Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΕΝΑ ΟΡΑΜΑ

 (… ο συνηθισμένος είναι να ανοίξεις τα μάτια αφού τα καθαρίσεις από το χώμα… ):


Μπροστά σου αναδύεται:

δένδρο   ποτάμι   - άλογο βόσκει στη βροχή –

 

Αυρά όμως τα βλέπουν κάθε μέρα όλοι   και δε μεταμορφώνονται.

Έχουν ακόμα την αφέλεια να πιστεύουν

ότι βλέπουν εμένα ή τον εαυτό τους,

ενώ όλα είναι συμπυκνωμένος αέρας

που με το πρώτο φύσημα διαλύεται σαν καπνός.

 

Ο καθένας βέβαια έχει τον τρόπο του

να ζήσει το όραμα ή να το αποφύγει.

Όλοι όμως ατενίζουμε χαρούμενοι

το αποξηραμένο φεγγάρι να ανεβαίνει

μανιτάρι ατομικής βόμβας και πάμε για ύπνο.

(ΕΔΩ ΚΑΤΩ ΓΙΝΕΤΑΙ ΧΑΛΑΣΜΟΣ , από τη  συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980. Πρώτη ενότητα συλλογής ΑΠΟΞΗΡΑΝΤΙΚΑ ΕΡΓΑ.  

Κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013)

 

 


ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΛΙΝΘΟΥ *

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980)

Έχω φύγει. Τα μαλλιά μου έχουν γίνει αεράκι.

Δεν αφήνω πια σημάδια, ούτε ίσκιους.

Αυτές οι ηλεκτρονικές μέρες, δε με αφορούν πια.

Δε με ζεσταίνουν. Σας τραγουδάω με σφιγμένα δόντια:

 

Ένα πουλί λαλεί   ένα σκυλί λαλεί 

και το φεγγάρι, χαλίκι   στο στόμα του σκοτωμένου.

 

Γεμάτος σκέψεις – ψείρες φεύγω.

Πετάω τα λόγια μου στο δρόμο

και το κατά κεφαλήν εισόδημα των ποιητών ανεβαίνει.

Φτάνει στον υψηλότερο δείκτη αποδόσεως – στο θάνατο!..

Τα στόματα μένουν ανοιχτά

Πέφτουν στάχτες   αποκαΐδια   βρισιές

 

Πριν απ’ όλα αυτά ο ώμος σου

τινάζει μετάξι στο στόμα μου

και σωπαίνω και κοιμάμαι.

Τότε το κορμί τελειώνει και κυλά

οδοντόπαστα στο νεροχύτη

*ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΛΙΝΘΟΥ: άσκηση των αναχωρητών στον 2ο αιώνα μ.Χ. στην Αίγυπτο: «Έπαιρναν μια πλίνθο, ανέβαιναν πάνω της και προσεύχονταν εκεί χωρίς διακοπή, ώσπου να τη λιώσουν ο ιδρώτας και τα δάκρυα»

 

ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟΣ

Σε μια πόλη χωρίς φρούτα,

μ’ ένα σώμα στραγγισμένο και ξερό.

Χαμηλοτάβανος ουρανός με πήλινα πουλιά

και δυο δάχτυλα λάσπη. Μέχρι να καταλάβεις

πού είσαι νυχτώνει. Περνάς μέσα

από φύλλα -  ξυράφια.

Ένα δάσος ξετυλίγεται πίσω.

Γυναίκα πλάι σου μασάει παυσίπονα.

Το αυτοκίνητο ακουμπάει στη θάλασσα.

 

Πιο κει γλώσσα επίσημη και σάπια.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980 – πρώτη ενότητα ΑΠΟΞΗΡΑΝΤΙΚΑ ΕΡΓΑ  – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

 

Ο ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΟΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980)

Το τοπίο ξεκολλάει από πάνω μου   ματωμένος επίδεσμος.

Έχω ξεθάψει πολλά πρόσωπα.

Τα μόνα που θυμάμαι:

λίγους θορύβους   τα άσπρο να χάνεται στο στόμα σου

τη θάλασσα να γέρνει

τις πολυκατοικίες να κυματίζουν.

 

Όλα γυρίζουν τόσο γρήγορα:

πολιτικές   ποτάμια   πανικός

Όλα πολτός   - και μιλάμε για μόνιμη κατοικία –

 

Πώς πετάνε τα ορυκτά μου λόγια

Πόσο μεγαλώνουν τα νύχια μου

μέσα στο χώμα σκάβοντας.

 

Η ΑΟΡΙΣΤΗ ΖΩΗ   (στη Μαρία Λαϊνά)

Ο θάνατος με ιχνογραφεί

Ακούω το μολύβι πάνω στο χαρτί.

 

Η φωνή μου μια γραμμή σπασμένη

-τιμάριθμος των συναισθημάτων –

 

Σπασμένες μέρες χωρίς συνέχεια

Άλλα μου λέγανε και κάνει μια ζέστη

που εξατμίζονται όλα:

σχήματα,   πράξεις   ποιήματα

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980]

 

ΠΡΟΣΕΧΩΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ  1980)

Η μνήμη χάνεται στα χαλάσματα.

Το νήμα κόβεται. Σχίζεται η οθόνη.

Νερά περνάνε. Άνθρωποι πνίγονται.

Μένουν με τα μαλλιά – ρίζες στο χώμα.

Ανάβω τσιγάρα – κόκκινες γραμμές  στα σκοτάδια.

Μπαίνουν μέσα άλλες εποχές – άλλες στάχτες.

 

Δεν θα ξαναδώ τα πράγματα που βλέπω.

Ξεχάστηκα στη ζωή φορώντας ρούχα   του χίλια εννιακόσια εξήντα.

Τα φόρεσα ανάποδα   και το θερμόμετρο της ηλικίας μου ανεβαίνει.

Το μυαλό μου κι αυτά που λένε οι άλλοι   σχηματίζουν οξεία γωνία.

Όλα μαζεύονται στην άκρη φοβισμένα.

Το φεγγάρι είναι στη θέση του   και δεν φεύγει κανένας!..

 

Τα επιρρήματα πέφτουν βροχή στα μάτια μου

-χορτάριασαν και δεν μπορώ να τα κλείσω.

 

Η ΧΑΜΗΛΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ

Οι κυματισμοί μέσα μου    φέρνουν ηλεκτρισμό,

αλάτι,  χώματα,  στην άλλη ζωή μου.

Φωτά το σκοτάδι γύρω.

Τίποτα δεν πετάει. Όλα έρπουν.

Χαμηλή βλάστηση – σιγανές ομιλίες.

Τυλιγμένη στις φλέβες σου κοιμάσαι.

Πιάνομαι από λέξεις ελληνικές

και βαδίζω μέσα στο χαλασμό.

Χρονολογίες η μια πάνω στην άλλη

δυσδιάκριτες, φαγωμένες από τις ιδεολογίες

και τη μοναξιά του ανθρώπινου είδους.

Κάνω κολάζ προσώπων   περασμένων – επερχόμενων.

Ο χρόνος σε κουνάει λίγο  και πας, χάνεσαι.

 

Αύριο ξημερώνει μια νέα νύχτα   με αμφίβια ζώα!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980]

 

ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΟ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980)

Πίσω από καθημερινά πράγματα   υπάρχει ένα καθημερινό όνειρο:

να πάρεις το λεωφορείο, να πιεις καφέ,

να αποστρέψεις τα μάτια από ψεύτικους   ουρανού,  πολιτικές εξουσίες.

 

Εξουσίες – ξυράφια.

 

Η λέξη στο μαχαίρι.

 

Τα μυστικά στους δρόμους.

 

Γυρνάς τη τσέπη σου ανάποδα

και έρχεσαι το βράδυ καυτή πίσσα.

Βρίσκεσαι σπίτι. Προσπαθείς να στηρίξεις

το ταβάνι με τους καπνούς του τσιγάρου

και την έρμη την ποίηση!..

 

ΠΕΡΣΙΚΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Πνίγομαι στον ύπνο.

Χθεσινά κύματα με πετάνε στα βράχια.

Γίνομαι κομμάτια.

 

Στον ίδιο ύπνο συναρμολογούμαι

και τρέχω κάτω στη θάλασσα.

Βγαίνω σε μια χώρα ήσυχη,   τυλιγμένη στο μπαμπάκι.

Κανείς δε μιλάει, μόνο τα δένδρα μεγαλώνουν.

-Πιάνω τα στήθη σου κι όλα τα μήλα πέφτουν –

Κοιτάς, μυρίζεις, είσαι στον τόπο σου.

Εδώ και τα φυτά είναι σαρκοβόρα.

 

(Το φως βγάζει αγκάθια και όλα

θα περάσουν από τα μάτια σου.

Θα τρελαθείς στους αντικατοπτρισμούς)

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980]

 

ΜΙΑ ΠΑΓΩΝΙΑ ΕΡΧΕΤΑΙ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980)

Η μουσική σταμάτησε.

Το μάτι είδε την πραγματικότητα κι έγινε περισσότερο γυάλινο

-υπάρχουν περιθώρια τρόμου –

 

Εντάξει το κορμί. Περνάμε μια χαρά.

Το τρώμε, μας τρώει και λιγοστεύει η ζωή.

Ή αλλιώς το πολύ σκοτάδι φέρνει το φως.

 

Ξερός αέρας κάνει μεγάλες καταστροφές   στη φαντασία μου!..

Ξηρός οίνος φέρνει   πίσω τα ποτάμια.

Η μνήμη μένει   στην άμμο κάτω από πέτρες!..

 

Το παρόν εξαερούται

 

Ο κόσμος υγροποιείται.

 

Το ποίημα είναι η μόνη πραγματικότητα

 

και οι λύκοι τρέχουν στους δρόμους για κρέας.

 

ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Τα σκοτάδια κρέμονται από τον ουρανό.

Οι άνθρωποι πέφτουν από τη γη στον ουρανό

Δε γίνονται βέβαια άγγελοι   αλλά νερό,

το πίνουμε και τους θυμόμαστε!,,

 

«Μυρμήγκια μπαίνουν στ’ αυτιά της.

Η γλώσσα παγωμένη, έξω από το στόμα.

Η τελευταία αναπνοή ένα κομμάτι σίδερο.

Το σώμα πεταμένο στο δρόμο.

Περνάνε διάφοροι άνθρωποι με αδιάβροχα,

χωρίς αδιάβροχα. Γύρω χτίρια.

Γύρω η πόλη. Στη μέση το πτώμα».

 

Τα βλέπω όλα αυτά και άλλα.

Μια από το βάθος του πηγαδιού – μια από ψηλα!,,

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980. Δεύτερη ενότητα: ΤΟ ΡΗΓΜΑ]

 

ΠΡΟΣΩΠΑ

(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980)

Συσπάσεις μυών.  Χαμόγελα συναλλαγών.

 

Βεντάλια γίνονται οι μορφές που έζησες

Την κλείνεις και μένει ένα περίγραμμα – το δικό σου.

Μιλάς αιχμηρά, μιλάς στρογγυλά,  μιλάς επίπεδα.

Μιλάς στα χαμένα.

Δεν μπορείς να μιλήσεις καμιά γλώσσα.

Δαγκώνεις τις λέξεις.

Γίνεται το στόμα σου φαρμακείο.

Τότε στα μουγκά βλέπεις τα κέρδη των επιχειρήσεων να αυξάνονται

με τον εργάτη να βιδώνει βίδες.

Το Σάββατο πάνε εκδρομή την ιδεολογία τους

-και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

Όλοι ξέρουν σε τι κατεστραμμένες πόλεις  συναντιόμαστε,

χειμώνα καιρό με τσιγάρα, νερό

κι ένα ψόφιο σκυλί έξω από το ποίημα!..

 

-Χρειάζονται απαλές κινήσεις

όταν αποφασίσεις να ξεχωρίσεις   τη ζωή σου από τους άλλους -

 

ΥΓΡΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

Κινήσεις ίδιες.  Ούτε εκατοστό δεν πέφτουν έξω.

Τα πιστόνια δουλεύουν κανονικά.

Τα μηδενικά βγάζουν μηδενικά.

Βουβή ομιλία των κόμικς.

 

Όλα είναι πολύ μακρινά.

Μόνο οι κλωστές  της αναπνοής σου   με κρατούν στη ζωή.

 

Υπάρχει – υπήρχε μια θάλασσα.

Κατολισθήσεις.

Αλλεπάλληλες κατολισθήσεις και μετά

ένα παλιρροιακού κύμα πετρελαίου.

 

-Ό,τι μου λες  είναι λέξεις δασύτονες.

Λέξεις κυρτές, που μου τραβάνε έξω

το λυρισμό και τα εντόσθια!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980. Δεύτερη ενότητα: ΤΟ ΡΗΓΜΑ]

 

ΕΝΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ…

(… μεγάλα κενά χρόνου περιστρέφουν ένα τυχαίο γεγονός…)

Ο εγκέφαλος έρημος με πατήματα ανθρώπων και πουλιών.   Δέρμα φιδιού οι μέρες στο οινόπνευμα.   Δεν πάει άλλο με το μεγάλο ηλίθιο ουρανό.   Ένα μέρος ήσυχο θέλω, μια κρύπτη να βάλω τα κουρασμένα μου κόκαλα – να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα -  χωρίς πολλές κουβέντες!..  Με μια κίνηση να κόψω τις γλώσσες των διακοσμητών και το κυανό να γίνει ασβέστης!..   [στίχοι από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980 – Δεύτερη ενότητα ΤΟ ΡΗΓΜΑ – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

Παρασκευή, 29 Ιουλίου 2022

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΥΠΑΡΧΩ, ΜΟΝΑΧΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

 (… ο ταπεινός Ποιητής όπου ξοδεύει στήθος ως το θάνατο…)


Όλο χαμήλωνες τα μάτια εντός   και άνοιγες

τι δρόμους θε μου   μ’ ένα μαχαίρι γράμματα

Κι αναρωτιόσουν:

αν σχίσω το δικό μου στήθος

θα μ’ αγαπήσεις ύστερα σιωπή

ακέραιο στη μοναξιά μου;  

 

Όλο χαμήλωνες τα μάτια   χανόσουν   και λέγαμε:

θα σωθεί, δεν μπορεί

πάντα η ψυχή από τη μοναξιά της σώνεται

 

Κι έπειτα

εσύ γυρνούσες με το φευγάτο της σαρκός

και φώναζες μέσα στο πνεύμα:

κλείσε τα τζάμια

ω άνθρωποι   ξόδι θεού τα μάτια

 

Ο  Χαλ!.. 

Κάποτε τον γνώρισα   μετρώντας τα δένδρα στον κάμπο

Περνώντας στων καιρών τα αινίγματα

πάσχιζα να ξεχωρίσω τα δένδρα  

που καίγονταν γυμνά στο συνωστισμένο χρόνο

και να τους δώσω τη μνήμη

να μοιάσουν δένδρα της αγάπης

Τα δένδρα πόσο ατέλειωτα

και ο καιρός να χάνεται  μ’ όλα μαζί

και πιο κάτω   ν’ ακούγονται στη μνήμη

οι σπόροι μαύρων αισθημάτων

 

Εγώ φοβάμαι, μου ’λεγε

τώρα που γίνηκε η γη   πράξη της νύχτας π’ αγαπώ

Φοβάμαι προπάντων τους άμμους  

που κίνησαν από παντού   και σκέπασαν τη γνώση του θανάτου

Κρατήσου πάνω μου, ψιθύριζα…

Εγώ φοβάμαι, τρόμαζε   όπως την πρώτη φορά

που γλίστρησε το πρόσωπο στη γη

Τούτη η γη με χώμα   - χώμα   - χώμα  

σου πλένει τα χέρια   σου πλένει τη φωνή

τα πέντε δένδρα με σβησίματα

Αλήθεια είναι   πως ολάκερα βουνά γεννήθηκαν

πάνω στην καμπυλωτή του σάρκα

πόσο ανηφορικό το σώμα

και τα χώματα   γυρέψανε τις μνήμες

για την πείνα τους

 

Ο Χαλ!..

Σπέρμα  του χρόνου   που έκαιγε τα αινίγματα με φως

Μονάχα στα ποιήματα υπάρχω, μου ’λεγε

μονάχα   μες στη μνήμη του φωτός

 

Ω, έτσι ταξίδευε ο Χαλ

μονάχος ολομόναχος  δάγκωνε τον αέρα  

κι ο ήλιος έσκυβε   μες στο κορμί του να χωθεί

 

Ω, έτσι τον έφερα στη γη τα πόδια του

έτσι  και στην αυγή της απουσίας 

 

Γελώντας δυνατά   θρυμμάτισε του σώματος τα μάτια

κι οδήγησε το στήθος σε φωτιές   το λόγο ως το αίμα

 

καθώς

γεννημένος να καίει χιλιάδες αηδόνια

βάθαινε τις ετοιμασίες    στη σιωπή

αδειάζοντας το στήθος   μ’ αγγελικό σπαθί

 

 … ο ταπεινός ποιητής  

 όπου ξοδεύει στήθος   ως το θάνατο

[Ο ΧΑΛ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ  από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ 2008]




Από την ίδια συλλογή και τα ποιήματα:  

ΣΤΟΝ ΜΙΛΤΟ ΣΑΧΤΟΥΡΗ και στον ΑΛΕΞΗ ΤΡΑΪΝΟ, μεθοδεύεται ο καιρός στ’ απαρέμφατα της κόλασής μας;

ΖΟΖΕΤ, Κατά το χάραμα ξαναγύρισα… 

ΜΙΑ  ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Κι ήταν προς το χειμώνα που γυρίσαμε στήθος…

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ, Δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τα δυο μεγάλα μάτια της με μικρούς ερωδιούς…

ΣΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ, Πολύ πλήθος… και

ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ (Επίλογος)

 

ΜΕΘΟΔΕΥΕΤΑΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ  ΣΤ’ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ ΜΑΣ; 

(… ποιήματα από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ αφιερωμένα στο Μίλτο Σαχτούρη και Αλέξη Τραϊνό…)

(Στο Μίλτο Σαχτούρη)

Πολλά βράδια ερχόταν σιγά   

στη μεγάλη εξώπορτα

τακ - τακ  - τακ  κι άρπαζε απ’ το τασάκι μου ένα τσιγάρο

κι έλεγε:   αυτό θα κάψει ζωντανούς

 

και γελούσε σαν τρελός

και γέμιζε τα σεντόνια μου   μελάνι

τους τοίχους με ποιήματα

 

Μου μιλούσε τότε

καθώς μ’ έπιανε απ’ το χέρι

για βαπόρια και ναύτες

για τις τωρινές άδειες θάλασσες

και το μικρό πουλί   που κελαηδούσε στο μπαλκόνι του

αλλά στα μαντίλια του κάτι άσπριζε από μέσα

και μου πάγωνε την καρδιά…

 

ούτε που ξαναφάνηκε    η τελευταία του διεύθυνση

 

(Στον Αλέξη Τραϊνό)

Κρύφτηκε το φεγγάρι

κι ούτε μια λέξη

για σένα   εδώ κάτω

 

ακούς;

 

ούτε μια λέξη   μισοσβησμένη

σε τούτη την πολιτεία  

με τα βαθιά υπόγεια   και τα μπορντέλα 

 

χτες   αυτοκτόνησες…

 

πνίγηκαν

ακόμα κι οι κουβέντες σου

μες στις φτυσιές

 

ΤΟ ΦΩΣ ΓΥΑΛΙΖΕ  ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΦΟΡΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ…  (8 – 6 2007  Θεσσαλονίκη)

… και στα σώματα   που είχαν το σχήμα των φεγγαριών

και μ’ έκαναν όλο να γελάω και να κλαίω

Τα σώματα

όλα λυγισμένα από το πάθος

όλα μελαγχολικά κι ελεύθερα

να βγαίνουν στα σκαλοπάτια της σκηνής   με τα μπράτσα

κι οι ίσκιοι ξετρελαμένοι

ανάμεσα στη γραμμή ελευθερίας

και στη φυλακή της τσέπης μας

 

Ήταν τα κορμιά πάνω στη σκηνή

που ξέχναγαν τα χέρια   και τα πόδια

κι έκοβαν το σκοτάδι  μ’ ένα βόλι

κι εγώ  

με τα κλάματα στη νύχτα   της μεταμόρφωσης

εγώ αδέξια    και γερτή

να σκοντάφτω στα χλιαρά μου χέρια

 

ΑΙΧΜΗ

Με ρώτησες χαμηλόφωνα:

«Μεθοδεύεται ο καιρός

στ’ απαρέμφατα της κόλασης μας;»

 

Και να που τα μάτια μου

ησύχασα

επωάζοντας θρησκείες ατσαλάκωτες

 

ησύχασα και την καρδιά

ανέλπιδα

ως θρήσκος της μαυρίλας

 

Μόνο το αίμα

θα χορεύω πάντα

ως σαρκαστής θεός

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]

 

ΖΟΖΕΤ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)

Ι

Κατά το χάραμα ξαναγύρισα   επάνω στο τραπέζι

εγώ η Ζοζέτ, που πάντα αποκοιμιέμαι

με το βάρος ενός μεγάλου ανέμου

στο ξύλινο σώμα

και με το θλιβερότερο καρπό

στο ρόλο του προσώπου

 

ούτε καν ένα αντικείμενο ξεχασμένο

να με περιμένει

να προσποιηθεί πως γλείφει τα σκόρπια μου κόκαλα

να φορέσει έστω το χρώμα μου

το κεντημένο με τη λέρα ετών

να διακοσμήσει κάποια του γωνιά

 

Ένας γύρος    και ξαναγύρισα εδώ κοκκινωπή

στο τραπέζι με το τέλειο σχήμα των τιποτένιων πραγμάτων

και δεν έχω πια ύπνο

στη μυρωδιά της πατούσας μου

 

στ’ αλήθεια είμαι η Ζοζέτ

που ήθελα ν’ αφήσω ίχνη

κι αλλάζω θέση στο τραπέζι

και παρακολουθώ όλη νύχτα κάποιον

που ίσως καθόταν δίπλα του

ναι, ναι   ίσως κάποιο φυτό δηλητηριασμένο

π’ αναρριχάται τον ύπνο μου που δεν ήρθε

να ξυπνήσει

το τραπέζι είναι ωραίο μέρος

έστω κανέναν δεν πειράζει

αχ η επιθυμία μου κάθε βράδυ

να με ξαναπιεί

να στραγγίζει μέσα μου

το παιδί που πέθανε και βρέθηκε λειψό

κάτω από τη σάρκα της Ζοζέτ

ΙΙ

Θα πουλήσω μια διαμονή

στις καθημερινές συνήθειες

την πιο βαθιά εξορία

στων ημερών μου τη σάρκα

 

Θα φορέσω   και τ’ άσπρο μου λινό

εκείνο που χαϊδεύει την καρδιά

με δίχως δαχτυλίδια

και θα κατέβω στα σταυροδρόμια του πλήθους

που επινόησα

 

Ξέρω πως η Ζοζέτ

σιγανόφωνα θα με δεχθεί στα γεύματα

χωρίς να μου ζητά μια σάρκα αθωότερη

στο παιδικό μου πρόσωπο   το σφαγμένο

 

Όμοια κι η ψυχή στο μάκρος του κορμιού της

γεμάτη μαστιγώματα παλιά

και υπογραφές από αγκώνες αρπαγμένους

 

Ω Ναι!, θα κατέβω πολύ κοντά

ως την άσπρη μου στιγμή

και θα καθίσω στα χείλη μου επάνω

μια στιγμή

και κανείς θνητός τη γεύση της

δε θα μπορεί να σπάσει

ΙΙΙ

Ο αέρας    κουνιόταν  ύπουλα στο δωμάτιο

με τις δυο γυάλινες πόρτες   και τον άσπρο τοίχο

που χιόνιζε όλο το βράδυ

Έβλεπα την ανάσα του

ν’ αγγίζει τις λίγες κουβέντες

που αιωρούνταν   στο λυγισμένο χέρι της Ζοζέτ

 

Μπορεί να τη σκοτώσει, σκέφτηκα

Ο άνδρας  

που σηκώθηκε σαν αέρας   επιθυμιών

θα τη σκοτώσει

αν αγγίξει την καρδιά της

…………………………

………………………..

……………………….

 

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

1

Κι ήταν προς το χειμώνα

που γυρίσαμε στήθος φωνή

και δεθήκαμε έξω από τον ύπνο

που μίκραινε – μίκραινε

και με κρατούσα χέρι γυμνό

και στη σειρά εξατμισμένα τα ονόματα

 

με κρατούσα και σε σφυγμό νοτιά

να κόβω το χειμώνα

κι έγραφα αδέξια στη μνήμη

το θέλημά σου έγραφα

 

Θα μου ’φτανε να τυλιχθώ φωτιά μες το κορμί σου

και να σου γράφω πέντε στήθη φλέβες

όμως ζητούσες να μπούμε σ’ όλα τα γραμμόφωνα

και να γυρίσουμε τη ρόδα

κοιτάζοντας τους άγγελους κλεισμένους

να τρέχουν φυλακή

 

Ξεχνούσες πως μέσα σ’ αυτά τα κουτιά

θα ξυπνούσαν και τα εφτά πατήματα

που πλήγωσε η λόγχη

και οι γεμάτες δυσπιστία φλέβες

 

Ξεχνούσες αυτά τα πράγματα

πως πιάνονται ψηλά βελόνα

και πεθαίνουν τους άνδρες και τις γυναίκες

μακριά από το χρόνο τους

 

Προφταίνουμε, σου φώναξα

ν’ ανοίξουμε ψυχή

προφταίνουμε να ζήσουμε

ακόμα να πεθάνουμε

 

κι ως το τέλος έτσι φώναζα

κι ο κάθε δίσκος στο γραμμόφωνο

στήθος βαρύ άλλου καιρού

2

Και τώρα που η φωνή

τόσο πικραμένη βγάζει έξω το σώμα   του νεκρού ανδρός

τώρα τι να τεντώσω στη νύχτα

που έρχεται και ανανεώνει μαύρους ελαιώνες

σάμπως για να ζεσταίνεται

Ως το κακό πνεύμα φτάνει   της πορτοκαλιάς

με το γεράκι ολόρθο να σεργιανά

στα πόδια του ουρανού

Τώρα που οι σιωπηλοί ίσκιοι   ανασταίνουν Θεούς

πώς να ζυμώσω στη φωνή   μια πόρτα

και στα γερμένα μάτια

φορά χααιρετισμού

 

Τώρα γλιστρώ σε θάνατο ανδρός

βαθιά

στην πίκρα αμετάδοτο

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]

 

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΕΙΣ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)

Ι

Ίδρωνε τόσο πολύ

που δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τα δυο μεγάλα μάτια της

με μικρούς ερωδιούς

κι αργότερα τη θέληση του Είναι

Αυτά, όλο κλαίγανε

όλο κολλούσανε πάνω της

στενεύοντας το μελάνι με τρεξίματα

Αλίμονο, τα φόρεσε γυμνά

κι έγραψε μέσα – μέσα

την ποίηση της μοναξιάς

ΙΙ

Κι έτσι γεμάτη ίδρωτα στο στήθος

θυμήθηκε το γύρισμα της δάφνης

ρυάκι πλάι η βροχή,

θυμήθηκε με σοβαρότητα τη χλόη

με πόσα μάτια δάκρυα

ξαναχορταίνει την αυγή,

έτσι την ώρα εκείνη

σχίζοντας αίμα τη στιγμή

ξεχύθηκε στο άδειο μονοπάτι

 

Έτσι δρασκέλισε και τα βουνά

με κυκλωτό το αίμα

για να γυρέψει λύτρωση

έτσι στα μάγουλα εστάθη

χωρίς τις άσπρες χαρακιές

 

Κι εχάθη…

Τούτη η κόρη

που γέννησε ποδήματα στα ύψη

ξυπόλητη εχάθη

κι όλος ο κόσμος

χρέωνε ένοχο βροχή

…………………….

ΙV

Τα μυστικά σου κόρη

εύκολα σμίγουν με το αίμα

εύκολα πέφτουν οι στιγμές μας

κουβεντιάζοντας

 

Μα εδώ

λες κι οι άνθρωποι σφίγγουν   τη μέση

μη βρέξει αίμα

καλοκαίρι

 

Εδώ

η σπλάχνιση σακατεμένη

κουδουνίζει

και μήτε π’ αγοράζουν

σώματα που πονούν

 

 

ΣΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ

α

Πολύ πλήθος, πολύ   άκρη – άκρη της γραμμής

χλόμιαζε τον τοίχο

και κανείς δε σου ’μοιαζε

 

Σε ζωγράφισα παντού

σ’ ένα συρτάρι τυχαίο

ανάμεσα της σκέψης και του λόγου

στην πόρτα   που άφησες ανοιχτή

και τρέχει η η βροχή των  δρόμων

στο πάτωμα

ακόμα και στον τρόμο που φέρω    από παιδί

τράβηξα πινελιές

 

Σε διάλεξα

ω μπάσταρδε λυγμέ

και σε ζωγράφισα

όμως δεν αγαπιέσαι   ούτε από τους τοίχους

β

Ζωγράφισα κάμποσους πίνακες στη ζωή μου

κι όλοι χλομοί στης φαντασίας μου τον κίνδυνο

να γεννούν την αίσθηση γυναίκας

που φώναζε απ’ τα μάτια της η μοίρα:

ω εσείς με πονάτε βαθιά   με τη σκληρότητα του σμάλτου

 

Και στ’ αλήθεια

οι πινελιές, ακέραιες ωδίνες

κι ανάμνηση μαζί

 

Όλες οι πινελιές

σκουρόχρωμες στου πόνου της την τρύπα

και το κορίτσι, που κοιμάται το δικό μου ύπνο

να μένει στην εικόνα

και να χαϊδεύει την πληγή

 

Ξέρεις πια οι πίνακές μου

έχουν δύναμη μόνο στα μάτια αυτού του κοριτσιού

που ξέμαλλο αχνοτρεμίζει και γεννάει

εφτά χιλιάδες και μια νύχτα

το πάθος του να ξεπληρώσει.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]

 

ΚΙ ΕΣΥ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΣ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΥΕΣΑΙ Ν’ ΑΠΟΣΤΗΘΙΣΕΙΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ ΤΗΝ ΑΦΗ…

(… τριλογία του τέλους…  επίλογος  στη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008)

Θα ’πρεπε να ξεχάσουμε κάτι στην κατάληξη του Ποιήματος   Όχι βέβαια το άλφα ρτου άγιου θανάτου   που φουσκώνει και ξαναφουσκώνει τις φωτιές   και παίζουμε μελόδραμα   Ίσως κάτι ανάερο της τρυφερόττητος   ανάμεσα στο άλφα και το ρο   Θες με δική σου λεπτομέρεια   θες με δικό μου καταγόμενο   Όμως, να λησμονήσουμε κατάληξη   τώρα που είμαστε (1)   Τώρα που το κορμί σου δεν απέχει καθόλου από την ύλη της δωροδοκίας   θα τάξω την άβυσσο στο παιχνίδι   Την ερωμένη άβυσσο της αποκάλυψης δίχως τη μήτρα της να βγάλω   Αγάλλομαι, θυμήσου όταν με δελεάζουν στο κορμί δολοφονίες σπλαχνικές   Για το κακό του έρωτα αρκεί!..  (2)  Να βγω στους δρόμους με κυκλοφορία αίματος προς όλες τις κατευθύνσεις   να βγω μια πολύωρη γυναίκα   κι εσύ που αγαπάς τόσο πολύ τα πράγματα που ερωτεύεσαι   ν’ αποστηθίσεις πεταλούδας την αφή   Να βγω με σταγόνες έρωτα στα γόνατα   να κατηφορίσουν πάνω μου   μεγάλες χηρείες της ζωής   και το χειρότερο   μία βαρύτητα από το δαίμονα της νίκης   Αλήθεια, θα ’θελα να βγω έτσι ανάποδα στα σκληρά σας πορνεία δεν είναι παράξενο;   έτσι ανάποδα επάνω σας τον έρωτα να ξεχειλώσω (3)  και ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Όλες οι μνήμες πια θε να πάρουνε τέλος   Καθώς προβάλλουν όπου κοιμούμαι και υποφέρω ανωφέλευτα απ’ τη φριχτή μου Ποίηση ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ 91    [στίχοι από τη συλλογή της Κατερίνα Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]

Δευτέρα, 25 Ιουλίου 2022

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ