Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΛΗΓΗ…

Είναι ο εναρκτήριος στίχος στην ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ του Πρόδρομο Μάρκογλου, πρώτο ποίημα στη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962, με την οποία πρωτοεμφανίστηκε στο ποιητικό στερέωμα!..

Καθόλου τυχαία, το μότο  που προ-εισαγωγικά συνοδεύει τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ Ποιήματα 1958-2010 είναι Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ του Μίλτου Σαχτούρη:

«Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν’ ο ουρανός /  και λίγο χιόνι / έσφιξα τα σχοινιά μου / πρέπει και πάλι να ελέγξω τ’ αστέρια  / εγώ / κληρονόμος πουλιών / πρέπει / έστω και με σπασμένα φτερά / να πετάω».

Η συνέχεια στην ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ:

«Η εργασία εκβαθύνσεως / η αλμύρα και η τριβή

μου ’χουν φάει τη σάρκα

η βροχή από τους γαλαξίες / μου καίει τα μάτια.

 

Το καινούριο φεγγάρι / μια νέα είναι μετάσταση αγωνίας.

 

Κι εσύ ακόμη ονειρεύεσαι / κι εγώ ακόμα σκάβω»

 

«Ο διακόπτης, που βρίσκεται ο διακόπτης;» αναρωτιέται ο ποιητής στο αμέσως επόμενο ποίημα της συλλογής.

Τίτλος ΣΑΡΚΟΒΟΡΟ ΦΩΣ, που μπορεί να λάμπει ακατάπαυστα στο δρόμο των ποιητών, οι οποίοι ωστόσο, έχοντας λανθασμένες οδηγίες, παραμένουν ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ: Γράφει ο Πρόδρομος Μάρκογλου στο ποίημα που έδωσε τον τίτλο στην πρώτη συλλογή του:

«στριφογυρίζουμε και μένουμε / στο δωμάτιο με την άγνοια / ή την υποψία να υγραίνει τις παλάμες. / Και πάντα χωρίς έξοδο».

«Πρόσωπα που οραματίζονται φτερά… Δίνουν αόριστες υποσχέσεις… Ποιος ξέρει πότε θα πάρουμε τη θέση μας» (Αναμονή σελ. 16)

«Και πια δεν ξέρεις / αν είσαι αυτός που έφευγε / ή αυτός που έχει μείνει» (Η δίνη σελ. 17).

Και στίχο με το στίχο ανεβαίνει η θερμοκρασία του Ποιητή:

«Μέσα στα μάτια / δεν έμεινε μια στάλα ήλιος / δεν έμεινε μια στάλα χαρτί / να γράψω αυτό το Ποίημα / που χρόνια μουγκρίζει στις άκρες των δαχτύλων»

Σκόρπιοι στίχοι από τα ποιήματα της πρώτης συλλογής που ανθολογούνται παρακάτω:

1.   ΣΑΡΚΟΒΟΡΟ ΦΩΣ, Στο δρόμο μας λάμπει ακατάπαυστα

2.   ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ, Μα πάντα φτάνουν τα γεγονότα…

3.   ΑΝΑΜΟΝΗ, Το χιόνι, η βροχή ο ήλιος αφανίζει την πολιτεία

4.   Η ΔΙΝΗ, Όλο κάποιος μας εγκαταλείπει

5.    ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ, το Ποίημα και η Θερμοκρασία του Ποιητή…

6.   ΟΚΤΩ ΧΡΟΝΙΑ Στήναμε οδοφράγματα…

7.    ΕΛΕΩΝΟΡΑ, Όταν σου γράφω είναι για τις νύχτες

8.   Η ΕΠΟΧΗ ΜΕ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ, Την παγερή τούτη άνοιξη…

9.   ΧΩΡΙΣ ΦΩΣ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΠΟΛΗ, Τώρα η νύχτα δεν έχει για σε φαντάσματα

10.               Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ, Γράφω κάθε νύχτα ένα σωρό νούμερα…

11.               ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ, Η Πολιτεία ένα ναρκοπέδιο…

12.               ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ, Σιγά-σιγά σε δεσμεύω…

13.               ΜΑΥΡΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ, Σ’ έχω χάσει…

14.               ΝΥΧΤΕΣ, Τις Νύχτες φυσάει ένας άνεμος και

15.               ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ, Σ’ αυτήν τη μαύρη πληγή μην περιμένεις να δεις φαντάσματα

 


ΣΑΡΚΟΒΟΡΟ ΦΩΣ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962)

Στο δρόμο μας

λάμπει ακατάπαυστα

το σαρκοβόρο φως.

Κάτω από πέτρες

μ’ επιμέλεια κρυμμένα

κομμένα μέλη, εξορυγμένα μάτια.

Μέσα σε υπόγειες στέρνες

από κλεπταποδόχους

το αίμα κι ο ιδρώτας των ανθρώπων.

Λάμπει

φωτίζοντας πρασινοκίτρινα πρόσωπα

να χτυπούν σπασμωδικά

τις πόρτες.

Μέσα στο δρόμο μας

χαίρεται τη δόξα του.

 

Ο διακόπτης,

πού βρίσκεται ο διακόπτης;

 

ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ

Μα πάντα φτάνουν τα γεγονότα,

μας βρίσκουν απροετοίμαστους.

Σαρκοβόρα άνθη

στους κήπους, στους δρόμους,

στις δημόσιες πλατείες παράλογοι θάνατοι.

Υπάρχουν κάτι πρωινά

οι βρύσες μας ποτίζουν αίμα

έτσι η δίψα δε σβήνει, ανάβει

κι η φρίκη μας ζώνει.

Μας ζώνει η φρίκη, μας ζαλίζει

δε βρίσκουμε την έξοδο

ή μας έχουν δώσει λανθασμένες  οδηγίες,

στριφογυρίζουμε και μένουμε

στο δωμάτιο

με την άγνοια

ή την υποψία να υγραίνει τις παλάμες.

 

Και πάντα χωρίς έξοδο.

[από τη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΑΝΑΜΟΝΗ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962)

Το χιόνι, η βροχή

ο ήλιος αφανίζει την πολιτεία.

Την άσπρη πολιτεία

τη μαύρη πολιτεία.

Τα πρόσωπα τα φθαρμένα

τα φαγωμένα

που καταρρέουν σαν τα παλιά πετρώματα

γεμίζουν σκόνη τους δρόμους.

Πρόσωπα που οραματίζονται φτερά.

Τα γραφεία ταξιδίων

η εταιρεία αερογραμμών

ο σιδηροδρομικός σταθμός

η ακτοπλοϊκή εταιρεία

οι υπεραστικές γραμμές

δεν εκδίδουν εισιτήρια

αναστέλλουν τα δρομολόγια

μας αφήνουν.

Δίνουν αόριστες υποσχέσεις.

 

Ποιος ξέρει πότε θα πάρουμε τη θέση μας.

 

Η ΔΙΝΗ

Όλο κάποιος μας εγκαταλείπει.

Δεν μας προδίδει,

ανοίγει μόνο την πόρτα και φεύγει.

 

Τότε φωταγωγούμε το δωμάτιο

ξεσκονίζουμε τα έπιπλα,

ανοίγουμε το ραδιόφωνο σ’ όλη την ένταση.

 

Με το θόρυβο

τα εκτυφλωτικά φώτα

με το να κρύβουμε στο υπόγειο τις άδειες καρέκλες

προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό,

να ξεχάσουμε.

 

Όμως η πόρτα πάντα ανοίγει

κι η νύχτα παίρνει τη θέση αυτού που έφυγε.

Το κενό όλο μεγαλώνει

ανεβαίνει στην οροφή, κατεβαίνει στο πάτωμα,

στριφογυρίζει,

γίνεται δίνη μας παρασέρνει

στο κέντρο της περιστροφής

και πια δεν ξέρεις

αν είσαι αυτός που έφυγε

ή αυτός που έχει μείνει

[από τη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ, ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ Η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Αριθμοί,

καταστάσεις, εγγραφές χρέωσης

πίστωσης, αθροίσματα

χοντρά βιβλία, αναλυτικά,

ισοζύγια, συναλλαγές με

Τράπεζες.

Κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι του εκτιμητή.

Μέσα στα μάτια

δεν έμεινε μια στάλα ήλιος,

δεν έμεινε μια στάλα χαρτί

να γράψω αυτό το ποίημα

που χρόνια μουγκρίζει στις άκρες των δαχτύλων.

Πάει να πέσει χείμαρρος

μα δεν πέφτει, παγώνει.

Πάντα κάτι παγώνει

και πού να βρεις μετά φωτιά

να το θερμάνεις.

 

ΟΚΤΩ ΧΡΟΝΙΑ

Οκτώ χρόνια στήναμε οδοφράγματα.

 

Όταν ένα χέρι αγαπημένο μπήγει το μαχαίρι

στο πιο τρυφερό σημείο

καταποντίζομαι και το κενό μ’ εκμηδενίζει.

 

Όμως η αγάπη μένει

μια σπιθαμή αίμα στη μέση του δρόμου.

 

Οκτώ χρόνια

περιεργάζομαι το πτώμα αυτό,

οκτώ χρόνια και δε λέω να το θάψω

[από τη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΕΛΕΩΝΟΡΑ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962)

Όταν σου γράφω

είναι για τις Νύχτες.

Τότε που δεν υπάρχουν υπόστεγα

και το νερό τρέχει ακατάπαυστα

στις υδρορροές.

Όταν ανοίγουν ρωγμές

με την τελευταία αμφιβολία καταποντισμένη

και η λάμπα του πετρελαίου καπνίζει

το πρόσωπο του χρόνου

Ελεονόρα

          Ελεονόρα

                   Ελεονόρα

τρεις αλλεπάλληλες πτώσεις

και μια αγκαλιά ανθισμένοι κάκτοι.

Το τελευταίο γράμμα

έκδηλο από την κόκκινη σφραγίδα.

Καταποντισμένος

μέσα σ’ αποχετευτικούς σωλήνες υπονόμων

κατρακυλώντας

στη θάλασσα.

 

Η ΕΠΟΧΗ ΜΕ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

Την παγερή τούτη άνοιξη

λέω να μαζέψω τα υπάρχοντά μου.

 

Θα τυλίξω

στο μεγάλο μαύρο μαντίλι

τους ξεθωριασμένους καλοκαιρινούς ήλιους

θαλασσινές ανεμώνες

και τις τελευταίες πευκοβελόνες

από τα μαλλιά σου.

Θα  τυλίξω το φαγωμένο δέρμα

από τις παλιές μας χειραψίες,

τα κίτρινα γάντια

με την κηλίδα μελάνης στο δείκτη.

 

Την παγερή τούτη άνοιξη

στη μέση του δωματίου

θ’ ανάψω μια φωτιά

με τα παλιά σου γράμματα.

Μια φωτιά

για όλες τις παγωμένες εποχές που με κατακλύζουν.

 

Την τελευταία τούτη εαρινή ισημερία.

 [από τη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΧΩΡΙΣ ΦΩΣ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΠΟΛΗ

Τώρα η νύχτα για σε

δεν έχει φαντάσματα,

το παρόν σου κυλάει κοχλαστό ποτάμι.

 

Μόνος εγώ

σ’ αυτήν τη βόρεια πόλη

με τον αγέρα να λεηλατεί

και τη Νύχτα από το μέτωπο

να κυλάει ως τα νύχια,

έχω ανάγκη από φως.

Έστω,

μια φωτεινή σπιθαμή από τα μάτια σου.

Ένα μικρό φράγμα φωτός

εδώ που δεν υπάρχει αντικατάσταση

και θ’ αγωνιστούμε άραγε γιατί;

Με τα δόντια

ως το τέλος.

 

Η ΓΕΩΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ

Γράφω

κάθε νύχτα ένα σωρό νούμερα,

δημιουργώ καμπύλες με το διαβήτη.

Εσύ χαμογελάς

μ’ ένα σχήμα οίκτου στα χείλη.

 

Μα τώρα δεν υπάρχει άλλος τρόπος

με καρφιά γεμίζω την οροφή,

τις νύχτες

να τα μετράς με τη λυχνία.

να λες:

Αυτός είναι ο αστερισμός

του Ωρίωνα, η κόμη της Βερενίκης.

Όνειρα να φτιάχνεις για τους αιώνες.

[από τη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962)

Η πολιτεία ένα ναρκοπέδιο.

 

Προχωρείς με μάτια ορθάνοιχτα από τη φρίκη.

Η ξιφολόγχη σκαλίζει σπασμωδικά το έδαφος.

 

Άγρυπνος, νήστις και πένης

σκιά του ονείρου σου.

 

Προχωρείς στην πολιτεία

ανακαλύπτεις μία, δύο, δέκα νάρκες

τις παραμερίζεις,

μα ο κίνδυνος δεν πέρασε,

το επόμενο βήμα δεν ξέρεις τι κρύβει.

Στιγμή σε στιγμή επίκειται η ανατίναξη.

Φτάνει λίγη αφαίρεση, λίγη αγάπη,

μια κάποια απόκλιση που δεν είχες υπολογίσει.

 

Προχωρείς

κι η ύπαρξή σου δεν είναι παρά ένα πόδι.

 

Κάποτε

ο ήλιος, το πολύ φως ή κάποιο χελιδόνι

σε σταματάνε,

κοιτάς τα μακρινά βουνά

ή καθώς το φεγγάρι σκουπίζει το μέτωπό σου

στη μέση της νύχτας

στάζει μέσα σου λίγο φως,

κατεβαίνει φωτοβολίδα με παγερή λάμψη,

φωτίζει απρόβλεπτα.

 

Τότε ανακαλύπτεις τη νάρκη,

όχι έξω, μέσα στην ύπαρξή σου,

αδιαχώριστη

και στο τέλος

μα πώς αγνοούσες τόσα χρόνια

σε αφανίζει.

 

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

Σιγά-σιγά σε δεσμεύω,

κάπου σε καθηλώνω,

τότε σου αποσπώ κάθε έρεισμα.

 

Σηκώνω άκρη-άκρη το δέρμα σου.

Προβάλλει

επιφάνεια  κομματιασμένη,

κακοφορμισμένες ουλές,

τρομαχτικό τοπίο φεγγαριού.

Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί

πως είχες τόσα τραύματα.

 

Προχωρώ με προσοχή.

Μπορεί να σε πονέσω.

Κι υπάρχουν κάτι πληγές ανοιχτές

δεν κλείνουν, πυορροούν

και το δέρμα κολλάει.

Κολλάει το δέρμα στις πληγές

κι εσύ φωνάζεις  κι οδύρεσαι.

 

Τρομάζω. Σκέφτομαι την υποχώρηση.

Ποιος ξέρει με πόσο τίμημα

έχεις πληρώσει την κάποια επούλωση.

 

Όμως πρέπει να τα δω όλα.

Να σου δέσω μία-μία τις πληγές,

να σου δροσίσω τα μάτια.

Να ξεσκονίσω τη χρυσή κόμη

των ονείρων σου.

 

Χρόνια τώρα αυτό το φεγγάρι,

κάθε νύχτα,

ξεκλειδώνει την πόρτα,

ουρλιάζει σαν σκύλος.

Μακρόσυρτα περιμένει.

[από τη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΜΑΥΡΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962)

Σ’ έχω χάσει

 

Η πλατεία

ένα χέρι ανοιγμένο στη βροχή, στον αγέρα

στους ανθρώπους

ένα χέρι που σε κρατάει στο φως

το κεφάλι ριγμένο στον άνεμο

μικρά βήματα σε ομόκεντρους κύκλους,

η προσμονή τελειώνει.

 

Στην πλατεία,

που κρύβει και συντηρεί τους πεθαμένους

μαύρα περιστέρια κυκλοφορούνε

μάτια κόκκινα από το κυπαρίσσι παραηρούνε.

Τις τελευταίες ελπίδες επισημαίνουνε,

τις ραμφίζουνε μέσα από την πράσινη χλόη

και χάνονται ψηλά στο φως.

 

Μένεις μόνη

μέσα στο θόρυβο και στον αχό

με τις μαύρες σκιές πάνω

στο μέτωπο σου να διαβαίνουμε σύννεφα.

 

Μόνη

χωρίς προσμονή, περιστέρια κι αγάπη,

χωρίς πόνο,

έρημη, ένα σκιάχτρο

με κίτρινη μπλούζα να σπιθίζει στο φως.

 

ΝΥΧΤΕΣ

Τις Νύχτες φυσάει ένας άνεμος

πέφτουν οι σοβάδες.

Μένουν οι ψυχές γυμνές

Κυκλοφορούνε στους δρόμους

μαύρες ψυχές, άσπρες ψυχές,

στίγματα θλιβερά.

Τα σαρώνει ο άνεμος, τα στροβιλίζει

στις γωνίες των δρόμων.

Προχωράνε στα τυφλά.

 

Την άλλη μέρα

ντύνονται τα περίτεχνα προσωπεία,

τα λαμπρά φορέματα ή τα φθαρμένα.

Παίρνουνε πάλι τις κεκτημένες

θέσεις τους.

Επαναλαμβάνουν τις ίδιες κινήσεις.

 

Μόνο τη νύχτα,

την κάθε νύχτα, τρέμουν κι ονειρεύονται.

[από τη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962)

Σ’ αυτήν τη μαύρη πληγή

μην περιμένεις να δεις φαντάσματα.

Από το απροσδόκητο αυτό παράθυρο

ο ήλιος μεγαλώνει τα ηλιοτρόπια,

αυξάνει τη χλόη στις βουνοπλαγιές

όπως τα τρυφερά μαλλιά σου.

 

Στο στόμιο που χάσκει

ανοιξιάτικες μαργαρίτες διαμοιράζουν τα ιμάτια τους.

 

Πλησίασε Ιωάννα

τα κουρασμένα από την περιπλάνηση βήματά σου,

φώναξε, στη μαύρη πληγή, τ’ όνομά μου να κιθαρίσει

στους αρχαίους σταλακτίτες της προσμονής.

Λίγο ακόμη.

Λίγο ακόμη και θα δεις τον έναστρο ουρανό,

στο απροσδόκητο μαύρο παράθυρο,

με τους γαλαξίες

των παιδικών σου ελπίδων

 

ΠΟΙΗΣΗ, χειραγωγώντας την εξέγερση ονείρων, ΔΙΝΕΙ ΜΙΑΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ:

«Θάλασσα νύχτα σιωπηλή, Σελήνη σχισμή απρόσιτη, Σάρκα του Έρωτα Βερενίκη: Ήλιος σκαρφάλωσε στα φωτερά σου τα μαλλιά, στην αγκαλιά σου ανθισμένοι κάκτοι, ενδοφλέβια έρρεες στη σκοτεινή μου την καρδιά. Έστω μια σπιθαμή από τα μάτια σου ας μένει… Επί Ονείρων τότε βαδίζω, επί κυμάτων σε σκοτεινή αμίλητη ακτή σκοτοδίνης». Ο Πρόδρομος Μάρκογλου (Καβάλα, 1935) συγκέντρωσε σχεδόν το σύνολο του ποιητικού του έργου στον τόμο «Έσχατη Υπόσχεση, Ποιήματα 1958-2010», εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2016.  Ο Πέτρος Γκολίστης παρουσιάζοντας στην Εφημερίδα των Συντατκτών τον καλαίσθητο αυτόν τόμο ποιημάτων, ανάμεσα στα άλλα,  σημειώνει:  «Με λόγο περιεκτικό, πυκνό, που τείνει όχι να αφηγηθεί αλλά να σημάνει − με δομική μονάδα τον στίχο-εντύπωση− μας παραδίδει μια ποίηση που αναβλύζει από το κοινωνικό και φθαρτό μας σώμα, προσθέτοντας μια διακριτή ψηφίδα στη λογοτεχνία μας. Ο ποιητής, πιστεύοντας πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη εκτός από τη μέση οδό, πλέει ως άλλος πολύτροπος Οδυσσέας ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, «στο χάσμα της ιστορίας και της ουτοπίας», κάπου στο «μέσο» των Μανόλη Αναγνωστάκη και Μίλτου Σαχτούρη, των οποίων −πέρα από την τεχνοτροπική διακλάδωση και ώσμωση − παραθέτει ποιήματα σε μότο (προλογίζοντας ολόκληρες συλλογές). Κατορθώνοντας να επιστρέφει επαναληπτικά στη φανταστική του Ιθάκη, απορρίπτοντας την «παράπλοια» με την αναγνωρίσιμη ποιητική του εύπλοια, σε μια παράλληλη πλεύση με αυτή του Ανέστη Ευαγγέλου…» (Πέτρος Γκολίτσης, Σταθερά βουλιάζουμε στο Μέλλον). Η πρώτη ποιητική συλλογή, από την οποία ανθολογούνται ποιήματα είναι οι ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ (κυκλοφόρησε το 1962) και τελευταία η ανέκδοτη ακόμα ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ που περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα από το 2005 έως το 2010. Η Περιπέτεια αρχίζει με το ομότιτλο ποίημα και τελειώνει με το ΘΕΡΟΣ, τελευταίο ποίημα της ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΥΛΗΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ