Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΛΗ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΑΠΟ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΚΑΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ:

 Αιολοπλόκαμες γυναίκες με ταξίδεψαν μέσα στα όνειρά τους.

Ο κόρφος τους, γυμνός και ταραγμένος σαν τη θάλασσα

μ’ ανέβαζε στον ουρανό   με κατέβαζε στο βυθό τους.

Η εφηβεία μου όλη ήταν μια νυχτερινή ναυσιπλοΐα

από τα ακροδάχτυλα ως την κόμη τους

από το γέλιο ως το στεναγμό τους,

από τον κόλπο τους ως το μυστήριο της ψυχής τους.

Με μάτια κλειστά,   την αιχμηρή καρένα βυθισμένη στα νερά τους

και τα χέρια να παλεύουν σαν κουπιά

πέρασα έναν ολόκληρο ωκεανό σπασμών,

για να φτάσω τώρα   σ’ αυτή την ηλικία από σίδερο,

σ’ αυτή την πολιτεία από σίδερο,

σ’ αυτό το συναίσθημα από σίδερο   σκουριασμένο.

(ήταν οι ΑΙΟΛΟΠΛΟΚΑΜΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973 όπου

η παρουσία ΑΓΓΕΛΩΝ που ως ρακοσυλλέκτες σκαλίζουν τις νύχτες τα σκουπίδια ψάχνοντας για πεταγμένα όνειρα,

είναι ένα θαύμα και συμβαίνει ερήμην μας:

 


Ο θόρυβος των φτερών τους συχνά μας ξυπνάει

-τι να δούμε οι μωροί –

οι άγγελοι έχουν κιόλας μεταμορφωθεί   σε γάτες ή ποντίκια.

Το θαύμα, που συμβαίνει ερήμην μας

και που στην παρουσία μας κρύβει το πρόσωπό του,

μας γεμίζει τρόμο.

Οι νύχτες γίνονται έτσι υπόσχεση θανάτου.

Τα βήματα, που πλησιάζουν, σταματούν για λίγο

κι ύστερα μακραίνουν για να επιστρέψουν πάλι,

δεν ανήκουν σε κανέναν.

Το πρόσωπο, που σκύβει πάνω απ’ τον καθρέφτη

και δεν έχει είδωλο,   δεν ανήκει σε κανέναν,

κι ο καθρέφτης είναι ένα παράθυρο ανοιχτό στο τίποτα.

Μόνη διέξοδος ο ύπνος,   όμως κι αυτός δεν είναι πια ανάπαυση,   αλλ’ ένα σκοτεινό δάσος κραυγών

που το βαδίζουμε ως τα ξημερώματα.

 

Ακολουθούν κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή,

εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Αργύρης Χιόνης Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966-2000, εκδόσεις Νεφέλη 2006)

 

SOUVENIR ΕΡΗΜΙΑΣ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 19733)

Απ’ το ταξίδι σου έφερες φωτογραφίες

με πολιτείες ρημαγμένες,

ενώ εγώ περίμενα

αρώματα κι αιθέρια έλαια,

νάρδο και κύπρο,

και γελαστές μορφές

με σμάλτο και χρυσάφι δουλεμένες.

 

«Η Τύρος έπεσε, το ίδιο η Αλεξάνδρεια,

το ίδιο και η Αθήνα», είπες.

«Είδα μυρμηγκιά το ανθρωπολόι

να κουβαλάει στους ώμους του το θάνατό του,

είδα τις μάνες να καταβροχθίζουν τα παιδιά τους

για να μην πάει χαμένο το αίμα τους,

είδα τους άνδρες να ευνουχίζονται

για να μη στρατευτεί το σπέρμα τους,

είδα τη γη κάτω απ’ τα πόδια τους ν’ ανοίγει

και πάνω απ’ το κεφάλι τους να ξανακλείνει».

 

Απ’ το ταξίδι σου περίμενα να φέρεις

ζωής αρώματα και χρώματα,

ενώ εσύ μου έφερες μονάχα

μια χούφτα στάχτη και το θάνατο

σε φιλμ ασπρόμαυρο απαθανατισμένο.

 

ΟΝΕΙΡΩΞΗ

-Η ραχοκοκαλιά του ανέμου έσπασε·

σε λίγο θα μπορέσουμε να βγούμε

απ’ την κρύπτη μας,

να τραγουδήσουμε την άνοιξη.

-Ποιαν άνοιξη;

Ο άνεμος θρυμμάτισε τον τροχό των εποχών.

-Να τραγουδήσουμε τον έρωτα.

-Ποιον έρωτα;

Ο άνεμος αφάνισε τις καμπύλες,

γέμισαν τα κορμιά αιχμές,

ματώνουνε σε κάθε αγκάλιασμα.

-Να τραγουδήσουμε τα χρώματα.

-Ποια χρώματα;

Τσάκισε ο άνεμος στα δυο την ίριδα

πάνω στο σιδερένιο γόνατό του.

-Και τώρα,

πώς θ’ αναστηλώσουμε

τον ερειπωμένο παράδεισο

των αισθήσεων;

 

«Φυγή, φυγή», φώναξαν τα μεγάφωνα,

«στα πλοία, στα πλοία», συμβούλευαν οι αρχηγοί,

κι εγώ έψαχνα μες στο πλήθος να σε βρω

για να σου πω να μείνουμε σ’ αυτόν το χώρο,

για να σου πω να επιχειρήσουμε

τη διαιώνιση των χυμών

μεσ’ απ’ αυτή την ξηρασία,

τη διαιώνιση της μουσικής

μεσ’ από τους τριγμούς

των σκουριασμένων μας αρθρώσεων,

μα δε σε βρήκα

και μόνος έμεινα

στη μέση της νυχτερινής ονείρωξης,

ποτίζοντας τη στείρα γη

με στείρο σπέρμα.

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

ΦΟΡΤΩΘΗΚΕ ΤΟ ΒΙΟΣ ΤΟΥ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Φορτώθηκε το βιος του·

κάτι προγόνους,   κάτι άσπρα κόκαλα,

κάτι διάφανες μνήμες,

και πήγε στην αγορά να το πουλήσει.

Το εμπόρευμα, ιστορικά αυθεντικό,

είχε μεγάλη ζήτηση ανάμεσα στους κύκλους

των φιλότεχνων μεταπρατών.

Έτσι, εξανλήθηκεν αμέσως.

Δεν του απόμεινε παρά   μονάχα η ηλικία του,

μετρημένη σε καλοκαίρια,

ωραία και λαμπερή, όμως αδιάφορη   για τους αγοραστές,

μια και ήταν ανυπόφορα καινούργια!..

 

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΩΡΕΣ

Οι μεγάλες σκοτεινές ώρες του χειμώνα

μας βρήκαν απροετοίμαστους.

Τα αποθέματα καλοκαιριού,

κάτι ρινίσματα ήλιου,   κάτι φύλλα δάφνης,

λίγα κρύσταλλα αλατιού,

είχαν από καιρό εξαντληθεί

και το ν’ ανάψεις μια φωτιά

ή να καλύψεις το γυμνό κορμί σου

χρειάζεται σοφία που δεν είχαμε.

Έτσι, αυτό που σώθηκε από μας

είν’ ό,τι σώζεται συνήθως απ’ τα δένδρα·

ένας κορμός ξερός   και λίγες στομωμένες ρίζες.

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

Η ΑΙΣΘΗΣΗ Η ΠΙΚΡΗ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Η αίσθηση η πικρή ότι ο άγγελος   δεν θα ξανάρθει,

η γνώση ότι χάθηκε,

πυρπολημένος απ’ την ίδια τη ρομφαία του,

μας είναι πιο ανυπόφορη

κι απ’ την απώλεια του ήλιου.

Η ψυχή συνηθίζει στο σκοτάδι·

μπορεί να μάθει να πετάει    σαν τη νυχτερίδα·

συνηθίζει στο βυθό του νερού

κι ανθίζει σαν υδρόβια ανεμώνη·

πώς όμως θα μπορέσει να σταθεί

μέσα στην απουσία δικαιοσύνης;

 

ΑΡΙΑΔΝΗ

Δεν έχουμε πια πού να πάμε·

τα πράγματα επαναστατούν,

δεν μας αναγνωρίζουν το δικαίωμα

να κυριαρχούμε πάνω τους·

τα σπίτια που χτίσαμε γίναν φυλακές,

οι πολιτείες που ρυμοτομήσαμε γίναν λαβύρινθοι .

Ω Αριάδνη, Αριάδνη…   κάποτε προφέραμε το όνομά σου,

και βρίσκαμε την έξοδο.

Τώρα, η μουσική δεν υπακούει πια στα δάχτυλά μας·

απέβη εις πένθος μας η κιθάρα

και ο ψαλμός μας εις κλαυθμόν ημίν

και μένουμε εδώ, ακίνητοι στη μέση των πραγμάτων

που μεγαλώνουν γύρω μας

σαν δένδρα άγρια και σκοτεινά,

στενεύοντας αδιάκοπα τη σκέψη,

στενεύοντας αδιάκοπα τον ουρανό.

 

Το ταξίδι που τόσα χρόνια λογαριάζαμε

δεν θα γίνει ποτέ, Αριάδνη.

Τα πλοία φύγαν μόνα τους απ’ το λιμάνι,

κι η θάλασσα,   τόσο πικρή η θάλασσα για την ψυχή μας

που ν’ αντιστρέψουμε το πρόσωπο στη θέα της.

 

Όχι, δεν έχουμε πια πού να πάμε.

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

ΔΙΑΣΠΟΡΑ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Στο δρόμο πάλι, στο δρόμο,

με τις αποσκευές μας που λιγόστεψαν   σαν το κουράγιο,

με τα κορμιά μας που πορνεύτηκαν   ως τον εξαγνισμό

και τις ψυχές μας που δεν έχουν πια αξία·

πληθωρικά νομίσματα

μια μέρα ύστερα απ.ο την έκδοσή τους.

Στο δρόμο, πάλι στο δρόμο

διατηρημένοι από την άρμη

των δακρύων και του ιδρώτα μας,

όρθιοι μέσα σε βαγόνια τρένων   ή σ’ αμπάρια καραβιών

κι αμίλητοι   σαν λειτουργοί φρικτού μυστηρίου.

Και να μην είμαστε ούτε καν νεκροί,

γιατί ακόμα και οι νεκροί έχουνε ρίζες και ριζώνουν

και δένουνε καμιά φορά καρπούς

και ζουν καμιά φορά μέσα στα όνειρά μας.

Στο δρόμο, πάλι στο δρόμο,

κουβαλώντας μέσα μας το δρόμο,

οδοιπόροι και πορείες,

διανύοντας τον εαυτό μας,   χαμένοι μες τον εαυτό μας.

 

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΝ

Επιδιδόμεθα εις εφιάλτας ως εις ταξίδια οι ναυτικοί.

Η ζωή μας ολόκληρη νυχτερινή ναυσιπλοϊα

ανάμεσα σε Συμπληγάδες και Σειρήνες.

Νησιά προσεγγίζουμε μεστά πολυκέρων τεράτων

πυρ και καπνόν και θείον ενπνεόντων.

Κανένα σχέδιο πορείας,

αιφνίδιοι σταθμοί κι απρόσμενες αναχωρήσεις,

έτσι που κάποιος λησμονιέται στη στεριά κάθε φορά,

κι ύστερα κλαίμε, κλαίμε κι οδεύουμε ακυβέρνητοι,

δίχως σημάδια ανέμων και αστέρων.

Ο εσχάτως καταποντιστείς αστήρ

ελέγετο Άψινθος

κι έχει μια γεύση αψίνθου όλη η ζωή μας.    

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

 

ΝΗΠΕΝΘΗ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Εγώ ο Ιωάννης ή Φώντας ή Στέλιος ή Κοσμάς,

ο και αδελφός σας και συγκοινωνός

εις την θλίψιν και υπομονήν σας,

με τρέμουσαν χείρα σας γράφω.

Ήταν μιας άλλης άγνωστης γραμμής

το πλοίο που με πήρε από κοντά σας.

Οι χάρτες δεν με βοηθάνε πια

γι’ αυτό δεν έχει και το γράμμα μου

διεύθυνσιν αποστολέως.

 

Πάντως να μην ανησυχείτε

σύντομα θα ξαναβρώ το δρόμο μου

μ’ έναν απλό συνδυασμό

των ουρανίων σωμάτων

και των ανέμων που ευτυχώς

λυμαίνονται αυτή τη χώρα.

 

Κατά τα άλλα είμαι καλά.

Μια δίχως σημασία αιμορραγία

-το πιθανότερο, αποτέλεσμα

της αλλαγής του κλίματος –

δεν με ανησυχεί.

 

Βέβαια, δεν μπορείς να πεις

πυκνοκατοικημένο αυτόν τον τόπο,

έχει όμως πάρκα εξαίσια

γεμάτα σπάνια είδη Νηπενθών.

 

 

ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ

Είχανε μια θανάσιμη ευγένεια·

συνέχεια θαρρούσες πως ζητούσανε   συγγνώμη

για κάποιο σφάλμα άγνωστο   ή προσεχές.

Όταν τους έβλεπες στο δρόμο,

σε χαιρετούσανε   με το σημείο της σιωπής

σαν για να προφυλάξουν   κάποιον ήχο εύθραυστο

που ζούσε μέσα τους.

Απ’ τη ζωή δεν παίρνανε

παρά μονάχα τα μηνύματα

που ’στελνε ο θάνατος

κι είχανε τόσο εξοικειωθεί   μαζί του

που η έλευσή του - όταν σήμανε η ώρα –

καθόλου δεν διέφερε

απ’ την απόδοση   μιας φιλικής επίσκεψης

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

Η ΑΙΩΡΑ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Η αιώρα που σε λίκνιζε πλάι στη θάλασσα

δεν ήτανε καράβι.

Ήτανε ίσως ένας κήπος φωτεινός μεγάλος.

γεμάτος ηλιοτρόπια,

ήταν ίσως μια εποχή, το καλοκαίρι,

έτσι όπως έρχεται γλιστρώντας πάνω

στα γυμνά κορμιά ωραίων γυναικών,

όμως δεν ήτανε ταξίδι·

τα σχήματα, τα χρώματα,

που αδιάκοπα αλλάζανε,

δεν ήταν χώρες τροπικές αλλ’ ένα

μαγικό καλειδοσκόπιο

μες στο μυαλό σου βιδωμένο.

Η αιώρα που σε λίκνισε ως το θάνατο   δεν ήτανε ζωή.

Ήτανε ίσως ένα ερωτικό σπαρτάρισμα,

η προετοιμασία μιας βροχής ή ενός εμβρύου,

ήτανε ίσως μια απόπειρα,   ένα πείραμα ζωής,

όμως δεν ήταν αίμα

η τουλάχιστον δεν ήταν το δικό σου αίμα.

 

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ

Η χώρα μας είναι άνυδρη,

εμείς διψάμε

και, μια που η δίψα όπως και ο θάνατος

δεν γίνεται συνήθεια,

ποτέ δεν σταματήσαμε ν’ αναζητούμε το νερό

στης γης τα σπλάχνα.

Βέβαια δεν βρήκαμε άλλο

από λίγα κάρβουνα

κι ακόμα   λίγα μέλη αγαλμάτων

που, όσο κι αν προσπαθήσαμε   να τα συνδέσουμε,

ποτέ δεν καταφέραμε,

να φτιάξουμε ένα ολόκληρο κορμί.

Έτσι, τα εκθέσαμε κομματιασμένα

στον εμπαιγμό του ήλιου

και στο θαυμασμό εκείνων

που έμαθαν να λεν «Ζωή»   την πέτρα

 [από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Ψωμί ξερό, νερό κι αλάτι   στη φυλακή του ουρανού.

Πόσον καιρό μείναμε εδώ

κανείς δεν ξέρει

κι όλ’ ανοιχτά τόσο ανοιχτά   που ν’ αποκλείεται η διέξοδος.

 

Ψωμί ξερό, νερό κι αλάτι

και του κορμιού μας ο μεσότοιχος

για να επικοινωνούμε με τους άλλους.

Πόσα ονόματα και πόσες ημερομηνίες   χαραγμένες πάνω του…

Πόση φθορά και πόση υγρασία

από δάκρυα και δάκρυα…

 

Ψωμί ξερό, νερό κι αλάτι,

αλάτι μες στη χούφτα

ενός ήλιου δεσμοφύλακα,

με το πηλήκιο χαμηλωμένο

έτσι που να μη φαίνονται τα μάτια του

και καταλάβουμε πως μας λυπάται.

 

Και να μετράμε μ’ άστρα τον καιρό

απάνω στο ταβάνι του κελιού μας·

τις μέρες που ’φυγαν με διάττοντες

κι αυτές που θα ’ρθουν με κομήτες

και κείνες που δεν θα ’ρθουνε ποτέ

πάλι με διάττοντες.

 

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ

Αυτό το δένδρο    ήταν  όλη μας η έγνοια.

Να ’ναι ο κορμός του ίσιος και γερός

πασχίζαμε

έτσι που να νικάει τον άνεμο,

και θέριεψε και ψήλωσε

ψήλωσε τόσο   που συνάντησε τον κεραυνό.

Τώρα, αυτό που ήτανε το δένδρο μας

το ξέρει μόνο η βροχή

που έσμιξε τα δάκρυα μας   με τις στάχτες του,

το ξέρουν μόνο οι ρίζες του

που απόμειναν μπλεγμένες στην καρδιά μας

και τα πουλιά   που ταξιδεύουν τη δροσιά του

στης αποδημίας τη χώρα.

Πώς να φυτέψουμε άλλο δένδρο τώρα

και πώς να το φροντίσουμε να μεγαλώσει

έτσι που μάθαμε

πως κάπου εκεί ψηλά   προσμένει πάντα ο κεραυνός;

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

 

Η ΠΟΙΗΣΗ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό

που το γεμίζουμε με το αίμα μας.

Ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους

ή δεν το προσφέρουμε αλλά μας το παίρνουν

και το μυρίζουν και το δοκιμάζουν

και μιλούνε για το χρώμα του

και αναλύουνε στο μικροσκόπιο τη σύνθεσή του

και το ταξινομούμε σε ομάδες

και βρίσκουνε συχνά μικρόβια

και μας καταδικάζουν.

Η σημασία βέβαια είναι αλλού·

η αιμορραγία να συντελείται

κι ό,τι θέλει ας λέει η επιστήμη τους.

Ο ποιητής δεν είναι αστρονόμος

μα αστρολόγος·

τ’ άστρα τον ενδιαφέρουν μόνο

για τη δύναμή τους πάνω στη ζωή

τον έρωτα ή το θάνατο·

κινείται μες στη μαγγανεία

κι αναμειγνύοντας βοτάνια μαγικά,

ευχές, ξόρκια και δηλητήρια

φτιάχνει το ατίμητο χρυσάφι

που είναι αδύνατο οι άλλοι

να το κάνουνε νομίσματα.

 

ΤΟ ΛΑΘΟΣ

Να ’ναι όλα έτοιμα για την παράσταση,

να ’χουνε από μέρες οι εφημερίδες αναγγείλει

τ’ όνομά σου με μεγάλα γράμματα

και οι αφίσες στις γωνιές των δρόμων το ίδιο

και να ’χουν στο ταμείο εξαντληθεί τα εισιτήρια

και η αίθουσα να ’ναι γεμάτη

από το πλήθος έτοιμο

για τα πολλά χειροκροτήματα

και τα μεγάλα «Μπράβο»,

κι εσύ, κλεισμένος μες στο καμαρίνι σου,

κάτοχος πια του ρόλου σου

και των κινήσεων όλων και των αποχρώσεων

και των τόνων της φωνής

μέχρι την πιο μικρή τους λεπτομέρεια,

ν’ ανακαλύπτεις ξαφνικά ότι δεν είσαι αυτός

που αναγγέλλουν τα προγράμματα κι οι αφίσες,

ότι τυχαία βρέθηκες εκεί,

κάποιου μοιραίου λάθους θύμα,

κι έτσι, ν’ αλλάζεις ρούχα και να φεύγεις

απ’ την έξοδο κινδύνου,

ενώ το πλήθος θ’ αναμένει νευρικά

κι ο θεατρώνης θα χτυπάει επίμονα

μα δίχως αποτέλεσμα την πόρτα.

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

ΔΙΧΩΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Το μακρύ ποτάμι   των ημερών σου

κυλάει αμετάκλητα

προς τη θάλασσα   της σιωπής

στρέφεις το πρόσωπο

χαιρετάς   ηλιόλουστες όχθες

επιθυμείς   μικρές γέφυρες

μικρούς σταθμούς   ελπίζεις

στον ξαφνικό   καταρράχτη

περιστρέφεται   γύρω από δίνες

και συνεχίζεις

συνεχίζεις   την πορεία σου

την από πριν καθορισμένη

την άγνωστη ωστόσο

και γοητευτική.

 

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΣ

Οι γυναίκες μας δεν γεννήθηκαν ποτέ·

υπήρχαν πάντα εδώ

σαν πέτρες που δεν έχουν ηλικία

ή έχουν μια ηλικία που δεν γίνεται

να τη μετρήσεις.

 

Οι γυναίκες μας υπήρχαν πάντα εδώ

με τον κόρφο τους γιομάτο θάνατο

που τον βυζαίναμε και πολεμούσαμε

το θάνατο.

Κι όταν όλα λύγιζαν,

τα δένδρα και τα γόνατα,

οι πολιτείες και οι ψυχές μας,

μόνο οι γυναίκες, όρθιες στο πλάι μας

και σιωπηλές

υφαίναν την υπομονή και το κουράγιο

να τα ντυθούμε και να πάμε να πεθάνουμε.

 

Οι γυναίκες που μας γέννησαν

κι οι άλλες που αγαπήσαμε

υπήρχαν πάντα εδώ

και μόνο εμείς

ήρθαμε για να φύγουμε.

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Τα παιδιά μας δεν μοιάζουνε σε μας·

το πρόσωπό τους

δεν έχει τίποτ’ από τη σκασμένη πέτρα,

τα μάτια τους δεν έχουνε το χρώμα του θανάτου

κι η καρδιά τους είναι πιο απαλή

κι απ’ την καρδιά του ζαρκαδιού.

 

Τα παιδιά μας μοιάζουνε στα όνειρά μας.

Κάποτε όταν υπήρχε ακόμα ο ύπνος,

ονειρευτήκαμε κάτι ρόδινες άνοιξες,

κάτι ξανθά καλοκαίρια.

ονειρευτήκαμε ότι ανθίζει το κορμί μας.

Τα παιδιά μας είναι κάτι εποχές που δεν ζήσαμε,

είναι κάτι αισθήματα

που δεν υποπτευτήκαμε ποτέ την ύπαρξή τους,

είναι κάτι θεοί μεγαλοδύναμοι

που κατορθώνουν ό,τι δεν τολμήσαμε.

 

Ξεκομμένα απ’ τον κόσμο μας,

μοιάζουν αυθύπαρκτα

σαν τελειωμένα ποιήματα

ή σαν ηρωικές χειρονομίες,

αυθύπαρκτα όπως η ίδια η ομορφιά.

Τα παιδιά μας δεν μας ανήκουν.

 

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΡΑΤΟΥΣΑΝΕ ΝΕΚΡΑ ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Οι άνθρωποι κρατούσαν Κυριακές στα χέρια τους,   κρατούσανε αγαπημένα ονόματα    και μνήμες από εκδρομές που κάναν κάποτε στη θάλασσα.   Οι δρόμοι ήταν έρημοι, η θάλασσα ήταν μακρινή   και τα καράβια είχαν αναληφθεί στον ουρανό κι είχανε γίνει σύννεφα.   Οι άνθρωποι κρατούσανε λουλούδια μαραμένα και κοίταζαν στον ουρανό.   Ένα κακό προαίσθημα βροχής τους έκανε να μην μπορούν να προχωρήσουν.   Μέναν εκεί ακίνητοι σαν δένδρα – ή μήπως ήταν ήδη δένδρα; -   Μέναν εκεί ακίνητοι σαν τοίχοι – ή μήπως ήταν ήδη τοίχοι; -   Ο άνεμος σαν μεθυσμένος ή ανάπηρος παραπατούσε ανάμεσά τους   ξήλωνε τις αφίσες που ’χανε ντυθεί, τους γύμνωνε.   Οι άνθρωποι δεν αντιστέκονταν, περίμεναν· με πέτρινα αγαλμάτινα χαμόγελα – ίσως και να ’ταν ήδη αγάλματα – καλούσαν τα πουλιά.   Όμως εκείνα είχαν μια κατεύθυνση, ένα σκοπό, τον ήλιο· δεν χαμηλώνανε παρά για να πεθάνουν.   Οι άνθρωποι κρατούσανε νεκρά πουλιά στα χέρια, πουλιά που ήτανε κάποτε χαρμόσυνες αργίες, Κυριακές και εκδρομές στη θάλασσα.  (Η ΑΚΙΝΗΤΗ ΠΑΡΕΛΑΣΗ, από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ