Κυριακή 29 Μαΐου 2022

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΣΤΕΡΕΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΡΑΠΕΣ ΞΕΧΩΝΟΥΝΕ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ..

 (… που τα μωρά γυρίζουνε στη μήτρα τους και τα γλοιώδη έμβρυα στην αναμονή τους…)

Θα κυλήσει δάκρυ πολύ, να μουσκέψει ως το κόκαλο τους ήρεμους διαβάτες των πόλεων, τους βιαστικούς ταξιδιώτες των ουράνιων δρόμων, τους ελεύθερους σκοπευτές της αγάπης. Θα κυλήσει δάκρυ πολύ, κάθε σταγόνα αξίζοντας ωκεανούς αιμάτων, βγαλμένη απ’ το μεδούλι του πιο αβάσταχτου πόνου, απ’ τις ζεστές οιμωγές της πιο μαύρης δουλείας. Θα πέφτουν οι νύχτες πάνω στις νύχτες, και το σκληρό παπούτσι πιέζοντας τον θλιβερό πολτό, τ’ ανθρώπινα ονόματα. Θ’ ανθίζουνε οι μύτες του καρφιού, οι άκρες του ξίφους, ένα ξυράφι ακονισμένο και λαμπρό θα κόβει αργά, μα στέρεα, τα λίπη της ωραίας ορατότητας. Εκεί ο σαρκικός καρκίνος, το αδίστακτο σκουλήκι του μυαλού και ο διάβολος που – μπήγοντας με απαίσιους συριγμούς τον διαβήτη του στην άκρη του ματιού – διαγράφει κύκλους κύματα, ορίζοντας τ’ απέραντα τεμένη της λατρείας του, σημειώνοντας με λερωμένο δάχτυλο στο μέτωπο τους λίγους εκλεκτούς του. Κι απάνω με μαστίγιο η αλήθεια, κωφάλαλη χτυπώντας δέρνοντας βαθιά εκείνους που της δόθηκαν – γιατί κολάζει ο Θεός μονάχα τους πιστούς του, γιατί γροθοκοπάμε αυτούς που μας αγάπησαν, γιατί ο χρόνος σβήνει όσους τον τρέμουνε, γιατί η θάλασσα ρουφάει τους ναυτικούς και ο αέρας τους αεροπόρους, γιατί οι μανάδες φοβερίζουνε τα τρυφερά παιδιά τους, και το παιδί κλωτσάει μέχρι αίματος το τρυφερό γατί που του εμπιστεύτηκαν. Εκεί λοιπόν, που ανοίγουν τα νερά του στερεώματος και αστραπές ξεχώνουνε τις ρίζες τ’ ουρανού· που τα μωρά γυρίζουνε στη μήτρα τους και τα γλοιώδη έμβρυα στην αναμονή τους. Το πετρέλαιο ποτίζει τα εργοστάσια, το σπέρμα τον πόνο, κι η Γνώση ένα τεράστιο δένδρο βγαίνοντας απ’ τον νεκρό καιρό, να δείχνουνε τα δάχτυλα κλαδιά του εκατομμύρια δρόμους. Εκεί το δάκρυ, εκεί το αίμα, το κίτρινο ποτάμι των εκκρίσεων, η λίμνη του πυρός η καιόμενη εν θείω, το παγωμένο πέλαγο των αισθημάτων σου, όπου πετάνε κρώζοντας ανθρωποφάγοι γλάροι, όπου πετρώδη σύννεφα  σηκώνουν σιντριβάνια, και μόνη η Κιβωτός Χαμόγελο  τραβάει ακυβέρνητη, παλεύοντας αγέρωχη τη μυστική – αλλ’ ένδοξη – αυτοκρατορία του μίσους.

[Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΧΑΜΟΓΕΛΟ  από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981 - συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]

 


Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)

Συνειδητά μισεί   Ο Σατανάς   το μαύρο

Ξέρει εκεί πως εύκολα προδίνεται

Ντύνεται άσπρος   Κίτρινος της πρόχειρης χαράς

Γίνεται ο μπλε δεν πνίγεται

Κολλάει στο θόλο αισχρά χειρονομεί

Μ’ αδιόρατες κινήσεις που εκλαμβάνονται

Πότε σαν σύννεφο πότε σαν καταιγίδα.

«Πεθαίνω όταν μ’ αφήνουνε» στριγγλίζει

Και βάφει όλο το δέρμα του στο γκρι

Μοιάζει βαρύς χειμώνας   Αυτός της εγκατάλειψης

Αλλ’ η φυγή αναπόφευκτη    Ν’ αλλάζει ο χρόνος εποχές

Το τρυφερό χορτάρι φουσκωμένο θάνατο

Να βγει ξανά στο φως   Ν’ αδειάσει τόσο μονοξείδιο ανυπαρξίας.

 

Α, η ρόδα η σοφή της επανάληψης

Όταν μετά από βροχή

Την ορατή πλευρά της λέμε   Ουράνιο Τόξο

Ενώ αυτή για νέο κατακλυσμό προειδοποιεί

Έτσι απαλά   Μ’ εφτά χορδές χρωμάτων, μην τρομάξουμε

Μην καταπέσουμε απ’ το πένθιμο   Χρησμό της

Οι θνητοί.

 

Ο σατανάς μισεί, φαντάζομαι,   Το μαύρο:

Του ανοίγει στο μυαλό η πληγή της γέννησης

Ήταν εκεί το πρώτο καταφύγιο

Οι γαλαξίες εκεί που βύζανε για αιώνες

Έριξε πέτρα, ο Άσωτος

Μια νύχτα μόνο ήρθε: φίλησε   το φλογισμένο στόμα

Και λάμπει τώρα σε μικρούς σχηματισμούς

Το πύον της σύφιλης  

Σπυριά γεμάτο   το αστρικό στερέωμα

 

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Η τιμωρία του Μεγάλου Αμαρτωλού

είν’ η   μετάνοια

Καθώς το μαύρο καταρράκτης

μέσα του   ξεπλένει

Ως και τα λίγα ακόμα ίχνη   αθωότητας.

Οι Σύντροφοι τον βλέπουν βλοσυρά

Τον περιπαίζει η σάρκα

με υποσχέσεις    διάρκειας

Αυτός   που πάει να συλλαβίσει το «αγαπώ»

Γλιστράει ασήμαντος,

Σε μουσική από πάγο.

 

Τώρα θα μάθει:

Το καλό ισορροπεί

Ό,τι ονομάζουμε οικονομία της φύσης

Όταν σε θύμα μεταλλάσσεται   ο ένοχος

Και βγαίνει ο άλλος του εαυτός   Να καθαρίσει

Τώρα θα μάθει:   Το καλό αναδεύεται

Στην άρρωστη κοιλιά της πράξης

Βγαίνουν μωρά  

Σχιζοφρενή   Και ανήμπορα

Δυο – δυο κρατιούνται

Μπουσουλάνε στα τυφλά,   Τουμπανιασμένα

Τα  μαζεύει   Ο Σκουπιδιάρης

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]

 

ADVOCATUS DIABOLI

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)

Ο διάβολος είναι κι εκείνος

στρουμπουλός

Γεννήθηκε σε φάτνη   της φθοράς

Τώρα γυρνάει χαράζοντας

Διασταυρούμενα σφυρά   στα επουράνια

 

Η ομορφιά είναι ένα λάθος βασικό της μνήμης

-Θα ’λεγα –

Πριν βγάλει (μέσα) κέρατα   και ουρά

Πριν γίνει ανεπανόρθωτα

Ο φρικαλέος   Τράγος.

 

Τώρα ξυπνάει σφυρίζοντας

Τώρα φουσκώνει το διάστημα με ωδές

Κάνει μικρά τεχνάσματα

Θέλει να πέσει να πνιγεί

Θέλει να πάει στη μάνα του

Δεν έχει τίποτα να κάνει σκοτεινό

-Οι άγγελοι ως και σ’ αυτό

τον έχουν ξεπεράσει

 

ΔΙΑΛΥΣΗ

Μια – μια οι λέξεις βγαίνουν στον αφρό

Κι εκείνος

Με τ’ ακοίμητο καμάκι

Ξεκοιλιάζει.

 

Ο ε λ δ ι α κ β ε σ ο υ σ ι α

σ ι ε λ ι ε ο λ η σ ε ι α

 

«Τώρα θα χάσουμε

Τ’ ωραίο πανηγύρι

Την τρυφερή τροφή»

 

(Μέσα μου έν’ άθλιο υποκείμενο γκρινιάζει

Χαλάει της μνήμης μου το κεντρικό γρανάζι)

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]

 

ΛΕΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)

Όταν χτυπάει των φίλων μου την πόρτα

Είναι τυφλός.

Συστήνεται ως δαιμόνιο

Ρίχνει τη μάσκα τους κρατάει ομήρους του

Διδάσκει.

 

«Ο λόγος ήταν ήδη εν αρχή

Πριν καν υπάρξουνε τ’ αυτιά

Μια λέξη ακατασκεύαστη ένας ήχος

Πριν σπάσει ο κόσμος σε κομμάτια να χαθεί

Μια συλλαβή πριν συλληφθεί και η λέξη,

Το Α!   της έκπληξης,

Που έγινε η πηγή

Και βγήκε η γη, μια θάλασσα χρωμάτων

Κι έπνιξε

Το πρώτο – πρώτο μαύρο

Το εμβρυακό   Το αναίμακτο».

 

(Εκείνοι ακούνε τρέμοντας

Μουγκρίζουν ακατάληπτα

Τρυπούν τις φλέβες, χύνονται

τα σκοτεινά νερά, ορυμαγδός

οι στίχοι).

 

«Έτσι γεννήθηκα κι εγώ·

ήθελε κάτι σκούρο απάνω ν’ απλωθεί

Να δείξει

Αντίθετη στο δέρμα μου η ασπράδα του

Στη βρομερή ψυχή το μεγαλείο της άφεσης.

Όμως σοφό, σοφό το κτίσμα πιο πολύ

απ’ τον μάστορη

Γιατί με απόγνωση κερδίζεται η γνώση

Και τώρα ο Μάστορης διασχίζοντας το φως του

με καλεί

-Μα εγώ κρυφά

Σπάω με σφυρί τις λέξεις του

Και  βρίσκω μέσα τους απ’ την αρχή:

Δικιά μου

Αυθύπαρκτη

Απόρθητη

Παρθένα»

 

Η ΔΟΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΙΣΗΣ

Στα τρυφερά – μα δύσκαμπτα – κλωνάρια  της πανούργας έμπευσης

Κοιτάω με περιέργεια – σπασμένη απ’ τη συνήθεια –

Τους θλιβερούς ανθούς των λέξεων·

Καθώς την άνοιξη που φουρτουνιάζει η φύση

Και λάμπουν οι αφροί των λουλουδιών

Στα λιγωμένα πέλαγα των κήπων.

 

Λέω: τι άδηλες μεταμορφώσεις σκέφτεται ο Δόλιος

Τι ζωηρά επιχρίσματα τα χρώματα

Τι φρούτα κόκκινα βαραίνουν πάνω απ’ τους γκρεμούς

Αν τύχει κάποτε το ρήμα και ωριμάσει!

 

Όμως, τα μάτια μου γεννάνε κάμπιες στους ανθούς

Κι είναι τα δόντια μου

σπασμένα απ’ τα κουκούτσια

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]

 

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)

Πάλι τον είδα.

Έμπαινε άνοιξη

Γύρισε κι έφτυσε τη γη

Σάλιο πράσινο πηχτό

Με κάμπιες με σκουλήκια

Που πήρε σχήμα φύλλου μίσχου

Που πέταξε ένα κόκκινο χωνί

Που κάλεσε ένα γύρω πεταλούδες

Που   σε παρωδία έπαιξε την πρώτη δημιουργία

Που   το χάπι κατάπιε της γύρης

Που άφρισε κάποια στιγμή το σκοτεινό του πνεύμα –

Μα η απειλή του φάνηκε σαν κίνηση αέρα

Σαν χορικό   Απλό χιλιοπαιγμένο

Απ’ την αρχαία   αλληγορία των εποχών

 

DISCOTHEQUE

Τη νύχτα ανοίγει ένα υπόγειο μουσικές

Και φώτα από την ίριδα του μαύρου

Εκεί χορεύει λιώνει τα στυφά   σταφύλια της χαράς

Φυσάει να πυρώσουνε τα κάρβουνα στον κύκλο

Κι οι πυροβάτες της λατρείας του   Που μέθυσαν ξανά

Γυμνοί συντρίβουν τα γυαλιά της λογικής

Μ’ αίμα τυπώνουνε στην πίστα   τα πατήματά τους.

Α, α,   Πηδάει μέσα τους πηδάει ανάμεσά τους

Ο μάγος με λυγμούς με αλαλαγμούς

-Χωρίς κανένα κόκαλο –

Χτυπώντας τον ρυθμό:

Ωραίος, τεράστιος,

Με πέτσινα στενά   Και μ’ αλυσίδες.

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]

 

Η ΜΟΝΗ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ   ΜΟΝΟ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΙ…

(… Ποιος ξέρει αλήθεια αν είμ εγώ  εσύ  αυτός ή ένα έρμαιο Ποίημα…)

 Αν πέρασες για λίγο στο τραγούδι μου   Είναι που δεν υπάρχεις   Αφού ό,τι ζει   Μιλάει μονάχο για τη δόξα της ζωής του   Αφού ό,τι έζησε   Ξεφούσκωσε στο φως   Το θούριο το μπαλόνι του θριάμβου του.   Όμως κι εσύ τραγούδησες σωστά,   Με σιωπή,   Περίμενες να εξαντληθεί ο Ύμνος   Να σβήσουν τα καντήλια της θεότητας   Καθώς εκείνο που λατρεύτηκε ξεφτάει   Κι αυτό που ειπώθηκε το παίρνει ο καιρός   Τ’ αλέθει η λήθη το σκορπάει στο Έγινε.   Τραγούδησες σωστά, με σιωπή,      Βουίξανε οι σάλπιγγες της μήτρας   Κι απάντησε στην ίδια γλώσσα ο θάνατος   Άηχη φωνή   Πηχτό ακατάσχετο το μαύρο απ’ την αρχή   Μέσα του λιώνει   Με στριγγλιές φωτος   Η σφαίρα   [Ο ΔΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ από την ομότιτλη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη – συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδοσεις Καστανιώτης]

Δευτέρα, 30 Μαΐου 2022

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

ΑΝΑΜΕΣΑ ΒΡΑΧΩΝ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗΣ επιζών ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΙΩΠΗΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑΣ

 (… σ’ όνειρο ανάστατο σε μνήμη φοβερή…):


Βασανισμένο πρόσωπο τώρα βασανισμένο

 ανάμεσα σε δυο βουνά ανατέλλοντας

σε τούτη τη ρωγμή διψώντας

όγκοι διαστήματα και βράχοι και βουνά    τώρα διψώντας

κανένα πέρασμα δεν είναι να το εμπιστευτείς   κανένας δρόμος

τώρα φωνάζοντας ανάμεσα σε δυο ήλιους φοβερούς

μη ξέροντας γιατί φωνάζω τη νύχτα ποιον φωνάζω τη νύχτα

η νύχτα τι σημαίνει μη ξέροντας αν υπάρχει η νύχτα

μέσα στη νύχτα αν η νύχτα χάνεται σε τούτα τα σιωπηλά βουνά

γύρω βουνά και χώματα υπομένοντας

εδώ τη νύχτα μου υπομένοντας

ανατέλλοντας και δύοντας ακατάπαυστα

πέφτοντας σε γυμνή σκέψη δίχως πράξη σε γυμνό στοχασμό

ακούγοντας τον ήχο που ακούγεται   ακούγοντας το τύμπανο

ακούγοντας ολοένα τύμπανα - τύμπανα - τύμπανα

ακούγοντας τύμπανα και σιωπή

στρέφοντας το πρόσωπο εκεί που βασιλεύει η σιωπή

νιώθοντας τύμπανα περιμένοντας τύμπανα ακούγοντας τύμπανα

ανάμεσα βράχων και σιωπής ανάμεσα σιωπής και νύχτας

ανάμεσα διαστήματος και διαστήματος

 ανατέλλοντας και δύοντας

πέφτοντας ακατάπαυστα   σ’ όνειρο ανάστατο σε μνήμη φοβερή

μάρτυρας των βουνών   μάρτυρας τούτων των βουνών

υπάρχω.

(Ο ΕΠΙΖΩΝ, εισαγωγική ενότητα από μια σύνθεση του Τάκη Σινόπουλου που αποτελεί τη δεύτερη ενότητα στη συλλογή  Η ΝΥΧΤΑ και Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ  1959 - συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι  1951 - 1964 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ)

Ο ΕΠΙΖΩΝ: η συνέχεια του ποιήματος αμέσως παρακάτω:

 


ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΠΙΖΩΝ ΕΓΩ ΑΝΑΓΓΕΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

(… τώρα διψώντας και φωνάζοντας ανάμεσα σε δυο εποχές…)

Είναι μια στέγη τα βουνά καθρέφτες  στρέφουνε το φως

σ’ άλλα βουνά

ήχος πουλιών συννεφιάζει ψηλά τον αιθέρα

άνεμοι κορυφών ιαχές με φεγγοβόλα οράματα

ανίδωτοι άνεμοι σαρώσανε τη γη

φτερούγες άνεμοι - άνεμοι

σα να ’ρχονταν από μακριά ένας κόσμος και να χάνονταν

ο βράχος σε κοιτάζει όταν κοιτάζεις στρέφοντας

χωρίς κανένα πρόσωπο την όψη χάνοντας εδώ κι εκεί

ποτέ την όψη φανερώνοντας μήτε πιο πέρα

εκεί που η όψη στα βουνά φωτίζεται

και δείχνει βράχια σε γυμνή διαδοχή

διαδοχή των βράχων του κενού

διαδοχή του αιθέρα

και το τύμπανο

το τύμπανο

ακούγοντας κάτω από το χτύπο του τυμπάνου το δάσος να ’ρχεται

όπου το σκίνου η ανασαιμιά του πριναριού το σκίρτημα

όπου το σύρσιμο του αστρίτη  το στριμμένο γέλιο της νυφίτσας

η σκιά του λύκου αόρατη η φωνή αόρατη

υπάρχοντας παντού ακόμα και στο ξερό φως του χόρτου

στρέφοντας εικόνες σ’ ακαθόριστα κύματα

αν φύγει το μεσημέρι καθρέφτης το δάσος θα σβήσει

και μια βοή ένα παγερό άκουσμα

ξερό το φως

το πρώτο τύμπανο

η τουφεκιά

υφασμένη με το στερνό φως που δεν υπάρχει φως

υφασμένη με την αναγγελία της νύχτας

το πρώτο τύμπανο κι ιδού

μάρτυρας επιζών εγώ αναγγέλλοντας

την ανάγκη του τυμπάνου αναγγέλλοντας

την ανάγκη της νύχτας

τώρα διψώντας και φωνάζοντας

ανάμεσα σε δυο εποχές

σε δυο τροχούς ανάμεσα

διψώντας και πονώντας και φωνάζοντας

σφηνωμένος ανάμεσα

σε τούτες τις γυμνές   λαβίδες

τα βουνά.

 

ΑΝ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΑΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΦΕΚΙΑ, ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΤΟ ΤΟΥΦΕΚΙ, ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ Η ΤΟΥΦΕΚΙΑ…

(… αν το κακό δεν ήταν βαθύτερο κακό…)

Υποταγμένοι σ’ ένα τουφέκι σε μια τουφεκιά

σιωπηλοί κι υποταγμένοι – αν είχαμε κοιτάξει σωστά

το πρόσωπο φαγωμένο στου κέδρου τη δροσιά – αν είχαμε προνοήσει

τιρ-λιρ τιρ-λιρ στου κέδρου τη δροσιά

ανάμεσα ήλιος άστραφτε

όλη τη μέρα στάλες

κύλαγε η σιωπηλή βροχή

τυλίγοντας τιρ-λιρ τυλίγοντας

το πρόσωπο τιρ-λιρ – αν είχαμε αγαπήσει

αργά σα νύχτωσε μόνος ανάσαινα κοιτώντας όλη νύχτα τη νύχτα

και τ’ άστρα το ’να κόκκινο και τ’ άλλο κόκκινο

συμφώνησα με τον καιρό συμφωνήσαμε ξεκινήσαμε

από τούτο το σημάδι που χτυπήσαμε

κάπου πήγαμε κάπου σταματήσαμε – αν είχαμε σταματήσει –

σε κείνο το σημάδι ζυγιάζοντας τον καιρό.   Μα πού είναι;

Πού είναι τώρα τα παιδιά μου σε ποιον αγέρα

μες στον αγέρα του λύκου τροφή

πού είναι τώρα οι πατέρες μου σε ποιον αγέρα

μες στον αγέρα του λύκου τροφή

πού είναι το σπίτι μου κάτω απ’ το πόδι του κακού

κι εγώ πού είμαι

σε ποια πατρίδα κείτομαι σε ποια χώρα δίχως όνομα

στα χέρια μου κρατώντας το ζυγοστάτη του χαμού

τα χρόνια μου ζυγιάζοντας σε τούτα τα περάσματα

ξύλα και πέτρες κάψαλα και κάψαλα.   Μα πού είναι;

Πού είναι ο δρόμος για το χωράφι ο δρόμος που επιστρέφει απ’ το χωράφι

το πρόβατο αργοπορώντας πάνω στο χόρτο το τραγί στη μουσκεμένη λάκκα

μακραίνοντας ήσυχα βρίσκοντας ήσυχα ανασαίνοντας

ήσυχα το μουλάρι στο φράχτη λουσμένο με φως

πού είναι το φως ο αέρας ο καιρός

πού είναι ο ζεστός καιρός στο λόφο κάτω πέρα στο ποτάμι

πού είναι το πρόβατο και το τραγί   και το ποτάμι;

 

Τιρ-λιρ κάψαλα χώματα είναι στα βουνά

 

Τώρα θρηνώντας    πάνω σε τούτο το έρημο σκαλί

περιμένοντας  όπως το λαβωμένο αγρίμι τη νύχτα

φωνάζοντας όλη νύχτα τη νύχτα τα παιδιά μου γυρεύοντας

τον πατέρα μου γυρεύοντας τη μάνα μου γυρεύοντας

τη γυναίκα μου γυρεύοντας ακούγοντας

ένα σύρσιμο βροχής το σφυγμό της

τώρα γυρεύοντας εκείνο γυρεύοντας εκείνο γυρεύοντας

μη ξέροντας τι γυρεύοντας βογκώντας

γυρεύοντας ποιον γυρεύοντας με γκρεμισμένη ράχη

σπρώχνοντας με τη ράχη τούτα τ’ αμετακίνητα βουνά

περνώντας και περνώντας το καμένο δάσος γυρίζοντας

ξανά στην ξέρα όπου το δάσος χάνεται χωρίς επιστροφή

παραμονεύοντας ένα πέρασμα

παραμονεύοντας ένα οποιοδήποτε πέρασμα

που να μην είναι βράχος και σιωπή που να μην είναι αγέρας και σιωπή

τιρ-λιρ.

 

 

ΑΝ ΕΙΧΑΜΕ ΑΦΗΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ…

(… εκεί στην άκρη… που χτυπάει ο σφυγμός του ανθρώπου μες στο λαμπύρισμα της φωτιάς…)

Αν είχαν όλα σχεδιαστεί αν όλα είχαν μελετηθεί

αν ο φόβος δεν ήταν αφορμή του φόβου

αν το κακό δεν ήταν βαθύτερο κακό

αν είχαμε πάρει ετούτο το δρόμο κι όχι εκείνο το δρόμο

αν είχαμε σταματήσει στο πάνω φαράγγι κι όχι στο κάτω φαράγγι

αν είχαμε κάψει τα χέρια μας προτού κάψουμε τούτο το δένδρο

αν είχαμε σβήσει το φως όταν το φως έπρεπε να ’ναι σβηστό

αν είχαμε αφήσει την ελπίδα στην ελπίδα και τ’ όνειρο στο όνειρο

αν είχαμε λογαριάσει τη στροφή του αγέρα σε τούτο ή σε κείνο το πέρασμα

αν χάναμε το δρόμο στα μισά του δρόμου

αν βρίσκαμε το χαμένο δρόμο ανάμεσα στα χαμένα βουνά

εκεί που ο δρόμος χάνεται σε βουνά ήλιου

κάτω απ’ το κύμα του ήλιου αν είχαμε σταθεί ακίνητοι

κι ακίνητοι είχαμε κοιτάξει τον καιρό που δεν ήταν ο καιρός για μας

αν είχαμε θυμηθεί εκείνο που έπρεπε να θυμόμαστε

αν είχαμε σκεφτεί προτού πάψουμε να σκεφτόμαστε

αν είχαμε ακουμπήσει την καρδιά πάνω στο στήθος του βουνού

στην κορυφή του βουνού ή στην άκρη της πολιτείας

αν το βουνό ήταν στην άκρη της πολιτείας κι η πολιτεία

στην άκρη του ανθρώπου εκεί που χτυπάει ο σφυγμός του ανθρώπου

μες στο λαμπύρισμα της φωτιάς που είναι έργο του ξύλου και της φωτιάς

αν δεν ακούγαμε αν ακούγαμε την τουφεκιά

αν δεν υπήρχε το τουφέκι αν δεν υπήρχε η τουφεκιά.

 

Μα πού είναι πού είναι πού είναι

σε τούτες τις βουβές καμπάνες τα βουνά

σε ποια κατηφοριά με το κεφάλι στ’ ανοιχτά σαγόνια του ήλιου

χέρια και πόδια φαγωμένα από τη λύσσα του ήλιου

πού είναι τα παιδιά μου τα πανύψηλα

πού είναι ο πατέρας μου άσπρος και πανύψηλος

κι η μάνα μου πού είναι άσπρη και πανύψηλη

κι εγώ πού είμαι σε ποια χώρα σε ποια γη πάνω απ’ τη γη

σε ποια βουνά που καίνε

το μάτι ακοίμητο παραμονεύοντας μεσ’ απ’ τα ξερολίθαρα

ακούγοντας τα βήματα και το μουρμούρισμα

ακούγοντας το μουρμούρισμα και την προσταγή

ακούγοντας το πείσμα και την έπαρση

τη μεταμέλεια ακούγοντας και την άλλη φωνή

πιο σίγουρη

πιο ήσυχη

Μα πού είναι

θρύψαλα από γυαλί σκορπισμένοι σε τούτα ή εκείνα τα βουνά

κουρέλια και χαρτιά σαπίζοντας σε τούτα ή εκείνα τα βουνά

άσπροι πανύψηλοι φωνάζοντας χωρίς φωνή

κι εγώ πού είμαι

παραμερίζοντας ένα δάσος αράχνες ξεφεύγοντας ολοένα γυρίζοντας

σ’ ένα δάσος με τύμπανα

επιμένοντας η φωνή μου ν’ ακουστεί σε τούτες τις εποχές μες στη νύχτα

καθώς ο σπόρος μες στη γη καθώς η χόβολη στο κάρβουνο

καθώς ο φόβος κι ο καημός μες στη φωνή του ανθρώπου.

 

ΤΩΡΑ ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΖΩΝΤΑΝΕΨΟΥΜΕ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΟΥ

επιμένοντας τα πρόσωπά μου ν’ αποκριθούν σε τούτο το κάλεσμα

το κάλεσμα ν’ ακούσουνε να σηκωθούνε από τη σιωπή

προσμένοντας να ιδώ τα πρόσωπά μου να γυρίζουνε

φοβέρα κι απειλή αψηφώντας να γυρίζουνε

μες στο φεγγάρι που χωρίζει το δρόμο

σε δρόμο απ’ εδώ και σε δρόμο απ’ εκεί

να σύρουνε το μάνταλο που τρίζει

και να γυρέψουνε την πείνα τους όχι την πείνα του ψωμιού

τη ζωή τους να γυρέψουνε δίπλα στον ίσκιο του ψωμιού

προσμένοντάς τους να ’ρθουνε και να παραμερίσουνε το θρήνο μου

θρηνώ κι υπάρχω μάρτυρας

στ’ απέραντα τούτα βουνά τη νύχτα μαρτυρώντας τον αχό του τύμπανου

σε τόπους όπου η πέτρα χάνεται και το χορτάρι χάνεται

και πιο πάνω τα δένδρα χάνονται όλα μαζί και τα πρινάρια

και πιο κάτω το δάσος που υπήρχε χάνεται

τιρ-λιρ

γυρεύοντας δροσιά μεσ’ απ’ τα κάψαλα

εγώ που ξέρω αυτά τ’ αμετακίνητα βουνά

που ξέρω τι θα πει φωνή ν’ ανασηκώνει τα βουνά

ανακαλύπτοντας την αλυσίδα των βουνών την αλυσίδα της σιωπής

την αλυσίδα του έργου που ετοιμάζεται

πέρα μακριά από τούτα τα βουνά

μες στη σιωπή

σ’ άλλα βουνά που καίνε

εγώ μονάχος ο επιζών

ο μάρτυρας εγώ

τη νύχτα τούτη μαρτυρώ

που κατεβαίνει.

 [αποσπάσματα  από το ποίημα Ο ΕΠΙΖΩΝ, δεύτερη ενότητα  ση συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959 – από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του: ΣΥΛΛΟΓΗ Ι 1951 – 1964]

 

ΟΤΑΝ Ο ΝΟΥΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΧΩΡΑ ΑΠΕΡΑΝΤΗ

(… όπου αρμενίζουνε δένδρα πουλιά και σώματα…)

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Τάκη Σινόπουλου, που από τη φύση του φτιαγμένος να παραξενεύεται, μοιράζεται στα δύο: από τη μια λέει να πάει εκεί κοντά στον ΚΑΙΟΜΕΝΟ που μπήκε στη φωτιά καταμόναχος και αναλίσκεται περήφανος, και από την άλλη διστάζει να πάει κοντά να τον αγγίξει με το χέρι του. Διότι στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. Ο Ποιητής μοιράζεται στα δύο]

Παρασκευή, 27 Μαΐου 2022

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ