Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ: ΝΑ ΠΟΡΕΥΤΟΥΜΕ ΜΟΝΟΙ ΜΑΣ

Αν ενώσεις το βροχόνερο με τα δάκρυ σου το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες του δειλινού στο πρόσωπο,
που πλαγιάζουν με τα χέρια αδειανά, με τα πόδια γυμνά,
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου,
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ’ναι γραμμένη απελπιστική,
ολοκληρωτική η μοναξιά σου.

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δεν θα το μπορούν, θα ’ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ’ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου, θα ’ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή,
γιατί δεν είχε κουράγιο να περάσει όλες τις σφαλισμένες πόρτες,
όλα τα κουρασμένα βήματα, όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη, λαχταριστή,
με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ,
τα λόγια της μοναξιάς σου.

Θεέ μου, τι θα γίνουμε; Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων των ψυχών από δίπλα μας;

 Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος. Μια θα ’ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας
[Το ποίημα ΜΟΝΑΞΙΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΠΟΧΗ στο τεύχος Φθινόπωρο 1956 μαζί με γράμμα του Νίκου Καζαντζάκη που συστήνει το ποίημα. Αυτό το ποίημα επέλεξε η ποιήτρια ως ΠΡΟΛΟΓΟ στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011, Εκδόσεις Καστανιώτη 2014]

Σ’ αυτή την ανάρτηση ανθολογούνται ποιήματα  από την πρώτη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963: Πρώτο μέρος ΒΥΤΟΣ και ΑΛΙΕΙΗ (Ημερολόγιο του Βύτου, Δεύτερο μέρος Ημερολογίου, Τελευταίο Γυναικείο Τραγούδι της Αλιείης, Ενώπιος Ενωπίω)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  «Βύτος και Αλιείη» είναι τα μυθικά πρόσωπα που επέλεξε η ποιήτρια σαν βγήκε… στο δικό της πηγαιμό για τη μακρινή χώρα της Ποίησης.    Κατά μία μυθολογική παράδοση ο Βύτος είναι σύζυγος της Θεάς του έρωτα και της γονιμότητας, της Αφροδίτης. Ο Βύτος και η σύντροφός του, η Αλιείη συμπλέκονται στο ποίημα με τον κρητικό μύθο του Μινώταυρου. Τα μυθολογικά αυτά πρόσωπα λειτουργούν ως πρόδηλα σήματα της σύνδεσης της τότε εικοσιπεντάχρονης αλλά και τόσο ώριμης ήδη ποιήτριας με τις πατρογονικές ρίζες του τόπου της και των ανθρώπων του – βλέπε και το ΣΧΟΛΙΟ Ευριπίδη Γαραντούδη στο τέλος της ανάρτησης)



ΒΥΤΟΣ και ΑΛΙΕΙΗ: Ημερολόγιο του Βύτου
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ

Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού

Φώτα της παραλίας νεκροπομπή
για τα χόρτα του καλοκαιριού.
Τα καλέσματα των μανάδων
σε εσπερινή μετάνοια
πήραν ήχο φθινοπωρινό.

Πηγαίνω στην πρώτη βροχή
που ’ρχεται από τη θάλασσα.
Τη φυγή –τελείωση πανάρχαιας δίψας-
την ονόμασαν για μένα θάνατο.

Να ’ναι αργός ο δρόμος του ανέμου.
Σιγά να χαράζουν τα περβόλια του ορίζοντα
να τα καλλιεργήσουμε οι σύντροφοι του τέλους.
Σιωπηλά τα καΐκια περιμένουν τη μέρα
στη νυχτερινή πραότητα του λιμανιού.
Η γεύση του σταφυλιού και του σύκου
ανήκει πια στους τόπους της μνήμης.

Το σώμα μου έγινε η αρχή του ταξιδιού.

ΔΕΥΤΕΡΗ  ΜΕΡΑ
Δεν υπάρχει σύνορο
ανάμεσα στο φως της μέρας και της νύχτας.
Τρίζει το σκαρί και οι ρεμβασμοί της πλώρης
συνέχεια αιωνιότητας.
Η ψυχή μου καυτός ανεμοστρόβιλος
υπόσχεται το τίποτα.

Εγώ τους τόπους είχα ονειρευτεί
όπου τ’ άλογα ξέφρενα τρέχουν
στα γλιστερά μονοπάτια του ήλιου
σ’ άρματα κι άμβωνες
το κορμί μου στα ύψη οραματίστηκα.
Κι όμως τις μέρες μου ταχτικά τελείωνα
εκεί στο πατρογονικό πηγάδι
με τα πρόσωπα και τα πράγματα της αυλής
μαζί μου χρόνους πολλούς σβησμένους.

Χάνεται η ομορφάδα των βουνών
όταν τόπο δεν έχεις υψηλό να δεις!
Το ρόλο υποδύθηκα του σύννεφου
που δεν θα φέρει ποτέ ευλογία

ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ
Μεσημέρι Σεπτεμβρίου
μικροκουβέντες των συντρόφων
στην ηπιότητα του ήλιου.
Χρώματα ετοιμάζονται απογευματινά
σκαλοπάτια για το φθινόπωρο.
Χαρά στον κλήρο μου το θάνατο.
Ειρήνη είναι με το θαύμα
που ανήλεα προπορεύεται.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ
Χλομά τα πρόσωπα των δένδρων
μόλις που εμφανίζονται στους μικρούς ύπνους.
Γυμνός ο αγέρας
χωρίς μηνύματα γαζίας.

Τα επτά κορίτσια
κλείνουν τους λαιμούς στο φόβο.
Φοβούνται το φως, τη βροχή
τα χέρια τους αμάθητα
μην αγριέψουν στην αρμύρα.
αποχαιρετούν τα ονόματά τους
και τα μαλλιά τους.

ΠΕΜΠΤΗ ΜΕΡΑ (στην Αλιείη)
Ιέρεια του θανάτου με το αστρένιο σώμα
σε κάλεσε ο αποσπερίτης σε θρήνο
κι εσύ τέντωσες δυο συκιές τα μπράτσα σου
κι ανάμεσά τους το φεγγάρι.

Κλαις γιατί ’ναι η εποχή
που ντύνονται φύκια τα σώματα των αγοριών
τη ζέστα του σταρένιου ψωμιού τυλίγονται
μούστο και ρεύμα και κυκλάμινα οπλίζονται.
Πιάνονται χέρι-χέρι με το γιόμα
και κατεβαίνουν τα μονοπάτια μεσ’ απ’ τις ελιές
μεσ’ απ’ τα πουλιά του καλοκαιριού.

Έρχονται.

Τρέφουν την ανάσα των κυνηγημένων ζώων
κι άλλες ιστορίες απ’ την παρουσία τους
δεν έχουνε να πουν.
Δακρύζεις, της είπα.
Στον ώμο σου ακουμπάει να κλάψει
ο ουρανός.

ΕΚΤΗ ΜΕΡΑ
Εκτείνεται η μορφή σου
σαν τις πάλλευκες αίθουσες του πατρικού.
Τα περιστέρια μεταλάβαιναν απ’ τα χέρια σου
και άφηναν στα μάτια σου τον οίκτο
για τα ερπετά και μικρά της γης.

Ανθούσαν γαριφαλένια τα μεσημέρια σου
και περιπλανιόσουν με το άστρο της νύχτας
στις ψηλές κολόνες στολίζοντας τες.

Τώρα ακουμπάς στην περηφάνια
τράπεζα αγία των αναστεναγμών

ΕΒΔΟΜΗ ΜΕΡΑ (Είπε η Αλιείη)
Ετοίμαζαν την αναχώρηση οι γυναίκες
κι έφερναν λεμόνια και φύλλα μαστιχιάς
οι συντρόφισσες των παιχνιδιών
για τα δαιμονικά της θάλασσας
και μυρωδικά για την ώρα του θανάτου.

Έβαλα γιασεμιά στα γένια του πατέρα
γλυκά κοιμούνται τα γεράματα
κι απομακρύνθηκα απλά
ενώθηκα με τη σκιά μου
και πάω κατά τον ήλιο.

Ήρθε η αυγή
κι ό,τι κοριτσίστικο
είχα χαράξει στο πλαξκόστρωτο
παιχνίδια της κιμωλίας
ονόματα, φανταστικά καράβια
έχει χαθεί.

ΟΓΔΟΗ ΜΕΡΑ
Σήμερα προσεκτικά ακούσαμε
τα ψάρια και τα λουλούδια του βυθού.
Περιμέναμε
και το πρωινό περίμενε
με τους ουρανούς εκθαμβωτικά καινούριους
φωνές από τις σιωπηλές παρουσίες της θάλασσας.

Στο τέλος του ταξιδιού
θα ξέρουμε πια τη ζωή
των φυτών και των αέρηδων
όπως μας την διηγήθηκαν.

ΕΝΑΤΗ ΜΕΡΑ
Σχέδια για το θάνατό μας
κάναμε απόψε
και ήταν σαν να μαντεύεις
τα τραγούδια που απομακρύνονται
από την ακτή
μαζί με τους ψαράδες.

Θα ’ναι θρασεία η ματιά του ήλιου
ή ρίζες αρχαίων δένδρων
να ζώνουν όλο πιο σφιχτά
ή σε νερά ατέλειωτα θα βυθιστούμε
με το βάρος των ημερών;
Μετάλλινος θόρυβος
κραυγές πληγωμένων πουλιών στα ύψη
θάλασσα από στάρι
ή θα πεθάνουμε
απ’ τα πολλά ηλιοτρόπια;

ΔΕΚΑΤΗ ΜΕΡΑ
Αλιείη, ξέρεις την αγάπη
για τις παλίρροιες και τα ξενιτέματα
για το μεγάλο ελάφι
που μας έδωσε τις κνήμες
για τον μεγάλο αετό
που έδωσε τα μπράτσα.
Την αγάπη για τον γκιόνη του φεγγαριού
για το μυρμήγκι του χειμώνα
την αγάπη, την αντοχή
τη νίκη στην ομορφιά και τη γλυκιά μέρα.
Ξέρεις την αγάπη για το Μινώταυρο, Αλιείη;
Αυτή είναι η δική μας αγάπη.
Μην πεις πως δεν είναι ανθρώπινη.
Άγριο θυμάρι είναι
όρθιο στην αστραπή και στον κακό καιρό
χρυσή αλεπού ασυντρόφευτη
θεριό-βιγλάτορας είναι.
Όχι φυτό σπιτικό
άνθος της γλάστρας
δε θέλει περιποίηση
δε θέλει πότισμα.
Μόνο αγριάγκαθο είναι
και ανθίζει στον γκρεμό.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΒΥΤΟΥ ΙΙ ΜΕΡΟΣ
Ξένη γη
νέα κοπάδια στις υπώρειες των βουνών.
Ο Ταύρος του Μίνωα
κλίνει στη σκιά την κεφαλή.
Εγκαταλείπει τις αισθήσεις
την όσφρηση την Κυρά.
Τώρα που καλά γιόμισε το χώμα
μελλοντικούς καρπούς
τώρα που οι σφήκες και τα χελιδόνια
θα διαιωνίζονται με τα φύλλα
και τα νερά υπομονετικά
θα γεννήσουν την πέτρα
κι η πέτρα τα νερά
και τα νερά την πέτρα
τώρα που γέμισε βοές θεών το σπήλαιο
πεθαίνει ο Μινώταυρος.

Σε τέσσερις θάλασσες αναλύονται
οι τέσσερις οπλές του.
Το κεφάλι του γεννήτρα των βουνών
κι η μαλακή κοιλιά του
μάνα σιωπηλή των χνουδωτών ζώων
ανεβαίνουν στ’ άστρα.
Η Αλιείη θα προχωρήσει
με τους δυο της ήλιους
μεσημεριάτικους λευκούς
με τα δυο της χέρια
ακροθαλάσσια της συννεφιάς
και τότε θα ταξιδέψει πια
-άνεμος που συρτά σηκώνεται-
ο Μεγάλος Μινώταυρος-
με το προαιώνιο σκαρί
χωρισμένο σε δυο αετοφτερούγες.

Στον Λευκό χιτώνα της
είχε χαράξει με το χνότο του
τον κόσμο.
Τώρα ο χιτώνας πιο λευκός παρά ποτέ
κι ο κόσμος ένα γύρω.
Ανασαίνει ο Ταύρος
όπως ύστερα από ωραία πράξη
κι ο Βύτος ετοιμάζει το δρόμο του θεού.
Μιλάει στις πέτρες
κι ανθίζουν οι πικροδάφνες
στα φεγγάρια και στους ήλιους των ημερών.
Συναδελφώνει τις πατούσες του με το χώμα
το μέτωπο με τους αστερισμούς
η Λευκή Αρκούδα
ξαναγυρνά στα φύλλα.

Τώρα μένει ν’ ακολουθήσουν
τα επτά σπίτια των Αθηνών.
Οι κορδέλες των επτά κοριτσιών
τυλίγονται ξετυλίγονται
στους σκιερούς κοιτώνες ορφανεμένες.
Παρθενικά πρωινά
θλίβονται τα γεράνια στα κλειστά παράθυρα.
Επτά βρύσες στέρεψαν
απ των παλικαριών το βήμα.
Βουβά τα κατώφλια
δυσπιστούν στο φως.
Τώρα μένει το θαύμα.
Οι μάνες να πονέσουν τον Μεγάλο Ταύρο
και να καλημερίσουν τα παιδιά τους
στα παρτέρια του κήπου-
κι άλλα νιολούλουδα βρέχει η ανατολή.
Οι πατεράδες να καμαρώνουν τους γιους
σε μια χούφτα άνοιξη
και σ’ όλα τα πρόσωπα
να ’ναι πρωινή δροσιά το κλάμα.
Έτσι θ’ αναπαυθεί ο θεός Ταύρος
θ’ αρνηθεί το φόρο
θα προδώσει το καταφύγι του.
Μακρύς θ’ ανοίξει ο δρόμος.
Μεσοστρατίς στο ξέφωτο θα σταθούν.
Θα του λεν παραμύθια
που γέννησαν γι’ αυτόν
με τη βοήθεια των λύκων και των αστεριών
και θα διηγείται
τους πόνους της ανείπωτης γέννας.
Τελευταίος θεός αμφίβολα γενναίος.


ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΗΣ
Εσύ δεν μπορείς να ξέρεις αυτή τη λύπη.
Έρχεται κι αδειάζει μέσα σου
καλόβολη στέρνα κοντά στις καλλιέργειες.
Δεν την ξέρεις αυτή τη λύπη, Βύτο.
Πρώτη παπαρούνα
πρώτο καλοκαίρι με γυμνά μπράτσα
και ξαφνικά νύχτα αγρύπνιας.

Η θάλασσα αγαπιέται με το πρωινό
και κρύβουν τ’ αυγά τους στις ρίζες των φυτών.
Τα χέρια σου δεν είναι γι’ αγάπη
γι’ ανθόνερο κι άφεση αμαρτιών.
Ξέρεις την αγάπη του καλοκαιριού με τ’ αγιόκλημα
την αγάπη των υδάτινων ζώων
και των γιασεμιών με τον λευκό τοίχο.
Η αγάπη σου δάχτυλο τεντωμένο για Κει.
Βαρύ το παραμύθι σου.
 Μυρίζει κρασί και ζεστό χώμα ο αγέρας της αυγής
φορτώνεται καημούς και γλυκαίνει τον ήλιο.

Άσε με να αγκαλιαστώ τη γης με τα ρύζια και τα στάχυα
με τις πορείες ταπεινών εντόμων.
Βαρύς ο ουρανός σου Βύτο.
Κάνε να βρέξει ήπια.
Στα χέρια σου τώρα οι αμφορείς με τις πηγές του ουρανού.
Στα πνευμόνια σου οι αγέρηδες απ’ τις ερημοκορφές.
Ο Μινώταυρος αγγίζει τα χώματα πριν στα παραδώσει.
Σε χρίζει ελεύθερο.

Εγώ πιστή στην εικόνα μου
στην ώρα του γυρισμού
είμαι ό,τι θυμούνται τα φύλλα
ό,τι ξέρουν τα νυχτερινά νερά
σαν τρέχουν κατά τη μέρα.
Βύτο, ελάφια γεννιούνται μες τα μάτια σου.
Μην τεντώσεις το τόξο.
Θέριεψαν οι φλέβες σου απ’ τα χαλινάρια του κόσμου
προϊστορικά ποτάμια και κυβερνούν.
Τώρα θα ονοματίζουμε τα βουνά
νεαρά θα τα λέμε, γερασμένα
και τις ψυχές πιστές θα τις λέμε, ελεύθερες…

Σμίξε τα χέρια σου
κλωνάρι ύστατης χαράς
για το άσπιλο νερό
το νέο βάφτισμα
[ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΗΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963 από την ενότητα Βύτος και Αλιείη]


ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ
ΒΥΤΟΣ:  
Μεγάλε Ταύρε του Μίνωα
λυχνάρια σπιτικά οι ήλιοι της δημιουργίας σου.
Στη λευκή άμμο του σπηλαίου σου
παραμυθένια άφησε χνάρια ο κόσμος
με τις μαγγανείες της νύχτας
τους ελιγμούς των βλαστών στη βροχή
τα κοριτσίστικα χρυσοβράχιολα
στις γιορτές της ευφορίας.
Ήρθαμε με τα πέδιλα λυτά
και την απεραντοσύνη των θαλασσών.
Ψυχή της Αλιείς
θα ονειρευτεί
κι οι τρυγητές της μέρας
θα βρεθούν στη σκιά της μυγδαλιάς
να σιγοτραγουδήσουν.

Η Αλιείη στους νυχτερινούς περιπάτους της
αγκαλιάζει τις πέτρες
το μελλούμενο χορτάρι
κι ως την αυγή
η ομορφιά έχει ανθίσει στους αθώους.

Ήρθα γυμνός από μνήμες
γυμνός από φόβο
γυμνός από ύμνους και βωμούς.
Στους ώμους μόνο η γύρη των πεύκων
στα δάχτυλά μου ξεψυχάν
τα τελευταία τζιτζίκια φέτο.
Τέλεψε το έργο σου.
Βασίλεψαν τα μάτια σου.
Σου ετοιμάσανε κλινάρι
στην πιο δροσερή γωνιά της γης.

ΑΛΙΕΙΗ:  
Για ό,τι έγινε κι ό,τι μέλλεται
είμαστε εδώ μάρτυρες μοναδικοί.
Όλα σωστά
κι οι λύπες μας κι αυτές ετοιμασία.
Ξεπλύθηκα στην αρμύρα
που αγγίζει τις κνήμες σου
κύμα από σκίνα στους κροτάφους μου
λούστηκα με φεγγαρόνερο
κι είναι θερμός ο λαιμός μου
μοιράστηκα την αγρύπνια και τη φωτιά
των βοσκών
στα δύσκολα βουνά.

Τι να παραγγείλουμε στους ουρανούς
για την ανάπαψή σου;
Τολμηρά δεσποτικό πια το φως σου
ανοίγει περάσματα
μεσ’ απ’ τα τρυφερά μυστικά της νύχτας
και προσπερνά.
Πλέξαμε φιλόξενα κιλίμια
για το δισταγμό σου.
Μια μυρωδιά απαντοχής
απ’ τις μασχάλες των βουνών.
Κουράστηκαν τα παράθυρα του αγνώστου
να χτυπάνε στον αγέρα.
Ο ήλιος πια χωρίς περηφάνια
προσφέρεται σ’ ένα πιάτο ελιές
σε μια κούπα μέλι.
Άνεμος.
Να μου ’ρχεται απ’ τις υπώρειες των όντων
κι ανεβαίνει
και σκάνε ώριμοι σιδηρόχρωμοι ορίζοντες.
Θάμπος
αγέρας μεταλλικός
παίρνει τις κορφές
τις οδηγεί πάλι στη ρίζα.
Αγέρας μεταλλικός
χωρίς αντίσταση οι κλώνοι
χωρίς αντίσταση
οι μοναχικές φαντασίες
κι οι φόβοι.
Ακίνητες οι πυρκαγιές κι οι πλημμύρες
χαμογελούν, υπόσχονται.

Ταραχή
παντοδύναμα τα νέα πλάσματα
πηλός το θαύμα στα δάχτυλά τους
και τραγουδάει.
Ο άνεμος από παραλίες
και χώματα ειρηνικά
χαιρετισμοί και παινέματα
για τον μεγάλο Ταξιδευτή.

Αναχωρεί.

Μόνοι καλλιεργητές
μόνοι τρυγητές εμείς.
Χαρά στ’ αμπέλια μας.

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ:  Το Έσω σώμα  ή η αρχή ενός ατελείωτου ταξιδιού
Προσπαθώντας να ιχνηλατήσω τα ορατά και ίσως τα κρυμμένα σημάδια της πορείας της ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ μέσα στον χρόνο, ανέτρεξα στις αρχές αυτής της πορείας, στο πριν από 50 χρόνια εκδομένο πρώτο βιβλίο της Λύκοι και σύννεφα (1963). Η προσοχή μου αγκιστρώθηκε στον πρώτο στίχο της πρώτης ενότητας εκείνου του βιβλίου, της ενότητας «Βύτος και Αλιείη», και στην αφιέρωση της ενότητας. Ο στίχος είναι «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού» και η αφιέρωση είναι «Του Νίκου Καζαντζάκη». Στο ποίημα ο στίχος εκφέρεται από την ποιητική περσόνα, όπως λέμε, την περσόνα του Βύτου. Κατά μία μυθολογική παράδοση ο Βύτος είναι σύζυγος της Θεάς του έρωτα και της γονιμότητας, της Αφροδίτης. Ο Βύτος και η σύντροφός του, η Αλιείη, η γυναικεία περσόνα, συμπλέκονται στο ποίημα με τον κρητικό μύθο του Μινώταυρου. Τόσο τα μυθολογικά πρόσωπα του ποιήματος όσο και η αφιέρωση της ενότητας στον εκλεκτό και αγαπημένο νονό της Αγγελάκη-Ρουκ, τον Νίκο Καζαντζάκη, σκέφτηκα ότι λειτουργούν ως πρόδηλα σήματα της σύνδεσης της τότε εικοσιπεντάχρονης αλλά και τόσο ώριμης ήδη ποιήτριας με τις πατρογονικές ρίζες του τόπου της και των ανθρώπων του. Από εκεί και πέρα άρχισε η κυοφορία του ποιητικού έργου της και το ρίζωμά του μέσα στον χρόνο με 15 ποιητικά βιβλία – τουλάχιστον έως το 2011 που κυκλοφόρησε Η ανορεξία της ύπαρξης… Ξαναγυρίζω όμως στην αρχή της πορείας και ξαναπιάνω το νήμα του πρώτου στίχου, «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού», επειδή μου φαίνεται ότι ο στίχος αυτός είναι η άκρη του κουβαριού που μπορεί να μας οδηγήσει έξω από τη σπηλιά του Μινώταυρου, στο φως της ζωής και της ποίησης που διανύθηκαν με την επίγνωση ότι το σώμα είναι η αρχή ενός ταξιδιού ή, για να το πω αλλιώς, ότι «κατά βάθος ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του», σύμφωνα με την πολύ γνωστή ρήση του Σεφέρη από τις Μέρες 1945-1951, που η Αγγελάκη-Ρουκ έβαλε ως επιγραφή στο βιβλίο της Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό (1974)… [απόσπασμα από το ΣΧΟΛΙΟ του Ευριπίδη Γαραντούδη στο περιοδικό ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ