Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ κι ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΙ…

 (… μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο με κάποιον άλλο που το ονειρεύτηκε!.. 

Μέσα στο Ποίημα βέβαια  έχουν χαθεί κι οι τρεις…)


Να πηγαίνουμε χώρια από τους άλλους

να μη γνωρίζουμε κανέναν  

να πλαγιάζουμε στα χαντάκια   στα κοιμητήρια και στ’ αχούρια

και πάνω μας καμία γραφή

μήτε φυλαχτό μήτε δαχτυλίδι.

Και να μην μπούμε σ’ εκκλησιά   ν’ ανάψουμε κερί

να μην περάσουμε από χωριό

κι αν δούμε τη μάνα μας   κι αν δούμε αδελφό και αδελφή

κι αν δούμε να καίγεται το σπίτι μας

να στρίψουμε να φύγουμε.

Κι αν σηκωθούνε οι νεκροί   να τους κοιτάξουμε άγρια

κι αν έρθουνε τα όνειρα   να τα πετροβολήσουμε!..

 

Να περπατάμε αμίλητοι

να μη σταθούμε πουθενά

ώσπου να παραδώσουμε το μήνυμα!..

 [ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004

με τίτλο στην ανάρτηση τους στίχους από τα ποίημα ΟΙ ΤΡΕΙΣ]

 


Και άλλες επιλογές από την ίδια συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 -2008, Κίχλη:

1.           Η ΛΑΜΠΑ, Το μικρό μου ακαθόριστο δωμάτιο μετατοπιζόταν μέσα στη Νύχτα…  

2.           Η ΓΚΡΙΖΑ ΜΠΛΟΥΖΑ, που μου χάρισαν…

3.           Η ΝΥΧΤΑ και ο ΧΡΟΝΟΣ, Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας την είδε στ’ όνειρό του

4.           Η ΕΚΔΡΟΜΗ, Ακαταμάχητη μέρα γεμάτη φως…

5.           Ο ΚΗΠΟΣ, Έρημος τώρα ο κήπος…

6.           ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ, Πολύ βαθιά μέσα στη νύχτα…

7.           Η ΘΑΛΑΣΣΑ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ  και η ΝΥΧΤΑ, Άμμος κι ερημιά  κάτω  η θάλασσα πιο πάνω τα πεύκα…

8.           ΘΑ ΕΡΧΟΜΑΙ, Στάθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού…

9.           Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, Αυτή η νέα γυναίκα κοιτάζει μια παλιά φωτογραφία του 

10.       ΤΟ ΑΛΟΓΟ, Σαν να ήταν στο όνειρό του…

11.       ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ, Κάθε φορά που πάω ν’ ανοίξω κουβέντα…

12.       Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ, Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της… 

13.       ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ, Στα Ποιήματα…  και

14.       ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, Αμάραντοι και λιάροι και αητομάχια…

 

Η ΛΑΜΠΑ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004)

Το μικρό μου ακαθόριστο δωμάτιο

μετατοπιζόταν μέσα στη νύχτα

καθώς φύσαγε δαιμονισμένα

κι από το ανοιχτό παράθυρο

έβλεπα κάτω από τον ουρανό

μια κρεμαστή πελώρια λάμπα

να τη σαλεύει ο άνεμος στο χάος.

 

Φωτίζοντας ξαφνικά λησμονημένα τοπία

το σπίτι μας που δεν υπάρχει πια

το γιασεμί στο σκοτάδι του κήπου

τον τοίχο που τους εκτελέσανε

το άλογο στο λόφο να χλιμιντρίζει κατά τη θάλασσα

το κοιμητήριο στην πλαγιά

την πόρτα που δεν μπόρεσα ποτέ να την ανοίξω

και γωνία Ροδεσίας  και Αλφειού

την Άνθεια να περιμένει μέσα στη βροχή.

 

Η ΓΚΡΙΖΑ ΜΠΛΟΥΖΑ

Η γκρίζα μπλούζα που μου χάρισαν

που μου την έφεραν από την Πράγα

έχει μια στάμπα στο στήθος

γράφει τ’ όνομά σου,  Φραντς Κάφκα.

Μια μπλούζα της αράδας

για κουλτουριάρηδες τουρίστες!..

Όμως μ’ αρέσει κάποτε να τη φορώ κατάσαρκα

σαν είμαι μόνος!..

Είναι το γκρίζο που μου πάει!,,

Γκρίζο της θλίψης και της ερημιάς

που τόσο ένιωθες Εσύ

 [από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004]

 

Η ΝΥΧΤΑ  και  Ο ΧΡΟΝΟΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004)

Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας

την είδε στ’ όνειρό του.

Βρέθηκαν, λέει, στο Ντελφτ

και ήταν ακόμη ωραία

και καθόταν στην πλατεία

και θυμήθηκαν τα παλιά.

Το φως ήταν χρυσό   όπως στον Βερμέερ.

 

Της τηλεφώνησε τ’ όνειρό του

κι εκείνη του είπε: Μας πώς ξεχνάς;

Πράγματι συναντηθήκαμε στο Ντελφτ

την περασμένη Δευτέρα

και καθίσαμε στην πλατεία

και ήθελες να περάσουμε μαζί τη νύχτα

και ήθελα   μα δεν μπορούσα  και  σου είπα

«Έχει χαθεί για μας ο χρόνο»

 

Κι εσύ τότε μου είπες

«Ας μείνουμε μέσα σ’ αυτό το φως.

Ίσως όλος ο χρόνος

είναι μια νύχτα

και δε θα θυμηθούμε ποτέ

αν τη ζήσαμε  ή την είδαμε  στ’ όνειρό μας»

 

Η ΕΚΔΡΟΜΗ

Ακαταμάχητη μέρα   γεμάτη φως

και γύρω οι άνθρωποι   με άδεια μάτια

που δεν μπορούσανε να ιδούν   το φως της μέρας

μήτε τα νερά   μήτε τους ίσκιους   μήτε τα κρίνα!..

 

Καλά, μου λέει,  κι  εσύ τι έκανες;

 

Κατέβαινα με τους φίλους μου   το ήσυχο ποτάμι

και πάνω στη βάρκα μας    παίζανε βιολιά

και στα γόνατά μου,  του λέω,

είχα την αγάπη μου!..

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004]

 

Ο ΚΗΠΟΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004)

Έρημος τώρα ο κήπος.

Κανείς δεν ήξερε   πως ήτανε κάποτε δικός του

νύχτας που κατέβαινε

καθόταν στο σκοτάδι  κι  άκουγε τ’ αηδόνι .

 

Μιλούν ακόμη για τις νίκες του

θαυμαστά κατορθώματα

που δεν τα βάνει ο νους

κι άλλα που τον δοξάσανε.

 

Μα όλα είναι ψέματα.

Αυτός ποτέ δεν άφησε τον κήπο του

εκεί κατέβαινε τις νύχτες

κι άκουγε μονάχος τ’ αηδόνι.

 

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Πάλι βαθιά μέσα στη νύχτα   η φωνή μιας γυναίκας:

«Έλα»   μου ψιθύρισε…

«Ποια είσαι;»   είπα…

«Έλα»   ψιθύρισε και πάλι

κι έκλεισε το τηλέφωνο!..

 

«Πάλι λάθος»   είπα  κι  έσκυψα στα χαρτιά μου!..

 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ  και  Η ΝΥΧΤΑ

Άμμος  κι ερημιά!..

Κάτω η θάλασσα   πιο πάνω πεύκα!..

Είχε ξαπλώσει στον ίσκιο τους

τα μάτια του κλειστά.

Βγήκε τότε από το κύματα   μια γυναίκα γυμνή

και με κομμένη ανάσα

στάζοντας όλη  

γονάτισε και τον αγκάλιαζε

και τον φιλούσε στο στόμα!..

 

Έρημοι δρόμοι

μια σειρήνα ούρλιαζε   μέσα στη νύχτα!..

Το κορμί του δεμένο στο φορείο

τα μάτια του κλειστά.

Βγήκε τότε απ’ το σκοτάδι   μια γυναίκα γυμνή

και με κομμένη ανάσα

σπαράζοντας όλη

γονάτισε  και  τον αγκάλιαζε

και τον φιλούσε στο στόμα!..

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004]

 

ΘΑ ΕΡΧΟΜΑΙ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004)

Στάθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού

κοντά στο φράχτη

κι είδε τ’ απλωμένα ρούχα

το ποδήλατο, την αξίνα   το λάστιχο του ποτίσματος

και το πιθάρι πλαγιασμένο στο χορτάρι.

 

Ύστερα μπήκε στον κήπο.

Πλησίασε στο παράθυρο της κουζίνας

και είδε από το τζάμι

τον άνδρα της γυναίκας του

να παίζει με τα παιδιά.

Εκείνη μαγείρευε  και  τους χαμογελούσε.

 

Ας με ξεχνάνε,  είπε.

Εγώ θα έρχομαι  να τους βλέπω

θέλω να τους βλέπω συχνά.

Δεν μπορώ να συνηθίσω το σκοτάδι εκεί κάτω!.

 

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Αυτή  η νέα γυναίκα

κοιτάζει μια παλιά φωτογραφία του

σαν ήταν στα δεκαεννιά του χρόνια.

«Τι όμορφό παιδί»  του λέει

«τι μάτια μελαγχολικά!.. Ποιος είσαι;»  τον ρωτάει…

 

Κι αυτός, που την ποθεί πολύ

και κάθε στιγμή την θέλει

γέρος τώρα πια

«Κάποιος πεθαμένος φίλος»  λέει αόριστα

γυρίζοντας αλλού τα μάτια

 

ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Σαν να ήταν στ’ όνειρό του

όταν ήτανε παιδί

«Το ’βρες τ’ άλογο»  του λέγαν

οι μεγάλοι  και  οι μικροί.

Τ’ άλογό του,  τ’ άλογό του

που ακόμη το γυρεύει

σαν να ήταν στ’ όνειρό του!..

 

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Κάθε φορά που πάω ν’ ανοίξω κουβέντα

μ’ ένα πεθαμένο φίλο

ξαναγυρίζει στη σκέψη μου

το παράπονο της ψυχής του Αχιλλέα:

«Πώς έτλης Α»ιδόσδε κατελθέμεν, ένθα οι νεκροί

αφραδέες ναίουσι, βροτών είδωλα καμόντων;»

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004]

 

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

(… στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική,

με δέος, ηδονή και τρόμο

στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται  χωρίς επιστροφή,

χωρίς να βρίσκει δρόμο…)

 

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της

κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι

στην όψη της χορεύουν φλόγες

από την Κόλαση του Δάντη.


Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές

την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι

μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί

χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.

Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί

με μια κιθάρα και δισάκι

διαβάζει κάτω από τις γέφυρες

Βιγιόν και Καρυωτάκη.


Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά

το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.

Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση

όλους να μας θηλάζει.


Κόβει με όνειρο τις φλέβες της

για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες

για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός

οι μαστροποί κι οι κλέφτες.


Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων

με του διαβόλου τ’ αντικλείδια

κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα

και τα πετάει στα σκουπίδια.

 

Κάποτε κλαίει σαν παιδί

χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου

κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα

ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.


Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική

με δέος, ηδονή και τρόμο

στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται

χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.

 

Την ποθούν, μα τους περιφρονεί

τους δήθεν εραστές του απολύτου

το γκόλφι της το χάρισε σ’ ένα

ν τρελό τραγουδιστή

για ένα πικρό φιλί του.

Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»

τα παίζει όλα, η θεατρίνα,

με προκαλεί ποζάροντας

σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.


Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»

εγώ δεν την πιστεύω

την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία

σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.


Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της

σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα

πηδάει τους τάφους των ονείρων μου

τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.


Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της

κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση

γέρνω γλυκά στην πλάτη της

κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.

 

Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό

κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου

μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας

γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

 

ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ για την ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ του Γιώργη Παυλόπουλου: Η μορφή που συμβολίζει στο πρόσωπο της (θα ’πρεπε ίσως να πω: στο κορμί της) τη Γυναίκα στον Παυλόπουλο είναι βέβαια η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ του ομότιτλου ποιήματος. Μεταξύ femme fatale και μοντέρνας νεράιδας, ο ποιητής  περιγράφει το ανυπότακτο αιώνιο θήλυ που με τη σαγήνη του καταργεί συμβάσεις και φρόνηση και που κανένα δόλιο βέλος, καμιά σαΐτα απατηλή δεν λείπει απ’ τη φαρέτρα της. Ασφαλώς, υπάρχουν συγγραφείς, ο Παλαμάς λ.χ. με την Τρισεύγενη ή ο Ελύτης με τη Μαρία Νεφέλη του, που έχουν πλάσει πιο ευφάνταστους χαρακτήρες πατώντας πάνω στο ίδιο μοτίβο. Όμως το ποίημα του Παυλόπουλου είναι τερπνό όσο λίγα και ξεχωρίζει για τη λυρική του δύναμη και τη γλαφυρή εικονοποιία του (Κώστας Κουτσουρέλης, Για τον Γιώργη Παυλόπουλο, Ανοιχτό Βιβλίο στην Εφημερίδα των Συνατκτών 25-27 Μαϊου 2018)

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ λοιπόν από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004 – συγκεντρωτικός τόμος: Γιώργης Παυλόπουλος ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943-2008, Κίχλη 2017

 

ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Υπάρχει ο έρωτας πάντα στα ποιήματα.

Και μονάχα στον έρωτα

ακούς τη φωνή σου μέσα στου άλλου τη φωνή

ακούς του άλλου τη φωνή μέσα στη φωνή σου.

Γι’ αυτό στα ποιήματα δεν είσαι εσύ.

Εσύ είσαι ο άλλος  και  ο άλλος είσαι εσύ!..

Και η φωνή μία.

 Είσαι εσύ  και  ο άλλος  σε μια φωνή

που θ’ ακούγεται πάντα στα ποιήματα.

Αυτά που έγραψες  και  τ’ άλλα

που δεν θα γράψεις ποτέ και θα μείνουν για σένα

μια δυνατότητα του έρωτα

μέσα στη φρίκη  και  στη θλίψη

και στο μηδέν του κόσμου!.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004]

 

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΠΟΥ ΠΟΘΟΥΝ Ν’ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥΣ: 

Πού είναι τα πουλιά;   Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια   συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια   τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι   καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια   τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι   τετεντίτσες και   τουρλουμπούκια και κίσσες   καλοκερήθρες και σηκονούρες και     ασπροκόλια   μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες   ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες   κοκκινονούρες και   τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια   γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια   θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;   Πού είναι ο κοκκινολαίμης;   Πού είναι τα παπιά;   Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες   ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια   γερατζούλια και   ντελίδες και μαυρόπαπα   ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;   Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;   Η Αβοκέτα κι' ο Καλαμοκανάς;   Πού είναι   οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες   τα βατοπούλια τα     κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες   οι φάσες και οι σπαθομύτες   τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;   Πού είναι   ο μπούφος ο   χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος   ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο   καράπαπας;   Πού είναι   τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;   Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;   Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;

Παρασκευή, 29 Σεπτεμβρίου 2023

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

ΘΥΜΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΠΟΥ ΠΡΟΔΙΝΑΝΕ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΜΟΥ

 (… μα εκείνοι  γνώριζαν τις ανάγκες μου καλύτερα…)


Ήρθες μ’ ένα λουλούδι στο φαρδύ σου χέρι  

τσαλαπατώντας την πίκρα   που έσπερνα στις πιο καλές μας μέρες

ήρθες δρασκελίζοντας ένα χαντάκι χωρισμό,

που το ’σκαβα   όλο και πιο βαθύ   όσο ένιωθα το άδικό μου.

Τ’ αγροτικά σου βήματα βαδίσανε και το δικό μου δρόμο

φέρνοντας στη σκηνή μου ένα μεγάλο δέμα φως από τη Φλώρινα,

γιατί εσύ το ’ξερες πιο καλά   πως ένας εξόριστος

χρειάζεται ένα δέμα,   ένα λουλούδι,    λίγη αγάπη!..

Πώς μ’ άλλαξε το μάθημα της γήινης σιγουριάς σου Στέφανε,

πόσα έβλεπα πίσω από τη νικημένη μου έπαρση…

Έπειτα το λουλούδι το  ξεχάσαμε,

όχι πως ήταν πρόφαση – μα τ’ άλλα ήρθαν σαν ποταμός.

Εκείνο το λουλούδι το  άγνωστο που απόψε,

μεσ’ απ’ τα φρενιασμένα φώτα της Αθήνας,

σε ξαναφέρνει δίπλα μου πελώριο

μ’ ένα πλατάγισμα σκηνής του Αη-Στράτη στον άνεμο

κι  όλο το υπόγειο βουητό των κάμπων σου  και  των χωριών σου!..

(ΓΗΙΝΗ ΣΙΓΟΥΡΙΑ  από τη συλλογή του  Τίτου Πατρίκιου  ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956 – 1959

με τίτλο στην ανάρτηση στίχους από το ποίημα

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ    που

Αντίθετα σε προβλέψεις  κι  εντολές

θέλουν να καθορίσουνε το μέλλον!..      καθώς

ένα ΡΟΛΟΪ  χτυπάει πίσω από τα κλειστά παντζούρια…   

 


Σ’ όλους τους δρόμους, πάντως,  βάλαν πινακίδες

που δείχνουν ευκρινώς   

την κατεύθυνση από το μάταιο στο χρήσιμο…

 

ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ  σε τοποθεσίες άδενδρες και πετρώδεις… -  

 

Καθώς το ΔΕΙΛΙΝΟ  σχολάγανε τα μαγαζιά  

και γέμιζαν οι δρόμοι φωνές των κοριτσιών

κι η μυρουδιά της σάρκας τους ακινητούσε τον αγέρα

ένιωθες πάλι το κορμί σου να σε ταξιδεύει…

 

Κι άλλες επιλογές από τη ΜΑΘΗΤΕΙΑ του Τίτου Πατρίκιου

 εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τη  Συγκεντρωτική έκδοση:  ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ α 1943 -1959, εκδόσεις Κίχλη]

 

ΜΕΡΕΣ

(από τη συλλογήτου Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59):

Μέρες του στρατιωτικού μου βίου

το σκουριασμένο συρματόπλεγμά σας

τρυπάει τα λόγια μου μ’ εναλλασσόμενες λεπτομέρειες

χαώδη οικήματα, βαγόνια με φαντάρους

φανταστικές τοποθεσίες σπιτιών και συναντήσεων

θάλασσα κοντινή κι απρόσιτη,  άμμο καυτή μέσα στα νύχια…

Μέρες βασανισμένες από πρόσωπα  κι  ιδέες

μέρες κυνηγημένες  από μεγάφωνα και προσταγές

μέρες ομαδικών  κι  ατομικών στερήσεων

έπειτα μόνο ατομικών, σκόπιμων και μελετημένων,

κι έπειτα μέρες με την πικρήν απόλαυση στερήσεων

που μόνος μου επέβαλλα  κι  ανοίγαν μια περιοχή ελευθερίας.

Μέρες που ήθελα να κλάψω και δεν έπρεπε

μέρες που θα ’πρεπε  και  δεν μπορούσα

μέρες παρατεταγμένες  μια-μια σε πειθαρχεία

σε προθάλαμους νοσοκομείων, κάτω από αντίσκηνα

πάνω στη λάσπη,  μέρες της απειλής και της νύχτας,

ανέκκλητες, χωρίς αύριο, διεκδικώντας το τέλος μου,

χωρίς τέλος…

Γυμνές μέρες της Κόρινθος

μέρες της Τρίπολης με τρελές ελπίδες

εικοσιτετράωρο της Αθήνας βουβό χωρίς απόκριση

μέρα του Λαύριου οριστική,  μέρες της Μακρόνησος

πολλαπλασιασμένες στο άπειρο,  καρκίνοι της πέτρας,

που έπρεπε να σας ζω χίλιες  φορές και τα μεσάνυχτα

να σας ξεκολλάω από το κορμί μου μ’ ένα κομμάτι σάρκας…

Μέρες δικές μου τελικά που επανέρχεστε αντίδρομα στο χρόνο

και τώρα με βλέπετε αλλιώτικο

με το  σιδερωμένο μου πουκάμισο, με τη γραβάτα μου,

μη μ’ αντικρίζετε ψυχρά, μη νομίσετε πως άλλαξα,

μα δεν μπορώ ούτε σε σας  όλα να τα εξηγήσω!..

Αγκαλιάστε με  και  φιλήστε με ακόμα κι έτσι –

τα τραχιά, σκαμμένα μάγουλά σας

πρέπει να καταλάβουν!..

 

ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ

Η μυρουδιά του στάβλου,  του νοτισμένου χόρτου

η μυρουδιά καπνού από βρεμένα ξύλα

ο αχνός από τα ρούχα μας που στέγνωναν

τα πληγιασμένα πόδια,  οι  ψείρες.

Ο ύπνος μέσα στο σανό

μας έβρισκε πεινασμένους κι αισιόδοξους

ύστερα από ένα ποίημα

ή μια συζήτηση για τη διαφορά

ανάμεσα στα κολχόζ  και  τα  σοβχόζ!..

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΜΥΣΤΡΑΣ

(από τη συλλογήτου Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Έτσι γρήγορα και βιαστικά

όπως ορθώθηκε ετούτη η πολιτεία

φτιάχτηκε η ζωή μας.

Χαρακτήρες σβησμένοι κάτω από το χρόνο

βυζαντινοί, αραβικοί και φράγκικοι –

πιο εύκολο να πειστείς

κι εμείς βιαζόμαστε να χτίσουμε

με υλικά κατεδαφίσεων

με κομματιασμένα αγάλματα διαφόρων εποχών

με κόκαλα δίκαιων  και  άδικων σκοτωμένων

βιαζόμαστε να προλάβουμε.

Μυστρά οι εικόνες σου κάπου θα χρειαστούν

κάπου θα πάρουνε τη θέση τους

μα εσύ, επαρκής εν εαυτώ,  το ξέρεις πόσο είναι περιττές

 οι δικές μου προσθέσεις κι αφαιρέσεις.

Κι οι εκκλησίες σαν τεράστια καρκινώματα

στεγνώνουνε τον τόπο.

Πολύ παρελθόν  πολύ μέλλον

πολύ χορτάσαμε σ’ αίσθηση  και γνώση

πολύ μας έλειψε το απρόβλεπτο!..

 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ

Μπλεγμένες εξοχικές  διασκεδάσεις  κι ώρες εργασίας

κέντρα κατάφωτα στα τέρματα,  ολοσκότεινες συνοικίες

λάβαρα της επίσημης τελετής,  πλακάτ κρυμμένα για τη διαδήλωση

δρόμοι που καταλήγουν απαραιτήτως κάπου

σπίτια αμέτρητα, δωμάτια χωρισμένα σα κελιά

με κάγκελα με σίδερα, χωρισμένοι άνθρωποι

από τυφλές ανάγκες, αστυνομικές διώξεις

το εργατικό κέντρο σιωπηλό με τη φρουρά του

κι οι προκηρύξεις να γλιστράν κάτω απ’ τις πόρτες

προλετάριοι λένε, ένα αυτοκίνητο σπαθίζει το σκοτάδι,

κάποιος τρέχει,  το βήμα του χαφιές,  προλετάριοι ενωθείτε,

τα βήματα των μεθυσμένων,  πότε χτιστήκαν τόσα σπίτια;

Κρυμμένη γιορτή πίσω από τη μεταμφίεση ανθέων

που περιμένει να την ξαναβρούμε!..

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΠΥΡΑ ΔΡΑΚΟΝΤΕΜΕΝΗ

(από τη συλλογήτου Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Ι

Στον τόπο αυτό το αίμα δεν σταμάτησε

σ’ αυτά τα χώματα δεν ξόφλησε η σκλαβιά

κι εδώ σ’ αυτή τη γη πάλι σίδερα και φυλακές

τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα στη φοβέρα

ανασταίνονται μες στο αναπόφευκτο της λευτεριάς

τα περασμένα χρόνια δεν καταλαγιάζουν

σφιχτά μας περιζώνουν μην περάσει η λησμονιά

οι νεκροί αναδεύονται στους λάκκους οργισμένοι

από τα ξένα βήματα που ποδοπατούν τον ύπνο τους

οι λαβωματιές τους πονούν ξανά,  δεν κλείνουν

καμιά λαβωματιά δεν κλείνει

τρέφονται όλες απ’ την άβυσσο

που χώρισε στα δυο το  μπράτσο της πατρίδας

με πάντα ολάνοιχτες στην κάθε εγκάρσια κοψιά

τις φλέβες του σχιστόλιθου, του χαλαζία, του χαλκοπυρίτη –

κι ανάμεσα μια μοίρα η θάλασσα

με τ’ άσπρα και τα μαύρα της φιλιά!..

ΙΙ

Ένα φως φτιαγμένο για ληστές σέρνεται στα κατώφλια

σαν κάτι να μυρίζονται οι σκύλοι

οι μανάδες ψάχνουν τ’ άφαντα παιδιά τους

οι μαγαζάτορες κατεβάζουν τα ρολά, σφαλίζουν τα παράθυρα

στους δρόμους σιδερόφραχτοι οι ξένοι στρατιώτες

προχωρούν μ’ ένα αντιβούισμα θανάτου

δεν ξεχωρίζουν πια οι καιροί, οι πολιτείες, τα σπίτια

δεν ξεχωρίζουν οι στολές, τ’ αλλόγλωσσα προστάγματα

ίδιες οι μέρες συνωμοτικές, οι ατέλειωτες του κινδύνου νύχτες

ίδια τα υπόγεια με τα παράταιρα όπλα

με τα εκρηκτικά, με τα κρυφά τυπογραφεία

ίδια η μυρουδιά του δυναμίτη  μετά την ανατίναξη

ίδια τα παλικάρια με πιστόλια και χειροβομβίδες

ίδιοι οι προδότες,  οι πυροβολισμοί,  οι σκοτωμένοι

ίδιες οι σημαίες βαμμένες ξανά στο αίμα

ίδια η Κύπρος,  ίδια η Ελλάδα,  ίδιες οι κραυγές

«Θάνατος στον καταχτητή,  λευτεριά στην Κύπρο»

ΙΙΙ

Οι δρόμοι της Λευκωσίας φαρδαίνουν ξαφνικά

για ν’ ανασαίνει ο κόσμος που τους πλημμυρίζει

κι απρόσμενα αναστατώνονται οι δρόμοι της Αθήνας

η άσφαλτος σαλεύει από το ποδοβολητό

χιλιάδες βήματα ερειπώνουνε το φόβο

μνήμες από οδοφράγματα ξυπνάνε

στις γειτονιές τα σπίτια αδειάζουν

εδώ το Πανεπιστήμιο ερημώνει, εκεί κλείνουν τα σχολεία

η νεολαία στους δρόμους,  γυναίκες και άνδρες στους δρόμους

σκίζοντας παντού το σάβανο της σιωπής

όλοι ξεδιπλώνουν ολόκληρη τη φωνή τους

μπροστά στις σφαίρες βρίσκουν τον εαυτό τους

«Θάνατος στον κατακτητή,  λευτεριά στην Κύπρο»

και  κλαίμε,  κλαίμε οι ζωντανοί μαζί με τους σκοτωμένους

όλοι μας κλαίμε  βλέποντας καινούργιους ανθρώπους κοντινούς

ίδιους με μας στη μιλιά,  στο ανάθρεμμα.  στα όνειρα

να φτιάνουν πάλι δικιά μας  ιστορία μες το χρόνο

 

ΚΡΕΜΑΛΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Στήσανε τις κρεμάλες αποβραδίς

απλώνει ο ίσκιος τους, σκεπάζει το νησί

περνάει τους φράχτες,  καίει τις πορτοκαλιές

πέφτει μες τα πηγάδια,  φαρμακώνει το νερό

γλιστράει κάτω απ’ τις πόρτες, αγριεύει τα σπίτια

ξεστρώνει τα τραπέζια,  κάνει το φαϊ μολύβι

ξίδι το κρασί, αναστατώνει τα κρεβάτια

χωρίς ν’ αφήνει μια στάλα ξενοιασιά,  μια στάλα ύπνο -

κι όμως ανοίγοντας μέσα από τα στεγνά λαρύγγια

περάσματα για τις κραυγές της λευτεριάς.

 

ΗΜΙΩΡΟ

Οι γειτονιές αλλάζουν για λίγο με το σούρουπο

γυρνάν στα σπίτια τους οι κύριοι απ’ τα μαγαζιά,  αδειάζουν οι πλατείες!..

Και τότε βγαίνουν σιγά – σιγά στους δρόμους

κοπέλες με στρεβλωμένα πόδια στα καρότσια τους,

μισοπάλαβα παιδιά, γυναίκες με πρόσωπα καρβουνιασμένα,

άνδρες που οι μηχανές τους μάσησαν τα δάχτυλα…

Για ένα ημίωρο μονάχα ν’ ανασάνουν

σους άδειους δρόμους με τα κατάκλειστα παράθυρα!..

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΠΑΛΙ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

(… πάλι η κραυγή για λευτεριά σκεπάζει τους νεκρούς μας - ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ)

Προφυλαχθείτε από τον πανικό που πάει ν’ απλώσει   μόλις χυθεί στην άσφαλτο το αίμα   προφυλαχθείτε  από το κλομπ του αστυφύλακα  και  την καταγγελία του χαφιέ   προφυλαχθείτε από τα αδιάφορα πλήθη   που θα ξαναγεμίσουνε τους δρόμους   προφυλαχθείτε από την άνοιξη,  το επερχόμενο καλοκαίρι   τις ταξιδιωτικές ευκολίες  και  τις κλειστές ονειροπολήσεις   προφυλαχθείτε από τους δυο μελλοντικούς συζύγους   που καβγαδίζουν εκεί που πέσαν οι νεκροί   προφυλαχθείτε από τοςυ ποιητές   που σκυλεύουν στίχους στους τάφους των αγνώστων  (ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ: Υποδείξεις με τον τρόπο του Μιχάλη Κατσαρού, από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ