Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

ΘΑ ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΟΝΕΙΡΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΓΕΜΙΣΕΙ ΦΙΛΙΑ

Γι’ αυτό μπορεί κι εσύ που μας άκουσες να γίνεις δάσος να κυβερνήσεις την άνοιξη
γι’ αυτό  μπορεί κι εσύ που μας είδες να γίνεις ουρανός να κυβερνήσεις τ’ άστρα,
φτάνει να το θελήσεις
κι όλες οι παιδικές σου ελπίδες μπορεί κι αυτές να ’χουν πεθάνει,
οι κούκλες, τα κάστρα, οι ναύτες και τα παιχνίδια
και το κορίτσι που ονειρεύτηκες στους ολόφωτους κάμπους
μπορεί κι αυτό να ’χει το ίδιο μαρμαρωμένο χαμόγελο
όταν την αγκαλιάσεις και το φιλήσεις τυφλά
και σ’ αυτήν την παγωμένη μας πολιτεία
μπορεί κι εσύ να ’χεις την ίδια σου την καρδιά βαθιά κρυμμένη μες στη δική μας μνήμη
φτάνει να μην ξεφύγεις όταν θα νιώσεις την αστραπή να σιμώνει σε μιαν άλλη πικρότερη φαντασία
φτάνει να μην απλώσεις γύρω σου τ’ αμέτρητο πλήθος μιας εκατόφυλλης μοναξιάς
γιατί θα σηκωθείς ένα πρωί κουρασμένος ν’ αγναντέψεις τα σπίτια
κι ο καπνός δε θα ’ναι πια τότε το κόκκινο φίδι που θα τυλιχθεί στο λαιμό σου όταν στερέψει τ’ όνειρο
που θα σταθεί στο πλευρό σου να ξαναφέρει το κορίτσι με τα γλυκά πορτοκάλια,
το κορίτσι με τ’ άσπρα κύματα
το κορίτσι με τα νησιά με τους γλάρους και τα κοράλλια

 [απόσπασμα 2ο από το ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ του Νάνου Βαλαωρίτη από το βιβλίο ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1 εκδόσεις ύψιλον1983, πρόγευση για όλη τη σύνθεση που ακολουθεί συμπληρωμένη εδώ με τις παρακάτω  συνθέσεις από την ίδια συλλογή: ΣΤΡΑΤΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ, ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ]


ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ (άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτο του –ΣΟΛΩΜΟΣ)
-Ι-
Σ’ εσένα που καρτεράς τη θάλασσα να ’ρθει να σε βρέξει με τα νερά της
όπως έρχεται ένα κορίτσι να σε γεμίσει φιλιά
όπως έρχεται ένας αγέρας βορινός να σου φέρει το παραμύθι του κάμπου
όπως έρχονται οι λεμονιές να χορέψουν στο ματωμένο σου στήθος
ένα βράδυ του Μαγιού απ’ τα περβόλια της Νάξος
στολισμένες με κόκκινα τριαντάφυλλα να πλημμυρίσουν τα μάτια σου όνειρα.

Σ’ εσένα που καρτεράς να ξαναρθούν τα κοιμισμένα καράβια να γεμίσουν την αγκαλιά σου θυμάρι
και να σου φέρουν ένα τραγούδι θαλασσινό που θα μαγέψει τ’ αυτιά σου
κι η θάλασσα να βγάλει ανθούς να γίνει περιβόλι
κι οι περιβολάρηδες να βυθιστούν στη μεθυσμένη αγκαλιά του Μαΐστρου.

Σ’ εσένα που καρτεράς την άνοιξη να κατέβουν οι χωριάτες με κόκκινα τριαντάφυλλα στα μαλλιά τους
με φλογέρες και με γυμνά κορίτσια στην αγκαλιά τους
να χορέψουν να πιουν και ν’ ανάψουν φωτιές μες στ’ αμπέλια
να σφίξουν τα ολόλευκα στήθια για να φύγουν τ’ αστέρια
να κλειδώσουν τ’ ασημένια τους μπράτσα στ’ αναμμένα κορμιά
να ντρέπεται ο Αυγερινός να χαμηλώνει τα μάτια του
να κοιτάζει κι η Πούλια να ζηλεύει και να παραπονιέται.

Σ’ εσένα φίλε που βγαίνεις με το πουκάμισο της χαραυγής να γιορτάσεις
σ’ εσένα με τα χαμηλωμένα μάτια και της σφιγμένη καρδιά
σ’ εσένα που λογαριάζεις πως είναι δύσκολο να λυθούνε τα μάγια
που σε κρατάνε δεμένο τόσο καιρό μέσα στην ίδια σου την αράχνη
σ’ εσένα που στάθηκες βουβός μπροστά στις αμυγδαλιές
σ’ εσένα και σ’ όλους εκείνους που έμειναν βυθισμένοι μες στο βαρύ μετάξι του ύπνου
στέλνω τ’ αναπάντεχο κι αστραφτερό τούτο μήνυμα:
«Ενωθείτε παιδιά πριν ναυαγήσουν τα στήθια σας
μες στην πυκνή σάρκα της λησμονιάς λάφυρο μιας τεχνητής καλοσύνης
κι ελάτε όπως ο άνεμος μες στις υγρές κοιλάδες
να προσκυνήσουμε γυμνοί τη μεγάλη δυναστεία του κριθαριού.
Ενωθείτε παιδιά πριν πεθάνει οριστικά το γέρικο σπαθί του μπάρμπα-Γαλαξία
κι ελάτε τρυφεροί όπως τ’ ανήλικα χορτάρια της Γκιώνας
να φορέσετε τη χιλιοκεντημένη μορφή της θύελλας
και να γαμπροστολίσετε τ’ ανθισμένα ποτάμια σας
μ’ ένα γιγάντιο σπαθάτο γαρούφαλλο
και θα γλιστρήσουν τα ίδια σας τα βουνά μες στις βαθιές κι απελπισμένες χαράδρες
και θ’ αντηχήσουν τα βήματά σας μες στην πικρή καρδιά του ανέμου
και στ’ αφιλόξενα τούτα παράλια θα προσμένουν τη δύναμή σας ένα πλήθος καράβια.

-ΙΙΙ-
Είναι βαθιά τα ποτάμια τους μα δεν έχουν αμυγδαλιές
είναι γυμνά τα βουνά τους μα δεν έχουν υπομονή
κι είναι δύσκολοι σύντροφοι για έναν άνθρωπο που αλλάζει καρδιά
αυτά τα χωματένια παιδιά.

Και να που θα βγαίνουν αμέτρητοι
από τα πέτρινα στήθια μιας μεγάλης αυγής
και να που θα γεννιούνται κατάχλωμοι
από τα όνειρα μιας ασάλευτης γης
θαλασσινοί που λησμόνησαν τα καράβια τους στο βυθό
βασιλιάδες που ονειρεύτηκαν μια βαθύτερη κόρη
και μυστικοί δολοφόνοι ντυμένοι σαν άγγελοι και παρθένες
θα ’ρχονται να κουρελιάσουν τον ύπνο μας μ’ ένα κρυμμένο σπαθί
κι άγνωστοι μα σοφότατοι αστρολόγοι
μας δείχνουν τους ουρανούς βυθισμένους μες στα νυχάτα τους δάχτυλα
και μαντεύουν το θάνατό μας και προφητεύουν
για τις μεγάλες μας αποφάσεις μια στάχτη παντοτινή.

Και να που θα περάσουν μια μέρα κι απ’ τη δική σας κοιλάδα
να σας αλλάξουν τα στήθια τους με κοράλλια
να σας τρυπήσουν τον Αύγουστο με το διπλό κοντάρι της χαραυγής
να σας αρπάξουν τα όμορφα παλικάρια
για να τα σπείρουν άδοξα μες στο βυθό της θάλασσας
και θα σκορπίσουν κάποτε τα κοιμισμένα καράβια σας
με τον ήλιο και με τη δύναμη ενός μεγάλου καθρέφτη
που έφεραν από μια ξένη χώρα να σας διδάσκει παντοτινά
ένα μάθημα για τις σκλαβωμένες καρδιές
ένα σύνθημα για τους σκληρούς κι ανήσυχους καιρούς.

Μα εσύ παλικάρι μου που τους είδες να φανερώνουν τα φοβερά τους αινίγματα
από τις σκοτεινές χαράδρες του χρόνου
τον άνθρωπο με ένα τρίτο χέρι
το φίδι με τα εφτά κεφάλια
και το παιδί με τα χαμένα μάτια
να ’χεις ψηλά τους πύργους σου σε κάθε πύργο κι άστρο
να σου πλαταίνει τα όνειρα
να σου κοιμίζει τις λιογέννητες πορτοκαλιές
να σου φυτεύει τα περιβόλια με τριαντάφυλλα χελιδόνια
να σου κρεμάει τ’ αφηρημένα ρολόγια στα αγέρωχα πλατανόφυλλα
και να σου δείχνει μ’ ένα βαθύτερο δάχτυλο
πίσω απ’ το κάθε χαμόγελο ένα πικρό τριαντάφυλλο
πίσω από την κάθε φωνή μιαν άλλη πικρότερη φωνή
πίσω απ’ την κάθε μορφή μιαν άλλη μορφή κρυμμένη
και γρήγορα να διαλύσεις τα μυστικά τους
τις γυναίκες, τ’ αστέρια και τα καράβια τους
μες στο ήσυχο Λευκαδίτικο λάδι.

Σκεφτείτε τώρα γείτονοι κι εσείς τα βουνά σας
και το φεγγάρι σκεφτείτε που έζησε τόσα χρόνια κοντά σας
και τα πουλιά σας που έφυγαν να πάνε σ’ άλλη χώρα
σκεφτείτε κι εσείς να βρεθείτε μια καταπράσινη χαραυγή
ολομόναχοι πάνω σε τούτη τη γη
σκεφτείτε κι αυτοί να σταματήσουν κάποτε τις αφρισμένες ακρογιαλιές
και να γίνουν αγάλματα
που θα μαντεύουν παντοτινά μια μεγάλη καταστροφή.

-ΙV-
Και στη δικιά μας την πολιτεία περνάν και βυθίζονται σαν αστέρια
ένα κοπάδι πνιγμένοι, ένα πλήθος καταδικασμένοι
έμποροι μιας βαθιάς τρικυμίας, έμποροι μιας ανήξερης νύχτας
έμποροι της λησμονιάς που θα σκορπίσουν με ένα σπάταλο χέρι ένα βαθύτερο ύπνο.

Ασάλευτοι κι ατάραχοι μες στη χώρα μας
σαν τα βαριά και νυσταγμένα ποτάμια
έχουν πολλοί κι ένα χαμένο γαρύφαλλο στην καρδιά
και θα σε πάρουν μια μέρα να σου δείξουν τ’ αστέρια
κι εσένα που καρτεράς το θυμάρι ν’ ανθίσει στον ουρανό
κι εσένα που καρτεράς την άνοιξη ν’ ανοίξει στα δυο
θα σ’ αγκαλιάσουν και θα σου πούνε
για τη βαθιά συλλογή που χαρίζει την ευτυχία
μες στα ήσυχα και παγωμένα βουνά
για το μεγάλο ταξίδι που θα μπορέσεις να κάνεις ασάλευτος
με το νου σου μονάχα και την καρδιά
για τους νεκρούς που θα δεις για τη δύναμη και την ομορφιά τους
για τη φλόγα που τους βοήθησε να γίνουν στάχτη
για το θάνατο που θα σου φέρει
το αθάνατο νερό της λησμονιάς.
Μα να προσέχεις τις μαγικές υποσχέσεις τους μακρινούς αστερισμούς
τους Σκορπιούς, τους Κύκνους και τους Καρκίνους
να καθαρίζεις την ομορφιά σου από τα λάθη
απ’ τις βροχές κι από την τέχνη ενός κρυμμένου καθρέφτη
και να πηγαίνεις ελεύθερος με το χέρι πάνω στο τίμιο μαχαίρι
μεγάλο παιδί τριαντάφυλλο μεγάλο παιδί χελιδόνι
μεγάλο παιδί των παιδιών σου
να συναντήσεις τη φιλόξενη καρυδιά που θα σου δώσει το αίμα της
να συναντήσεις την αστραπή που θα σου δώσει το βλέμμα της
τους φίλους και τους εχθρούς να τους φωνάζεις πάντοτε
με τ’ όνομά τους το αληθινό.

-V-
Μην του πιστεύεις λοιπόν κι ας λένε πως στον ουρανό κάθονται κρίνοι
κι ας λένε πως τα μικρά παιδιά ξέρουν περισσότερα νησιά
κι από την ίδια τη θάλασσα
κι ας λένε πως τα καράβια ξέρουν περισσότερα πουλιά
κι από τον ίδιο τον ουρανό
κι ας λένε πως τα σκυλιά πρέπει να κάτσουν φρόνιμα στα χωριά τους
να βοσκήσουν τα πρόβατα να φυλάξουν τα στάρια
για να φάνε τα χελιδόνια να μεγαλώσουν κι αυτά τη φωλιά τους
και μη γελαστείς και μη νομίζεις πως οι γυναίκες τη νύχτα
χάνουν την ασκήμια τους γίνονται όμορφοι άγγελοι
που γλιστράν σιωπηλά να ξεχάσουν τον πόνο της μέρας στη θερμή αγκαλιά σου.

Μη τους πιστεύεις κι ας λένε πως όλα θα διορθωθούν
όταν θα ’ρθουν οι κήποι ν’ αγκαλιάσουνε τα σπίτια
όταν θα ’ρθουν τα όνειρα να διώξουν τους ανθρώπους
όταν θα κατέβουν οι πρόγονοι απ’ τα ψηλά βουνά
με το δάκρυ στα χείλη κρεμασμένο
να χτίσουν πύργους να παντρευτούν γυναίκες νεραντζοφιλημένες
να σκάψουν τη θάλασσα στο τρίφυλλο ακρωτήρι
να συγγενέψουν με τις σοφές νεροφίδες
να συμμαχήσουν με τ’ αστροπελέκι
και ν’ αποχτήσουν δύναμη πολλή κι ανθρώπους
ίσαμε να ’ρθουν οι λαοί να ’ρθουν οι καιροί
να θάψουν τη μεγάλη πολιτεία να κάψουν τους ξύλινους θεούς
να πάρουν και τις γυναίκες στα χαμηλά καράβια τους νεραντζοφιλημλενες.
Μην τους πιστεύεις όταν μιλάνε για προγόνους.
Τώρα οι άνθρωποι αυτοί με τις παγωμένες καρδιές
είναι τόσο δυστυχισμένοι που δεν περιμένουν πια
να κατέβει ο Γαλαξίας να γίνει περιβόλι
να ’ρθουνε τα ποτάμια να γίνουν ένα ρέμα
για να νιφτούν οι άνιφτοι να πιουν οι διψασμένοι
να χτίσουν κι αυτοί ένα χαρούμενο σπίτι.

-VI-
Με το κόκκινο φίδι που γεννιέται στο αίμα τους
με τη διπλή φλογέρα που κοιμάται στο βλέμμα τους
τα παιδιά σας θα μεγαλώσουν κι αυτά
θα τινάξουν το βαρύ χαλινάρι που εμποδίζει τα όνειρά σας
θα φορέσουν τα αστραφτερά σας πουκάμισα
θα παρατήσουν τους χορούς και τα παιχνίδια στα τρυφερά λαγκάδια
και θα περάσουν σιωπηλοί μαρμαροτράχηλοι τις ατσαλένιες πόρτες
να πλημμυρίσουν τη γερασμένη σας πολιτεία
και τ’ αγέρωχα παλικάρια μεθυσμένα από το αίμα της χαραυγής
θα τιναχτούν να γιορτάσουν το ξύπνημά τους
να τραγουδήσουν με τη δική σας φωνή ένα δικό τους αστέρι
να ταξιδέψουν με τα δικά σας καράβια ένα δικό τους ταξίδι
ν’ αγναντέψουν με τα δικά σας βλέμματα ένα δικό τους ήλιο
να κοιμηθούν με το δικό σας ύπνο ένα λαφρύτερο ύπνο
και θα ’ρθουν αστροντυμένοι
όπως έρχεται το φεγγάρι να λιώσει στην αμασχάλη του βουνού
και θα ’ρθουν ηλιολουσμένοι
όπως έρχεται το μαχαίρι αστραφτερό να βρει το κοιμισμένο χέρι
και θα ’ρθουν ανεμοπόδαροι θαλασσοφιλημένοι
να τινάξουν στη μαραμένη σας αγκαλιά τη ζωντανή τους αγάπη
τα πλούσια κι απλοϊκά τους δώρα.
[από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ 1944-1946 – συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1944-1964μ εκδόσεις Ύψιλον/ βιβλία 1983]

ΣΤΡΑΤΟΚΡΑΤΙΑ (από τη συλλογή  του Νάνου Βαλαωρίτη ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ 1944-1946)
-Ι-
Το αλάτι δυναμώνει στη θάλασσα. Το θερμόμετρο
Χαμηλώνει στην κάμαρα. Στον ουρανό φωτιά και νερό.
Κι απ’ τον άλλο κόσμο γυρίζουν οι μαντατοφόροι τυφλοί.
Κανένας δεν τους περιμένει κανένας δεν τους προσέχει.
Καθώς ψιθυρίζουν λαχανιασμένοι: Έξοδος δεν υπάρχει
Ούτε να κολυμπήσεις. Τα μυστικά περάσματα είναι πιασμένα
Παντού φρουροί στέκονται σιωπηλοί σαν αστέρια. Δεν υπάρχει
Ανάμεσα στα βουνά. Δεν ωφελεί. Ο καθένας από τον άλλον χωριστά
Σημειώνει  λιποταξίες. Αδειάζει τα πυρομαχικά.
Στα σύνορα πυρκαγιά. Κι από πολύ μακριά
Ακούγονται πυροβολισμοί. Προσοχή. Προσοχή.
Ο ένοχος θα σηκωθεί. Θα χαιρετήσει συνθηματικά.
Μπαίνει το δικαστήριο. Θα μπορέσει ν’ απολογηθεί;
Μερικοί θα προσπαθήσουν να πλαστογραφήσουν τη ζωή του.
Θα αναφέρουν ταπεινωτικά επεισόδια. Μην πλανηθεί κανείς!
Είναι κι αυτός σαν κι εμένα ένα ζεστό Χριστουγεννιάτικο σύννεφο
Είμαι κι εγώ σαν κι αυτόν ένα παλιό πυρπολημένο λιμάνι
Τα μαλλιά μας κυματίζουνε περήφανα μέσα στην ερημιά
Στον ουρανό φωτιά και νερό.

Έξοδος δεν υπάρχει. Οι πόρτες κλειδωμένες και τα κλειδιά χαμένα
Από καιρό.
Είπαμε να κατέβουμε στο περιγιάλι
Να βεβαιωθούμε. Κανένας δεν βρέθηκε.
Πύργος η θάλασσα χτισμένη αδιάκοπα βρέχεται με τα νερά της
Από καιρό. Και τα νησιά; Κάπου τα ’χουμε ξαναδεί.
Κι  ας ήταν διαφορετικά. Πιο μακρινά και στολισμένα
Οι καστελάνοι μας παρακολουθούν από κοντά. Έναν καιρό
Τα μάτια τους ματωμένα. Θα προλάβουμε να σωθούμε;
Κάτω στην πολιτεία πανικός. Τα σχέδια πουλημένα στον εχτρό.
Δεν μένει πια καιρός. Είδαμε πύργους να κρέμονται στον αέρα.
Είδαμε, συμφορά μας, σταλαγματιά-σταλαγματιά να προχωράμε τα μεσημέρια
Τριαντάφυλλα φυλακισμένα στον ουρανό, ένα-ένα
Νιώσαμε να περπατάνε τ’ αστέρια.
Δεν μένει πια καιρός. Οι τολμηρότεροι μαντεύουν το μυστικό.
Κανένας ζωντανός δεν θα περάσει τον απόρθητο φραγμό.
Όσες φορές κι αν δοκιμάσει να διασπάσει τον κλοιό.
Και το νερό δυναμώνει. Δεν απλώνει.
Ανίκανος ο δυνατός, ανίκανος να καταλύσει το χιόνι.
-2-
Και τώρα που νυχτώνει κι ανεβαίνουν στις πολεμίστρες οι νυχτερίδες
Να πολεμήσουν με τα παλιά φαντάσματα με το νερό και τη σκόνη
Και τώρα που γυρίζουν από τα σύνορα οι στρατηγοί μας χλομοί
Εχτρός δεν υπάρχει. Πουθενά. Μήτε σημαιοφόρος.
Μήτε φρουρός ασπιδοφόρος ν’ αμυνθεί. Ήταν μας βεβαιώνουν
Φανταστικός ο περσινός συναγερμός.
Ατρόμητος ο νικημένος  ίδιος με τον νικητή
Ισόπαλος ο σκλαβωμένος με τον αγέρωχο Λυτρωτή
Ήτανε τάχατες, λαμπρός ο τύραννος. Ήτανε παιδί με τα απιδιά.
Πλησιάζουν, μας λένε, ολοένα πλησιάζουν την ανύπαρχτη βουνοσειρά.
Ακούσαμε τ’ άλογα να καλπάζουν κάπου εδώ κοντά
Γυρεύουν την είσοδο. Είσοδος δεν υπάρχει. Πουθενά.
Τ’ αστέρια, μας λένε, τ’ αστέρια δεν τους τρομάζουν.
Κι οι νύχτες αδειάζουν μέσα στο πέλαγος. Το καλοκαίρι παραμονεύει
Κι από τα πρόσωπα των ανθρώπων τα χιόνια μεταναστεύουν
Κι από τα σίδερα της φυλακής βγαίνουν οι φυλακισμένοι
Κι από τα μαλλιά σου λύνονται τα σκοτάδια και δραπετεύουν
Παντοτινά, κι αλλάζουν οι καιροί και ταξιδεύουν τα βουνά
Οι πολιτείες βουλιάζουν και μένουν τα ραγισμένα καμπαναριά.
-3-
Επάνω στο κεφάλι μου έρχονται και κάθονται πολεμικά πουλιά.
Δεν τραγουδάνε. Μήτε σωπαίνουν αυτά τα πουλιά. Μαντεύουν
Τη μεγάλη μας μοναξιά. Ατάραχος ο καθένας κοντά στον ποταμό
Φυλλομετράμε τον Αποχωρισμό. Συμφιλίωση δεν υπάρχει.
Κι όμως υπάρχει, μας λένε, αυτός εδώ, ένας τυφλός ταχυδρόμος
Που συνεχίζει την επικοινωνία. Ένας αδιάκοπος δρόμος
Αδιάβατος, διχαλωτός προς τα μαντεία, μια τελευταία
Βασιλική αμαξοστοιχία γι’ αυτούς που θα ξεκινήσουν μέσα στο φως
Κι απ’ τα μνήματα κανονιοβολισμοί κλονίζουνε τη γη
Οι νεκροί καρτεράνε σιωπηλοί, δεν απαντάνε
Με βιαστικά τηλεγραφήματα. Αναμονή.
Πλησιάζουν μας λένε, ολοένα πλησιάζουν
Ακούσαμε τις φλογέρες να παίζουν και τα σκυλιά
Να γαβγίζουν από την άλλη όχτη. Οι φίλοι μου δραπετεύουν.
Πουλάνε τα κλειδιά και φεύγουν. Ολοένα, ολοένα πλησιάζουν.
Κουρελιάζουν τα σύννεφα κι αρπάζουν απ’ τα μαλλιά τον άνεμο
Οι πόρτες ανοίγουν διάπλατες κι απ’ τα παράθυρα
Μπαίνουν οι καταιγίδες. Πρόσωπο φοράνε το φεγγάρι.
Απλώνουν τα παγωμένα τους δάχτυλα κι ανοίγουν το συρτάρι
Μέσα στην αγκαλιά μου σπαράζει βαθιά Πρωτομαγιά
Κι απ’ τα χείλη σου ανάλαφρο διαβαίνει το βάρος μου
Σπασμένα πολεμικά φτερά το θάρρος μου, η πυρκαγιά σου.
Μπαίνουν οι κατακτητές. Πρόσωπο φοράνε την ομορφιά σου
Κι από τον ύπνο θάνατος ένα λευκό μονοπάτι
Το χιόνι απλώνει τη λησμονιά του. Κι εδώ ένα χαμόγελο
Δεν αντέχει να πολεμήσει την αγκαλιά σου. Ποταμός δεν οπλίζεται
Να πλημμυρίσει τα μάτια σου, μήτε στρατός σηκώνεται,
Πειθαρχικός ν’ αντισταθεί, να ωριμάσει και να περάσει
Από το φως στη φωτιά. Πουθενά
Άλλος ουρανός πιο στενός δεν υπάρχει
Άλλος νεκρός πιο νεκρός, άλλη πικρή ζυγαριά να ζυγίσει
Την παιδική σου καρδιά. Ο δρόμος είναι λευκός
Βάλε την υπογραφή σου. Ο δρόμος είναι μπροστά σου
Ελεύθερος ανοιχτός. Αν θέλεις μπορείς να περάσεις γοργός
Να προλάβεις –γιατί σε λίγο θ’ ακούσεις, βαριά να βροντάνε
Τ’ αστραφτερά τους κορμιά. Μηνύματα από την καταχνιά.
-4-
Καρδιά πουθενά. Ψιθυρίζουν οι δολοφόνοι. Χρειάζεται βία.
Με χιονισμένα σπαθιά ξεκρεμάνε την προδοσία
Και πληρώνουν το θάνατο ν’ αδειάσει την πολιτεία.
Θάνατος, ισχυρίζονται δεν υπάρχει. Υπάρχει μια συνωμοσία
Που συνεχίζει το θάνατο. Μια παραλία φαρμακερή
Κι από τα χείλια της αντλούνε την αμνησία
Τα παιδιά μου και τα παιδιά σου. Κυρά μου,
Ο καιρός δυναμώνει. Κι εγώ ξεσηκώνω την ομορφιά σου.
Μέσα στα όνειρά μου, αδέσποτος, παραμερίζω τα μαλλιά σου
Κι αντικρίζω τα πολυβόλα να σπαρταράνε μέσα στην υγρασία
Το σκοτάδι ν’ αγκαλιάζει την αγκαλιά σου. Αγκαλιά δεν υπάρχει
Αποτυχία.
Κι όμως υπάρχει!
Υπάρχει ένα καράβι που ξεπερνάει τα σύνορα της γης.
Το πλήρωμα παλεύοντας με τον άνεμο μαζεύει τα πανιά.
Ο μεγαλύτερος αρπάζει το τιμόνι. Ανασαίνοντας βαριά
Προστάζει να καθαρίσουν τα τριαντάφυλλα και ν’ αμολήσουν τα πουλιά.
[Πουλιά δεν υπάρχουν] Προχωράνε μέσα στην καταιγίδα
Η ζωή ξεχειλίζει από τα μάτια τους και χρωματίζει το χιόνι
Περνάνε τα  Στενά και χαιρετάτε τραγουδώντας τα νησιά.
Ακούμε την ανάσα τους βαριά να συμπληρώνει τα νερά.
Το σίδερο περνώντας μετανιώνει. Μια μαχαιριά πληγώνει τον ύπνο τους
Ίσως να μην ξαναγυρίσουν. Ίσως να λησμονήσουν παντοτινά
Τη φωνή και τη φωτά, τον ήλιο που αλλάζει αγκαλιά.
Ολομόναχοι προχωράμε. Πρωτοχρονιά. Πρωτομαγιά
Τα στήθια τους σκουπίζουν το σκοτάδι. Αδελφωμένοι
Μάχονται με το φεγγάρι, ατενίζοντας ενωμένοι
Ο καθένας με τη δική του καρδιά, τη χιονισμένη χώρα του Νοτιά.
Νοτιάς δεν υπάρχει. Υπομονή. Μερικοί σωριάζονται
Στα καταστρώματα νεκροί. Άλλοι θα συνεχίσουν την πορεία.
Κι άλλοι θα προσπαθήσουν να τρυπήσουν την αφόρητη σιωπή.
Οι τολμηρότεροι θ’ αλλάξουν μέσα στην αλλαγή.
Οι μελλοθάνατοι θα κερδίσουν την ανωνυμία.
Το κορμί τους γεννήθηκε για να χαθεί.
Το αίμα τους γεννήθηκε για ν’ απλωθεί πάνω στη γη.

Υπάρχει μας λένε, υπάρχει αλλά δεν ζει.
Υπάρχει, μας λένε, ένα δάκρυ να κατοικήσουν
Ένα κορμί να μελετήσουν, ένα σπαθί, ένας καιρός
Ένας μεγάλος ωκεανός να καταχτήσουν τη ζωή.

ΣΙΤΑΡΙ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΟ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟ… ΑΥΤΑ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΜΕΣΟΒΑΣΙΛΕΙΕΣ!
Έφευγαν απ’ το πρωί μυστικές Αποστολές με πυξίδες και φλογέρες.
Οι στρατιώτες σιωπηλοί φύλαγαν την Πολιτεία
Έξω οι στρατηγοί βρέθηκαν κρεμασμένοι την αυγή.
Η Άμυνα χαλάρωσε με την Επιτροπεία
Οι προθεσμίες τελειώνουν σήμερα το βράδυ
Κι όσοι κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα
Έφεραν συστατικές επιστολές από άγνωστους δωρητές.
Πολλοί πνίγηκαν στον ποταμό. Άλλοι χάθηκαν από σεισμό!
Τα καράβια να πιάσουν τα λιμάνια. Ο στόλος έχει ρητή διαταγή.
Να ξανοιχθεί. Όσοι μείνουν. Τους άλλους τους χώσαμε στο περιγιάλι.
Κι εσύ που τόλμησες να βάλεις την υπογραφή σου
Κι αυτοί που αντιστάθηκαν στην πίεση, όλοι θα τιμωρηθούνε
Οι σιδερένιες πόρτες θα λυγίσουν και τότε λίγοι θα τολμήσουν να μιλήσουν,
Και το νερό λιγοστεύει· η ζυγαριά βαραίνει. Η καρδιά στενεύει.
Στον κάμπο ξαπλώθηκαν οι Κατοχές
Οι βασιλιάδες μαθαίνουμε εξοντώθηκαν κοντά στη λίμνη
Ο Διάδοχος χλωμός και φοβισμένος φαρμάκωσε τους Υπουργούς
Κι έπεσε στο κρεβάτι κι έβαλε τριαντάφυλλα για να σκεπάσει τους καθρέφτες.
Διατάχτηκαν να ’ρθουν οι Αστρολόγοι. Να κάμουν προφητεία
Ν’ αποκαλύψουν τη συνωμοσία. Κανένας δεν πλησιάζει το Παλάτι
Σιτάρι για το λαό. Γυναίκες για το στρατό. Κι η πολιτεία βλαβερή.

Αυτά έχουν οι Μεσοβασιλείες!
[ΜΕΣΟΒΑΣΙΛΕΙΑ  από τη συλλογή  Νάνου Βαλαωρίτη ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ – συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΜΑΤΑ-1 (1944-1964, Εκδόσεις Ύψιλον 1983]

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ  (από τη συλλογή  του Νάνου Βαλαωρίτη ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ 1944-1946)
Λιώσανε - λιώσανε μες το κορμί μας
Τα χρόνια και μπήκανε μέσα στη γη
Δεν μας πληρώσανε την αμοιβή μας
Άκου πώς χάθηκαν οι στρατηγοί
Μια νύχτα μάτωσαν τα όνειρά μου
Τα άστρα γκρεμίστηκαν από ψηλά
Δεν ξαναγύρισαν τα γονικά μου
Κι έτσι δεν μάθαμε τα μυστικά.

Εδώ που χτύπησαν καμπαναριά
Δεν υπογράψαμε την κατοχή μας
Όλα χαμήλωσαν και τα βουνά
Γυμνά και τα νησιά μες στη σιωπή μας
Πώς δεν τα’ ακούσαμε να χαμηλώνουν;
Πόσοι δεν πνίγηκαν από φωτιά
Μες στα καράβια μας πόσοι παγώνουν
Κι έτσι δεν μάθαμε τα μυστικά.

Και το ταξίδι μας μέσα στο χιόνι
Και μέσα στο πέλαγος οι πελαργοί
Και την πυξίδα μας απομονώνει
Η αλλαγή, εδώ που φτάσαμε η βροχή
Μα δυναμώνει· το μήνυμά μου
Κανείς δεν έμαθε και τα στενά
Στρατός  δεν πέρασε με τ’ άρματά μου
Κι έτσι δεν μάθαμε τα μυστικά.

Φίλοι μου εσείς που μείνατε μακριά μου
Εσείς που μείνατε φυλακισμένοι
Μέσα στην άμμο κι εσείς οι πικραμένοι
Κι αυτοί που πέθαναν στη γειτονιά μου
Γενναίοι κι άλλοι συλλογισμένοι
Δε σας λησμόνησα και την καρδιά μου
Σας άφησα κι αυτή να σας μαθαίνει
Αν δεν πεθάνω αυτά τα μυστικά μου.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Κι απ’ την πολλή βροχή το Αιγαίο θα πρασινίσει Νίκο Νίκο το Αιγαίο θα πρασινίσει Τα δάση κρύβουν τα νησιά και τα νησιά τα δάση Νίκο Νίκο τα δάση κρύβουν τα νησιά Σαν τους αιώνες τ’ άλογα περνούν κι αφήνουν σύννεφα Νίκο Νίκο περνούν κι αφήνουν σύννεφα Σκόνη του ρολογιού ήρθαν τα κύματα ένα πρωί Νίκο Νίκο ήρθαν τα κύματα ένα πρωί Κι έμεινες ολομόναχος εσύ μες στο καράβι Νίκο Νίκο ολομόναχος μες στο καράβι Οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται μένουν τ’ αγάλματα Νίκο Νίκο μένουν τ’ αγάλματα Τα χείλια μας θα ξανασμίξουν σπαθιά και γαρούφαλα Νίκο Νίκο σπαθιά και γαρούφαλα Οι άνεμοι θα ξαναρθούν μια μέρα ζωηρότεροι Νίκο Νίκο θα ξαναρθούν ζωηρότεροι Και τότε αλίμονο σ’ αυτούς με τα ορθάνοικτα πανιά Νίκο Νίκο τούτη την άνοιξη Αλίμονο στα κατάξανθα μαλλιά στα κρύα μάτια Νίκο Νίκο Μοριά και Ρούμελη Αλίμονο στα μάτια αυτά που θα σε δουν κατάματα Νίκο Νίκο χιλιάδες φλάμπουρα Αλίμονο στα κορίτσια που σ’ αγαπούν παράφορα Νίκο Νίκο Τσόγκα και Λεπενιώτη Χίλιες φορές αλίμονο στην ομορφιά του κόσμου
[ από τη συλλογή  Νάνου Βαλαωρίτη ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ – συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΜΑΤΑ-1 (1944-1964, Εκδόσεις Ύψιλον 1983]

Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σφαδάζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ