Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΕΜΩΝ ΚΑΙ ΥΔΑΤΩΝ

Αλβανοί χορεύοντες σκέπτονται να στρέψουν προς νέες διευθύνσεις τις ενέργειές τους,
εις τρόπον ώστε τα παιδιά να μην καταλάβουν τίποτες από τις πικρίες και τας απογοητεύσεις της ζωής.
Να μην καταλάβουν τίποτες πριν απ’ τον καιρό τους.
Πάντως οι σκέψεις αυτών των Αλβανών δεν περνούν πέρα από τους σκαρμούς των παραθύρων.
Κι αυτό διότι Ιταλός τις, ακούων εις το όνομα Γουλιέλμος Τσίτζης, και επαγγελλόμενος τον επιδιορθωτήν πνευστών οργάνων,
προσπαθεί να εξαπατήση τους μελλονύμφους,
εφαρμόζων σε παλαιού συστήματος ραπτομηχανήν Σίγγερ τέσσερα χουνιά,
εκ των οποίων τα δύο γυάλινα και τ’ άλλα δύο καμωμένα από ένα οποιονδήποτε μέταλλο.
Να μην ταραχθή κανείς:
η εικών  αύτη είναι η μόνη που εβοήθησε τον αποθανόντα αόμματο φαροφύλακα να αποκαλύψη το μυστικόν του φρέατος. 

ΙΙ (ΠΕΡΙ ΑΝΕΜΩΝ και ΥΔΑΤΩΝ)
Αιωνία η μνήμη του ευγενεστάτου Οθωμανού Αλή Χαντζάρ εφέντη, ποτέ ανωτάτου υπαλλήλου της Αυτοκρατορίας,
όστις μεγάλως ευεργέτησε την ανθρωπότητα, βοηθούμενος από Ιταλόν τινά, Γουλιέλμο Τσίτζη λεγάμενο.
Αυτής άλλωστε της γνώμης είναι και η κυρία Άρτεμις.
Της «κυρία Άρτεμις» η βεβαίωσις γαληνεύει τις ανήσυχες ψυχές,
και συνεισφέρει μεγάλως εις την προσπάθειαν γάλλων ποιητών του ΧVIου αιώνος να συμπήξουν νέαν σχολήν υπό την επωνυμίαν «Πλειάδα»
Άλλωστε κανείς εξ υμών δεν λησμονεί ότι ο μοναχός Σβαρτς ανεκάλυψε την πυρίτιδα.
Και έτζι δια τα άλλα…
[ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ  από την ομότιτλη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου 1938]



Από αυτή τη συλλογή που κυκλοφόρησε το 1938 ανθολογούνται παρακάτω τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):
1.    ΤΡΑΜ κι ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Μεσ’ τη μονότονη βροχή…
2.    ΒΕΝΖΤΙΝΗ, Μέσα στο δάσος εκεί όπου ανάμεσα απ’ τα πυκνά κλαργιά φτάνει λίγο φως…
3.    ΛΩΤΟΣ, Πού θα μας οοδηγήση ο φόβος…
4.    ΤΕΛ-ΑΒΙΒ, Η Ελεωνόρα η χρυσή κόρη έπαιζε άρπα…
5.    ΚΑΥΧΗΣΙΟΛΟΓΙΑΙ ΥΠΟ ΒΡΟΧΗΝ, Ας δώσουμε κάτι και στη Θηρεσία…
6.    ΠΕΖΟΝΑΥΤΑΙ, Εδολοφόνησαν ευγενικά – ως αρμόζει – την μεγάλην αυτή κυρία…
7.    ΠΟΛΥΞΕΝΗ, Βρικόλακες αλαλάζοντες…
8.    ΟΣΙΡΙΣ, Αργά χθες τη νύχτα, στους απάνω μαχαλάδες…
9.    ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ, Ξέρω ότι αν είχα μια φορεσιά…
10.                      ΟΔΟΣΤΡΩΤΗΡΕΣ, Η καρδιά μου είναι ένα αντικείμενο από λάστιχο συμπαγές… και
11.                      ESTO MEMOR, Τώρα που χάθηκε ο βραχνάς των ριπιδίων…


ΤΡΑΜ και ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)
μεσ’ στη μονότονη βροχή
τις λάσπες
την τεφρήν ατμόσφαιρα
τα τραμ περνούνε
και μεσ’ απ’ την έρημη αγορά
-που νέκρωσε η βροχή –
πηγαίνουν προς
τα
τέρματα

η σκέψη μου
γιομάτη συγκίνηση
τ’ ακολουθεί στοργικά ώσπου
να φθάσουν
εκεί π’ αρχίζουν τα χωράφια
που πνίγει η βροχή
στα τέρματα

τι θλίψη θα ήτανε – Θε μου –
τι θλίψη
αν δε με παρηγορούσε την καρδιά
η ελπίδα των μαρμάρων
κι η προσδοκία μιας λαμπρής αχτίδας
που θα δώσει νέα ζωή
στα υπέροχα ερείπια

απαράλλαχτα όπως
ένα κόκκινο λουλούδι
μεσ’ σε πράσινα φύλλα

ΒΕΝΖΙΝΗ
μέσα στο δάσος
εκεί όπου ανάμεσα απ’ τα πυκνά κλαργιά
φτάνει λίγο φως
απ’ τον βαρύ ουρανό
κοντά στο χώμα
που το σκεπάζει
παχύ στρώμα
σάπια φύλλα
σε μια κλάρα χαμηλή
κάθεται ένα
πουλί

ένα πουλί
πολύ
περίεργο:
σα μαδημένο
σα σκεφτικό

ένα παλιό πουλί

τι να σκέφτεται άραγες
αυτό το πουλί
το παλιό
στο σκοτάδι;

αχ! τίποτα
δε σκέπτεται απολύτως τίποτα!

απλούστατα
συνέλαβε δι’ αυτήν ένοχον
πάθος
[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

ΛΩΤΟΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)
πού θα μας οδηγηση
ο φόβος
των φτερών
όταν
οι ψαλμοί των λοστών
ταράζουν
τη λεπτή ζωή των Παρθενώνων;

ή μήπως ένας πράσινος καθρέφτης
-ένας απλούστατος πράσινος βελούδινος καθρέφτης –
είναι αρκετός
να συγκρατήση
τους λυγμούς
-τους ρυθμικούς κι υπόκωφους λυγμούς –
των καταχθόνιων
ελασμάτων;

σιγή
σταγών
σιαγών
χοάνη

ΤΕΛ-ΑΒΙΒ
η Ελεωνόρα
η χρυσή κόρη
έπαιζε άρπα
με τα ωραία
λευκά της
χέρια

από την άρπα
όμως
δεν ακουγότανε
ήχος κανείς

όλη η μουσική
ήτανε
μέσα
στα έμορφα της μάτια
ανάμεσα
στα πράσινά της τα μαλλιά

από την άρπα
όμως
βγήκαν
το ένα κατόπιν του άλλου
ένα πουλί
μια πλάκα πράσινο σαπούνι
κι ένα σίδερο
του σιδερώματος
-από τα κοινότατα –
αυτά ακριβώς
που οι Ζυγιώται
ονομάζουν
εν ώρα καταιγίδος
Ars Amantis
[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]


ΚΑΥΧΗΣΙΟΛΟΓΙΑΙ ΥΠΟ ΒΡΟΧΗΝ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)
Ι
 ας δώσουμε κάτι στην Θηρεσία του Ιησού Χριστού
ας δώσουμε κάτι στον μεγάλο ποιητή
ας δώσουμε κάτι και στον Παύλο Πικάσο

αλλ’ ας μη δώσουμε τίποτες
στα μαύρα στόματα των πηγαδιών
στις αξιοδάκρυτες γκαμήλες της Βακτριανής
στα σκοτεινά ρολόγια του πολέμου
ΙΙ
η ωραία κόρη
Κύριε
π’ αγαπήσαμε
ήτανε ωσάν
κυκλάμινο
μέσα
στο νεκρικό της
κρεβάτι

ας βουρτσίσουμε τα λασπωμένα παντελόνια μας
ας θίξουμε τις άρπες των φρεάτων
ας οδηγήσουμε τους γύφτους προς τη θάλασσα
ας δρέψουμε τα στήθη
των ευμορφοτέρων μας
κοριτσιώνε

ΠΕΖΟΝΑΥΤΑΙ
εδολοφόνησαν ευγενικά – ως αρμόζει –
την μεγάλην αυτή κυρία
μέσα σ’ ένα λαμπρό διάκοσμο
από κίτερνα βαρύτιμα μεταξωτά

γι’ αυτό
και τα λησμονημένα τ’ αναψυκτικά μεσ’ στις καράφες
κι οι ωραίες αλλά τόσο νοσταλγικές ιστορίες αυτού του ζευζέκη
δεν ήσαν άλλο ειμή σαλπίσματα της συνουσίας
προς τα πηγάδια
τα οροπέδια
το χαρταετό
[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

ΠΟΛΥΞΕΝΗ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)
Βρυκόλακες αλαλάζοντες και σιδηροπαγείς αύραι μου έφεραν χτες, περί το μεσονύχτιον, μεσουρανούντος του ηλίου της δικαιοσύνης, το μήνυμα του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτη, του Isidore Ducasse και του Παναγή του Κουταλιανού. Η πίκρα μου στάθηκε μεγάλη! Μέχρι της στιγμής εκείνης επίστευα εις τα προφητικά οράματα των τορναδόρων, πρόσμενα τους χρησμούς των αλλοφρόνων ιππέων, προσδοκούσα τας μεταφυσικάς επεμβάσεις των αγαλμάτων. Με γαλήνευε η ιδέα του πτώματός μου. Η μόνη μου χαρά ήτανε οι πλόκαμοι των μαλλιών της. Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα την άκρια των δαχτύλων της. Παιδί ακόμα, στην δύσιν του ηλίου, έτρεχα ωσάν τρελός να προφτάσω να κλέψω πριν νυχτώσει, τα λησμονημένα σκιάχτρα μεσ’ απ’ τα χωράφια. Και όμως την έχασα, μπορώ να πω μεσ’ απ’ τα χέρια μου, ωσάν να μην ήταν ποτές παρά ένα απατηλόν όραμα, παρά ένα κοινότατο σφυρί. Στη θέση της βρέθηκε μονάχα ένας καθρέφτης. Κι όταν έσκυψα να δω μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη, δεν είδα άλλο τίποτες παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια: το ένα ελέγετο Πολυξένη και το άλλο, Πολυξένη επίσης

ΟΣΙΡΙΣ
Αργά χτες τη  νύχτα, στους απάνω μαχαλάδες, άγριοι και αιμοβόροι αλβανοί, επτά τον αριθμόν, έσφαξαν αλύπητα, μέσα στο ίδιο του το κρεβάτι, τον κυνοκέφαλο εραστή της λησμονημένης Ιππολύτης. Οι απαίσιοι κακούργοι μπήκαν, χωρίς να τους καταλάβει κανείς, μέσα στο δωμάτιο του στυγερού εγκλήματος. Αφού έψαλαν, τη συνοδεία πλαγιαύλου, δύο αγνώστους – τουλάχιστον εις εμέ – ύμνους προς τους τσαλαπετεινούς, ετοποθέτησαν προσεκτικότατα κάτω από ένα ποτήρι, περιέχον ελαφράν διάλυσιν ψαρόκολλας εντός ελαχίστης  ποσότητας νιτρογλυκερίνης, ένα χαρτί. Το χαρτί αυτό ήταν ένα φύλλο κοινοτάτου χάρτου αλληλογραφίας, επί του οποίου ήσαν γραμμέναι αι λέξεις: «Χρυσή κολώνα». Κατόπιν τούτου οι δολοφόνοι εξήλθον και πάλι ανενόχλητοι. Ο κυβοκέφαλος εραστής – ας τον πούμε έτσι, διότι το όνομά του Ισίδωρος μας είναι άγνωστον – εξήλθε πολύ αργότερα του τραγικού δωματίου. Εφόρει φαιόχρουν αδιάβροχον και ομματουάλια.
[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)
Ξέρω ότι αν είχα μια φορεσιά – ένα φράκο –
χρώματος πράσινο ανοιχτό
με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια

αν στη θέση της αόρατης αιολικής άρπας
που μου χρησιμεύει για κεφάλι
είχα μια τετράγωνη πλάκα
πράσινο σαπούνι
έτσι που να ακουμπά απαλά η μια της άκρη
ανάμεσα στους δυο μου ώμους

αν ήτανε δυνατό ν’ αντικαταστήσω
τα ιερά σάβανα της φωνής μου
με την αγάπη που έχει
μια μεταφυσική μουσική κόρη
για τις μαύρες ομπρέλες της βροχής

ίσως τότες
μόνο τότες
θα μπορούσα να πω
τα φευγαλέα οράματα της χαράς
που είδα κάποτες – σαν ήμουνα παιδί –
κοιτάζοντας ευλαβικά
μέσα στα στρογγυλά μάτια
των πουλιών

ΟΔΟΣΤΡΩΤΗΡΕΣ
Η καρδιά μου είναι ένα αντικείμενο από λάστιχο συμπαγές. Έχει μέσα δύο οδυνηρά ανάξια γυάλινα καρφιά. Παίρνω αυτό το αντικείμενο κι ενώ μ’ αντιστέκεται με χέρια και πόδια, κατορθώνω, μόλις και με βία, ναν το κρύψω μέσα στο σερτάρι όπου φυλάω, κρυφά, λόγια κι ιστορίες από το χωριό των ποδηλάτων. Δεν φοβούμαι ούτε τη φαλλοφόρο παρθένο ούτε τον άνθρωπο με τα γούνινα μάτια που ανεβοκατεβαίνει τη σκοτεινή σκάλα. Γνωρίζω από παιδί τον καθρέφτη των λουλουδιών. Τραγουδώ τις δόξες των οδοστρωτήρων, λέω τους αγνούς ψαλμούς των μπουκαλιών, ενώ η χάρτινη κουκουβάγια μου λέει ίσια μέσα στ’ αυτί – με το χουνί της – τη λέξη «ξένη».
[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

ESTO MEMOR (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)
τώρα που χάθηκε ο βραχνάς των ριπιδίων
τώρα που οι παιδεραστές λακτίζουν τ’ ακρογιάλια
ας στρέψουμε το βλέμμα μας
προς την αρχιτεκτονική απελπισία

μόνο που δεν ήρθε η ώρα
-δεν ήρθε η ώρα ακόμη –
ήρθαν μονάχα
τα μουσικά σφυρίγματα
ο τρελός κοχλίας

μας ήρθε κι ένας Καπαδόκης απ’ το Σαν Σαλβαντόρ
με δύο παστωμένα ψάρια αντίς για μάτια

Το απελευθερωτικό μήνυμα του υπερρεαλισμού αγγίζει και τον Νίκο Εγγονόπουλο (1910-1985), ποιητή και ζωγράφο ή μάλλον πρώτα ζωγράφο και έπειτα ποιητή, όπως του άρεσε να δηλώνει. Στην πραγματικότητα ο Εγγονόπουλος λειτουργεί σύμφωνα με ένα μοναδικό τρόπο που δίνει ζωή και στις δύο εκδηλώσεις της τέχνης του, τουλάχιστον όσον αφορά γενικά τη διάθεση να προκαλεί· θέτει το ένα δίπλα στο άλλο σχήματα αντικειμένων ή λέξεις καταργώντας τη συνήθη τάξη ή συνδυάζοντάς τα απροσδόκητα, με αποτέλεσμα να ερεθίζει την περιέργεια και να αιφνιδιάζει τον απροετοίμαστο θεατή ή αναγνώστη. Σε σχέση βέβαια με τις ζωγραφικές παραστάσεις, οι λέξεις προσφέρουν ευρύτερες δυνατότητες απόκρυψης και υπαινιγμού και σε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα αποβλέπει ο Εγγονόπουλος. Δίχως να ξεπέφτει στο απλό αίνιγμα, αποκρύπτει το κεντρικό θέμα, φωτίζοντας λέξεις και πράγματα που δεν φαίνεται να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Ανατρέπει την τάξη στην ακολουθία των λέξεων και στις στερεότυπες ιδέες της απλής λογικής, αλλά δεν απορρίπτει την ιστορία, ούτε και το λογοτεχνικό παρελθόν: οι πολιτισμικές του αναφορές είναι μεν υπαινικτικές αλλά αρκετά συχνές… Είναι γεγονός, πάντως, πως δεν θα μπορούσε να στήσει τον λόγο του με τρόπο προκλητικό, εάν δεν είχε στον νου του έναν συγκεκριμένο συνομιλητή. Απευθυνόμενος σε αυτόν ο λόγος του γίνεται προφορικός, κουβεντιαστός, πρόθυμος να υπακούσει στη συντακτική δομή της γλώσσας, κάποτε εμφατικός (κάτι που εντείνεται με τη χρήση της καθαρεύουσας). Ένα χρόνο μετά το πρωτόλειό του Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), αγνοώντας τις υβριστικές επιθέσεις που το υποδέχτηκαν, ο Εγγονόπουλος δημοσιεύει Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. […] [ Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΪΔΕΥΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΪΔΕΥΕΙ…

  (…και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον…) … σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται κ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ