Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΘΑ ΤΡΕΧΩ ΔΙΧΩΣ ΦΡΕΝΑ

 (…κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα…)


Άνοιξη Κυριακής. 

Φωλιάζω στ’ άσπρο κι ανασαίνω.

Πίσω μου τίποτα ούτε λουλούδι ούτε πουλί, 

μπροστά μου άδειο.  Κυλώ χωρίς τριβή.

Άξαφνα η δίκοπη φωνή «Γιάννη,  Γιάννη».

Χάνω πάλι το δρόμο.

Ακούω «Γιάννη,  Γιάννη» απ’ άλλη μέρα·

κι είναι πεσμένος μπρούμυτα. 

Δεν θα ξεπλύνει κανένας το αίμα.

Θα ξεραθεί·  θα το κλοτσήσουν τα παιδιά·

θα φύγει φλούδα – φλούδα.

Άνοιξη Κυριακής θα ξαναβγεί στο δρόμο.

Και τα παιδιά μου θα κοιμούνται ακόμα.

Θα τρέχω δίχως φρένα.

Κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα.

(ΚΡΥΦΗ ΖΩΗ  κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996 -  εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΒΡΑΧΝΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ποιήματα και Κριτικά Κείμενα 1981-1987, εκδόσεις Μελάνι 2018)

 


ΠΡΟΓΡΑΦΗ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Ζυγιάζεται γκρίζο, γεράκι.  Σάπιο

αγεράκι πώς να καίει τα μαλλιά σου!

Δεν θα γλιτώσεις, Ιφιγένεια· αυτά

που ήξερες για σύννεφα πονετικά να

λησμονήσεις.  Κορμί φιδιού θα

δέρνεσαι στο χώμα, δίχως κεφάλι

πετεινός και θα χυμάς. Και τα

καράβια θα ξεχάσουν τα νερά.

Μέσα σε μπαρ οι ναύτες θα

σαπίζουν.

 

ΑΔΩΝΙ  

(«Ήρθε του δόλιου Κώστα η μαυρόημερα» - Στον Κ.Π.Γ)

Ι

Αγέρας παγωμένος   γνέφει κρύσταλλα·

αέρας παγερός   και παγωμένος.

 

Μες στο κερί

και μες στο χιόνι αυτός   και λάμνει·

με χέρια τσακι-

σμένα αυτός

και λάμνει.

 

Με σκάρτα ζάρια   παίζει ο θάνατος.

ΙΙ

Ο χθεσινός αέρας δυναμώνει.

 

Εκείνος λάμνει ακόμα –

και σαν να φέρνουν

τον αντάρτη σε σανίδι·

και σαν να ξεκρεμάσαν

τον Χριστό.

 

Ταιριάζουν όλα:

το πυκνό το χιόνι, ο Σήφης

κι ο βουβός καπνός του.

ΙΙΙ

Αυτός δεν είναι ο Διγενής

μα ο μικροΚωνσταντίνος.

 [από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΟΥΡΑΝΙΟ ΨΑΡΙ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Η σκοτεινή της μήτρα αναδεύει

και σάμπως μπάσταρδο κι απόψε να ξερνά·

στον κύκνο σου λαιμό θηλιά περνά

το χέρι της Σειρήνας· και σε ζεύει.

Τα πόδια σου πριόνισε η προπέλα

κι όλη τη νύχτα αλυχτάς σκυλί λυτό·

πάλι θα λεν τη μάνα σου Λητώ

και τη σπασμένη κάμα σου Μαρκέλλα.

Σε ποιο λιμάνι τ’ ουρανού να σκάψω τάφο

να σε ρουφήξει ποια θεόρατη κοιλιά;

Θα πνίγεις στο σκοτάδι τα σκυλιά

κι εγώ απ’ τον πάτο της ζωής μου θα σου γράφω.

 

ΠΟΛΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Μάτι της αβύσσου. Κλείνει ματωμένο.

Σε κυκλώνουν νύχτα τα παλιά στοιχειά

ο πνιγμένος λάμνει σε νερά βαθιά -

μα το μυστικό της είναι αλλού κρυμμένο.

Νυσταγμένη γάτα με βελούδο νύχι

λύσσαξε κι αφρίζει. Ποιος κανοναρχεί;

Τον ξεβράζει τώρα κόκκινη βροχή

και τυφλά ποντίκια κατοικούν τα τείχη.

Νύχτα. Μη μιλήσεις άλλο για μετόχια.

Νύχτα. Κι ο πνιγμένος να σου στήνει βρόχια.

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΕΦΥΤΡΩΝΑΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Περνούσαν άλογα   με νύχια στο βαμπάκι

βούλιαζαν σε γαλάζιο του ματιού

κι η νύχτα στέναζε.

 

Ήτανε Αύγουστος με τάφους

με φτερά   με ξένα λόγια.

Παίζαν τα λόγια τα φτερά

και τα φτερά τους τάφους

και τ’ άλογα εμαρμάρωσαν.

 

Ποιος άκουσε την ντουφεκιά;

Έσπασαν τ’ άλογα τινάχτηκαν

κομμάτια· και δεν έπεφταν

εγύριζαν αργά  - σκυλιά του χάους –

έβγαινε κι αίμα   δεν χυνόταν πουθενά

πάγωνε τα ρολόγια. Γιατί

 

στου Μοντιλιάνι εφύτρωναν το στόμα

τα τριαντάφυλλα!..

 

ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Της νύχτας και του ανέμου Federico

Garcia Lorca, πέφτει πέντε η ώρα.

Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα·

στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.

Σε παίρνει δημοσιά, για να σε βγάλει

κει που η βροντή κλωσάει την αστραπή της.

Του φεγγαριού το πέταλο μαγνήτης,

σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι

κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.

Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας –

και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι

που σου ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;

Σκυλί τρελό τα κόκαλα του γλείφει

και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Είπε το νυχτοπούλι: «Πετούν δυο

μαύροι άγιοι». Τ’ άστρα γυρίσανε

να ιδούν «είναι δυο άγιοι

λαμπεροί» είπε η σελήνη

 

κι ακούστηκε ο κρότος ο μεγάλος   της γης

που τσακιζότανε τυφλή   πάνω στον βράχο. 

 

ΑΠΟΚΡΥΦΟ

Μ’ άλογο μαύρο και τυφλό

να μπω σον ύπνο σου. Ριγμένος

σταυρωτά. Με τα καρφιά μου.

 

Εσύ από χιόνι. Με το κάρβουνο

στα μάτια. Τα πέταλα ν’ ακούς

και τα φτερά. Το τζάμι του θανάτου

που θα σπάζει.

 

Να τιναχτείς – νύφη που ξύπνησαν

τα δάκρυα του γαμπρού ανοίγει

το ταβάνι ανεβαίνουν.

Να μη θυμάσαι τίποτα μετά –

μόνο του δαίμονα το χέρι

που ευλογούσε.

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΤΑ ΛΟΓΙΑ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996)

Δεν ήτανε φτερά· με τ’ ανοιχτό

παλτό της όλο ανέβαινε.

 

Αχ ασυλλόγιστο κορμάκι

και πού πας; Θα συναντήσεις τ’ άλογα

της νύχτας.

Δεν άκουσε γελούσε

Όλο ανέβαινε «μείνε στην άσφαλτο»

μου φώναξε «στους ξένους»

 

Η ΝΥΦΗ

Φυσά βοριάς και το πέπλο

σηκώνεται. Κόκκινο κι άσπρο

και βαθύ. Όπως οι γάμοι.

Μπρος μου πέρασαν

με τ’ άλογα και τα βιολιά·

μ’ άσπρα μαντίλια

πέρασαν μπροστά μου.

 

Σιγανά περπάτα νύφη, της εφώναξα

σιγανή περπάτα νύφη, και δεν άκουσε.

 

(Το κόκκινο ήταν άλογο·

κι αυτός στα μαύρα ξένος)

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

 

ΝΑ ΜΗΝ ΤΗΝ ΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

(…που έπνιξε το θάνατο στην κούνια…)  - ΤΟ ΝΕΡΟ

Κι όπως τρελή γυναίκα δίχως μίτο   με τα μαλλιά ή τα μάτια της χυμένα   όλα τα βρίσκει κι όλα είναι χαμένα,   η Νύχτα καίει και πλέκει άλλο μύθο.   Τον είδα στο σκοτάδι και στο κρύο – ποιο χέρι τον τραβούσε στο βυθό;   Πριν γίνω πέτρα πριν να βουβαθώ   μαύρο χύμηξ’ η λέξη μου θηρίο.   Λευκό, κείνο του ανέμου, τον τυλίγει   μα εγώ πάω στο σκοινί που φωσφορίζει   και κάθε νύχτα σε θηλιά γυρίζει:   στ’ ωραίο μηδέν και στ’ άδειου του ταρίγη.   Άκουγα να περνούν βιολιά του γάμου -  να κάνω δεν μπορούσα πίσω ή μπρος·   έλαμπε μες στα μαύρα του ο γαμπρός   και κάλπαζαν λυμένα τ’ άλογά του.   Ύστερα ξαναρώτησα ποιος να ’μαι   και τι σ’ αυτό το φως με στροβιλίζει -  μα τη φωνή του σκέπασε το ρύζι   που πέφτει από ψηλά για να πονάμε.   Κι όπως τρελή γυναίκα με το σάλιο   δίχως φτερά και μάτια και μαλλιά   του κάτω κόσμου ψάχνει τη μηλιά,   από φαράγγ’ η Νύχτα έπεφτε σ’ άλλο.  – ΙΙ –  Να στήνει ο κυνηγός τα δόκανά του   σε πέρασμ’ αγριμιού. Να πέφτει χιόνι.   Από παντού τον κόσμο να κυκλώνει   το μαύρο φως:  η λάμψη του θανάτου.   Αυτός που ξετυλίγει το κουβάρι   ξέχασε να μετρά και λόγια πλέκει -  πάλι χρησμού να πέσει το πελέκι   πάλι να σπαρταρήσ’ η πλάση: ψάρι   που ανάστροφο τινάζεται στην άμμο   κι ασπρίζει όπως κρανί κι όπως μάτι   τρελού, που νύχτα πήδησε το φράχτη   και τράβηξε μονάχος για το γάμο.   [Ο ΓΑΜΟΣ από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ 1996]

Δευτέρα, 29 Αυγούστου 2022

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

 (… τριγύρω του γιατροί, πλην όμως όλα θολά στα βόρεια τοπία της μνήμης…)


Τα χέρια του κύματα του ξύλου, ενώ τα μάτια, όταν τα σηκώνει μες την απελπισία, δυο υδρόγειες σφαίρες άτακτα γυρισμένες στο υπερπέραν.

Του βάζουν την πλάτη στο ακτινοσκόπιο και οι όγκοι διαμιάς μέσα του «λάμπουν», νυχτερινή αεροφωτογραφία της Ρώμης

είτε ομιχλώδεις (σβήνοντας ο προβολέας) κρυφές υφαλοκρηπίδες της θάλασσας, όπου τη νύχτα τις μάχεται το σκοτεινό πετρελαιοφόρο – η καρδιά του!..

Τον γυρίζουν στον πνεύμονα και, ξάφνου, κάνει μια τελευταία, έτσι καθώς ύστερα από καιρό μετακινείς, σύσπαση,

το ακορντεόν των γλεντιών του πενήντα που έχει αφήσει πεθαίνοντας η σύντροφος μέσα του,

ενώ η φλέβα στο κάτω του ποδιού του το μέρος στον αστράγαλο δίπλα,

όπως το κρυμμένο φίδι το γάλα,

ρουφάει με ρυθμική βουλιμία το χρόνο που του απέμεινε.

Ύστερα πέφτει σε λήθαργο πάλι!..

Του λένε ν’ ανοίξει το στόμα και το ξεχασμένο τότε σαγχαρόπηκτο

σαν μισοφέγγαρο ασπαίρει στον υποχθόνιο πανικό της γλώσσας,

στην  κόκκινη φλεγόμενη ανατολή του λάρυγγα.

Κατόπιν τον αφήνουν και φεύγουν όλοι!..

Ακούει τους δίπλα του – βλέπει - λευκά τρίκυκλα καροτσάκια και νομίζει πως μοιράζουν γλυκίσματα,

ακούει τους τύπους να φωνάζουν των ορών και νομίζει πως είναι πόλεις.

Σβήνει τότε μονάχος το φως και αμέσως στρέφεται να κοιμηθεί σε άλλης χαράδρας  τη μουσική, ο πατέρας μου!..

 [ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 1 από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998  - από την επιλογή του ιδίου στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του 1968-2010, εκδόσεις Κέδρος 2014 κι άλλες ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ αμέσως παρακάτω]




ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 2

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)

-Πάντα θυμάμαι το σπίτι μας που έπιασε φωτιά και τους γονείς μας να τρέχουν μισόγυμνοι από τον ύπνο. Μετά από χρόνια πέθαναν ημιπαράφρονες σε ένα άσυλο. Την τελευταία Κυριακή που τους είδα, με ρωτούσαν συνέχεια για την αδελφή μου. Μα εγώ δεν είχα αδελφή ποτέ, τους είπα.

Γι’ αυτό γυρνώ άλλωστε τώρα, ζητώντας τη στοργή στα ξένα κορίτσια.

 

-Και ξάφνου ήρθε στον ύπνο μου η παλιά μου φίλη εκείνη. Ήταν πια κατά το όνειρο παντρεμένη, με τρία παιδιά. Ήμουν παντρεμένος κι είχα γείρει στο κρεβάτι με τα ρούχα, έχοντας ένα βαθύ παράπονο. Πλησίασε κοντά μου και με έγδυσε. Έκλαιγα. Έκλαιγε κι αυτή μάλλον για μένα. Τα δάκρυα της, καυτά, σκέπαζαν τα μάγουλά της. Μου κατέβασε με το χέρι το σλιπ. Με χάιδεψε στο πίσω μέρος της μέσης και αριστερά της κοιλιάς.

Έπιασε ύστερα το πέος μου. Και ρουφούσε και ρουφούσε τρυφερά η μανούλα μου.

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 3

-Να τες οι φίλες που μεγάλωσαν. Θυμούνται τώρα πια (παιδιά καλών σχολείων) πολύ μακριά η μια από την άλλη, κάποτε, για μια φορά που πλάγιασαν μαζί, και ως η αγάπη τέλειωσε, κοιμήθηκαν τα στήθη τους, όνειρα πνιγμένα μωρά στη γέννησή τους, τυφλά σε φράχτη ματωμένα γατάκια κοιμήθηκαν – τώρα πια, η μια πολύ μακριά από την άλλη, θυμούνται.

 

-Κάθεται απέναντί μου και μου απαγγέλει ένα απόσπασμα από κάποια αρχαία τραγωδία που της άρεσε. Αλλάζω μέσα μου το γένος του ήρωα, προσαρμόζοντάς το σ’ εκείνη: «ω φως, ας σε δω τώρα για τελευταία φορά. Εγώ που βγήκα γεννημένη από όποιους δεν έπρεπε. Με όποιους δεν έπρεπε σφιγμένη. Έχοντας σκοτώσει εκείνους που δεν έπρεπε».

 

-Κοίταξε φεύγοντας για μια ακόμη φορά το λευκό κτίριο του θεραπευτηρίου των ψυχικών παθήσεων στο οποίο είχε καταφύγει ύστερα από τις συνέπειες μιας απέλπιδας προσπάθειας επαναπροσέγγισης κάποιου παλιού της φίλου. Θυμήθηκε τη ζωή της εκεί μέσα, τη ζωή της παλιότερα έξω.

-Δεν ξανακαλούν ποτέ κανέναν που δεν είναι σίγουροι ότι, όταν χρειαστεί, έχουν τη δύναμη να τον διώξουν και πάλιν, μονολόγησε.

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 4

(Χρονολόγιο της Λ.Δ., που λόγω συναισθηματικών προβλημάτων αυτοκτόνησε στα δεκαοκτώ)

-Κυριακή, Ιούνιος, δώδεκα το μεσημέρι. Ένα ταξί μεγάλο, χρώματος θαλασσί με κοκαλί σκεπή, σταματά σ’ ένα παλιό αρχοντικό κάποιας μεσαίας σε πληθυσμό επαρχιακής πόλης. Κατεβαίνει η μητέρα, επιστρέφοντας από το μαιευτήριο, με το νεογέννητο μωρό της. Ο πατέρας φορώντας το γιλέκο του κουστουμιού (μαύρο) με το άσπρο του πουκάμισο, την υποδέχεται με εναγκαλισμούς.

Το σούρουπο η πόλη ταράχθηκε από ένα φοβερό δυστύχημα

-πνιγμό για όσους θα θυμούνται, με βάρκα, οκτώ μαθητριών του τοπικού γυμνασίου. Αργά το βράδυ κατέφτασε στην προκυμαία το ναυαγοσωστικό. Έβγαζαν σώματα άψυχα, με το σωρό.

 

-Θάνατος (πρόωρος) του πατέρα. Αριστερά και δεξιά του κατά την εκφορά παπάδες, σε σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο, με λευκά ράσα και πετραχήλια (λευκά επίσης), με πράσινους και κόκκινους σταυρούς κεντημένους, ως και αυτοσχέδια στις μάντρες λιβανιστήρια.

Από κάποιες εδώ και εκεί μισάνοιχτες πόρτες, στις τεράστιες αυλές, φαίνονταν ζώα, κυρίως από αυτά που χρησιμοποιούνται για αγροτικές εργασίες, αδιάφορα μέσα στην αταλάντευτη ηρεμία τους.

 

-Τα υπέροχα ερωτικά σκιρτήματα αλλά και η απόκρυψη του γεγονότος της εγκυμοσύνης.

Οι δυο πυρωμένες στη φωτιά βελόνες πλεξίματος, για τη μυστική επέμβαση, και τα ανοιχτά ωραία κατάλευκα πόδια.

Σκοτωμένες τσούχτρες γεμάτη η θάλασσα του Σεπτομβρίου.

 

-Το τέλος.

 

-Ο εραστής της γυρνά τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, στα ίδια εκείνα επαρχιακά δρομάκια της νεότητάς τους, σέρνοντας από το χέρι τα δυο μυωπικά παιδιά του.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 5

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)

- Ένα αγοράκι έξι επτά ετών, περίπου, από τον πρώτο γάμο, που σήκωνε στα σκαλιά της εκκλησίας το νυφικό της μητέρας του.

 

- Οι πεθαμένες, χρόνια τώρα, από το σχολείο, νεότατες τότε συμμαθήτριες, σαν κυπαρίσσια όρθιες στη στροφή της χλοερής εξοχής, όταν με αυτοκίνητο μπαίνουνε και πάλι στους τόπους της πατρίδας μας.

 

-Η αντανάκλαση του αλουμινόχαρτου στο απέναντι μπαλκόνι καταμεσής στον ήλιο του χειμώνα που μας έδειχνε ότι οι δυο ολομόναχες γριούλες δεν πέθαναν ακόμη από το καλοκαίρι που είχαμε να τις δούμε.

 

-         όπως επίσης –

 

-Εκείνες οι μεσόκοπες γυναικούλες μετά το σεισμό του χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο στο Κίεβο, που πουλούσαν: η πρώτη ένα παλιό κλουβί – άδειο – με πορτάκια, η δεύτερη ένα σαμοβάρι και η τρίτη τη γάτα της.

 

-Εκείνα τα μοναχικά σπίτια στις άκρες των νεκροταφείων, που τα λειτουργούσαν ως κέντρα για τα παράνομα ζευγαράκια παλαιότερα, ή τα νοίκιαζαν οι τεχνίτες των τάφων, ώστε το απόγευμα της σκόλης που πίναν στο μπαλκόνι τον καφέ τους τα σχέδια στα πρόχειρα να ρίχνουν, να παίρνουν με το μάτι τους τα μέτρα.

 

-Εκείνη η μεγάλη τσιμεντένια πλατεία  που έπαιζαν το σούρουπο κάποια δικιάς τους επινόησης καμουφλαρισμένα τυχερά παιχνίδια, ο πανύψηλος βοηθός του δεσπότη, το συνεσταλμένο παιδί με τις λεπτές χορδές στη φωνή που ντρεπόταν να αρνηθεί και το «τραβούσαν» οι πιο απίθανοι, στο ποτάμι, της μικρής μας πόλης άνθρωποι, και το υδροκέφαλο μαζί τους που ήξερε απέξω τη γεωγραφία.

 

-Εκείνες οι όμορφες μέρες που βλέπαμε την αδελφή μας (μεγαλύτερη) στο μπάνιο γυμνή, το καθένα μας από το άλλο κρυφά, και ύστερα παίζαμε έχοντας μιαν ενοχή, και τα τρία μας, φλυαρία, όπως ακριβώς αυτοί που τους έχουν εμπιστευθεί κάποιο μεγάλο μυστικό και που, ενώ γνωρίζουν ότι δεν πρέπει, ξέρουν καλά μέσα τους ότι κάποια στιγμή θα το αποκαλύψουν,

 

-Και, τέλος, εκείνη η αντηλιά το ύστατο απόγευμα πριν απ’ το θάνατο της μητέρας μου στο νοσοκομείο, όπου όλα ήσαν τόσο θλιμμένα, μα τόσο θλιμμένα, και μόνο το αίμα της κυκλοφορούσε ανέμελο πάνω κάτω, ανέμελο πάνω κάτω, στο σωληνάκι.

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 6

(… βοήθησε, Θεέ μου, αυτός ο αποχαιρετισμός να επαναληφθεί ακόμα δύο, τρεις ή τέσσερις φορές…)

-Πώς αγαπώ τα μέρη που δεν θα ξαναδώ!..Αυτά που με τόσες αιματηρές οικονομίες πήγα. Τη Γουατεμάλα. Το Κάιρο, τη Μοζαμβίκη!.. Τώρα γυρνώ – κάπως μεγάλος κι εγώ – στο σπίτι μου, από μια πόλη μικρή, της ενδοχώρας, με λεωφορείο. Και αυτός ο άνθρωπος δίπλα μου, συνταξιούχος ογδόντα έξι ετών, που μόλις έχει αποχωριστεί την αδελφή του, επίσης ετών ογδόντα τόσων, την οποία είχε επισκεφτεί για να την αποχαιρετήσει για πάντα, φορτωμένος δώρα, καρύδια και κυδώνια, όλο κοιμάται.

Βοήθησέ, Θεέ μου, αυτός ο αποχαιρετισμός να επαναληφθεί ακόμα δύο, τρεις ή τέσσερις φορές.

 

-Ήρθε και μου ανακοίνωσε, προσποιούμενη μάλιστα και τη βιαστική, χωρίς να με έχει αφήσει να υποψιαστώ ποτέ κάτι τέτοιο, ότι ήθελε να χωρίσουμε, και πως θα μου εξηγούσε κάποια άλλη στιγμή τους λόγους. Έκανε δυο φορές να φύγει και, όταν τέλος το αποφάσισε, άνοιξε, αν και ήταν χειμώνας, τον ανεμιστήρα της οροφής, κάτι σαν αυτά τα δήθεν αστειάκια δηλαδή, που κάνουμε όταν οι πράξεις μας οι ίδιες μας έχουν τελείως γυμνώσει απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους, και έσβησαν στα κηροπήγια τα κεράκια (λευκά) που είχα ανάψει.

Έξω στο δρόμο και κάτω απ’ το παράθυρό μου, για ολόκληρο εκείνο το βράδυ, μου φαινόταν ότι κάποιος μετρούσε επίμονα και επί ώρα, μέσα στη νύχτα, λεφτά σε κέρματα.

 

-Ήταν πρωί βροχερό (επιστροφή από την Τασκένδη). Μπήκε στη μεγάλη αίθουσα που τώρα είχε γίνει καφετέρια. Κανείς δεν τον γνώριζε. Στη γωνία, κάτι παιδιά, μάλλον του σχολείου, χειρονομώντας, αστειεύονταν μεγαλοφώνως. Πήγε προς το μέρος της τζαμαρίας που έβλεπε στον κάμπο. Στάθηκε. Το πανωφόρι του παλιό και βρεγμένο. Κοίταξε ώρα πολλή και σκέφτηκε τους φίλους, τους σκοτωμένους, την αγορά και το κτήμα. Το σπίτι τους το πατρικό, όπως κάποτε πριν από χρόνια με κάποιον σύνδεσμο του είχαν μηνύσει, στους άλλους «πουλημένο». Το έφερε στο νου και πάλι και θυμήθηκε τα δωμάτια, το υπερώο, την πίσω μάνδρα προς το φαράγγι και την ποδιά που βρήκε, όταν κατέβηκε κάποιο βράδυ απ’ το βουνό, στην καρέκλα.

Κομμένα νύχια πάνω της, το ψαλίδι μισάνοιχτο

και η αδελφή του να λείπει.

 [ΟΜΟΚΕΝΤΡΑ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 7

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)

Ο πατέρας μου έφυγε σχετικά μεγάλος. Από χρόνια όμως είχε καταπέσει, είχε κλειστεί στο σπίτι και ποτέ του δεν έβγαινε, βλέποντας τη ζωή από την άκρη του παραθύρου. Κατόπιν,  όταν μεσημέριαζε, επέστρεφε στο δωμάτιο, έτρωγε το φαγητό του και ξάπλωνε. Κατέφθανα τότε κι εγώ από τη δουλειά μου και του κρατούσα λίγη παρέα, μέχρι που αποκοιμιόταν – οστεώδεις και το δέρμα του γεμάτο πτυχές νεκροσέντονου – πάνω στο κρεβάτι.

Το απόγευμα, όταν σηκωνόταν, καθόταν και πάλι στην άκρη στο παράθυρο μέχρι, περίπου, το σούρουπο. Γύριζε μέσα μετά, πλένονταν στο σώμα ολόκληρο – το χέρι του παράλυτο από τη συμφόρηση, μωρό που το κουβαλούσε ή μέρος που το επισκέφτηκε μικρός και τώρα αμυδρά το θυμόταν. Ύστερα έπαιρνε το βραδινό του – κρατούσε όμως πάντα εκείνο το μηχάνημα που έσπαζε τις κάψουλες για τη βρογχίτιδα, δοκίμαζε μια σφυρίχτρα που είχε δίπλα στο κομοδίνο του, για το απρόοπτο της νύχτας ή το σεισμό, και στον ύπνο κατάκοπος παραδινόταν.

Είναι αλήθεια πως όλα αυτά τα χρόνια είχε φορτώσει τον εαυτό του τελείως στις πλάτες μου, τόσο που νόμιζα ότι έφταιγε εξ ολοκλήρου  για τη μιζέρια και την κακοτυχία μου, ώστε, ξεσπώντας κάποια φορά πάνω του, άρχισα να τον χτυπάω αλύπητα, χαστούκια στα μάγουλα, φωνάζοντάς του ταυτοχρόνως δυνατά τις φοβερότερες της βαρυγκώμιας φράσεις. Και θα τον τυραννούσα ακόμη, σας βεβαιώνω, αν αυτό το άβουλο και ξεκαμωμένο από τον καιρό πλασματίδιο δεν έκανε, προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μια κίνηση για να ανταποδώσει το σκαμπίλι ή τη γροθιά, που σε κάποιον τρίτο που θα μας έβλεπε θα φάνταζε όντως αστεία.

Εντέλει, και επειδή όλα τα άλλα δεν έχουν και πάρα πολλή σημασία, πέθανε λίγο αργότερα, από μια αρρώστια που δεν του επέτρεπε ν’ ανοίγει πια τα καπάκια των ματιών του -  αν και κάπου – κάπου τα ανοίγαμε μαζί, έβλεπε τον κόσμο, έκλαιγε, βούρκωνε και τα ξανάκλεινε.

Και εγώ έκλαιγα και βούρκωνα, ξέχασα να σας πω, αλλά όχι μπροστά του. Πότε στο διάδρομο και πότε στο χωλάκι.

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 8

Και επειδή όντως δεν θέλω να σας παραπλανώ, υπήρξα στη ζωή μου ένα άτομο στ’ αλήθεια περίεργο.

Από μικρός, με τις ώρες κλεινόμουν στα ενδότερα του σπιτιού μας και έφτιαχνα, έφτιαχνα σκουριασμένα ποδηλατάκια των άλλων, παλιά τραινάκια, χαλασμένα ψυγεία πεταμένα του πάγου, ή σχέδια ανεδαφικά που τα γκρέμιζε στο τέλος το σκοτάδι της νύχτας.

Όσο για δουλειά, δεν έπιασα ποτέ μου, και αυτό ίσως ήταν το βαθύτερο μαράζι των δικών μου. Ο πατέρας μου, άνθρωπος κατά τα άλλα αξιοπρεπής, έμαθε εξαιτίας μου σιγά-σιγά να πίνει, έγινε δίχως να το καταλάβει ένα ευερέθιστο πλάσμα που και κάποιο παρατεταμένο κορνάρισμα πέρα μακριά, ακόμη, τον διέλυε. Κατέληξε φλύαρος και υπερσυναισθηματικός και, στις παρέες, χωρίς να του το δείχνουν, τον βαριόνταν. Ύστερα γύριζε αργά στο σπίτι, άρχισε να παρεκτρέπεται, να με δέρνει, ώσπου κάποια αδέξια κλοτσιά του με έριχνε κάτω, ή κάποια γροθιά του με μάτωνε στη μύτη, και έτσι αναγκαζόταν και με παράταγε, ενώ η οικογένεια του αδελφού μου, που έμενε από πάνω και είχε διαχωρίσει τη θέση της γιατί ήθελε την ησυχία της, έκλεινε τα παράθυρα – πάντα θυμάμαι δυο χέρια παιδικά  να τραβούν τα παντζούρια την τελευταία εκείνη στιγμή – και τη μάνα μου για την τύχη μου διαρκώς θυμάμαι, τη μάνα μου, να τον παρακαλεί.

Τότε ακριβώς ήταν που εγώ, κυλισμένος στη σκόνη έτσι όπως ήμουν, έφευγα, χανόμουν και πάλι στο κρησφύγετό μου και φανταζόμουν πράγματα αλλόκοτα, ενδεχόμενο βαρύτατο τραυματισμό μου στο νοσοκομείο επί παραδείγματι, ή και την κηδεία μου ακόμη, που θα ερχόταν μετά από χρόνια πολλά – οι συγγενείς θα με θυμηθούν διαμιάς, σκεπτόμουν, εκείνη την ημέρα (η μάνα μου από χρόνια θα είχε φύγει), ο πατέρας μου θα έχει πάρει (θα του έχουν δώσει δηλαδή) χάπι ηρεμιστικό, θα κλαίει και δεν θα ξέρει το γιατί, οι φίλοι μου, οι γνωστοί μου, παρατεταγμένοι στη σειρά, όλοι τους ξαναμαζεμένοι εκεί.

Και μόνο ο αδελφός μου ανάμεσά τους, αφήνοντας σπίτια, είτε οικογένειες, στόχους και ησυχίες όπως και πιο πάνω σας έλεγα, θα κάτσει ένα λεπτό μονάχος, θα σκεφτεί, θα ψάξει και πάλι εκείνη την πόρτα που είχαμε παιδιά και, συντριμμένος, παραμερίζοντας τους πάντες, θα την ανοίξει και θα μπει.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 9

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998)

Εγώ και η Μάρθα, εκ γενετής χωλοί στο αριστερό μας πόδι, μην αντέχοντας άλλο το κλίμα του ιδρύματος, ορκιστήκαμε να αλλάξουμε, γι’ αυτό και βγαίνοντας, τα πράγματα, κάτω από το πείσμα της ακαταμάχητης θέλησής μας, όλο και προς το καλύτερο πήγαιναν. Το έναυσμα του «πείσματος» αυτού μάλιστα μας το έδιναν, εκτός των άλλων, και οι διάφορες ειρωνείες των υπόλοιπων συγκατοίκων της πολυκατοικίας μας, που δεν ξέρω, ομολογουμένως, ποιες εσωτερικές ανάγκες τους υπαγόρευαν αυτή την περίεργη συμπεριφορά απέναντί μας, την κακεντρεχή, πλην όμως πασπαλισμένη με τη χρυσόσκονη της συγκαταβατικότητας και της καλοσύνης εκείνης που τσακίζει ψυχές. Κάποτε μάλιστα (τόσο είχαν εξελιχθεί όντων τα πράγματα), ακούσαμε και οι δυο μας μια κυρία να «σφυρίζει» σιγά σε μια άλλη κάτι το άκρως περιγελαστικό για εμάς και αυτή να τη συμπληρώνει με την ίδια παριπαικτικότητα, ξεκαρδισμένη στα γέλια, με κάτι το αντίστοιχο. Πληγωθήκαμε τόσο πολύ στο άκουσμα των φράσεών τους αυτών δε, ώστε η Μάρθα, που ήταν πιο εύστροφη από μένα, με τράβηξε στο δωμάτιο της, γδύθηκε πάνω στο κρεβάτι μας, με έφερε απαλά κοντά της (ήταν πολύ όμορφη στ’ αλήθεια και τ’ ομολογώ), «πάρε με», είπε, και ένα χορός ανοίχθηκε έτσι αναμεταξύ μας, που μας έκανε και ξεχνούσαμε για ώρα πολλή.

Μόνο μετά, μόλις τελειώναμε, όπως και κάθε άλλη φορά που συνέβαινε το ίδιο, καθόμασταν κάμποσο για να ανασάνουν τα κορμιά μας, έτσι υγροί καθώς ήμασταν, αλλά και για να επουλώσουμε ο ένας του άλλου, στο πρόσωπο μας, τα τραύματά που εν τω μεταξύ χωρίς να το καταλάβουμε μας είχε προκαλέσει το ακάνθινο εκείνο στεφάνι, που ποιος, δεν ξέρουμε, και τίνι τρόπω μας είχε ήδη περάσει αθόρυβα στο κεφάλι.

 [από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 13

(… πίσω απ’ όλα τα πρόσωπα που αλλάξαμε στη ζωή, κρυβόταν πάντα η ίδια η μοναξιά…)

Κοιτάξτε την τη Δέσποινα στη φωτογραφία, όπου ανάμεσα στη ραστώνη των λεόντων κοιμάται!..

Υπήρξε στο βίο της έξυπνη και δυναμική. Έκανε παστρικές κουβέντες με θυρωρούς και μάλωσε με φίλιππους. Τη γνώριζαν και λάβαιναν το θάρρος να τη ρωτήσουν τα μυστικά του αρώματος που απέκτησε από την πείρα της οι πωλητές του τσαγιού, ενώ τη γνώμη της πολύμαθοι σεβάστηκαν βαρκάρηδες και οι μαραγκοί το ίδιο.

Να την τώρα που την προσμένουν. Θα ξυπνήσει, θα κατέβει στη μεγάλη σάλα και θα περάσει το μπριγιάν στο χέρι της πιο μικρής της κόρης που αρραβωνίζεται. Θα πει ένα αστείο την «κρίσιμη» στιγμή, θα γελάσουν όλοι, θα χειροκροτήσουν το πνεύμα της και θα σκορπίσουν αμέριμνοι, στο χορό θα σκορπίσουν.

Και μόνο εκείνη απ’ τη γωνία θα ξέρει πως, πίσω από όλα τα πρόσωπα που αλλάξαμε στη ζωή, κρυβόταν πάντα η ίδια – θα ξέρει – η μοναξιά!..

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 16 και 17

(… Μπαμ!..   Ω ψυχή, πουλί που δεν ξέρει

και πετά σε μέρες που επιτρέπεται το κυνήγι… )

 

ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 15

(… μερικά πρόσωπα σημαντικά από το γενεαλογικό μου δένδρο, σε τέσσερα πλάνα … )

Πλάνο Πρώτο

Αυτός είναι ο προπάππος μου από τη μεριά του πατέρα μου, και η προγιαγιά μου. Παντρεύτηκαν με συνοικέσιο, έκαναν πολλούς και σωστούς απογόνους, και όπως με περηφάνια μας αφηγήθηκαν κάποια από τα εγγόνια τους, κάποτε, η συνύπαρξή τους βασίστηκε στη βαθύτατη αλληλοεκτίμηση, χωρίς, μέχρι που πέθαναν, να φιληθούνε στο στόμα ποτέ.

Πλάνο δεύτερο

Αλλά φαίνεται αυτό το «πολλούς και σωστούς απογόνους», που πιο πάνω σας ανέφερα, δεν είναι παρά μια φράση που συνήθως τη λέμε όταν ο χρόνος απομακρύνει τους ανθρώπους σιγά – σιγά απ’ όσα αυτοί στην πορεία τους έκαναν, γιατί το τρίτο από τα παιδιά τους δεν βγήκε καθόλου καλό, γι’ αυτό και το χίλια εννιακόσια δεκαπέντε με δεκαοκτώ περίπου έφυγε, μην μπορώντας από τις πράξεις του να κάνει αλλιώς, απ’ ό,τι μάθαμε, δεν φέρθηκε καλύτερα. Έτσι, κάτι όμοιοί του τον έβγαλαν στη μικρή αυλή, στο ισόγειο ενός πολυώροφου νοσοκομείου, και τον σκότωσαν πίσω από τις κουζίνες. Έμεινε δυο μέρες εκεί εγκαταλειμμένος και ματωμένος, ανάμεσα σε μια ξηλωμένη πολυθρόνα οδοντιάτρου και σε άλλα άχρηστα του ιδρύματος σκεύη.

Ερημιά από παντού ξεχυνόταν, και μια ντοματιά, που από μόνη της είχε φυτρώσει στην άκρη της μάντρας, τον κρατούσε στον ήλιο παρέα.

Πλάνο τρίτο

Αλλά για να περάσουμε και στην άλλη μεριά, στο σόι της μητέρας μου, ήτανε γύρω στα χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα με είκοσι πέντε, όταν ένας νέος (ο παππούς μου) με μια νέα (τη γιαγιά μου) κλέβονταν, για να παντρευτούν, Νύχτες και νύχτες τους κυνηγούσαν μετά οι δικοί τους, χωρίς για καιρό να τους βρουν.

Κάθε τόσο, από την ταχύτητα με την οποία έβγαιναν στα ξέφωτα τα λυχναράκια τους και ξαναχάνονταν ύστερα στα μαύρα βάτα του δάσους, καταλάβαινες την αποφασιστικότητα των βημάτων τους.

Πλάνο τέταρτο

Η ανεπανόρθωτα κακή τύχη όμως χτυπά, συνήθως, στη ζωή εκείνον που η (επίσης κακή) μοίρα, Κύριος οίδε από πότε, τον έχει σημαδέψει. Έτσι στην οικογένεια μας ολόκληρη, η τύχη αυτή δεν χτύπησε κανέναν απ’ όσους παραπάνω σας ανέφερα, αλλά κάποιον μακρινό, μικρό ανιψιό της μητέρας, ευαίσθητο, δειλό όσο και μοναχικό παιδί, τύπο κλειστό της κάμαρας και των βιβλίων, που η συγκυρία άνθρωπο του όρισε να σκοτώσει. Και πράγματι, ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό, όταν από κάτι συγγενείς μας πάρθηκε η απόφαση ότι έπρεπε να «φαγωθεί» λόγω προσβολής της τιμής μιας κάποιας εξαδέλφης, επίσης μακρινής, ο εραστής, που ζούσε πέρα, σε κάποιο χωριό. Η παράδοση του όπλου (ήσαν τόσοι πολλοί οι συγγενείς ώστε είχαν πιάσει ολόκληρο το βαγόνι) έγινε μέσα στο τρένο που περνούσε από το μέρος εκείνο. Διαπληκτίζονταν όλοι τους άσχημα μέχρι να καταστρώσουν το σχέδιο, μια μουλωχτή χάβρα από την ανησυχία της επικείμενης πράξης τους βασίλευε, μια ασυνεννοησία, ώσπου στο τέλος δυο τρεις, οι πιο ανώριμοι, που παράσταιναν τους επιτελικούς, παρέδωσαν το κρύο και φοβερό όντως σίδερο στο άβουλο παιδί. Το πήρε εκείνο και , πριν κατέβει, πήγε για λίγο στην τουαλέτα, όπου κάθισε και έκλαψε πικρά. Ύστερα σήκωσε για λίγο τα μάτια. Σκοτάδι κυριαρχούσε παντού γύρω του, και από την τρύπα της λεκάνης μονάχα φαινόταν η γη και τίποτα άλλο, σαν ένα κυνηγημένο ημερήσιο φεγγάρι πάνω στις πέτρες της άγονης γραμμής!..


ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ 14  / Ε. Μ.,  49 ετών

(… κλείνει μέσα της μια ομίχλη ενώ από τ’ αυτιά της πίσω βρίσκει δρόμο και ακάθεκτο το σούρουπο κατεβαίνει … )

… Ύστερα γυρίζει στο σπίτι. Ανοίγει το μεγάλο δωμάτιο όπου πράγματα περίεργα ενός απόκοσμου «άλλοτε», ενθύμια για να αφήνει να μεγαλώνει η ερημιά της, μια μηχανή παλιά ποδοκίνητη του ραψίματος, για να αφήνει να μπαίνει μέσα της ο μαύρος πλανόδιος τεχνίτης του χρόνου ο ομπρελάς, το μαύρο πουλάκι ο θάνατος, μια μηχανή του ραψίματος έχει!..  Ενίοτε τρώει πρώτα, είτε, φορές – φορές θυμάται!..   «Όλα σκόνη, τα πάντα, και στάχτη – ψελλίζει – όλα σκόνη και στάχτη».   Στρώνει να κοιμηθεί ύστερα σιγά – σιγά και «η ζωή πέρασε, η ζωή χάθηκε – λέει – το σούρουπο έρχεται, έφτασε, και η νύχτα να την, κατεβαίνει, τσακάλι που έχασε λαγό μες στα στενά τους δάσους»!..    [από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ 1998]

Παρασκευή, 26 Αυγούστου 2022

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

ΣΕ ΠΟΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΒΟΥΛΙΑΖΟΥΜΕ ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ

 (… με ποιες λέξεις μπαίνω σε καυστήρα…)


Εργοστάσια ξερνάνε σωρεύοντας

Σύννεφα κάργες πάνω από την πόλη

Φυσάει, πράσινες φέγγουν θάλασσες στη μνήμη,

Βαρδάρης άγριος στις ιδεολογίες

Έχοντας ταξική συνείδηση ή και χωρίς συνείδηση

Καταβροχθίζουν οι μηχανές τις σάρκες

Ασθενοφόρα, εργάτες, ουρλιάζουν στην άσφαλτο

Και μαγικές εικόνες και Supermarket

 Μεγαλώνει το στομάχι το μυαλό σουφρώνει

Πάνω από τον καθημερινό θάνατο με πείσμα

Γραφειοκράτες άθλιοι χωρίς κανένα σχήμα

Σε αμετακίνητες αλήθειες επενδύουν 

 

Πρωινό θολό άκρη του δρόμου

Το μέλλον μας ουρλιάζει ρουφήχτρα

Με ποιες λέξεις μπαίνω στον καυστήρα

[ΣΕ ΠΟΙΟ ΜΕΛΛΟΝ  από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989  - κι άλλες επιλογές  από τη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ 1958 - 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ 2016 ]




 

ΠΡΩΙ ΜΕ ΤΗ ΔΡΟΣΟΥΛΑ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου  ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989)

Πρωί   κι ακόμα σφυρίζουν όνειρα της νύχτας

Αναπνέω βαθιά το καυσαέριο

Καθώς μ’ αρπάζει λεωφορείο για τη δουλειά

Ένα κήτος με καταπίνει

Κι αφού από στάση σε στάση αποτυχαίνει

Να με χωνέψει

Τέλος   Κάπου κοντά στο τέλος

Με ξερνά

Υποκειμενικά ανένδοτο

Ώριμο ν’ αναλάβω την καθημερινή μου   Εργασία

 

Δηλαδή να σας ληστεύω υπέρ τρίτων.

 

ΠΑΝΩ ΣΑΣ ΓΑΝΤΖΩΝΩ ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΟΥ

Από χαλυβουργεία και διυλιστήρια

Στην αλλοτρίωση των καύσεων

Έρημες φτωχές λέξεις σας κουβαλώ

Σε πόλη αδιάφορη πρησμένη σκουπίδια

Και γύρω λυσσασμένοι για επιτυχία

Ενώ μοντάρω όργανο υποθετικής επικοινωνίας

Δρόμοι υψικάμινοι και τρέχουν

Ισοζύγιοι οραματιστές

Καλπάζουν στην καταναλωτική μανία

Κλούβες μπαγλαρώνουν την απεργία

Και σταλάζει ο ουρανός κατράμι

Φτωχές ελληνικές μου λέξεις

Πάνω σας γαντζώνω τη φωνή μου

Και βουλιάζω

[από τη συλλογή ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ 1958 - 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ]

 

ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΗ ΜΕΡΑ ΣΟΥ ΜΕ ΓΕΛΙΟ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989)

Λάμπουν στα μάτια όνειρα

Κόσμος της κατανάλωσης και στειρωμένος

Κρατώντας μεροκάματο στα δόντια σαλτάρουμε

Επιθυμίες κι υποσχέσεις δεν σου ανήκουν

Σουρωμένοι στα φτωχά τους ρούχα

Θέλουν να πιάσουν την καλή

Κάτι σαν υπερούσια υπόσχεση που θα εκπληρωθεί

Σώζει ο καθένας τον εαυτό του

Βαθιά μ’ αυταπάτη στην αποβλάκωση

Και πρόσωπα στην ομίχλη παραδομένα

Χερουβίμ τους κρατούν απ’ τις μασχάλες

Όλοι μαζί στο λάκκο με τα φίδια

Φωνές βουβές, λέξεις παραμορφωμένες

Σε πράξεις φτάνουμε μισημένες

 

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΓΛΙΣΤΡΑΕΙ

Στην άσφαλτο και το τσιμέντο

Γραμμή και τσούρμο

Δεν έχει αλλού

Χρόνια εδώ και τώρα η λύση

Με χέρια στα γράσα και το χαρτονόμισμα

Ανειδίκευτος μερακλωμένος

Όλοι μαζί τον ώμο βάζοντας και λίγη τύχη

Μικρομάγαζα εξελισσόμενα με φαντασία

Και πέρα μπακάλικα ψιλικά καπνοπωλεία

Ιδιοκτήτες με το κεφάλι σε σπίτι

Φεύγει ο χρόνος πατικωμένος

Με ιδρώτα σφιγμένα δόντια λάδια και πίσσα

Με μια γεύση μαγνήτη στο στόμα

Μάτσο χαρτιά στα χέρια

Καταθέσεις λέξεων που κάηκαν και στάχτη καταρρέει

Αμφίδρομος τροφοδότης

Με το μανιφέστο  στη σάκα

Θάβω νεκρούς και μεροκάματο

 

Ο χρόνος μ’ ένα κάψιμο στα μάτια γλιστράει.

[από τη συλλογή ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ 1958 - 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ]

 

ΕΠΟΧΗ ΠΑΓΩΜΕΝΟΥ ΒΑΡΔΑΡΗ

(τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989)

Εποχή δένει ανθρώπους, εποχή σκορπά συντρόφους

 

Βαρδάρης παγερός σαρώνει φεγγάρια

Εργοστάσια σκουπίδια και φαντάσματα

Κι εκείνος στην παλιά της φυλακής κουβέρτα

Χωρίς επιστροφή στον οργισμένο δρόμο

 

Γράσα αφίσες στουπιά στα χέρια

Αγοράζουν ελπίδες δεν τον γνωρίζουν

Πορνό του Βαρδάρη σεργιανάνε πουτανάδικα σκοτεινά

Εφημερίδες μασάνε στον άδειο ουρανό

 

Κόντρα στον παγερό αγέρα

Βαδίζει διαγραμμένος χωρίς πατρίδα το παλιόσκυλο

Γεμάτος αμφιβολίες βαδίζει

Προκηρύξεις ζεσταίνουν το αδύναμο στήθος του

 

Εποχή δένει ανθρώπους, εποχή σκορπά συντρόφους.

 

ΜΕ ΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ

Σφυρίγματα το μεσημέρι

Πάνω από μαδημένες λεύκες

Φουντώνει ο καπνός των τρένων

Ραντίζει φως, στα μάτια αιθάλη

Εδώ με τα καθάρματα

Κάθε μέρα στο αλώνι των δρόμων

Χωρίς λεβεντιά μ’ αηδία

Μέσα στον κίτρινο καθρέφτη

Πρόσωπο χλωμό κι άσπρο

 

Σφυρίζουν τα τρένα

Αναχωρήσεις ματαιώθηκαν

Δρομολόγια άλλαξαν

Εδώ στο μαύρο δρόμο

Με φως στα μάτια, αποφασισμένοι

Καθώς πέφτει ο καιρός στην καταβόθρα του Γαλαξία

Με υπομονή   Εξαργυρώνοντας το χρόνο

 

Από δοκάρι σε δοκάρι   Σε περιμένω γυμνός

[από τη συλλογή ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ 1958 - 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ]

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

(τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989)

Έρχεται το βράδυ ξανά

Σε πείσμα όλων των ποιητών

Στα σκουπίδια γυρνώ στις πλανόδιες γυναίκες

Το μυαλό μαχαίρι

Σε υπόγεια διαφεύγει περάσματα

Τα ίχνη ψάχνοντας

Αφού ακούω τις λέξεις σου υπάρχεις

Στα σίδερα και την πίσσα

Μέσα στο δέρμα

Στο βυθό των ματιών

Εκεί την αρχέτυπη ακούω φωνή

Τύμπανα χτυπούν στον ιπτάμενο ουρανό

Με πυρετό τότε κατηφορίζω πάλι

Ματωμένη πληγή στον παγωμένο αγέρα

Χάνεσαι

Πάλι τα χέρια βυθίζω στις λέξεις

 

Με λόγια γυμνά σας μιλώ

Στα τέλη του σκοτεινού αιώνα.

 

ΜΕΧΡΙ ΕΔΩ

Μέχρι εδώ

Δεν θ’ ακούσετε πια την έντασή μου

Δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθώ

Σταματώ να βάζω ερωτήματα

Δεν θέλω την άποψή σας

 

Όλα έχουν απαντηθεί

 

Ομίχλη πρωινή στόμα πικρό

Σιωπηλός παίρνω το λεωφορείο

Διασχίζω σακατεμένους δρόμους

Χωρίς να κρίνω τα βαθιά ανέκφραστα πρόσωπα

Χωρίς να ρωτώ τ’ άγρια μάτια σε τι ελπίζουν

 

Σιωπηλός παίρνω το λεωφορείο

Και πάω στα κομμάτια

[από τη συλλογή ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ 1958 - 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ]

 

ΔΙΑΤΗΡΩ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ

(τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989)

Μέχρι εδώ

Δεν θ’ ακούσετε πια την έντασή μου

Δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθώ

Σταματώ να βάζω ερωτήματα

Δεν θέλω την άποψή σας

 

Όλα έχουν απαντηθεί

 

Σιωπηλός παίρνω το λεωφορείο

Γκρίζο πικρό μπαμπάκι στόμα

Διασχίζω σακατεμένους δρόμους

Χωρίς να κρίνω τα βαθιά ανέκφραστα πρόσωπα

Χωρίς να ρωτώ τ’ άγρια μάτια σε τι ελπίζουν

 

Γεύση στάχτης μπουκώνει το σπιτικό

Σιωπηλός παραμένω   Αδιάφθορος

Την ανέκκλητη να εκτελέσω καταδίκη σας

 

ΗΔΟΝΙΚΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Λέξεις πυροδοτούν τα μάτια

Στην άσφαλτο και το σκοτάδι

Θρυμματισμένα χέρια στον τόρνο και την πλάνη

Ομίχλη σε ρείθρα και οικόπεδα

Ο χρόνος και πάλι στον πάγο

Πρόσωπα στο γκρίζο φως και βήχουν

Ξανά σκοτάδι άδειο

Ηδονικά φαντάσματα γυναίκες λησμονημένες

Συγκλονιστικές φωνές ερειπωμένες

 

Εκεί λοιπόν

Πάνω από την ομίχλη, τον παγωμένο Βαρδάρη

Σας σηκώνω ψηλά

Ψηλά από τον ματωμένο ουρανό

Και σας αφήνω

[από τη συλλογή ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ 1958 - 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ]

 

ΣΕΛΗΝΗ ΣΧΙΣΜΗ ΑΠΡΟΣΙΤΗ

(τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989)

Με τα δόντια στη σάρκα

Διασχίζοντας πρόσωπα λεηλατημένα

Το μυαλό κερδίζει λέξεις

Διαδρομή ξεφτίδια γκρίζας στάχτης

Το αίμα κερδίζει ρυθμούς

Σελήνη σχισμή απρόσιτη

Μουγκός αέρας πνέει

Λέξεις ψυχής σαράκια

Φωτίζουν τη φαγάνα του χρόνου

Στις φλέβες αίμα Πήγασου

Αλώβητο πρόσωπο στον καθρέφτη

Διασχίζω τσακισμένα ποιήματα

Και βέβαια:

Οι λέξεις ανήκουν στο ποίημα

Το αίμα στον ποιητή.


ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Ακόμη σκυλιά εδώ και περιστέρια

Διασώζοντας λέξεις οδυνηρές της μόνωσης

Πού ξέμειναν οι ποιητές της γενιάς μου;

Στα ποιήματά τους βρέχει ψιλή γκρίζα βροχή

Κι η θάλασσα τους περιμένει στη σιωπή

Πέτρινοι δρόμοι μιας παγωμένης αποκριάς τους πήραν

Το αίμα ποιος το ακούει;

Αδειάζουν κάποτε τα μάτια σα μελανοδοχεία

Στη διαδρομή μιας νύχτας θαμμένος σε ποιήματα

Μοναδική η αίγλη του έρωτα

Διασχίζοντας τις παρυφές του σκοτεινού ύφαλου

Αδιάφορος στις καθημερινές συναλλαγές

Με το αίμα δοθήκαμε στην εποχή

Με το σώμα, γι’ αυτό λείπουνε κομμάτια

Καταδύσεις των ματιών τώρα χειρονομίες της γλώσσας

 

Όμως να πάλι βρέχει ψιλή βασανιστική βροχή

 

Λέξεις μέσα στις λέξεις   Πλήρης Ονείρων βυθίζομαι

[από τη συλλογή ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ 1958 - 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ]

 

ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΦΕΓΓΕΙ

(τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989)

Στο λαρύγγι του πρωινού

Στο λίγο φως που φέγγει

 

Τη σκοτεινή ροκανίζω πλευρά του χρόνου

Λέξεις του έρωτα ριπές θανάτου

Πεύκα που τα πήρε η φωτιά

Άνθη της λυγαριάς στα χέρια

Και κάτω από τη μαύρη μουριά ο πεθαμένος

Πίσω από τις λέξεις σπαρακτική ενδοχώρα

Δροσερές διάφανες θάλασσες μνήμης

 

Με λέξεις θρύμματα ταΐζω σπουργίτια

Που ήδη φτερουγίζουν

Στο αμφίβολο φως του επερχόμενου ποιήματος

 

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Σύννεφα βαριά και καπνός

Σέρνεται το τρένο για το λιμάνι

Πίσω από τις λεύκες και τα γιαπιά

Περιστέρια σπιθίζουν στο πλάγιο φως

Και πέφτουν μες το μαύρο

 

Όμως σου λέω προχωράμε

Έστω μ’ αυτά αμετάκλητα

Εκεί στην άκρη του δρόμου

Λάσπες   Σκουπίδια και μικρές ιδιοκτησίες

Και βέβαια ο λόγος μας έχει τη μνήμη μιας ημέρας

Και το χρώμα αναδίπλωσης εκεί κατά το βράδυ

Αλλά βλέπεις επιζεί η φωνή

Έτσι το αίμα δεν σιωπά επιμένει

 

Εκεί στην άκρη του δρόμου

 [από τη συλλογή ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ 1958 - 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ]

 

ΡΕΕΙ Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

(τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989)

Ρέει η μνήμη της πόλης

Αλλάζει χάνεται το πρόσωπο του ποταμού

Η θάλασσα, η θάλασσα φωνάζω

Πανσέληνος φωτίζει το κουρεμένο μου κεφάλι

Και φεύγουν κάργες στα τείχη

Χάνονται στο μαύρο καραγάτσι

Σημαίες κόκκινες τότε στον γκαστρωμένο ουρανό

Φωνές δαγκώνουν φωνές στην άκρη του χρόνου

Τον άνεμο αγκάλιασαν τον παγωμένο αγέρα

Κέρδη της συναλλαγής της προδοσίας κέρδη

Είχαν σοδειά καλή τ’ αφεντικά

Κι άφησαν πίσω τους πέτρες διατηρητέες

 

Φαρμάκι της αλαζονείας στο αίμα πώς κυλάς;

Πώς κηλίδα μελάνης κρύβεις τον ήλιο;

 

Σιωπηλός ελπίζοντας σε μεγάλη καταστροφή

Παραμένω.

 

ΛΟΓΙΣΤΗΣ

Λογαριθμώντας κέρδη

Καίγεται η πρώτη ύλη του μυαλού

Στο χαρμάνι των ισοζυγίων

 

Πρέσες βογκώντας αναγομώσεις

Μηχανουργεία καμένα λάδια

Ψηλότερα αράχνες υφαντουργεία

Και λαϊκά τραγούδια θηλάζουν εργάτριες

 

Αέρας σκουπίδια υπερυψώνει

Φύλλα της λεύκας στις καμινάδες

Σκουπίζω τα μάτια από τη στάχτη

 

Εδώ   Παραμένω ύποπτος

Στα σκυλιά της καθημερινής συναλλαγής

Ύποπτος και αλώβητος στο καταφύγιο των λέξεων

Γράφοντας ποίηση κλέβοντας το χρόνο!..

 [από τη συλλογή ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ 1958 - 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ]

 

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

(τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989)

Λάσπη

Κι ένας ουρανός μελάνη

Ναι   Κάτι χάνεται αργά

Μα δεν το ξέρω

Ή ξέρω και δεν καταλαβαίνω

Ή καταλαβαίνω χωρίς παραδοχή

 

Μουγκρίζει το λεωφορείο στην πρωινή βροχή

 

Αλλά κάτι χάνεται σταθερά

Από τετράγωνο σε τετράγωνο

Από στάση σε στάση

Από τη μια λέξη στην άλλη

Ο χρόνος γλυκόπικρος πολτός

Δεν ραγίζει και ρέει

 

Πεζοδρόμια φεύγουν μάντρες βουλιάζουν

 

Τι σημαίνει   Δαμάζω τον καιρό

Όταν αυτό που μένει

Είναι φως πρωινό παγωμένο σαν κρύσταλλο

Και κάποιες λέξεις στα δόντια

 

Τι σημαίνει

Η δική μου άρνηση κι η δική σας παραδοχή

 

ΚΑΙΝΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ. ΠΡΟΧΩΡΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΣΦΙΓΜΕΝΗ ΣΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

(… οι νόμοι της αγοράς συμπεριφέρονται σαν το θερμόμετρο… παρακολουθούν τους κραδασμούς της Ιστορίας…)

Η Εταιρεία σε μεγέθη οριακά.   Ούτε μπρος τώρα ούτε πίσω.   Τα εμπορεύματα στις αποθήκες περιμένουν.   Καιρός τα κεφάλαια να περάσουν σε νέες δραστηριότητες.   Η αγορά πάντα δίνει ευκαιρίες.   Σου δώσανε την ανάλυση. 74 56 μεροκάματα.   Μέρες άθλιες της ζωης σου.   Στο επίδομα τώρα και την αναζήτηση.   Μάτια να σε γραδάρουν, να υπολογίζουν την υποταγή της ανέχειας.   Φυσάει Βαρδάρης.   Στις μυλόπετρες ξανά από την αρχή.   Δουλειές καθημερινής εξαθλίωσης.   Όπου νε το χρήμα σε μέτρησαν, σε βρήκανε λειψό.   Χαμηλώνει καπνός στις καμινάδες.   Ψάχνεις στις εφημερίδες, σε οδηγούν σε βρώμικα στενά, σε σκοτεινά υπόγεια.   Παίρνεις πάλι σβάρνα την αγορά.   Ιδρώνουν τα χέρια.   Μέρες αγώνα.   Μέρες χαμένες.   Καίνε τα μάτια. Προχωράς με τη γνώση σφιγμένη στα δόντια!..  [ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΠΑΡΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989   - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

Παρασκευή, 19 Αυγούστου 2022

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ