Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΠΑΛΙ ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ

 (…  κι έπιασα να μετράω τα πενήντα δυο μου χρόνια…)


Ξημέρωνε Τρίτη   Κωνσταντίνου  και  Ελένης ιεραποστόλων –

νύχτα πλωτή πρωί τραβερσωμένο –

κι έπιασα να μετράω τα πενήντα δυο μου χρόνια

Τι να σου κάνω χωρίς άσσο στο μανίκι   μέτριος παίχτης

που δεν μαθαίνει κιόλας απ’ τα λάθη του

όλο θυμάται όσα θα ’πρεπε να ζει   κι όλο ξεχνάει να ζήσει

παίζοντας πάλι και πάλι και προς τι

αφού θα χάσω λίγα – λίγα τα υπάρχοντά μου

για να κερδίσω τα ανύπαρχτα εφάπαξ!..

 

Γύρω – γύρω όλοι   εγώ   εσύ   αυτός

και στη μέση ο Ούτις

που χρόνια τώρα κάτι θέλει να μου πει

αγράμματο  ασύντακτο  τραυλό·

σε τέταρτο πρόσωπο.

 

Πάνω στην ώρα   κάτι γαλάζιο σκάει στον ορίζοντα.

 

Λουλουδάκι μου γαλάζιο   σε φιλώ κι αναστενάζω.

 

Αγαπημένη εσύ εν γυναιξί  

γυναίκα μου πανέμνοστη κυρά

να πιω νερό στη χούφτα σου  και  σάλιο στο φιλί

να γλείψω δάκρυ – δάκρυ μου

κι αλάτι να φανερωθώ στο κύμα   σε μια μεγάλη θαλασσα

που τη χτυπάνε τα βουνά   με δώδεκα ποτάμια.

 

Γλυκό νερό  γλυφό νερό

αμίλητο νερό της λησμονιάς

αλλά η δίψα  -  δίψα.

 

Θα πιω τη γλώσσα σου ως τη ρίζα

τα λόγια και τα βογγητά σου

λέξεις  λεξούλες  οιμωγές   προστακτικές  και  προσευχές

ανάσα μου ρηχή βαθιά πνιχτή

όλο κραυγές  και  μινυρίσματα

κορμί μου καλομαθημένο

αλάτι γίνε στο μάτι του χιονιού

να το τυφλώσεις γυναίκα μου πανέμνοστη κυρά

που με φυσάει το βλέμμα σου γλυκά και πάω!..

 

Πάω χαμένος

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά  Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003 αντιγραφή κι επικόλληση από συγκεντρωτικό τόμο ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]

 

 


ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΩ ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ

( από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003)

Λίγο πριν κοιμηθώ αργά το βράδυ

ανοίγει κάποια πόρτα στο σκοτάδι

κι ακούω μες τον ύπνο μου γατάκια

που κλαίνε σε αυλές και σε σοκάκια

 

μέχρι να βρούνε στο μαστό του ύπνου

το ρόφημα του βλαβερού τους δείπνου

θηλάζοντας την πίσσα της ημέρας

στη ρώγα μιας αόρατης μητέρας.

 

Βυθίζομαι μαζί τους λίγο – λίγο

στης νύχτας  την τυφλή δικαιοσύνη

και σ’ ένα εφιάλτη καταλήγω·

 

ιαγουάροι μαύροι έχουν γίνει

κι αλαφιασμένος τρέχω να ξεφύγω

σε στέπες που αχνίζουν νικοτίνη.

 

ΦΥΣΑΕΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ ΓΛΥΚΑ  ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΧΡΥΣΗΙΔΑ

(… και φέρνει γύρη στα μαλλιά   στα τσίνορα  

στα χρόνια  και  στα γένια  μου…)

Βγαίνω με τη χρυσή μου προσωπίδα

από τα φονικά λουτρά της

σηκώνοντας τρεις τσεκουριές στην πλάτη

χορεύοντας  παρατηρώντας

στη μέση του μεγάλου θολωτού μου τάφου.

 

-Κανένας να πάρει τα παιδιά!..

 

Κάποιος να πάρει τα παιδιά

και το κουτσό σκυλί μου

σ’ ενός βοδιού το κέρατο

να πάει να τα κρύψει

να μην τα βρουν όσα τους έγραψε   η μαύρη μοίρα

 

… πού θα υα βρούνε τα καημένα

 

Κοριτσάκι μου γαλάζιο

θα σου μιλώ γλυκά με παραμύθια

για να ξεχνάς τη δύσκολη πατρίδα

κι εσύ θα μου ζητάς το δαχτυλίδι

που σου ’ταξαν μια μέρα στην Αυλίδα.

 

Θα σου χτενίσω ίσια τα μαλλιά σου

περήφανη να πας για τη θυσία

κι εσύ θα μου γυρεύεις τον πατέρα

νυφούλα να σε πάει στην εκκλησία.

 

Έλα στις Μυκήνες μεσημέρι

θύμισέ μου τη φωνή σου

πλύνε μου με δάκρυα το χέρι

 

ξέχασέ μας  και  κοιμήσου.

Γίνε μεσοφόρι σε κατάρτι

λεμονιά μέσα στη Σπάρτη.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003]

 

ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΜΟΝΙΕΣ ΠΑΡΕΑ ΦΑΝΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΣΠΡΗ ΣΤΡΑΤΑ 

(… κι είχε καστανά τα μάτια και τα χέρια της χιονάτα…)

Γνέθε τα μαλλιά της γνέθε

γύριζε λιγνό μου αδράχτι

με τα δάκρυα του ανδρός της

και της μοίρας της το άχτι.

 

Μες στη μεσιανή καμάρα έκλαψε πουλί το γιόμα

για τα μάτια τα μεγάλα για το κοντυλένιο στόμα.

 

Γεφυράκι ποιος θα δέσει

τη δαχτυλιδένια μέση

ποιος θα βρει το μονοπάτι

για το γνωστικό διαβάτη

 

Γνέθε τα μαλλιά της γνέθε

γύριζε λιγνό μου αδράχτι

δίπλα στο κύμα τ’ αλμυρό

κοντά σε ήσυχο ποτάμι

στον στοιχειωμένο ίσκιο της συκιάς

στον τρούλο μιας βασιλικής βελανιδιάς

στον ίσκιο μιας χρυσής καλαμωτής

στη μυρωδιά βρεγμένης ψάθας

στον ήχο μια σχισμένης τέντας

στον ίσκιο ενός υπόστεγου

από φτέρη  και  άνεμο

από τσίγκο  και  βροχή

από ελενίτ.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003]

 

ΓΥΡΙΖΕ ΛΙΓΝΟ ΜΟΥ ΑΔΡΑΧΤΙ

( από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003)

σε παλιό σπίτι αταβάνωτο

να μπαίνει ο αέρας το κρύο η βροχή

τα μυρμήγκια οι γκουστερίτσες τα ποντίκια

οι καλικάντζαροι – μωρή κρασολουσμένη –

το φίδι του σπιτιού από γρέντα σε γρέντα

σα δαχτυλίδι από τον μέσο στον παράμεσο.

 

-Κοιμήσου. Ό,τι ανασαίνει μες στο σπίτι

κρατάει το δίκιο του στα δόντια.

-Ακούω αλύχτημα μακριά.

Ακούω ξύσιμο στην πόρτα!..

μάτια πιστά υγρά μουσούδια

χαρές και χάδια σε πλάτες μαλλιαρές

κι αυτά τσαλακωμένα

με το βελούδο τους ακόμη στην παλάμη

 

-Πού πήγαν;  Μαύλισέ τα.

-Περδίκη Φούλα  Έκτορα Ασπρούλα

Κανέλλη Πέτρο  Καφετούλη Καρμέλα…

Πού πήγαν τα σκυλιά μας

και δεν ακούγεται ψυχή μέσα στη νύχτα;

-Πέρα στους πέρα κάμπους.

Άλλα θα κυνηγούν λαγούς και άλλα μηχανάκια.

 

Ώρα του γυρισμού ώρα του δείπνου

ώρα της ήσυχης φωνής  - Απόστασα.

Βαρύ το πόδι στο κατώφλι

μακρύς – μακρύς ο ίσκιος

από την πόρτα ως τα εικονίσματα.

 

Η σιωπή κι απόψε θα ξαναδουλεύει

της άφησε η φυρονεριά σπηλιές

κι ο κανατάς τις στάμνες του να τις γεμίσει.

 

Η μάνα μοναχή στο σπίτι

και τα παιδιά στις πολιτείες

το ένα γκαρσόν το άλλο σωφέρ

το τρίτο μετανάστης.

 

-Θα ’ρθω μανούλα νοικοκύρης

με κούρσα κόκκινη και με γραβάτα.

Θα ’ρθεις παιδί μου μουσαφίρης

με δυο βρυσούλες στα πικρά σου μάτια.

 

Να ξημέρωνε μια μέρα

μια γιορτή μια Πασχαλιά

όλοι να ’ταν εδώ πέρα

κι εγώ να ’λειπα μακριά.

 

Να γλεντάνε να γελάνε

και να πίνουν στην υγειά

τη δική τους τη δική μου

κααι όσων λείπουν μακριά.

 

Να ξημέρωνε μια μέρα

μια καλή Πρωτοχρονιά

όλοι να ’ταν εδώ πέρα

κι εγώ να ’λειπα μακριά.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003]

 

ΥΠΝΟΣ ΙΕΡΟΣ, ΛΙΟΝΑΡΙΣΙΟΣ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ…

(… στη μεγάλη της αμμουδιάς απλωσιά… )

Ύπνος ιερός λιονταρίσιος  σε διαμέρισμα πολυκατοικίας –υπόγει   -ισόγειο   -πρώτου ορόφου   -ρετιρέ   Κηρυκείου 1 με Σπύρο, Ερμού 73 με Γεράσιμο  και  Κώστα – μια νύχτα δεν έκλεισε μάτι παλεύοντας με τους κοριούς ο μικροκωνσταντίνος μου – αντροπαρέες Θεσπρωτών φοιτητών, Θεόφιλος, Παντελής, Ηλίας – απόντες τώρα και οι τρεις – Νίκος, Γιώργος, Περικλής, Βαγγέλης – ακόμη τότε στα καράβια – Λούλα – μόνη μέσα στ’ αγριεμένο πλήθος - Ιουλιανά, Πέτρουλας, το πάρεργο της Νομικής, το κάτεργο της ΖΑΜΑ, κάθε μέρα για τον Πειραιά με τον ηλεκτρικό, οδός Παπαστράτου, η Ευαγγελία, βασίλεψα της βάρδιας – μάτια μεγάλα που κάποτε βασίλεψαν εντός μου – Κιουτάχειας (πόσος) με Γεράσιμο, Βαγγέλη και Ηλία,  «Βίλα Λαχτάρα» με τους ίδιους, ένα πρωί δημοτικά και εμβατήρια κι εφτά χρονάκια, ποιος θα το ’λεγε, στο γύψο με τη φωνή στις γάζες λίγο πριν κελαηδήσει, Ρούμελης με Γεράσιμο και Φρεθδερίκη – Σταύρος, Νόη, Ιγνάτιος, Μαρία, Έλσα, Κομνηνός, Κατερίνα, μαθήματα αγγλικών και ρώσικα με τον Κόλια – πιριρίφ θα πει διάλειμμα – Δοξαστική 10Α με Σταύρο και Μακρυγιανναίους, η άλλη Νόη, η Στέλλα, ο Μηνάς, ο Χρήστος, ο Πάνος και ξαφνικά στην Κόρινθο κακός στρατιώτης, κουρεμένα κεφάλια,  «Ζήτω η 21η Απριλίου»,  και  «η θάλασσα σε απόσταση χαδιού»,  Ηράκλειο στη ΣΕΑΠ, μόνη παρηγοριά  «τα βουνά τα χιονόδοξα»,  κάθε πρωί στην αναφορά του λόχου, κι ύστερα δυο Αοράκια με το όπλο στην ανάταση, και  βόλτες στο Ηράκλειο, με τη στολή εξόδου    και  γάντια (απαραιτήτως), μόνο σε καθώς πρέπει μαγαζιά, Στρατολογικό Γραφείο Αθηνών μετά, αρχές του 70 η δίκη της Δημοκρατικής Άμυνας, πρωί για την ΕΣΑ με συνοδεία, Σπανός  και  Χατζηζήσης  και  απειλές για ξύλο – που δεν έπεσε – μέχτι το καλοκαίρι μεταξύ φθοράς  και  αφθαρσίας – Πέτρος, Μαρίνα, γιαγιά Ρηνή – ΥΕΑ Στρατολογικού με καθήκοντα γραφέως  κι ύστερα κανονικός γραφέας Πεζικού στην Ξάνθη – στολή, πηλήκιο, παπούτσια, γάντια παραδόθηκαν πλην εξοφλήθησαν μέχρι δραχμής στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού – ως το απολυτήριο, τον Οκτώβριο του 71, δυο χρόνια ακριβώς και δυο μέρες φυλακή που δεν τις υπηρέτησησα.   Πολλά χρόνια αργότερα,  στα κρατητήρια της ΕΣΑ, ο υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός Μ.Γκ. θα θυμόταν εκείνη τη μακρινή ημέρα του Μαϊου, που η μάνα του τον είχε πάει πρώτη φορά στα μελίσσια…  [αποσπάσματα  από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003 -  συγκεντρωτική έκδοση ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 2012, εκδόσεις Μελάνι]

Παρασκευή, 28 Ιουλίου 2023

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΑ...

 (…  μόνο δε θέλω τ’ όνειρο  που τρέμει μες στο όνειρο…)


Ουρανέ, τρέμουμε μη δακρύσεις ποτέ πάνω στα πιάνα

κι η μουσική μας ενοχλήσει το Θεό!..

Πλήκτρα γραμμούλες μείνετε στο τριανταέξι κι έξι

ποιος θα επιζήσει από τους δυο στυλό μου, εγώ ή εσύ;

Απόψε αγάπη μου αν μπορείς μην πεις δύο βλακείες

άσφαλτε κι ορατότητα δεν έχω προτεραιότητα

έλεος μέχρι απέναντι  και  τώρα εσύ σκοινάκι μου

θ’ αντέξεις ως τον τέταρτο;   θ’ ανοίξεις ασανσέρ;

η κλειδαριά γλιστράει γλυκά – καλό σημάδι αλίμονο

κι αν δε σε βρω στο σώμα σου που πριν να φύγω ανάσαινε;

εντάξει ακούγεσαι άρα ναι·  όμως θα ζεις κι ως το πρωί;

 

Μόνος μετά στην κάμαρα με φίλες σχιζοφρένιες

εύθραυστες στο κλειστό κουτί που κουβαλάω  ζαλίζομαι

εύθραυστον  φράτζιλε φραζίλ που μέσα είχε δυο τσιπς

όλα μας τα ’δωσαν κλειστά  και  μόλις τ’ αγαπήσουμε

κλειστά θα μας τα πάρουν

την ώρα που κοιμόμαστε μόνον εσάς ηνίοχοι

έχω για να κρατήσετε γερά απ’ τις μαύρες χαίτες

τα ξέφρενα άλογα  μυαλά μη μου χυθούν στο πάτωμα

και δω μες στο φαράσι μου  

τι σχήμα έχουν τα σχήματα   τι χρώμα   τα χρώματα

τι σχήμα   ποιο μέλλον ήταν παρελθόν

τι δόκανο το μέλλον

σας ικετεύω ηνίοχοι ως αύριο  το πρωί

γενναίοι των πέντε  ηρωικοί των δέκα  και  των είκοσι

κρατήστε με μακριά

μακριά απ’ όλα τα ενδεχόμενα

ή ακόμα παραδώστε με στο πιο πολύ ενδεχόμενο 

μόνο δε θέλω τ’ όνειρο   που τρέμει μέσα στο όνειρο

αν είναι  ή  όχι τ’ όνειρο

όνειρο!..

 [ΜΙΛΙΓΚΡΑΜ ΥΠΝΟΥ  από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991

κι άλλα ποιήματα από την εν λόγω συλλογή

αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]

 

 


Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη  ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Επέζησα λοιπόν του βιβλίου. Εκεί είχα ένα ποίημα και για την Ερέτρεια.

Ό,τι έχω άλλωστε γράψει στην Ερέτρεια έχει γραφτεί.

Για την Ερέτρεια. Και στην Ερέτρεια βλέπει.

Ήταν τόσο προκλητικά νωχελική

αυτή η αλληλουχία των έψιλον:

σαν καναπές βελούδινος σε χρώμα βυσσινί

στυλ παλαιού, τριθέσιος

όπου ανεπαίσθητα ενώ  κάθεσαι στη μέση

γέρνεις  και  γέρνεις  και  στο τέλος

αναπαύεσαι για πάντα.

Κάτι  θα ξέρουνε τα φέρι  - δεν μπορεί.

 

Όμως ενώ το ποίημα τότε αντιγραφόταν

μια υποψία τρελή σφηνώθηκε στο νου μου

κι έτσι έτρεξα στο λεξικό να βεβαιωθώ:

ώστε λοιπόν γραφότανε με γιώτα   Ερέτρια

σαν να ’χαν κλέψει το ένα μαξιλάρι – το φινίρισμα

σαν να έχασκε γελοίος ο καναπές  και  κουτσοδόντης

ένστολος στρατηγός με τα παράσημά του

αλλά με σώβρακο!..

 

Τότε κατάλαβα πως όλα αυτά

τα ποιήματα για την Ερέτρια

έλειπε το σημαντικότερο.

Κάτι που δίχως το άκουσμα ν’ αλλάξει στο παραμικρό

θα ’ναι το στέμμα των ποιημάτων Του

όταν θα ’ρθει:

το τρίτο μαξιλάρι   το τρίτο έψιλον

Εκείνος!..

 

F/B JESUS

Ποτέ μου δεν κατάλαβα στα φέρι

από τον Ωρωπό ως την Ερέτρια απέναντι

τι νόημα έχουν βάρκες και σωσίβια.

Για ταξιδάκι τόσο δα δε μοιάζουν ειρωνεία;

 

Κι όμως βρεθήκαμε στη μέση της απόστασης

όταν απ’ τα μεγάφωνα

άρχισε ν’ ακούγεται ένα   Ποίημα

που μιλούσε για τη διαδρομή

με την Ερέτρια σύμβολο σαφές:   το τέλος!..

Ο πανικός τους πήρε και τους σήκωσε

βάρκες  κυρίες  μωρά  γεροδεμένοι νυν

υπέρ πάντων·  πήδαγαν κατά κύματα

ή για πνιγμό  ή για Ωρωπό!..

Εγώ κι ο καπετάνιος τελευταίοι…

 

Μονάχα τ’ αυτοκίνητα θ’ αξιώνονταν λοιπόν

να περπατήσουν ως το τέλος   πάνω απ’ τα νερά.

 [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]

 

ΟΔΙΚΕΣ ΓΕΦΥΡΕΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Όχι ταξίδια υπερατλαντικά, επιμένω·

ανύπαρκτα ταξίδια υπερατλαντικά.

Όμως εκείνα τα ολιγόλεπτα  Αντίρριο – Ρίο  και  Ωρωπός – Ερέτρια

πόσο θ’ αντέξουν;

Δε φτάνει ο γερο-Πελοπόννησος με τη Στερεά

ψάχνετε κι άλλες αφελείς αυθάδειες της ξηράς μας.

Εδώ απροκάλυπτα  φλερτάρει,  λέτε,

η Βοιωτία  με την  Εύβοια!..

Εκεί επιλήψιμα σχεδόν η Κόρινθος  χαϊδεύει

το γεροντοκρατούμενο Λουτράκι.

Χαμηλού κόστους το έργο,  μας βεβαιώνετε

αφού το πεινασμένο χέρι του Περάματος

αδράχνει τους βουβώνες του Ναύσταθμου Σαλαμίνος.

 

Οδικές γέφυρες λοιπόν· 

να τρέχουνε   κουρσάκια  κυριακάτικα

σαν μπάλες ποδοσφαίρου απ’ το ραδιόφωνο

και σα αυγά σφιχτά κεφτέδες στο ασημόχαρτο·

 

ενώστε τα λοιπόν  ενώστε τα όλα.

Μην τους αφήσετε   ούτ’ ένα υπαινιγμό

Αχερουσίας!.

 

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΝΩΧΕΛΙΚΟΥ

Αγαπητέ Μίλωνα  και  Σπύρο Λούη

γηπεδούχοι και μη  και των εν γένει στίβων

διεθνείς παιδαράδες  άρα  και  θεοί των ακτών

όπου σε συναντήσεις μας φευγαλέες

μουσείων τηλεοράσεων εκδρομών

η πίκρα μένει μόνο

σαν από χέρια που αγγίχτηκαν   σε διόδια

 

αν εμένα τα πόδια μου   είναι σαν κρεμ καραμελέ

και προφίλ η κοιλιά μου σαν μύτη γρυπή

ένα μονάχα με παρηγορεί

ενώ για σας βαθύτατα με θλίβει

 

που με τέτοιο σκαρί

θα σας πάρει καιρό   των σκωλήκων το πάρτι

ενώ εγώ   θα λιώσω συντομότατα.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1996]

 

ΕΓΩ ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΟΥ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Σε βλέπω τώρα που γερνάς

και είσαι η μόνη εναπομείνασα

με τις παλιές εκείνες πούδρες που αντιστέκονται

με το κουμκάν της Τρίτης

το κολιέ τα σκουλαρίκια του ‘50

και μου θυμίζεις τις καλές εποχές

που όλοι οι δικοί μας ζούσαν

και ρυθμίζατε το μέλλον μου

με τόση ασφάλεια ανυποψίαστη.

Σε βλέπω και με πιάνει πανικός

να, ότι ζεις  

κι απ’ ώρα σε ώρα   ότι ραγίζεις

και σου λέω σαν να ’φταιγες εσύ

και μου απαντάς

διώχνε  τις μαύρες σκέψεις   όλοι κάποια μέρα

άντε σινεμαδάκι να ξεσκάσεις

κοίταξε το μέλλον σου.

 

Έλα λοιπόν, φύγε κι εσύ λοιπόν

φύγε να μείνω μόνος με το μέλλον μου

μια και το μόνο μέλλων μου είναι

να γίνουν όλα γύρω μου παρελθόν!..

 

ΕΛΑ ΓΙ’ ΑΠΟΨΕ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ

Στον καναπέ και στις καρέκλες

εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες   οι δόξες του ‘50

Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού

κι ήδη στο στέρεο

με παπιγιόν δυο πλήκτρα ο Γιάννης Σπάρτακος

Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος

με τ’ άσπρο σου λινό κουστούμι

τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο

το μαντίλι στο τσεπάκι

Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:

 

Εδώ φυσάει κι είναι κρύο

Πού να ’σαι αλήθεια το βράδυ αυτό

Απόψε μου λείπεις μου λείπεις πολύ

Θα καθόμουνα πλάι σου

Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμίσω

Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά

 

Ακούς, μ’ ακούς   Πατέρα;

Έλα γι’ απόψε   μόνο απόψε   λίγη ώρα!..


ΚΟΝΤΙΝΟ ΠΛΑΝΟ

Ξεκίνησε τυχαία σχεδόν

κι έγινε πια με τον καιρό   ένα μακάβριο χόμπι.

Απ’ τη φωτογραφία εκείνη μιας παλιάς γιορτής

με τους αγαπημένους γελαστούς κι αιμάτινους

περάσαμε στην πόζα πάλι μιας γιορτής

και πάλι με όλους – πλην ενός

που τώρα φιγουράριζε από πάνω μας στο κα΄δρο.

Ύστερα πέντε οι ζωντανοί και δυο τα κάδρα

τα κάδρα τρία κι οι ζωντανοί μονάχα τέσσερις

ώσπου στην τωρινή φωτογραφία

εσύ  κι  εγώ

κάτω από ένα στερέωμα μεταστάντων.

 

Παρατηρώ πως άθελά σου εδώ

σαν να ετοιμάζεις την επόμενη φωτογραφία:

δε με κοιτάς

στέκεσαι αν φας

και σίγουρα από μένα πιο κοντά στον τοίχο.

Κάπως ήδη κάδρο.

 

Όμως αν πρέπει

για ένα τέτοιο στέμμα επίγειας βασιλείας μου

να φανείς τόσο σκληρή

το στέμμα στο χαρίζω εγώ.

 

Μαζί στο κάδρο!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]

 

 

 

ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

Σοβαρός άνθρωπος να γράφει ποιήματα

για τη γιαγιά του;

Όμως, κι ας έχεις φύγει τώρα είκοσι χρόνια

εμένα με βοηθάει να θυμηθώ

πως άλλοτε θυμόμουν μυρωδιές

κινήσεις φράσεις της και τα φορέματά της

κι ότι έβαζα σημάδια στο μυαλό

για κάθε τι δικό της.

Έτσι έλεγχα τη μνήμη κάθε τόσο

νομίζοντας πως αν θυμόμουν

αγαπούσα.

 

Τώρα θυμάμαι μόνο πως θυμόμουνα.

Αγωνιζόμουνα να συνεχίσω να την αγαπώ.

Κι άρα τα πρώτα χρόνια

έστω λιγότερο   την αγαπούσα!..

 

Όπως την αγαπούσατε κι εσείς.

Όπως τους αγαπούσατε κι εσέις

πριν γίνει λίγο – λίγο

μόνη αγάπη μας   η πίκρα

όταν σκεπτόμαστε

πως πάει   δεν αγαπάμε πια!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη  ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]


ΓΑΜΗΛΙΟ ΠΕΝΘΙΜΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Αγαπημένοι μου   σαράντα χρόνια και –

αγάπης σαρκοβόρας, έλξης έντρομης

τι καταλάβατε;

Άλιωτες μνήμες τώρα πια μονάχα στο δικό μου το μυαλό

καπνοί χαμένοι ο ένας απ’ την άλλη·

είναι καιρός για έναν νέο υμέναιο.

Θα ιερουργήσω εγώ·

κουμπάρος όπως είναι φυσικό   νεκρών μονάχα.

Εδώ λοιπόν:

δίχως ζηλοτυπίες βιοτικά προβλήματα τριβές

ελάτε αγαπημένοι ήσυχα – ήσυχα

ο ένας στίχος πάνω   κι η άλλη κάτω.

Έτσι θα ενώσουμε τις τύχες μας και οι τρεις

κι ο νέος σας γάμος θα κρατήσει

όσο αυτό το ποίημα.

Κι όσο θα υπάρχει   ακόμα κι ένα αντίτυπο

θα είστε μαζί

σε δυνατότητα περίπτυξης μες σε κλειστές σελίδες

μ’ ελάχιστες ελπίδες έστω διεκδικώντας

αιωνιότητα.

 

Λοιπόν φορέστε ο καθένας για τον άλλον

τις πιο καλές του μνήμες

κι ετοιμαστείτε γι’ αυτό το φέρετρο ζωής:

Στέφεται ο δούλος του θεού   τη δούλη του θεού

στ’ όνομα του Πατρός Θανάτου

το δικό μου

και του απλού αυτού ποιήματος!..

 

ΠΑΛΙΟ ΚΑΡΝΕ

Παλιά στην πόλη αυτή

τα νούμερα των τηλεφώνων   ήταν εξαψήφια

Οι αγαπημένοι μας που πια δε ζουν

δεν πρόλαβαν να γίνουν επταψήφιοι

σαν εμάς.

Καλύτερα έτσι.

Να τους θυμάστε σαν  963-969  ή  610-641

όπως θυμόμασταν τα τηλέφωνα τους στο σχολειό

τον Νικηφόρο  ή  τον Ηράκλειο

να τους θυμόμαστε

ας πούμε στην ακμή τους

με κάτι από την αίγλη   βυζαντινών αυτοκρατόρων!..

 [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]

  

Η ΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Κανείς δεν αγάπησε τα πράγματα   περισσότερο από μένα!..

Ήθελα να ’χω ένα μεγάλο σπίτι χωρίς ανθρώπους

για να βάλω μαζί με τα δικά μου

τα πράγματα των πεθαμένων.

Με τον  καιρό θα ξεχνούσα

ποια τα δικά μου  και  ποια εκείνων

κι όλα θα συνεχίζονταν περίπου αρμονικά·

τα χάδια μου με αφέλεια πια θα μοίραζα

εξίσου στα δικά μου πράγματα και στα δικά τους –

χάδια πάνω σε πράγματα  και  χάδια πάνω σε χάδια αλλοτινά!..

 

Βέβαια τα πράγματα όλα    είναι αυτάρκη!..

Όπου να πας μετακομίζοντας

όπου να τα πετάξεις   έχουν το σώμα τους

και κουβαλούν την πανοπλία των αγγιγμάτων.

Έχουνε να θυμούνται

γι’ αυτό και περιμένουν ήρεμα

στις αποθήκες  ή  στα παλιατζίδικα

το προσκλητήριο   για κείνο το μεγάλο σπίτι!..

 

Που κατοικείται μόνο από χάδια

και το ’χουν χτίσει μόνον χάδια

με υλικό   χάδια!..

 [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]

 

ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Φίλε το ξέρω

πάντα σ’ άρεσε   το σουξεδάκι αυτό

μαζί με το λαρύγγι του  και  με το ντεκολτέ του.

Λοιπόν απόψε μες στο ουίσκι ο συνθεσάιζερ

λιώνει ολοστρόγγυλες τις φαντασίες

για να μη νιώσει ούτ’ ένας τους

πως σε κρατάω στα χέρια μου

ό,τι έμεινε από σένα

ό,τι έθρεψε το σώμα σου κάτω απ’ το χώμα

για να μη νιώσει η αηδόνα

πως σ’ έχω κόψει φρέσκον το πρωί

κι ανάμεσα στ’ ανύποπτα της πίστας

θα πετάξεις τώρα δίπλα της

να ρίξεις τις στροφούλες σου

νταλκαδιασμένο εσύ   τάφου λουλούδι!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]

 

ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΣΕ ΚΗΠΟ

(… απώτατη αφορμή για Ποίημα…)

Α. Έχω βρεθεί όπως όλοι μας σε πάμπολλα ξενοδοχεία.    Μπαίνοντας στο δωμάτιο κατευθύνομαι προς το μπαλκόνι   για να δω πού βλέπε:   σε κτίρια  στο σταθμό  ή  στη θάλασσα   σ’ ένα φουγάρο τέλος πάντων  ή  σ’ ένα βουνό   σε μιαν απώτατη αφορμή για ποίημα!..   Όμως απόψε το δωμάτιο έβλεπε σε κήπο.   Με όλο λουλούδια γαλάζια,  μοβ,  άσπρα  και  κίτρινα  και  πίσω δένδρα  ανοχτά  πράσινα  και  σκούρα δένδρα.  Έσκυψα μήπως δω κάτι οτιδήποτε άλλο·  όμως πάνου λουλούδια,  δένδρα  και  λουλούδια.   Κι ήταν αυτό   ένα ρίγος αγαλλίασης  ή  φρίκης   σαν εγώ να βρισκόμουνα μέσα σε ποίημα   άλλου!.. [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟΥ ΒΑΘΟΥ 1991]

Δευτέρα, 24 Ιουλίου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ