Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

ΕΙΜΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΩ ΤΟ ΛΑΟ ΜΟΥ

 (… γιατί, όμως, θέλετε να μιλήσει ένας Ποιητής; )


Αδέλφια    απόψε δεν είμαι πια ποιητής

Μου απαγορεύουν  να ’μαι  ποιητής.

Απόψε είμαι ένας παράξενος, ύποπτος τύπος

που γυρίζει τους δρόμους    της απέραντης πολιτείας   μέσα στη νύχτα

παίζοντας ένα μεγάλο σκληρό ταμπούρλο

τρομάζοντας τους νυχτοφύλακες που αποκοιμήθηκαν

κάνοντας να γαυγίζουν τα σκυλιά

παίζοντας για δυο δεκάρες στα καπηλιά   βαριά λαϊκά τραγούδια

δυνατά   όσο πιο δυνατά 

κάνοντας να τραντάζεται μες στο σκοτάδι και να τρέμει

ολάκερη η πολιτεία 

 

Γιατί, λοιπόν, θέλετε να μιλήσει ένας ποιητής;

Αν ήμουν ανθρακωρύχος θα ’σκαβα οχτώ ώρες τη γη

ανεβάζοντας σαν ένα βρέφος, ψηλά στον ήλιο το κάρβουνο.

Αν ήμουν αχθοφόρος θα κουβάλαγα στην πλάτη μου το μπετόν

βοηθώντας να χτιστεί αυτός ο κόσμος που ζούμε.

Είμαι ποιητής

κι αποστολή μου έχω να τραγουδάω το λαό μου!..

 

Το  τραγούδι μου είναι ένα κούτσουρο χοντρό

που πάνω του βράζουν το τσουκάλι τους οι αγωγιάτες

είναι ένα κουρέλι μάλλινο

για να τυλίξει ο οδοκαθαριστής τα κρυοπαγημένα πόδια του

το τραγούδι μου κουβαλάει νερό στους διψασμένους εργάτες των δρόμων

μοιράζει γράμματα απ’ το μέλλον στους ισοβίτες του Ιτζεδίν. 

 

Δεν είμαι κι εγώ παρά μονάχα ένα μικρό ψηφίο

μες στην παγκόσμια λέξη:  Λευτεριά!..



 

Εμείς δεκαπέντε χρόνια τώρα πεινάμε

δεκαπέντε  χρόνια κρυώνουμε

δεκαπέντε χρόνια  μας σκοτώνουν  και  δεκαπέντε χρόνια ελπίζουμε. 

Δεκαπέντε χρόνια τραγουδήσαμε  και  ζήσαμε.

Που ’ναι λοιπόν, τα δικά σας τραγούδια; 

 

Όποιος δεν τραγουδάει   πεθαίνει!..

 

Χρόνια γεμάτα γεγονότα

γεμάτα σκοτωμένους, ανατιναγμένα τρένα, πανικό

γεμάτα πυρκαγιές, σημαίες καταδίκες, καταδότες και τραγούδια.

Χρόνια ταρακουνημένα απ’ τα μπρούτζινα χέρια του λαού!..

 

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έμαθα κι εγώ να υπάρχω.

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έμαθα να σφυράω και να προχωρώ.

Ήταν σκληρά τα χρόνια  κι  έπρεπε να μάθω να πεθαίνω  και  να μισώ!.. 

 

Και  με το ίδιο στόμα, αγαπημένη μου, που σε φιλάω τρυφερά

θα μπόραγα να δαγκώσω το λαιμό εκείνου του φασίστα

που ’ριχνε μπόμπες στις πλατείες καθώς παίζαν ανύποπτα τα παιδιά. 

 

Τώρα ζητάνε να πάψω να τραγουδάω.

Μα εγώ δεν είμαι πια ποιητής.

Εγώ τραγουδάω   όπως περπατάει ένα ποτάμι

όπως τινάζεται στον αέρα ένα βουνό.

Τραγουδάω όπως γεννιέται κανείς

όπως πεινάει   όπως κρυώνει…

 

Τραγουδάω  όπως ένας άλλος πεθαίνει…

 

[εισαγωγικό απόσπασμα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956 

που γράφτηκε όταν κατασχέθηκε το βιβλίο ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ -  

Κι άλλα αποσπάσματα από την εν λόγω συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό 1ο τόμο: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, ΚΕΔΡΟΣ 13η έκδοση]

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΩ ΟΠΩΣ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟ   ΠΕΘΑΙΝΕΙ… (αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)

Τραγουδάω εσάς, αδέλφια μου

εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις

που καμπυλώνετε σαν ουράνια τόξα τις γέφυρες

εσάς που ρίχνετε το βάρος της καρδιάς σας πάνω στα κομπρεσέρ

τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια

που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα

εσάς που αγοράζετε τα χαλασμένα λαχανικά απ’ τις αγορές

εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ’ τα τριμμένα σας σακάκια

εσάς που πουλάτε τις κουβέρτες σας για ν’ αγοράσετε το φέρετρο του παιδιού σας

τραγουδάω εσάς που πεινάτε

εσάς που δεν πεινάτε πια γιατί πεθάνατε απ’ την πείνα.

Τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή

κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί

κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου.

Σας τραγουδάω, αδέλφια μου

ανεβασμένος απόψε σε μια ντάνα σακιά κάτω στο λιμάνι

δείχνοντας τα σάπια δόντια μου

στα ξένα καράβια.

 

Θυμάμαι το 36

κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρνει ένα καρβέλι ψωμί

 

Άχνιζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες.

Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ιστορία που πολεμούσε

τ’ άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα, τραγούδια

νοιώθαμε να χορταίνουμε.

Η μάνα ακούμπαγε το μπάλωμα στα γόνατα

κι άκουγε σιωπηλή.

 

Μάνα, πού είσαι μάνα

έζησες όλες σου τις μέρες με δάκρυα

έζησες όλα τα βράδια σου με μια κούπα φασκόμηλο και μια φέτα ψωμί.

Ήμουν μεγάλος άνδρας πια  κι έκλαψα σαν μικρό παιδί

σαν έμαθα πως είχες κάποτε ζητιανέψει

για μας, μάνα

μάνα,   ο άνεμος σάρωνε το στρατόπεδο

πεθαίναμε απ’ την πείνα  και  την παγωνιά

μα εγώ έβρισκα λίγο απάγκιο γιατί μου ’στελνες την έγνοια σου.

 

Τώρα έφυγες, μάνα, δίχως να σε δω.

Πέθανες την ώρα που έτρωγα με τα μάτια τον ορίζοντα

πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα

να βρω κατά πού πέφτει το σπίτι μας

να βρω μια μικρή σπίθα απ’ το μεγάλο τζάκι της στοργής σου.

 

Μα απόψε, συχώρα με, σε νοιώθω,  μάνα,  και σένα πολύ μακριά.

Απόψε νοιώθω σαν να μην είμαι πια δικό σου παιδί.

Είναι τα εκατομμύρια αδέλφια μου κι ο αγώνα μας

που σαν μια γόνιμη φαρδιά κοιλιά

με γέννησαν σ’ αυτό το σταυροδρόμι που φυσάει.



ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΜΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ 

(… όπως γεννιέται μια σημαία…)

Νύχτα.

Μια νύχτα ακόμα στις χιλιάδες νύχτες.

Ερημιά,

 

Πόσοι άνθρωποι απόψε αυτή την ώρα

κλαίνε ολομόναχοι

ζητιανεύουν

κοιμούνται κάτω απ’ τις εκκλησιές

πόσοι αγκαλιάζονται παράφορα μες το σκοτάδι.

Πόσοι άνθρωποι αυτή την ώρα

καίγονται από μεγάλα όνειρα

κρυώνουν από λησμονιά

πόσους απόψε θάβουν στα στρατιωτικά νεκροταφεία.

 

Πόσοι απόψε ξεκινάν περήφανοι

πόσοι γυρίζουν νικημένοι

πόσοι χωρίζονται για πάντα χωρίς να ξαναϊδωθούν ποτέ

πόσοι αγρυπνάνε πλάι σε νεκρούς  ενώ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο ακούγεται να βουίζει ο κόσμος

πόσοι φωνάζουν απελπισμένα,  πόσοι σωπαίνουν πιο απελπισμένα

οι φάροι αναβοσβήνουνε μακριά

κυλάνε ουρλιάζοντας τα τρένα μες στη νύχτα

κυλάει ο χρόνος

οι πολιτείες κοιμούνται τυλιγμένες στην καταχνιά.

Πόσοι άνθρωποι απόψε σέρνονται στο σκοτάδι

μεταφέρουν πυρομαχικά

ανατινάζουν τις γέφυρες

βάζουν μεγάλες φωτιές

προδίνουν

πόσοι άνθρωποι απόψε αυτήν την ώρα

πεθαίνουν μες τη νύχτα σιωπηλά –

ζωή – ζωή

σ’ ακούμε να σε ποδοπατάνε μες στη νύχτα

σ’ ακούμε μέσα στο σκοτάδι να φωνάζεις βοήθεια

α, ζωή, στη μια γωνιά σε ντουφεκίζουν

και στην άλλη σηκώνεσαι ξανά και τραγουδάς

μ’ ακόμα πιο δυνατή τη φωνή σου…

 

Τραγουδάω και ξανατραγουδάω εσάς αδέλφια

εσάς που ανατινάξατε τα γερμανικά τανκς με μια μπουκάλα μόνο γεμάτη απ’ το θυμό σας.

Τραγουδάω εσάς που περπατήσατε τα 8.000 μίλια της υποχώρησης

αφήνοντας πάνω στο χιόνι της Κίνας τους νεκρούς σας σαν μεγάλα σημάδια

για να σας δείχνουνε το δρόμο απ’ όπου θα ’πρεπε να ξαναγυρίσετε.

Τραγουδάω εσάς που ξαναγυρίσατε!..

Τραγουδάω εσάς που πολεμάγατε από πάτωμα σε πάτωμα

και χάνατε στο ισόγειο το ’να χέρι σας, μ’ από τα κεραμίδια πυροβολούσατε με τ’ άλλο

σώζοντας το Στάλινγκραντ  και  την ανθρώπινη ελπίδα.

Τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια, που με τα παιδικά σας σπίρτα

ανάψατε αυτή την πυρκαγιά που ζεστάνανε τον κόσμο.

Τραγουδάω  εσάς που βασανιστήκατε

εσάς που σας ζητούσαν να πείτε ένα όνομα

κι εσείς απαντούσατε πάντοτε:  Λευτερια!..

[ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956 αποσπάσματα από τον  Α ΤΟΜΟ: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, ΚΕΔΡΟΣ 13η έκδοση]

 

ΤΡΑΓΟΥΔΑΩ ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΚΑΤΕ

(… εσάς που σας ζητούσαν να πείτε ένα όνομα  κι  εσείς απαντούσατε πάντοτε:  Λευτεριά …)

Τραγουδάω εσάς που πέσατε κάτω απ’ τις σφαίρες  και  βουτηγμένοι στο αίμα σας    σηκώνατε το χέρι  και  δείχνατε στους άλλους να προχωρήσουν  κι  αφού είχαν όλοι προσπεράσει πια  κι  είχατε μείνει καταμόναχοι πεσμένοι στο δρόμο   ακούγοντας τη βουή και τα ντουφέκια του πλήθους που προχωρούσε   σφίγγατε πάνω στο στήθος σας μια χούφτα χώμα απ’ την αγαπημένη πατρίδα  και  πεθαίνατε.   Τραγουδάω εσάς.   Τραγουδάω όλους εσάς που αντισταθήκατε   τραγουδάω τους άσπρους, τους μαύρους, τους κίτρινους   τραγουδάω την ελπίδα που δεν έχει χρώμα   τραγουδάω το αίμα που σ’ όλα τα γεωγραφικά σημεία είναι κόκκινο.   Με το λαρύγγι μου πεταμένο έξω φαρδύ, σαν προκυμαία   τραγουδάω την παγκόσμια αδελφωσύνη.   Μα απόψε, αδέλφια, δεν είμαι πια ποιητής.   Απόψε είμαι τυμπανιστής μιας απέραντης στρατιάς  με δυο δισεκατομμύρια μαχητές ακροβολισμένους μες στη νύχτα…    Και προχωράμε!..   [αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956 – αντιγραφή και επικόλληση από τον Α ΤΟΜΟ: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, ΚΕΔΡΟΣ 13 έκδοση]

Παρασκευή, 1 Σεπτεμβρίου 2023


Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟ ΠΟΥ ΘΕΡΙΖΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΡΩΕΙ ΤΟΝ ΚΑΡΠΟ ΤΗΣ ΓΗΣ

 (… τι άλλο μένει για να γίνει η έρημος – έρημος  και   η στιγμή - στιγμή…)


Στις τέσσερις το πρωί   η πρόσκαιρη ψυχή μου τρέμει

χωρίς ελάτινα κουπιά   χωρίς γλυκόφωνα τραγούδια…

          1  

Ζω εδώ

 όπως τα έντομα ζουν εδώ· 

για τη δροσιά της νύχτας

που η άμμος μαζεύεται  και  φτιάχνει σχέδια

φυσάει  και  φεύγει  μπροστά 

το σχέδιο διατηρείται

κατά τόπους πυκνώνει

οι περιελίξεις του απορροφούν τον άνεμο

τα σύμφωνα του ανέμου   το θήτα,  το φι  και  το χι

 

που νύχτα και μέρα   ξαπλώνει

 

το χρυσό της    σαν φίδι

 

Ελάχιστη βλάστηση

μόνο  αυτά που είναι ανθεκτικά ζουν εδώ

τα πολύ χαμηλά   που δεν τα βρίσκει ο άνεμος

 

Δεν έχει πουλιά·

αν είναι κάποιο,  είναι μόνο του

μόνο του χύνεται στη θάλασσα

 

τι άλλο μένει

για να γίνει η έρημος – έρημος

και η στιγμή – στιγμή

 

κι αν την εχθρεύεται η ζωή   η ώρα της ανήκει




          2 

Εν τω μεταξύ

εγώ κοιτάζω εδώ   ίδια με ζώο

 

κρατάω το μυαλό μου από μια κλωστή·

φέρνω την κλωστή βόλτα

την κόβω με τα δόντια

 

Η σιωπή αντίθετα

με δροσιά και ομίχλη τη νύχτα και νωρίς το πρωί

με ταχύτητα ανέμου τριάντα μίλια την ώρα

Τότε το αυτί ακούει την προτροπή

όπως την προτροπή του κύματος

όπως αλάτι το κορμί

εκεί που πίνεις ένα ποτήρι νερό

και γυρνάς και βλέπεις τη γυναίκα

με το μαύρο ρούχο που σου έχει στρώσει

 

Στις τέσσερις το πρωί πίνω ένα ποτήρι νερό

 

χωρίς τον καιρό της φιλίας

 

και σηκώνεται σκόνη αντί ανεμοστρόβιλος·

που δεν ακούει την ηχώ

δεν έχει καρπούς   ούτε γαλήνη   ούτε σκοπό

 

Ο χειμώνας είναι δροσερός

τα φαράγγια κατεβαίνουν από ψηλά

έως το νότο και τη δύση.

Οι θίνες αλλάζουν   παρασύρονται

Δύο φόρες το χρόνο τις παίρνει ο άνεμος

τις πάει   κιόλας μακριά

 

γιατί περνάνε τα σύννεφα και ξέρεις

πηγαίνουν αλλού   δεν θα μείνουν εδώ

 

σαν κάποιος να κατοικεί αυτή την απέραντη χώρα

και να είναι τα πράγματα λίγα   ολοένα λιγότερα

 

κι ένας γλυκός ύπνος σου κλείνει τα μάτια

με λόγια τρυφερά

να ονειρεύεσαι τη θεία δροσιά

με γλυκιά τροφή  και  αργυρόχροα νερά 

κρόκους ευώδεις   κάρδαμο 

 

κι ύστερα πάλι λησμονείς τα πάντα

και τη φρόνηση

 

Φαίνεται ο ουρανός   τ’ αστέρια

ακούγεται ο βράχος   η σιωπή

ο στεναγμός του λεπτού νερού στο κάτω μέρος

εκεί που στενεύει το πέρασμα

 

που πιο λεπτή από τη σκόνη

η δύναμη της ρίζας

γιατί ο πόθος της   είναι και χαλινάρι

 

Ρίχνω λοιπόν το δίχτυ·

κάτι τέτοιο   είναι πραγματικά παρόν

 

ανεπανόρθωτο παρόν

 

Ατέλειωτο τίποτα   ευφρόσυνο

που θερίζει τα πάντα  και  τρώει τον καρπό της γης

[πρώτα  αποσπάσματα  από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003.  Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη 2015]

 

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΨΗΝΕΙ ΨΩΜΙ

(… και δίνει στον άνδρα ένα δυνατό ποτό από γάλα…)

Δεν υπάρχουν πουλιά·

κοπάδια και βοσκές  κι  αφιλόξενο χώμα

Στη ζεστασιά της σόμπας

τ’ ατέλειωτα βράδια της άνοιξης

 

Το γόνατό τους δεν βλέπει τον ήλιο

κι από τη ζώνη τους αρχίζει το νερό

όπως η μέρα αρχίζει   όπως ο άργιλος πέφτει

Η σκέψη εξατμίζεται πριν φτάσει στο σώμα

 

Οι νομάδες γυρίζουν όταν πέφτει βροχή   τον χειμώνα·

τρώνε χουρμάδες

τα ζωντανά τους τρώνε κι αυτά·

με το ξύλο από τις φοινικιές φτιάχνουν κάτι

όχι πολύ

Σιγά – σιγά το κλίμα απλώνεται

 

αφήνει τον ουρανό ελεύθερο

 

προχωράνε με κόπο

χώνουν το ένα πόδι στην άμμο

ύστερα τ’ άλλο·

μακρινά μάτια.

Κρατάνε το στόμα κλειστό   μέσα στον ήλιο

χωρίς σκέψεις   τα βλέφαρά τους τρέμουν

 

και

 

θάλλοντα δένδρα

στο έσχατο μέρος του μυαλού

μ’ ωραίο σώμα  κι  άγριους οφθαλμούς

 

Η άμμος βυθίζεται κάτω απ’ τα πόδια

το ρούχο τους σκεπάζει ολόκληρο το σώμα

βαμβακερό

Το βράδυ θα σταματήσουν μαζί με τα ψηλά ζώα

 

ξαπλώνουν    στη βαθιά σιωπή

 

χωρίς τον καιρό της φιλίας

 

Στον αφιλόξενο τόπο   η φιλόξενη νύχτα

όπως στην πέτρινη στέγη

το ξύλινο κατάρτι   σε γη και ουρανό

σε όχθες χαμηλές   κι απέραντη αλμύρα

 

τριάντα χιλιάδες μέλη της κοινότητας Τάτζι

μοιράζουν το χρόνο τους ανάμεσα

στα οροπέδια και στην κοιλάδα

ψάχνουν τροφή, αρμέγουνε τα ζώα

ένας νερόμυλος αλέθει το σιτάρι τους

Μέσα στη μύξα και το γέλιο

μεγαλώνουν τα παιδιά τους

Η καθημερινή ρουτίνα

και μια στιγμή χαρά   τους κρατάει στη ζωή

Μόνοι τους φτάνουν στο Θεό

 

η παλιά χάρη   οι στεγνοί κάμποι

οι λόφοι που διακόπτονται

η χαρουπιά   ο σκελετός της

 

το αλαφρύ τους πόδι

και τα σφυρίγματα του ανέμου

τους τρέφουν την ψυχή

της ψυχής τα φαντάσματα

 

τα αδιάντροπα

ρόδινα δάχτυλά τους

 

Ένα κορίτσι κρατάει την ουρά   της λεοπάρδαλης·

με τ’ άλλο χέρι τραβάει τις πλεξούδες της πίσω

για να φανεί στον κόσμο η ομορφιά της

 

Σιγά – σιγά  οι φωνές ατονούν

γελάει

 

Φεύγει η νύχτα   λείπουν τ’ αστέρια·

οι λίμνες έχουν ξεραθεί·

ο αθάνατος ήλιος   μαστιγώνει αέρα και χώμα

 

Κι όμως!..

Η όψη της ψυχής

σέρνει νερό κι έρωτα 

 

όταν τους καταβάλλει

ο ύπνος   και τα άνθη του

 

και στέκεις μόνος·

τα λόγια δεν σε ωφελούν

γιατί φτερά δεν έχει εδώ   ούτε θεούς

ούτε και φύτρες για να παινευτείς

και τίποτε που να τελειώνει

 

την ώρα που μπαίνει  η άνοιξη

σαν το σπουργίτι   με βρεγμένα πόδια

[αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003 από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη]

 

ΠΟΣΟ ΒΑΘΙΑ ΘΑ ΠΗΓΑΙΝΕ 

(… και θα στεκόταν στον αφρό της άμμου…)

Μέσα στην ερημιά    τη νυχτερινή;

Θα στεκόταν εκεί όρθιο

με την αιχμή σαν βλαστάρι

που φέγγει με τ’ άστρα;

Ήπιο και γαλήνιο   υπεράνω όλων;

Και πόσο νυχτερινό θα ήταν το φεγγάρι;

 

Ήσυχη μέρα·

παρότι δεν βγάζει λουλούδια·

τα σώματα απομακρύνονται   με τους αστερισμούς·

μια λύπη τα παρακολουθεί   μια ησυχία

 

καθώς προχωράμε στον τόπο

αποστηθίζουμε ελάχιστα σημεία   θάμνους, σιωπή·

η αλεπού πίσω μας   ξέρει

πως όσο μένουμε εδώ

δεν θα πεθάνει από την πείνα

 

νότια   όλο νότια

 

ετοιμόρροπες πέτρες

και ροδοπράσινη  αυγή·

το απαράλλαχτο τοπίο   χωρίς εμπόδια

και ξαφνικά ο ήλιος πίσω μας

κι ο ίσκιος   που μακραίνει

 

Η σιωπή του δρόμου   η πρώτη νιότη

 

άδικα στον βυθό

η άγκυρα

άδικα σέρνεται

 

με κόπο υψώνονται οι κήποι

μες στην αδράνεια   της άσπονδης μέρας

 

γιατί δεν έχει τείχη

σπορά δεν έχει

ούτε και πέρατα του κόσμου   στην κοίλη ζέστη

 

κοιμάται ο κορυδαλλός   και η σελήνη

 

η μουσική εισχωρεί στις ράγες της άμμου·

δυναμώνει  κάτω από το ζεστό στρώμα

 

ακόμα και η σαύρα βλέπει

το μισοφέγγαρο   στην πέτρα

 

μακριά από μέρα   και το φως της ζωής μου

 

Έτσι λοιπόν το χιόνι και η αιώνια θάλασσα

που πλησιάζει τα νησιά και τους κόλπους σιγολαλώντας

που εκτοξεύει κύματα και κατεβαίνει από έρωτα στον Άδη

σαν να μιλάει η καρδιά της

ενώ η καρδιά σωπαίνει

και το μάτι ξεχνάει τι άλλο έβλεπε

κι απλώνει το στέρνο του

και το αυτί ξεχνάει την ασχήμια και το κέρδος

και κάθεται με ακρίβεια

μαγεμένο μπροστά σ’ αυτό που ήθελε να είναι η ζωή του

το δώρο στην παλάμη   η φωνή του συντρόφου

 

χωρίς τον καιρό της φιλίας

 

Σύννεφο άδειο·

 

δεν θορυβούν τα φύλλα

το σκοτάδι αρδεύει

 

το καινούριο φεγγάρι   κρύβει την ώρα

 

όταν υπάρχει το βαθύ κοχύλι

που ακουμπούσε άλλοτε στ’ αυτί

κι άκουγες τότε·

και μαζί σου άκουγαν ερπετά και υδρόβια

τους κόκκους, τη μαύρη θάλασσα

τον μαύρο θεό που σε φέρνει στο σπίτι

και στο δικό σου θάνατο

μέσα στη μακριά νύχτα  και  στο αργό σκοτάδι

 

Λείπει σ’ όλους

από ψηλά   η έρημος

γύρω της αιωρούνται τ’ αστέρια

και χορταίνουν τα μάτια

εκείνου που την κοιτάζει

και νιώθει μέσα στην καρδιά του ευχαρίστηση

να πασπαλίζει με την άχνη της   τη μνήμη

 

εν τω μεταξύ εγώ

κοιτάζω εδώ

τις ζάρες, τα πλευρά του ζώου   τις μέρες

[αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003 από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη]

 

 

ΣΤΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ 

(…πολλά ωστόσο χάνονται στη διαδρομή…)

αλλά τα φέρνει ο άνεμος   εξαντλημένα

εδώ ο άνεμος

που φυσάει φωτιά  και  πάει χαρούμενος

 

και τρέχει τη νύχτα

αρσενικός  και  θηλυκός

και μεγαλώνει  και  λιγοστεύει

 

να τον ακούσει   μέσα απ’ τα νερά

η φλογερή αστραπή  κι  ο εύθυμος νους

 

η διαδρομή του ήλιου

ανηφορίζει έως τα μισά της νύχτας

και τα άστρα βυθίζονται

στο ρεύμα του καιρού

φωτίζοντας από πουθενά   ένα – ένα

 

την ώρα της προσευχής

μέσα στο μισοσκόταδο

την πέτρα   τη σκόνη

 

ο δρόμος να μπει στο χωριό

ο πόνος   η δροσιά

 [αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003 από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη]

 

 

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ

(από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΔΩ 2003 – συγκεντρωτικός τόμος ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη)

λόγια που τ’ άκουσα από τη μητέρα μου…)

ακατάβλητος φόβος με γλαυκά μάτια   καλοχτενισμένος   Ω μητέρα με τα πολλά ονόματα   σ’ εσένα βαδίζω που με εξαίσιο τρόπο   τρέφεις θηρία  και  ύπνο παιδικό   και σε παρακαλώ   όπως την Αφροδίτη   ξέχασε το κυνήγι   σφίξε το στήθος σου στο στήθος μου   παράλυσε τα μέλη του κορμιού μου  και  στράγγιξε μου τη ζωή   όπως σταλάζει το λευκό νερό από τη ζέστη τη νυχτερινή   γιατί η νύχτα της ψυχής   είναι  και  φωτεινή  και  άδεια    Νωρίς το πρωί   νοτιάς   τα σπαρτά   τα χέρια   η άμμος που πέφτει βροχή   στην κάμαρά μου ο ουρανός είναι μουντός   αλλά γαλήνιες οι νύχτες   που κόβουν χρόνο   όπως οι κυνηγοί  και  η γαζέλα το ξημέρωμα   δεν πάμε προς την ευτυχία   περνά όμως από μπροστά μας   όταν η ζέστη γίνεται αφόρητη   κι ένα λεπτό ρυάκι αίμα   κυλά απ’ τα ρουθούνια των φοράδων μας   οι ψηλότεροι φοίνικες   βρίσκονται εκεί κάτω   προς τα πηγάδια   στη λάμψη του φεγγαριού   φαντάζουν φτερά πουλιών   Ακινησία των πραγμάτων   ο τρούλος τ’ ουρανού   οι τεθλασμένες του   η αληθινή μου ζωή   δεν απομένει   παρά εγώ   Η αυγή   η γαλήνη της άμμου   η διάπλατη πόρτα   ξένη  και  στη σιωπή

Δευτέρα, 28 Αυγούστου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ