Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

ΣΤΕΓΝΟΣ ΕΠΥΡΩΝΕ ΚΙ ΑΘΕΡΙΣΤΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ ΜΗΝΑΣ ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΥΨΩΜΑ ΣΕ ΦΩΤΕΙΝΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ

Δε λέω για κάθαρση μια απλή ενατένιση ήταν του διφορούμενου που πια δεν ονομάζεται.
Κι ενώ με φρόνηση επάσχιζα πλήρες να δώσω το σώμα μου σε ξεχασμό βαθύ
μια επίμονη ερεθιστική φωνή χυνόταν μες στην ακοή μου και τη σκλάβωνε.
Τι να ’ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει
και δέρνει το αίμα  μου που ησύχαζε σε  νάρκη αποχτημένη μ’ άσκηση κι οδύνη;
Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε το χέρι ανάλαφρο δίνοντας ταραχή βαθιά.
Σχήμα δεν έβλεπα μα το αίνιγμα της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα πρωτόγονη ακυβέρνητη χιμούσε πάλι στους κρουνούς
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.
Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες
κι η υπόστασή μου ανυποψίαστη εσάλευε βογγώντας μ’ αιφνίδιο πυρετό.
Και τότε ορθώθηκα κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα
το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση
και γύρω μου την πλάνη – αυτό που πλάνη ονόμασα -
σ’ έξαρση νέα παράτολμη – πείρα της αίσθησής μου

Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο κι εσάλευε κάτω από τις μηλιές τις κόκκινες
κοιτάζοντας αθόρυβα ό,τι απόμενε του σώματος
μετά από τόση αλόγιστη σπατάλη ολάκερη
σφυγμός παράφορος ανεξιχνίαστον άρωμα.
Κι εκράταγε το σώμα και το πρόσφερε στην αίσθηση εύθραυστο και σπάνιο άνθος.
Καταμεσής στα μάτια  ορθή σάρκα μονάχα σάρκα με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους
γυρεύοντας να εκφράσει αυτό που ήταν ανέκφραστο
βαθύριζο ανατρίχιασμα μιλούσε με ζεστούς θριαμβευτικούς υπαινιγμούς του σώματος.
Και οι λόγοι που δε λέγονταν την έκαιγαν σα δάδα.

Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα
χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος
τέλεια αποσαρκωμένη λόγω πάθους και φθοράς.
Συμμαζωχτήκαμε γι’ αγάπη το κενό του ύπνου αρωμάτιζε ζεστός ο λόγος.
Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα
και διαχυθήκαμε και ιδρώσαμε φριχτά
κι όταν ακούστηκε ο χτύπος του τυμπάνου στα δάση τα πρωινά τρόμαξε η Άλμα
κι έστριψε απότομα κι ακούστηκε η κραυγή
σαν κάποιος να ’πεφτε απ’ το τρίτο πάτωμα στα βράχια πάνω τα γυμνά.

Και  τελευταία η Λάουρα.
Εσμίξαμε γυμνοί στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.
Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.

Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χάθηκαν κι ιδού γυμνός σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.
Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη.
Κι όπως αγωνιζόμουν για να βρω τη σκοτεινή μου Αρχή
κανένα τέλος δεν εφώτιζε το σώμα μου.
Τριγύρα η πλάνη – αυτό που πλάνη ονόμασα -
και το αίνιγμα – η κραυγή η ασώματη κραυγή -
σε κύκλους αλλεπάλληλους εξισωμένη με την πλέον φριχτή την πλέον απόλυτη οδύνη εσήμαινε το θανατο
ή την επιστροφή από το θάνατο
κι η δύναμή της ξυπνώντας για να μη χαθεί ποτέ ξεπέρναγε για πάντα πια το φράγμα που όρθωνε
η αίσθηση η κορυφαία!
[Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΑΥΓΗ από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Από την ίδια συλλογή που κυκλοφόρησε το 1951 είναι και τα ποιήματα που ανθολογούνται παρακάτω (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):  
1, ΕΛΠΗΝΩΡ,  «Τοπίο Θανάτου: Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από το αλάτι και το φως…»
2. ΙΩΑΝΝΑ, «Ο τοίχος ήτανε βαρύς άσπρος κάτω τ’ αυλάκι με το χορτάρι και το βρώμικο νερό…»
3. ΕΛΕΝΗ, «Οι πυρετοί και οι παραισθήσεις μ’ έφεραν εδώ…»
4. ΕΛΕΝΗ ΙΙ, «Πρώτη φορά όταν έκραξες μες στο πυκνό σκότος με τρόμο τ’ όνομά μου κι η κραυγή λυσίκομη έφτασε στον Άδη…»
5. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, «Φτάσαμε εδώ. Τα μάτια μας δεν είδανε ποτέ μια θάλασσα τόσο στεγνή…»
6 ΙΑΚΩΒΟΣ, «Πότε ήρθε δεν κατάλαβα…»
7. ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΠΗΝΟΡΑ, «Το βράδυ εκείνο ήταν βαρύ ζεστό κι ασάλευτο…»
8. ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ, «Πεθαμένος στα δύσκολα χρόνια μια μέρα ξαφνικά που αντίκρισε τις κόκκινες οξιές…»
9. ΤΟΠΙΟ, «Βράχια γυμνά χτυπάς δεν αντηχεί νερό…»
10. ΛΕΟΝΩΡΑ, «Η συνοικία αφώτιστη κλεισμένος κήπος απουσία και λήθη…»
11. ΜΕΓΙΣΤΗ ΘΥΡΑ, «Μια νύχτα κάτω δάσος σκοτεινό κι απάνω η ατμόσφαιρα σαν ώρα εγκλήματος…»
12. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΑΥΓΗ, «Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας…» και
13. ΑΔΗΣ, «Τίποτα δεν θυμάμαι κατεβαίνοντας τη σκάλα τώρα που τα τύμπανα δυναμώνουν στην ακατοίκητη σιωπή…»



ΕΛΠΗΝΩΡ (από την ποιητική συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 1951)
Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από το αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.

Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ’ναι εκείνος.
Εστρέψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα το πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν’ ακούς του ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Ελπήνορα που ’χες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι  κρεμασμένο στο λαιμό σου Ελπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιο αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας να ’ρθεις αποκρίσου.

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ’ ακρογιάλι πετρωμένα
σ’ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.

ΙΩΑΝΝΑ (από την ίδια συλλογή)
-Ι-
Ο τοίχος ήτανε βαρύς άσπρος κάτω τ’ αυλάκι
με το χορτάρι και το βρώμικο νερό κι απάνω
κοντά στο φοβερό καζάνι με τη σκοτεινή φωτιά
καθόταν η Ιωάννα. Πίσω σάλευαν αλλόκοτες
κι άμορφες σκιές. Μια μια περνούσε
μπροστά κι Αυτή με τη βαριά κουτάλα
εβούταγε κι εμοίραζεν αμίλητη. Ο αγέρας
πηχτός ακινητούσε ολόγυρα. Καμιά κρυαγή
δεν έσκιζε το λασπωμένο φως μονάχα
ο αβέβαιος ψίθυρος από τις σκιές που πλήθαιναν
ολοένα και γιορτάζανε το χώρο εκείνο.

Κι εγώ ήμουνα στο δρόμο. Πού τον γνώρισα
το δρόμο αυτό κι ανατριχιάζω τώρα
που επήξανε μέσα μου ασάλευτες οι μνήμες;
Την κοίταγα βαθιά κι αχόρταγα μα Εκείνη
βασανισμένη από μια θλίψη ολότελα θανάσιμη
δεν ένιωθε δεν πρόσεχε κι όσο κι αν αγωνιζόμουν
ποτέ το βλέμμα μου δεν έσμιγα το βλέμμα της
το καυτερό. Τριγύρα στάλαζε αγωνία πηχτή
κι αιώνια. Ξάφνου –πόσος πέρασε καιρός;
τα χείλη της σαλέψανε κι άκουσα σα να γύρισα
σε χρόνια βυθισμένα μέσα σε τόσες καταχνιές
μουρμουριστή όλο πάθος τη φωνή της:
Φίλε μου κοίταξε τη ζωή μοιράζω με τα χέρια μου
στις σκιές τη ζωή που ζώντας εζύγιασα
στην πλάστιγγα και βάραινε στο μέρος της φθοράς.
Έτσι μίλησε κι όρμησαν φρικιαστικές μέσα μου οι μνήμες.
Όμως παράξενο τα μάτια της δεν κοίταγαν εμένα
μόνο πέφτανε δίπλα μου σα νάταν κάποιος άλλος
κι εκείνον έκραζε με τέτοια σκοτεινή λαχτάρα: Φίλε.
Ωστόσο τίποτα δεν σάλεψε μες στη σιγή. Καμιά
δεν έφτασεν απόκριση για Εκείνη. Τότε γύρισα
με δύναμη να ιδώ ποιος ήταν που δεν μίλησε.
Κανείς. Μήτε ίσκιος, μήτε σώμα δεν φαινόταν.
Ο δρόμος έρημος εγώ καταμεσής. Η Ιωάννα
τυραννισμένη από έναν πόνο οξύ είχε σκύψει το κεφάλι
κι εβούταγε κι εμοίραζε κι οι σκιές
πληθαίνανε και προχωρούσανε και διάβαιναν
αδιάκοπα μπροστά της.

Ξάφνου αναπάντεχα σαν από μιαν αόρατη θύρα
πρόβαλε ο εφιάλτης του παλιού καιρού η φριχτή της μάνα
με τα φαρμακερά στενά και ρουφηγμένα χείλη
μυξιάρα ζαρωμένη κι άπλυτη καθώς συνήθιζε
κι έσκυψε πάνω απ’ το κορμί της Ιωάννας και την κοίταγε
καθώς εκοίταγε άπληστα το καθετί. Και τότε
τρομάζοντας βαθιά και σκοτεινά φώναξα: Ιωάννα
Ιωάννα στρίψε τα μάτια σου τα οδυνηρά σε μένα.
Δεν άκουσε. Δε γύρισε. Κι όταν απαυδισμένος
δοκίμασα να κράξω πάλε Ιωάννα δεν επρόφτασα.
Μεμιάς σκοτείδιασε και μες στο σκότος σβήσαν όλα
κι η Ιωάννα βρέθηκε στο δρόμο και κοντά της
ένα υποκείμενο ξεφύτρωσε που κάπου τόχα ιδεί
κάποτε που τριγύριζα σε συνοικίες φονιάδων
με μούτρο πράσινο και μαύρα λιγδερά μαλλιά.
Πέρασαν δίπλα μου τα μάτια μου γυρέψανε
τα μάτια της. Δεν έστριψεν η θλίψη ολοένα
και πιο βαθιά χαράκωνε το χλωμό πρόσωπό της.
Η νύχτα έπεφτε γύρα εφιαλτική κι όταν εφτάσανε
στου δρόμου την καμπή φάνηκε κάποιος τρίτος
-κάπου τον ήξερα κι αυτόν έμοιαζε καταδότης.
Τη βάλαναν στη μέση και προχώραγαν και ξάφνου
καθώς ένα βαθύ μαύρο φτιασιδωμένο φως ερχόταν
από ψηλά και χύνονταν απάνω τους η Ιωάννα
ξάφνου σωριάστηκε και πάλι αρπάχθηκε βαριά
στον ένα απάνου κι ύστερα ρυτιδωμένη ρυπαρή
κουβάρι μαύρο ολόμαυρο χωρίς ποδάρια πια
με δυο ξύλινα δεκανίκια τρίκλιζε και προχωρούσε
μες στο πηχτό σκοτάδι εκεί που έστριβε ο δρόμος.
Και τότες έκραξα δε βάσταξα με τρομερή κραυγή:
Ιωάννα! και σφάλιζαν τα μάτια μου κι ο νους μου θόλωσε
κι όταν πια ο αγέρας με συνέφερε που εφύσαγε
πρώτη φορά πάνω στη γη τόσο ταχύς και διάφανος
ένα αγνό φως χλιαρό βαλσαμικό στάλαζε εντός μου
βοτάνι μαγικό για μιαν θανατερήν αρρώστια.
-ΙΙ-
Το πρόσωπό σου μόλις  που το γνώρισα μέσα στ’ αλλόκοτο
πλήθος των οραμάτων που με κύκλωναν καθώς επρόβαλε
βασανισμένο από τον κάματο μα ακόμα επώδυνα λαμπρό
τοπίο ασάλευτο χαρακωμένο από μια θλίψη αγιάτρευτη
γυμνό σα λάβα πούχει πήξει απίστευτα νεκρό νεκρό.
Μονάχα τ’ αλαφρό σάλεμα του άμμου εδώθε απ’ το κενό
μονάχα η μουδιασμένη ανανέωση του ανέμου
μαρτύραγαν την παρουσία σου σ’ αυτή τη χώρα.
Ακόμα είχες εκείνο το σημάδι πάνω απ’ το φρύδι σου.’
Δίπλα στα βλέφαρα οι ρυτίδες έδειχναν τη ζωή πούχες περάσει.
Και τότε σ’ αναγνώρισα πώς μπόρεσα τέτοια κραυγή ν’ αφήσω;
Ιωάννα! κι εντός μου ξύπνησαν ανάστατες οι μνήμες
Ιωάννα κοίταξε γύρω σου ερημιά ατελεύτητη δεν έχει
πού ν’ ακουμπήσεις τώρα τη στεγνή καρδιά σου Ιωάννα.
Περιπλανήθηκα σε ξέρες χρόνια αμέτρητα με σάπια ξύλα
σε θάλασσες νεκρές. Ζώνες αμμουδερές άνεμοι πυρωμένοι
με δέσανε σε τούτο το τοπίο βάρβαρου ήλιου.
Το φως έκαψε τ’ όνομά μου και τα χέρια μου και η νύχτα η νύχτα
ποτέ δεν έρχεται τη δίψα μου να πραΰνει. Ιωάννα
σε μένα γύρισε το καυτερό σου βλέμμα σου μιλώ.
Τότε που δοκιμάσαμε πίσω απ’ τ’ άσπρο τοίχο λαχανιάζοντας
τον άνομο έρωτα κι η μάνα σου η φριχτή κρυφάκουγε
το βόγγο μας τότε που σαν λόγχη γυμνή με παίδευε
δαιμονική θανάσιμη η ομορφιά σου Ιωάννα
δεν χόρταινες μα κοίυαγες μακριά και γύρευες μιαν άλλη δίψα
πιο φοβερή πιο οδυνηρή και πιο τυραννική
δίψα σαν τούτη του αδυσώπητου ήλιου που ρημάζει
τώρα το σώμα σου. Άκου Ιωάννα που μιλώ.
Στρέψε το βλέμμα σου το καυτερό σε μένα.

Το πρόσωπό της σάλεψε μέσα στ’ αλλόκοτο
πλήθος των οραμάτων που με κύκλωναν σα νάτανε
πρώτη φορά που τόσο δυνατά τόσο πρωτόγονα την έσφιγγε
το φως. Και ξάφνου γύρισε τα μάτια της επάνω μου
και την εκοίταξα με δύναμη και τοτες είδα. Ήταν τυφλή
τέλεια τυφλή κι έμπηξα μια κραυγή πώς μπόρεσα
τέτοια κραυγή τρομαχτική ν’ αφήσω; Ιωάννα
Ιωάννα ποιος δαίμονας σε τύφλωσε πώς βρέθηκες
στη χώρα αυτή δίχως λαλιά δίχως σημάδι μνήμης;
Τα χείλη της μείναν κλειστά κι ασάλευτα σαν τον κλειστό
κι ασάλευτο άνεμο. Τα ολόγυμνα τριγύρα βράχια
χωνεύανε σιγά σιγά μέσα στο φως κι ο ακμαίος ήλιος
βασίλευε παντοτινός τύραννος μες στη δύναμή του.

ΕΛΕΝΗ
Οι πυρετοί και οι παραισθήσεις μ’ έφεραν εδώ
με τούτη την πληγή που δείχνει τη δολοφονία.
Το χαοτικό λαχάνιασμα του χρόνου στο αίμα μου
προμήναγε την αλλαγή μα η αλλαγή δεν ήρθε.
Κι έτσι με τράβαγε η σκοτεινή μου υπόσταση
στη συνοικία που είχε άλλο πρόσωπο στο ημίφως.
Κι η νύχτα η πιο φριχτή που γνώρισα ως τα σήμερα
γιομάτη από ρωγμές που κόβανε τα χέρια μου
σκέπαζε την εφήμερη όψη των πραγμάτων
κι άγγιζε το φανταστικό.
Κι όπως αγωνιζόμουνα για ν’ αποχτήσω εκείνο το Ένα
το Ένα μονάχα σώμα που με τυραννούσα μες στον πυρετό μου
και μ’ έκαιγε χωρίς να δίνει καν τη γεύση της ακολασίας
ήρθε η ακατανόμαστη βροχή που στάλαζε βαθιά
μέσα στα οστά.
Άνοιξε τότε η θύρα
κι εμπήκε εκείνος που δεν τον περίμενα ποτέ τόσο νωρίς
με μούτρο καταδότη ή δολοφόνου. Ο πυροβολισμός
χτύπησε απότομα μες στην κραυγή.
Μα εκείνο το Ένα
το Ένα μονάχα Σώμα πώς να τ’ αποχτήσω τώρα
που δεν γυρεύει μήτε την πιο αβέβαιη Δικαιοσύνη;

ΕΛΕΝΗ ΙΙ
Πρώτη φορά όταν έκραξες μες στο πυκνό
σκότος με τρόμο τ’ όνομά μου κι η κραυγή
λυσίκομη έφτασε στον Άδη κάτου
πρώτη φορά σε γνώρισα τόσο βαθιά σα νάνοιξε
θύρα κρυφή με πλούσιο φως, μα η νύχτα
η νύχτα πυρετική γυμνή φλεγόμενη μαινάδα
στα μαύρα νύχια της με κράταγε καθώς
εβυθιζόμουν μες στη χαοτική ύπαρξή σου.

Τώρα το βλέμμα σου δεν έχει εκείνη
τη γρηγοράδα που συγγένευε με τη φωτιά.
Στα χέρια μου έμεινε τούτο το λίγο χρώμα.
Όμως τη μνήμη μου την πνίγει ολάκερη
το Σώμα εκείνο που ’σκιζε τις νύχτες μου
στα δυο και ξύπναγα έντρομος και το ’βλεπα
να σπαρταράει ακόλαστο κι ακόμα
πιο ακόλαστο και πιο ερεθιστικό νε τρέμει
σαν τ’ άδραχνα απ’ την ούγια: Ελένη
το αίμα που χύθηκε στο κεφαλόσκαλο
δεν ήταν έργο του μυαλού μου. Η οργή
με συνεπήρε και σε ποδοπάτησα.
Τα χέρια μου τα ’καψε τούτο το αίμα.
Δεν είναι έργο του μυαλού μου η Ελένη.
Σε σύντριψα σε σκόρπισα κι ακούστηκε
κείνη η κραυγή που ’σκιζε σα μαχαίρι
το χώμα κι έφτασε στον Άδη κάτου

ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Φτάσαμε εδώ. Τα μάτια μας
δεν είδανε ποτέ μια θάλασσα τόσο στεγνή.
Κι εκείνοι που τη γνώριζαν και τη χειροκροτούσαν
τώρα την αντικρίζουνε με μια αδιαφορία παράξενη
μήτε νεκροί μήτε και ζωντανοί.

Τα περιστέρια φύγανε δεν άφησαν αχνάρια.
Ωστόσο θυμηθήκαμε το δρόμο που διαβήκανε
γιομάτον πρόσωπα λευκά
μες στα περάσματα τ’ αγέρα.

Τα όνειρά μας κοιτάνε καθώς τα κοιτάζουμε.
Ξαναγυρνάνε και μας βασανίζουν οι ήχοι.
Πίσω απ’ τα βράχια πάει καιρός που ακούσαμε
την τελευταία κραυγή.

Οι φίλοι μας και οι φίλοι σας
ξυπνήσαμε και μας χαιρέτησαν.
Δεν τους πιστέψαμε ποτέ όσο βάσταγαν
ένα άλλο νόμισμα
κι όλο χαμογελούσαν.


ΙΑΚΩΒΟΣ
Πότε ήρθε δεν κατάλαβα.
Κάποιοι κοίταγαν καθαρά μέσα στα οστά του
μα εγώ δεν έβλεπα άλλο από το πρόσωπο
λευκό σαν κιμωλία και φαγωμένο
από χιλιάδες χρόνια.

Η μνήμη μου παράξενο ανεβαίνει
στην ηλικία του. Ποιος μέτρησε
ποτέ τέτοιο ποσό. Τότε φορούσε
μια μάσκα όλο χαμόγελο
Αργούσε να πεθάνει και τον άφησα
μόνο μ’ ένα κερί.

Τώρα είναι τυλιγμένος στον μανδύα μου
το στρατιωτικό. Μαύρος και τα ρουθούνια του
πρησμένα από χολή.
Φορές φορές μέσα σε τούτα τα χαρτιά
ακούω το βήχα του.
Καιρό δε σάλεψε από εδώ.
Το φως έχει χαθεί στα μάτια του.
Φαίνεται πως ο θάνατός του συνεχίζεται
χωρίς μεταλλαγή.

Ο Ιάκωβος είναι ένα μοιρασμένο σώμα.
Το ένα του κομμάτι του το βλέπω
τα’ άλλο χάνεται στη φθορά.
Μόνο το χέρι του τόσο ζεστό
θυμίζει πράγματα που επόθησα
και τ’ αποχτήσανε άλλοι.

Θα φύγω με τον Ιάκωβο.
Πρέπει να συναρμολογήσω τόσα χρόνια.
Εσύ λοιπόν που θα απομείνεις
δώσε παρακαλώ τούτο το μήνυμα
στους επιζώντας.

ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΠΗΝΟΡΑ
Το βράδυ εκείνο ήταν βαρύ ζεστό κι ασάλευτο.
Ο αγέρας μάκραινε τις φλόγες των κεριών
κατά την οροφή. Κουρτίνες βαθυκόκκινες
σκέπαζαν τα παράθυρα και η αυστηρή Σιγή
με βήμα σιγανό πλανιότανε στην έρημη
κλεισμένη σάλα.

Όταν πια κουρασμένος από το σοφό βιβλίο
τα μάτια ανύψωσα, ξάφνου είδα γύρα
πλήθος βουβές μορφές που κοίταγαν ασάλευτα
βαθιά κι αυξαίνανε ήρεμα κοιτάζοντας
ολοένα. Τότε ερώτησα με σοβαρή φωνή:
Φίλοι τι συναχθήκατε και τι γυρεύετε εδώ πέρα;
Δεν αποκρίθηκαν μονάχα κοίταγαν κατάματα
και πίσω ολοένα πλήθαιναν σαν άνεμος
που γιόμισε όλη η σάλα.
Κάπου ιδωμένα πρόσωπα μορφές απαντημένες
στης ζωής το κύλισμα στα πιο δύσκολα χρόνια
σε καταχνιές σε υπόγεια σε φονιάδων δρόμους
στο αίμα επιδέξια στο μαχαίρι στο βιασμό.
Και πάλι ερώτησα μ’ ατάραχη φωνή:
Τι καρτεράτε αμίλητοι πώς μπήκατε εδώ πέρα;
Κι όπως δεν αποκρίνονταν με συνεπήρε η οργή:
Σκυλιά καταραμένα τι γυρεύετε; μιλήστε.
Κουφάρι εσύ τυφλό τι θες; γοργά αποκρίσου
γιατί το χέρι μου με βιάζει το ανυπόμονο.
Τότε αποκρίθηκε ήσυχα: Φίλε θυμήσου
πριν από χρόνια αμέτρητα μ’ ετύφλωσες. Το φως
δώσε μου πίσω που στερήθηκα. Ξάφνου άστραψε
μέσα μου ο κόκκινος θυμός κι είπα: τυφλέ
χάσου απ’ τα μάτια μου πριν σε κερδίσει ο θάνατος.
Δε μίλησε μόνο με κοίταγε βαθιά κι επίμονα.
Δε βάσταξα έστριψα κι αντίκρισα κάποιον Λουκά
νεκρό σαράντα χρόνια τώρα με μια τρομερή
φάουσα στο πρόσωπο. Πιο πίσω τον Ισαάκ
χτικιάρη που τον πήρε ένα πικρό βόλι στην Αλβανία
δίπλα το Μαρκέλλο πιο πέρα τον Αλέξανδρο
που τον εγκρέμισα τη νύχτα σε μια στέρνα σκοτεινή.
Κι όλοι τούτοι με κοίταγαν βουβοί κι ασάλευτοι
με τα πρησμένα μάτια τους καθώς συνάζονταν
και πλήθαιναν τριγύρα μες στην αίθουσα.
Τότε ανατρίχιασα βαθιά μα ωστόσο μπόρεσα
κι εφώναξα με δυνατή φωνή: Σκυλιά
δαίμονες φύγετε κι αδειάστε τη γωνιά. Για σας
δεν έχω τίποτα. Και λέγοντας μπήκα στην κάμαρα
του ύπνου με την κρυφήν ελπίδα πως θα γλίτωνα.
Μα τότε πια η οργή κι ο σκοτεινός θυμός
μου ’πρηξαν τα ρουθούνια. Αμέτρητες μορφές
καρτέραγαν εκεί κι ασάλευτες με κοίταγαν.
Απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα ο αγέρας σιγανός
με μια μουρμούρα υπόκωφη τις αύξαινε
γύρα και συνωθούντανε ακατάπαυστα στην κάμαρη.
Κι ανάμεσά τους είδα με χακί τον Μπίλια
τον Μπίλια εκείνον που ήταν τόσο βρώμικος στο μέτωπο
κι απόρεσα βαθιά και τον ερώτησα με τρέμουσα φωνή:
Μπίλια πώς βρέθηκες εδώ; πώς ήρθες τέτοιαν ώρα;
Δε μίλησε μόνο μου χαμογέλασε γλυκά
κι ύστερα σοβαρός εβάλθηκε να στρώνει το τραπέζι
μ’ ένα μακρύ μαύρο τραπεζομάντιλο που ακούμπαγαν
τα κρόσσια του στο πάτωμα κι άναψε απάνου τρεις
λευκές λαμπάδες σε τρεις ασημένιους κεροστάτες.
Ο τρόμος τότε μου ’λυσε τα γόνατα κι η μνήμη
σαλεύοντας βαθιά μες στην υπόστασή μου ανάσυρε
καθώς ο δύτης από του πελάγου το βυθό κάποια παλιά
λησμονημένη υπόσχεση στο νεκρό φίλο Ελπήνορα.
Και ξάφνου καθώς ένα φως ελάχιστο μες σε βαθιά
σκοτεινή γαλαρία ζυγώνει αυξαίνοντας ολοένα
έτσι μεγάλωσε στον ταραγμένο νου μου η εικόνα του
κι ορθώθηκε ολοζώντανος στα μάτια μου ο Ελπήνωρ.
Το βλέμμα του με κοίταγε γλυκό κι ασάλευτο.
Τα χείλη του κινήθηκαν κι ύστερα πάλε σφάλιζαν
και θάρρεψα πως άκουσα να φτάνει ως την ακοή μου
η υπόκωφη μουρμουριστή φωνή του: Φίλε
καιρό με ξέχασες. Μήτε ένα δείπνο για νεκρό
μήτε μνημόσυνο δεν έταξες για τον Ελπήνορα.
Πικρός ο θάνατος μου ακόμα συνεχίζεται
και με παιδεύει ακόμα πιο πικρός και μαύρος
όσο περνάει ο χρόνος. Λύτρωσέ με φίλε.
Έτσι άκουσα κι η τύψη ορθώθηκε σα σύννεφο
μπροστά μου και τα μάτια μου θολώσανε
ξάφνου από δάκρυα σκοτεινά καθώς ο ποταμός
φουσκώνει το χινόπωρο με την πυκνή βροχή.
Κι όταν πια λιγοστέψανε και σφούγισσα
τα βλέφαρα με την παλάμη κι ύψωσα το βλέμμα μου
για να κοιτάξω τον Ελπήνορα δεν είδα τίποτα.
Κι η κάμαρα κι η σάλα είχαν αδειάσει ξάφνου.
Από τ’ ανοιχτά παράθυρα φύσαγε ένας ζεστός αγέρας.
Το φως φτιασιδωμένο και θανάσιμα θολό
χυνότανε παντού κι ο νοσοκόμος
ολάσπρος μες στην μπλούζα του βαθιά εξαϋλωμένος
σιγούρευε με προσοχή τα μαγικά βοτάνια
σειρά -σειρά στ’ αψηλό ράφι.

ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ («Ου γαρ σάρκας τε και οστέα έχει…» ΟΜΗΡΟΣ)
Πεθαμένος στα δύσκολα χρόνια
μια μέρα ξαφνικά που αντίκρισε
τις κόκκινες οξιές πιο χαμηλά
το σπίτι το πνιγμένο στον ποταμό.
Τώρα στυπόχαρτα μελάνι διαβήτες.
Απορώ πώς ήρθε αξύριστος την ώρα
που κούρδιζα το μεγάλο εκκρεμές
και του εφώναξα σαν να τον έβλεπα
να ξύνει όπως παλιά τα νύχια του
με το σουγιά. Ε Φίλιππε
γιόμισε παρακαλώ την πίπα μου. Ο καπνός
είναι δεξιά πιο πέρα στο ντουλάπι.
Τότε τριγύρω σφίχτηκε αμνημόνευτη σιγή.
Κι έστριψα. Παράξενο
ήμουνα σίγουρος που ήταν ο Φίλιππος
κοντά στη γωνιά του τραπεζιού μ’ εκείνη
την τρύπα στο λαιμό που τον έκανε
να μοιάζει με λείψανο.

Δεν θα ’χει τώρα μήτε σάρκα μήτε οστά.
Τα γένια του όμως θα ’χουνε θεριέψει.

ΤΟΠΙΟ
Βράχια γυμνά χτυπάς δεν αντηχεί νερό.
Ένα χωνί μονάχα ανοίγει από τον άνεμο.
Χώμα πιο χαμηλά και φως σε χρώμα χρυσαφί.
Πιο πάνω το χαμένο δάσος που γυρεύαμε
πιο κάτω οι γέφυρες στεγνές τα κυπαρίσσια
χωμένα μες στον ασβεστόλιθο.
Άσπρο σε μαύρο.

Πάμε μαζί μονάχα με τη διψασμένη αφή
μέσα στο βαθύ πράσινο πιο πέρα μελανί
γυαλιστερό πηγμένο αλάτι πάμε εκεί
που η βλάστηση φαρμακερή μαυρίζει.
Ο άνεμος τύραννός τη μέρα και τη νύχτα τύραννος
τρίβεται με το φως σκάβει ακατάπαυστα.
Πάμε μαζί. Πιο κάτω θα φωνάξουμε
και θα ξυπνήσουμε γυμνοί και θα ’ναι
κύκνοι κι αγριοπερίστερα
στην άσπρη μέρα.

ΛΕΟΝΩΡΑ
Η συνοικία αφώτιστη κλεισμένος κήπος απουσία και λήθη
Χωμάτινη δροσιά πλημμύριζε έρποντας με βουήν υπόκωφη
τα’ αμφίβολο κενό τη νύχτας.
Και τώρα τρέχοντας με μαύρο αμάξι στα τυφλά για  τη Λεονώρα
για τη χαμένη μες στο αθόρυβο των χρόνων κύλισμα Λεονώρα

τη βόρια θύραν έκρουσα κι ως άνοιξε στο σκαλί η Μάνα
φριχτά ρυτιδωμένη επρόσμενε στα χέρια εκράταγε τοΛύχνο
κι αμίλητη μ’ α οδήγαγε στο βαθύ διάδρομο. Στις κάμαρες
γνώριμη θαλπωρή όπου αντάμωσα τόσες φορές την όμορφη Λεονώρα.
Κι ιδού ένας γέροντας όλο πληγές φλούδα μονάχα σώματος
σάρκα όλη μόλεμα λιωμένη από του πυρετού τη φλόγωση
πεθαίνοντας αργά ένα θάνατο σοφά μελετημένο.
Και δίπλα στη μεγάλη τράπεζα ντυμένη σε μετάξι ολόμαυρο
όρθια στεκότανε η Λεονώρα. Επάνω της ένα ανεπαίσθητο στοιχείο φθοράς
πλανιότανε καθώς με  νέαν ορμή μπουμπούκιαζε η οργιαστική ομορφιά της.
Και τη θυμήθηκα χιλιάδες χρόνια πριν –δεν έχει χορτασμό ή μνήμη-
που χόρευε σε πυρωμένες αίθουσες αφήνοντας το σώμα της ολάκερο σε μέθη ασυλλόγιστη.
Ξάφνου
μίλησε ο γέροντας κι ακούστηκε
στην αίθουσα μοιραία βαθιά  και σκοτεινή τούτη η φωνή:
Να πλύνεις τη συνείδηση σε μεταμέλεια μπαίνοντας για τα έργα του μυαλού.
Διώξε το ρύπο. Ό,τι φθαρτό απομένει ανήκει στο έλεος της φωτιάς.
Τι αρπάζεσαι από την ψυχή που λιγοστεύει εδώ γυμνή και χάνεται;
Να ’ρθεις μονάχος σου το Σάββατο
Κι έπειτα εβάλθηκε
να ξύνει αδιάφορος το πληγιασμένο δέρμα. Μα η Λεονώρα
δεν ήταν πλέον εκεί κι ενώ στον ταραγμένο νου μου ακουγόταν
ακόμα  πιο βαθιά του Γέροντα η φωνή μπήκα στην άλλη κάμαρα
κι εκεί είδα τη Λεονώρα.
Με τα μαλλιά τ’ αστραφτερά χυμένα στο προσκέφαλο κοιμότανε
και την αγκάλιασα με μια λαχτάρα αχόρταγη και την εφίλησα
παράφορα κι εξύπνησε η Λεονώρα κι ήταν Άνοιξη
μέσα στον Πρώτο Κόσμο.

Έπειτα εβγήκαμε. Διαβήκαμε πίσω απ’ τα χαλασμένα οικήματα
γιομάτα από γυναίκες δολερές άνδρες με σκοτεινό μυαλό που μίλαγαν
για φόνο και βιασμό ψιθυριστά.
Ψηλά στο σάπιο ξύλινο
μπαλκόνι έστεκε ο Γέροντας κι εκράταγε το  Λύχνο. Ίδιος φλεγόμενος
ακέραιος λυχνοστάτης φώτιζε κι εμίλαγε με ταραγμένα λόγια:
Πλύνε τα χέρια σου. Το  Σάββατο να ’ρθεις. Σου τάζω το Βαλέ
Κι εμπήκαμε στο χώρο εκείνο που ήταν έρημος.  Σάκοι άλευρα
χυμένα εδώ κι εκεί και το ψωμί ζεστό ακόμα σαν τη σάρκα
πηχτός αγέρας σκοτεινός ακινητούσε γύρω μας.
Τότε άδραξα
με χέρια πεινασμένα τη Λεονώρα που άχνιζε από τη θέρμη ολάκερη
κι εφώναξα: Λεονώρα τι είναι τούτη η αρρώστια που σε τρώει θανάσιμη;
κι απάντησε: Το Γέροντα θυμήσου. Κάποια νύχτα
μια νύχτα αλλοτινή μες στο γαλάζιο καμπαρέ γλεντούσαμε
κι ήσουνα μεθυσμένη κι ο Πρωτευουσιάνος μου ’πε σοβαρά:
Είσαι τρελή Λεονώρα απίστευτα τρελή. Και του είπα αδίσταχτα
γιατί είχανε φανερωθεί τα αλάθευτα σημάδια:
Θα με χαλάσουν κάποτε η αρχή θα γίνει κι έγινε κι εκείνος
ήταν γραμμένος στο Βαλέ κι άδειασε το κορμί τουγρήγορα.

Εικόνα ακανίκητη τυφλού κι απίστευτου παραδομού.
Σημαδεμένα ανεπανόρθωτα από τη γοργή φθορά καθώς
την είχα αδράξει ανήσυχα από τα χέρια μου έφευγε η Λεονώρα
κι από την πείνα μου βρισκότανε κιόλας μακριά. Κι εφώναξα
Λεονώρα!
Δε μίλησε μόνο έστριψε κι εχαμογέλασε γλυκά κι ύστερα εχάθη
ζεστό παράφορο λευκό παλλόμενο όραμα στο κύλισμα της νύχτας.
Κι έμεινα μόνος. Γύρα εφλομωνε αδυσώπητος αγέρας κι επερίσσευε
καθώς ανάστατες ακούγοντας κραυγές κι ολάκερο
το υπόγειο εκείνο εγιόμισε μεμιάς
από γυναίκες που γυρεύανε ψωμί και μη λαβαίνοντας
απόκριση καμιά σαλεύανε τα χέρα και κραυγάζανε έξαλλες
και φανερά οργισμένες.

ΜΕΓΙΣΤΗ ΘΥΡΑ (από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 1951)
Μια νύχτα κάτω δάσος σκοτεινό
κι επάνω η ατμόσφαιρα σαν ώρα εγκλήματος
σε κάμαρη φριχτού ξενοδοχείου η Ελένη
βυθίζοντας τα χείλη μου σε φίλημα βαθύ
κειτότανε κι ευώδιαζε κήπος της Μεσογείου.
Στον τοίχο απέναντι μια άσπρη λουρίδα
χυνότανε φωτός.
Κραυγές έξω στο δρόμο γύρευαν
αίμα κι υποταγή.
Κι ήτανε όπως τις εποχές
που γύριζα σε πολιτείες αλλοτινές
γεμάτες καταχνιά
και πλήθος έκαιγαν οι δάδες στα τετράγωνα
ενώ γυμνή της νύχτας άσπρο κόκκινο
μες σε καπνούς που θόλωναν κι αλκόολ
με μάτια ημίκλειστα και σάρκα μαύρη
η Ελένη χόρευε…

Μα εδώ καθώς ολάκερη
βραδιά διαβαίνει ποταμός φλεγόμενος εδώ
η Ελένη με το σώμα της τυφλό και κόκκινο
βυθίζει ανάστατη τα χείλη μου σε φίλημα βαθύ.
Και τούτη η σάρκα κύτταρο που επλάστηκε
απ’ της Ελένης τη φθορά μια σάρκα
ήλιος και θάλασσα βυθός όπου σαπίζουν
ήσυχα πλοία και ναύτες και παλιά χαρτιά-
ω Ελένη μαύρο ευωδιασμένο αντίγραφο
ζεστοί μαστοί μαύρα ώριμα τσαμπιά σταφύλι
μαύρη σκοτεινιασμένη υπόσταση
μαύρη μες στον καπνό της μνήμης μαύρη Ελένη.

Έτσι βαδίζαμε κι οι τρεις.
Η Ελένη εγώ κι η Ελένη η αλλοτινή
για τη μεγάλη θύρα.
Κι αρχίσαμε ν’ αγγίζουμε τα πράγματα
χωρίς την αδυσώπητη έφοδο των γεγονότων.
Ξέρω τέλος δεν ήτανε
το σάλεμα που αδημονούσε μέσα μας.
Είχαμε γίνει τόσο διάφανοι βαδίζοντας
ανάμεσα στης σάρκας τη φωτιά και τους καπνούς των λόγων
και ανοίγαμε χιλιάδες θύρες
καθεμιά θύρα άφηνε μπροστά μας μια άλλη
κι ανοίγαμε κι αλάφραινε το σώμα συνεχώς
από τον άνεμο που φύσαγε ένα γύρω.

Τότε μες στη βροχή σηκώθηκε ο μονόφθαλμος.
Το μούτρο του άσπρο σαν την κιμωλία ολάσπρο
καθώς ο βασιλιάς Ψαμμίτιχος στο φέρετρό του.
Κι εφώναξε.
Παράξενο άκουσα την άσπρη του φωνή
κι αναθυμήθηκα την καμαριέρα στον κινηματογράφο
μιας απαράγραπτης ρουτίνας.
Έλεγε λοιπόν:
βαδίστε ανοίχτε διάπλατα τούτες τις θύρες
πιάστε τη σκόνη που σας έφαγε τα δάχτυλα
διαβάστε τις γραφές ονόματα σβησμένα.
Κι ακούσαμε από πάνω μας φτερούγες
που δεν τις βλέπαμε όμως τις νιώθαμε
σε σύναξη πυκνή σωμάτων ή ίσκιων
κι ακούσαμε το μέγα ψίθυρο
ως να ’ρχονταν χιλιάδες αυτοκίνητα
κι ο βασιλιάς Ψαμμίτιχος
άσπρος μες τον καπνό των λόφων.

Πώς έφυγαν δεν άκουσα πώς σβήσανε όλα
μέσα στην αδυσώπητη έφοδο των γεγονότων
και βρέθηκα σ’ αυτό το μαύρο τέλμα του ύπνου
που λύνονταν.
Η μνήμη γέμιζε πάλε πληγές
από την πρώτη ζωή που γνώρισα
κι από τη σάρκα
παράθυρο ανοιχτό διάβαινε η νύχτα ολάκερη
κι έσκυβε η Ελένη ορμητικά
κι αγκάλιαζε τους κήπους
που ευωδιάζανε κλειστοί
μπαλσαμωμένοι τάφοι

ΑΔΗΣ (ποιητική άσκηση που γράφτηκε με συνεργασία του Γιώργη Παυλόπουλου)
Τίποτα δεν θυμάμαι κατεβαίνοντας τη σκάλα
τώρα που τα τύμπανα δυναμώνουν στην ακατοίκητη σιωπή.
Μήτε τα χείλη μου σαλεύουνε καθώς φωνάζουν απ’ τον ουρανό
και ξετυλίγουν το σχοινί.
Τι απόκριση να δώσω;

Στο επάνω επίπεδο πλέουνε άσπρα τα νησιά μέσα στη νηνεμία
Όλα τα πρόσωπα χαμογελούν τυφλά στον άμμο
κι ο ίσκιος μου είναι ακίνητος στον ουρανό καθώς κοιτάζω
κατεβαίνοντας
ολοένα.

Τα νησιά συλλογίζομαι δεν είναι επάνω. Η αυταπάτη
με κέρδισε κι αυξαίνει όσο βυθίζομαι βαθύτερα.
Κι αν δώσω απόκριση τα λόγια θα ’ναι χωρίς σημασία καμιά
γιατί το στίγμα του θανάτου μου είναι μόνο μέσα στον ήλιο
και μάταια το γυρεύουν όσοι απλώνουνε σχοινιά.
Κατεβαίνοντας λοιπόν θαρρώ πως είδα
παλιές εικόνες ή τοπία του ύπνου να γυρίζουν όπως όταν
ξυπνά κανείς απότομα κι έχει νυχτώσει απ’ ώρα και στο κάτω πάτωμα
μιλάνε δυνατά.
Εντούτοις οι νεκροί
δεν αποκρίνονται μονάχα συνδαυλίζουνε την αρχική φωτιά
μήτε ξυπνάνε κατεβαίνοντας ολοένα στο σκοτάδι
σαν κάμπιες φωτεινές σαλεύοντας πάνω σε μαύρα φύλλα.
[ΠΟΙΗΜΑΤΑ από το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ του Τάκη Σινόπουλου, που από τη φύση του φτιαγμένος να παραξενεύεται, μοιράζεται στα δύο: από τη μια λέει να πάει εκεί κοντά στον ΚΑΙΟΜΕΝΟ που μπήκε στη φωτιά καταμόναχος και αναλίσκεται περήφανος, και από την άλλη διστάζει να πάει κοντά να τον αγγίξει με το χέρι του. Διότι στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. Ο Ποιητής μοιράζεται στα δύο]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ