Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ ΟΤΑΝ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΕΝΕΙ ΓΥΜΝΗ Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Χρωμάτισέ τον απλό:

ένα πρόσωπο ανέκφραστο που φτιάχνει τον ήλιο ειρωνεία κι αγνώριστο τον ήχο του γέλιου.

Χρωμάτισέ τον αμετάκλητο:

πόρτα που κλείνει ερμητικά πίσω από μια αίθουσα θαυμάτων και μπρος από δυο έκπληκτα μάτια.

Ο θάνατος είναι μια αίσθηση μαρτυρική

όταν το βράδυ μένει γυμνή η μοναξιά.

 

Αυτό που επιμένει τη ζωή να παρατείνει

όταν η ζωή δεν είναι πια

και το κορμί που λιώνει να θυμάται αφού έχει πια πεθάνει·

αυτό είναι μια αίσθηση δικιά μας.

Του θανάτου η φρίκη θάνατος δεν είναι·

αυτός υπάρχει μόνο μια στιγμή κι είναι παιδί αθώο.

 

Τι είναι ο θάνατος

αν όχι εκείνη η νύχτα με τα φτερά σου να διπλώνεις κουρασμένα

και το κεφάλι να γέρνεις στο στήθος

μέχρι που πια να μην με βλέπεις·

αν όχι τα χέρια σου ανήμπορα ν’ ανοίγουν

κι ανάμεσά τους να ξεφεύγω

σαν έμβρυο που άκαιρα αποσπάστηκε από τη μητρική απαλοσύνη.

Τι είναι ο θάνατος

 αν όχι αυτό το βάρος που ξαφνικά οι λέξεις αποχτούν·

κι ο θάνατός μου τι ήταν αν όχι αυτή η έκλειψη

όπως μαχαίρι να ακροβατεί στο στήθος μου.

 

Ο θάνατος είναι εύκολος

σε πρόσωπα που δεν γνωρίζουμε·

μια πράξη φυσική όπως η προσευχή

που τα παιδιά απλά κι ασύνειδα πριν κοιμηθούν προφέρουν.

Ο θάνατος είν’ έτσι εύκολος·

ώσπου να σταματήσει κάποτε σε μια δική μας έκφραση και να στοιχειώσει εκεί.

[Α’ ΒΑΦΤΙΣΤΙΚΟ από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΠΕΚΕΙΝΑ σύνθεση σε τέσσερα μέρη, Κέδρος 1970

Ακολουθεί το Β’ ΘΡΗΝΗΤΙΚΟ Κύκλος 1: Τώρα που έλειψε οριστικά από ανάμεσά μας η Άλκησρις…  

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ κύκλος 2ος, Κάτι μοιάζει με έγκλημα στον τρόπο που μ’ αγάπησες… και

INTERMEDIO 1, Γιατί επιμένεις να μιλάς σε μαγεμένες λέξεις αφού δεν έχεις τη δύναμη του βασιλόπουλου να τις ξυπνήσεις κιόλας…

Φωτογραφία: εξώφυλλο συγκεντρωτικής έκδοσης (μαζί μ’ ένα πορτρέτο της ποιήτριας:

ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ, Ποιήματα 1970- 2012, εκδόσεις Πατάκη 2015]

 

Β’ ΘΡΗΝΗΤΙΚΟ: Κύκλος 1ος   
Τώρα που έλειψε οριστικά από ανάμεσά μας η Άλκηστις, θα πάψω να πειραματίζομαι με την ευαισθησία της μνήμης. Ξέρω καλά πως το σφουγγάρι που ’χει για καρδιά, διώχνει το αίμα που μάζεψε το ίδιο εύκολα. Θα χαράξω καλύτερα στην πέτρα τ’ αρχικά μου και θα το πάρω απόφαση πως είναι σκύλα εγωίστρια. Ναι, σου λέω. Τώρα που έλειψε οριστικά από ανάμεσά μας η Άλκηστις, θα πάψω να κοιτώ τα μάτια σου.

Μέρες τώρα

ο θάνατος εγκυμονεί στα μάτια σου

αθόρυβα την αντοχή μου διαπερνώντας·

και μες την ορφική μου αγωνία

φοβάμαι πια να σε κοιτάξω

έτσι που, μέρες τώρα,

ο θάνατός μου εγκυμονεί στα μάτια σου.

 

Μην περιμένεις να ’μια ήρεμη και απλή· δεν είναι όπως απλώνοντας το χέρι δέχεσαι να γνωρίσεις έναν άνθρωπο. Θα κλάψω όπως ποτέ δεν το περίμενες από μένα και θ’ αφήσω τους ιστορικούς να σε κατηγορήσουν για μια μεταθανάτια αγωνία θανάτου. Γιατί το ξέρω πως θα με σφίξει σαν σχοινί στη σάρκα των χεριών, πως θα πεθάνω χωρίς χαριστική βολή, χωρίς ποτέ να τον περάσω αυτόν το θάνατο, ποτέ, μέχρι που να πεθάνω. Έτσι, μην περιμένεις να ’μια σιωπηλή και αποφασισμένη. Δεν θ’ αφήσω να μου δέσουν τα μάτια και, πριν ακούσω τη φωνή σου, θα σηκώσω το χέρι και θα σε δείξω.

 

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ: Κύκλος 2ος   
Κάτι μοιάζει με έγκλημα στον τρόπο που μ’ αγάπησες· κι ήταν μια πράξη αφοσίωσης  που μ’ άφησες. Όμως εγώ, χτυπημένη απ’ το ακαριαίο σου χαμόγελο, ένα ολόκληρο, ανώφελο καλοκαίρι κατοικώ την ερήμωσή μου και σε ικετεύω  να μ’ αγαπήσεις πάλι μ’ αυτόν τον τρόπο που μοιάζει μ’ έγκλημα.

Κύκλος 2ος

Αφήνω εσένα να βαφτίσεις αυτή την αγάπη την περίεργη·

εμένα μου αρκεί που την αισθάνομαι

χωρίς εγωισμό στις σχέσεις μου μαζί της.

Πες την λοιπόν αγάπη για τα πεθαμένα

όταν τα ζωντανά πια δεν αρκούν για να μιλήσω·

αγάπη που ακριβώς ζωή δεν είναι

μα ούτε καν και γεύση από μάρμαρο στυφή.

Πες την αγάπη στο σκοτάδι

που επιμένει την απουσία της ημέρας να αρνείται·

αγάπη για τα χρόνια που σκεπάσαμε με χώμα.

Πες την όπως και ό,τι, όμως είναι ηδονή

να ξέρεις πως κάτι – έστω η αγάπη των νεκρών –

εξαρτάται τέλος πάντων από σένα.

 

Χάθηκα

μέσα στη διακλάδωση της μνήμης μου

που μ’ ένα φως λειψό, αρρωστημένο

με ξεναγεί σε κόσμους σφραγισμένους απ’ το θάνατο.

Η μνήμη

κάνει το θάνατο να έπεται·

έτσι καθώς χρειάζεται συνέχεια η σκέψη,

ακόμα και σ’ ανήλιους χώρους

πασχίζει τα αποκομμένα να συνδέσει.

Η μνήμη

τους σωπασμένους ήχους ζωντανεύει

και ντύνεται όλους τους ρόλους.

Σε ποιον αρκεί μονάχα η ζωή του;

 

Δεν ήταν αρκετό το χώμα που σε σκέπασε

στάθηκα βιαστικός, αδέξιος νεκροθάφτης·

κάτι έχει μείνει έξω απ’ τη γη

κι ώρες ανυπεράσπιστες με λιγοστεύει.

Οι νεκροί δεν ζουν στη μοναξιά.

 

Αν είναι οι νεκροί με τους νεκρούς

κι εσύ τόσο κοντά μου απόψε,

τότε θα πρέπει να ’μια λίγο πεθαμένη.

 

ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΣΕ ΞΕΘΑΒΩ ΜΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ Σ' ΑΝΑΣΤΑΙΝΩ ΟΣΟ ΜΠΟΡΩ ΟΜΩΣ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ, ΚΑΤΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΚΡΑΤΩ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ:

«… Όταν κάποιος χάνει ένα προσφιλές του πρόσωπο, επί αρκετό χρονικό διάστημα βλέπει περίεργα όνειρα μέσα στα οποία παρουσιάζονται οι πλέον εκπληκτικοί συνδυασμοί, μεταξύ της βεβαιότητας περί του θανάτου του και της επιθυμίας της επιστροφής στη ζωή του νεκρού. Πολλές φορές ο νεκρός, όντας στην πραγματικότητα πεθαμένος, συνεχίζει να εμφανίζεται ως ζωντανός διότι δεν γνωρίζει πως πέθανε, και πως θα πέθαινε αμέσως μόλις το μάθαινε...»

 

Τις νύχτες σε ξεθάβω με τα όνειρα

σου διώχνω από τα ρούχα σου το χώμα

και σου ταχτοποιώ μ' αγάπη τα μαλλιά.

Τις νύχτες σ' ανασταίνω όσο μπορώ.

Όμως γιατί έχεις έτσι όψη άρρωστου

γιατί σαν να μη με γνωρίζεις κάνεις

σαν να μην σ' ενδιαφέρει πια ο τόπος;

Τις νύχτες σκάβω μες στο χρόνο

ανοίγω δρόμους, διώχνω τις αράχνες

και με φροντίδα σε σηκώνω απ' τους νεκρούς.

Όμως κάθε φορά κάτι λιγότερο κρατώ στα χέρια

 

Φορές,

ξεχνάς που έχεις πεθάνει

κι αθώα επιστρέφεις σε πρόσωπα και τόπους

που μόνο ζωντανό σε ξέρουν·

κάνεις κινήσεις που αγάπησαν

λες ήχους που προτίμησαν

κι ύστερα… ύστερα το θυμάσαι

στη σφραγισμένη με το θάνατό σου έκφρασή τους

στο ξαφνιασμένο ύφος των χεριών τους

και βιάζεσαι γυρνώντας στη σιωπή σου

πολύ ντροπιασμένος που έτσι ξεχάστηκες.

Τουλάχιστον αυτοί που λείπουν πρέπει να θυμούνται.

[από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΠΕΚΕΙΝΑ σύνθεση σε τέσσερα μέρη]

 

ΧΑΜΕΝΗ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙΣ

ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΔΕ ΧΩΡΑΕΙ ΓΥΡΙΣΜΟΣ

μόνο τα πράγματά μας περιμένουν μένοντας και κάπου-κάπου μας ανακαλούν στη στοιχειωμένη τους ατμόσφαιρα.

Μόνο τα πράγματα·

σ’ όλα τα άλλα έχει αλλάξει η σύνθεση.

Μέσα μας δεν μπορούμε να γυρίσουμε

πού να βρεθεί μετά από τόσα βήματα η ίδια τρυφερότητα της γης.

 

Γιατί επιμένεις να μιλάς σε μαγεμένες λέξεις

αφού δεν έχεις τη δύναμη του βασιλόπουλου να τις ξυπνήσεις κιόλας;

Πάρε καλύτερα δυο χάπια και δεν θα νιώσεις μοναξιά.

Τη νύχτα που το μυαλό αρνείται και μοιάζουν έτοιμα να ξαναθυμηθούν τα χέρια,

πάρε καλύτερα δυο χάπια, κι όταν ξημερώσει η πρόκληση, θα βρεις γελοία την πίστη σε φαντάσματα.

Όμως ας μη μιλάμε για το φεγγάρι. Τώρα ούτε τους ποιητές κερδίζει.

 

Αν έστω η θλίψη μόνιμος ένοικος ήταν θα ’ξερα πώς ν’ αποφύγω τη μοναξιά  

αν έμενε τουλάχιστον η απουσία θα ’ξερα να υποδεχθώ το θάνατο όπως εχθρό·

ωχρή – ο λεπτοδείχτης χαίνουσα πληγή - βλέπω το κορμί μου ν’ αδειάζει από το αίμα σου και τη φωνή μου να γυμνώνεται απ’ την ηχώ σου.

Τα μεσάνυχτα, θα ’μαι απλώς ένα εμπόδιο στο χώρο…

[INDERMEDIO I από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΕΠΕΚΕΙΝΑ σύνθεση σε τέσσερα μέρη. Ακολουθεί o 3oς και ο 4ο Κύκλος – από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ 1970-2012, εκδόσεις Πατάκη 2015]

 

ΓΙΟΡΤΑΖΕΙΣ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ· ΞΥΠΝΑΣ ΜΕ ΔΙΑΘΕΣΗ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗ  

χαμογελάς απ’ τον καθρέφτη στο χαμόγελό σου

και τα μαλλιά χτενίζεις προς τα πίσω με τα δάχτυλα.

Ύστερα αναπνέεις τα λουλούδια που ’φεραν στις δέκα το πρωί.

Εγώ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ζαλίζομαι·

χθες έδωσα αίμα για δέκα τριαντάφυλλα.

 

Οι μέρες άδειασαν το πρόσωπό τους

κοιτάζω το δικό μου στο φθηνότερο καθρέφτη.

Τα ίδια μάτια, οι γραμμές… ακόμα μία

εκεί που το χαμόγελο φτάνει το στόμα.

Οι μέρες γδύθηκαν το πρόσωπό τους

κοιτάζω το δικό μου στα δικά μου μάτια·

τα πρωινά πονάω να πλυθώ

στέκομαι ώρες με την οδοντόβουρτσα στο χέρι

άλλωστε το τσιγάρο αχρήστεψε τη γεύση

-τόσο καλή με την αναπνοή σου.

Ο Νάρκισσος ποτέ δεν αγαπήθηκε

ή ήταν κάποιος που αμφέβαλλε πολύ.

 

ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ ΑΠΛΩΝΩ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΟΥ ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΓΕΜΙΣΕΙ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ ΓΕΛΙΟ:  … Παρά τα βραβεία και τις διακρίσεις, ελπίζω ότι η Ποίηση θα συνεχίσει να με θεωρεί αντίπαλό της, όπως κι εγώ εκείνη, και οι δυο εν τέλει, θύματα του χρόνου, που εγώ, έστω παραστρατημένα απαισιόδοξη, πιστεύω ότι, ανέμελος αυτός, θα μας σαρώσει όλους. Αν έχω να προσθέσω κάτι, είναι αποσπάσματα από τις δέκα εντολές, που ισχύουν, νομίζω, και σαν παραινέσεις προς καταξιωμένους και επίδοξους ποιητές: Εγώ είμαι ο Κύριος και θεός σου… Μην έχεις άλλους Θεούς έξω από μένα… Μην επικαλεστείς άλλο όνομα Θεού επί ματαίω… Μην επιθυμήσεις άλλα αγαθά… [απόσπασμα από το οπισθόφυλλο της συγκεντρωτικής έκδοσης ποιημάτων της Μαρίας Λαϊνά: ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ εκδόσεις Πατάκη 2015]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ