Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

ΣΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ ΤΟΥ ΒΟΕΡΟΥ ΤΟ ΜΕΣΑ ΜΕΡΟΣ ΣΚΥΜΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΚΑΘΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ…

… με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέφτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι και λόγο κι εμορφιά!

 Ξέρει που γέρασε πολύ· το νιώθει, το κοιτάζει.
Κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες!
Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό!

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα –τι τρέλλα! –
την ψεύτρα που έλεγε: «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό».

Θυμάται ορμές που βάσταγε·
και πόση χαρά θυσίαζε.
Την άμυαλή του γνώσι
κάθε ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

… Μα απ’ το πολύ να σκέφτεται και να θυμάται ο γέρος
εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. 
[ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφης που έχουν γραφεί προ του 1911]


Κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη  γραμμένα προ του 1911 που ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση από την έκδοση του ΗΡΙΔΑΝΟΥ 1935 (ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι):
1.     ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ, Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
2.     ΦΩΝΕΣ, Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
3.     ΔΕΗΣΙΣ, Η θάλασσα στα βάθη της πήρε έναν ναύτη
4.     ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ, Εις τον Θεόκριτον παραπονιούνταν
5.     ΚΕΡΙΑ, Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
6.     ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ, Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες
7.     CHE FECEIL GRAN RIFIUTO, Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα…
8.     Η ΨΥΧΕΣ  ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ, Μες στα παλιά τα σώματά των τα φθαρμένα
9.     ΔΙΑΚΟΠΗ, Το έργον των Θεών διακόπτομεν εμείς…
10.                        ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ, Σ’ αυτές τις σκοτεινές κάμαρες, που περνώ…


ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ (από τα προ του 1911 ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη)
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν, χωρίς να αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό

ΦΩΝΕΣ
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας -
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή που σβύνει.
[Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, πρώτη έκδοση Ηριδανός 1935]

ΔΕΗΣΙΣ (από τα προ του 1911 ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη)
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη._
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν καλοί καιροί_

κι όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών αακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θ’αλθει πια ο υιός που περιμένει.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ’ ο Θεόκριτος·«Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
να ’σαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.
Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου να ’σαι
πολίτης εις τον ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
[Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, πρώτη έκδοση Ηριδανός 1935]


ΚΕΡΙΑ (από τα προ του 1911 ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη)
Του μέλλοντος η μέρες στέκονται εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμμένα –
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί του πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μικραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι και ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι φτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
[Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, πρώτη έκδοση Ηριδανός 1935]


CHE FECEIL GRAN RIFIUTO (από τα προ του 1911 ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη)
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο το ΟΧΙ
να πούνε.  Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει
έτοιμο μέσα του το ΝΑΙ,  και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και την πεποίθησή του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει.  Αν ρωτούνταν πάλι,
ΟΧΙ θα ξανάλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο το ΟΧΙ – το σωστό - εις όλην την ζωή του.

Η ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Μες στα παλιά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η φτωχές
και πώς βαριούνται τη ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην τη χάσουνε και πώς την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
μες στα παλιά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
[Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, πρώτη έκδοση Ηριδανός 1935]


ΔΙΑΚΟΠΗ (από τα προ του 1911 ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη)
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και τη; Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κι η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνό, Αλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται και επεμβαίνει.

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Σ’ αυτές τις σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαριές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για να ’βρω τα παράθυρα. Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θα ’ναι παρηγορία –
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τα ’βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει
[Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, πρώτη έκδοση Ηριδανός 1935]

ΣΕΝΤΕΦΙΑ και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους και ηδονικά μυρωδικά ΚΑΘΕ ΛΟΓΗΣ (όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά…)
Κ.Π. Καβάφη, Ποιήματα γραμμένα προ του 1911
Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα. Χαρά και μύρο της ζωή μου εμένα, που αποστράφηκα την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας…  Έτσι που, όταν ώρα μεσάνυχτα ακουστεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες και φωνές, την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες μη ανοφέλητα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις
[από την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1935]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΓΡΑΠΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΡΑΦΤΟ ΜΟΥ…

  (… ένα ποίημα τυφλό   χωρίς αλφάβητο   μεδούλι μεθυσμένο μες στα κόκαλα… να λέει χωρίς να λέει… ) Αρχίζοντας ένα γραπτό τι θέλουμε;   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ