

Σ’ αυτό το μικρό ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ προτάσσονται,  όχι μόνο για συναισθηματικούς λόγους και ΤΑ ΝΕΑΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ που εκδόθηκαν το 1971.  

Κριτήριο της επιλογής η επιλεκτικότητα της μνήμης, η οποία λειτουργεί όπως οι δυνάμεις της φύσης: και τυχαία, και άδικα κι αλάνθαστα…

Έτσι κι αλλιώς ό,τι διασώζει η μνήμη είναι, τελικά, τα Λάφυρα του Βίου, τα Τιμαλφή που θα φυλάγουν ζωντανές τις πολύτιμες στιγμές του:

«Όταν έρθουν τα πουλιά /όταν έρθει ο άνεμος

Κάτω απ’ το τελευταίο άστρο του ουρανού / θα σε περιμένω μονάχη.

Θα φοράω στα μαλλιά/ το πιο κόκκινο φιλί

Που πέρσι τον Αύγουστο το ξέχασες εκεί / και θα με γνωρίσεις και θα ’ρθεις

Θα ’ναι η νύχτα μαγική / θα ρωτάς δε θ’ απαντώ

Μόνο θα σε πάρω κάτω απ’ την αστροφεγγιά / για να περπατήσουμε μαζί»

«Δεύτερο Καλοκαίρι», «Είχα ένα αγόρι», «Νανούρισμα», «Κοιμάσαι κι Ονειρεύεσαι» και «Ο Μικρός μου Φίλος» είναι οι τίτλοι από τα υπόλοιπα Νεαρά Τραγούδια που ανθολογούνται παρακάτω.

 

 

 

ΟΙ ΕΞΙ ΜΕΡΕΣ (από το μικρό ανθολόγιο της Παυλίνας Παμπούδη ΤΙΜΑΛΦΗ, εκδόσεις ΡΟΕΣ 2007)

ΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ

Την πρώτη μέρα ήταν φως

Μονάχα φως, κι είπε ο Θεός

Κι ο έρωτας το ύγρανε

Κι ανθίσανε τα χρώματα:

Το πράσινο και το μαβί

Το γαλανό της ερημιάς

Του θανάτου το κίτρινο

Το κόκκινο που ράγισε.

 

Μέσα στης μνήμης το βυθό

Σπίθισε χάλκινη φωνή

Ένας αέρας σάλεψε

Σάλπισε και ταξίδεψε.

 

Και πάνω που έπλεε ο Θεός

Άσπρο πουλί μέσα στο φως.

 

ΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Δεύτερη μέρα και η βροχή

Πάνω στο ντέφι του ουρανού

Τα ασημένια δάχτυλα

Άγγιξε και κροτάλισαν.

Κι αμέσως αναβρύσανε

Τα χίλια δένδρα από το βουνό.

Τα χίλια φύλλα που άστραψαν

Το λα, το ντο ψελλίσανε.

Κουδούνισαν βαριοί καρποί

Κι ο πρώτος ο κορυδαλλός

Τινάχθηκε βαθιά στο φως.

 

Γαλάζια τρίλια στάλαξε.

 

Στο πιο ψηλό κλαδί ο Θεός

Κελάηδα μέχρι που άδειασε

 

ΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ

Την Τρίτη μέρα πήρανε

Ονόματα οι άνεμοι

Και τα πουλιά ανατρίχιασαν

Στη φύτρα των φτερών τους.

Στεγνό το χώμα βούιζε

Πλήθη πρωτόλεια θαύματα

Ξετρελαμένα χόρεψαν

Τα χόρτα στο λιβάδι.

 

Μικρά, χνουδάτα σύννεφα

Σμίξαν και ξεχωρίσανε

Αργά ανεβαίνοντας στο φως.

 

Πάνω τους χόρευε ο Θεός

Μέχρι που διαμελίστηκε.

 

ΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ

Τέταρτη μέρα και ο Θεός

Στάθηκε άκρη στα νερά

Και χάιδεψε τα αόρατα

Που ανέβαιναν σκιρτώντας.

Και πήραν σχήμα κι έγιναν

Βράχοι μαβιοί στην αμμουδιά

Και πήραν σχήμα κι έγιναν

Βαθιές σπηλιές ανέμων.

 

Κι ύστερα γύρισε ο Θεός

Στ’ άνοιγμα της κοιλάδας

Κι όρισε πάνω από τη γη

Κι έγραψε στον αέρα

Τη θέση των αστερισμών

Τα όρια των κόσμων.

 

ΜΕΡΑ ΠΕΜΠΤΗ

Η πέμπτη μέρα φώτισε

Τα όντα τ’ άπειρα στη γη

Που η αγάπη του Θεού

Γέννησε και δυνάστευε.

 

Βαθιά γαλήνη ευώδιαζε

Κι όμως σαν κάτι να ’λειπε.

 

Καθώς κυλούσε ο ποταμός

Έσκυψε πάνω του ο Θεός

Πήρε νερό στις χούφτες του

Και μοναχά το φίλησε.

 

Κι αίμα μύρισε παντού.

 

Κι όλα τα ζωντανά στη γη

Χύμηξαν να σκοτώσουν.

 

Κοίταξε αμίλητα ο Θεός

Κι έφυγε αργά στη Δύση.

 

ΜΕΡΑ ΕΚΤΗ

Η έκτη μέρα άνοιξε

Κι είδε ο Θεός τα έργα του:

Όλα κατά πως έπρεπε

Να γίνουν, είχαν γίνει

Κι η πλάση μοσχοβόλαγε

Σαν δαγκωμένο μήλο.

 

Κι έγειρε κι έκλαψε ο Θεός

Που ’παψε ν’ αγαπάει.

 

Κι ύστερα αποκοιμήθηκε

Και στ’ όνειρό του μέσα

Οι άνθρωποι περάσανε,

Ωραίοι, πεισματωμένοι.

 

Και πια δεν ξύπνησε ο Θεός

Μα ο ποταμός τον πήρε,

Τον πήρε και τον σκόρπισε

Στα μύρια τα λουλούδια.

 

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (απ’ τα Νεαρά Τραγούδια της Παυλίνας Παμπούδη 1971)

Και τώρα το χορτάρι ξαναψήλωσε.

 

Δυο γενεές χελιδονιών

Ταξίδεψε από τότε ο άνεμος

Δυο δυναστείες φύλλων ανατείλανε

Στα δένδρα, στο περβόλι μας

Δεύτερο καλοκαίρι μπαίνει

Κι εσύ λείπεις

 

Ήρθανε πάλι οι μέρες οι προπέρσινες

Μεγάλες, ανθισμένες στα ίδια χρώματα.

Κι όλα όπως πρώτα.

Μόνο,

Που τότε ο κόσμος ήταν λίγο πιο καινούργιος.

Μόνο,

Που η λύπη μου ακόμα δεν είχε όνομα.

 

Χαίρε.

Η μνήμη σου ζεστή

Σαν πέτρα που θα ξεχαστεί αιώνες

Σ’ ένα ξέφωτο.

 

ΕΙΧΑ ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ (απ’ τα Νεαρά Τραγούδια της Παυλίνας Παμπούδη)

Είχα ένα αγόρι, ένα άγριο άνεμο

Ένα ποτάμι που έγινε αναφιλητό.

 

Τώρα,

Μια παπαρούνα

Σημάδεψε τη θέση της καρδιάς του

Τώρα,

Είναι η φωνή του

Ένα σπουργίτη που πετά για το νοτιά.

 

Τώρα,

Δυο ηλιοτρόπια

Τα μάτια του που τόσο είχα φιλήσει

Τώρα,

Τα όνειρά του

Χάνονται μες στα χόρτα, σαν δροσιά.

 

Την Τρίτη μέρα δεν αναστήθηκε.

Είκοσι μέρες κοιμάται κάτω απ’ τη βροχή.

 

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ (απ’ τα Νεαρά Τραγούδια της Παυλίνας Παμπούδη)

Ήταν ένα δένδρο

Με γαλάζια φύλλα

Και ένα αηδόνι

Που δεν κελαηδούσε

 

Νάνι, νάνι, φεγγαράκι

Νάνι, νάνι, ερημιά μου

 

Φύσηξε τη νύχτα

Ο κακός αέρας

Έσπασε το δένδρο

Γκρέμισε τ’ αηδόνι

 

Νάνι, νάνι, αεράκι

Νάνι, νάνι, ερημιά μου

 

Κι απ’ το τσακισμένο

Το κορμάκι στάξαν

Μια βαφή γαλάζια

Μια μικρή φωνούλα

 

Νάνι, νάνι, κοριτσάκι

Νάνι, νάνι, ερημιά μου

 

 

ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΚΙ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ (απ’ τα Νεαρά Τραγούδια της Παυλίνας Παμπούδη)

Κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι

Φτερά και καλοκαίρια

Κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι

Κοπάδια μαργαρίτες

Που σαλαγάει ο άνεμος

 

Όλη τη νύχτα ο μικρός

Έκλαιγε ο Απρίλης

Και τον εμάλωνε η ροδιά

Απ’ έξω απ’ την αυλή της

Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτα.

 

Όλη τη νύχτα βούιζαν

Τριγύρω απ’ την καρδιά μου

Κι αγγίζαν και καιγόντουσαν

Τα λόγια που δεν σου είπα

Και τίποτα δεν άκουσες.

 

Κοιμάσαι και στον ύπνο σου

Τα φύλλα μεγαλώνουν

Κοιμάσαι και στον ύπνο σου

Χαμογελάς κι ανθίζεις

Και κλαίω απ’ την αγάπη μου.

 

 

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ (απ’ τα Νεαρά Τραγούδια της Παυλίνας Παμπούδη)

Ο μικρός μου φίλος

Δεν είχε όνομα

Είχε δυο λυπημένα μάτια

Στο χρώμα των ονείρων.

 

Δεν είχε όνομα

Μόνο σαν σφύριζε στα δένδρα ο αέρας

Άκουγε κι έτρεχε.

 

Ο μικρός μου φίλος

Δεν είχε βιβλία

Στα πράσινα τα φύλλα πάνω

Μόνος συλλάβιζε.

 

Δεν είχε βιβλία

Με πεταλούδες λογάριαζε τις μέρες του

Και με τα κύματα

 

«ΥΠΟΝΟΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠ’ ΟΣΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΩ, ΓΡΑΦΩ!.. Όμως, σπρώχνω ακόμα να σωθώ καθώς ανάμεσα τοπίο και υστερόγραφο ο αληθινός καιρός φυσά και σβήνει. Κάποτε νυχτώνει στα αλήθεια. Απλώνει το μαύρο στις φλέβες. Τότε, για λίγο, από σφυγμό σε σφυγμό γράφονται και σβήνουν παλιοί στίχοι θαμποί χωρίς λόγο, χωρίς λόγια πια σα μουσική στον καθρέφτη, σαν τεθλιμμένοι συγγενείς… [Επιλογές στίχων απ’ το μικρό ανθολόγιο της Παυλίνας Παμπούδη όπου με το γενικό τίτλο ΤΙΜΑΛΦΗ συμπεριέλαβε ποιήματα από τις συλλογές: Σχεδόν χωρίς Προοπτική Δυστυχήματος, Τα Μωρά των Αγγέλων, Αυτός Εγώ, Ιστορίας μιας ώρας σε Πτυσσόμενο Χρόνο, Το Μάτι της Μύγας κ.α. Κριτήριο για τα Τιμαλφή ήταν η επιλεκτικότητα της μνήμης, κριτήριο πολύ απλό και ενστικτώδες, καθώς, όπως ξέρουμε, η μνήμη λειτουργεί όπως οι δυνάμεις της φύσης: και τυχαία και άδικα και αλάνθαστα



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ