Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

ΝΙΩΘΩ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ ΠΟΥ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΕΓΩ ΠΟΥ ΕΝΤΟΣ ΜΟΥ ΓΑΛΗΝΕΥΕΙΣ…

... Πως χύνεσαι όλη μέσα μου

Πως όλος λαμποκοπώ στη φωτεινότητά σου! 


Είμαι

στον τόπο και στον χρόνο   δίχως τον τόπο και το χρόνο

να γνωρίζω

 

και μάταια στο βυθό μου αναζητώ

το πρώτο φως   τη ρίζα μου   το στίγμα

 

Σαν ερημίτης σε βαθιά σπηλιά

λαθρεπιβάτης σε    κλεισμένο αμπάρι

θαρρώ πως κάποιος σκάβει   στο πηγάδι

κάποιος απλώνει επάνω   τα πανιά

 

Είσαι λοιπόν

η εντός μου προβολή   μιας άλλης παρουσίας

ή μήπως   του εαυτού μου αντικατοπτρισμός;

 

Δικό σου αυτό το ήπιο φως    ή το αντιφέγγισμα είναι

του μέσα μου αινιγματικού   κι ανεξιχνίαστου όντος;

 

Πού σβήνονται τα σύνορα   της ύπαρξής μου

και πού αρχινούν της ύπαρξής σου οι φλόγες;

 

Και πώς στου απελπισμού την ύστατη ώρα

της δόξας σου ανατέλλει ο τέλειος ήλιος

κι όλο το εντός μου βάραθρο   φωτίζει;

 

Λάμπεις στα ύψη ή στο βυθό;

Πλησιάζεις τάχα ή όλο απομακρύνεσαι;

 

Νιώθω θρυμματισμένος   ελλιπής

με διαπερνά σαν ρίγος η υποψία

πως κάποτε   πληρέστερος υπήρξα

πλησιέστερος στο ιδανικό μου αρχέτυπο

 

Σε ποιους καιρούς λοιπόν έχω φθαρεί;

Σε ποιους καθρέφτες αλλοιώθηκε η μορφή μου;

Πώς του εαυτού μου το κακέκτυπο έγινα;

 

Βυθίζομαι στη μέσα μου σιγή

Ψάχνω να βρω   το πρώτο πρόσωπό μου

στο μπλάβο φως    που εντός μου ακινητεί

στο σιωπηλό   κι ακύμαντο    βυθό μου

 

Κι εσύ   σα να μου γνέφεις απ’ τα βάθη

πίσω από φώτα μακρινά μιας άλλης πόλης

όταν εγώ   στα δόντια των κυμάτων   παραδαρμένος ναυαγός

άξαφνα νιώθω μέσα μου   το χάσμα

το απόκρημνο κενό που με τραβάει

κι ο φόβος ο πανάρχαιος   σα μανδύας

παγωμένος και υγρός    με περιβάλλει

και μάταια ψάχνω για σωσίβια λέμβο

και ιδού που ανοίγει το βαθύ πηγάδι

και πέφτω

στρο  βι  λί  ζομαι

και τότε  νιώθω το αίμα σου στο δίχτυ των φλεβών μου

το πέταγμά σου στις φτερούγες μου

και νιώθω  πως είμαι εσύ που μέσα σου φοβάμαι

πως είσαι εγώ που εντός μου γαληνεύεις

πως χύνεσαι όλη μέσα μου

πως όλος   λαμποκοπώ στη φωτεινότητά σου

[ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ (εισαγωγή) από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ  1985  -  από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011 – Διαβάστε τη συνέχεια του ποιήματος ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ  και αποσπάσματα απ’ τις άλλες δύο ενότητες της συλλογής: Β. ΤΟ ΑΝΑΒΡΥΣΜΑ και Γ. ΤΑ ΕΠΙΜΕΤΡΑ ]

 


ΠΑΣΧΙΖΩ Ν’ ΑΠΟΤΡΑΒΗΧΤΩ (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ 1985)

στις πιο μικρές μου ανθρώπινες διαστάσεις

μέσα στο σώμα να   συμπυκνωθώ

σε μια γλυκιά παραδοχή

και μια   γλυκύτερη παραίτηση

να κλείσω

της έγνοιας το βιβλίο

και ν’ αφεθώ   γαλήνιος στων πραγμάτων τη ροή

 

λησμονημένος θεατής   σκιών

ατάραχος ακροατής   ψιθύρων

ανέπαφος απ’ τον κραδασμό

της τύρβης ή της μέριμνας το φόρτο

χωρίς την πίκρα της φθοράς ή της ελπίδας   το τρέμισμα

 

χωρίς ιδιοκτησία

 

πάρεξ ένα λευκό κλαδί ασφοδέλου

κι ένα χαμόγελο τεφρό   που θα φεγγίζει

στάχυ σιωπής   στο τόξο των χειλιών μου

 

Κάθε φορά   σ’ αγγίζω και πεθαίνω

κάθε φορά   σ’ αγγίζω και ανασταίνομαι

 

να σε κρατήσω ωστόσο

δεν μπορώ

πάντα    ξεφεύγεις

προς την απεραντοσύνη

 

Και συνεχίζω τους μικρούς θανάτους μου

και τις μικρές μου μάταιες αναστάσεις

πάνω στο φρύδι του   βαθιού   γκρεμού

 

Παίζοντας την τυφλόμυγα μαζί σου

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ 1985]

 

Ω ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΩ ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ… (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ 1985)

…την ομορφιά πλησιάζοντας ολοένα   σαν υπνοβάτης

μαγνητισμένος από φλόγες μακρινές

 

αφήστε με να τραγουδώ   στην καταχνιά των λογισμών σας

σαν αυγινός κορυδαλλός

που εξακτινώνεται σε φως   και φθόγγους

 

αφήστε   σ’ ένα γυάλινο τοπίο

το βάραθρο του χρόνου να κοιτώ

ή σ’ ένα νυχτωμένο μαυσωλείο

την πρώτη μου μορφή ν’ αναζητώ

 

Αφήστε να βυθίζομαι στο χώμα

ψάχνοντας το μυστήριο των ριζών

ή ν’ αναδύομαι προς το φως

πετώντας   σ’ ένα δικό μου ανέγγιχτο ουρανό

 

ΣΙΩΠΑΣ

κι ακούονται μέσα στη σιωπή σου

θρόοι του χρόνου πέρ’ απ’ το χρόνο

πνοές σωμάτων πέρ’ απ’ την ύλη

τριγμοί φθοράς σε ακύμαντη αφθαρσία

 

Σιωπάς   κι είναι η σιωπή σου δάκρυα τοίχων

ερημητήριο πένθιμων διαδρομών

πορώδη ασβεστοφέγγαρα που φέγγουν

στο μακρινό που με τρομάζει μέλλον

 

Σιωπάς   και γίνεσαι όλη μνήμη κήπων

άρπα στα βάθη της νυχτιάς των παγετώνων

ήχος βαθύς σταλακτιτών    φέγγος αγγέλων

εκτίναξη άστρων κι αναβρυτηρίων

 

Φλύαρη μες την ίδια τη σιωπή σου

δε σε χωρά των εγκοσμίων ο λόγος

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ  1985]

 

ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΕ ΜΑΤΑΙΕΣ ΚΙ ΑΣΑΦΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ 1984)

σαν τον εκ γενετής τυφλό

που ωστόσο   ξέρει πως γύρω υπάρχει φως

ανθίζουν φλόγες

 

Μα πώς αυτές τις φλόγες   τις αόρατες

με τις παλάμες όλο εγκαύματα

ν’ αγγίξω

και πώς να ψηλαφίσω αυτό το φως;

Θαρρώ   ναυάγιο στο βυθό πως είμαι

θαρρώ πως είμαι   των βυθών ο εγκάθειρκτος

 

Με βαραίνει το σώμα

με βαραίνουν   φορτία και κληροδοσίες του χρόνου

 

βρύα και φύκια με κρατούν και με σκεπάζουν

 

και πώς ν’ αποτινάξω τόσο βάρος

και πώς να κλείσω τις θανάσιμες ρωγμές

για να υψωθώ ξανά προς το γαλάζιο

μια φωτεινή στο υγρό σκοτάδι   φυσαλίδα;

 

Δεν έχω δρόμο

ανάδυση

κλήση επανόδου

 

Μένω σ’ αυτή τη μοίρα

στων βυθών

το μάταιο πέρ’ απ’ την ελπίδα

λίκνο

 

Μόνο που κάποτε

σε νύχτες νηνεμίας

φερμένη απ’ τη βαθιά σιγή της λήθης

μια μουσική ανεπαίσθητη αναβλύζει

μεσ’ απ’ τους ύπνους   των ψαριών και των οστράκων.

 

ΕΙΣΑΙ ΝΕΡΟ

σ’ ένα βαθύ πηγάδι

κελάρυσμα κρυμμένο στα καλάμια

στάλα βροχής   σε μια πευκοβελόνα

 

Σ’ αγγίζω κι εξατμίζεσαι

γίνεται σύννεφο λευκό και ταξιδεύεις

και με κοιτάς χαμογελώντας απ’ τα ύψη σου

και προκαλείς τη δίψα μου

κι υπόσχεσαι να βρέξεις

στα ραγισμένα από το λίβα χείλη μου

 

Είσαι μια υπόγεια φλέβα

που κυλά   σε σκοτεινές σπηλιές

θαμμένες κοίτες

ακρογιαλιές πανάρχαιες

σκεπασμένες   από την άμμο και τη λήθη των αιώνων

 

Φοβάμαι να σ’ ακολουθήσω

με τρομάζει   των ωκεανών η διφορούμενη άπλα

το ανεξιχνίαστο μπλε   των οριζόντων

 

Κλείνομαι στον μικρό μου βέβαιο τόπο

ζω τη μικρή μου ανθρώπινη αυταπάτη

κολλώ σαν όστρακο στο βράχο μου

 

σωπαίνω

 

κι ωστόσο    δίχως να το νιώθω

 

ρέω

 

μια  μάζα σκόνης   στο θαμπό βυθό σου

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ  1985]

 

ΛΟΙΠΟΝ ΕΝΣΩΜΑΤΟΣ (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ 1985)

εδώ

 

σ’ ένα τοπίο χωρίς εικόνα

και μόνο φως   φαιό

που με τυφλώνει

και το λευκό της αμνησίας κενό

κι οι φωτεινές σχισμές της μνήμης

 

Σουρουπώνει

 

θα πει βραδιάζει μέσα μου

πλησιάζουν   οι φίλοι με το νυχτωμένο στήθος

πυκνώνει πάλι γύρω η απουσία

πάλι και πάλι

κάποιος   με πληγώνει

 

Λοιπόν υπάρχεις

προσπαθείς ακόμα

μέσα σ’ αυτό το αραχνιασμένο σπίτι

σ’ αυτή την κρύπτη   των σπασμένων προσευχών

των ραγισμένων ήχων   των μορφών

που μεταπλάθουν σε ουρανό το χώμα

 

Μα ποιος εκείνος που   σε κατοικεί

μοναχικός στον ωκεανό του χρόνου

σα να ’σαι το έρημο νησί

κι αυτός

ο ναυαγός που εγώ δεν είμαι σώμα;

 

ΝΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ ΣΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙΣ

και μόνον απ’ την ίδια σου σιωπή

το λάλον ύδωρ αναβλύζει εντός μου

 

κι αυτό το φέγγος που   σε περιβάλλει

που μέσα του ενοικείς και κυοφορείσαι

θαρρώ σιωπής εμφάνεια  είναι

θαρρώ τους δυο μες τη σιωπή

συμπλέκεις κόσμους

 

κι ο τόπος σου

είναι ο τόπος όπου σμίγουν   ζόφος και φως

κι εσύ   με φως και ζόφο

πλάθεσαι και κυριαρχείς

στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου

 

και ιδού

τα μέσα στο βυθό τοπία

ξυπνούν κι ανθίζουν με   τον ερχομό σου

στολίζονται άστρα κι όστρακα

κι αργά   προς τον δικό μας αναδύονται κόσμο.

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ  1985]

 

 

 

ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΖΩ ΚΑΙ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ   ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΖΩ ΚΑΙ Ν’ ΑΦΟΥΓΚΡΑΖΟΜΑΙ… (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ 1985)

κι αυτό θα πει

 

μπορώ να ζω βαθιά στη μνήμη

συλλέγοντας σ’ απόμακρες ακτές

σκόρπια συντρίμμια ναυαγίων

απ’ άλλες βυθισμένες μου ζωές

 

Κι ωστόσο κάποτε τινάζομαι στο φως

νωπός κι αμνήμων

θαρρείς πως είμαι μόλις γεννημένος

ή πως δεν έχω γεννηθεί ποτέ στο χρόνο

 

και δίχως σώμα τότε   δίχως βάρος

γλιστρώντας έξω απ’ το κέλυφός μου

σαν αύρα κήπων ή   λυγμός πουλιών

διαχέομαι στην απεραντοσύνη

 

ΜΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ ΠΑΡΑΠΛΗΡΩΜΑ ΕΙΣΑΙ;

Το άλλο μισό μου εγώ   το απωλεσμένο;

 

Μόνο στην άσβηστη βαθιά μου φλόγα

τη βεβαιότητά σου προσεγγίζω

Μόνο στη μοναξιά σ’ ανακαλύπτω

στη σιγαλιά   στο βυθισμένο βλέμμα

 

Κι αν κρύβεσαι απ’ τα μάτια μου   

το ξέρω

την άλλη όρασή μου προετοιμάζεις

 

Τη μυστική μου ανάβλεψη στο φως σου

 

Τον προορισμένο μας εντάφιο γάμο

 

Ιδού επιστρέφω   στην αρχαία μου πόλη…

τον χθεσινό μου εαυτό απεκδυόμενος

ενδόμυχα τυφλός και αρνησίπατρις

τώρα οδοιπόρος   στη λευκή ενδοχώρα

 

Με κυβερνά ο καιρός κι η προφητεία

ψάχνω τα ίχνη στο απλωμένο χιόνι

τον μακρινό μου πρόγονο θυμάμαι

λίγο προτού χαθεί   στη λάμψη του ήλιου

 

Σε αναγγέλλω στο φως σε καθιδρύω…

σε ονομάζω μητέρα των πουλιών

χάδι ζωηφόρο σε κυρτούς αυχένες

 

Σε αναγνωρίζω δύναμη προστάτιδα

των σπόρων και των λουλουδιών

μήτρα των προφητών και των μαρτύρων

πηγή ζωοδόχο   φθόγγων και χρωμάτων

 

Υποταγμένος έρχομαι στο κάλλος

που με ανυψώνει   και μ’ εκμηδενίζει

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ  1985]

(γ) ΤΑ ΕΠΙΜΕΤΡΑ

Ω ΜΥΣΤΙΚΕ ΟΥΡΑΝΕ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΜΟΥ (ψηλά στην επιφάνεια του φωτός, στης ομορφιάς την έκπαγλη εξουσία):

-Ι-

Ξυπνώ   στο σώμα πάλι εγκλωβισμένος

 

πλήρης αβύσσου   πλήρης ερημίας

 

Και ξάφνου   ιδού το απρόοπτο

«μη με λησμόνει»

 

και ξάφνου ιδού ο καρπός

το πορτοκάλι

και ξάφνου ιδού ο Αλντεμπαράν   το αστέρι

 

Δε σε γνωρίζω πρόσωπο στη λίμνη

 

σ’ έχει ραγίσει το νερό    κι ο χρόνος

 

Βαθιά μου ωχρά φεγγοβολείς   αρχαία πατρίδα

 

Ω υπέρτατε εαυτέ μου

Θάνατέ μου

της εντολής σου ακολουθώ το δρόμο

 

στα μαύρα σου νερά καθελκυόμενος

 

Και πάντα μέσα μου αγρυπνάς ω αλλότριο βλέμμα

 

Σφίγγα    του σκοτεινού μου πεπρωμένου

 

Γενέθλιος είναι ο τάφος σου μητέρα

 

Αναζητώ και πάλι τον εαυτό μου

το βλέμμα μου   τη φωτεινή μου μνήμη

μέσα στο σώμα μου μυστηριακά επιστρέφοντας

 

Λάμποντας από θάνατο και γνώση

 

Καρπούμενος ωστόσο τη γαλήνη

καθώς η στάθμη του νερού ανεβαίνει.

 

Τώρα το νιώθω    των υδάτων είμαι

 

Εδώ ενοικεί το λάμπος    το κρυμμένο

 

Νερό    πρωταρχική μου αφετηρία

 

α βου γου δυο   κελαρυσμέ της γλώσσας

 

Νερό    στης μνήμης το βαθύ πηγάδι

 

έλα στο φως

ανάβλυσε    τραγούδησέ μου

 

Ναι    των υδάτων είμαι    της ροής

ιδού και πάλι στο βυθό    κυοφορούμαι

-ΙΙ-

Εσύ μακριά   στο ανεπανάληπτο όνειρο

 

την τελειότητά σου υπαινισσόμενη

 

Στα βάθη του αδυσώπητου κενού

λάμψη κρυφή του υπονοούμενου άστρου

 

Φιλί της αιωνιότητας    ρήξη του χρόνου

 

Αμέριμνα γεωργείς το φως του κόσμου

 

Η ίδια η ομορφιά σου σε αναγγέλλει    σε υπόσχεται

 

όπως τα στάχυα υπόσχονται    τον εύοσμο άρτο

 

Ω μυστικές ουρανέ του μέλλοντός μου

 

φεγγοβολή απροσδόκητη    προσέλευση άστρων

 

Ανάβεις πολυκάντηλο στο χάος

για να σε βλέπουν μάτια ναυαγών

 

Ω μνήμη ενός κοράλλινου βυθού

 

στης άσημης ζωής μου το ενυδρείο

 

Ω στίλβη των αστερισμών   μέσα σε νύχτες εύμολπες

 

Πώς απ’ το θάνατό μου με ανασύρεις;

 

Πώς όλος είμαι μες την ομορφιά σου;

 

Πώς σε κοιτώ κι ενδίδω στη σιωπή σου;

 

Ω αναντίρρητη στη βεβαιότητά σου

 

Ω μακρινή στη φωτεινή σου εγγύτητα

 

Ω σιγηλή στο μουσικό σου ανάκρουσμα

 

Μ’ ανακαλύπτεις στο βυθό   και μ’ ανυψώνεις

και στο δικό σου φως    μ’ επαληθεύεις

 

Με φέρνεις σ’ ό,τι απέραντο ενοικεί

τη λάμψη και το θάλπος της αγάπης

 

Σ’ ό,τι αποδίδει την ακέραιη μνήμη

 

Ψηλά   στην επιφάνεια του φωτός

 

Στης ομορφιάς την έκπαγλη εξουσία.

 

ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΟΥ ΣΤΗ ΡΕΜΒΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

(εσύ που ανθίζεις μέσα στη σιωπή κι εγώ στη γη  των αιχμηρών κραυγών το θαύμα της σιωπής σου προαναγγέλλω…)

Είσαι παντού   στο φως   στη μουσική   στη στέρεη ΓΗ   στην πάχνη των ονείρων    σ’ ό,τι βαθιά στη σιγαλιά ενδημεί   σ’ ό,τι διαχέεται στη βοή του κόσμου     στις τροχιές των γλάρων   στων λευκών περιστεριών τη φαντασμαγορία    στις φωτεινές γραμμές των οριζόντων     στις άνθινες πλαγιές που περιμένουν   τον φονικό χορό των ερωτευμένων     στα σκοτεινά κελιά που θησαυρίζουν   στέρνες δακρύων    στους τάφους τους χορταριασμένους   που ’χασαν όνομα και μνήμη    στον ζητιάνο που ακόμη   μέσα του ψάχνει   το θείο βρέφος    στον προφήτη που κρούει   τον ουρανό και βρέχει   βρώσιμη ελπίδα     στους γέρους που παράμερα σωπαίνουν   για να μπορούν ν’ ακούν   τα μέσα λόγια     στα παιδιά   που το σώμα τα βαραίνει   και φεύγουν απ’ το σώμα   και πετάνε     Είσαι παντού   στη ρέμβη των πραγμάτων   στου Απριλομάη τη χειμέρια νάρκη     στην έρημο των σιωπηλών βλεμμάτων   στη μάταιη των χεριών   ιχνηλασία     στα σιωπηλά δωμάτια που βραδιάζουν    στους καθρέφτες που πάντα περιμένουν    στων ρολογιών τον αδιατάρακτο ύπνο    στο κρεβάτι με τη Μαρμαρωμένη    Είσαι παντού    στον κουρνιαχτό των δρόμων   στον ωκεανό της αφρισμένης πόλης    στων όχλων την κινούμενη άμμο   στους ήχους των τριάκοντα αργυρίων    στο χωρισμό με το λευκό μαντίλι   στην προσμονή με το χλωρό καντήλι    στην αγάπη με το ανοιγμένο τραύμα     στο στεναγμό της κλειδωμένης πόρτας   στον ερχομό που ανοίγει παραθύρια    στο πουλί που ραμφίζει μια ηλιαχτίδα   στο γιορτινό φιλί σαν εύοσμο άνθος     στο βρέφος που γεννιέται και γνωρίζει   και αποζητά το προορισμένο στήθος    στις ρίζες που σαλπίζουν   τον εγερτήριο ύμνο   βαθιά στο χώμα    στη μουσική των ανθισμένων κήπων   στο ξαφνικό παρών του δρυοκολάπτη   στο απέραντο μυστήριο των ιβίσκων    στα νερά που ξυπνούν και τραγουδάνε   και κάτασπρα φοράνε   και χορεύουν…     Είσαι παντού   ορατή κι αποκρυμμένη   γειτονική κι απόμακρη    μητέρα και θυγατέρα   πέτρα και νερό    χιόνι και υπόγεια βλάστηση    πανέρι   ρούχο απλωμένο στον αγέρα να στεγνώσει    δένδρο γεμάτο ανθούς και σημασία    Κι ωστόσο να σ’ αγγίξω   δεν μπορώ   στα μάτια σου να σκύψω   δε μου πρέπει    ν’ αφουγκραστώ το χτύπο της καρδιάς σου / τι μάταιος λόγος    Εσύ    που ανθίζεις μέσα στη σιωπή   με τη σιωπή σου μόνο με πλησιάζεις    Κι εγώ   στη Γη των αιχμηρών κραυγών   το θαύμα της σιωπής σου προαναγγέλλω!.. [ΤΟ ΑΝΑΒΡΥΣΜΑ  από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ  1985  -  από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]

Παρασκευή, 11 Ιουνίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ