Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΑΝΑ ΤΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ

 Έτσι βρεθήκαμε κι οι δυο κάτω απ’ τον Άσπρο Πύργο σ’ ίσκιους γαλάζιους

σε βαλτώδη περιοχή καθώς εμαύριζε το φως κι εγύριζε η σιωπή τριγύρα αιώνια.

Τ’ άτια βυθίζανε τις κόκκινες οπλές εμπρός στο παρεθύρι του Βασιλιά αδελφού.

Τα βλέφαρα γυμνά κι η κούφια σάρκα ολάκερ πείρα ψιθυριστή –

γέροντα Βασιλιά που αφάνισες τα κόκαλα σου σ’ ανέμους μαύρους

εσκορπίστηκες σε μαύρους ύπνους κι εχάθηκε η φωνή σου σε λαιμό στεγνό.

 

Ύστερα ακούσαμε το χτύπο καθώς κάρφωναν τις θύρες τα παράθυρα του Πύργου.

Αναθυμόμουν εκείνη την αλλοτινή φωτιά που εξαφανίζει την πράξη ή την απήχηση  της πράξης που είναι βρωμερή  και την αισθάνεσαι πιο βρωμερή

όταν άξαφνα μες στο βαθύ και ναρκωμένο σου αίμα ακούσεις

πρωτόγονη μια βουή και ταραγμένη να σαλεύει και να γυρεύει το χαμό.

Την άνοιξη είναι διάφανα τα έργα και οι στοχασμοί.

Την άνοιξη είδα μες τα κρύσταλλα γυμνό το σώμα σου.

Τριγύρα ήταν πυράκανθοι κι ανήσυχα κλαδιά ο άνεμος τ’ ανέμιζε δειλά.

Δεν ήταν νύχτα μήτε μέρα είδα το σώμα σου γυμνό.

Πρόσωπα από χαλκό με κόκκινο αντιφέγγισμα γυρίζανε κι εχάνονταν.

Και σ’ άγγιξα και μ’ άγγιξες κι άναψαν όλα τα νερά μ’ αίγλη απαράμιλλη τριαντάφυλλο άσπρο δροσερό βαθύ.

 

Αντάμωσα λοιπόν το βασιλιά κάτω στις Συρακούσες.

Μ’ ένα λυχνάρι κόκκινο νύχτα περάσαμε τις σκιές.

Ο Κωνσταντίνος πεισμωμένος τότε με τον Καπετάνιο

έλεγε να τραβήξει στ’ ανοιχτά με τον κακό καιρό.

Τ’ αλάτινο φεγγάρι ακινητούσε στ’ αδειανά πεζούλια

 κι ο Βασιλιάς κοίταζε τα χωράφια του μεσ’ απ’ τους καπνούς.

Ολόκληρος ο Πύργος αφριστό κρυστάλλινο κρασί κάτω απ’ τα πλούσια φώτα.

Αντάμωσα τότε το Βασιλιά κι ακούσαμε μαζί το χτύπο του σφυριού που κάρφωνε

είπα να βάλω αθόρυβα το φόβο μου σε τάξη κι η καρδιά να μην ακούει ψιθυρίσματα

που φτάνουν μες τη νύχτα από της νύχτας την απόσταση.

 Όμως ω Βασιλιά χωρίς συνέχεια Βασιλιά ακυβέρνητε

είναι φορές που ακούω το βήχα σου στις άδειες κάμαρες

τα ερημικά σου βήματα στις παγωμένες κάμαρες

εδώ δεν είναι η Ρώμη Βασιλιά.

 

Δεν είχα δει ποτέ τέτοια άνοιξη πριν χίλια χρόνια χωρίς ήχο και νερό

πελώρια δάση από άνεμο σιωπή και λησμονιά.

Κι ήσουνα φως αίμα και χιόνι σάρκινο

φυτό γεμάτη από τη νύχτα την καθρέφτινη

διαποτισμένη από την έκταση τούτης της νύχτας

κι εκράταγες ανασηκωμένα τα γυμνά μαλλιά με τα θερμά σου χέρια

που άστραφταν λευκά διαδήματα μες τα μαλλιά

και δεν μπορούσα να σ’ αγγίξω πια μονάχα σ’ ένιωθα

μεσ’ απ’ την αρχιτεκτονική του μαύρου μου ύπνου

γιατί ήσουν φως κι εγώ δεν είχα δύναμη

γιατί ήμουν ίσκιος, όταν το φως πέφτει λοξά και δίπλα χύνεται ίσκιος πάνω στη χώρα της σιωπής.

 

Έτσι έπεφτα στα τείχη κάτω από τον τρομερόν εκείνο Πύργο

 σέρνοντας σε μαύρη λάσπη το κορμί μου.

Εδώ περπάτησε νεκρός ο Βασιλιάς με πανοπλία χρυσή.

Νεκρός ο Βασιλιάς κι εσύ ένα με τη νύχτα.

Ο Κωνσταντίνος γέροντας τώρα πια τυφλός όλο ζαρωματιές και πυρετό

γύριζε  μόνος από το νοτιά μιλούσε για τον πόλεμο –

τα διάβασα μετά καιρό όλα τούτα σε παλιά χαρτιά

κι είδα που το παιχνίδι με τα ζάρια είχε χαθεί.

Από τον Πύργο αντίκρυ λόξευε μια μουσική παράξενη

κι η νύχτα μενεξές όλη και βούρκος σιγανά ψιθύριζε

να ξεχαστούν αυτά γιατί είχαν μετρηθεί γιατί είχαν ήδη πληρωθεί

κι έφτανε απίστευτα γοργά σοφή γεμάτη περισυλλογή η Μεταδείπνια Ώρα.

(Τάκης Σινόπουλος Άσμα  Ι, Ο Νεκρός Βασιλιάς  από τη συλλογή του  ΑΣΜΑΤΑ Ι-XI 1953  και συνέχεια με τα υπόλοιπα ΑΣΜΑΤΑ αυτής της συλλογής: Άσμα ΙΙ Ερωτικό, Άσμα ΙΙΙ, Άσμα ΙVΆσμα V Ενύπνιον, Άσμα VI Ο Ελπήνωρ παρά θιν’ αλός, Άσμα VII Πάρις, Άσμα VIII Οδύσσεια, Άσμα ΙΧ Σκέρτσο, Άσμα Χ και Άσμα ΧΙ
 

)

 

Τάκης Σινόπουλος ΑΣΜΑ ΙΙ: Ερωτικό

Και τότε μπήκαμε κάτω από των βασιλιάδων το βλέμμα.

 

Κόκκινα φορέματα από μέσα μπλε θαμπό μετάξι

πράσινα και ρόδινα στα δάχτυλα διαμαντικά

τόσα στολίδια πώς να κρύψουν τη φθορά

κι εκείνες τις ουλές.

Ωστόσο ακούγαμε

θορύβους άνοιξη και φθινόπωρο. Έρχονταν

κλειστές πυργωμένες ημέρες αποφασισμένη πια η σιωπή.

Τα σώματά μας όπου αγγίζαμε πονούσανε.

Πώς να βοηθήσει η έπαρση που η σάρκα ερεθιζότανε με τη φωτιά;

Ακολουθούσε η μεταμέλεια

η μεταμέλεια δίχως την πράξη που γεννάει τη μεταμέλεια

η μεταμέλεια ένα λεπίδι κοφτερό

η μεταμέλεια ένα στεγνό λαρύγγι

και μη φωνάζεις πια σκοτείνιασαν οι θάλαμοι

τόσο κακά τα πράξαμε χωρίς καμιά συγνώμη.

 

Όμως εσύ Λεονώρα σάρκα και αίμα και βαθιά

αφορμή κανένα πλάσμα τόσο αστραφτερό σαν τη Λεονώρα.

Μια μέρα στο Σούνιο ήτανε πολύ άσπρη μέρα

κι ο ήλιος ανήσυχος εκεί

γελώντας παίζαμε ζάρια με τη Λεονώρα

κι έλεγα Λεονώρα α σ’ αγγίξω και θα χάσεις.

Την άγγιξα κι εκέρδισε η Λεονώρα συλλογίζομαι

τη φρόνηση την έχουμε νωρίς ή αργά

κι ύστερα ιδού

τα βούκινα ακουστήκανε ψηλά στο διάστημα

γυρίσαμε κι εκείνοι

κατέβαιναν αργά από τ’ αυτοκίνητα άστραφτε

στα μάτια ο πυρετός διψούσανε

γύρευαν ίσκιους ή νερό

τυφλοί από μια σκόνη εφιαλτική κι εφύσαγε

ξακολουθούσε η άσπρη μέρα δεν είχε τελειωμό.

 

Αντήχησαν τα βούκινα απ’ τα γυμνά βουνά απάνω στον αιθέρα

εκεί που ακούμπαγε βασανισμένος ο ήλιος

κι εκεί η σιγή σα διάβαση νεκρών μα εγώ

ακόμα νέος ακόμα νέος και λαμπερός

βλέμμα γοργό καινούργια φλόγα που γεννιέται

εγώ σε πλήρη διαδοχή δοκίμασα μια μέρα άσπρη πολύ

πείνα και δίψα φόβο και λησμονιά

κι αισθήσεις άλλες

σα να γυρίζεις άξαφνα απ’ την έρημο χωρίς αποσκευές

με την ψυχή στα δόντια φώναξα

Λεονώρα κι είπα μην ξεχάσεις

τα κόκκινα μαλλιά της ανασήκωνε

τα κόκκινα μαλλιά καθώς χυνότανε πάνω από τη φωτιά

τα χείλη ρόδιζαν με τ’ αντιφέγγισμα της φλόγας πρόδινε

καινούργιο μήνυμα τούτο τ’ ανύποπτο χαμόγελο

μετά τη γνώση.

Μετά τη γνώση η πληρωμή της γνώσης  -

πώς ν’ απλώσω τα ρυτιδωμένα χέρια πώς να σκεπάσω

εκείνα τα έργα που ’πραξα κι εκείνα

που συλλογίστηκα να πράξω; η μεταμέλεια μ’ ακολούθησε

και μου ’φερε σε πλήρη διαδοχή

πείνα και δίψα λησμονιά και φόβο

κι αισθήσεις άλλες

σα να περνάς απ’ το στενό λαγκάδι και να σου φωνάζουν φώναξα

με την ψυχή στα δόντια.

Κοίτα

το σώμα της καπνός διαλύεται χάνεται μεσ’ απ’ τα φύλλα

ήχος από φύλλα απάνω από τα βράχια τα γυμνά

το ίδιο γυμνή και αποκαλυπτική καθώς όταν μιλούσε

το σώμα κρύβοντας στο μέρος που άναβε η φωτιά.

Κοίταξε το σχηματισμό του σώματος της είπα.

Απ’ τη στιγμή που χάνεται διάφανη στον αγέρα

είναι η Λεονώρα μόνο Αυτή

άνθη μηλιάς απάνω από το πέλαγο καθώς σαλεύουν

μ’ άνεμο του πρωιού.

Κοίτα τον άνεμο και μην αφήσεις

να γίνουν όλα τούτα σάπια πέφτοντας

αργά στο μαύρο χώμα.

 

Οι άλλοι όπως τους γνώρισα ήτανε σε κύκλους χωριστούς

κάπου ψηλότερα στα βράχια ή χαμηλά στους άμμους

κι κάθε κύκλος γραμμένος δυνατά φυλάκιζε

σε σχήμα σταθερό κίνηση κι αλλαγή δε μαντευόταν.

Όμως υπήρχε κίνηση κι εγύριζαν εκεί

κι άλλαζαν λόγια – δε θυμάμαι πια

μα τα ’νιωθα να παίζουν μέσα μου με την πρώτη σημασία

που δίνουμε στα πράγματα όταν μας κομματιάζουν.

Ξανάρχομαι λοιπόν

γιατί θαρρώ πως άρχισαν να σαπίζουν οι καρποί

με τέτοιο ανάποδο καιρό κι αναδαυλίζω

την αρχική φωτιά μονάχος.

Η Λεονώρα

συναρμολογημένη με περίσκεψη κι όμως σπαταλημένη

σ’ ό,τι χρειαζότανε να ξοδευτεί

τίποτ’ ανακούφιση μονάχα βάρος.

σε τόσα βάρη.

Ιδού τα κάρβουνα μου ακόμα κόκκινα

δυναμώνουν τη φωτιά και με ξαναγεννάνε.

Και τα χαρτιά που σώριασα καιρό δε με βοηθάνε πια

να κρατηθώ μόνο που λέω το μακαρίτη λόγο:

Την δε γενεάν αυτού τις θέλει διηγηθη;

Ώρα απιέναι.

 

Κι αναχωρώ!..

 

Τάκης Σινόπουλος ΑΣΜΑ ΙΙΙ

Είναι καιρός πολύς.

Οι κάμποι μου χλωροί κάτω απ’ τον ήλιο τα χωράφια μου
χλωρά ρίζες αχόρταγες μες στην ακίνητη γαλήνη.
Όμως οι νύχτες μου ένα μαύρο αυλάκι πυρετού κι οι μέρες μου
πυρακτωμένες πέτρες πέφτοντας η μια πίσω απ΄ την άλλη.

                                                                                  Κι ήρθε
με τις πορφυρές του και με τη δύναμή του όλος αστράφτοντας
ο Μέγας μου Αδερφός και μου ’δειξε
με φωτισμένο δάχτυλο το μέρος της σποράς:
Ιδού το χόρτο θαλερό κι η χώρα σου βυζαίνοντας βαθύν αγέρα
μετά τις εύκρατες βροχές όταν θεριέψουν τα κλαδιά
και οι γαίες σου βάρυπνες δείξουν τη γονιμότητα
η σάρκα τότε θα σκορπίσει και θα ξεραθεί το κόκαλο
το χόρτο σου δε θα προλάβει για το θερισμό των Βασιλιάδων είπε.
Ιδού η φωτιά θα ορμήσει.

Καιρό κοιμήθηκα σε καυτερές βροχές ακούγοντας
τον ήχο του νερού όταν επιστρέφει απ' την βροχή.
Κοίταξα το πλατύ φεγγάρι πάνω από το χαμηλό φθινόπωρο. Άνεμοι
τινάζοντας μ’ ορμή τα πρώτα σπέρματα χτυπούσανε
τη γη σαλεύοντας ένα χειμώνα απέραντο. Κι υπόφερα
κι ο Μέγας μου Αδερφός παραμερίζοντας τη θλίψη μου ήρεμα
χωρίς κανένα στίγμα στο βαθύ του στοχασμό:
Δε θα ’ρθει η βλάστηση είπε. Εδώ η φωτιά θα ορμήσει.

Τώρα αναπαύεται αινιγματικός δείχνοντας έτσι
πιο δυνατή την ανεξήγητη αίγλη της οργής του.
Τα γόνατά του διπλωμένα πίσω από τις καθαρές
παλάμες στάζουν ησυχία και φως. Κι εγώ είμαι εδώ
στο ύψος του πόνου μου. Κι ο λαός μου κάτω
πληθαίνοντας στις αγορές πουλώντας ή αγοράζοντας
μολέβοντας με πλάνες το μυαλό.
                                                   Μ΄ αν ξάφνου
σ’ ώραν αμφίβολη στήσεις τα’ αυτί με προσοχή κι ακούσεις
έρημους γέροντες στην αγορά να προφητεύουνε
 
με συλλογή κοιτάζοντας τη μυρωμένη πόλη
σκέπασε το κορμί σου θα το κάψει η άνοιξη
και τη φωνή σου κρύψε θα την πνίξουν αναρίθμητες φωνές
μουρμούρισμα από ανάσες πυρωμένες
 
κάτω απ’ τον άνεμο χόρτο και ξερολίθαρο.
Διότι η γη μου πάσα θέλει ερημωθεί
και φως δεν θέλει υπάρξη επ’ αυτής
κι ο χόρτος θέλει ξηρανθή.
                                         Στου πόνου μου
το σκότος κάθισα. Δεν έχω πια κυρίαρχα χέρια.

Ο ήχος ακούστηκε μες από τις φυλλωσιές που ανάδευαν
ώρα πρωινή μονάχος ήχος λαμπερός σε κοιμισμένη ακοή.
                                                                             Ο ήχος δυνάμωνε
κι ερχότανε μ’ όλη την ασυνήθιστη ευωδιά της γέννας του
πάνω από την αιθέρια βλάστηση που συνεχώς ανέβαινε.
Κι ύστερα μ’ ανοιχτές αρπαγές η φωτιά γυρόφερνε
τη χώρα μου αφανίζοντας τάφους και κόκαλα
κι έρημες εκκλησίες κι ο κόσμος μου απανθρακωμένος κι ο ήλιος
με φλογισμένα νύχια ψάχνοντας βαθιά τη γη βαθιά
κι ο λαός μου κάτω αλλοπαρμένος ρώταγε μ’ επιμονή
δεχότανε τον πανικό σε φόβο γαντζωνότανε σε φήμες ακατάπαυστες
σμίγοντας εύκολα φήμες και πανικό. Κι ήμουν εκεί.
Γερόντιο εγώ με σάρκα χάρτινη γύρω από το μυαλό
την πράξη του Αδερφού πώς να ζυγιάσω;

Μονάχος τώρα συνδαυλίζοντας την αρχική ρίζα του πόνου μου
γεύομαι το πικρό νόημα του καθαρμού. Κρατήθηκα
καιρό-καιρό ήμουν Βασιλιάς. Δοκίμασα
χαρά κι αποστροφή. Δίπλωσα την οργή και το θυμό μου εσύναξα
στη θήκη του τη μεταμέλεια γεύτηκα
ψηλάφισα το καύκαλο του πιο φτωχού νεκρού
τις στάχτες ανασκάλεψα και το σβησμένο κάρβουνο
μέτρησα οφέλη και ζημιές χτύπησα και χτυπήθηκα.
Κι είπα να παραδώσω τα κλειδιά ξέρω από φυλακές
γιατί η δολοφονία σαν πυρετός κατάκαψε τα μάτια μου.
Ωστόσο εσείς παρακαλώ σηκώστε τα λυχνάρια και
διαβάστε τις γραφές όταν έρθει ο καιρός.
Τα έργα μου πάνε πια. Κι εγώ
με τόσην ένταση πεινώντας και διψώντας κι υποφέροντας
την ώρα τη φριχτή που τα όνειρα πέφτουν απάνω μου
και καίνε καίνε καίνε. Ω, άγραφη οδύνη λαέ μου κι αν ακόμα
πάνω στη γη μου ταπεινός πλανήθηκα
πυρ επιρρίψω εις πάντα τόπον και σιωπήν
κι η σιωπή δυναμώνοντας το έργο της φωτιάς
κι η σιωπή δυναμώνοντας το έργο της σιωπής
                                                            πυρ επιρρίψω. Ιδού
ο αιθέρας τώρα ανοίχτηκε ψηλά ένα φως ανθίζει.

Κανείς υπαινιγμός ακόμα. Όμως εσύ με χέρια οκνά
τα’ αστραφτερά μαλλιά ανασήκωνες γυρεύοντας τη γονιμότητα
με ανήσυχη βιασύνη. Υπαινιγμός κανείς.
Όχι στην επιφάνεια μα στην εσωτερική συναρμογή του σώματος.
Κοίταξε πόση καθαρότητα στο βάθος του νερού
γωνιές με φως εικόνες του νερού. Τοπία του αγέρα
διάφανα μόλις γράφονται πρώτη φορά στην όραση.
Κι η λέξη η πρώτη λέξη τρέμοντας από τη γέννα προχωρεί
σκαλί σκαλί στο λάρυγγα.
  Κοίταξε ακόμα
την πρώτη νύχτα και τον πρώτο αστερισμό
μια φλούδα φωτισμένη φλέβα δροσερή ψηλάφησε
με τα δειλά σου δάχτυλα τη βλάστηση του δέρματος
κι αυτό το σάρκινο κλαδί που τώρα ανθίζει.
                                                                  Εσύ ζώντας την αρχική
φρίκη της νέας Σποράς όταν οι προπατορικές
βροχές απάνω στους αγρούς του κόσμου σκοτεινιάζουν
δέξου τη γονιμότητα και δώσε τον καρπό
πριν σε κερδίσει η αθόρυβη έλευση και εν γη ακαθάρτω τελευτήσεις
βλαστάρι δώσε για τη θερινή συγκομιδή
πριν έρθει το βαθύ σου μήνυμα και εν γη
 
και πάλιν απελεύσει.
 
 

Τάκης Σινόπουλος ΑΣΜΑ IV: Alegro molto   In memoriam G.S.

Ανεβήκαμε
την ώρα του μεσημεριού μέσα στο πλήθος ψίθυροι
σβησμένα λόγια εικόνες γύριζαν εκεί. Ο ζωγράφος;
ναι κάπου θάφτηκε με λύπη κι ήσυχες φωνές.
Εκείνοι οι δυο στον όχτο αγκαλιασμένοι εσάπισαν.
Λησμόνησα τον έμπορα το μούτρο του μισό
καθώς τον χτύπαγε ξάφνου το φως άδειαζε με σημαντική
ζημιά ξέρεις μιλώ γι’ αυτόν που πάει με τ’ άσπρα
λαβώθηκε στις μάχες τού έξυσαν το κόκαλο πονάει ακόμα.
Νάρκισσε! φώναξε με δυνατή φωνή κοιτάζοντας ανάμεσα.
Μα εκεί δεν ήτανε κανείς κι εκείνος φώναζε
κι έμοιαζε να γυρεύει κάποιον που λεγόταν Νάρκισσος
κι απομακρύνονταν χωρίς ν’ ακούσει.
Ένα πουλί
στη λησμονιά μιας καταχνιάς απ’ το πρωί
τίου τιου μίρερε μίρερε σι
ήρεμα σα να πέτρωσε σιγά σιγά από τη σιωπή
δεν ήτανε σιωπή κάθε φθαρτό στον ήλιο
κέρδιζε ένα παράξενο αντιφέγγισμα παμπάλαιου χρυσαφιού.
Ναι ο Πάρνελ
κείνη την εποχή πάνω σ’ υγρές τούφες χορτάρι
μαύρο καθώς πηδούσαμε το λάκκο ο ένας πίσω από τον άλλο
πολλοί αναρίθμητοι σκορπώντας σιγανά χωρίς σκοπό
μέσ’ απ’ τους τάφους. Θα ξανάρθει ο Πάρνελ είπα
σίγουρα θα ξανάρθει όπως τ’ απόγευμα
που γύρισε απ’ τη Λάρισα κι εξάπλωσε στον καναπέ
δεξιά της λάμπας και μιλούσε νευριασμένος με τη Νόρα.
Η Νόρα εκεί κοντά στη Νόρα
η θεία της Νόρας η μαμά πιο εκεί με το σημάδι
πιο πέρα ο Πάρνελ η δική μου θέση αριστερά
κοντά στο Φίλιππο. Κι αλήθεια κέρδισα την άκρη ετούτη
μόχθησα πολύ. Κι αριστερότερα με τ’ άλογο ο μικρούλης
Ben.
Τίου τιου
ένα πουλί μπαλσαμωμένο κάπου μες στην καταχνιά.
Μα το νερό θα ξαναφέρει τάχα μια άνθιση στους κήπους;
Άνοιξη θέλω να πω. Το χώμα
πιο μαλακό ανατολικά στο μέρος του Οδυσσέα και πλήρωσα
με νόμισμα τον κηπουρό να το κρατήσει μαλακό
βγάζοντας τ’ αγριοχόρταρα.
Θυμήσου οι ψίθυροι ψηλά
κι η μνήμη των προγεγονότων πάντοτε γυρίζοντας
στις ήσυχες γωνιές. Με φως ή χωρίς φως
τα πρόσωπα που πάσχισα να γαληνέψω θα ’ρθουνε
ξανά και θα γυρέψουνε το δίκιο τους όταν συλλογιστούν.
Ο Πάρνελ θα ξανάρθει αλλά
τίου τιου
ένα πουλί χαμένο μες στην καταχνιά —
πού θα ’ναι τότε ο Πύργος της Σιωπής
ο
Ben κι η όμορφη Annabella;

 

Τάκης Σινόπουλος ΑΣΜΑ V: Ενύπνιον  Γ.Π.

Και τότε φύγαμε απ’ το Σούνιο ταξιδεύοντας για την επιστροφή μ’ ένα σπασμένο αμάξι.

Δέντρα κούφια αρμενίζανε στη μνήμη.

Η ανώνυμη γυναίκα βυθίζοντας το πρόσωπο στην καταχνιά σα να ’τανε γυμνή.

Μια εφημερίδα σκέπαζε τη μαύρη της κοιλιά

ζεστό φεγγάρι αναθυμήθηκα το Νάρκισσο

τόσον καιρό πνιγμένο στ’ ανοιχτά μες στα χορτάρια του πελάγου τα κόκαλά του ασπρίσανε.

Κι ήρθε την τελευταία φορά στην απανθρακωμένη Λάρισα

 μ’ ένα χωμάτινο βαρύ λυχνάρι

κι όλη η κάμαρη φωτίστηκε άξαφνα κι είδαμε στο κορμί του την πληγή...

 

Δεν ήταν νύχτα καν
μονάχα που άπλωνε τριγύρα σκούρο χρυσαφί.
Μες στο νερό σαπίζανε μαύρα χορτάρια.
Γάβγιζαν τα σκυλιά κάπου στη θύελλα. Άκουγα
δεν άκουγα τη νύχτα που με κράταγε εφιλούσα
παράφορα το στόμα ασφυχτικά τα χείλη μου άγγιζαν εκεί
πιο χαμηλά στο μέρος που άρχιζε να ταξιδεύει ο ύπνος.
Δεν ήταν νύχτα καν. Βαδίζαμε σε σκοτεινές πλαγιές
και τάφρους δρασκελίζαμε. Βουρκόνερα άμμοι.
Νάρκισσε! ο ψίθυρος πίσω απ’ τα βράχια άλλα τοπία
έρχονταν κι έφευγαν από τη θολωμένη κόρα του ματιού.
Νάρκισσε! φώναξα γιατί είδα εκεί βουβό το Νάρκισσο.
Νάρκισσε! ακόμα πιο γλυκά ναι κι ήρεμα
μέσα στο πλήθος των τυφλών που συναθροίζονταν μα κείνος
μ’ ένα κομμάτι σίδερο στο στήθος ούτε κοίταζε
στο μέρος μου. Άμμος άμμος άμμος
γύρα και μες στον άμμο απόγνωση σκοτάδι κι ύστερα
φανήκανε σειρά σειρά κόκκινα σπίτια που καιγόντανε
κι ανέβαινε ο καπνός ραγίζοντας με τον αγέρα. Εκεί
με σύρανε στην κάμαρη σφαλίζοντας
με μάνταλο τις θύρες.
Όταν
η οξύτητα μιας πράξης θρυμματίζει κάθε σιγουριά
φέρνοντας στην ανήσυχη επιφάνεια όχι τη λύτρωση
μα κείνη την ουσιαστική απομονωμένη εικόνα
κι η εικόνα θρυμματίζεται στα έρημα βράχια:
Νάρκισσε!
Μονάχα ο Νάρκισσος πίσω από το στενό κιγκλίδωμα
φουμάροντας ατέλειωτα. Και τον ξανάφερε η φωνή
μέσ’ από τα χαρτιά κι από τα κάρβουνα την ώρα
που μ’ άφησαν καταμεσής στον απανθρακωμένο κόσμο.

Έτσι γερόντιο εγώ
ζηλεύοντας παροδική ή δεσπόζουσα ομορφιά
βασανισμένος σε κρεβάτια ακάθαρτα πίνοντας αλκοόλ —
τα στήθια της μου τα ’δειξε ήτανε ξεροί λωτοί όλο λησμονιά
δεν τα ’βλεπα μονάχα τ’ άγγιζα με δάχτυλα που τρέμανε από πυρετό
και δίψα. Κόκκινα τα σπίτια μπουκωμένα
φωτιά κι αγέρα ο δρόμος κοκαλιάρης ανεβαίνοντας
ψηλά ώς την εκκλησιά μόλις που υπήρχε στο βυθό
ζωγραφισμένη του ματιού. Ψηλότερα στα βράχια ήλιος βαθύς
κι ένα αυτοκίνητο σταματημένο μες στα μαύρα τσίνορα
γεμάτο βιαστικό ιδρωμένο κόσμο.
Τότε φώναξαν
ναι κάποιος φώναξε κρυμμένος πίσω από μια φωτεινή
φούντα σταριού: Φυλάξου
οι βράχοι θα κυλήσουν πάνω σου κοίταξε ο Πάρνελ!
Κι εκοίταξα κι ήταν εκεί χλωμός ο Πάρνελ όχι αλλά
ξανθός ο Ελπήνωρ παίζοντας με τ’ ασημένια ζάρια του
κι οι πέτρες πέφτοντας ολοένα πάνω του τον σκέπαζαν
με σκόνη κι αίμα. Κι έτρεξα. Ένα πλήθος
οι δικαστές παράταιροι με κόκκινους χιτώνες κρέμονταν
γύρα τριγύρα από τα ξύλινα μπαλκόνια σιωπηλοί
και το τηλέφωνο χτυπούσε νευρικά στην άδεια κάμαρη.
—Θα μαρμαρώσεις παίζοντας εδώ κρατήσου Ελπήνορα
στο χέρι μου να σε τραβήξω μα καθώς
το χέρι μου τον άδραξε απ’ το κόκαλο
του αυχένα το αίμα σφενδονίστηκε
με δύναμη καυτό.
Κι εκεί τον άφησα.
Τηλεφωνούσαν
κάπου μέσα στην καταχνιά του νου μου δίψαγα
για φως κανείς δεν αποκρίνονταν κι εφώναξα
βαθιά: Νάρκισσε! τρέξε Νάρκισσε! Μα ο Νάρκισσος
μακριά πολύ μακριά καιρό πνιγμένος άσπρος άφωνος
κοίταζε πίσω από τις φυλλωσιές δεξιά από τ’ αυτοκίνητο
σα να ’μουν ήδη πεθαμένος προσπαθώντας άσκοπα
γερόντιο εγώ τις πέτρες να περάσω που σωριάζονταν
απάνου στα έργα του μεσημεριού
και του ήλιου.

 

Τάκης Σινόπουλος ΑΣΜΑ VI: Ο Ελπήνωρ παρά θιν’ αλός


Στους άμμους του γιαλού — μάλλον πιο χαμηλά
κάτω από τα πεύκα ψιθυρίζοντας ο ζέφυρος
στα πεύκα ανάμεσα την ώρα εκείνη ο ζέφυρος
κι η καθαρή σιωπή.
Τότε τον είδα εκεί
που έσκυβε και χυνότανε απ’ τους ώμους του άσπρο φως
στιλπνό τα πεύκα γέρνοντας στο φως
κι ο άμμος
sable azyr μουρμούρισε
και πιο ψηλά ο γιαλός
ήσυχος μες στην ήσυχη σιωπή.

Δε μίλαγε συλλογιζόταν αριθμούς κενά της μοναξιάς.
Μήτε αποκρίνονταν στα βλέμματα. Το σώμα του ξανθό
πρασινισμένο εδώ κι εκεί με στίγματα απ’ το πέλαγο
ξανθό και χρυσαφί.
Κι ήρθε μια νύμφη χαμογελαστή
καλωσορίσατε στον κόσμο μας θα ’χετε και λουτρό.
Απαλά λυπημένα λόγια όπως την πρώτη Κυριακή
μετά το θάνατο της Νόρας που γυρίζαμε κι ο πόνος
ανάδευε ήσυχα κι υπήρχε κι ήτανε
πραγματικός.
Παράξενο να ’χει ξανάρθει ο Ελπήνωρ
στους άμμους του γιαλού κι εκείνη
εκείνη η Νόρα τρέμοντας ακόμα από τη λησμονιά
στα ρεύματα όταν ήρθε ο Ελπήνωρ.
Ήταν τ’ αμμόνησα πιο εκεί τα πεύκα το νερό.
Σαπίζοντας αργά ο Ελπήνωρ με τη Νόρα
κάτω απ’ τον ίσκιο του νερού πλεγμένα μέλη σάρκα
πάνω στη σάρκα ανήσυχα ζητώντας ζητιανεύοντας σχεδόν
περνούσε ένας κυματισμός από το δέρμα νόστιμος πολύ
κι ηδονικός έτσι ψιθυριστά μέσ’ απ’ τα κόκαλα το λιόγερμα
κλείνοντας πάνω απ’ τα κορμιά σαν πορφυρό κοχύλι
δεξιά ο αγέρας και το πέλαγο τα πεύκα αριστερά
κι ανάμεσα η σιωπή. Ο Ελπήνωρ κι η Σιωπή.

Πιο μόνοι τώρα
στην αναπόφευκτη ισορρόπηση πίκρας και λησμονιάς
όταν η λύπη νοεί και δέχεται τα περασμένα ψεύδη
αθροίζοντας εδώ πλάνες ή κέρδη ανώφελα —
δεν ήταν πίκρα καν μόνο μια μνήμη επίμονη.
Το πέλαγο ήσυχο μέσα στην ήσυχη σιωπή κι η νύμφη
λευκή χρυσή χαμογελώντας αόριστα πότε λευκή
χρυσή επιμένοντας γλυκά και πότε μεταμορφωμένη.
— Εδώ
περάστε. Όμως εμείς
αφού ήτανε τόσο κλειστός κι ο κόσμος τούτος
μέναμε πάντα ανένδοτοι για δείπνα και λουτρά

 

Τάκης Σινόπουλος ΑΣΜΑ VII:  Πάρις

Είδα τον ήλιο που βασίλευε γεμάτο μαύρες μέλισσες
να ψάχνει του καλοκαιριού τις φωτεινές κυψέλες. Όταν έφτασα
σκοτείνιαζε. Κάτω έκαιγαν οι πικροδάφνες και τα μάρμαρα
κι ανάμεσα σε τούτα τα παλάτια και τ’ ακίνητα νερά η σιωπή
σα να σταμάτησεν ο χρόνος ν’ ανασαίνει.
Ξάφνου
εκεί το σώμα καμπυλώνοντας έσφιγγε τα λευκά σαντάλια της
γυρνώντας τους ιμάντες στα σφυρά. Μαύρα μαλλιά
χυμένα όλο ίσκιοι δρόσιζαν τα πυρωμένα γόνατα. Κι εκεί
τα χείλη σέρνοντας εφίλησα βαθιά το σκοτεινό μυχό
μέσ’ από την ανεξερεύνητη πορφύρα που την έκαιγε.
Οι αισθήσεις μου ανατριχιασμένες απροστάτευτες ετρέμανε
σα να ’τανε ώρα του ύπνου ή του λουτρού. Δεν ήξερα
τί γύρευα πρώτη φορά στη Σπάρτη μοναχός φοβόμουν
κι ο φόβος μου γινόταν ψίθυρος αγγίζοντας βαθιά τα κόκαλα
κι ένιωθα πάλι εκτός απ’ τη σιωπή και την Ελένη
αισθήσεις άλλες που τις γνώρισα μόνο μέσα στο θάνατο.

Λοιπόν
θυμάμαι ακόμα βούρκος άνθη κόκκινα σερνόταν καταχνιά.
Μια νύχτα όλο όνειρο και πυρετό καθώς εμπήκαμε
ξένοι κι ανώνυμοι μες στη Σιδώνα πίσω από την αγορά
κι ακούσαμε τα μαντολίνα στην καρδιά του φεγγαριού.
Δεν ήταν μοναξιά δεν ήτανε σιωπή μονάχα απόγνωση
καθώς όταν αγγίζεις άγρια μεθυσμένα ένα κορμί
βαθύ και γόνιμο σα μια κοιλάδα κι εσταθήκαμε.
Φύλλα πλατιά μαύρα τη ράγιζαν η γύμνια της

μέσ’ απ’ τα φύλλα εσπάραζε ανοιγμένη εικόνες
υπαινιγμοί δρασκελισμένα λόγια ελύθηκαν εκεί
σε δάση σάρκας που δεν τέλειωνε μήτε με την απόχτηση.
Κι ύστερα η σκόνη. Μέσα
σε τόση σκόνη καθώς στροβιλίζεται και πέφτει πώς να θυμηθείς
πράξεις ή πρόσωπα γυμνές χαράδρες του ήλιου.
Κι όταν ακόμα σου φωνάζουν από το γιαλό οι τυφλοί
κι είναι το μεσημέρι μαύρο και γυρίζεις ξαφνικά
στην Τροία με τις αποσκευές τί έχεις ν’ αποκριθείς
καθώς κοιτάζοντας μ’ επιμονή σε ταραγμένες επιφάνειες και
σε σωριασμένα κρύσταλλα χιλιάδες είδωλα που κατακλύζουνε
την όραση δε βλέπεις παρά μόνο εκείνη εκείνη την Ελένη.

Στα μάτια μου τώρα στ’ αυτιά μου μέσα βουίζουν οι άμμοι
και μια φωτιά λυσσώντας — μνήμη ή παραλογισμός.
Η σκόνη είναι παντού τ’ άρματα τσακισμένα. Άκουσα τύμπανα
ταμ ταμ πίσω απ’ το σκήνωμα των Βασιλιάδων ανεβαίνανε
μ’ αργό ρυθμό σκεπάζοντας την απανθρακωμένη πόλη εφύσαγε
διαβολεμένος άνεμος από παντού στριφογυρίζοντας
κάπνες χαρτιά κι εικόνες.
Κι έμεινα
στον τόπο εκεί
κάτω απ’ τη θύρα που έσκαζε φλεγόμενη φωνάζοντας
μ’ όλη τη σάρκα Ελένη. Τη φωνή
μονάχα εγώ την άκουγα. Σφυρίζανε
οι άμμοι κι ανέβαιναν τα τύμπανα βογκώντας ρυθμικά
πάνω στους πεθαμένους Βασιλιάδες κι άκουγα άκουγα
μ’ όλες τις κόκκινες αισθήσεις μου που μυρμηγκιάζαν.
Κι ήρθε η Ελένη τότες
τρέχοντας καταπόρφυρη πίσω απ’ την Τρωάδα. Οι λόφοι
με φλογισμένες κορυφές την ακολούθαγαν κι η πόλη
γεμάτη στάχτη απ’ τις πυρές που κάψανε τους τελευταίους νεκρούς
κοίταζε προς το μέρος μας. Μα εγώ δεν ένιωθα

μέσ’ απ’ τον πόνο μου και την απόγνωση παρά
μονάχα εκείνο το ανοιχτό κορμί που το ’παιρνε η παραίσθηση.
Φύγε της φώναξα όλα καίγονται εδώ πέρα. Φύγε Ελένη.
Κι όπως πάνω στις σάρκινες κοιλάδες της και τους κρατήρες
των ασυλλόγιστων βυζιών επέφτανε οι άμμοι κι οι φριχτές
γλώσσες της πυρκαγιάς την ένιωθα να γίνεται κι αυτή
κάτω απ’ το στέρνο μου μια πυρκαγιά απαράμιλλη
καίγοντας μέσα μου ό,τι απόμενε.

Μέσ’ από τα μάτια μέσ’ από τα κόκαλα των Βασιλιάδων η κραυγή
μήτε δική μου καν μήτε δική της την ακούσαμε
να φεύγει από το φόβο και να χύνεται
μες στη βουβή μαλαματένια φρίκη της ερήμου.
Ταμ ταμ. Ένα ταξί παρακαλώ.
Κύριε βοηθήστε μας όλα τα ρήμαξαν η σάρκα κι η φωτιά.
Μέσ’ από ξύλα και κορμούς βαδίζοντας αργά κι οι δυο στη έρημο
μ’ εκείνο τον αθώρητο τρόμο στα χαρακτηριστικά
οι πληγιασμένοι στοχασμοί συντρίβοντας
λόγια και παραμιλητά στους μαργαριταρένιους βράχους.
Τα τύμπανα είχαν σβήσει κι έμενε του ήλιου το κοίταγμα
κι η κάθε ελπίδα μακρινή. Παρακαλώ
βοηθήστε μας βοηθήστε την Ελένη. Το κορμί
το εξαίσιο μαύρο αστραφτερό κορμί κοιτάξτε καίγεται.
Η ακινησία κι η τρέλα μάς χτυπούν — ένα ταξί.
Κάτω απ’ το φως η σκιά μας γίνηκε αίμα.
Εκεί
χαμένους μας αφήσανε μαζί
στους ήλιους και τους άμμους να παλεύουμε. Έτσι γίναμε
τούτη η ρυτιδωμένη στάχτη πίσω απ’ την ασήκωτη
βαριά βαμμένη προσωπίδα.

 

 

Τάκης Σινόπουλος ΑΣΜΑ VIII: Οδύσσεια

Οι εφημερίδες έγραφαν. Μα δεν μπορώ να θυμηθώ
τον πόλεμο και το θαμπό νησί
χαμένο μες στους ίσκιους του μυαλού
και του πελάγου. Είδα το φέγγος της φωτιάς όπως κατέβαινα
του πόνου μου τη σκάλα. Κέδροι πλατανιές —
εκεί έλουζε το κόκκινο κορμί. Και τότε πίσω από το μαύρο
φως του Άδη ο Γέροντας με το χρυσό ραβδί:
— Δεν έχεις κούφιο νου. Τί σέρνεσαι γύρα απ’ το θάνατο;
πολέμα με το πέλαγο με την αρμύρα. Κοίτα
ξαναγυρίζει η Ελένη αστραφτερή
σταφύλι ήχος αυλού και σμάλτο.

Οι εφημερίδες έγραφαν. Πού να σκαλίζεις τώρα.
Η μεταμέλεια κείτεται εις πολύ βάθος όμως
τη νύχτα αυτή γυρεύοντας επίμονα κάποιο κορμί φωτιά
και κρύσταλλο δεν ξαναφάνηκε
στη διψασμένη μνήμη μήτε καν εικόνα χάρτινη επιπλέοντας.
Ράχη του δελφινιού πλευρό πρασινισμένου καραβιού
οι αστερισμοί κοιτάζοντας το μαύρο και τη μοναξιά
κάτω απ’ τον ουρανό η Μεσόγειο ένα άδειο πέλαγο
σα δάσος απανθρακωμένο σα νεκρή σειρά αριθμών
και το ποτάμι νά το μες στις άκαρπες ιτιές
κανένα πλοίο εκεί σημάδι από άραγμα κανένα
κι αν σε ρωτήσουνε τί θέλεις;
πονώ ώς το κόκαλο θ’ αποκριθείς
ταμ ταμ
εδώ ανασταίνοντας τη θύμηση
μες στο μενεξελί-μαύρο νερό το τύμπανο σημαίνει.


Στο κόκκινο στιγματισμένο δέρμα φέραμε
σημάδια ότι κερδίσαμε μαλάματα μετάξι κούρσος
ολάκερο καθώς το πλοίο παράδερνε ακυβέρνητο
στο μέγα κύκλο του μεσημεριού.
Κι εγώ
φώναξα φύσαγε ο σιρόκος δυνατά φώναξα πίσω απ’ τα πανιά
κυλούσανε τα βράχια ανασαλεύοντας απ’ το βυθό τη θάλασσα
ΜΗΔΕΙΣ φώναξα δυνατά
κι εγύρισε η Ελένη ακούγοντας μες στ’ όνειρο
κι είπα θα ’ρθει η Ελένη θά ’ρθει από τους ουρανούς
κι ήμουν εκεί μισό κορμί στην κάψα του ήλιου
τ’ άλλο μισό σβησμένο από πολλά
σκοτάδια ή στοχασμούς.
Εδώ
περάσαμε και τις Ηράκλειες εποχές. Τα λάθη ερχόντανε
κοπαδιαστά ο αγέρας θρόιζε φέρνοντας μηνύματα
μιας άλλης γης. Κόκκινη η πρύμη παραμέριζε τα ρύγχη των κυμάτων
κι ο μπούσουλας γυρίζοντας πεισματικά
κι εδώ στο μέγα στόμα του γιαλού
χαζεύανε τυφλοί πολεμιστές.
Εδώ ο ξανθός Ελπήνωρ
σπασμένο κόκαλο στη έρημη μεσημεριάτικη γαλήνη
εδώ ο σφαγμένος βασιλιάς την ώρα του λουτρού
κι η Θέκλα χρόνους τώρα ερεθισμένη μουρμουρίζοντας
ένα παράξενο σκοπό κι ο
Stephen σύντροφος
του σύγχρονου Οδυσσέα
κόκαλο ποτισμένο απ’ το κρασί μες στη δροσιά της κάμαρης
κι ο Μέγας Ήλιος στρέφοντας ολοένα σε Ήλιο καίγοντας
με δύναμη ό,τι απόμενε
φθαρτό. Τί ν’ απομείνει;


Όμως εγώ που φώναξα
χαράζοντας με το μαχαίρι μου τη φλούδα του κορμιού
κι απ’ το ξερό λαρύγγι ολόγυμνη ξεκόβοντας
πνιγότανε η κραυγή στο σιωπηλόν αιθέρα: Ελένη
είπα θα ’ρθει η Ελένη θά ’ρθει από τους ουρανούς.

Στου Αλκίνοου το νησί —
πώς να σ’ αγγίξω εσένα δροσερέ κλώνε μηλιάς —
θα σε ρωτήσουνε τί θέλεις τότες
ο Βασιλέας με φύκια ώς το λαιμό και το τσιμπούκι του
καπνίζοντας ακόμα δυνατά τ’ απομεσήμερο
μετά το φονικό που βούιξαν οι Μυκήνες
τα καφενεία σφαλίσανε στοιβάξανε
πρόχειρα τις καρέκλες πανταχού παρούσα η μαντική φωνή
κάτασπροι γέροντες στις έρημες αυλές
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί φυσούσε
διαβολεμένος άνεμος παντού φέρνοντας αίμα απ’ το λουτρό
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί
κι αλλού με την Ελένη ολάκερη
στον κόσμο που καιγόταν.


Πλάγιασε τώρα κι άκου
σημαίνει δυνατά το τύμπανο πάνω από τα νερά
του ποταμιού. Μες στον αχό της μέρας που άνοιγε στίφη κλαδιών
σε δάσος πορφυρό πεύκα και δρυς κι ελάτια
πυκνά σα να ’ταν πέλαγο η φωνή
του παγωμένου κότσυφα μες στην πρωινή ασημένια καταχνιά
πιο κάτω ο ψίθυρος τον ύπνο εσάλευε. Κοιμήσου. Στο νησί —
το τύμπανο ταμ ταμ—
του Αλκίνοου εσήμαινε μες στο μενεξελί μαύρο νερό.

 

Τάκης Σινόπουλος ΑΣΜΑ IX: Σκέρτσο

Ένα ζεστό πρωί μεσ’ απ’ τους γυμνούς

κλάδους της μοναξιάς

τιου-λακ ηχώ της μοναξιάς

αιφνίδιο ανέβασμα στον αίθριο κόσμο

ανέβα ανέβα ανυψωθήκαμε

λάμνοντας πάνω απ’ τις έρημες σκιές στην είσοδο

του κόσμου ηλιοσταγόνα

τιου-λακ διαπέρασε τη μοναξιά.
Εδώ

κυρίες λουτρά μέσα στα φύλλα εικόνες λαμπερές

νομίσματα ξανθά και μαύρα εικόνες λαμπερές

τιου –λακ ηχώ της μοναξιάς

η πρώτη διάφανη αίσθηση

η πρώτη ανάμεσα σιωπής αναλαμπή

το πρώτο ανέβασμα στον κόσμο όπου η φωτιά

γυρίζει κι ερεθίζει.

 

Ήμουν εγώ κι εσείς. Κινούμενοι κι ακίνητοι

βγαίναμε τώρα από τις σκιές πιο πέρα από τις σκιές

αναμερίζοντας δειλά το φως. Ανάκρουσμα

συλλογισμού τιου-λακ η πρώτη αναλαμπή

τι τάχα

το κούφιο βάρος βάσταξα βαστάξαμε – απογύμνωση

και στέρηση κι οδύνη κι απογύμνωση

κι ο ψίθυρος στο βάθος του λουτρού

κι η νόστιμη αύρα ερέθισμα

ρυτίδωνε τον ύπνο οδύνη ερέθισμα απογύμνωση

κι οδύνη πώς να ορίσω

τούτο το σάλεμα κινούμενο όνειρο

φέγγος ονείρου μέσα στο όνειρο.

Χτυπήσαμε κι εγώ κι εσείς

πρώτος ο χτύπος για τη μοναξιά

κι αμέσως ο ήχος αποκρίθηκε απογύμνωση

και στέρηση κι οδύνη κι απογύμνωση-

τι τάχα βάσταξα τόσον καιρό

το βάρος τούτο.

Ανέβα-ανέβα ανυψωμένος

μέσα από τα σφιχτά κλαδιά που με σκεπάζουν είμαι

στον ήχο επάνω ένα κομμάτι από λησμονημένο πέλαγο

παιχνίδι του νερού στον άμμο ένα χαλίκι ράθυμο

μπορώ να θυμηθώ τη ράχη του ψαριού

μπορώ να βάλω στη σειρά

τα βράχια τη σιωπή και τ’ όνειρο τα ψάρια από το πέλαγο

μπορώ ν’ ανιστορήσω λεπτομέρειες από την έκφραση

του κόλπου που φωτίζεται.

Κυρίες λουτρά

σε πλήρη καθαρότητα σε πλήρη αξία

κι αν είμαι ένα όστρακο πεισματικά πιασμένο από τη μοναξιά

γυρίζοντας ξανά στη μοναξιά

εγώ σειρά συλλογισμών ασύνδετων πικρός

αμετανόητος άφωνος τιου-λακ

η ηχώ της μοναξιάς κυλώντας στο κενό

τιου-λακ σαν ήμουν ψάρι και ταξίδευα

μονάχος ολομόναχος ακόμα ελπίζοντας –

κυρίες λουτρά –μια ταπεινή βαθιά

παράφορη κι απέραντη συγγνώμη.

 

Τάκης Σινόπουλος ΑΣΜΑ Χ:

Έτσι είπε ο Ben.

Προχώρησε μονάχος στην πλαγιά στ’ ασημένιο φως των ελαιώνων,

Κάτω κοιμόταν το ποτάμι μαύρο – φύτεψα πολλά

ποτάμια συλλογίστηκε πικρά.

Ο αγέρας δάγκωνε

μεσ’ απ’ τα φύλλα το κορμί. Ήταν ήλιος

ακόμα κρύος τον εννοούσαμε όπως έσκυβε να χωθεί στον ουρανό.

Όταν κοιμήθηκε σ’ ολάκερη τη γη ο Ben

άναψε τη φωτιά

μια νύχτα εσύρθηκε απαλά μες στα κενά του κόσμου ο Ben

συνδαύλισε με το μακρύ του ξύλο τη φωτιά

ποτάμια φύτεψα και ξύλα συλλογίστηκε πικρά

μαυρίσανε

και πάνε.

Εδώ δεν αποκρίνεται κανείς.

 

Είπα κατέβα ποιος ν’ αποκριθεί;

Μια νύχτα εγλίστρησε απαλά μεσ’ απ’ τους αστερισμούς.

Μέσ’ απ’ τον πρώτο κόσμο εφώναξα

οδύνη η σάρκα οδύνη το μυαλό

κι η κάθε πράξη οδύνη, οδύνη η λησμονιά κι η θύμηση

χιλιάδες χρόνια πάλεψα να φέρω φως την άνοιξη πουλιά

να σταματήσει το αίμα.

 

Πάσχισα

να σου φυλάξω τ’ άνθη τούτα δροσερά έλεγα θα ’ρθεις

και πριν και τώρα και μετά

σώμα μισό του φεγγαριού τ’ άλλο μισό

πιο χαμηλά την ώρα που ανεβαίνουν τα νερά γυμνό

από μέσα πιο γυμνό

σα φλέβα ήρθε η φωτιά

βασίλεψε κι η στάχτη της φωτιάς

απίστευτα γοργή μεμιάς

εσφάλισε τον κόσμο.

Έτσι είπε ο Ben.

 

Μια νύχτα εκύλησε απαλά απ’ τη σιωπή κι εγύρισε

ξανά μες τη σιωπή.

Σημάδια από αίμα πρόσωπα όλα χάρτινα

σαλεύανε τη μνήμη χάνονταν

κι ο γέροντας στην κάμαρη μ’ ορμήνευε

τις άλλες ώρες να μετράω τα λάφυρα

κουφάρι θλιβερό να το λυπάσαι χαμογέλασε

με φρόνηση ερεθίζοντας τις νέες σειρήνες

γυμνή ξεράθηκε η φωνή του την ακούω

να δυναμώνει μεσ’ απ’ τα χαρτιά.

Πώς να σηκώσω

τη σάρκα ετούτη τώρα την οδύνη μου μες στα κενά

του πρώτου κόσμου;

Τάχα σωστά κοίταζα τη φωτιά και μίλησα

τάχα έσπειρα σωστά γνώση και γνώση γύρα μου

τάχα σωστά η ψυχή  μου γύρεψε

καταφυγή στους άλλους που την είδανε

στη χλόη τ’ ασήμι και το φως;

Στον πρώτο κόσμο

η νύχτα απαλοσφίχτηκε με τους αστερισμούς

οι εφημερίδες γύριζαν γυμνάζονταν για πόλεμο

και πλάι ο Ben με δροσερά μαλλιά

χωρίς κανένα μόλεμα στο σώμα του.

Έφτασε η Νόρα γυμνωμένη το σκοτάδι μέσα της

δε μίλησε έφυγε νωρίς με το φρέσκο φεγγάρι.

Πώς τη χτυπήσανε τα χώματα

τη νύχτα που γυρίζαμε απ’ τους τάφους κι ήτανε

χλωμή σαν άλλοτε κοιτάζοντας τον πρώτο μας νεκρό.

Κι η πρώτη εικόνα ο Ben εκεί με δροσερά μαλλιά

φύτεψα ξύλα και ποτάμια συλλογίστηκε πικρά.

Σου φύλαξα άνθη κόκκινα. Κι εφώναξα

κι ήσουν παντού όπου φώναξα θυμάμαι που ήσουνα παντού

μες τη φωνή μου μες το σάρκινό μου παραμιλητό

κι εγύριζες όπως γυρίζουνε μετά από καταστροφή τα λόγια

κι είχε η φωτιά φύλλα πολλά σαν άλλοτε σε σκέπαζαν

με μοναξιά και θάνατο.

Θυμάμαι σ’ έβλεπα

μεσ’ απ’ τις φωνές μεσ’ απ’ τα χαρτιά

πρόσωπο μες τα πρόσωπα των άπειρων ασάλευτων

γερόντων που κοιτάζανε κι ορμούσα σπάζοντας

με δύναμη κλαδιά και κρύσταλλα κι οι γέροι εκεί

τεράστιοι με κοιτάζανε

κι εκείνος ο ακριανός πολύν καιρό τον άκουγα ασπρομάλλης μίλησε

τραβήξου να μαζέψω τα παλιά μου κόκαλα.

Στο γύρισμα του κύκλου κάτω από το φως

τραβήχθηκα.

Μα το αίμα εγώ το γύρεψα

το ξέρω μόνο εγώ.

Από τα πριν

σε πρόσμενα είπε ο Ben

κι εχάθηκε στα φύλλα του ελαιώνα. 

 

 

Τάκης Σινόπουλος Άσμα XI

Μιλούσαμε για σένα Φίλιππε. Μοιράσαμε
την έγνοια ανάμεσα σε πρόσωπα που γύριζαν ελπίζοντας
μιαν έξοδο — κινήματα ασταμάτητα σε απατηλές εικόνες.
Και την ψυχή τη χάσαμε γυρεύοντας μονάχα την αλήθεια
στον κόσμο αυτό της ταραχής.
Η Ελένη εστράφηκε
κατά τη θάλασσα περνώντας απ’ τη μνήμη μια παραίσθηση
μια οδύνη σ’ ένα σκυθρωπό χώρο σχημάτων.
Πίσω απ’ το φαγωμένο φράχτη ανάσαινε ανηφορικό
το κύμα σιγανό σύμβολο του παντοτινού.
Νά η θάλασσα γυμνή θρησκεία επάνω η στέγη
το καλοκαίρι ακόμα φρέσκο το κρατούσαμε
στον ήλιο ενάργεια εναλλαγή και λάμψη.
Η Ελένη
σώμα σιωπής κλεισμένο νόμισμα σπηλιά όπου κατεβαίνεις
ολοένα στα τυφλά — τόσοι πολεμιστές
βουλήθηκαν να το κουρσέψουνε σε πολιτείες κινδύνων.
Θέλω να ειπώ την ώρα του χορού. Μαλλιά κάτω απ’ το φως
πυρακτωμένα μαύρα εχόρευε με στοχασμό γυρίζοντας αργά
στο νόημα του ρυθμού.
Πόσο ήταν κόκκινη από τη γυμνότητα
πόσο βαθιά παντοτινή το μέγιστο γυρεύοντας. Ω Ελένη
Ελένη φύγε από το φως φώναξε ο Φίλιππος στο σύνορο
που σπάζουν την ψυχή τα λόγια ω διψασμένη της φωτιάς.
Η οργή αντιλάμπισε τον παραλογισμό στην κόρα του ματιού.
Τάχα σε ποιές ημέρες βρίσκεται η καταγωγή τούτου του πόνου
εκεί που ακινητούνε τα όνειρα και μοιάζουν γεγονότα.
Θυμήσου Ελένη ο λόφος με τα μήλα ανέβαινε από εδώ
και τότες ήταν ήλιος αφανίστηκε
ήτανε τότες ήλιος ο καλύτερος ξανάπε σιγανά
πιο απέραντος ο τόπος τα θηράματα
σα φώτα σιωπηλά στον ύπνο. Μα πώς να κερδίσουμε
το παρελθόν που υπήρξε αφού το σήμερα αγωνίζεται
κι αυτό να υπάρξει με σπασμένους άγκωνες δεν ξέρουμε αν
υπάρχει φέρνοντας μιαν υπερήφανη άνθιση ασυλλόγιστης
οργής στο καλοκαίρι τούτο που είναι αφάνταστα
πικρό. Δυο φουντωτές
συκιές στο βάθος τα κλαδιά κι η σκόνη ράγιζαν το φως.
Η Ελένη εμπρός στη θάλασσα θέλω να ζήσω συλλογίστηκε
με δύναμη. Μα εσείς ανάμεσα στην πυρκαγιά και την κραυγή
κρατήστε με να μη βουλιάξω με την αίσθηση
τούτης της μοναξιάς.
Ποιος φώναξε
θα φύγουμε όλοι αργά για το λουτρό καθένας με σχήμα του
κλείνοντας έναν κόσμο ολάκερο παραφοράς κι οδύνης
σαν έρθει από το λόφο νέο φεγγάρι. Κι όταν φύγουμε
του μάρτυρα το λόγο ποιός θ’ ακούσει;
Εκύλησε η φωνή
σβήνοντας χαμηλά. Κύκλοι σιωπής. Το καλοκαίρι ζωντανό
τα χόρτα ακόμη ζωντανά στ’ αντίφεγγο του φεγγαριού.
Ήρθε το νέο φεγγάρι βλέφαρο
χρυσό και μαύρο. Υπάρχουν
πέρα από μας ίσως μες στην ακινησία του χρόνου
μέρες πιο φωτεινές. Τότε θα σηκωθούν
για να γυρέψουν δίκιο και συχώρεση όλα που γεννήθηκαν
στον πόνο και τον παραλογισμό. Και συ θα ’σαι το ανάκρουσμα
της μέλλουσας επιστροφής.
Το ξέρω ναι ψιθύρισε
η Ελένη μπαίνοντας πικρή στη θάλασσα. Η φωτιά
και το χαμόγελο θα με γεννήσουν πάλι. Πέρα από τη φωνή
δεν άκουγε ούτε την οδύνη της. Και τότε
θα ’ναι όμορφα τα βράδια με το ροζ τραπεζομάντιλο
κι ο Φίλιππος —μιλούσαμε για σένα Φίλιππε—
πυροβολώντας άσκοπα πίσω από τις συκιές
θα ’ρχόταν ύστερα κουμπώνοντας το λερωμένο αμπέχονο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ