Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΑΛΗΘΙΝΑ ΕΚΛΕΚΤΟΥΣ, ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΣΟΥ ΚΥΤΑΖΕ ΠΩΣ ΑΠΟΚΤΑΣ (οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα, τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί)

 Όσο κι αν δοξαστείς, τα κατορθώματά σου     στην Ιταλία και τη Θεσσαλία

όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες,

όσα ψηφίσματα τιμητικά    κι αν σ’ έβγαλαν στη Ρώμη οι θαυμασταί σου,

μήτε η χαρά σου, μήτε ο θρίαμβος θα μείνουν,

μήτε ανώτερος –τι ανώτερος;- άνθρωπος θα αισθανθείς,

όταν στην Αλεξανδρεια, ο Θεόδοτος σε φέρει, επάνω σε σινί αιματωμένο,

του αθλίου Πομπηίου το κεφάλι.

 

Και μη επαναπαύεσαι που στη ζωή σου,

περιορισμένη, τακτοποιημένη και πεζή,

τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει.

Ίσως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου

το νοικοκυρεμένο σπίτι μπαίνει – αόρατος, άυλος - ο Θεόδοτος,

φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι!..

 

Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.

Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,

πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.

 Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται.

 

Η ακοή    αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών    ταράττεται.

Η μυστική βοή τους    έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.

Και την προσέχουν ευλαβείς.

Ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί!..

[Ο ΘΕΟΔΟΤΟΣ και ΣΟΦΟΙ ΔΕ ΠΡΟΣΙΟΝΤΩΝ από τα Ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, που είναι γραμμένα το 1915]

Ανθολογούνται παρακάτω κι άλλα ποιήματα που είναι γραμμένα το 1914 και 1915 από την πρώτη πλήρη  έκδοση των Ποιημάτων του Καβάφη,  ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1935  - ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι]

1.     ΛΥΣΙΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ ΤΑΦΟΣ, Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις στην βηβλιοθήκη…

2.     ΜΑΚΡΙΑ, Θα ’θελα αυτή την μνήμη να την πω…

3.     ΕΥΡΙΩΝΟΣ ΤΑΦΟΣ, Εις το περίτεχνον αυτό μνημείον…

4.     ΠΟΛΥΕΛΑΙΟΣ, Σε κάμαρη άδεια και μικρή…

5.     ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΟΥ, Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω την φύσιν λίγο…

6.     ΣΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ, Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι μου…

7.     ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ, Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω…

8.     ΟΜΝΥΕΙ, Κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή

9.     ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΑ, Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ

10.                         ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ, Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη…

 

 


ΛΥΣΙΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ ΤΑΦΟΣ (κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1914)

Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις , στην βιβλιοθήκη

της Βηρυτού θάψαμε το σοφό Λυσία,

γραμματικόν. Ο χώρος κάλλιστα προσήκει.

Τον θέσαμε κοντά σ’ αυτά που θυμάται

ίσως κι εκεί – σχόλια, κείμενα, τεχνολογία,

γραφές, εις τεύχη ελληνισμών πολλή ερμηνεία.

Κι επίσης έτσι από μας θα βλέπεται και θα τιμάται

ο τάφος του, όταν πού περνούμε στα βιβλία.

 

ΜΑΚΡΥΑ

Θα ’θελα αυτήν την μνήμη να την πω…

Μα έτσι εσβύσθη πια… σαν τίποτε δεν απομένει -

γιατί μακριά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

 

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…

Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; η βραδιά…

Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…

Α ναι, μαβιά, ένα σαπφείρινο μαβί.

 

ΕΥΡΙΩΝΟΣ ΤΑΦΟΣ

Εις το περίτεχνον αυτό μνημείον,

ολόκληρον εκ λίθου συηνίτου,

που το σκεπάζουν τόσοι μενεξέδες, τόσοι κρίνοι,

είναι θαμένος ο ωραίος Ευρίων.

Παιδί αλεξανδρινό, είκοσι πέντε χρόνων.

Απ’ τον πατέρα του, γενιά παλιά των Μακεδόνων·

από αλαβάρχας της μητέρας του η σειρά.

Έκαμε μαθητής του Αριστοκλείτου στην φιλοσοφία,

του Πάρου στα ρητορικά. Στας Θήβας τα ιερά

γράμματα σπούδασε. Του Αρσινοϊτου

νομού συνέγραψε ισορίαν. Αυτό τουλάχιστον θα μείνει.

Χάσαμεν όμως το πιο τίμιο –την μορφή του,

που ήτανε μια απολλώνια οπτασία.

 

ΠΟΛΥΕΛΑΙΟΣ

Σε κάμαρη άδεια και μικρή, τέσσαρες τοίχοι μόνοι,

και σκεπασμένοι με ολοπράσινα πανιά,

καίει ένας πολυέλαιος ωραίος και κορώνει·

και μες τα φλόγα του την καθεμιά πυρώνει

μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή.

 

Μες στην μικρή την κάμαρη, που λάμπει αναμένη

από του πολυελαίου την δυνατή φωτιά,

διόλου συνηθισμένο φως δεν είναι αυτό που βγαίνει.

Γι’ άτολμα σώματα δεν είναι καμωμένη

αυτής της ζέστης η ηδονή

 

ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΟΥ (κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1915)

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κι εγώ την φύσι λίγο

Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού

λαμπρά μαβιά και κίτρινη όχθη· όλα

ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

 

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελαστώ πως βλέπω αυτά

(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·

κι όχι κι εδώ τες φαντασίες μου,

τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.

 

ΣΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ

Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι μου

διεύθυνε στου καφενείου την είσοδο.

Κι είδα τ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε

σαν απ’ την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο Έρως -

πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με χαρά·

υψώνοντας γλυπτό το ανάστημα·

πλάττοντας με συγκίνησι το πρόσωπο

κι αφήνοντας απ’ των χεριών του το άγγιγμα

ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια και στα χείλη

 

ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ

Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω

μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του

το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,

αυτός είν’ ο Οροφέρνης Αριαράθου.

 

Παιδί τον έδιωξαν απ’ την Καππαδοκία,

απ’ το μεγάλο πατρικό παλάτι,

και τον εστείλανε να μεγαλώσει

στην Ιωνία, και να ξεχαστεί στους ξένους.

 

Α εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες

που άφοβα κι ελληνικά όλως διόλου

εγνώρισε πλήρη την ηδονή.

Μες στην καρδιά του, πάντοτε Ασιανός·

αλλά στους τρόπους του και στη λαλιά του Έλλην,

με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,

το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,

κι απ’ τους ωραίους της Ιωνίας νέους,

ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός.

 

Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία

μπήκαν,  και τον εκάμαν βασιλέα,

στην βασιλείαν χύθηκεν επάνω

για να χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα,

για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι,

και για να ευφραίνεται και να κομπάζει

βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν.

Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκησι –

ούτ’ ήξερε τι γένονταν  τριγύρω του.

 

Οι Καππαδόκες γρήγορα τον βγάλαν·

και στην Συρία ξέπεσε, μες στο παλάτι

του Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύει.

 

Μια μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του

συλλογισμοί ασυνείθιστοι διέκποψαν·

θυμήθηκε που απ’ τη μητέρα του Αντιοχίδα,

κι απ’ την παλιά εκείνη Στρατονίκη,

κι αυτός βαστούσε απ’ την Κορώνα της Συρίας,

και Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.

Για λίγο βγήκε απ’ τη λαγνεία κι απ’ τη μέθη,

κι ανίκανα, και μισοζαλισμένος

κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει,

κι απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη.

 

Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κι εχάθη·

ή ίσως η ιστορία να το πέρασε,

και με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο

πράγμα  δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.

 

Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω

μια χάρι αφήκε απ’ τα ωραία του νιάτα,

απ’ την ποιητική του εμορφιά ένα φως,

μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,

αυτός είναι ο Ονοφέρνης Αριαράθου

 

ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΑ

Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.

Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης

Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της

όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.

Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.

Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα

ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι

επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.

Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει

παρμένο πια να το αποκοιμίσει. -

Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.

Και μες την τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψί της

 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ

Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,

κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.

Απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,

το ακάθαρτο και το στενό. Από κάτω

ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών

που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.

 

Κι εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεβάτι

είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη

τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης -

τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα

που γράφω, έπειτα από τόσα χρόνια!,

μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.

 

ΟΜΝΥΕΙ ΚΑΘΕ ΤΟΣΟ    Ν’ ΑΡΧΙΣΕΙ ΠΙΟ ΚΑΛΗ ΖΩΗ

Αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα   με τες δικές της συμβουλές,    με τους συμβιβασμούς της·   και με τες υποσχέσεις της·    αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα   με την δική της δύναμι    του σώματος που θέλει και ζητεί   στην ίδια μοιραία χαρά, χαμένος, ξαποσταίνει

Παρασκευή, 16 Ιουλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ