Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΟΥ ΛΕΞΗ ΤΗΝ ΕΙΠΑΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (όλη σου τη σιωπή την είπε η Ποίηση):

 «Στον εαυτό τους κλειδωμένοι οι άνθρωποι κατοικούν στη θάλασσα της μοναξιάς…

Ερημικά κοχύλια οι άνθρωποι, μες στα γαλάζια βάθη τους τη νύχτα προσδοκούν και το κοράλλι της καρδιάς δεν άνθησε στα χείλια…

Μούσα, το χέρι δώσε μου και καν’ το μου οδηγό κι απ’ την αψίδα των σκιών στο φως ο νους μου θα ’μπει!

Και τότε εγώ ο ανίσχυρος στη μέση θα σταθώ και να ’χω κύκλο πάνοπλους αντάρτες μου τους στίχους,

να βάζω τ’ άστρα κράνος μου στο μέτωπο τ’ ορθό και των εχθρών μου ατρόμητος να προσπερνώ τους στοίχους…» [Γιάννης Ρίτσος]

 

Ο Ρίτσος συνήθιζε να γράφει παράλληλα συλλογές και συνθέσεις συχνά διαφορετικής υφής και διάθεσης, αντισταθμίζοντας τους υψηλούς τόνους του έπους και της λυρικής έξαρσης με τη χαμηλότερη εσωτερική φωνή, την εκτεταμένη σύνθεση με το βραχύ, συμπυκνωμένο ποίημα, την αγωνία του με στίχους ζωικής χαράς και απόλαυσης… Ανθολογούνται εδώ ποιήματα απ’ τις πρώτες συλλογές του Γιάννη Ρίτσου: ΤΡΑΚΤΕΡ και ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ (1930-1935)

 

ΤΡΑΚΤΕΡ (επιλογή)

Διέξοδος

Μητέρα Ποίηση, δέξου με το σώμα μου σταυρός

και πάνω του καρφώσανε τη ζωή μου Ναζωραίο·

σε ανάξιους εμοιράστηκε ο δικός μου θησαυρός

κι έχω το φτύσμα ταπεινών στο πρόσωπο τ’ ωραίο.

 

Εκδίκηση ήχων της πληγής, κάνε, την οιμωγή,

-ποτέ δε γεύτηκα ήσυχος μελαχρινό καρβέλι -

στον ιδρώ, που ’χυσα σκυφτός καρπίζοντας τη γη,

της ακτινοβολίας σου λάμψε τα δίκαια βέλη

 

Ω απόψε, αιχμάλωτος σιωπώ στη μέθη της θανής

για τις παλάμες μου βαρύ ’ναι της οργής το βόλι·

αγάπη χάριζα παντού, δεν μ’ είδε όμως κανείς

κι είμαι ένας σπόρος ομορφιάς σε άγονο περιβόλι.

 

Τη ράχη του μου γύρισε το σύμπαν, και στη σκιά

των ήλιων σέρνομαι χλωμό σκουλήκι, κι αν απ’ ώρα

κεντούσα των αγέννητων παιδιών στοργής φασκιά,

με αρνήθηκαν και σε άρνηση του νου σαπίζει η οπώρα.

 

Φίλο δεν βρήκα ούτε ένανε, στο ίδιο σκεβρό σκαμνί

να μείνουμε ώρες σιωπηλοί, το στήθος να φουσκώνει

στην ευτυχία μιας επαφής και των δακρύων σταμνί

να ρέει για να ξεπλύνουμε απ’ τα χέρια μας τη σκόνη.

 

Και μια ύποπτη μόνο ματιά την τόλμη μου νικά

-χαμάλης άρρωστων γενεών στην πλάτη έχω τα βάρη -

την πολιτεία της ομορφιάς που ’χτιζα ευγενικά

την γκρέμισαν με αλαλαγμούς  πολιορκητές βαρβάροι.

 

Σφαλάει  τ’ αυτιά μου ο εμπαιγμός στης ζωής τη μουσική,

τα νέα μου μάτια στο φακό της ειρωνείας θαμπώνω·

κι όποιο χαλίκι σήκωσα στο δρόμο μου είδα εκεί

βουνό που βάραινε τη γη του μερμηγκιού τον πόνο.

 

Υπεραξίας υδρατμοί τυφλώνουνε το φως·

στον ανθοκάλυκα της γης βόσκει μονάχα η κάμπη·

πέτρα του κόσμου ο εγκέφαλος κι απόμεινε κουφός

στον ύμνο του ήλιου που γελούν οι σμαραγδένιοι κάμποι.

 

Στον εαυτό τους κλειδωμένοι οι άνθρωποι κατοικούν

στη θάλασσα της μοναξιάς, ερημικά κοχύλια,

μες στα γαλάζια βάθη τους τη νύχτα προσδοκούν

και το κοράλλι της καρδιάς δεν άνθησε στα χείλια.

 

Μα όχι, δε θέλω ταπεινός στους ταπεινούς κι εγώ

κι άγνωστος στης ανυπαρξίας να βυθιστώ τα θάμπη.

Μούσα, το χέρι δώσε μου και καν’ το μου οδηγό

κι απ’ την αψίδα των σκιών στο φως ο νους μου θα ’μπει.

 

Μες στους καθρέφτες των ματιών σου θα γελάει φαιδρή

κάθε πληγή μου με τα χείλη αιματωμένα ακόμη

το ανάστημά μου θα γραφτεί σαν την πελώρια δρυ

μπρος στην αυγή, και χιόνια ετών δε θα ’χω στην κόμη.

 

Τον κόρφο σου άνοιξε –νεκρού λίκνο- να με δεχτείς,

-μήτε κλωστή δε με κρατά στο χείλος της αβύσσου-

κάνε ν’ αστράψει η πτώση μου διάττων μεσονυχτίς

και ν’ αναπνεύσω όλη τη ζωή μες στο σκοτεινό κλουβί σου.

 

Και τότε εγώ ο ανίσχυρος στη μέση να σταθώ

και να ’χω κύκλο πάνοπλους αντάρτες μου τους στίχους,

να βάζω τ’ άστρα κράνος μου στο μέτωπο τ’ ορθό

και των εχθρών μου ατρόμητος να προσπερνώ τους στοίχους.

 

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ

Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Μπέμπελ και Μπουχάριν

τους στρίμωξα στο νου κουκί κουκί.

Να με, λοιπόν, κατέκτησα την χάριν

να κρίνω με τη διαλεκτική.

 

«Αχώριστος η θεωρία και η πράξη»

συχνά σκοντάφτω στην εφαρμογή,

μα η κριτική μου είναι πάντοτε εν τάξει,

όλους και όλα τα ελέγχει, τα εξηγεί.

 

Τις συγκεντρώσεις των προλεταρίων

απ’ το παράθυρό μου τις κοιτώ

ως να συγκινηθώ μέχρι δακρύων

και γράφω στίχους πλέον των 100.

 

Τη σκέψη αφήνω διάφανο μπαλόνι

στον άδειο ν’ ανεμίζεται ουρανό,

να βλέπω την εντύπωση που απλώνει

το χρώμα που αντιφέγγει το κενό.

 

Τώρα το «Καπιτάλ» του Μαρξ κηρύττω,

μα αποφεύγω την κάθε συμπλοκή

γιατί, ξέρω, θανάσιμα θα πλήττω

αν κάποτε με βάλουν φυλακή

 

ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ (επιλογή)

Επιθυμία

Θα ’ρθω μιαν αυγή του Απρίλη, που άλικα

ρόδα θα μαδά στην πνοή του ανέμου,

λίγο φως να πιω στον ανθοκάλυκα

της φιλίας σου, φίλε μακρινέ μου.

 

Να φανούν ζητώντας τα αφανέρωτα,

σύντομα με πρόφτασε το βράδυ

προδομένος κάθε ονείρου κι έρωτα

φυλαχτό δεν έχω ούτε ένα χάδι.

 

Με το νου, σκληρό διαμάντι, ράγισα

της καρδιάς το κρύσταλλο, κι ακόμη

ούτε η Μούσα, η άλλη μοίρα, η μάγισσα,

δάφνη δεν μου κάρφωσε στην κόμη.

 

Το στερνό και μόνο εφόδιο χάλασα,

μα ως θα πλέω, καλέ μου, στην Χαλκίδα

απ’ το πλοίο θα ρίξω μες τη θάλασσα

τη βαριά του μάταιου αλυσίδα.

 

Θα σε βρω· θα μείνουμε ώρες λέοντας

τόσα, τόσα ασήμαντα κι ωραία.

Με τα μάτια στο γαλάζιο πλέοντας

θα γεμίσω φως τον αμφορέα.

 

Αντικρύ γυαλί ο γιαλός και πάνω του,

σε σαπφείρου γλάστρα, οι γλάροι κρίνοι·

θα ’χε ο νους τη χάρη του αστεφάνωτου,

δίχως πια να κρίνεται ή να κρίνει.

 

Θα μου λες –πρωτόγνωρο φανέρωμα! –

ιστορίες γλυκές γεμάτες γλύκα,

γλέντα ναυτικών ως το ξημέρωμα

για μια ζαχαρένια ή μιαν Αννίκα.

 

Και θ’ ακούω εσένα και τα κύματα

-φλοίσβος η φωνή σου, η πνοή σου αρμύρα -

και ξεχνώντας τ’ άλυτα προβλήματα

θα χαρώ της γης τα μύρα.

 

Κι όταν θα βραδιάσει – ωχ, έγια λέσα μας,

έγια μόλα, αδέλφι στην ορφάνια -

ομορφιές απλές θα λάμψουν μέσα μας,

όπως στο γιαλό τα πυροφάνια.

 

Αν κάποιος θα ’θελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό, στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία… Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωσε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το «υπαινικτικά» λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς. Με προσωπεία και δάνειες φωνές αρθρώνει την αλήθεια του. Οι αμφισημίες, οι αντιφάσεις, οι παλινωδίες μαρτυρούν τη σκληρή πάλη του στοχαστή που δέχεται τα δυσοίωνα μηνύματα των καιρών, ενώ έχει συνδέσει το πεπρωμένο του με το υψηλότερο όραμα της ανθρωπότητας

[με εικόνα του ποιητή από τα ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ