Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΠΟΛΥ ΠΙΚΡΟ ΠΟΛΥ ΛΑΜΠΕΡΟ ΠΟΛΥ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟ

 Κάποτε μεσ’ απ’ το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί

περνάει πάνω απ’ τα σπίτια και κατεβαίνει στην πόλη

άλλοτε χρόνια έμεινε φυλακισμένο μεσ’ στο φεγγάρι

γι’ αυτό κι είναι πολύ πικραμένο πολύ λαμπερό

μ’ ένα μεγάλο μονάχα όμορφο γυναικείο μάτι.

 

Μεσ’ απ’ το σύννεφο κατεβαίνει μεσ’ στη βροχή

περνάει σα φάντασμα πάνω απ’ τα σπίτια

στους δρόμους το κράζουν πουλί - πουλί της βροχής

δεν στέκεται πουθενά γιατί αν σταθεί

χιλιάδες σκορπισμένα δάχτυλα το δείχνουν

γιατί είναι ένα πουλί σκληρό που βάφτηκε με αίμα

π’ αγριεμένο στην πόλη κατεβαίνει με τη βροχή

κι ένα πανέμορφο έχει γυναικείο μάτι

 

Γι’ αυτό και οι γυναίκες ταράζονται μόλις το δουν

άλλες όμως το κρύβουν μεσ’ στους καθρέφτες τους

άλλες το κρύβουν σε βαθιά συρτάρια

κι άλλες βαθιά μες στο σώμα τους

έτσι δε φαίνεται

δεν το βλέπουν οι άνδρες που τις χαϊδεύουν το βράδυ

ούτε το πρωί σαν ντύνονται μπροστά στον καθρέφτη δεν το βλέπουν

γιατί είναι ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό πολύ φοβισμένο 

[ΚΑΠΟΤΕ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή]:

1.    Η ΜΑΧΗ, Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου

2.    Ο ΛΗΣΤΗΣ, Ο κρότος των άστρων ψηλά και κάτω η πράσινη χλόη

3.    ΛΑΖΑΡΟΣ, είναι όλα νέα σήμερον…

4.    ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ… νύχτας και φωτιάς

5.    ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ, Στο σκοτεινό λιμάνι μονάχος τη νύχτα

6.    ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ, Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια

7.    Η ΤΡΙΤΗ και η ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ, Το πρωί έφεγγε ο ήλιος

8.    ΠΑΣΙΦΑΗ, Τα παγωμένα χέρια ψάχνουν τα σύννεφα

9.    ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ, Η κόρη πήγαινε και τραγουδούσε και

10.           Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΥ, Ρίχνανε πρώτα τα σκοινιά στις τέσσερις γωνίες

 


Η ΜΑΧΗ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου

στα μπαλκόνια βοηθούσες τους αρρώστους

να κατεβαίνουν

με τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια τα λουλούδια τους

ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα

όλοι πυροβολούσαν

 

Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου

όπου ψηλά βουνά κι όπου μεγάλοι δρόμοι

μεγάλοι δρόμοι με φωτιές και με περίστροφα

μ’ ένα φτωχό που μοίραζε βίους αγίων

με μια τσιγγάνα που ’θελε παράφορα ένα αυγό

να κάνει μέσα του την πλάση να στενάζει

 

Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου

και μέσα στη βροχή στεκόταν Προσοχή

ο κρεμασμένος

με τα χρυσά σιρίτια το βιολί και το μαντίλι του

με δέκα σύννεφα από λάσπη στην καρδιά του

κι από τη λάσπη παίρναν τα μικρά παιδιά

και χτίζαν δέκα πολιτείες ονείρου

 

Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου

κι οι άρρωστοι τώρα είχαν χαθεί κάτω στους δρόμους

με τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια τα τραγούδια τους

ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα

όλοι πυροβολούσαν.

 

Ο ΛΗΣΤΗΣ

Ο κρότος των άστρων ψηλά

και κάτω η πράσινη χλόη

κι ένας ηλεκτρικός πετεινός σιδερένιος

βγάζει φλόγες

το ρολόι σταματάει μεσ’ στα σύννεφα

στην πόρτα ο ληστής

ο πάνθηρ

με το μακρύ κοντάρι

με τα μακριά μαλλιά

σαν αρχαία γυναίκα

μ’ ένα αυγό ματωμένο στο χέρι

γύρω-γύρω τα κάγκελα το γιασεμί

η σκιά του φεγγαριού

η σκιά των δοντιών μέσα στο αίμα

η λάσπη

ο σταυρός

το ρολόι μετράει

το ρολόι δεν ζει

κι η φωνή της ακούγεται σκοτεινή

η καρδιά της κοχλάζει

σαν παλιό κρασί ξεχασμένο

βαθιά

σαράντα σκάλες

το ρολόι μετράει

σαράντα

σαράντα ημέρες

και σαράντα χρόνια

το ρολόι δεν ζει

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

 

ΛΑΖΑΡΟΣ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

«Είναι όλα νέα σήμερον

έτος δωρήματα ελπίδες

και μόνον την καρδίαν μου

αρχαίαι δέρουν καταιγίδες»

 

Βροχή μεσ’ στις στοές βροχή

χαλάζι μέσα στ’ αυτοκίνητα

με παγωμένα πόδια

για δες πώς σε κοιτάζει ο φρουρός

φωτογραφίες θάνατοι ελπίδες

 

Κάρβουνα μέσα στην καρδιά του Λάζαρου

 

Σήκω από το κρεβάτι Λάζαρε

σου κάνουν έναν τόπο μακρινό

ένα λιβάδι τρυφερό με ανεμώνες

ένα λιβάδι τρομερό

σήκω απ’ το κρεβάτι Λάζαρε

Λάζαρε εργοστασιάρχη Λάζαρε κακέ

Λάζαρε γίνε ποταμός της άνοιξης

γίνε σκουλαρίκι γίνε σίφουνας

αγάπησε τη ζωή.

 

«Είναι όλα νέα σήμερον»

για δες πώς σε κοιτάζει ο φρουρός

φωτογραφίες θάνατοι ελπίδες

«και μόνον την καρδίαν μου

αρχαίαι δέρουν καταιγίδες»

 

ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Εργοστάσιο - εργοστάσιο

νύχτας και φωτιάς

με ήλιους μεγάλους από τριαντάφυλλα

πυροσβεστικές σκάλες

λεύκες-φαντάσματα με κόκκινα φύλλα

πουλιά απελπισμένα δεμένα με σκληρές

άσπρες κλωστές

φριχτά παιχνίδια.

 

Η νύφη

χαμογελάει

με λεκιασμένο μπράτσο

με ραγισμένο χέρι

με τα βαμμένα νύχια

στην προκυμαία πλάι-πλάι το βαπόρι

και παρακάτω η τρικυμία

και παρακάτω ο πνιγμένος

 

Αυτός Εκείνη

 

Τα κουρασμένα τ’ άλογα πλάι στη βρύση

η δίψα

κι ακόμα παραπάνω από τη δίψα

 

Ο Ποιητής

 

Είχε  τους κήπους του κρυμμένους μεσ’ στο στόμα του

που κάηκε και γέμισε καπνούς τη χώρα

 

Εργοστάσιο - εργοστάσιο

φρίκης και φωτιάς

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

 

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

Στο σκοτεινό λιμάνι

μονάχος τη νύχτα

στην προκυμαία

μαζεύω τα ψάρια

τα ψάρια που αστράφτουν

τα ψάρια που έρχονται

κοπάδια-κοπάδια

από τη μαύρη θάλασσα

 

Έρχονται μόνο σε μένα

με τα πονηρά τους μάτια

γιομάτα ασήμι

έρχονται και ξαπλώνουν

πάνω στην απαλάμη μου

τα ερωτικά ψάρια

τα ζαλισμένα ψάρια

κι άλλοι γύρω τους ρίχνουν

δίχτυα και αγκίστρια

με λάδι και φώτα

για να τα πιάσουν

 

Όμως το μεγάλο ψάρι

που χρόνια ξέρει

αυτό το παιχνίδι

απλώνει τα χέρια του

βάζει τις φωνές

παίρνει πίσω τα ψάρια μου

στη βαθιά θάλασσα

 

Και μ’ αφήνει πάλι μόνο

μες στο έρμο λιμάνι

με τ’ άδεια μου χέρια

με τ’ άδειο καλάθι μου

 

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια

τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες

τα πεινασμένα τα φαντάσματα

καθισμένα σε καρέκλες σε γωνίες να κλαίνε

τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά

ο Αίγισθος το δίχτυ ο Κώστας

ο Κώστας ο ψαράς ο πονεμένος

ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε

νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα

και μπαίνουν μέσα

ο Κώστας  σκοτωμένος

ο Ορέστης σκοτωμένος

ο Αλέξης σκοτωμένος

σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα

και μπαίνουν μέσα

ο Κώστας ο Ορέστης ο Αλέξης

άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι

με φώτα με σημαίες με δένδρα

φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει κάτω

φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει από τον Ουρανό,

τ’ άλογα του Αχιλλέα πετούν στον ουρανό

βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους

ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο

και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι

γεμάτο οινόπνευμα

τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους

και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του

παιδιά τον ακλουθούνε στις μύτες των ποδιών

δεν είναι ο Οιδίποδας

είναι ο Ηλίας της λαχαναγοράς

παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα

είναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

 

 

Η ΤΡΙΤΗ  και η ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

Το πρωί έφεγγε ο ήλιος

τα δυο της στρογγυλά άσπρα γόνατα

σαν ήλιος

 μέσα σε πηγάδι

καφτός

άναβε τις κουρτίνες

 

Ο βραδινός μονόφθαλμος

άναψε τις κουρτίνες

κι ήταν μόνος

με το μαύρο πανί στο τρύπιο μάτι

μ’ αυτό που έβλεπε τον κόσμο

ροζ

τις νύχτες

 

Κι οι νύχτες

ήταν άγριες για όλους

κανείς δεν ξέχναγε το αίμα

περνούσαν έρχονταν

κάπνιζαν τα φουγάρα

κανείς δεν ξέχναγε το αίμα

έβγαινε ο παπάς

έβγαινε ο στρατιώτης

κι ήταν πάντα νύχτα

νύχτα μεγάλη

νύχτα

νύχτα

 

ΠΑΣΙΦΑΗ

Τα παγωμένα χέρια

ψάχνουν τα σύννεφα

βρίσκουν το μύλο

μέσα στα σύννεφα

να γυρίζει δίχως φτερά

βρίσκουν το φάντασμα

της καμινάδας δίχως κεφάλι

βρίσκουν το σταυρό

της άγριας φοβέρας

το τρύπιο πιθάρι

της βροχή

βρίσκουν ακόμα

το φεγγάρι της άνοιξης

σβησμένο

να καπνίζει

με γύρω γύρω του

πασχαλιές

τα παγωμένα χέρια

πιάνουν το νήμα

της Αριάδνης

και τότε βρίσκουν

τσακισμένη

κομματιασμένη

την ξύλινη αγελάδα

της βασίλισσας

κι ακόμα βρίσκουν

μέσα στα σύννεφα

πώς να το πω

 

τα ίδια της μάτια

άγρια τρελά

και διψασμένα

 

σαν αστραπές

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

 

 

ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

Η κόρη πήγαινε και τραγουδούσε

η κόρη με τα φίδια της

με τα ωραία λουλούδια της

 

Όμορφα που μυρίζαν τα λουλούδια

 

Τα χέρια του έδενε

ο ληστής

που μούγκριζε

στα πόδια της

το αίμα

το κεφάλι του

η γλώσσα

η ρίζα

το φιλί

γιομάτοι οι κήποι

αίμα

μη μιλάς

 

Κανένας δεν μιλούσε

 

Η κόρη πήγαινε και τραγουδούσε

η κόρη με τα φίδια της

με τα ωραία λουλούδια της

 

ΡΙΧΝΑΝΕ ΠΡΩΤΑ ΤΑ ΣΚΟΙΝΙΑ ΣΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΓΩΝΙΕΣ…

… που ασπρίζανε τα τέσσερα τα πρόσωπα

χτυπούσανε τα χέρια

και προχωρούσαν απ’ τις τέσσερις γωνιές

και μάζευαν τα σύννεφα

έτσι έμενε το δάπεδο γυμνό

έπειτα άρχιζαν να περνούν οι μαύροι πετεινοί

ένας –ένας

αφήνοντας ένα ρυάκι αίμα κόκκινο

σαν χάνονταν

ρολόγια άρχιζαν να πυροβολούνε άδικα

και σκότωναν στην τύχη

φεγγάρια ούρλιαζαν

προσφέρανε κι εκρηκτικά τριαντάφυλλα

που σκάζαν και ματώνανε τα χέρια

η αγωνία

τα πρόσωπα σιγά-σιγά χάναν τα μάτια τους

τα φρύδια κι έπειτα το στόμα

τα δόντια και τα τσίνορα

γίνονταν κάτασπρα όπως και τα ρούχα τους

όπως και τ’ άσπρα δένδρα

όπως και το λιβάδι

όπως όλα

Άσπρα.

[Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΥ από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό… Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες και ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

Παρασκευή, 5 Φεβρουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ