(… το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν
έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή
ταφόπετρα…)
Τα φτερά μου δεν είναι από βλακώδη τρυφερότητα
κι είμαι ένα ράμφος νευρωτικά χωμένο στο αίνιγμα
πληγιάζοντας τον αγέρα
που όμως τη γλιτώνει σαν αγέρινος,
δεν τρέφω άλφα κι ούτε ωμέγα ανατρέφω
τη μεγάλη μου εξυπνάδα την πέταξα σε σκουπιδότοπο
το ξίφος μου το απόθεσα στην Παναγία
ξεκουφαίνοντας με τη λάμψη του της Λευκής τα λαγόνια.
Κατάρα κι ανθοδέσμη θανάτου
στο ιερατείο που καταρτίζει η μέλισσα
την αχαΐρευτη σφήκα περιφρονώντας.
ΨΑΛΤΟΤΡΑΓΟΥΔΟ
Βγαίνοντας απ’
την ποίηση (τα ωκύμορα μύρα)
στην άπλαστη
τούτη πνιγηρότητα
τους διαβάτες τα
λιπόθυμα τρόλεϊ
τα βάναυσα στη
λιακάδα λεωφορεία
μαθητεύω (φαρμάκι τα δίδακτρα)
δίχως να το ’χω
ποτέ μου λαχταρήσει
στην πρόσφατη
Μελάνη
που ’χει βγάλει τα πασούμια της κι αναπνέει
τα προσανάμματα
της πλάνης.
Κάθε φορά που
ερανίζομαι κίνηση
καταγόμενος απ’
την άδουσα Φυσική
μονήρης από σόι
στα έαρα των άστρων
έχοντας ένα
λαδοφάνερο στα χέρια μου
(συνήθως
δεκαεφτασύλλαβους αιματωμένους)
βλέπω της
Τεχνικής το φρικαλέο κάταγμα
βλέπω καλώδια
στη μελλούμενη καρδιά μου.
Σταθεροποίησε τη
λευκότητα στην αγάπη
διώξε
τη φρίκη διώξε μακριά της ορατής γεωπονίας.
και ΑΡΧΑΪΚΟΝ
Αποθηκεύοντας
άνεμο στα περίτρομα φύλλα του
με αναρίθμητο
επί ώρες μηδέν
αγκαλιάστηκε ο
τυχαίος ευκάλυπτος.
Το γεγονός που
οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν
έρχεται πάνω μου
ωσάν συρτή ταφόπετρα.
Στη Δήλο-: του φωτός
τα απορρίμματα
η όραση
ραπτομηχανή
(κι άλλες ΕΠΙΛΟΓΕΣ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ
1979
Αντιγραφή και
Επικόλληση
από το
συγκεντρωτικό Δεύτερο Τόμο:
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1979 – 1991, Τρίτη έκδοση
ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρεία]
ΠΗΛΙΝΟ ΑΓΑΛΜΑΤΙΔΙΟ
Αισθάνομαι ωσάν τρελός
παραχαράκτης
του Γίγνεσθαι
γράφοντας διψαλέα ποιήματα
(της κοιτίδας μου κάλπικα χαρτονομίσματα)
Γιατί η γλώσσα είν’ η
αχόρταγη
μοιχαλίδα
του Πραγματικού
με αρίφνητα ψέματα
προσπαθώντας
να
περισώσει το γάμο της.
Κάθε τραγούδι θλιβερό
χαράκωμα
ενάντια
στη μουσική
κάθε μορφή ζαβλάκωμα
χωρίς
αληθινά σταφύλια
δίχως κρασί που να
σπιθίζει
απ’
τα φαινόμενα κλήματα.
Είν’ αυτά μονάχα τα έρημα
της
καρδιάς τ’ αναστήματα.
ΑΛΛΟΦΡΟΝΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ
Ο γενέθλιος μήνας μου στα
θολερά λιοπύρια του Καρκίνου
μ’ ένα απρόσμενο ίσκιο που
αναβλύζει
δονούμενος από φευγαλέα
φωνήματα κληματαριάς – τι άρια
ο θάνατος ή η
έβδομη κοίμηση…
Σαν να αισθάνομαι το σώμα
μου στον ίδρωτα λουσμένο
μουσείο
που ’χει να δείξει
σωζόμενες αστραπές
τη μεγάλη του πόνου
προσωπογραφία
ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ
ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ
Τη μοίρα μου την έζησα
χαζεύοντας
του
τίποτα τη φαλακρή τυραννίδα.
Ιστόρησα τη μοναξιά
γοερότερος
και
ζάπλουτος απ’ τον αγέρα
μ’ ένα σακίδιο τα λιγοστά
μου τρόφιμα στην πλάτη
χρωματιστούς τρεμάμενους
ξαναπατώντας ίσκιους
κι ανασταίνοντας
ωσάν σε ύπνο τρανταχτό του
χόρτου μου
τα
δύστηνα ονείρατα
στο αίμα μου βαθιά καιόμενος
κι
αστράφτοντας ακτημοσύνη
καθώς που ζήλεψα την
κάτασπρη χαμέρπεια:
το τάδε ρημολούλουδο που κείται μες στο ρέμα λιγοθώρητο
ανασαίνοντας απόρρητο
τεμπελίκι.
(Κοίτα: παράγει θάνατο
σάμπως να ’κραζε
πως τα όνειρα, όχι, δεν
είναι άκυρα
ίσα - ίσα είναι εκείνα που
τραγικά ακυρώνουν
(εξάπτοντας) την
πραγματικότητα).
ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ ΦΕΡΜΕΝΗ ΑΠ’ ΤΗΝ
ΚΑΛΚΟΥΤΑ
Η όσφρηση προς το Μάιο τα
δοξάρια φυλλοβόλα ο χρόνος είναι: ήτανε –
ο χρόνος (ας τον
ανατιμήσουμε) είναι ωσάν ησυχαστής
από ψυχρότητα λαύρος
μαστιγωτικός
η ελπίδα τερματίστηκε
Κλαψουρίζει το σύντομο
εκείνο νήπιο τηλεγράφημα
οξύχολα εκμαγεία η
απονέκρωση πιάνο για τέσσερα χέρια
τα θηλυκά λογοπαίγνια της
μυστικής θεολογίας ενίοτε
τριάδικη πράλυση μα όχι
τρυφή γνωσιολογική
πικραινόμαστε συνεχώς
ανάβοντας
μαύρα αβγά βραχμανικά
μνησικακία σου η Άνοιξη
βρε μπαγάσα Κρίσνα περιπαίχτη
με τρομερούς αλαλαγμούς
στα θλιβερά
ξεβλάσταρα του Γαλαξία
πάλι τα ρούχα μου σήμερα
στο καθαριστήριο
πάλι σιδέρωμα για
λανθασμένο αύριο
δεν είμαστε στα καλά μας
να υπάρχουμε έτσι ανελέητα
κοψίδια της θάλασσας τα
κύματα
ο ήλιος θριαμβεύει
ο νους τον ταριχεύει
ο δυόσμος με το ευώδιασμα
παλεύει.
Βόσκω τ’ ανήμερα της
διάνοιας: μεγάλες εκατοντάδες
ακούρευτες και
κατακόκκινες (ελέχθη)
πριν ακόμη να φέξει
στο ξεψύχισμα του όρθρου
χέρια και πόδια η ρητορική
του Ιουγούρθα
ηρεμούν εκεί κάτω στο
θάνατο
μουχλιάζει το ακουστικό
αναβλύζοντας
ο Άγιος Μόναξ αφορεσμένος
με χτένισμα επιληπτικό
ακονίζοντας
των κρίνων τα ξεσπαθώματα.
Συμεών ο κανίβαλος του
φωτός ο μελανιάρης
ετοιμόρροπος από τρεχάτα
ουρανισκόφωνα
γυαλιστερά στην έρημο
τραπουλόχαρτα – Είθε.
ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΝΑ ΤΟΥ
ΕΦΗΜΕΡΟΥ
Πρόοδος είναι να
επιστρέφεις από νοημοσύνη
να πίνεις το νεράκι από το
βράχο
με νεολιθική ωριμότητα με
ανώγεια μάτια.
Η ορμή μου σε πρόβλημα η
καρδιά μου σε θάμβος
τανυσμένος ολούθε
στην πλατειά πολυμέρεια ο
απείθαρχος Νόμος
καθιστός ωσάν ξόανο
ο δράκος
που φυλάσσει το νερό
ενάντια στη δίψα (στέρεμα θα ’ρθει)
οι κλειδώσεις του άνθους.
ΛΑΦΥΡΑΓΩΓΙΑ
Οτιδήποτε αναιρεί τη
θέληση θέλοντας
ανήκει στην τυραννία.
Οικειώθηκα την
απελπισία μου επί αιώνες
εγώ ο τολμητίας του
ανυπόστατου
την οικουμένη του ήλιου
την περιγέλασα
(και δικαίως)
καθώς επιτέλους εισχώρησα
στον έρωτα του τίγρη
στα ορύγματα της ηρωίδας
Αφασίας
αποσπόρι του απείρου με
ιώβειες διαστάσεις
θηρεύω τιποτένιος
ανιχνεύω διάτορος.
Μια σύνθεση για άρπα του
Ερρίκου του Όγδοου
Τι μένει απ’ όλα αυτά;
Μερικά βλακώδη κόκαλα.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΟΠΤΑΣΙΑΣ ΟΙ ΠΑΝΑΡΧΑΙΕΣ
ΦΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ…
(…σπαραχτικό κειμήλιο η επείγουσα
συνουσία…)
Δυσάρπαγος θεσμός απ’ τους θεούς η
ανθρώπινη φύση χτισμένος απάνω σε αιωρούμενες πιθανότητες τυχάλωτος και εύθρυπτος ανάμεσα στους
συνωμότες τόπος που ευωδιάζουν αγιοκλήματα
στομαχικές θεωρίες και νεύρωση της άτεκνης διαλεκτικής εσένα όμως παλίρροια του έρωτα (σπαραχτικό κειμήλιο η επείγουσα
συνουσία) την άσκοπη ομορφιά σου
αρωματίζοντας με όνειρα σε ψάλλω σε
δοξάζω σε τραγούδησα στα γενετήσια
σχήματα στους αρχάριους οίστρους της ατέρμονης μαβιάς γυναίκας που ίδρυσε στην πεμπτουσία τα μάτια μου στην
οργιώδη της βλάστηση. Τόπος της θύελλας
η Ιστορία την ώρα που φιλώ τα χείλη σου με γιασεμιά μπερδεμένα πέρα απ’ τις ρωγμές και πέρα απ’ τα
συνθήματα με το όνομα εξουσία
φτερουγίζοντας ωσάν ορειχάλκινος πετεινός απάνω στην κατάλευκη ράχη σου
στο θεσπέσιο μάρμαρο του σπασμού σου από τριαντάφυλλα χύνοντας ηλιαχτίδες στο δωμάτιο πράξεις οπτασίας οι πανάρχαιες φλόγες του
σώματος [ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ και ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 1979]
Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου