Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 (…οι φωταψίες του έρωτα   σαν άνεμος ωτακουστής σε σύννεφο διαβατικό…)


… λες και το κρύσταλλο των τραγικών ματιών σου

τα μακριά μαλλιά σου μέχρι τα κύματα της ακρογιαλιάς  

τα δέσαν άστρα σε βράχια αρμονικά 

 οπτασίες στην προσευχή που δέονται τα φύκια  

στο γαλάζιο κοντύλι τ’ ουρανού  

μέχρι κει κάτω στων ζωντανών χειλιών σου το χάδι  

πετούν τα πουλιά σε τραγούδια υακίνθων  

τα άμφια της οροσειράς νυχτώνουν υποσχέσεις  

υποσχέσεις  ζωής και χαράς και ζωής και χαράς  

 με του ύπνου τη φοβέρα και την ιαχή  

σύθαμπο ονείρου πέρ’ απ’ τα σκέλη τα λεπτά με ανταύγειες ρόδων 

στη σκάλα της ηδονής όλο και πιο τρελά  

ορθώσου τριφύλλι γιοφύρι παλμών σπασμών  

σε σώματα διάφανα – με λαμπρότητα κρίνων – που τόσο εβασάνισ’ η δίψα  

σε σύμβολα όρμων θα σημάνει ο ήλιος  ως να ’ρθει να κοπάσει ο πόθος  

μακριά ταξιδεύουν του βραδιού οι στερνές αναμνήσεις   -

πώς αλλιώς να ιστορηθούν τα κρυφά του αγέρα τραγούδια   

τα τραγούδια που είχες πει και θα πεις και θα ζήσεις  

σ’ αδεή προσμονή στης λατρείας τη φλόγα  

οι φωτεινές σου παλάμες τους ορίζοντες σμίγουν 

 η φωνή σου θωπεύει τη δροσιά που απλώνει η δύσις  

το κορμί σου δονεί στα θερμά παρακάλια της νύχτας  

 

και στο βλέμμα σου ηχεί η χαρά;

 [από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946

κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή:

(Νευμάτων Διπλός Έλεγχος,  Υπόδειγμα Πτήσεως,

Χρωματική Προσωπολατρία

Το Παραμύθι της Ωραίας των Μεγάλων Πουλιών,

Ενθύμιον της Κωνσταντινουπόλεως,

Άπατρις απελαυνόμενος βίαια,

Ο μαθητευόμενος της Οδύνης και

Μια Οβρηοπούλα που με ασημένιο χτένι  εδιαλυζούντανε)

εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο Νίκου Εγγονόπουλου ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος εκδοτική Εταιρία 1977]




 

ΝΕΥΜΑΤΩΝ ΔΙΠΛΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)

σε γωνιές σκιάς   εκάησαν τα μάτια

με τις πιο απίστευτες θηριωδίες

των τοίχων του ζωδιακού Ρωξάνη

ορμών που συσπώνται

σαν να μην ήταν ποτές να ειπωθεί   ο καρπός

 

ελπίς και κατάρα και σώμα

συναρμολογούν το δέος   του ύπνου

κρατούν σφιχτά   σφαλιχά τα χείλη

λησμονούν σε μυστήρια πόθου το δόλο

που ορίζει ο διττός λυτρωμός

 

ως τη δύση που σηκώνουν οι άνεμοι

η ανέμη μας κρύφτει  

μας θέλγει

μας ζητεί του αγνώστου το πάθος

τις οδύνες του κόσμου της ύλης

στις κερήθρες    του χθες

 

το ρόδο σαν πιστός αιμοστάτης

η κρυφή της σαγήνης ημέρα

ο γοργός του συμβόλου ιστός

ο αρμός του φωτός   της σιγής

νοσταλγούν που θα βγει ο δραπέτης

πώς θα κλέψει θα κρύψει    στα φύλλα

το κορμί   που ελατρεύθη   πιστά

 

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΤΗΣΕΩΣ

μια γυναίκα ξεγυμνώνεται

μέσα σ’ ένα θόρυβο   από κροταλίες

και σπέρνει τα μάτια της    και σπέρνει τα βυζιά της

κάνει τις μανάδες να κλαιν   κάνει τ’ άλογα να χλιμιντρούν

σταματά τα ρολόγια   νεκρώνεις τους ουρανούς

σέρνει τα βίντσια  του κορσέ της

βάφει μεταφυσικά τη λειψανοθήκη του ωραίου πυγμάχου

ορκίζεται στην απώλεια του έρωτος   

και η αύριον;

τίποτε: δεν υπάρχει νύχτα χωρίς τα χαλάζια της

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

 

ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟΛΑΤΡΙΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)

μια φωνή είναι το μαγνάδι   της παλίρροιας

κάτω από τα δόντια μου   στο ψεύδος

της μυρμηγκιάς του ονείρου

με τη σειρά τις καμάρες στη σκιά   της σοφίας

των λευκών της βίβλου

 

τώρα σειρά καμάρες και μια γλώσσα αίμα ψυχής

στην πραγματικότητα του σώματος

αποκαλύπτουν πτυχές κόσμων

που τσακίζονται   σ’ έναν ορυμαγδό γαλάζιου

 

βεντάλιες ενουράνιες

επιφάνειες λείες σαν προκατακλυσμιαία μοναξιά

φωτιά μαύρης σκιάς

ματιών κορυφές

αστραπή δυνάμεως

ξεφρενιασμένα άλογα  στο κέντρο της μυριάδας

 

η γης των τριών ματόκλαδων

ιδανική χάση φεγγαριού

κυβερνώ ορθώνομαι λησμονώ θυμούμαι ορίζω

Αράπη!   Αράπη!

κωπηλατώ   λεηλατώ

 

όρκοι οργής στον πύργο που ζωγράφιζες

τις δύο φίλες

αντικείμενο μετάλλου και λάβας

το υπόλοιπο του κρυφού τοίχου

ζύγι λέξεων ονομάτων

το γιοφύρι της μεγάλης   νύχτας

ωραία σύζυγος των αφιονιών

ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΩΡΑΙΑ 

αμαρτία αγάπης

 

σπέρματα αγνά φλογερά

καρταερικά ασταθή  

φιλοσοφικά   μαρτυρικά

τι μουσικά μάταια   κενά δίψας

 

αυτόματος πυραμίδα

τρικυμία   έρωτος

 

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Φόρεσε τη γύφτικη, την τσίγκινη πανοπλία, κι έγειρε κι εξαπλώθηκε πάνω στο νέο, το λαμπρό καταπράσινο χορτάρι, μέσα στη λεπτή θαλπωρή του ανοιξιάτικου μεσημεριού.  Κάτι ψίθυροι, όμως, που έρχονταν απ’ έξω, δεν τον αφήσανε  να μπει βαθιά στην ηδονή του γλυκά γαλάζιου ουρανού, να χαρεί τα δυο μικρά άσπρα σύννεφα που αρμενίζουνε μακριά, στην άκρη του ορίζοντα. Ήτανε εκεί και δυο πανύψηλες ωραίες λεύκες. Πραγματικά, επί του βορεινού τοίχου υπήρχε βαρύ παραπέτασμα που έκρυφτε πόρτα (δεν ήταν, άλλωστε, μυστικό). Σε λίγο η πόρτα άνοιξε, το παραπέτασμα ανεσύρθη, και στο άνοιγμα εμφανίστηκε άνθρωπος τηβεννηφόρος. «Πού βρισκόμαστε;» ερώτησε. Ο ποιητής εσηκώθηκε, πλησίασε το φιλιστρίνι, κι ενώ με το δεξί χέρι χάιδευε τη χαίτη του λιονταριού, έριξε έξω μια ματιά. «Πλησιάζουμε», ήταν ακριβώς οι λέξεις που είπε, «πλησιάζουμε στη Βηρυτό» κι απότομα δίνει μια, και γυρνάει τη βρύση κι ανοίγουν οι κρουνοί κι αρχίζουν πια τα νερά να τρέχουνε, να κατακλύζουν τα πάντα, ν’ ανεβαίνουν ανησυχητικά. Τότε ορμά, χουφτιάζει τους μαστούς της, και τη φιλά παράφορα στο στόμα. Μια φλόγα αισθάνθηκε ξαφνικά ν’ απλώνεται στα σωθικά του, μια πύρινη στεφάνη να τον ζώνει στα νεφρά, ενώ άρχιζε η ανηλεής ανόρθωση του πέους, ΑΥΤΟΣ Ο ΦΑΛΛΟΣ, μαρμάρινος, εστήθηκε στ’ ακρογιάλι, κι έρχονταν όλες τις ώρες της ημέρας χοροί κοριτσιών, στεφανωμένα με λουλούδια και τραγουδούσαν αγκαλιασμένες. Άλλες πιανόντουσαν απ’ τα χέρια και κάμνανε κύκλους γύρω απ’ το είδωλο, με κάτι αργούς βηματισμούς κι όλο του τραγούδι:  αργό και σοβαρό κι ευγενικό. Μια κόρη ξεμάκρυνε απ’ το χορό, γονάτισε χάμω και κούρδισε το γραμμόφωνο. Ο ποιητής, πάλι εκεί. «Χλωμότερος κι από τη Σελήνη», της είπε

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

 

 

«ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ»

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)

πάνω εις τη μαρμάρινη την προκυμαία του ανακτόρου

εναποθέσανε σε διαστήματα ως έγγιστα κανονικά

ψηλούς σωρούς τα ξύλα

που εφέραν τα καΐκια από τα μακρυνά

παράλια δάση

κι' άλλοι σωροί είναι από ψιλούς
λεπτούς κορμούς σαν κορμί κόρης

κι' άλλοι σωροί από
θεώρατα μεγάλα   δέντρα

και βρέχει συνεχώς και η επίμονη βροχή μουσκεύει
τ' άχαρα τα ξύλα

και γυαλίζουνε τα μάρμαρα του πλακοστρώτου

καθώς το νερό ατέλειωτα τα πλένει και τα ξαναπλένει

κι' ο ουρανός βαρύς μαζύ και μαύρος
- άραγες ποιος ξέρει τι ώρα της ημέρας νάναι; -

καμμιάν ελπίδα δε στέργει για να δώση

(η απέναντι όχθη έχει χαθή   λες δεν υπήρξε)

κι' η θάλασσα είναι μουντή κι' αγριεμένη
σαν οι πυκνές οι στάλες της βροχής που τη βαράνε
νάχουν ξυπνήσει μέσα της μια μάνητα τεράστια
που με τι κόπο τηνέ   συγκρατάει

άλλος κανείς σε τούτο το ερημικό τοπίο δε μοιάζει νάναι
πάρεξ μονάχα εγώ - ο ίδιος -
ορθός ως στέκω με τα κόκκινα μαλλιά μου μουσκεμένα
να κολλούνε απάνω εις το μέτωπό μου

της αγάπης τα βάσανα μ' έχουνε φέρει στο ευγενικό το περιγιάλι

κι' όλο ο νους μου είναι σε μιαν υπέροχη   υπερήφανη μαγνόλια

όπου σ' αυτά τα μέρη εδώ θάλλει κι ανθίζει

 

ΑΠΑΤΡΙΣ ΑΠΕΛΑΥΝΟΜΕΝΟΣ ΒΙΑΙΑ

Έτσι ορθός καθώς εστέκετο, με τα ωραία μακριά ξανθά μαλλιά του ν’ απλώνονται κυματιστά πάνω εις τους ώμους του, έμορφος, υψηλός, με περικεφαλαίαν, νεκρόφιλος κι αριστοτελικός, με κηρύκειον Ερμού νέου στο δεξί χέρι, έμοιαζε ίδιος άγαλμα αρχαίου θεού.

Οσάκις επρόκειτο περί πλατείας, πάντα ήτανε πλάγι του μία ολόγυμνη ωραία κόρη, με κορμί χρυσό κι απαλό σα κεχριμπάρι, τα μαλλιά της μακριά, μαύρα, ν’ αγγίζουνε καταγής, με ήλιο και φεγγάρι ζωγραφισμένα επί των μαστών της, με μικρόν ομοίωμα αηδόνος επί του φύλου, και δύο τρία τριαντάφυλλα κόκκινα ραμμένα εντέχνως ένα στο κάθε γόνατο.

Οσάκις επρόκειτο  περί μικράς στενωπού, πλάγι του καθήμενη κόρη, κι αυτή ολόγυμνη, ξανθιά όμως, με φυσαρμόνικα και βοϊδοκεφαλή.

Σε προβλήτα λιμανιού, η κόρη: κοκκινομαλλούσα, υπερήφανη, με δέρμα λεπτό κι άσπρο σαν το χιόνι, με το όνομά της Α υ λ η τ ρ ί ς γραμμένο σε διάφορα μέρη του σώματος με ποικιλόχρωμες λαδομπογιές.

Πλησίον λίμνης: η κόρη με άρπα. Πλησίον δάσους: η κόρη με σάρπα.

Νύχτα εντός καπηλείου: η κόρη ωραία, αγέρωχη και σχεδόν ημιθανής, με πολυτελέστατην αμφίεση πρασίνου μεταξωτού, με βεντάλια σε σχήμα ρεματιάς ή 7, να χορεύει χορούς έξαλλους και συμβολικούς.

Την ημέρα, αυτός και η κόρη ασχολούντο με την πάλη της ζωής.

Τη νύχτα, ασχολούντο με την πάλη του έρωτα.

Αυτός έβγανε μια πελώρια μαχαίρα, της την έμπηγε βαθιά στο στήθος και την τραβούσε ίσια κάτω.

Βύθιζε αργά τα χέρια – και τραβούσε όξω κορδέλες πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, γαλάζιες, παρδαλές, ανάκατα, και τις σήκωνε ψηλά σε ωραίο σχήμα προσφοράς.

Μεσ’ απ’ τα κουβάρια βγαίναν περιστέρια, που πετούσαν πρώτα αβέβαια, φοβισμένα κι ύστερα δίναν μια, ίσια κατά τον ουρανό.

Τώρα η βάρκα. Να κατέβη στη βάρκα. Κατέβαινε στη βάρκα, έμπαινε, έπιανε τα κουπιά, ορθός, κι έλαμνε βιαστικά.

Η κόρη, γυμνή, μα ναι: πάντα γυμνή, στέκονταν πίσω του, και περνούσε θωπευτικά τους ωραίους βραχίονες γύρω στο λαιμό του.

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

 

Ο ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)

ξεκίνησε αυγή  - χαράματα –

να κλέψει τ’ άστρα

ξεκίνησε νύχτα   και σκότωσε όλα τα όνειρα

αυτό το άγαλμα

 

-και μπλέχονταν   ως βάδιζε

τα γυμνά πόδια του   στους βάτους

και μάτωναν στ’ αγκάθια

 

και τα ευγενικά ευλογημένα χέρια του

ίδια πουλιά της Άνοιξης χαϊδεύαν

τα γεράνια π’ ονομάτιζε μια νύχτα αγάπης

και του παρθενικού ονειροκρίτη της

τις βαθιές πόρπες…

 

και των βυζιών της :   τις κραυγές  τις κόκκινες   και τους κρυφούς θυσάνους…

 

ΜΙΑ(Ν)  ΟΒΡΗΟΠΟΥΛΑ ΠΟΥ Μ’ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΧΤΕΝΙ ΕΔΙΑΛΥΖΟΥΝΤΑΝΕ…

θαν την τσακίσω εγώ   τη νοσταλγία σου   θα μαχαιρώσω   τη μυστική σου   χαρά   με τ’ άσπρα μου   πουλιά   που ζουν   και φτερουγίζουν   μέσα   στα   μάτια σου  [από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

Δευτέρα, 28 Φεβρουαρίου 2022

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΚΙ ΟΙ ΦΟΒΟΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ:

 

Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα στων σκοταδιών την άμπωτη

λες κι είναι η προσδοκία σφηνωμένη ανάμεσα νύχτας κι αυγής…

 

Τα κάνει κάτι τέτοια  η αναπόληση από φιλοκαλία κι έπαρση!

Κι ονειρεύονται ακόμα οι κήποι ερχομό άγνωστων ανθέων

για να μένει πάντα κάποια γύρις στα τελειωμένα πράγματα

για την επικονίαση της εμπειρίας, της λύπης και της Ποίησης.

 

Εκτός αν είναι ο οργασμός νόμος του παρελθόντος,

 μηχανισμός του ανεπανάληπτου.

Αλλά εγώ, που είμαι κι ονομάζομαι προχωρημένη ώρα,

τι γυρεύω ανάμεσα σε τούτες τις νήπιες διαθέσεις;

 

Είδα πολλά κι ωραία όνειρα

να βγαίνουνε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και αισθήματα.

Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά τους…

 

Απογοητεύσου ήσυχα κι αυτοξεχάσου εύχαρις:

ό,τι είχες να πεις για τα κύκνεια φθινόπωρα,

τις υδρορροές των ερώτων κι ανθρώπους που σιγά-σιγά λυγίζουν, τα είπες…

[κτερίσματα στίχων από τη συλλογή της Κικής Δημουλα ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ εκδόσεις Στιγμή 1971,

για τη ζωή που κυλά με ανυπεράσπιστους έρωτες

και φόβους για όλα και τη Μνήμη, κύριο όνομα των Θλίψεων,

που έρχεται τη Νύχτα ως βασανιστική ανάμνηση του Έρωτα

 και μας συντροφεύει καθώς

η ζωή είναι πλέον από δω και πέρα, Νύχτες

Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος 1998 ]

 


ΠΕΡΑΣΑ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλα ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)  

Περπατώ και νυχτώνει.

Αποφασίζω και νυχτώνει.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

 

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.

Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.

Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,

πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.

Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων

μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

 

Πέρασα μέρες με βροχή,

εντάθηκα πίσω από αυτό

το συρματόπλεγμα το υδάτινο

υπομονετικά και απαρατήρητα,

όπως ο πόνος των δένδρων

όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει

κι όπως ο φόβος των γενναίων.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

 

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε σιντριβάνια

και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν

σε αθέατα αίτια χαράς.

Και μικρούς ερωτιδείς καυχησιάρηδες.

Τα τεντωμένα τόξα τους

βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.

Είδα πολλά και ωραία όνειρα   κι είδα να ξεχνιέμαι.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

 

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,

τα δικά μου και των άλλων,

κι έμενα πάντα χώρος ανάμεσά τους

να περάσει ο πλατύς χρόνος.

Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.

Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα

και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.

Έλαβα κάρτες σύντομες:

εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα

και κάτι χαιρετίσματα    από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

 

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,

στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.

Και πολύ στις αλυσίδες.

Έμαθα να διαβάζω χέρια   και να χάνω χέρια.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

 

Ταξίδεψα μάλιστα.

Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει…

Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.

Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.

Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα

κι από την απροσεξία μου.

Πήγα και στη θάλασσα.

Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.

Φοβήθηκα τη μοναξιά   και φαντάστηκα ανθρώπους.

Τους είδα να πέφτουν   από το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,

που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα

κι άλλους από τους ήχους μιας καμπάνας ελάχιστης.

Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες   ορθόδοξης ερημίας.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

 

Έπιασε και φωτιά και σιγοκάηκα.

Και δεν μου ’λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.

Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,

σκοτεινή, με ακόνισε.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

 

Όσο μπόρεσα έφερα αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι

όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,

κι όσο ήταν δυνατό φαντάστηκα νερό   στα ξεροπόταμα

και παρασύρθηκα.

 

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ

Σου είπα:   -Λύγισα.

Και είπες:    -Μη θλίβεσαι.

Απογοητεύσου ήσυχα.

Ήρεμα δέξου να κοιτάς   σταματημένο το ρολόι.

Λογικά απελπίσου

πως δεν είναι ξεκούρδιστο,

ότι έτσι δουλεύει ο δικός σου χρόνος.

Κι αν αίφνης τύχει   να σαλέψει κάποιος λεπτοδείχτης,

μη ριψοκινδυνέψεις να χαρείς.

Η κίνηση αυτή δεν θα ’ναι χρόνος.

Θα ’ναι κάποιων ελπίδων ψευδορκίες.

Κατέβα σοβαρή,

νηφάλια αυτοεκθρονίσου   από τα χίλια σου παράθυρα.

Για ένα μήπως τ’ άνοιξες.

Κι αυτοξεχάσου εύχαρις.

Ό,τι είχες να πεις,

για τα φθινόπωρα, τα κύκνεια,

τις μνήμες, τις υδρορροές των ερώτων,

την αλληλοκτονία των ωρών,   των αγαλμάτων τη φερεγγυότητα,

ό,τι είχες να πεις   γι’ ανθρώπους που σιγά-σιγά λυγίζουν,

το είπες.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]

 

Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλα ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΥ 1971)

ΣΧΟΛΙΟ : από τον τίτλο του, το ποίημα μοιάζει σαν να επιδιώκει να ορίσει το τι είναι μία γραμματική εικόνα: Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ. Συνολικά φαίνεται σαν να είναι η γραμματική «τεχνολόγηση»  τεσσάρων ουσιαστικών: του έρωτα, του φόβου, της μνήμης και της νύχτας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, αφηγείται μία μικρή ιστορία και παρά την ορατή απουσία του ποιητικού υποκειμένου, καταγράφει ένα προσωπικό βίωμα.

Ο έρωτας

όνομα ουσιαστικόν,

πολύ ουσιαστικόν,

ενικού αριθμού,

γένους  ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,

γένους ανυπεράσπιστου.

Πληθυντικός αριθμός

οι ανυπεράσπιστοι έρωτες

 

Ο φόβος,

όνομα ουσιατικόν,

στην αρχή ενικός αριθμός

και μετά πληθυντικός:

οι φόβοι.

Οι φόβοι

για όλα από δω και πέρα.

 

Η μνήμη,

κύριο όνομα των θλίψεων,

ενικού αριθμού,

μόνον ενικού αριθμού

και άκλιτη.

Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

 

Η νύχτα,

όνομα ουσιατικόν,

γένους θηλυκού,

ενικός αριθμός.

Πληθυντικός αριθμός

οι νύχτες.

Οι νύχτες από δω και πέρα.

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ: ή μικρή ιστορία που εμμέσως καταγράφει το ποίημα

ü 1η ΣΤΡΟΦΗ: στην αρχή ήταν το όνομα  ΕΡΩΤΑΣ, το πιο ουσιαστικό στοιχείο της ζωής, γένους ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥ. που κλίνεται στον πληθυντικό αριθμό: ΟΙ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ. Προφανώς η ποιήτρια μας μιλάει για ένα ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΡΩΤΑ της ζωής της, αλλά που δεν ξεφεύγει από τον κανόνα να είναι ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΣ, δηλαδή που την έκανε ευάλωτη.

ü 2η ΣΤΡΟΦΗ: επειδή οι έρωτες είναι ανυπεράσπιστοι μπαίνει στη ζωή μας ο ΦΟΒΟΣ, το δεύτερο ουσιαστικό στοιχείο της, που μπορεί στην αρχή να είναι ένας στη συνέχεια όμως γίνονται πολλοί: ΟΙ ΦΟΒΟΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ. Δηλαδή όταν έφυγε ο ΕΡΩΤΑΣ από τη ζωή της ποιήτριας άφησε τη θέση του στο κενό, και η ζωή γέμισε με κάθε είδους άγχη και ανασφάλειες.

ü 3η ΣΤΡΟΦΗ: καθώς η ζωή κυλά με ανυπεράσπιστους έρωτες και φόβους για όλα από εδώ και πέρα, έρχεται η ΜΝΗΜΗ, η βασανιστική ανάμνηση του ΕΡΩΤΑ, που είναι το κύριο όνομα των θλίψεων: μόνο ενικός αριθμόςà μνήμη, μνήμη, μνήμη= πηγή προσωπικού ψυχικού πόνου

ü  4η ΣΤΡΟΦΗ:

τελικά, ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ, αυτό ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ θα είναι σκοτεινό: η νύχτα, το τελευταίο ουσιαστικό στοιχείο της ζωής, θα μας συντροφεύει πληθυντικά: γιατί η ζωή θα είναι πλέον ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΝΥΧΤΕΣ

 

ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Θα πρέπει να ’ταν άνοιξη

γιατί η μνήμη αυτή   υπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται.

Εκτός εάν η νοσταλγία,

από πολύ βιασύνη,

παραγνώρισ’ ενθυμούμενο.

Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα

όταν τα πάρει ο χαμός.

Αλλά μπορεί σωστή να είναι η μνήμη

και να ’ναι ξένο αυτό το φόντο,

να ’ναι οι παπαρούνες δανεισμένες

από μιαν άλλη ιστορία,   δική μου ή ξένη.

Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση.

Από φιλοκαλία κι έπαρση.

 

Όμως θα πρέπει να ’ταν άνοιξη

γιατί και μέλισσες βλέπω

να πετούν γύρω από αυτή τη μνήμη,

και περιπάθεια και πίστη

να συνωστίζονται στον κάλυκά της.

Εκτός αν είναι ο οργασμός   νόμος του παρελθόντος,

μηχανισμός του ανεπανάληπτου.

Αν μένει πάντα κάποια γύρις   στα τελειωμένα πράγματα

για την επικονίαση   της εμπειρίας, της λύπης

και της ποίησης.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]

 

ΑΩΡΑ και ΠΑΡΑΩΡΑ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)

Ανάμεσα νύχτας και αυγής

σφηνωμένη βρήκα την άωρη ώρα.

Ασεβής ευθυμία πουλιών με ξύπνησε τόσο νωρίς

και βγήκα στων σκοταδιών την άμπωτη.

Το μπαλκόνι μου ήσυχα λάμνει   στ’ αβαθή χρώματα.

Ονειρεύονται ακόμα οι κήποι   ερχομό άγνωστων ανθέων.

Αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζοντας

στη φθηνή κορδέλα του μέτρου.

με λήθη μοιάζει η θάλασσα. Άπειρος λήθη.

Ένα καΐκι ξεκουρδίζεται στο βάθος,

το παίρνει η απόσταση και παίζει.

Μουρμουριστά των χρωμάτων η στάθμη ανεβαίνει.

Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.

Ξυπνάει ένα λευκό κουπί,

φτεροκοπάει μια στέγη,

ένα παραθυρόφυλλο σπαρτάρισε.

Έντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό,

ένοχο: η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη.

Πρώτη απ’ όλα.

Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.

Διαγράφονται κλειστές οι πόρτες

και τα όρια πεισμώνουν.

Σ’ ενάργεια βγήκαν τα βουνά   και σε γυρίζουν πίσω.

Κι εσύ προσδοκία πού πας;

Έχουν ξυπνήσει από ώρα οι αρνήσεις.

 

Κι εγώ,  εγώ που είμαι κι ονομάζομαι   προχωρημένη ώρα,

τι γυρεύω ανάμεσα σε τούτες τις νήπιες διαθέσεις;

 

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕ ΦΤΕΡΑ

Ασεβής ευθυμία πουλιών

με ξύπνησε τόσο νωρίς

ενώ ονειρευόμουν λύπες.

Ήχοι περιστροφών   με ξύπνησαν τόσο νωρίς.

Περιστροφών και κύκλων

που γράφουν τα πουλιά   στον άγραφο χώρο.

 

Οι κύκλοι με ξύπνησαν.

Γύρω - γύρω όλοι, παίζουν τα πουλιά   - ασεβής ευθυμία -

γύρω - γύρω όλοι,   άφρενους κύκλους γράφουν τα πουλιά,

γύρω - γύρω όλοι   γύρω - γύρω όλα,

γύρω - γύρω κανείς   - επίφοβο σχήμα -

γύρω - γύρω τίποτα

και στη μέση εσύ.

 

Αλλά έρχεται το φως

κι έρχεται η ευκρίνεια σαν προδότης

 

Πήρε αποτυπώματα των κύκλων,

πήρε τις μαρτυρίες των πουλιών,

ανάκρινε τους ήχους και τους οίστρους.

Και πήρε τα στοιχεία σου.

Ότι δεν είσαι κι ότι δεν ονομάζεσαι,

και ότι εγεννήθης εν καιρώ εξερημώσεως.

Κι έμεινε εκεί το πράγμα.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]

 

ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ  και η  ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ

(στην Ποίηση της Κικής Δημουλά)

 [Ο διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ την καλύτερή της ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της ΔΗΜΟΥΛΑ είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες: «Σημείο διαχωριστικό δύο απεράντων είσαι. Δύο αντιμέτωπων πελάγων. Ο ουρανός κι η θάλασσα. Το πλάτος και των δύο αθροίζεται στο μέτωπό σου. Έχεις πλατύ μέτωπο, αντιμέτωπο στα όρια. Τα δεμένα πανιά της μορφής σου, η σκεπτική της πλώρη, δείχνουν πως περιμένεις τρικυμία των απεράντων… Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο, για να έχω σταθεί στην άκρη του κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας, θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι. Φαίνεται απ’ τη ζωή μου ζωή πέρασε κάποτε… (Μοντάζ, Φωτογραφία 1948

Παρασκευή, 25 Φεβρουαρίου 2022

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ