Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

ΣΤΙΧΟΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ: «θέρισαν τη λαλιά μας κι απ’ τη φωνή που κόπηκε έμεινε η ρίζα με το αίμα…»

 

Αίμα του βράχου κόκκινο πουλί /  κατέβα στη θάλασσα μια νύχτα

να βρεις τα μάτια μου να πιεις / τα χείλια μου να κελαηδήσεις.

Εδώ με σκότωσαν στην ερημιά σε τούτο τ’ ακρογιάλι.

Τρόμαξε τ’ άλογο, σηκώθηκε / με πήρε σέρνοντας απ’ τα μαλλιά

και τριποδίζει πικραμένο στον κατήφορο

ακόμη πουλί μου, ακόμη  

 

Χωμένοι τώρα σε τούτο τον ίσκιο που βασανίζει τα βουνά

Κοιτάζουμε το πέλαγο γεμάτο δόρατα ενός άφαντου στρατού

κι ο ήλιος γέρνει κι οι φωνές μας στην κόψη του αγέρα

σβήνουν ολοένα και δυναμώνουν  

(Ήταν το ΤΡΑΓΟΥΔΙ και το τελευταίο μέρο από τα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971 – στον τίτλο της ανάρτησης στίχοι από το ποίημα ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ)

Στη συνέχεια από την ίδια συλλογή διαβάζουμε τα ποιήματα:

1.   ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ (Α-Ι), Σηκώσαμε τ’ άλογα μες στην καταχνιά

2.   ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ, Μας έβγαλαν τα μάτια

3.   ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΩΜΑ, Ποιον πάνε στο άδειο ξυλοκρέβατο δεμένον με μπαμπάκια και γάζες και σύρματα;

4.   ΕΡΗΜΟΝΗΣΟ, Τούτο τ’ ακρογιάλι θαμμένο στη στάχτη

5.   ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ, Εκεί έμεινα μες το σκοτάδι

6.   ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ, Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί και

7.   ΚΗΔΕΙΑ π.Χ., Πιο πίσω ήταν τα χώματα

 

 


ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Α΄

Σηκώσαμε τ’ άλογα τσακισμένα μες στην καταχνιά

βοηθήσαμε να σηκωθεί ο Νεκρός και ξεκινώντας καθώς χάραζε

κάποιος έριξε μια ντουφεκιά πάνω σ’ έναν ανθισμένο φράχτη.

Ήρθε μια γυναίκα και μάζευε τα τριαντάφυλλα τιναγμένα στη γη,

ύστερα κοίταξε δακρύζοντας το καψαλισμένο βουνό

εκεί που ο ήλιος πάλευε ανεβαίνοντας γεμάτος λαβωματιές.

 

Β΄

Ήταν ήσυχα εκεί. Κόκαλα μονάχα και βαθύτερα

λησμονημένες προσταγές στου ύπνου τα χάσματα

κι ενέργειες φημισμένες παραδείγματα σπουδαία κι άλλα τέτοια

που αλλιώς μας τα μαθαίνανε κι αλλιώς τα στοχαστήκαμε στον πόλεμο

Κόκαλα μονάχα και το φως άδειο βουίζοντας στην ερημιά

κι ένα περιστέρι μαύρο κοντά στη συλλογή

σκοτωμένο πέφτοντας ολοένα από τον ουρανό

 

Γ΄

Πιο χαμηλά το πέλαγο θρυμματισμένο

φύλλα χρυσά σκοτεινιάζοντας στο κατέβασμα του αγέρα.

Πίσω του δρόμου τα πλευρά στενεύανε μελανιασμένα.

«Χιλιάδες πέρασαν από δω. Θα περάσουμε», είπε,

«κάπου θα βγάζει τούτος ο δρόμος» -

ένας δρόμος σφιγμένος στο λαιμό της γης.

Κι όμως κανείς δεν ήξερε – ρωτήσαμε πολλούς

μήτε κι ο γέροντας που απαντήσαμε ψηλότερα

ανηφορίζοντας μενεξεδένιος κι αόριστος στην πλαγιά

μ’ ένα κουπί στον ώμο.

 

Δ΄

Ανάμεσα στα κυπαρίσσια η θάλασσα ψιθυρίζοντας ονόματα δικών μας

κι ο ίδιος ήχος στο χορτάρι όταν χαμήλωνε ο αγέρας.

Και τα μαλλιά τους βάτα με ασφάλαχτα περιπλεγμένα

και τα μεγάλα μάτια τους που δεν μπορούσαν να βουλιάξουν

κατά το μέρος που ο κόσμος μαύριζε σε μια παντοτινή σιγή.

 

Ε΄

Έτσι λοιπόν θυμάμαι αρχίζοντας με το φόβο

καθώς ξεδίπλωναν το σεντόνι πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα

βρώμικο αχνίζοντας γεμάτο αίματα και μύγες

ή παραστάσεις από την άλωση της Τροίας.

Και τις γυναίκες να το πλένουν σκυφτές στην ακροθαλασσιά

μεσημέρι, την ώρα που σηκώνεται ο άμμος

κι όλος ο γιαλός βουλιάζει με τις καλύβες, τα πεύκα και τα σκυλιά

κι άλλοτε παράξενα θαμμένες στα λευκά

πλαγιάζοντας μονάχες κάτω απ’ τις στεφανοθήκες

ενώ το χιόνι μας είχε σκεπάσει

 

ΣΤ΄

Ήταν κι αυτός μαζί μας το τελευταίο μας βράδυ.

Είχε το χρώμα του θανάτου στα χείλια τραυλίζοντας

κάτι λόγια λυπητερά σαν τα τραγούδια μας.

Τα θυμήθηκαν αργότερα, σε όλους τους αποχωρισμούς μας τα γυρεύαμε

όταν δεν είμαστε πια μήτε ζωντανοί μήτε πεθαμένοι.

Αυτός που κάποτε ξαναγυρίζει, παραμονεύει τον ύπνο μας

προσέχει τις φωτιές ή κάθεται και μας κοιτάζει ασάλευτος -

το πρόσωπό του φαγωμένο, χωρίς χέρια

χαμογελώντας όπως οι σκύλοι μέσα στη φρίκη της αυγής.

 

Ζ΄

«Ήμουν μέσα σε μια χαράδρα

μ’ έβρισκε το φεγγάρι καθώς πυροβολούσαν

και λιγοψύχησα κι έκλαψα με το πρόσωπο στη λάσπη».

Κι όλα τούτα είναι παράδοξα, σχεδόν ηδονικά και τελειωμένα

μα ποιος θα θελήσει να σας τα μαρτυρήσει σωστά

πηγαίνοντας ακόμη με την τριχιά, που λένε, στο λαιμό

το μαράζι της αλήθειας και το μαράζι της αδικίας.

 

Η΄

Πότε θα ξαποστάσουμε; Χαϊδεύω τ’ άλογα, πετσί και κόκαλο,

γυρεύοντας την ανάσα τους μέσα στα γένια μου.

Κάτω από τούτο το πλατάνι που σταλάζει στα καπούλια τους

περιμένουμε υπομονετικά ώσπου να παραδώσει ο σύντροφος.

Μέσα στις αστραπές, όταν ανοίγει ο ουρανός

βλέπουμε τη μάχη για την ψυχή του, τη Δόξα να κατεβαίνει

όπως τη ζωγραφίζουν στα εικονίσματα.

Τα πόδια μου πρήστηκαν, οι αρβύλες κόλλησαν με το κρέας

και ποιος αντέχει ακόμη την πείνα και την παγωνιά.

 

Θ΄

Μη λησμονήσεις, έλεγε, μη λησμονήσεις. Μα όλα μαύρισαν

όπως ο τοίχος που τον γκρέμισαν, στο μέρος της γωνιάς.

Και βλέπεις ξαφνικά εκεί που ήταν κάποτε το σπίτι σου

βλέπεις τον τόπο να φωτίζεται

σα να σηκώνει κάποιος τη φλόγα μέσα στο λαμπόγυαλο

και τις γυναίκες εκεί να πλέκουν ολοένα σκυφτές -

τα χείλια τους δεμένα στα μαύρα μαντίλια

τα μάτια τους κόπηκαν απ’ το μίσχο σαν τα λουλούδια

και μέσα στην πάχνη από τα δάκρυα, μονάχα τα δικά της:

«Οι πέτρες άνθισαν κοντά στο φράχτη

πέρυσι τον χάλασε ο καιρός, είχαμε χιόνια.

Πόσοι χάθηκαν».

 

Ι΄

Χωμένοι τώρα σε τούτο τον ίσκιο που βασανίζει τα βουνά

κοιτάζουμε το πέλαγο γεμάτο δόρατα ενός άφαντου στρατού

κι ο ήλιος γέρνει κι οι φωνές μας στην κόψη του αγέρα

σβήνουν ολοένα και δυναμώνουν.

 

 

ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ

Μας έβγαλαν τα μάτια

θέρισαν τη λαλιά μας

κι απ’ τη φωνή που κόπηκε

έμεινε η ρίζα με ο αίμα

σκίζει την πέτρα για νερό

και πάλι ξανανθίζει.

 

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΩΜΑ

Ποιον πάνε στο άδειο ξυλοκρέβατο

δεμένον με μπαμπάκια

και γάζες και σύρματα;

 

Τρέχει το αίμα στάζει στη γη

χωρίς να υπάρχει το σώμα

το σώμα δε βρέθηκε

κι όμως το βλέπεις

ο Νεκρός είναι εκεί

θερισμένος.

 

Πέφτει χιόνι τώρα και τον σκεπάζει

χιόνι στο ξυλοκρέβατο, χιόνι στο αίμα

καθώς φυσάει και η μνήμη ξεπαγιάζει

λαξεύοντας προσεκτικά στον αγέρα

το άφαντο σχήμα του.

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

 

ΕΡΗΜΟΝΗΣΟ  (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Τούτο τ’ ακρογιάλι θαμμένο στη στάχτη

φύκια ξεριζωμένα από παλιές τρικυμίες

και τα φτερά σου νεκρά στον αγέρα

ψηλά με τις φωνές που δεν προφτάνουν να γίνουν γλάρος

κι άλλοτε χρυσά και μαύρα στον αφρό

χωρίς ξεκούραση χωρίς γαλήνη.

Και τούτος ο κάβος στο Βοριά

σα ραχοκοκαλιά δεινόσαυρου

καθώς γέρνει να γλείψει στα νύχια του τα

ο αίμα από τα σπαραγμένα περιστέρια μας.

 

Κάπου εδώ

 

Κάπου εδώ πλευρίσαμε αλαφρά, σιωπηλοί

κρύβοντας τα πρώτα δάκρυα

πίκρα της θύμησης που στεγνώνει

σαν αλάτι στο κορμί και γύρω στα χείλια

πίκρα της μεγάλης ερημιάς

όπως όταν ξυλάρμενο σε βρίσκει το βράδυ

και γυρεύεις τ’ αστέρια που αγάπησες πολύ

μέσα σε κλειστά κοχύλια, βυθισμένα.

Κι ολοένα η μουσική απ ’τα κουπιά

και του νερού το λίκνισμα στα πλάγια

με τ’ όνομά σου που πεταλούδιζε σπασμένο

παιχνίδι των ίσκιων, της νυχτερίδας χορός.

 

Πώς βρέθηκες

εδώ που τελειώνουν οι μέρες, ο καιρός και η θάλασσα

γυμνή κι ολομόναχη

μες στο βαθύ κυμάτισμα της πετρωμένης άμμου

μέσα στα σάπια φύκια ίδιος αρχάγγελος

ματίζοντας τα τρυπημένα δίχτυα μας

ενώ σε ταξιδεύει ο ύπνος στα νησιά του.

 

Τι παλεύεις απελπισμένη να κρατηθείς

μες στον περίγυρο της μνήμης σου

που ολοένα στενεύει·

τι γυρεύεις κι έρχεσαι και μας ξυπνάς

μια ώρα περασμένα τα μεσάνυχτα

με μια φωνή πνιγμένου στο σκοτάδι

αφού ξέρεις

δώσαμε τ’ όνομά σου στο καράβι μας

στην ψυχή μας,

πήραμε τα μαύρα πέλαγα κι ούθε φυσήξει.

 

Κάποτε κιόλας ανάμεσα στα ξάρτια

καθώς τραβάμε τα σκοινιά

τα δάκρυα με προδίδουν.

Συλλογισμένος τα σφουγγίζω με το σκούφο μου

κι όλο ρωτάω αν ήσουν όνειρο στην πλώρη μας

αν ήσουν…

 

ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ

Εκεί έμεινα

μες στο σκοτάδι είναι δροσιά

είναι μια παλάμη γης πάνω στο μέτωπο

δε σαλεύω πια και η ανάσα μου ησυχάζει.

Μια μικρή φλέβα νερό βρήκε το πλευρό μου

το μέρος που μ’ έπιανε ο πόνος

σαν άρχιζαν εκείνες οι βροχές. Τάχα θα πονέσω;

Αν ξεριζώσει τούτο τ’ ασφοδίλι που ποτίζουν

οι μυστικές πηγές του ύπνου μου

αν φυσήξει ο γνώριμος αγέρας και το ξεριζώσει

να με βασανίσει πάλι χτυπώντας

πόρτες αμαντάλωτες και παράθυρα

μιας χαμένης μνήμης – τάχα που είναι η γαλήνη;

Ποιος θα με λυπηθεί

όταν ξυπνήσουν τα τσακάλια πεινασμένα

ψάχνοντας το κίτρινο χώμα μου

όταν θα έρθει ο καιρός της λησμονιάς

σπρώχνοντας τις πέτρες

ωσάν κοπάδι σκλάβες που δε θέλουνε ν’ ακολουθήσουν.

 

Διάβασα τον καιρό εκστατικός

μέσ’ απ’ τη φωνή των πουλιών

φύλαξα άγριους καρπούς στην κουφάλα ενός δένδρου

έδειξα το πέρασμα του ποταμού στο διαβάτη

με καληνύχτισε και τον καληνύχτισα.

Νυχτώθηκα πολλές φορές

σαν τον ετοιμοθάνατο που δεν τελειώνει

μόνο ακούει το κλάμα του γεραλέου ελέφαντα

καθώς πηγαίνει στη σπηλιά του να πεθάνει.

Αν ήξερα μια προσευχή θα την έλεγα.

 

Εκεί έμεινα

ελπίζω τα κόκαλά μου ν’ ανθίσουν

τον Απρίλη με τις πασχαλιές

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

 

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ  (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί.

Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα

κι ο ήλιος μες τη συννεφιά

σα Λάζαρος με σάβανο

Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων

το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια

όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών

και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.

 

Τώρα τους βλέπω.

Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια

προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν

το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος

απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους

ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα

αυτόν που ανασαίνουμε.

Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.

Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν

γυρίζουν αφηρημένοι εκεί

κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.

Θυμούνται.

 

Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν

μονάχα σαν να σε κατεβάζουν προσεκτικά απ’ το πρωί

χωρίς να τους δίνεις φρίκη

μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις

καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί

ώσπου μένουν τέσσερα σημεία στον άνεμο

γυμνά, ματωμένα

 

ΚΗΔΕΙΑ π.Χ.

Πιο πίσω ήταν τα χώματα

τ’ αυτοκίνητα σταματημένα

κι ο φόβος κρυμμένος εκεί

πολύ κοντά μας.

Κανείς δεν έβγαζε μιλιά.

 

Πρόφτασα και του είπα:

Σκύψε και κοίτα ήσυχα

εδώ που κατεβαίνεις ολομόναχος

δεν είναι φως μήτε σκοτάδι

να χωθούμε.

Όμως θα σ’ ανταμείψει ο θάνατος

θαμμένον χίλια χρόνια

σ’ ένα πιθάρι προ Χριστού.

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

 

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή: πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν… Στον μέλλοντα, λοιπόν, αιώνα αυτοί θα τρέξουν στο ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ να ζητήσουν μια θέση και βέβαια θα πληρώσουν μ’ ένα Ποίημα… Η φωνή του Γιώργη Παυλόπουλου έχει φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει, να μην σβήνει όταν χαμηλώνει…

με εικόνα του ποιητή από τα ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ