Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Θ’ ΑΚΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΘΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΨΗΛΑ ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ…

 

… κι η κακία μας κι ο πόνος θα χαθούν μέσα στην αγάπη

που θα πλημμυρίσει όλο τον κόσμο κι η ζωή μας θα είναι όμορφη και χωρίς κακία και πόνο.

Θυμηθείτε είπε αυτός εύθυμα    θυμηθείτε το Ραβδοσκόπο.

Μ’ αρέσει το μελαγχολικό είδος αλλά και το επιβλητικό

λέει η νοσοκόμα η τραγωδία με συγκλονίζει.

Μιλούσε σαν μια γυναίκα με όχι σπουδαία μόρφωση που θέλει να δείξει καλλιέργεια.

Πάντως ο Ραβδοσκόπος λέει αυτός.

Ένας που ξέρει πως είναι μεγαλοφυΐα κι όμως δεν μπορεί να εκδηλωθεί

κι έχει όλες τις ειδικές καταστάσεις που προσιδιάζουν σε μια ζωή καταραμένη κι ευλογημένη από τη φύση

που είναι η μεγαλοφυΐα.

Μόνο που δεν μπορεί να δημιουργήσει και να φανεί.

Σα φωνή σε φραγμένο αυλό.

Σκέφθηκε πως αν ενωθεί με μια γυναίκα σπάνια σε ψυχή και πνεύμα

σπάνια όσο γίνεται σε γυναίκα.    Αν κάνει τέτοιο γάμο

τότε το παιδί που θα γίνει θα είναι μια μεγαλοφυΐα τελειωμένη και μια φυσική αναδίπλωση.

Το παράξενο ζευγάρι αποτραβιέται από τον κόσμο και κλειδώνεται και ζουν σε μια ένταση τρομακτική.

Την διατηρούν υπολογισμένα και καθημερινά και το πετυχαίνουν

 με ασταμάτητη ομιλία και κινήσεις

μια ηφαιστειακή ένταση και δημιουργούν τις συνθήκες.

Ένα πλαστό πάθος και κάθε φορά ο εξουθενωτικός διάλογος τέλειωνε μέσα σ’ ένα αργό φτερούγισμα χειρονομιών...

 (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, πρώτη έκδοση 1964 και με ΚΛΙΚ στην εικόνα του Ποιητή κι άλλα αποσπάσματα απ’ αυτό το βιβλίο (υπότιτλοι ενοτήτων που ανθολογούνται παρακάτω):  

Πού και πού ξαφνικές λέξεις ξεσπούν από το στόμα τους ή και συλλαβές…

Αρχινούν τις νέες δοκιμές χιλιάδες χιλιάδων συνδυασμοί λέξεων και κινήσεων…

Κι επομένως αφού τα απορρίψαμε όλα και μαζί ένα πράγμα σωστό…

ΕΠΙΣΚΕΨΗ: Θα πάει να δει εκείνους τους φίλους τους παλαιικούς

 



 

ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥ ΞΑΦΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΞΕΣΠΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥΣ ή ΚΑΙ ΣΥΛΛΑΒΕΣ… (αποσπάσματα  από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά)

Επιζητούν να είναι αποκαλυπτικοί και αθυρόστομοι και το μόνο που καταφέρνουν είναι μια ασυναρτησία από υπαινιγμούς ιδεών και εννοιών  κι υπαινιγμοί λέξεων και κινήσεων  κι όλα αυτά μοιάζουν πως υποψιάζονται κάποιο βασικό σφάλμα και μ’ εκείνο τον τρόπο προσπαθούσαν να το εντοπίσουν το σφάλμα  κι επαναλαμβάνουν από την αρχή αναλυτικά όλες τις εκδηλώσεις τον λόγο και την κίνηση.  Πού είναι κρυμμένο το σφάλμα κι αποκεί ξεκινά το κακό.  Αυτό το παρατήρησε η γυναίκα πρώτη.  Σ’ εκείνους τους παροξυσμούς της αδιάκοπης ποίησης γιατί μοιάζει με ποίηση αφού ο τρόπος είναι ίδιος.  Η ένωσή τους που είναι ο κύριος σκοπός ο έρωτας χάνεται αδοκίμαστος και σχεδόν απαρατήρητος κι ένας μηχανικός ερεθισμός του ενστίχτου σ’ εκείνο το πάλεμα κι ο καθένας ζει λαχανιασμένος την οριστική μοναξιά και σε μια στιγμή η γυναίκα λέει απερίσκεπτα μοιάζει ν’ αναζητούμε κάποιο θεμελιώδες σφάλμα που είναι η αιτία. Ο άνδρας ξαφνιάζεται και του κάνει φοβερή εντύπωση.  Ναι λέει και γίνεται έμμονος σκοπός και χάνει την ασυνειδησία της ποίησης και γίνεται αλύπητο διανοητικό μαρτύριο.  Σχεδιάζουν και επαναλαμβάνουν προσεκτικά κι ύστερα από κάθε λέξη και κίνηση κοιτάζονται μήπως ο άλλος αντιλήφθηκε τίποτε. Συνέχεια κι ο άνδρας ύστερα λέει όχι  κι ίσως θα πρέπει αλλιώς ν’ αρχίσουμε  κι όχι σε μια λέξη ή κίνηση αλλά σε μιαν ορισμένη σειρά από λέξεις και από κινήσεις σ’ έναν συνδυασμό ορισμένο κι ίσως στη σειρά σπίτι πόδι … ή στη σειρά ν’ ακουμπάμε το τραπέζι κι ύστερα στον τοίχο κι ύστερα το μέτωπό σου ή πρώτα τον τοίχο κι ύστερα το τραπέζι κι ίσως εδώ είναι το κλειδί κι αποκαλυφθεί η πλάνη μέσα στο αστραφτερό μυστήριο της μαγείας.

 

ΑΡΧΙΝΟΥΝ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΛΕΞΕΩΝ…

… και κινήσεων που τις διορθώνουν κι ανακατατάζουν και ξανά.  Φέρνουν άνω κάτω το σπίτι κι ύστερα ο άνδρας λέει ίσως στο χτίσιμο του τοίχου και στο ύφασμα του χαλιού και στο κάρφωμα των σανιδιών. Αρχίζουν να χαλούν το σπίτι κι η γυναίκα σέρνεται γιατί η κοιλιά της έχει κιόλας φουσκώσει αρκετά. Εμφανίζεται ένας άνθρωπος άγνωστος. Ποιος είστε εσείς; απορεί ο άνδρας κι από πού μπήκατε αφού η εξώπορτα είναι κλειδωμένη από τότε. Όχι του θυμίζει η γυναίκα κι ήταν μια απ’ τι κινήσεις μας το ξεκλείδωμα της πόρτας. Είμαι ας πούμε ένας εξερευνητής λέει ο ξένος και μήπως έχετε να μου δώσετε να κοιμηθώ; Φύγετε δεν έχουμε καιρό λέει ο άνδρας κι ο ξένος παρατηρεί μα καθώς βλέπω εσείς έχετε περισσότερη ανάγκη από ύπνο παρά εγώ. Σας βλέπω ξαγρυπνημένους κι εξαντλημένους και στην κατάσταση που βρίσκεται η κυρία. Η γυναίκα πετάγεται και του εξηγεί παρόλο που ο άνδρας της κάνει νόημα αλλά είναι πια αποκαμωμένη και νιώθει ευγνωμοσύνη στον ξένο. Ίσως μπορέσω να σας βοηθήσω λέει ο ξένος κι εκείνοι ρωτάν ποια είναι η πραγματική σας ιδιότητα γιατί η εμφάνισή σας προδίδει μιαν ασυνήθιστα ιδιότητα. Είμαι ραβδοσκόπος. Ναι είστε ο άνθρωπος που χρειαζόμαστε  και θα είστε ένας αληθινός ραβδοσκόπος αφού ήρθατε σ’ εμάς. Ο ραβδοσκόπος βγάζει ένα χοντρό κλαδί φυλαγμένο σε βυσσινιά πολύτιμη θήκη σαν ξίφος παλιού αυτοκράτορα.  Με ευλάβεια λέει είναι όργανο αλάθητο κι όπλο μάλλον παρά όργανο κι όχι για σκοπούς ωφελιμιστικούς και δεν ανοίγει τους βράχους για να τρέξει γάλα και δροσερό νερό αλλά για σκοπό καταστρεπτικό. Όχι μόνο ανακαλύπτει μα και αφανίζει την αιτία που το διεγείρει. Σαν το μικρό εκείνο ζωάκι που ορμά και πνίγει τα τρομερά δηλητηριώδη ερπετά. Το αγαπημένο μικρό μου ζωάκι λέει με λατρεία ο ξένος και κρατά με τρυφερά χέρια το ραβδί. Ο άνδρας λέει τόσο το καλύτερο κι η γυναίκα πιάνει την κοιλιά της και λέει δεν μπορώ άλλο όμως ύστερα τους ακολουθεί. Είναι επικίνδυνο όπλο λέει ο ραβδοσκόπος αλάθητο κι ευαίσθητο σα νεύρο αλλά και καταστρεπτικό. Όσον αφορά την αιτία διευκρινίζει ερωτηματικά η γυναίκα όσον αφορά την αιτία λέει ο ραβδοσκόπος και γυρνάν όλο το σπίτι και δεν αφήνουν κώχη κι έπιπλο κι ο ραβδοσκόπος μπροστά με το ραβδί προτεταμένο και πίσω ο άνδρας κι η γυναίκα ιδρωμένη με τουρλωτή κοιλιά. Τίποτε και ξαφνικά η γυναίκα φωνάζει. Ήρθαν οι πόνοι κι οι άλλοι ενοχλούνται και δεν της δίνουν προσοχή. Όμως να το ραβδί ταράζεται κι ο ραβδοσκόπος κι ο άνδρας κρατούν την αναπνοή τους και η γυναίκα τους έχει αφήσει και πλάγιασε στο κρεβάτι και μένουν οι δυο με το ραβδί κι από το βάθος ακούγονται μικροί βόγγοι. Σταθείτε λέει πνιχτά ο ραβδοσκόπος και το ραβδί τρέμει στα χέρια του σταθείτε και το ραβδί δείχνει κατά το βάθος όπου διακρίνονται τα πόδια του κρεβατιού. Μα πού; ρωτά ο άνδρας με αγωνία πού; στον τοίχο εκείνο ψάξαμε. Όχι, όχι λέει ο ραβδοσκόπος σταθείτε. Το ραβδί δείχνει προς το κρεβάτι κι εκεί δείχνει σταθερά. Μα τι; ρωτά ο άνδρας ή η γυναίκα; τότε γιατί τόσες ώρες. Όχι λέει ο ραβδοσκόπος δεν είναι η γυναίκα σταθείτε. Σωπαίνουν κι ύστερα ο ραβδοσκόπος αναγγέλλει επίσημα. Είναι η γέννηση. Όχι φωνάζει ο άνδρας το αποκλείω όχι η γέννηση. Εμείς τ’ απορρίψαμε όλα σαν εσφαλμένα κι αρχίσαμε από την αρχή. Μια ανασκευή κι αν αυτό είναι σωστό. Πως η γέννηση είναι το βασικό σφάλμα και η αρχή του κακού αυτό έχει ειπωθεί κατά κόρον και το λέει κι ο λαός. Απορρίψαμε κι αυτό που είναι σωστό επομένως.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ 1964]

 

ΚΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΑΦΟΥ ΤΑ ΑΠΟΡΡΙΨΑΜΕ ΟΛΑ ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΣΩΣΤΟ…

και να απορρίπτεις το σωστό είναι χειρότερο από το να μη το ξέρεις. Σταμάτησε χάνοντας τη σκέψη του και κοίταξε το ραβδοσκόπο σαν να ήθελε με το βλέμμα του να αποτελειώσει εκείνο που προσπαθούσε να πει και στο τέλος φώναξε υστερικά το όργανό σας είναι μπλόφα κι αγυρτεία η γέννηση! αδύνατο να είναι τόσο ασήμαντο κι ανεπανόρθωτο το βασικό σφάλμα. Επομένως κι επομένως θεέ μου τι λέει. Λέει με εκνευρισμό ο ραβδοσκόπος η σχολαστικότητά σας δεν έχει όρια. Και τι το νοιάζει το ραβδί μου αν τ’ απορρίψατε ή δεν τ’ απορρίψατε προφυλάξτε. Προφυλάξτε τη γυναίκα. Να προφυλάξω; τα χάνει εντελώς ο άνδρας. Αχ τη γυναίκα την γυναίκα ηλίθιε φωνάζει με απελπισία ο ραβδοσκόπος φοβάμαι είναι αργά και σας προειδοποίησα. Επιτέλους ο άλλος καταλαβαίνει και ρίχνεται μπροστά και ο ραβδοσκόπος με δυσκολία συγκρατεί το ραβδί και πιάνεται με το άλλο χέρι από το τραπέζι και φωνάζει πάρτε την από δω κλειδώστε την αχ δεν γίνεται τίποτε πια. Το ραβδί σέρνει το ραβδοσκόπο και το τραπέζι αναποδογυρίζει κι ο ραβδοσκόπος φωνάζει και το ραβδί τον τραβά στο κρεβάτι απ’ όπου ακούγονται οι πόνοι της γυναίκας κι ο άνδρας πετάγεται νικημένος στον τοίχο κι ο ραβδοσκόπος είναι τώρα πάνω από το κρεβάτι και το ραβδί μη φωνάζει ο άνδρας μη. Είναι μεγαλοφυΐα. Αυτό είναι μεγαλοφυΐα αυτό σας λέω είναι μεγαλοφυΐα. Και γεννιέται το τέρας λέει η νοσοκόμα με κακία. Ποιο τέρας η γυναίκα σήκωνε τα χέρια να φυλαχτεί λέει λαχανιασμένος αυτός. Κοιτάζει τη νοσοκόμα αλαφιασμένος και με φρίκη λέει το τέρας και χαμηλώνει το κεφάλι να προστατευτεί και με φρίκη βλέπει γύρω με πανικό προς τη θαμπή φυλλωσιά που ανασαίνει αργά σαν κοιλιά κοιμισμένου ζώου. 

 

ΕΠΙΣΚΕΨΗ. ΘΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΔΕΙ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ…

Τους παλαιικούς που κατοικούν σ’ ένα μεγάλο σπίτι και πανύψηλοι τοίχοι με μια ξύλινη πόρτα άνοιγε όσο να περάσεις κι ύστερα την έσπρωχνες και σέρνονταν βήχοντας στο τσιμέντο της αυλής οδός Δοϊράνης. Παράθυρα στενόμακρα και χαμηλά στο πάτωμα και μια σκάλα στενή και θεόρατη με πολλά γυρίσματα και τα περβάζια ουρανιά και σκεβρωμένα. Τα τετράγωνα μικρά τζάμια στο χώρισμα της σάλας μπλε κόκκινα πράσινα και χρωμάτιζαν τον ήλιο κι ο αφώτιστος διάδρομος που έβγαζε στην κουζίνα που είχε έναν εξώστη που έβλεπε στην παιδική πλατεία που τότε είχε ορύγματα κι η Ελισσώ είχε πηδήσει το όρυγμα με τα ψηλά κι αλύγιστα πόδια κι έτρεχε γελώντας κι ένα κορίτσι τη νύχτα σε μια ταράτσα τραγουδούσε την Ίρμα. Ίρμα και τα πλούτη όλου του κόσμου. Ο καπετάν Λαμπρινός θα φέρει τα πράγματα με το καΐκι κι ο γιος του ο Μάνιος σγουρομάλλης και λιγνός και μιλούσε τσεβδά κι η γυναίκα του καπετάνιου είχε ένα δάχτυλο σπασμένο στράβωνε λοξά και καβαλίκευε τα άλλα. Από την άλλη μεριά της πλατείας το σπίτι της κυρίας Σκαρλατίνας γιατί είχε πεθάνει μια γυναίκα από εξανθηματικό κι οι φίλοι στο ψηλό σπίτι απέναντι. Το σπίτι της κυρίας Σκαρλατίνας ήρθαν το βράδυ με φακούς και το σφράγισαν κι οι συγγενείς είχαν φύγει από πριν κλαίοντας κι αυτό το σπίτι ήταν ο πρώτος του θάνατος. Το σπίτι των φίλων είχε ίλιγγο με τις στενές σκάλες και ταράτσες με ψιλά κι αραιά κάγκελα και τα παράθυρα χαμηλά στο πάτωμα σαν πόρτες που μπορούσες να πέσεις και μεγάλες πήλινες σόμπες που άναβαν και φέγγιζαν τα παραθυράκια τους και πως ήταν γραπωμένος στο παράθυρο του δρόμου στο χείλος του σπιτιού. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και ξαφνικά το πάτωμα κατηφόρισε κι αυτός κατρακύλησε κρεμάστηκε στο παράθυρο κι έτρεμε θα έπεφτε στον δρόμο. Κι από την ταράτσα μόλις κρατιόταν το πόδι του από ένα κάγκελο όμως αυτό ήταν μακριά και δεν το έφτανε.

Το ψηλό σπίτι σαν ουρανός κι η γη κάτω χαραγμένη τρεμουλιαστά παιδικά σχέδια γιατί ευτυχία υπάρχει μονάχα στη μνήμη. Ξεκίνησε από πρωί γιατί ήταν πολύ μακριά και τους είχε ειδοποιήσει πως θα πήγαινε και φανταζόταν τη σκηνή που θα ξαναβλέπονταν γελούσε μόνος στον δρόμο. Αν και τους έγραφε τους έβλεπε κατά καιρούς στο δρόμο κι έξω από μακριά. Στο δρόμο γελούσε και μιλούσε λέξεις ξεχασμένες και γνωστές. Έφτασε σούρουπο κι είδε το σπίτι με φωτισμένα και μεγάλα παράθυρα και σαν να ήταν πιο μεγάλα και πιο πολλά κι όλα φωτισμένα με ρόδινο φως στο σούρουπο κι ήταν σιωπηλό. Έτσι φαινόταν παράξενος ο φωτισμός με τη σιωπή.  Έσπρωξε με δύναμη την πόρτα κι άνοιξε διάπλατα με ευκολία γλίστρησε στο τσιμέντο και κάθονται όλοι ασάλευτοι στην κορφή της σκάλας. Σα να ποζάρουν σε ζωγράφο και κατάλαβε πως είχαν γίνει βασιλείς αν και φορούσαν κοινά ρούχα και κατάλαβε αμέσως πως είχαν γίνει βασιλείς και κρατούν στα χέρια τα στέμματα ακουμπισμένα πάνω στα γόνατα. Γέμισε από την παλιά κι αφελή συγκίνηση του λαϊκού ανθρώπου προς το βασιλιά τρυφερότητα και τρυφερή περηφάνια ντροπή και σεβασμό κι αγάπη και προπαντός η πίκρα ενός πόνου χωνεμένου για το ανέγγιχτό τους το απαραβίαστο και ξαναμμένος τους χαιρετά από κάτω με αγαθή κι αδέξια οικειότητα των λαϊκών υποταχτικών κι αυτοί χαμογέλασαν αχνά και με απαλή φιλία έκλιναν τα αλαζονικά και περίλυπα κεφάλια τους και τα μαλλιά τους σαν χρυσά στο φως των παραθύρων.  

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ 1964]

 

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΕΡΗΜΙΚΟΙ…

… χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Ήρθαν πέντε άνθρωποι στους δρόμους, πέντε παληκάρια, έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους – [Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΕΚΔΡΟΜΗ 1964]

Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ