Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΜΟΝΟ ΤΟ ΦΙΔΙ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ν’ ΑΛΛΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΕΤΣΙ ΣΟΥ, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ (Αντίτιμο)

Η Ελλάδα που λες, δεν είναι μόνο πληγή.
Στην μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι, ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,
μπρούτζινο χρώμα, μπρούτζινο σώμα, μπρούτζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.
Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου πιάνει σαν έντομα τα μάτια.
Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,
 γήπεδα, φυλακές νοσοκομεία, άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα του Διαβόλου,
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι κρασάκι της Αράχοβας στυφό.

Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες με το ντουφέκι τους στο ένα τους πλευρό,
με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.
Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν, κιλίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.
Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι κρασάκι της Αράχωβας στυφό
[Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΛΕΣ από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ 1978 – συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]

Εδώ ανθολογούνται τα παρακάτω ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):
1.     ΑΤΑΦΗ, Παράξενη λιτανεία μυστικών αγίων
2.     ΠΑΤΡΙΔΑ ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΗ, από κισσό, βουνά που σου γυρνούν την πλάτη
3.     ΧΑΜΕΝΕΣ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΕΣ, Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι…
4.     ΒΟΗΘΟΣ ΓΚΑΡΣΟΝ, Πενηνταράκι, φράγκο, δίφαγκο
5.     ΚΑΛΟ ΦΕΓΓΑΡΙ, Καλό φεγγάρι λέω…
6.     ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, Μπακίρι από Γιαννιώτη γανωτζή…
7.     ΤΙ ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΗ, παιδί μου, τι ανεμοβλογιά των δένδρων..
8.     ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Να σ’ έχω δίπλα μου να σ’ ανασαίνω
9.     ΡΗΓΜΑ, Τραβάς τις παλάμες απ’ τα τραγούδια του ύπνου μου
10.                        ΑΤΙΤΛΟ, Ξυπνάς βουβός…
11.                        ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ, Παντοτινά πετούμενα πάνω από λόφους…
12.                        ΝΑΥΑΓΙΟ, Παλιό το σπίτι, πέφτουν σοβάδες
13.                        ΡΙΝΙΣΜΑΤΑ, Βωξίτες κι άλλα μεταλλεύματα. Αγενή
14.                        ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ ΠΟΛΛΟΙ ΜΑΖΙ… και
15.                        ΕΠΟΧΗ, Οι γερανοί δουλεύουν ασταμάτητα

ΑΤΑΦΗ
Παράξενη λιτανεία μυστικών αγίων
στους δρόμους μιας πολιτείας πόρνης.
Τα μάτια τους βαθιά, φωσφορίζοντα,
τρελαίνουν τα σκυλιά και τους  νοικοκυραίους.
Μια φυλή ονείρων επαναπατρίζεται στο αίμα μου,
λίκνο της πιο μεγάλης ξενιτιάς,
πονεί το αίμα μου σαν μυρμήγκι πληγωμένο,
απαρατήρητο, υπόγειο, εργατικό,
το αίμα μου αποκρίνεται σε καθετί που αγγίζω.

Βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα,
μουσική πατρίδα,
άταφη σ’ όλα τα τραγούδια μου.

ΠΑΤΡΙΔΑ ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΗ
Πατρίδα βουρκωμένη από κισσό,
βουνά που σου γυρνούν την πλάτη.
Να πεις πως ξενιτεύεσαι,
να ρίξεις πέτρα,
βρίσκει στο ίδιο σου κεφάλι.
Γρηγόρη, Πέτρο, Νικηφόρε,
δημοδιδάσκαλοι της Θεσπρωτίας,
οι μαθηταί σας διαρκώς μειούνται,
τα δημητριακά μας λιγοστεύουν,
θα πούμε το ψωμί π-σ-ω-μ-ά-κ-ι.

ΧΑΜΕΝΕΣ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΕΣ
Το ντέφι μοναχό, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.
Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ’ τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν’ ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.
Ψηλά-ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.
Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών – Κρητών – Τούρκων – Φράγκων – Σλάβων – Άγγλων – Αμερικανών, τι μπατανίες, Θε μου, τι μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.
Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου.

ΒΟΗΘΟΣ ΓΚΑΡΣΟΝ
Πενηνταράκι, φράγκο, δίφραγκο,
πάνω σε κέρματα κυλάει η ζωή.
Μπαχτσίσι, χαρτζιλίκι, φιλοδώρημα,
γήπεδο, σινεμά, μπορντέλο
και μεσοφόρι για την αδελφή.

ΚΑΛΟ ΦΕΓΓΑΡΙ…
Καλό φεγγάρι λέω,
χρυσό χαλίκι στο βυθό του ονείρου σου,
με μάτια που πονούν απ’ τη αγρύπνια,
καλό φεγγάρι λέω,
μα ποιος θ’ ακούσει τούτο το τραγούδι.
Καλά-καλά γιατί να τραγουδώ,
μέσα στις χούφτες μου κρατώ τον άνεμο,
ξέρει πολλά πανιά, ξέρει πολλά μαντίλια,
δεν έχει διάφορο κανένα,
αν χρειαστώ τσιγάρα,
θα δανειστώ απ’ το γιατρό το φίλο μου.
Οι φίλοι ξέρεις λιγοστεύουν,
γίνονται δικηγόροι, γιατροί, καθηγητές,
ξαφνιάζεσαι μια μέρα,
αρχίζουν να μιλάνε γι’ αυτοκίνητα,
ταξίδια στην Ευρώπη,
αυτά δεν είναι άσχημα,
μονάχα ασυνήθιστα, πρωτάκουστα.
Ξαφνιάζεσαι μια μέρα,
κοιτάζεις μες τα μάτια μιας γυναίκας,
όποιας γυναίκας,
λες σιγανά παλιούς σκοπούς,
«Θα φύγω το χειμώνα γέρνοντας λίγο αριστερά
από το βάρος της αγάπης σου»,
θυμάσαι πόσο σου ’λειψε η δίδυμη καρδιά της,
χαράζεις στίχους, λες σιγανά παλιούς σκοπούς,
«Λιγνό μου κυπαρίσσι, σ’ ονειρευόμουνα τρεις νύχτες»,
κάποτε να τα σιχαθείς ετούτα,
να μη βουλιάζεις τη ζωή σου
μέσα σε τόσες λεπτομέρειες.
Πάλι γυρίζει το φεγγάρι,
καλό το λέω και γεμάτο μνήμες.
ήσυχοι νυχτωμένοι λόφοι της πατρίδας,
μες στην παλάμη της βροχής
στεγνές νησίδες τριζονιών,
φωνές της νύχτας ως κάτω στο ποτάμι
με τα πλατάνια και το νοικοκυριό των βατραχάδων.
Αν κάποτε υπάρξεις
καρπίζοντας τη μήτρα που σου ετοίμασα,
θα ’χεις καλάμια για πολλές χαρές,
θα ’χεις τα μάτια που σου τάζω
και μια καρδιά που θα με πνίξει με το αίμα της

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ…
Μπακίρι από Γιαννιώτη γανωτζή
να φέγγει να σπιθοβολάει το γέλιο σου,
τα λόγια να σκάνε μέσα μου σαν τις χειρομπομπίδες.
Κορμί που λαχτάριζες σαν αγριμάκι
προτού σε πάρει ο ύπνος,
τρεις νύχτες τώρα με διπλό προσκέφαλο
αχνίζω νικοτίνη,
τρέχω με ογδόντα πυρετό ύστερα με διακόσια
τρελαίνομαι στις δημοσιές.
Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό
κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα,
έλα με την αγάπη, έλα με το νερό.
Μη λείψεις άλλο μη μ’ αφήσεις
παλάμη διάφανη κι ορθή καρδιά,
που σ’ αγαπώ που με τρομάζεις,
που μου ’δωσες ψωμί κι αστροφεγγιά
το μέταλλο του στήθους πάλι
και του κορμιού το κοιμισμένο τύμπανο.

ΤΙ ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΗ
Τι θάλασσα πεντάρφανη, παιδί μου,
τι ανεμοβλογιά των δένδρων,
φυρές οι θύρες κι η βροχή να τις μπουκώνει,
ένα μανίκι μνήμης μακρινής
να κλείνει τα παράθυρα
κι η αγάπη μοναχή στα λατομεία.
σκυμμένη σε μια φλέβα δάκρυα.
Έτσι να μεγαλώνεις
κι άξαφνα μονόπαντα να γέρνουν όλα,
φύκια τα δειλινά σου να τα παίρνει η θάλασσα,
προθήκες αισθημάτων κι ανταλλακτικά του νου
να γίνονται σμπαράλια.
Θες πίστεψέ με θες ξέχασε τα λόγια μου.
Πάρε το λίγο πράσινο,
το λίγο χνούδι από τα φύλλα,
μα γύριζε σ’ αυτό τον τόπο
να μη χαθούν τα μυστικά της μέρας.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Να σ’ έχω δίπλα μου, να σ’ ανασαίνω
σα δημητριακό Ιούλη μήνα,
να ’σαι κοντά μου θημωνιά, πουλί
έκπληξη καθημερινή, έτσι που ανεβαίνεις
από τα μπάζα της φωνής σου
στο λυγμό.

Τραγούδι μου
κι εσύ μανάβη της φωνής μου,
ανάβεις σπίρτα μες στο αίμα μου,
ανάβεις το ξερό χορτάρι,
πέτρινο το γεφύρι πέτρινο
δεν καίγεται μαυρίζει.

ΡΗΓΜΑ
Τραβάς τις παλάμες
απ’ τα πηγάδια του ύπνου μου
και μένω ανοιχτός στο σκοτάδι.
Είμαι κιόλας
στα πρόθυρα της φωνής μου
που ανεβαίνει από βάθος μέγα
πράσινο χέλι.

Ένρινο άστρο περνάει ψηλά
ο Λάζαρος με τις γάζες στα χέρια.
Κατά πού να τον σπρώχνει
η ψυχή, σαν αεράκι!
Φρέσκια ψυχή, αέρας φρέσκος.

Άσφαιρα μπρούμυτα ρήματα
αμαρόκανα βιλαλάικα
πρου και πρου
πάλι κόκκινο.

ΑΤΙΤΛΟ
Ξυπνάς βουβός.
Εκατό οργιές του βάθους η φωνή σου,
ποντισμένη όλη η νύχτα
μούσκευε και πρηζόταν,
δεν τη χωράει το λαρύγγι σου.

Το πρωινό νωπό απ’ το τυπογραφείο
όπου να το πιάσεις μουντζουρώνει.

ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ
Παντοτινά πετούμενα
πάνω από λόφους και συκιές ξεραμένες.
Αυτά και τα νερά
χάνουν τα λόγια τους στα χαλίκια.

Εδώ καμένος ασβεστόλιθος
προφέροντας το άσπρο τραυλά
μέσα στο κώμα του ασβέστη.

Από τον ύπνο στο ξύπνο
ιαματικά πουλιά
ξερό χορτάρι λούζοντας τις πλαγιές,
εκεί που λαβωμένο τρυγόνι
η πατρίδα γίνεται ξενιτιά.

Αυτοί που έφυγαν
σε δυο τρία καλοκαίρια
θα γυρίσουν βαλίτσες,
τρανζίστορ, μαγνητόφωνα,
αφοπλισμένα κλαρίνα.

ΝΑΥΑΓΙΟ
Παλιό το σπίτι πέφτουν σοβάδες
μετριούνται τα πλευρά του τοίχου.
Από μέσα η μάνα,
απ’ έξω ο αντίχειρας του Θεού,
θα τη λιώσει.
Σ’ όποια γωνιά κι αν πας,
τα πράγματα γυρίζουν να σε δουν,
απότιστα γελάδια.

Πίσω απ’ τα ντουλάπια της κουζίνας
είναι άλλα ντουλάπια
και πίσω απ’ αυτά πάλι ντουλάπια
ως το βυθό του τοίχου
και το παλιό ψυγείο.
Εδώ κοιμίζουνε τ’ αρθριτικά τους χέρια
η κυρά-Λένη η κυρά-Μαρία…

Το σπίτι παλιό, πολυταξιδεμένο,
άξαφνα κάνει μνήμες, βουλιάζει.

ΡΙΝΙΣΜΤΑ
Βωξίτες κι άλλα μεταλλεύματα Αγενή.
Ρινίσματα που τα φυσούν μαγνήτες.
Σαν τα παιδιά σου,
άλλα στα ξένα κι άλλα στα Xenia.

Γιατί δεν έχει μέσα κι έξω πια,
πάνω και κάτω.
Ο τόπος φεύγει
δίπλα σ’ ακίνητα τρένα,
γαζωμένος από φωτογραφικές μηχανές.
Χειρολαβές μπήγονται στον εγκέφαλο,
μικρόφωνα κεραίες τηλεοράσεως.

Χτίζουν το μέλλον κάτω απ’ τη μύτη μας.
Πανύψηλο,
μας αφήνει απ’ έξω.

ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ ΠΟΛΛΟΙ ΜΑΖΙ
Πεθαίνουμε πολλοί μαζί
ούτε τα ούζα ούτε τα δημοτικά,
κανένα αντισηπτικό
δεν τους γλιτώνει.

Τους θάβουν όρθιος με τα τρανζίστορ.

ΕΠΟΧΗ
Οι γερανοί δουλεύουν ασταμάτητα.
Κάτι βαρύ και ύποπτο
στοιβάζετε στις μέρες μας.
Τεκτονικοί σεισμοί,
πέφτουν κομμάτια ύπνου,
το σκοτάδι σε κοιτάζει κατάματα.

Σκούρο φραπέ και συζήτηση.
Μακριά καλπάζουν φαλακρά
βουνά. Καταπάνω μας!

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ… (αθέατος βασιλικός μυρίζει, βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας – πού πάς γυμνή φορώντας σπάρτα στο κεφάλι;): Κι εσύ που ξέρεις από Ποίηση κι εγώ που δεν διαβάζω  κινδυνεύουμε: εσύ να χάσεις τα ποιήματα κι εγώ τις αφορμές τους!...(Κι ας με διαβάζεις…) προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι…  Κάθε τόσο κάνει(ς) μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι κάποιο μυγάκι που σε ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού, δεν μπορεί, θα χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω σου ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό… Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό... Το σηκώνει(ς), μιλάς χειρονομώντας, σαν να γράφει(ς) στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς (σου)… Ξαφνικά σηκώνει(ς) το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους και το κλείνει(ς) απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει(ς) μετά προσεκτικά, φυσάς τη σελίδα και με κοιτάζει(ς) κατάματα. Χαμογελάω χαζά. – Πούσκιν; ρωτάω. – Πούσκιν, απαντάς. – Ρωσίδα; ρωτάω  – Ουκρανή, διορθώνει(ς). Πουτάνα, σκέφτομαι.– Όχι· ποιήτρια, διορθώνεις… Και ξανακάνεις την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζεις) τις σκέψεις μου. [σκόρπιοι στίχοι από τα ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ, μια μικρή πικάντικη ιστορία από το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά ΓΥΝΑΙΚΩΝ]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ