Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ ΦΟΒΗΘΟΥΜΕ ΜΙΑΝ ΑΝΕΝΤΙΜΗ ΖΩΗ (η μνήμη θα λυθεί και θα γυρίσει φορτωμένη με υακίνθους):

 Βουλιάζει η Πόλις. Έξαλλοι ναυαγοί κρατιούνται με τα δόντια από τα γείσα των πεζοδρομίων.

 

Πιο κοντινέ μου φίλε, είσαι θαμπή μορφή που περνά μ’ ένα έξαφνο τρένο. Με μια βαριά υπερταχεία από μπρος μου και χάνεται.

 

Σκοτεινή νύχτα. Άναρθρη στιγμή. Χυμένο. Κατάμαυρο μελάνι.

 

Η φωνή σου: κατοικίδιο ζώο πολτοποιημένο από τριαξονικό στην άσφαλτο.

 

Και τα λόγια χλωμά σε χιλιάδες φορεία.

 

Τους πέταξαν στο χώμα τους «αχρείους» και ξαναφύτρωσαν σαν άγριοι καλαμιώνες. Τους έριξαν στις θαλασσοσπηλιές και γίνηκαν κοράλλια. Τους κουρέλιασαν στο τέλος ώσπου τους έκαναν περιπτώσεις ηρώων

 

Η πόλις σε τρικυμία.

Απ’ όλες τις πλατείες και τους δρόμους φυσούν δαιμονισμένα και σφυρίζουν οι άνεμοι. Τα σπίτια κλυδωνίζονται. Μόλις επιπλέουν. Καθώς μπάζουν απ’ τα ύφαλα νερά. Κι εμείς στη μέση του τυφώνα τριγυρνάμε μ’ ένα παμπάλαιο ιστιοφόρο.

Ακυβέρνητοι

 

Σύγχρονη τραγωδία.

Και προς το τέλος στην «Έξοδο» της τραγωδίας πίσω από μεγάλες σκηνικές φαντασίες καταφθάνει ο από Μηχανής Θεός: το Ελικόπτερο. Κι απ’ τη σχοινένια σκάλα του αναρριχώνται κι ανυψώνονται στους θείους αιθέρες

οι ήρωες.

 

Οίκος ανοχής

Τα μάτια του Ανδρούτσου σε βλέπουν με τρόμο του Ρήγα και του Μακρυγιάννη.

Δουλικό προγονόπληκτο από κρεβάτι σε κρεβάτι.

Μοιχαλίδα με τους δολοφόνους σου.

 [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ Α και Β   από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74  δεύτερη έκδοση 1982 για λογαριασμό των εκδόσεων ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗ- στον τίτλο στίχοι από το ποίημα ΑΝΤΙΓΟΝΗ 71 και σε παρένθεση ένας στίχος από το ποίημα ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ

Ακολουθούν κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή:

ΤΟ ΣΠΙΤΙ, ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ, ΑΓΟΝΗ ΑΝΑΜΟΝΗ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ 71,

ΤΑ ΝΕYΡΑ ΜΟΥ, ΑΓΡΥΠΝΙΑ, ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ,

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ, ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΑΝΤΕΣ,

ΧΩΡΙΣ MΑΡΤΥΡΟΥΣ, ΜΟΝΑΔΑ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ,

ΜΙΚΡΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ, ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ POLITH Μ.Π.,

ΗΜΕΡΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ, ΠΟΛΙΤΗΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1973,

 ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΔΡΟΜΟΙ, ΥΠΟΔΟΧΗ, ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ,

ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΚΑΛΑ, ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ, ΧΩΡΙΣ ΔΙΕΞΟΔΟ,

 ΑΝΑΛΗΨΗ, ΚΑΤΕΧΟΥΜΕ ΤΩΡΑ και ΟΝΕΙΡΟ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ

 


ΤΟ ΣΠΙΤΙ (απ’ την ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74)

Χαλασμένος ασβέστης

ο καιρός.

Ραγίζει

το παλιό μας σπίτι.

Η στάμνα που έσπασε

ήταν γεμάτη φίδια.

Γλιστρούν αθόρυβα

στον ύπνο μας.

 

Δεθήκαν κόμποι

στην ψυχή μας.

 

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

Και για δείπνο μια φέτα

σκοτάδι.

Και μια κούπα νερό απ’ το

πηγάδι.

 

Για ν’ ακούς καθαρά τις φωνές

των πνιγμένων

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ  71-74)

 

ΑΓΟΝΗ ΑΝΑΜΟΝΗ:

Ο Θησέας ανεύρετος κι η μικρή Αριάδνη να τυλίγει και να ξετυλίγει τη ματωμένη κλωστή στα δάχτυλά της

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ 71 (απ’ την ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74)

Η Αντιγόνη σωπαίνει.

Εγώ εσύ αυτός σωπαίνει.

(Πού να βρούμε τη δύναμη

να φοβηθούμε μιαν ανέντιμη

ζωή)

Η Αντιγόνη κάθεται στ’ αυγά της.

 

Η Αντιγόνη δεν υπάρχει πια.

 

(Αντιγόοονηηηη)

 

Οι άθαφτοι νεκροί

πλημμυρίζουν την πολιτεία.

 

ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ

Τα νεύρα μου είναι τεντωμένα

σα σύρματα στο δίκτυο

τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος, απ’ όπου

ταξιδεύουν χρόνια τώρα

οι νοτισμένοι εφιάλτες του πληρώματος.

Οι προγραφές των ονομάτων

για την αίθουσα βασανισμών.

 

Οι διαταγές για τους «αυτόχειρες»

και τους «πνιγμένους»

 

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Ένας κρότος…

και ξαφνικά ανοίγουν οι πόρτες τα παράθυρα.

Η Μέγαιρα η Αληκτώ η Τισιφόνη

παρουσιάζονται.

Με κυνηγούν με βασανίζουν.

 

Θε μου ! πάλι ποιον να ’χουνε

σκοτώσει;

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ  71-74)

 

ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ (απ’ την ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74)

Δρόμος Αυγούστου σταυρωμένος με τον άλλο δρόμο.

Τα νέα μας τα φέρνουν κάθε βράδυ οι πνιγμένοι

αφού δε σου ’μειναν άλλοι σύντροφοι να μιλήσεις

(αφού κι ο γέρο ταχυδρόμος σαν αντιμισθία

πήρε μετάθεση για τον κάτω κόσμο). Τώρα

ποιος συλλογιέται τις αρχαίες πληγές των αγαλμάτων

ή τόσα μικροπράγματα καθημερινά που τα ’χουμε

-μοιραία βέβαια- συνηθίσει. Το σπίτι μας έλεγα

καμιά φορά λησμονώ τη διεύθυνση, αν έχει θυρωρό,

τα κάγκελα, τη μουσική του τέλος πάντων διαρρύθμιση.

Εξάλλου λείπουμε –πού να θυμάμαι πια χρονολογίες-

από κείνο το φθινόπωρο που μπήκανε τα πλοία

μες στους δρόμους, τότε που κατέβηκε σα φορτηγό

η Αθήνα στο βυθό του Αιγαίου.

Από κει κάτω δεν φαίνεται καθόλου το φεγγάρι.

Ύστερα είναι τόσο δύσκολο να περπατήσουμε.

Ρεύματα βλέπετε καινούρια, ειδικά βάρη, πυκνότητες.

Ο άλλος μιλούσε. Δεν ήξερες αν είναι στον άλλο δρόμο

ή στον άλλο θάνατο. Δεν είχε φωνή

δεν είχε μάτια δε μπορούσε να πεθάνει.

Μόνο χειρονομούσε μ’ ακατάληπτες εκφράσεις

όπως οι πνιγμένοι

που προσπαθούν απεγνωσμένα να μας δείξουν

ποιος τους έπνιξε.

 

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Μη ζητάς είπε χτυπητές εντυπώσεις

κραυγές ανάερα φανερά δάκρυα πένθη.

Οι δρόμοι σαν και πρώτα υπάρχουν

τα μέλη που βαδίζουν τα πλοία τα χαμόγελα

οι καθημερινές στιγμές των καθημερινών ανθρώπων

τα ωραία κορίτσια που λικνίζονται μέσα στα βλέμματα

των χλοερών εφήβων κι ακόμα

η κυριότητα των σχημάτων οι αναλλοίωτες διαστάσεις

των γωνιών, των ιδεών των ονείρων.

 

Για να δεις αυτά που ψιθυρίζαμε την περασμένη νύχτα

μάταια μην ψάχνεις μες στους δρόμους τούτους, σ’ αυτές τις πολυσύχναστες πλατείες.

Τ’ αόρατα στρατόπεδα δε θα τα βρεις, τα αιμόφυρτα

καράβια, τα ματωμένα δένδρα της γενιάς σου.

Τα θέατρα είναι χτισμένα στην εντέλεια, τα συνεργεία

των παραμορφώσεων οι στρατευμένοι παιάνες

πίσω απ’ τα μάτια μόνο γύρω-γύρω σύρματα

στο βάθος της φωνής, πίσω απ’ τα λόγια.

 

Ακόμα κι ένα φοβισμένο γύρισμα

του κεφαλιού σου προς τα πίσω

με πληγώνει.

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ  71-74)

 

ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΑΝΤΕΣ (απ’ την ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74)

Τόσο πολύ λησμονηθήκαμε μέσα στα δάση της σιωπής

που μας πήραν τα πουλιά γι’ αγάλματα

τα σκυλιά για πεθαμένους.

Τ’ απόβραδο έρχονται μας γαυγίζουν

κάνουν γύρω μας βόλτες,

μας δαγκώνουν στα μεριά, στα δάχτυλα, στο σβέρκο

κι ύστερα –σαν τελευταία σπονδή- αποπατούν

στο πρόσωπό μας.

 

Εμείς εκεί ασάλευτοι να παριστάνουμε χρόνια στην εντέλεια

τους πεθαμένους

από κάποιο φόβο γενικό περιμένοντας την εύνοια

των θεών να εκδηλωθούμε.

Ενώ πολλοί από μας

μέσα σ’ εκείνη την πελώρια ακινησία

δεν ένιωσαν πως είχανε τω όντι

από μια πόρτα σκοτεινή εν τω μεταξύ

μεταναστεύσει.

 

ΧΩΡΙΣ ΜΑΡΤΥΡΟΥΣ

Εδώ η φωνή πνίγεται στο νικηφόρο εμβατήριο

του άλλου πολέμου· εκεί ο πόνος με νυχτερινούς

σιγαστήρες.

Και να μη

ξέρεις αν εκείνα που πουλάνε, αγάπη μου είναι για σε

ή για τους πεθαμένους.

 

Ποιον φωνάζεις; ποιος να σ’ απαντήσει

σ’ αυτή τη γκρίζα πολιτεία με τους κωφαλάλους

σ’ αυτή την άνανδρη εποχή που δεν ανέχεται μαρτύρους,

σ’ αυτά τα χρόνια που λιπαίνουνε την άβυσσο πίσω από σένα.

Τ’ αγάλματα συνοφρυώνονται μορφάζουν

σαν κάποιος να τους έχωσε πισώπλατα ένα εγχειρίδιο

Ή κάποτε τριγύρω τους να βρίσκεις

μέσα στο φως σορούς τα ξερατά τους

απ’ τις κραυγές τα χαλασμένα φρούτα

τη ναυτία·

τ’ αγάλματα οδηγούνται στα γραφεία

για μια μικρή κατάθεση όπως λέει

ο σκοτεινός γραφιάς σκαλίζοντας με τρόμο

προσεκτικά έναν-έναν τους φακέλους·

αλλοτινές διευθύνσεις, φρέσκες συναναστροφές, ομολογίες.

Και ιδού

εκείνα που δεν στάθηκαν στ’ ανάστημά τους

στο ύψος που τους όρισαν οι αιώνες,

στην ιερή ακαμψία του μαρμάρου,

παρά κατέβαιναν τις νύχτες μες στην πόλη

μοιράζοντας συνθήματα αντεθνικά και προκηρύξεις

ή έπαιρναν δικές τους πόζες, διφορούμενα νοήματα

συμβολισμούς κρυφούς, προεκτάσεις·

τ’ αγάλματα επιστρέφουν στα μουσεία

ή θρύψαλα στα λατομεία της Πεντέλης.

 

Στ’ άδεια τους βάθρα τώρα ανεβαίνουνε καινούργια

με υγιείς αρχές κι αναλογίες.

Τα εναπομείναντα μαρμάρωσαν σωπάσαν

γιατί όπως λένε ψιθυρίζονται καινούργιες καθαιρέσεις.

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ  71-74)

 

ΜΟΝΑΔΑ ΑΑΝΑΛΗΨΕΩΣ (απ’ την ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74)

Σφυγμός καλπαστικός αναπνοή με μη

κανονικά επάρματα· επάρματα στηθάγχης

μαρμαρυγή των ιδεών, η αλλαγή του σθένους

στην ηλεκτρική εκκένωση.

Όλα κανονισμένα σ’ αυτή τη μαύρη κλινική

σ’ αυτή τη φοβερή μονάδα

ανανήψεως.

Ανοίγεις τα μάτια…. δεν πεθαίνεις.

Δεν μπορείς να ξεφύγεις

 

ΜΙΚΡΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Είναι λέει επικίνδυνο να παίζεις με το φως

να κοιτάζεις κατάματα τον ήλιο

να κοιτάζεις κατάματα το θάνατο

όταν μέσα σου ξυπνά το τραγούδι της Αντιγόνης.

 

Μου γράφει βέβαια ακόμη πως ελπίζει

λέει πως έχει στην Τράπεζα της Ελλάδος μια μυστική κατάθεση

ένα συνάλλαγμα, μου γράφει αδιατίμητο

που δικαιούται ελεύθερα κι ο έσχατος πολίτης

να μη ντρέπεται, λέει, ο φίλος σου ο Μιχάλης το Μιχάλη

αύριο που θα κοιτάξει τον καθρέφτη ενώπιος ενωπίω

να μη δει μέσα του ένα ξένο.

Δεν ανέχεται, λέει, να λούζεται μια μοιχαλίδα στις αισθήσεις του

δεν ανέχεται ένας τέτοιος νέος να πλαγιάζει με μια ανάπηρη συνείδηση.

Προς το παρόν πούλησα πάλι ψες μισό κιλό απ’ το αίμα μου

Γιατί δεν φτάνει το ψωμί, γιατί είναι απλήρωτο το νοίκι

γιατί είναι η νιότη μου στο ΚΑΤ με τρία κατάγματα στα χέρια

με δυο εξαρθρώσεις στην ψυχή, με μια βαθιά στηθάγχη.

Κι είναι το στόμα μυ αιμόφυρτο πουλί μέσα σε χίλιες γάζες

κι όλες οι πόρτες σφαλιχτές, το ξέρεις, πριν χτυπήσω

κι ο ουρανός πολύ ψηλά να βγω να ζητιανέψω…

 

ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ

Κι εμείς μια ολόκληρη ζωή πανέτοιμοι

Γι’ ανύπαρκτους κινδύνους

Στους προμαχώνες της ευσεβούς μας φαντασίας

«Σαν έτοιμοι από καιρό σαν θαρραλέοι»

Για μια άτακτη –μοιραία βέβαια- υποχώρηση

Στα προσφιλή μας μετόπισθεν

Γοητευτικοί και ωραίοι λιποτάχτες

Απ’ όλα της ζωής τα φλογισμένα μέτωπα

Πρόθυμοι πάντα για να προσκομίσουμε τεκμήρια

Παράσημα και τέτοια για μια πρόσληψη σε Υπουργείο

Ότι βεβαίως πολεμήσαμε, ότι είμαστε τα εξαίσια θύματα

Ενός άλλου – ενός ανύπαρκτου πολέμου-

Αντάξιοι τώρα για τον έπαινο του Δ¨ημιου

Για «κατ’ εξαίρεσιν» διορισμούς ή «καθ’ υπέρβασιν προσλήψεις»

Με ολόλευκα τελείως ποινικά και εθνικόφρονα μητρώα

Ενδεδειγμένοι και επαΐοντες να διοικήσωμεν την χώραν

Με ανεπίληπτα ψηφίσματα και ριζικές μεταρρυθμίσεις

Ταπεινοφρόνως υποσχόμενοι την πλήρην εκμηδένησιν της γραφειοκρατίας

Αλλά προπάντων μ’ ευσπλαχνίαν και δικαιοσύνην

Για τους αθόρυβους εργάτες της ανοικοδόμησης

Για τους εν γένει  άγνωστους στρατιώτες

Για τους οποίους –κρατική δαπάνη- θ’ ανεγείρονται ανδριάντες

Σε πολυσύχναστες πλατείες και λεωφόρους

Για να φαντάζουν πάντα ιδανικοί κι ωραίοι με τη σκέψη μας

Αλλά προπάντων μέσα στην εύσπλαχνη συνείδηση των νεωτέρων.

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ  71-74)

 

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ  ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ Μ.Π (απ’ την ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74)

Ξυπνώ στις εφτά και τρία ακριβώς ντύνομαι

φεύγω  γυρίζω κατεβαίνω τη Σταδίου σαν νευρόσπαστο.

Υπάλληλος της εταιρείας Ανέμων και Υδάτων

ενδιαφέρων καθωσπρέπει συνεπής ένας αρουραίος

με τραγιάσκα.

Το πρωί δαιμονισμένα ο άνεμος μου παίρνει

το καπέλο τα έγγραφα: τρέχω τα κυνηγώ

μ’ αγωνία υπερτάτη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, επιτέλους

τα μαζεύω και πεθαίνω τη μεθεπομένη.

Εμένα με κυνηγούνε σα λαίμαργα σκυλιά τα ρολόγια

του κόσμου, και χίλια γραμμάτια που δεν έχω ποτέ μου υπογράψει.

Κλάξον κι αδρεναλίνη στο αίμα κατά κόρον

Καταναλωτικά μυρμήγκια μπαινοβγαίνουν στα καινούργια Σούπερ-μάρκετ

ψωνίζουν για την άλλη μέρα ή για την άλλη ζωή

Το βράδυ κοιμούμαι με τις γυναίκες μου με τις πλάνες μου

με τις αμαρτίες μου ήρεμος σαν αθώος.

Πλήθος χέρια δάχτυλα μάτια σαστισμένα προσπαθώντας να πιαστούν από κάπου, απόνα κόρφο ή

το πόμολο της Δευτέρας Παρουσίας.

Κι η κάθε κρίση που με βρίσκει διαρκώς απροετοίμαστο

Τέλος ένα ηλεκτρόνιο είμαι που γυρίζω νύχτα μέρα

στην εξωτερική στιβάδα του νατρίου, περιμένοντας πάντα μέσα στο ανεκπλήρωτο.

 

ΗΜΕΡΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ

Περιμένοντας ένα μήνυμα δικό σου ή

της μοίρας καθώς λένε στην αόρατη πόρτα.

Πλήθη συνωστίζονται για πέρα για πουθενά.

Αφίξεις – αναχωρήσεις στο αχανές του χρόνου

άδειων σχημάτων.

Μεγάλα ρολόγια που με τρομάζουν, τριγυρίζω τα πράγματα κλειστά καταποντίζονται

 

και μου ’φερες μια ανθοδέσμη

αδιέξοδα

σήμερα στα γενέθλια μου, και με βρήκες

στη μέση της κάμαρας κατασπαραγμένο

απ’ τα τριάντα θηρία

της ηλικίας μου

 

ΠΟΛΙΤΗΣ Χ εν έτει 1973

… Να γίνεσαι ζιγκολό για να ξαφρίζεις

τους στοιχειωμένους θησαυρούς των μουσείων

Να μπορείς να παίζεις ανενόχλητα

στο «Θέατρο Ελλάδος» το ρόλο του κωφάλαλου

του χαφιέ

ή του φυλακισμένου.

Να υποβάλεις μια αίτηση διορισμού φιλολόγου

για να εξασφαλίσεις μια θέση τη Δευτέρα Παρουσία

στο 9ο Γυμνάσιο, των Αγγέλων.

Να παθαίνεις κρυφό Μιθριδατισμό

απ’ τα καθημερινά εμβαλάγια του άγχους

Να γίνεσαι ο Ορέστης ο χωρίς Ερινύες

ο ένοχος κεκλεισμένων των θυρών

το θύμα το χωρίς υπευθύνους.

Να κόβεσαι το πρωί με το ξυραφάκι

και να σου φεύγει απ’ τη σχισμή η Ιθαγένεια.

Να παραγγέλνεις στο Φάληρο μια ζεστά καλαμαράκια

και να σου σερβίρονται αύτανδρα

τα θωρηκτά του 6ου στόλου.

Να προμηθεύεσαι απ’ το Σούπερ Μάρκετ

μια μηχανή που ονειρεύεται

μια μηχανή που θυμάται

μια μηχανή που γράφει σουρεαλιστικά μυθιστορήματα

ένα Νόμπελ 70

με το οποίο πλένεις τους λεκέδες της ηλικίας σου

βραβεύεις τα ποιήματά σου

ένα πακέτο με την προσωπίδα

της αυριανής συναλλαγής

ένα έντυπο με τη γραμματική της αμφισβήτησης

και τον απαγχονισμό της ευθύνης.

Ένα ζευγάρι δεκανίκια για να περνάς κάθε βραδάκι

την ανάπηρή σου συνείδηση

απ’ το Σύνταγμα στο Κολωνάκι.

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ  71-74)

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΔΡΟΜΟΙ  (απ’ την ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74)

Τώρα βαδίζει στο σκοτάδι. Σκιά μιας μνήμης ολομόναχης

λογισμός μονότροπος του Τίποτα. Σαρκασμός τρισδιάστατος στη γεωμετρία του χρόνου. Στην αψήφιστη προκυμαία, εδώ που παζάρεψε τη ζωή του παντοτινά.

Με τα μάτια έξω απ’ τα βλέμματα, έξω απ’ όλα τα πρόσωπα που θα μπορούσε ν’ αγαπήσει. Με τα βαθιά του δάχτυλα έξω απ’ την κίνηση των χεριών, γυρεύοντας τη φωνή ενός κόσμου, τον καρπό μιας ύπαρξης ζωντανής, το άγγιγμα του άλλου χεριού μέσα στο χιόνι, μέσα στην πέτρινη διάρκεια της επιθυμίας, σταλαχτίτες και σταλαγμίτες στην υγρή σπηλιά, χέρια που μείνανε μετέωρα στον προθάλαμο μιας ζεστής χειραψίας, ενός έρωτα ξεχασμένου την ώρα που τρίζανε τ’ άρμενα βαθιά του.

Όταν ο φόβος έσβηνε την ανθρώπινη μορφή μες στον καθρέφτη.

 

ΥΠΟΔΟΧΗ

Καλώς ωρίσατε λοιπόν στην πόλη μας

καλώς ωρίσατε ευγενείς υπάρξεις

μας κάνατε που ήρθατε τιμή.

Με τα χρυσά διαδήματα της νιότης σας

με τις λαμπρές σας ομιλίες μ’ αυτά

τα υπέρλαμπρα, από φως και σκέψη

ιδεογράμματά σας…

 

Τα σέβη μας λοιπόν… να μας ξανάρθετε

ω φεύγετε τι θλίψη!

μας κάνατε που ήρθατε τιμή.

Αντίο σας λοιπόν

άλκιμοι της αγάπης

ελπίδα του αύριο

Αντίο λευκοί κρίνοι

Αντίο γουρούνια.

 

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ

Εκείνοι που άναβαν φωτιές δεν ζούνε πια·

άλλοι έπεσαν στα χαρακώματα, άλλοι γυρίσανε

στα σπίτια προδομένοι· οι πιο πολλοί με χωνεμένα πρόσωπα

σιωπηλοί, προσεκτικοί ή ευνούχοι.

Μένουν ακόμα οι στάχτες της φωτιάς μες τη ψυχή τους

κι οι γλάροι να φυτεύουν κύκλους στην πικρή ερημιά.

 

Αδελφέ! αδελφέ!

Μπορώ να χαίρομαι τη μυστική ομορφιά σου

εκείνο που στα μάτια σου χαμογελά αγέρωχα στο φόβο.

 

Αχ αυτό το φως που σε δείχνει, που σε σημαδεύει.

Αυτό το φως που γυρίζει μέσα σου, η δροσερή φωτιά

και δεν μπορεί να μείνει η σκέψη σου φτενή

μια πεθαμένη φλούδα βραδινής ομίχλης·

το βαθύ σου στόμα σιωπηλό μέσα στις γάζες

δεν είναι βολετό

μ’ αυτά τα φλογισμένα στάχια που κρατάς

ακόμα και στον ύπνο σου να Υπάρξεις

σε μια απλή στιγμή δική σου,

μ’ αυτούς τους καταρράκτες του Ήλιου που διαβαίνουν μέσα σου

μ’ αυτές τις κάννες που γυρεύουνε ολημερίς τα βήματά σου

μ’ αυτή την ιερή πρόκληση των χεριών σου.

 

Αδελφέ! Αδεφέ!

Όταν τελειώνει το μελάνι

και βουτάς την πέννα

στο χυμένο σου αίμα για να συνεχίσεις.

Όταν τελειώνει η γύρη της φωτιάς

και βάζεις ενέχυρο

το δικό σου θάνατο για να μη σβήσει.

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ  71-74)

 

ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΚΑΛΑ (απ’ την ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74)

Ήρθες κι εσύ να σε φιλοξενήσουμε παλιέ μου φίλε·

ήρθες κι εσύ σ’ αυτό το άσυλο να ξαποστάσεις.

Και βέβαια είναι διαθέσιμο το κρεβάτι του Μιχάλη.

Πήγε προχθές μ’ εκείνα τα χαρτιά στο πιεστήριο·

δώσαμε πρώτα ραντεβού στο γνώριμο στενό με τις μαρκίζες

για την άλλη Δευτέρα

ή για την άλλη προυσία.

 

Τον ανεβάσαμε συρτό στο τρίτο πάτωμα

σ’ εκείνο κει το σκοτεινό γραφείο.

Και τότε αυτός από μια σκάλα

μυστική αόρατη ανεξιχνίαστη την ίδια κιόλας νύχτα

ανέβηκε σκαλί-σκαλί στον έβδομο όροφο.

 

Κι ως την αυγή στον έβδομο ουρανό.

 

ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (απόσπασμα)

Εκεί στα λευκά σοκάκια θα ξαναγυρίσεις

δροσερός έφηβος παιδί με το θαλασσινό πουκαμισάκι

κι ένα βασιλικό στο αίμα σου μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στόμα

μ’ ένα λευκό ανεμόμυλο στο πράσινο μυαλό

που θα γυρίζει ανάποδα τα χρόνια.

Η μνήμη θα λυθεί και θα γυρίσει φορτωμένη με Υακίνθους.

Τα πράγματα θα σπαρταρούν πανάκριβα μέσα στον Ήλιο

Τ’ αγάλματα θα ’ναι το άρωμα μιας άλλης ζωής

Θα δεις το υπερούσιο χλόασμα στα μήλα της αυγής

κι ύστερα απ’ τη βαθιά της μήτρα τη μέρα να ξαναπροβάλει

κατορθωμένη στις αισθήσεις σου, αειπάρθενη

Βαθειά

Λυσίκομη

Ελληνίδα

 

ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΝΑΥΑΓΙΟΥ ΤΙΣ ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ Ο ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ ΛΟΣΤΡΟΜΟΣ ΣΧΕΔΙΑΖΕΙ ΚΡΥΦΑ ΚΙ ΑΤΕΝΙΖΕΙ ΕΝΑ ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΟ ΤΑΞΙΔΙ

Κατέχουμε τώρα τα σθένη των ψυχών και των στοιχείων τη στιγμή που σμίγουν ξάφνου σε μια πάμφωτη οδύνη το ξανθό κλάμα ενός νεογέννητου.

Μάθαμε να χτίζουμε ένα σπίτι που να μας κρατά και να μας διώχνει

Να οργώνουμε τη γη και τη γλώσσα μ’ ένα μεγάλο υνί με δυο μεγάλα σκληροτράχηλα ένστικτα σα βόδια για τα μελλοντικά άνθη που θα κόβουν αιθέρια παιδιά κατεβαίνοντας τις πλαγιές των βιβλίων.

Κατέχουμε τώρα το κακό που χρειάζεται να μας βρει τα βουβά μαχαιρώματα το νερό και το σπόρο που πρέπει να ριχτούν στην άβυσσο για να μυρίσει.

 [ΚΑΤΕΧΟΥΜΕ ΤΩΡΑ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 71-74 ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ δεύτερη έκδοση 1082 για λογαριασμό των εκδόσεων ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗ στον τίτλο το ποίημα ΟΝΕΙΡΟ από ΠΝΙΓΜΟ από την ίδια συλλογή και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία του ποιητή]

 

ΧΩΡΙΣ ΔΙΕΞΟΔΟ

Δεν έχει μυστική διέξοδο αυτό το σπίτι.

Πίσω απ’ τα κάδρα ξύλινα ρολόγια

ή προτομές αυτοκρατόρων.

Μόνο μια σκάλα με τα λαμπερά της σκαλοπάτια

π’ ανεβάζει ένα-ένα ή ξαφνικά σ’ όλα τα στάδια

της δόξας· τίποτα άλλο.

 

Δεν έχει άλλο δρόμο άλλη διέξοδο.

 

Οι πόρτες τα παράθυρα αγχόνες. Κι αυτός

μες τη λαμπρή του πανοπλία ολοένα ν’ ανεβαίνει

τη μακάβρια σκάλα, με τα σκαλοπάτια –

πτώματα.

Κάτω η βουή του πλήθους αγριεμένη.

Στην κορυφή της σκάλας αμετακίνητο

το ικρίωμα.

 

ΑΝΑΛΗΨΗ

Και ξαφνικά καθώς μιλούσε, μια απόκοσμη

έγνοια ανάδευε το πρόσωπό του και το αποσπούσε

από κοντά μας, σαν κάποια αόρατη φωνή να τον καλούσε

σ’ ένα κρυφό καθήκον ή σ’ ένα δείπνο μυστικό

να πει και να δειπνήσει με πουλιά

το νερό και τον άρτο των αγγέλων.

Μια αφαίρεση παράξενη για μας

ακατανόητη τον έπαιρνε.

Σηκώνονταν τότε σχεδόν άυλος με τα χέρια του να ρέουνε

μπροστά σα δυο νεανικά ποτάμια

με μια γραμμή ανερμήνευτη στα χείλη του

βαδίζοντας σαν υπνοβάτης ανάμεσα στα εγκόσμια·

γλιστρούσε ανάμεσά τους με μια χάρη αίλουρου

σα να ψηλαφούσε με υπερήχους· κι ωστόσο

σίγουρα δεν τα είχε αντιληφθεί ποτέ του –

τόσο οι αισθησεις του ήταν μαγεμένες –

κι εχάνονταν σαν όνειρο στην καρδιά του ήλιου.

Μέναμε τότε μόνοι, και τέλεια τρομαγμένοι

κοιτάζοντας ο ένας του άλλου το άδειο των ματιών·

κι ήταν σα να μιλούσαμε μια γλώσσα διαφορετική ο καθ’ ένας

φθαρτή, μάταιη, ανεπίτρεπτη· ανυπόστατοι

ανάμεσα στα σκοτεινά τούτα λείψανα των πραγμάτων

με μια νεκρή θάλασσα να συλλαβίζει το σώμα μας

σχήματα μακρινών ανθρώπων σκοτωμένα παιδιά

δάχτυλα συγκλονισμένα αγγίζοντας τα βλέφαρα

του μυστικού μας θανάτου μες την πάχνη

την ώρα που εκείνος ανέβαινε

με κάτι μεγάλα ανθρώπινα φτερά

στο ουράνιο περιβόλι.

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ  71-74)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ