Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΙΑ ΝΑ ΚΟΙΤΑΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΦΟΒΕΡΟ ΝΑ ΣΕ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΑΥΤΗ ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΠΑΡΑΘΥΡΙΟΥ:

 

Ο Θάνατος προέρχεται από το θάνατο των άλλων…

Κι άλλος θάνατος από το θάνατο των άλλων δεν υπάρχει…

Φέρνω στο νου όλα εκείνα  και που άναβες τα φώτα και που κρατιόσουν άγρυπνος μη πεθάνεις πάνω στο όνειρο

που είναι η φαντασία του θανάτου και δείχνει  όπως βέβαια κι ο θάνατος

δείχνει  πόσο ανυποψίαστοι είμαστε κι έρμαια. 

Δάγκωνε κι έκοβε κομμάτια από τον αέρα ανώφελα

κι οι αγριεμένες καρωτίδες και το παραβάν.

Σ’ αφάνιζε εκείνο το θέαμα θανάτου

και το πέθανε που φώναζες δεν ήταν αναγγελία ή να το συνειδητοποιήσεις.

Προσταχτική κι ανυπομονησία από τον πιο ατομικό φόβο.

Απ’ αυτόν τον σκότωσες.

 Ο συλλογισμός είναι καθαρός σαν μικρή συλλαβιστή φράση με τον συλλογισμό.

Για να τελειώσεις τον φόβο ήρθες στον φόβο.

Για να τελειώσεις τον θάνατο έκανες θάνατο.

Τι κοροϊδία για τη γλώσσα…

που έχει έναν πρωτοφανή τρόπο να αντιμετωπίζει τα γεγονότα

 λες και περίμενε τα γεγονότα αυτά ακριβώς

και σα να τα είχε ζήσει τα ίδια γεγονότα σε άλλο χρόνο περασμένο

 και είχε πια ξεθυμάνει η εντύπωση!...

[κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ πρώτη έκδοση 1964]

 


ΕΧΕΙ ΕΝΑΝ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ ΤΡΟΠΟ Ν’ ΑΝΤΙΠΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΛΕΣ ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΚΑΤΕΞΑΙΡΕΣΗ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ (αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά 1964)

Το μικρό σπίτι της μουριάς είναι ένα δωμάτιο χτισμένο μέσα στον κήπο κι από πάνω έχει μια στέρνα. Η επίπλωσή του είναι ένα σιδερένιο κρεβάτι και μια μεγάλη ντουλάπα με καθρέφτη κι έχει και μια ψάθινη κούνια μωρού και κάσες με ποτά. Ο συγγενής του που τον φιλοξενεί και του παραχώρησε αυτό το σπιτάκι και του ’δωσε να κρεμάσει στον τοίχο για ομορφιά ένα αντίγραφο Τισσιανό και μια χαλκογραφία. Τη νύχτα έμεινε άγρυπνος κάποιοι περπατούν στον κήπο αργά και προσεκτικά. Η κούνια μήπως κρύβεται κανένας κουλουριασμένος και μια παράξενη ακουστική έφερνε μέσα στο δωμάτιο τις αναπνοές των ξένων. Μια γρίλια στο παράθυρο ήταν σπασμένη κι έβλεπε το ολονύχτιο σάλεμα του κήπου και την σκέπαζε μ’ ένα ρούχο. Είναι ομορφιά να κοιτάς τη νύχτα και να σε κοιτάζει αυτή από μια τρύπα παραθυριού λέει στον συγγενή του χαριτολογώντας και προσπαθώντας οικειότητα κι όμως φοβόταν με τον ακίνητο παιδικό φόβο. Αντιλήφθηκε πως κάποιος έκαμνε σχέδια να τον τρομάξουν κι υποπτευόταν τον συγγενή του που ήταν άνθρωπος σιωπηλός κι απλησίαστος και δεν υπήρχε άλλος στο σπίτι. Το φως κοβόταν ξαφνικά κι άλλες φορές κάποιος έδινε στο παράθυρο κι άνοιγε διάπλατα κι άλλα χονδροειδή φερσίματα. Ο συγγενής του είχε μια ζοφερή ασάφεια στην συμπεριφορά του κι η ματιά του. Κοίταζε τον άλλον κατάματα κι δεν έπαιρνε το βλέμμα του μέχρι ο άλλος να φύγει. Δεν μιλούσε και δεν μόρφαζε με κανέναν ιδιαίτερο τρόπο και μόνο κοίταζε. Διάλεγε τα μικρά παιδιά στον δρόμο και στο λεωφορείο. Στριφογύριζαν στην αγκαλιά της μάνας τους και τύχαινε να τον δουν στο από πίσω κάθισμα κι απόμεναν να τον κοιτάζουν με μισάνοιχτο στόμα κι ενώ πριν ξεσήκωναν τον κόσμο με τη φασαρία τους τώρα τον κοίταζαν ακίνητα και σκοτωμένα. Κι όλο τον κόσμο έτσι τον κοίταζε κι όχι βέβαια σε περιστάσεις συνδιαλλαγής ή κοινής συνομιλίας και φαίνεται απίστευτο να βρέθηκε ποτέ.  Σε τυχαίες διασταυρώσεις βλεμμάτων στο θέατρο και στις αφετηρίες των αυτοκινήτων κι ο άλλος αναγκαζόταν να τον ξανακοιτάξει κι από κείνη την πρώτη στιγμή δεν μπορούσε πια να ξεφύγει και χωρίς να τολμά να σκεφτεί πως είναι κανένας τρελός ή να γελάσει και ξαναγύριζε να δει αν συνέχιζε να τον κοιτάζει κι αγωνιώντας.

 

ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΑΠΛΟ ΒΛΕΜΜΑ ΟΛΟΪΣΙΟ ΚΑΙ ΠΥΡΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΤΑΣΗ ΤΟΥ Ο ΑΛΛΟΣ ΤΗΝ ΕΠΑΙΡΝΕ ΓΙΑ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ…

Από έναν άγνωστο του πλήθους που απευθυνόταν αποκλειστικά σ’ αυτόν και ξεχωριστά απ’ όλους τους άλλους κι ήταν τυχαίο θύμα μιας άγνωστης κακίας και δικαιοσύνης.  Ο συγγενής του έχει έναν πρωτοφανή τρόπο να αντιμετωπίζει τα γεγονότα. Λες και περίμενε τα γεγονότα αυτά ακριβώς ώστε να μην εκπλήσσεται και σα να τα είχε ζήσει τα ίδια τα γεγονότα σε άλλο χρόνο περασμένο κι είχε πια ξεθυμάνει η εντύπωση λες και γι’ αυτόν κατεξαίρεση ο χρόνος προηγείται ή μια αντίληψη που έφτανε τη μαντική και μια αστραπιαία αφομοίωση που η ταχύτητά της έπνιγε την εντύπωση και το αίσθημα. Όχι απέχθεια αφού διέκρινες έναν χλωμό συναισθηματισμό που ήταν ανυπόκριτος κι αυτός που έπρεπε να είναι. Οι εκδηλώσεις του έδιναν την εντύπωση του παρωχημένου  Γυρνούσαν μαζί στο σπίτι και περπατάν στον εξοχικό δρόμο και πίσω τους μακριά σταματά το λεωφορείο της γραμμής και γυρνάει και λέει γιατί σταμάτησε δεν είναι εκεί στάση κι ο συγγενής του δεν γύρισε. Φώναζαν από το λεωφορείο και κατέβηκαν οι επιβάτες. Οι σκιές τους σκέπασαν τα φώτα του λεωφορείου και χύθηκαν στο δρόμο και μια γυναίκα μουγκρίζει σαν ζώο που το σφάζουν. Σταματά με πληγωμένη ψυχή κι ο συγγενής του λέει την καημένη. Είπε σιγά χωρίς ν’ ανακόψει το βήμα με συγκίνηση μακρινή και κατάλοιπο μιας παλιάς συγκίνησης  σωστής και σα να ήξερε γιατί μούγκριζε η γυναίκα κι ήξερε πως δεν έχει σωτηρία πια και σα να το έβρισκε φυσικό να φωνάζει κάποιος άσχετα ποιος ο πόνος κι αυτό που έχει σημασία είναι ένας που βασανίζεται κι η αιτία είναι πάντα φυσική κι αναπότρεπτη και πάντα η ίδια και γνωστή.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, εκδόσεις Κέδρος 1964]

 

ΜΟΙΡΟΛΑΤΡΙΑ ΚΙ ΗΜΕΡΩΜΕΝΗ Η ΑΚΡΙΒΗ ΠΕΙΡΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΔΙΔΑΞΕ (αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά 1964)

Ήρθε κάποιος κι αυτός ρωτάει και μαθαίνει πως το λεωφορείο χτύπησε μια γυναίκα και της έκοψε τα δυο πόδια και τα γόνατα. Τη νύχτα ξυπνάει από ένα χτύπημα μέσα στη ντουλάπα. Βγαίνει έξω. Ανάβει τα φώτα του κήπου. Ξαναγυρνά με προφύλαξη κι ανοίγει την ντουλάπα. Ήταν κλεισμένη μια κότα και ψυχορραγούσε με κομμένα πόδια από την κλείδωση. Ο συγγενής του χάθηκε από το σπίτι κι ο φόβος του μεγάλωσε από νύχτα σε νύχτα. Άκουσε να τον φωνάζουν από το μεγάλο σπίτι. Απόγευμα και σιωπή και τον φώναζαν στο όνομά του σαν από μεγάφωνο. Προχωρεί με δισταγμό και κοίταζε γύρω μπαίνει στο σπίτι. Πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο, Το σπίτι άδειο κι έτρεξε και κλείστηκε στο σπίτι της μουριάς. Τη νύχτα ένας περπατά στον κήπο. Βγαίνει και φωνάζει πού είσαι; κι άνοιξε όλα τα φώτα κι έψαχνε στον κήπο.  Απόκαμε και στέκεται γυμνός μέσα στην τρομαχτική φαντασμαγορία του φωτισμένου κήπου. Ξαφνικά σηκώνει το κεφάλι. Τον βλέπει πάνω στην στέγη του σπιτιού της μουριάς και καθόταν στο πεζούλι της στέρνας.  Το πρόσωπό του φορτωμένο πούδρα κάτασπρο και βαμμένα πελώρια μάτια και τον κοίταζε από ψηλά κι ύστερα εξαφανίστηκε. Μονολογεί κι ανεβαίνει στην στέρνα από τη σιδερένια σκαλίτσα και δεν τον βρίσκει. Ξαναρχινά το ψάξιμο και μπαίνει στο κυρίως σπίτι. Τον ανακαλύπτει τη στιγμή που κρυβόταν πίσω από μια ψηλή καρέκλα της τραπεζαρίας. Ο συγγενής του είναι χολωμένος που τον πέτυχε σ’ αυτή την γελοία θέση και δεν πρόλαβε να κρυφτεί. Του πιάνει τα χέρια και δεν τον κοιτάζει και λέει σε βρήκα τρόμαξα. Ο συγγενής του παρά τον εξευτελισμό τον βλέπει με έκπληξη κι εκείνος λέει και του σφίγγει τα χέρια και λέει με τρομάζεις είπε για να δικαιολογηθεί κι όχι με παράπονο.  Αποφεύγει να δει το βαμμένο πρόσωπο. Ο συγγενής του ρωτά έρχεσαι σε μένα. Πού σε τρομάζω; Που αλλού όταν είσαι με άλλον όταν φοβάσαι πρέπει να είσαι με κάποιον άλλο και περνάει ο φόβος δεν είναι;  έψαχνα να σε βρω έψαχνα. Τώρα δεν με φοβάσαι; ρωτάει ο συγγενής του. Αφού είμαστε μαζί απαντάει αυτός. Ο συγγενής του φωνάζει εγώ - εγώ. Ο γιατρός λέει ήρθε  σε σας που τον τρομάζετε για να τον δείτε και να πάψετε και με την υποκριτική του εμπιστοσύνη αποσκοπεί στο να σας αφοπλίσει. Η νοσοκόμα φωνάζει εγώ-εγώ. Πέστε τον ρωτάει ο γιατρός κι υψώνει την φωνή τι περιμένετε από μας; με σαφήνεια απαντήστε. Από μας. Ο λόγος λέει ο γιατρός να εξακριβώσει γιατί εκείνο που βασανίζει είναι η ιδέα και να γιατί ο θάνατος προέρχεται από το θάνατον των άλλων κι άλλος θάνατος εκτός από τον θάνατο των άλλων δεν υπάρχει. Ήρθε σε σας λέει η νοσοκόμα για να τον λυπηθείτε και με υποκριτική εμπιστοσύνη. Πέστε τον ρωτάει ο γιατρός τι περιμένετε από μας; με σαφήνεια απαντήστε. Από μας. Όχι δεν μπορείτε με σαφήνεια. Ήρθε σα σας λέει η νοσοκόμα για να εξακριβώσει και θα μας πείτε λέει ο γιατρός κι ύστερα θα μας πείτε με περιφρόνηση ανυποψίαστους και θα είστε κατά βάθος ευχαριστημένος που είμαστε ανυποψίαστοι. Όμως δεν είμαστε και ξέρουμε.

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ…

... λέει η νοσοκόμα τι περιμένετε από μας; με σαφήνεια. Πέστε τον ρωτά ο γιατρός τι περιμένετε από μας σωπάστε φωνάζει ο συγγενής με σαφήνεια απαντήστε λέει ο γιατρός. Όμως εμείς ξέρουμε λέει η νοσοκόμα. Μας δώσατε λέει ο γιατρός σωπάστε φωνάζει ο συγγενής μεγαλύτερη σημασία λέει ο γιατρός απ’ όση μας πρέπει. Όχι με σαφήνεια δεν μπορείτε λέει η νοσοκόμα. Σωπάστε. Κι αυτό φανερώνει λέει ο γιατρός πως θεωρείτε τον εαυτό σας καταδικασμένο. Κι αυτό θεωρείτε εγώ που τρομάζω τους ανθρώπους κι ανταποδίδω. Φέρνω στο νου όλα εκείνα και που άναβες τα φώτα και που κρατιόσουν άγρυπνος μη πεθάνεις πάνω στο όνειρο που είναι η φαντασία του θανάτου και δείχνει όπως βέβαια κι ο θάνατος δείχνει  πόσο ανυποψίαστοι είμαστε κι έρμαια.  Δάγκωνε κι έκοβε κομμάτια από τον αέρα ανώφελα κι οι αγριεμένες καρωτίδες και το παραβάν. Σ’ αφάνιζε εκείνο το θέαμα θανάτου και το πέθανε που φώναζες δεν ήταν αναγγελία ή να το συνειδητοποιήσεις. Προσταχτική κι ανυπομονησία από τον πιο ατομικό φόβο. Απ’ αυτόν τον σκότωσες. Ο συλλογισμός είναι καθαρός σαν μικρή συλλαβιστή φράση με τον συλλογισμό. Για να τελειώσεις τον φόβο ήρθες στον φόβο. Για να τελειώσεις τον θάνατο έκανες θάνατο. Τι κοροϊδία για τη γλώσσα.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, εκδόσεις Κέδρος 1964]

 

ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΥ ΚΛΕΙΝΕΙ ΑΡΓΑ ΣΑΝ ΜΟΙΡΑ ΠΟΥ ΕΚΛΠΗΡΩΝΕΤΑΙ (αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά 1964)

Η Φανή όταν του μιλά κοιτάζει πάντα δίπλα του κι όχι κατά πρόσωπο και τον παρακολουθεί με την άκρη του ματιού. Ποτέ κατάματα και χαμογελάει τον αντιπαθεί. Η Φανή λέει δραματοποίηση πενιχρών συγκινήσεων. Το γράμμα φωνάζει αυτός στο φίλο του της έδωσες να διαβάσει το γράμμα μου. Η Φανή βγαίνει από το δωμάτιο. Η Φανή βάζει κάθε τόσο το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας και λέει φράσεις από το γράμμα. Η Φανή μπαίνει και λέει κάποιος με ρώτησε τι είδους φίλοι είναι αυτοί οι δύο που δεν τους είδα ποτέ να κάνουν μια φιλική χειρονομία ένα χτύπημα στην πλάτη κι ένα πιάσιμο χεριού. Λέει και κοιτάζει με χαμόγελο τη βιβλιοθήκη. Ο φίλος του λέει με κατήγγειλαν. Η Φανή έπαψε να χαμογελάει κι ο φίλος του μετάνιωσε που το είπε μ’ αυτόν τον απότομο τρόπο… Σκέφτεται τώρα θα νομίσει πως τον υποπτεύομαι. Αυτός φωνάζει τι; Φώναξε τι σχεδόν άγρια και τους κοιτάζει. Ύστερα λέει εγώ σας κατήγγειλα. Ο γιατρός λέει το περίμενα. Η Φανή φωνάζει το είχα πει. Ο φίλος του λέει δεν με κατήγγειλε αυτός. Η νοσοκόμα λέει αυτός-αυτός. Ο γιατρός λέει όχι δεν σας κατήγγειλε. Η Φανή λέει προηγουμένως είπατε το περίμενα. Περίμενα όχι πως κατήγγειλε αλλά πως θα έλεγε πως κατήγγειλε κι ύστερα από κείνο το τι που φώναξε ήξερα κιόλας πως ο επόμενος λόγος του θα ήταν εγώ σε κατήγγειλα και σα να ήμουν εγώ ο ίδιος το ήξερα και κατάλαβε αμέσως μετά το τι πως η έκπληξή του θα σας φάνηκε υπερβολική κι είναι και η επιφυλακτικότητά σας που τον στενοχωρεί κι η αμηχανία κι αντιπάθεια που του δείξατε μετά το γράμμα και συνετέλεσε και το ύφος που είχαμε εμείς εκείνη τη στιγμή. Δεν θα σας πείσω σκέφτεται και λέει εγώ σε κατήγγειλα. Αυτό περίμενα λέει η νοσοκόμα το απαύδισμα. 

 

ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΠΕΝΙΧΡΩΝ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΩΝ:

Η Φανή φωνάζει αυτός-αυτός. Ο φίλος του λέει δεν με κατήγγειλε. Η νοσοκόμα λέει δεν σας κατήγγειλε αλλά ύστερα από κείνο το τι που φώναξε κατάλαβε πως ήταν πια αργά και σκέφτηκε δεν θα τους πείσω και λέει εγώ σε κατήγγειλα από απαύδισμα. Ο γιατρός λέει φυσικά δεν σας κατήγγειλε. Η Φανή λέει προηγουμένως είπατε το περίμενα. Εννοούσα αυτό το εγώ σε κατήγγειλα κι έχει ένα αίσθημα ενοχής κι έτοιμος να φορτωθεί και το πιο απίστευτο φταίξιμο και το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο αν προ ολίγου αντί να μιλήσετε για καταγγελία αν κάμνατε νύξη για θάνατο. Ένα είδος Χριστού λέει η Νοσοκόμα. Ξαφνικά να τον ρωτούσατε λέει ο γιατρός και απροειδοποίητα να τον ρωτούσατε πώς πέθανε. Και να τον κοιτάζετε όχι με κοινό συλλυπητήριο ύφος αλλά κάπως εξεταστικά. Να τον ρωτούσατε σαν όχι από συμπάθεια κι ενδιαφέρον αλλά με απορία  και τέλος πάντων να είχατε παράξενο ύφος και όχι ό,τι συνηθίζεται στην περίσταση. Ακόμα και με ειρωνεία ή χαρούμενα ή κι απλώς με δυνατή φωνή κι οπωσδήποτε αφύσικα. Η Φανή τεντώνεται όρθια και φωνάζει πώς πέθανε. Η Φανή κοιτάζει γύρω μη την ακούει κανείς άλλος και ψιθυρίζει πως πέθανε. Η Φανή ρωτάει με τρυφερότητα πώς πέθανε. Ο φίλος του την τραβά και την κλείνει απέξω κι έρχεται και του φέρνει μια μικρή ταναγραία. Η Φανή ανοίγει την πόρτα και πίσω της φαίνονται μερικοί άνθρωποι που προσπαθούν να δουν μέσα στο δωμάτιο. Είναι άνθρωποι του σπιτιού καθώς φαίνεται από το πώς είναι ντυμένοι. Μια γυναίκα κι ένας άνδρας και μια γυναίκα και οι άλλοι δεν ξεχωρίζουν καλά και μόνο τα δάχτυλά τους ανάμεσα στα κεφάλια των μπροστινών που προσπαθούν να κάνουν άνοιγμα να δουν. Να λέει η Φανή και τον δείχνει. Εκείνοι τον βλέπουν με περιέργεια αν και με κάποια συστολή και γυρνάν και χαμογελούν στη Φανή.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, εκδόσεις Κέδρος 1964]

 

ΕΙΝΑΙ Ο ΒΟΜΒΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΙ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΧΝΗ ΚΙ ΥΠΟΚΩΦΗ ΛΟΓΙΚΗ (αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά)

Ο ΒΟΜΒΟΣ. Το σπίτι είχε μια μεγάλη κόκκινη βεράντα στρωμένη με σπασμένες πέτρες και πολυθρόνες από άσπρο σίδερο. Ο κήπος είχε μπουκαμβίλιες και γιασεμί λεμονιές πορτοκαλιές. Το μοτέρ του πηγαδιού δουλεύει όλη τη μέρα. Ήρθαν το βράδυ η Άννα και η Αδελφή της. Κάθονται στη βεράντα κι από την ανοιχτή πόρτα ακουγόταν μουσική. Η Άννα τον κοιτάζει τρυφερά και μελαγχολικά κι αυτός μπαινοβγαίνει στο σπίτι τρέχοντας και φέρνει γλυκά και ποτά και γελάει με το παραμικρό. Σαν παιδί λέει η νοσοκόμα και χαμογελάει μητρικά κάνει σαν παιδί. Θέλω για την εκδρομή αρχίζει αυτός. Η νοσοκόμα λέει περιπαιχτικά υπονοούμενα για το δεσμό του με την Άννα. Θα έρθουν κι άλλοι πολλοί αρχίζει αυτός. Να μιλήσουμε για μουσική φωνάζει η νοσοκόμα. Μιλάν για τη μουσική εξομολογητικά κι επίσημα. Είναι ο βόμβος της ψυχής κι έχουν την ίδια αχνή κι υπόκωφη λογική πυκνά κι αραιά στοιχεία άνισης κατανομής σαν την πραγματικότητα. Άνισης κατανομής λέει ο νεκροθάφτης και γελάει. Το κονσέρτο γκρόσο του Τζεμινιάνι λέει η νοσοκόμα με συγκλονίζει. Μου υποσχέθηκαν πολλοί φωνάζει αυτός όμως εκείνοι μιλά και δεν τον ακούν και γυρνάει και λέει στην Άννα εγγυητικά και με πεποίθηση μου υποσχέθηκαν πολλοί. Στο χείλος του κάθε μέρους γνωρίζει κιόλας το επόμενο που θα έρθει κι απ’ αυτή την απανωτή και μυστική επαλήθευση προκαλείται η συγκίνηση πριν από το λόγο και πριν από το σχήμα ο μουσικός χαρακτήρας της μουσικής και της πραγματικότητας. Η Άννα έδειξε πως την στενοχωρούσε η δυνατή μουσική που έβγαινε από το σπίτι έγειρε το κεφάλι. Όπως θα έλεγε ένας χιουμορίστας δεν καταλαβαίνω τη σχέση έχει με την Αμερική κι αυτό το φινάλε είναι ας το πω γενικό. Πολύ γενικό κι αφάνταστα γενικό φωνάζει η νοσοκόμα. Σαν μια πανύψηλη σιδερένια πόρτα λέει ο εργολάβος. Ναι λέει ο γιατρός μια πόρτα μεγάλη που κλείνει αργά σαν μοίρα που εκπληρώνεται. Θαρρώ ως το βλέπω λέει ρεμβαστικά η νοσοκόμα τα δυο φύλλα της πόρτας κλείνουν αργά κι η πλατεία μπροστά μένει τελείως έρημη κι εσύ στα σκαλιά της πόρτας λυγίζεις να πέσεις πληγωμένος κι εκστατικός εσείς πάτερ δεν μιλάτε. Να φύγετε λέει ξαφνικά η Άννα στο γιατρό σας διώχνω. Να μιλήσουμε για την εκδρομή λέει ο παπάς. Ο γιατρός λέει η μουσική είναι ατέλειωτη κι η νοσοκόμα λέει μπορώ να μιλώ και να ακούω για τη μουσική ώρες και μέχρι το πρωί. Να συμφωνήσουμε λέει ο γιατρός πως θα αρχίσουμε περί εκδρομής όταν κάποιος από μας ξεστομίσει μια λέξη που θα ορίσουμε από τώρα κι αυτή η λέξη θα είναι το σύνθημα να αλλάξουμε θέμα και να πούμε για την εκδρομή κι έτσι γίνεται διασκεδαστικό και το αφήνουμε στην τύχη αφού μας αρέσει όλους η μουσική. Μη περιμένετε λέει η νοσοκόμα να την ακούσετε από μένα αυτή τη λέξη. Ναρκοπέδιο λέει ο νεκροθάφτης. Χαμηλώστε τη μουσική  λέει η Άννα και βάζει το χέρι στα μάτια σα να κοιτάζει τον ήλιο. Όχι λέει ο γιατρός όχι τέτοιες λέξεις κι αντίθετα η λέξη να μην είναι δύσκολη κι όσο συχνότερα κινδυνεύουμε να την πούμε τόσο πιο ενδιαφέρον και μια μικρή αγωνία. Αισθητή λέει ο γιατρός αυτή τη λέξη προτείνω αισθητή.

 

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ…

… λέει η νοσοκόμα. Μιλάν με μεγάλες διακοπές. Η αδελφή της Άννας είναι μια άσχημη μεγαλοκοπέλα. Η ομορφιά της Άννας με το χλωμό μέτωπο τα γαλάζια κλαδάκια των φλεβών στους κροτάφους και τα χαμογελαστά μήλα τα καθαρά μάτια το στρογγυλό πρόσωπο με την πολύτιμη ειλικρίνεια. Η αδελφή της Άννας ήταν πριν από λίγο καιρό σε νευρολογική κλινική κι είχε πάθει κάτι που το είπαν παράκρουση. Πριν ζούσε σ’ ένα χτήμα με βαμβάκια ζούσε μονάχη και το δούλευε αμίλητη και βασανισμένη γυναίκα. Έγινε μια φασαρία με το χτήμα τουρκική ιδιοκτησία κι απαλλοτρίωση του κτήματος και δικαστήρια. Μπερδεμένη υπόθεση και το χτήμα ήταν η μοναδική ιστορία της ζωής της κι είχε αρπαχτεί απ’ αυτό το προστάτευε και το βύζαινε. Είχαν κι άλλο πόρο ζωής τώρα αλλά δεν εγκατέλειπε το χτήμα και γι’ αυτό την τράνταζε αυτή η ιστορία κι έπαθε κρίση.  Πηγαίνουν στο χτήμα και το βρίσκουν έρημο και το σπίτι κλειδωμένο. Την φωνάζουν από δω από κει πουθενά. Έφυγε; Πού πήγε; οι άνθρωποι που την βοηθούσαν διωγμένοι κι άφαντοι. Γύρισαν όλο το χτήμα και την φώναζαν και σπάζουν την πόρτα και μπαίνουν στο σπίτι. Την βρίσκουν μέσα σ’ ένα ντουλάπι και ψέλλιζε με γουρλωμένα μάτια. Τρεις μέρες είχε να φάει και να κοιμηθεί. Ήρθε ένας με μια τσάντα και κάτι χαρτιά. Όλο γελούσε και τον έδιωξε κι εκείνος πάει απ’ το παράθυρο απέξω και κοίταζε μέσα και γελούσε και κουνούσε το κεφάλι πάνω κάτω κι άνοιγε το στόμα δεν άκουγε τι έλεγε σαν κεφάλι ψαριού κι ανοιγόκλεινε το στόμα κι όλη τη νύχτα έξω από το παράθυρο τσαλάκωνε τα χαρτιά χρατς χρατς χρατς και κουνούσε το κεφάλι και γελούσε μέσα στο φεγγαρόφωτο και τα χαρτιά έτριζαν όλη νύχτα και φύτρωσε πίσω από το αυτί της ένα δάχτυλο μακρύ με μαλακιά άκρη δίχως νύχι και γαργάλευε το σβέρκο.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, εκδόσεις Κέδρος 1964]

 

ΕΚΑΝΕ ΚΑΙΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΚΙ ΕΙΠΑΝ ΠΩΣ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΚΑΛΑ (αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά 1964)

Μόνο που ήταν πάντα σαν αφηρημένη κι είπαν πως είναι από την υπνοθεραπεία και σε λίγο καιρό θα  συνέλθει ολωσδιόλου κι η Άννα από τότε ποτέ δεν την άφηνε από κοντά της και την έπαιρνε μαζί της όπου πήγαινε και την φρόντιζε σαν μωρό. Ακούστηκε η καγκελόπορτα κι όλοι σώπασαν. Ήταν ο συγγενής του που ήταν δικό του το σπίτι και τον φιλοξενούσε. Έλειπε σε ταξίδι και δεν τον περίμενε απόψε και δεν είχαν μεταξύ τους καμιά οικειότητα κι όταν τον είδε να έρχεται ταράχθηκε μήπως φερθεί με αγένεια αφού δεν τους γνώριζε και μπορεί να έβρισκε άπρεπη την πρόσκληση άγνωστων ανθρώπων στο σπίτι του. Ο συγγενής του φαινόταν δύσθυμος ίσως από την κούραση κι όταν τους είδε έδειξε έκπληξη κι αυτός την πήρε για ενόχληση και μεγαλώνει η ανησυχία του. Τους παρουσιάζει χάνοντας τα λόγια του κι ο συγγενής του μπήκε αμέσως μέσα και τον άκουσαν να λέει ετοιμάστε το μπάνιο κι ύστερα κάτι φώναζε στο τέλος άκουσαν να λέει. Σηκώνεται βιαστικά και μπαίνει μέσα να κλείσει τη μουσική και γυρνάει αμήχανος. Πρόσεχε να ακούσει τι γίνεται μέσα στο σπίτι. Οι πόρτες ανοιγόκλειναν. Κατέβαινε ένα αεροπλάνο και το είδαν χαμηλά να αναβοσβήνει τα κόκκινα φώτα του και χάθηκε μέσα στα δένδρα του κήπου γιατί το σπίτι ήταν πολύ κοντά στο αεροδρόμιο. Αυτός ο βόμβος. Συνηθισμένος ήχος σ’ αυτό το σπίτι. Τρομαχτικός θρυμματιζόταν ο ουρανός κι έπεσε κεραυνός στο σπίτι μισόκλεισαν τα μάτια και σκύβουν το κεφάλι ν’ αποφύγουν το λεπίδι του κόσμου. Η Άννα σηκώνεται όρθια και φωνάζει δάκρυα τρέχουν στο πρόσωπό της και τον κοιτάζει και φώναξε τον σκότωσες

 

Η ΠΙΣΤΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΧΤΟ ΜΟΥ ΚΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ:

.. Πριν λέει ο παπάς είπατε για την πίστη μου. Η πίστη μου είναι το ένστιχτό μου κι η ζωή μου. Όμως μου έρχονται μερικές σκέψεις κι ακριβώς μου έρχονται. Μη φανταστείτε πως η διάνοιά μου αντιμάχεται το ένστιχτό μου και δεν υπάρχει καμιά διανοητική επιφύλαξη και σας βεβαιώνω η πίστη μου είναι γερή και δεν φοβάται κανέναν και την λογική κι έρχονται μερικές σκέψεις ολωσδιόλου ανεξάρτητες και στιγμιαία όνειρα του λογικού κι αυτό δείχνει ελευθερία πάλι αποδείχνει την πίστη μου και δεν έχει η πίστη καμιά σχέση μ' αυτές τις σκέψεις και δεν την μειώνουν ούτε κατ' ελάχιστο κι άλλωστε δείχνουν άγνοια της στοιχειώδους χριστιανικής δογματικής ανεπίτρεπτη σε μένα. Λες και τις κάνει ένας άλλος κι έρχεται και μου τις λέει. Μου τις λέει με την βεβαιότητα πως σκέφθηκε κάτι το σημαντικό και ταραγμένος από την εμπνευσμένη αποκάλυψη. Όμως εγώ τις ακούω αδιάφορα και το πολύ να εκτιμήσω κάποιαν ασυνήθιστη παρουσίαση και φαντασία. Αυτό που σας είπα για την ταραχή του φανταστικού συνομιλητή έχει την σημασία του γιατί δεν θέλω να τις αδικήσω αυτές τις σκέψεις κι είναι δικαιολογημένο που οι διάφορες ιδέες στηρίζουν την αξία τους στην σημασία που δίνουν σ' αυτές αυτοί που τις κάνουν κι εκείνοι που τις δέχονται κι όχι στην σχέση τους με την αλήθεια κι οι ιδέες είναι τα όπλα μας εναντίον της αλήθειας. (Απόσπασμα από τις σελίδες 63, 64 της ΕΚΔΡΟΜΗΣ του Γιώργου Χειμωνα, πρώτη έκδοση 1964)

Παρασκευή, 1 Οκτωβρίου 2021

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

ΕΙΣ ΣΕ ΠΡΟΣΤΡΕΧΩ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΠΟΥ ΚΑΠΩΣ ΞΕΡΕΙΣ… (Καβάφης)

 … «από λέξεις… στον ουρανό της μοναξιάς των συνανθρώπων» (Αντώνης Φωστιέρης):

Αυτές οι λέξεις σκάσανε σα ρόδι    στα σκαλοπάτια των καιρών που έρχονται.

Σαν πυροτέχνημα έκρηξη θρύψαλα αστέρων

Ή –πιο σωστά – σαν ποίημα

Στον ουρανό της μοναξιάς των συνανθρώπων (1)

 

Πάνω στο στίχο που θα γράψω ακροβατώ

Πάνω στο στίχο που ’χω γράψει ισορροπώ·

Ένα κλαδί γερό είναι το ποίημα    που δένω πότε-πότε εκεί την κούνια μου  

Να αιωρούμαι πάνω από το μαύρο (4)

 

Ποίημα των πέντε μου στίχων και των πέντε μου αισθήσεων

Ποίημα πύργε Βαβέλ ανυψούμενε πύργε

Ας τρυπήσει ασυλλόγιστα η οξεία σου μύτη τον ψηλό ουρανό – ή την πλούσια μήτρα –

Της τυφλής μέχρι τρέλας αιωνιότητας (6)

 

Ποιήματά μου εσείς, ποιο συρματόσχοινο μας έχει ενώσει έως θανάτου

Εσείς, περικοκλάδες σ’ ένα πύργο που θα πέσει,

Ποιήματα  μου σας μισώ

Με το καταραμένο μίσος που ’χουμε στον εαυτό μας. (8)

 

Μ’ αυτό το ποίημα παίζουμε απόψε

Σας το πετάω κα το πετάτε πίσω

Τ’ ανοίγουμε στα δυο κι οι λέξεις χύνονται.

 

Γιατί αν νωρίς δεν σ’ εξουδετερώσουμε - άτιμο ποίημα - θα μας γονατίσεις (12)

 [κι άλλες επιλογές  από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ 1977 – εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]

 



Σ’ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΒΡΕΧΕΙ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ… ΚΙ Η ΒΡΟΧΗ ΘΑ ΚΡΑΤΑΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

(σ’ αυτό το βιβλίο θα βρίσκεται πάντα ένα φύλλο υγρό (2)

 

                             3

Στα ποιήματά μας σεργιανάνε πεθαμένοι

Οι στίχοι μας εγκυμονούνε τέρατα

Θα σηκωθούνε κάποτε από τάφους σα μήτρες

Και θα κουρνιάσουν τρέμοντας

Απ’ το κρύο του αιώνα.

 

5

Εδώ δεν βρίσκεται καθόλου ένα ποίημα

Σιντριβάνι ονείρου, ελιξήριον αγάπης -

Η φιλοπαίγμων μου μονάχα φαντασία

Που ακροβατεί από τη λέξη Εδώ

Ως την τελεία μετά τη λέξη Καληνύχτα.

 

7

Τώρα κοιμάσαι σε αλμυρά χαλίκια

Σώμα της λύπης, στρώμα του καιρού,

Πτώμα εκβρασμένο απ’ το κύμα της μνήμης

Στην απόκρημνη ακτή αυτού του ποιήματος.

 

9

Αυτό το ποίημα

Είναι μια χτισμένη σκάλα

-Όπως και τ’ άλλα βέβαια, μια σκάλα –

Για ν’ ανεβείτε ως την ψηλή της την κορφή

Να δείτε, πίσω απ’ τις γραμμές, τη νύχτα που ανατέλλει.

 

10

Εδώ ήτανε κάποτε ένα ποίημα

Εμπόδιο του καιρού, φτερό των πόθων.

Ερείπιο κατάντησε

Μια μαύρη τρύπα κι άσκηση κατάντησε

Τέσσερις πέντε στίχοι που καπνίζουν.

 

11

Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το ποίημα

Κόβει απ’ το σώμα του και τρέφει τον εαυτό του.

Οι λέξεις του τινάζονται ψηλά και ξαναπέφτουνε

Ανοίγει δρόμο μες το χιόνι της σελίδας –

Έκπληκτος βλέπω να μου αποκαλύπτεται.

 

13

Τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο του ένα στίχο

Που να ψηλώνει ατέλειωτα.

Τρυπώντας το ουράνιο περίβλημα

Αρχίζανε να πέφτουν

τα υπερκόσμια σκεύη.

 

ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ

Ελάτε να χορέψουμε γυμνοί – Μήπως βρέξει σ’ αυτή τη σελίδα (14)

15

Η νύχτα απόψε βρέχει όλους τους φόβους μου.

Εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως

Χτίζω με νύχια και με δόντια ένα ποίημα

Λαχανιασμένος μπαίνω να προφυλαχτώ

Και κλείνω πίσω μου τον τελευταίο στίχο.

16

Το Ποίημα

Μοτοσικλέτες

Και μηχανοκίνητα

Στο άσπρο τοπίο

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ 1977]

 

ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΚΑΣΑΝΕ ΣΑ ΡΟΔΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ…

 «Η Ποίηση δεν γίνεται με Ιδέες» τιτλοφορεί ένα ποίημα του ο Αντώνης Φωστιέρης…    «Ωραία Ιδέα» αναφωνεί λίγο παρακάτω…    Όμως «Μπορεί να γίνει Ποίημα;» αναρωτιέται, έχοντας έτοιμη την απάντηση:    «Δύσκολο»!.. Μπορεί κι αδύνατο..   «Άρα σου μένει το αίσθημα… Το αίσθημα συντριβής για το αιώνιο θρίαμβο των αισθημάτων»!..   Και, ας μη γελιόμαστε, από   «το Ποίημα βγαίνεις πάντα ζωντανός»,   είναι η κραυγή από άλλο ποίημα.   Έστω πάνω σε άλγη, Εν Φαντασία και Λόγω, που θα έλεγε και ο Καβάφης. Γιατί,   «πέρα απ’ την ηδονή της ηδονής, πέρα απ’ των πόθων των κρυφών τη δίνη»    κι από την «υπεροψία και μέθη» μιας ζωής,    «μια οδύνη θα χτυπάει το τζάμι της καρδιάς της αδειανής που δεν μπορεί καμιά χαρά να ηδύνει»    αν δεν έχεις στις αποσκευές το πιο σπουδαίο:    «την κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων»      [λέξεις από ποιήματα του Αντώνη Φωστιέρη όπου  «βρέχει ασταμάτητα» στίχους «Κι η βροχή θα κρατάει για πάντα… κρατώντας κι αυτό το Ποίημα υγρό: «Ποίημα των πέντε μου στίχων και των πέντε μου αισθήσεων. Ποίημα πύργε Βαβέλ ανυψούμενε Πύργε. Ας τρυπήσει ασυλλόγιστα η οξεία μου μύτη τον ψηλό ουρανό – ή την πλούσια μήτρα – της τυφλής μέχρι τρέλας αιωνιότητας»

Δευτέρα, 27 Σεπτεμβρίου 2021

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

ΕΛΕΝΗ, Η ΩΡΑΙΑ, Η ΑΜΩΜΟΣ, Η ΑΣΥΛΛΗΠΤΗ Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕ ΤΟ ΓΑΛΗΝΙΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΜΠΑΛΑΙΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ…

 «Η Ελένη με τις πορφύρες και με τα βαρύτιμα – οι σάλπιγγες στεγνές διαφήμισαν τον τελευταίο θρίαμβο…» (ΕΛΕΝΗ 1)

 

«Ισκιερή πλαγιά λαβωμένου κοριτσιού

δάση της πλανεμένης

μα το κορμί της γόνιμο από πίκρα και προδοσία» (ΕΛΕΝΗ 3)

 

Αυτά έγραφε για την Ελένη ο Τάκης Σινόπουλος σε δύο από τα δέκα ποιήματα της ομότιτλης συλλογής του: ΕΛΕΝΗ 1957.

 

Σ’ ένα άλλο ποίημα της ίδιας συλλογής ακούμε την Ελένη  ν’ αναρωτιέται:   

«Πού πάω η αστόχαστη; Ποιο αμάρτημα σαλεύει μες στα καρπερά μου μάτια;

Πατέρα που μ’ εγέννησες ποιος θα ’ναι ο θάνατός μου;

Υπάρχω τάχα όπως υπήρξα μες στη θερμή πατρίδα μου ζώντας μονάχη τις πελώριες εποχές  των μύθων καμπυλωτή ομορφιά βαθύσκιωτη;»  (ΕΛΕΝΗ 4)

 

«Για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη», ήταν το ακροτελεύτιο στιχάκι από την Ελένη του Σεφέρη με το οποίο ο ποιητής εξωτερίκευε, με μεγάλη δόση πίκρας, το στοχασμό του για τη μάταιη κι αδιέξοδη προσπάθεια του ανθρώπου που μία ζωή ακολουθώντας είδωλα και μύθους

διαπιστώνει έντρομος στο τέλος πως είναι μονάχος μ' αυτό το παραμύθι και πώς τόσος πόνος τόσος αγώνας πήγαν στην άβυσσο... 

Μία ζωή στα χαμένα για ένα στόχο κενό, για ένα ψέμα!..

 

Έτσι είναι, το ξέρει κι ο Τάκης Σινόπουλος, γι αυτό με το δικό του τρόπο μας προειδοποιεί στη δική του Ελένη:

«Ή Ελένη δεν υπάρχει πια μες στην εγκόσμια λύπη. Μας το είπαν ήδη τα μεγάφωνα…»

 Υπάρχουν μόνο τα ποιήματα, «μία συλλογή από σπαραγμούς, ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο»!. (ΕΛΕΝΗ 1)

 

Από την άλλη όμως κρατάει και μία μικρή επιφύλαξη για το θαύμα.

Αν δεν είναι όλα αυτά ένας μύθος; Αν αυτή είναι η αλήθεια μας;

Αν η Ποίηση είναι ή μοναδική μας πραγματικότητα;

«Κοίτα το φεγγαρόφωτο πώς με φρουρεί!..  γδυμένη από τον ύπνο μου μ’ αφρούς στα χέρια

αλλάζω σώμα χαίρομαι των μαύρων κορυφών μου τις φωνές.

Ω χώρα σάρκα μου λατρευτή και μονοπάτι  φορτωμένο σκιές.

Τόσο γυμνή είμαι που του θανάτου μου η ανάμνηση σαν αίνιγμα αναθρώσκει  από τις όχθες του έρωτα…» (ΕΛΕΝΗ 6)

 

«Τότε αναπήδησες από τη χαίνουσα καρδιά μου πάνοπλη με σάρκες και με φώτα.

Το αίμα μου ένα σκοτάδι ακίνητο και ιδού: εσύ ή χυμώδης άνοιξη.

Εγώ σιαγόνα τρέμουσα σε πείνα μαύρη. Και τα όνειρά μου ορμήσανε – σκυλιά και πειρατές.

Και το κορμί μου η σκόνη» (ΕΛΕΝΗ 2)

 Ακολουθούν άλλα εννέα ποιήματα για τη Φωνή της Ελένης, για τη Νεότητά της, το Θάνατο της, για τη Σκέψη του Ποιητή, που ολοκληρώνει την έμπνευσή του με την Επίκληση στον Ήλιο της Ελένης (βλέπε κατακλείδα)

Σ’ αυτή την ανάρτηση προστέθηκαν και τα δυο ποιήματα για την Ελένη από τη συλλογή του Τάκη Συνόπουλου Μεταίχμιο 1951.

«Μα εκείνο το Ένα το Ένα μονάχα Σώμα  πώς να τ’ αποχτήσω τώρα; που δε γυρεύει μήτε την πιο αβέβαιη  Δικαιοσύνη»;  «Δεν ήταν έργο του μυαλού μου Ελένη. Σε σύντριψα σε σκόρπισα κι ακούστηκε κείνη η κραυγή που ’σκισε σα μαχαίρι το χώμα κι έφτασε στον Άδη κάτου (ΕΛΕΝΗ Ι και ΙΙ από τι συλλογή Μεταίχμιο)

 


ΕΛΕΝΗ  1

Με πήρε το όνειρο κι ο πυρετός με πήρε η νύχτα μ’ έσυρε

σε σκοτεινές θηλές  άπειρες νύχτες μ’ έσυραν

σε δύσκολα περάσματα γυμνός

μονάχα παραμόνεψα

χιλιάδες φωτισμένα πρόσωπα χιλιάδες πρόσωπα καμένα καμένα

η νύχτα θαυμαστό ποτάμι του θανάτου – ήσουν εκεί

παρούσα μες στα οράματα

των εποχών ήσουν εκεί δεν ήσουν φεύγοντας

σε μια φανταστική πατρίδα η διάφανη,

η ωραία η άμωμος η ασύλληπτη

η Ελένη ζωντανή

με το γαλήνιο βάρος του παμπάλαιου σώματος

με τις πορφύρες και με τα βαρύτιμα –

οι σάλπιγγες στεγνές διαφήμισαν

τον τελευταίο θρίαμβο.

 

Πατρίδα μου με τ’ ασβεστώδη δάση

πελώρια γη των βράχων των κοιλάδων

γυμνέ ακατοίκητε ουρανέ μητρόπολη καταργημένη

τούτες οι πόλεις αγαπήσανε τον όλεθρο,

τα  ξάστερα πουλιά αποδήμησαν,

ο γιος μου έφυγε για τον πόλεμο,

η κόρη μου σιχάθηκε τ’ αλκοόλ

τώρα χορεύει σ’ αίθουσες ανάστροφες

ποτέ γυμνή πότε ντυμένη ως Άρτεμις

με τόξο και φαρέτρα.

Η Ελένη δεν υπάρχει πια

μες στην εγκόσμια λύπη.

Μας το είπαν ήδη τα μεγάφωνα

μια συλλογή από σπαραγμούς

ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο

 

ΕΛΕΝΗ  2

Τότε αναπήδησες από τη χαίνουσα

καρδιά μου πάνοπλη

με σάρκες και με φώτα.

Το αίμα μου ένα σκοτάδι ακίνητο και ιδού.

Εσύ η χυμώδης άνοιξη.  

Εγώ σιαγόνα τρέμουσα   σε πείνα μαύρη.

Και τα όνειρά μου ορμήσανε – σκυλιά και πειρατές.

Και το κορμί μου – η σκόνη.

 

ΕΛΕΝΗ 3

Ισκιερή πλάγιά λαβωμένου κοριτσιού

δάση της πλανεμένης

μα το κορμί της γόνιμο από πίκρα και προδοσία.

 

4    Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Πού πάω η αστόχαστη; Ποιο αμάρτημα

σαλεύει μες στα καρπερά μου μάτια;

Πατέρα που μ’ εγέννησες ποιος θα ’ναι ο θάνατός μου;

 

Υπάρχω τάχα;

όπως υπήρξα κάποτε μες στη θερμή πατρίδα μου

ζώντας μονάχη τις πελώριες εποχές των μύθων

καμπυλωτή ομορφιά βαθύσκιωτη; Κι ακόμα εσύ

πρόσκαιρε αγαπημένε υπάρχεις σμίγοντας τα μέλη σου

κάτω από δάση νύχτας με τα μέλη μου

χλωμά συμφιλιωμένα; Εσύ των άστρων νοσταλγός

την αδελφή των άστρων τραυματίζοντας

με γήινα ρόδα. Μου μιλάς

με ντύνεις με στροφές και ποιήματα για να ’μαι απρόσιτη

στις γέφυρες του χρόνου. Ποιες πηγές

και ποια ποτάμια βασιλεύουν στο αίμα μου;

Ποιας δόξας ο χυμός μου δίνει αυτή τη μέθη

να παίζω και ν’ α σπάζομαι τον καθημερινό μου θάνατο;

Κατάστικτη από δροσερά

φιλήματα πορεύομαι στον έρωτα. Τα βήματά μου

βαριά αντηχούνε στην απάνθρωπη ερημιά

τούτου του κόσμου. Νιώθω

σαν ένα δένδρο ξαναμμένο που ονειρεύεται

μ’ όλες τις  ρίζες του ανοιχτές

στο άπειρο φως. Ω βοήθησέ με

μαζί με τα φορέματα να ξεντυθώ

το θάνατό μου και με θάνατό να σε γεμίσω απόψε.

Θα σε δεχτούνε τα βουβά μου γόνατα.

Γιατί είμαι γόνιμη θα σε γεννήσω

κι εσύ θα με γεννήσεις από την αρχή.

Μα βούλιαξε

στις φωτεινές κοιλάδες μου στους όρμους της Ελένης.

Ανέβα αυτά τα απρόσιτα βουνά

τα μαύρα της Ελένης.

 

5    Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Πόσο νυχτερινή είμαι στη βαθύσκιωτη κατηφοριά

του πρώτου μου έρωτα. Ουρανέ γεμάτε μαύρα

βαριά σταφύλια από την έπαρση  του νέου καλοκαιριού!

Ένα ξημέρωμα έξοχο φωνάζει απ’ τους αγρούς. Μια αυγή

που πνέει σπορά χλωμών ονείρων. Και το σώμα μου

σε φωτεινή ξεκούραση βορά του γήινου χρόνου.

Ω δροσερά

φιλιά ολοκάθαρα μες στην ανάμνηση των εποχών

που ζήσαμε στην έρημο. Φωνές - φωνές και πρόσωπα γυμνά

πολύν καιρό χαμένα μες στη μνήμη μπερδεμένα

με τάφους και φωτιές. Ο μυστικός ουράνιος πόνος

εκείνου του μοναδικού που μ’ αγαπά κι εγώ

από το ποίημα τούτο το πικρό παλεύοντας ολάκερη

ν’ αναδυθώ. Μονάχα αυτό

με συντηρεί στην αφθαρσία – η χίμαιρα

Σαν ένα ουράνιο τόξο νιώθω το αίμα μου

και να με εδώ ξανά μ’ αυτό το κάλεσμα

που ήρθε τη σάρκα μου πολύπειρη να τη βαφτίσει

σε νέο θάνατο. Ω πικρή

πικρότατη ύπαρξή μου από έγνοιες βασιλεύουσες

τρομερές μακρόσυρτες αναμνήσεις.

Κι εσύ που μ’ αγαπάς ασύγκριτε

ω φίλησέ με ακόμα μες στη γήινη προσφορά μου

ω λάτρεψέ στον έρωτα τη νέα νεότητα μου.

 

6    Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Κοίτα το φεγγαρόφωτο πώς με φρουρεί! γδυμένη

από τον ύπνο μου μ’ αφρούς στα χέρια

αλλάζω σώμα χαίρομαι

των μαύρων κορυφών μου της φωνές. Ω χώρα

σάρκα μου λατρευτή και μονοπάτι φορτωμένο σκιές.

Τόσο γυμνή είμαι

που του θανάτου μου η ανάμνηση σαν αίνιγμα αναθρώσκει

από τις όχθες του έρωτα.  Λουσμένο μ’ αίμα

πονάει τ’ αστέρι μου το πιο πολύτιμο που το λαβώνεις

με την απίστευτή σου ορφάνια.  Κοίτα

πάνω στη δίψα σου φωτίζομαι απ’ τον τρομερό

μύθο του ποιήματος. Ω βάσταξέ με ακόμα

μες στ’ όνειρό σου να συντηρηθώ με τις πορφύρες μου

τις πιο παράφορες. Δώσ’ μου των λέξεων την αυγή

μέσα στη λευτεριά μου του έρωτα το βάρος των πραγμάτων

για να σε ξεχωρίσω με τα μάτια μου

που καταχτήθηκαν πολύ για να σ’ αγγίξω

με των μαστών μου τους αιθέριους βράχους

εσένα που γεννήθηκες από την κορυφαία φυλή

και μ’ αγαπάς και με στοχάζεσαι

παντοτινή να μείνω μες το ποδοβολητό

του χρόνου. Όμως εγώ πεθαίνω απόψε που γεννήθηκα.

Η σκιά της γης με σκέπασε κι είμαι άλλη μια φορά

μέσα στη γνώση του θανάτου μου άσπιλη από θάνατο

λουσμένη τώρα από   τον καρποφόρον ήλιο των ποιητών!..

 

7    Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Η Ελένη τώρα γίνηκε ένα με τη γη.

Λάμπει μες στην πατρίδα του θανάτου υπέρτερη.

Θρεμμένη με τη μνήμη μου γεννιέται από παντού

πιο αληθινή από το όνειρο πιο σκοτεινή από βράχους

κι η σάρκα της ακόμα ανέγγιχτη από αίμα και συλλήψεις.

Είναι η απρόσιτη η μη παραδομένη.

Από τους άμμους κίνησε το κάλεσμά μου ακούγοντας

τη μυστική φωνή – σπέρμα του χρόνου.

Κι απόψε η άσπιλη ανασαίνει εδώ. Να δώσει να δοθεί.

Τα χόρτα καίνε

πάνω στη γη που σκέπασε τους υψηλούς  γεννήτορες.

Τυφλοί πατέρες προστατεύουνε τη μνήμη της.

Κι είναι το θέρος λάμπει η θάλασσα μια ασπίδα απέραντη

το χώμα στις κοιλάδες αφανίζεται μέσα στη μέθη του ήλιου.

Και τούτη την Ελένη την αγγίζω της μιλώ.

Τα μάτια της πελώρια από το χρόνο

περνούν πάνω απ’ τους τάφους λούζονται

συμφιλιωμένα με το φως. Εδώ είναι η νέα Ελένη.

Το αίμα μου ανέβηκε τόσο ψηλά στην αιωνιότητα

που το θερμό μου σώμα μόλις

χωρίζει από το σώμα της.

Την αφθαρσία γυρεύοντας

με  ουράνια ποιήματα θα τη διαιωνίσω.

Συνεπαρμένη πάμφωτη είναι τώρα από κραυγές

δονείται τρικυμίζει διασκορπίζεται

σ’ όλες τις εποχές γεννώντας και πεθαίνοντας

εγκόσμια κι αναλλοίωτη γυναίκα ανίσκιωτη

η Ελένη μόνο υπάρχουσα μες στην αρχαία κατάρρευση

πολέμων μύθων και θεών.

 

8    ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ

Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ' όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ' οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου 'φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου 'φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ' τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη,
προπάντων χώμα - χώμα Ελένη.


Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.


Τάχα θα 'ρθεις;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη

μεταρσιωμένη;

 

9

Καθώς σε γήινο ενυδρείο μες στα αιχμάλωτα νερά

κινούνται ίσκιοι ψαριών

ο ποιητής κινείται.

 

Η Ελένη εντούτοις δεν υπάρχει πια

μες στην εγκόσμια λύπη.

Υπάρχουν μόνο τα ποιήματα

μια συλλογή από σπαραγμούς

ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο.

 

και δύο ποιήματα για την  ΕΛΕΝΗ, από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 1951:

 

ΕΛΕΝΗ Ι

Οι πυρετοί και οι παραισθήσεις μ’ έφεραν εδώ

με τούτη την πληγή που δείχνει τη δολοφονία.

Το χαοτικό λαχάνιασμα του χρόνου στο αίμα μου

προμήναγε την αλλαγή μα η αλλαγή δεν ήρθε.

Κι έτσι με τράβαγε η σκοτεινή μου υπόσταση

στη συνοικία που είχε άλλο πρόσωπο στο ημίφως.

Κι η νύχτα η πιο φριχτή που γνώρισα ως τα σήμερα

γιομάτη από ρωγμές που κόβανε τα χέρια μου

σκέπαζε την εφήμερη όψη των πραγμάτων

κι άγγιζε το φανταστικό.

Κι όπως αγωνιζόμουνα για ν’ αποχτήσω εκείνο το Ένα

το Ένα μονάχα σώμα που με τυραννούσα μες στον πυρετό μου

και μ’ έκαιγε χωρίς να δίνει καν τη γεύση της ακολασίας

ήρθε η ακατανόμαστη βροχή που στάλαζε βαθιά

μέσα στα οστά.

Άνοιξε τότε η θύρα

κι εμπήκε εκείνος που δεν τον περίμενα ποτέ τόσο νωρίς

με μούτρο καταδότη ή δολοφόνου. Ο πυροβολισμός

χτύπησε απότομα μες στην κραυγή.

Μα εκείνο το Ένα

το Ένα μονάχα Σώμα πώς να τ’ αποχτήσω τώρα

που δεν γυρεύει μήτε την πιο αβέβαιη Δικαιοσύνη;

 

ΕΛΕΝΗ ΙΙ

Πρώτη φορά όταν έκραξες μες στο πυκνό

σκότος με τρόμο τ’ όνομά μου κι η κραυγή

λυσίκομη έφτασε στον Άδη κάτου

πρώτη φορά σε γνώρισα τόσο βαθιά σα νάνοιξε

θύρα κρυφή με πλούσιο φως, μα η νύχτα

η νύχτα πυρετική γυμνή φλεγόμενη μαινάδα

στα μαύρα νύχια της με κράταγε καθώς

εβυθιζόμουν μες στη χαοτική ύπαρξή σου.

 

Τώρα το βλέμμα σου δεν έχει εκείνη

τη γρηγοράδα που συγγένευε με τη φωτιά.

Στα χέρια μου έμεινε τούτο το λίγο χρώμα.

Όμως τη μνήμη μου την πνίγει ολάκερη

το Σώμα εκείνο που ’σκιζε τις νύχτες μου

στα δυο και ξύπναγα έντρομος και το ’βλεπα

να σπαρταράει ακόλαστο κι ακόμα

πιο ακόλαστο και πιο ερεθιστικό νε τρέμει

σαν τ’ άδραχνα απ’ την ούγια: Ελένη

το αίμα που χύθηκε στο κεφαλόσκαλο

δεν ήταν έργο του μυαλού μου. Η οργή

με συνεπήρε και σε ποδοπάτησα.

Τα χέρια μου τα ’καψε τούτο το αίμα.

Δεν είναι έργο του μυαλού μου η Ελένη.

Σε σύντριψα σε σκόρπισα κι ακούστηκε

κείνη η κραυγή που ’σκιζε σα μαχαίρι

το χώμα κι έφτασε στον Άδη κάτου

 

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ (Λάμψε ήλιε των νεκρών Ποιητών)

Λάμψε ήλιε   πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας λάμψε εδώ    σε τούτη τη στριφτή αγκαλιά της στάχτης.    Λαβωμένο φως να λούσει τη θρησκεία του σώματος    και την πικρή σου ανάμνηση ήλιε. Ήλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της    όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς    όπου αναζούν οι καθαρές κινήσεις των μαστών των πράσινων    στην περιφέρεια του αδυσώπητου φιλιού    στον κύκλο αυτής της τρομερής γυμνότητας.    Λάμψε ήλιε των νεκρών ποιητών!    Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ    στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου    στον ηττημένο από τη μέθη του κακού παραμυθιού.    Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα πάρα πολύ πικρά που δεν υπάρχουν.    Ήλιε λάμψε ήλιε της φανταστικής Ελλάδας.    Η πολυάνεμη η κόρη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές  του σώματος    βαθύσκιωτη ανεμίζοντας σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς κι οδύνης.    Ω καθάρισε της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε    την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος    τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων    ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή    στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχα αμύνεται    χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα τα μέλη αστείρευτοι οι μηροί.     Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.    Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.    Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.    Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου.    Κι εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα τον έρωτα.    Γαρίφαλα - γαρίφαλα κηρύχνουν άλλη μια  φορά μια ματωμένη ανάσταση.    Το πρόσωπο – αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.    Ήλιε λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων της ζωντανής Ελένης    ω μετέωρο πνεύμα δικαιοσύνη του φωτός    πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων    κι ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός που ξέρει    ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες    ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ     τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο με την νεκρή Ελένη [τελευταίο δέκατο απόσπασμα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΕΛΕΝΗ 1957]

Παρασκευή, 24 Σεπτεμβρίου 2021

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ