Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟΤΕΣ ΩΣ ΕΝ ΣΠΗΛΑΙΩ ΤΙΚΤΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΚΑΘΟΥΜΕΝΟΥ

 (… η διαίσθησή μου παίρνει όλες τις ευθύνες  βρίσκει τα ύποπτα στη χάρτα του ωκεανού,  που τάχατες  απεξηράνθη.…)  


Αρχίζω πάλι έλικας, ο μπουνέντης εναντίον.

Ταξιδεύω όπως το μελάνι δίχως τα πόδια του

γίνεται μέρα γίνεται νυξ, τρίτη από κρίσεως κόσμου,

η κίνηση εμφυσάται ως κύκλωμα εκμαυλισμών

το πετρέλαιο μπαίνει στον καιάδα του   η γεωγραφία στα έγκατα

ο γιος μου στο ορατόριο του,

τέλος ρίχνεται στις οδύνες του το μέταλλον Λυσιμαχία,

γίνεται μέρα γίνεται νυξ    γίνεται πάλι νυξ και πάλι.

Τότε ως εν σπηλαίω τίκτεται στα καλά του καθουμένου

άρρεν αγριωπόν το κανονικόν πεντάγωνον.

Η διαίσθησή μου επικρέμαται (το επί είναι η εφεύρεσή της)

ως μετόπισθεν ή κομιτάτο ή ο λόχος του.

Ω τι ανίδεος και να εκτροχιάσει κοτζάμ τρένο

τι άσχετος και να ποιήσει το πρώτο του πτώμα τόσο τέλειο,

να το αποθεώσει, να κόψει το ρεύμα

πάνω που θ’ άρχιζε η διάσκεψη

πάνω που θα πετύχαιναν την αμνηστία τους οι κυνοκέφαλοι.

Η διαίσθησή μου παίρνει όλες τις ευθύνες

βρίσκει  τα ύποπτα στη χάρτα του ωκεανού,

που τάχατες απεξηράνθη,

γίνεται νησί όπως ο Μπρεχτ και η κοτσίδα του

όπως η πόρτα μας και η κακοτοπιά της,

βασανίζει τον βρικόλακα μέσα στην κλειδαριά του

και τον ύπνο μου που πριόνισε τον γρύλο του

και που δεν άντεξε ως διάδρομος

παρά κατάντησε σοβαρόν στοιχείον ώσπου τον έθαψα.

Στην επιφάνεια τώρα πλέουνε τα ξυλοπάπουτσά του

με άλλους σκοτωμένους πετεινούς.

Σάστισες

κι όμως για τα σαραντατόσα τόπια βουβαμάρας σου μιλώ,

που σε τυλίξανε

για το τυφλό έντομο με το ετρουσκικό επίθετο ελευθερία,

που κούφανε το Ρότερνταμ πετώντας χαμηλά

εκεί που η Μεσόγειος πουλάει τα παιδιά της

τα στυγερά της θεωρήματα  κι  άλλα θεσπέσια ξύλα.

Δεν είναι αυτό καρδιογράφημα;

δεν είναι τράκο αμφιβληστροειδών σαν κοιταχθήκαμε κατάματα

κι ο βρυχηθμός του;

τότες τι είναι γεωγραφία;   τι είναι πετρέλαιο

που τηνε κέρδισε στο ζάρι και την έφαγε ο κανίβαλος;

Ολοένα κατηφόριζε καβάλα στον ελέφαντά του ο Ανίβας·

μ’ αυτά και μ’ αυτά με κάνανε δημότη Χαιρωνείας.

[ΔΗΜΟΤΗΣ ΧΑΙΡΩΝΕΙΑΣ, από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, απ’ όπου ανθολογούνται και τα παρακάτω ποιήματα:

ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ,  Τι έχει να κάνει πόσοι είναι οι Λαιστρυγόνες δεκατρείς τρακόσιοι, τι έχει να κάνει;

ΟΛΙΚΗ ΑΝΑΚΛΑΣΗ,  Την άλλη μέρα οι γυναίκες Μαρία από τα Μάγδαλα κι άλλη Μαρία που ονειρευόταν αστραφτερά πουκάμισα  

ΑΥΤΟ ΝΑ ΠΕΙΣ,  Εμείς κατά τους Φιλισταίους οι διεφθαρμένοι…

ΜΕΡΕΣ ΒΑΡΒΑΡΩΝ,  Κυριακή Βουκόλου  και Μελανίας των κεφαλοπόδων

ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΞΟΤΗΣ,   Τώρα σε τέταρτη διάσταση συνεχίζω όσα δεν είαμε…

ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ ΑΡΒΑΝΙΤΙΑΣ,  Εκτός από μονόλογος ο έρωτας σου και ωτακουστής   

ΕΛΕΙΨΟΕΙΔΗΣ ΦΙΑΛΗ,  Διότι κατανυκτικώς τα χελιδόνια, που εννοείς δεν ήρθαν φέτος  και επιμύθιο  

ΤΟΠΙΟ ΜΕ ΦΛΥΚΤΑΙΝΕΣ εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο της συγκεντρωτικής έκδοσης: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987, ΑΓΡΑ

 



ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ (…μα εγώ ακόμα σύννεφο)

Τι έχει να κάνει πόσοι είναι οι Λαιστρυγόνες

δεκατρείς τρακόσοι, τι έχει να κάνει;

μην είναι σίγουρο που έχω αύριο δυο χέρια ένα κούτελο;

στις φλέβες μου ο ίδιος άνεμος να σπρώχνει λέξεις

καταπάνω στις οξιές και τα κατάρτια;

Μένω εδώ λοιπόν ξερός.

Γέμισε ο τόπος Θερμοπύλες Θεσπιείς, απέναντι

με τα ταμπούρλα τους οι Μήδοι,

άχρονα θεωρήματα κυκλώσανε τους λόχους μας,

ποταμός αόμματος έριξε το σπίτι

περνάει, παίρνει

εμένα το κλεισιοσκόπιο  γωνιά Υμηττού Φορμίωνος

κι εσένα κοφτερή προκήρυξη που σήκωσες οδοφράγματα·

πιασμένοι οι δυο μας χέρι - χέρι

τρελοί με τα φωνήεντα των Ελλήνων

δεν περνούνε οι φασίστες…

 

τώρα νέα μου τρέλα γιος των όρνιων

κυνηγώ αποσιωπητικά, δίνω τα μάτια μου σε αστρίτες,

το στήθος μου εθνόσημο του φεγγαριού,

τελευταίο μου φυσίγγι η πλεξούδα απ’ τα μαλλιά σου.

Ήσουνα τότε στα δεκαεφτά,

δεκαεφτά κουρσάροι Λαιστρυγόνες,

μα εγώ ακόμα σύννεφο.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ]

 

ΟΛΙΚΗ ΑΝΑΚΛΑΣΗ (από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ)

Την άλλη μέρα οι γυναίκες Μαρία από τα Μάγδαλα

Μαρία του Κλωπά κι η άλλη Μαρία

μ’ ονειρευόταν μηχανικόν

πατέρα των παιδιών τους με παντούφλες

φαϊ καλό αστραφτερά πουκάμισα

τσάκιση, κουμπιά μαλαματένια

οι σημαίες μας όμως

στάζουν ακόμα το χιονόνερο

στις γωνιές συνθήματα παίζουν τους καστανάδες

ξήλωνε αν το μπορείς σανίδες από μέσα σου

μπήγοντας σταυρούς και μάκρος

 

Φτάνει που τόσα θάψαμε μες στα συρτάρια μας.

Έδειχνα του Αλιάκμονα το χαρακίρι μου

πόδι βουλιαγμένο στο κατράμι

το πηγάδι τυλιγότανε το φίδι του

ξέσκεπο το ένα μου δόντι φάνταζε άσπρο

όπως η ηχώ μες στο φαρμάκι

οι ρουφήχτρες μάτια είκοσι στόματα εννιά

κουρσεύανε την άσφαλτο

η πατρίδα μ’ έχανε στο τάβλι.

 

Τώρα δεμένος χειροπόδαρα ξερνώ το ατσάλι μου

μέσα σε βούτες, πίνω φιδόχορτο,

βυζαίνω την τσουκνίδα,

μου ρίχνει πετονιά ο θάνατος τη νύστα του,

στον Κεραμεικό σκυφτό βουβάλι

σκάβει το χώμα με ζητά

οσμίζεται μυαλά και όρχεις Αθηναίων

γλείφει τα νύχια του

παρακαλάς να πω τη λέξη ταίριαξε

και να τελειώσω

αεί χάσου λοιπόν από μπροστά μου νικητή

φερέγγυον πρόσωπον.

 

ΑΥΤΟ ΝΑ ΠΕΙΣ

Εμείς κατά τους Φιλισταίους οι διεφθαρμένοι

για μερικούς οι φωνακλάδες

και γι’ άλλους πολυεδρικοί

σ’ εποχή εκπτώσεων αλλάζαμε το νου μας

και το δέρμα του παίρναμε τους ίσκιους

απ’ τα δένδρα, ντυνόμαστε κι όλο τέτοια

κρούσματα κι επεισόδια με τα φωνήεντα.

 

Το εκκρεμές αόμματο μια εκεί μια εδώ

σφάζοντας τη γενιά μας τον ένα τον άλλο,

μετά που μετρηθήκαμε είμαστε πάλι δυο,

εσύ, εγώ

μα τώρα μόνο για σένα λένε οι σατανάδες.

Λοιπόν, σα θα γράφεις τη μερίδα μου,

σε πινακίδες υποθέτω λεωφόρων,

μην ξεχνάς που τον ρεζίλεψα τον ήλιο τους

κάτω απ’ τα τείχη να τον σέρνω τσίτσιδο

πίσω από ’να δίτροχο

εγώ, που μου πήρανε την Βρισηίδα.

Μην ξεχνάς, σε μια ριξιά στο ζάρι τα ’παιξα όλα

πες για το τίποτα στο έτσι,

ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη

ίσα να δω που ο θυμός μου μαργαριτάρι άφωνο

γίνεται σύννεφο κι ύστερα χειροβομβίδα.

Να πεις κι αυτό για μένα: ήτανε ποταμός

σαράντα οργιές του βάθους που κύλαγε ίσα πάνου

μόνο σα ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.

Αυτό να πεις σα βραδιαστούνε

και χάσουνε το δρόμο τους οι πολυεδρικοί

οι φωνακλάδες

οι διεφθαρμένοι.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ]

 

ΜΕΡΕΣ ΒΑΡΒΑΡΩΝ  

Κυριακή Βουκόλου και Μελανίας των κεφαλοπόδων

γλυκερά πλακούντια σεξοελιές

τα τσιγάρα μας ξεπίτηδες σέρτινα

δεν έχει τελειωμό η Άμφισσα.

Με λέξεις ερπετών προσεγγίζαμε την έννοια μετατσιγάρο

καταπώς λένε μεταγλώσσα ή σαν που ο θυμός μου

της Αιαντίδος φυλής βέρος Αλκμαιονίδης

ξαμολώντας χριστοπαναγιές χύμηξε καταπάνω

στον προσωπικό Κοσμά.

Τότες το μέγα πρόβλημα ξηλώθηκε.

Από μάτια μόλις που έμεινε πιο λίγο από ένα

μύτη τίποτα

απ’ το μετωπικό ένα κάτι, τέτοιος λάκκος.

Για μια στιγμή ο βυθός εσάλεψε που η αισιοδοξία μας

έδειχνε το μηρό της,

άρχιζε το ταξίδι προς κάθε Σαντορίνη.

Στο πίσω του κρανίου η Ουρανία ή κάτι πιο

συνώνυμο έγινε τρύπα.

Φαλλέ του όσιου Παρασκευά πώς βγήκες μπρος

από τους φαροφύλακες;

Η όλη σύνθεση παρίστανε αποθέωση

Άτταλου τινός της παρακμής, επαρχία Φρυγίας.

Φυσικά δεν λείπανε οι αυλητές οι σαλτιμπάγκοι

οι πάνθηρες πιο πίσω οι αλυσωμένοι.

Στο πρώτο πλάνο ο προφήτης Ιουγούρθας

χεσμένος στο δολάριο διακόρευε τη φωνή μας

μπρούμυτα, θεοτσίτσιδη.


ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΞΟΤΗΣ

Τώρα σε τέταρτη διάσταση συνεχίζω όσα δεν είπαμε.

Χαμογελώ του χρώμιου χτες του ψευδάργυρου

αύριο πεθαίνω του λιγνίτη

χαλκός  και  νίκελ ματώνουν μες τα χέρια μου

που πρέπει τ’ αναστάσιμα καρφιά μας να ισιώσω

κι η διεθνής του αντιμόνιου απ’ το χαράκωμα

ατέλειωτο ταμπούρλο.

 

Θεόσταλτοι αφορισμοί από τους άμβωνες με οχταήχι

με σιγγίλια  πείθουνε  με ξιφολόγχες  και  χρηματιστήρια,

με οχτάστηλα η τέταρτη εξουσία

κι ο δεξιός ιεροψάλτης λουστρίνι μάγουλο

βήμα που του ’μαθε η χήνα

καινούργιος στη μασχάλη του ο χαρτοφύλακας

από το δέρμα  σου πατρίδα.

 

Μόνο ο ιδρώτας μου ο ερυθρόδερμος παραμερίζει

υπόκλιση άψογη, χαμόγελο νέα μανιφατούρα

ξάφνου αμολάει το κανελί σκυλί του

κι όλα γίνονται της πουτάνας.

Δεν περνάει το δικό σου,   όχι!..

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ ΑΡΒΑΝΙΤΙΑΣ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Εκτός από μονόλογος ο έρωτας σου  και ωτακουστής  

έπεσε από το φορτηγό  και  άνοιξε όπως κιβώτιο.

Σακατεμένος πετάχτηκε από μέσα ο Πολύφημος

ζητάει το δίκιο του και τα σκυλιά του.

Έλεγα μην κάνετε διανομή σταυρούς

κάτι μεγαλοφοίνικες και  ταξιάρχες σε τέτοιους ενεστωτικούς,

ορίστε τώρα ξεμπερδέψτε τα που έγιναν όλα

όπως τ’ απόκρυφα ηγουμένης πρώην μαστροπού.

Λες να σε πιστέψω που δεν έμεινε ούτε αχός   οστράκου εντός μου

σε τούτο το ποτέ ανάμεσα  και  στ’ άλλο πια χαμένος.

Τι να πιστέψω που δεν έριξες ούτε μια πέτρα

στ’  αμυλώδη τζάμια τους

να τρομάξουνε οι φάλαινες  και  το κουφό   μουλάρι

που τάχαμ όσιον  και ιερόν έφτασε

μουτασαρίφης  στις πολύχρυσες Μυκήνες,

να δει που τον πουλήσανε κι αυτός ο έρμος τόπος

και που δεν είναι προτροπή μ’ αυτούς.

 

Δείξε λέει θέληση  και  πίστη.  Άκου,

εγώ, που έλιωσα με τα κεριά στις αγρυπνίες

που δέθηκε με βρυκόλακες, τα συνδικάτα τους

κι όλα τους τα καμώματα των αγανακτισμένων

για το που έβαψα με το δικό μου θαλασσί το σπίτι μου

τα ψυχοφθόρα γύρω μας πεπόνια

και τα οτακύλινδρα στιβάλια μας της ανηφόρας

(α δε σε πνίξω  μες στο σύμβολο,  τι αρχιπέλαγος,

Να μη με πουν μονοδιάστατο συνάλλαγμα).

Τι να την κάνω πια την τρεχαντήρα σας

το λυρικό αιγαίο πρώην κριάρι της αρβανιτιάς  και  τώρα πράσο;

Κάλλιο τρεις βλαστήμιες  κι  η ευχή

που μ’ άφησε μάνα κοντραμπατζή τ’ αϊβαλιού

πιο κι απ’ το σορόκο να ’μαι πεισματάρης.


ΕΛΛΕΙΨΟΕΙΔΗΣ ΦΙΑΛΗ

Διότι κατανυκτικώς τα χελιδόνια,  που εννοείς

δεν ήρθαν φέτος,

διότι εσένα υπαινίσσομαι περιπαθή αυστριακέ

κατά κόσμον Δημήτριε

ότι σαράντα πλέθρα ήτανε ξαρχής το μέτωπό σου

κι είχε να πάρει απάνω κι άλλο

ότι το ’σβησε τ’ αχνάρι μας άνεμος δυνατός χειροδικώντας.

Ρωτάμε πού  και  πότε χάθηκε η παραβολική πτήση,

πού είναι η χαρακιά που σύραμε στη γης

πού οι διαβήτες, πρώτος σερνάμενος  και  δεύτερος

και πέμπτος διασκελισμός  κι  ο διακόπτης

που σωπάσαμε;

Η σαρανταποδαρούσα μέσα μου δε σε βρίσκει πια

φευγάτο  και  παράνομο

σκόρπισες  και  πας τ’ ανέμου

έχασες κέντρα  και  αξόνια  και  τα ξιφήρη

χελιδόνια φέτος

ω  και τούτη τη φορά Δημήτριε.

Η λέξη κάγκελο σκούζει που περνάς ο αυριανός

ο άταφος,

η χαλυβουργία πίσω σου ξεφωνίζει  ε γ ώ

μέσα στον παγετώνα,

δοξάρι αγριεμένο με γερακοκούδουνα κρούει

κρούει,  χάνομαι

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΣΕ ΜΙΑ ΖΑΡΙΑ ΤΑ ’ΠΑΙΞΑ ΟΛΑ 

(…ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη…)

Δεν γίνεται αλλιώς σου λένε, τέλειωσε.    Ας πάει να μας κόβουνε εμένα εσένα   τα λιβάδια και τις φάμπρικες λουρίδες   και ας μην αφήσουνε του αγέρα όχι προβιά  μα ούτε ίσκιο του συννέφου.   Του κάκου σου εξηγώ   τι να την κάνεις την εξήγηση σα δεν έχεις   το νεφρί να στήσεις στα περάσματα μυδράλιο   τη ραχοκοκαλιά σου   να τους γαζώσεις   ρίχνοντας επάνω τους και το στερνό σου κότσι   κι ας πάει να γεμίσει ο τόπος φλύκταινες   πελεκούδια ενέδρες σακατεμένα ασβεστοκάμινα   προσευχές τα ρέστα του εισιτηρίου μου   το μισό κορμί σου μια οργιά φυτίλι   που όλο τρίβεται πάνω μου και δε λέει ν’ ανάψει.   Τέτοιο σκυλί που ήμουνα και λυσσασμένος   δέθηκα χαμηλά σε κεφαλαίο ταφ   συνέχεια μου ρίχνανε απ’ τα μπαλκόνια τους   με γκλοπ με φόλα με ό,τι να ’ταν   λίγο πιο ύστερα με θέλανε πάλι ηλεκτρολόγο τους   τσέπες γεμάτες κατσαβίδια καλώδια πρίζες   βερνίκι τα μαλλιά χωρίστρα ωραίος   η αγωνία τους έκανε πεζοδρόμιο   μου κολλούσε τρις την ώρα   δεν ύπαρχε τρόπος να ξεφύγω   μόνον ο λεξικογράφος Αναστάσης Ορλόφσκυ  γυάλιζε πού και πού τα ομοιοκατάληκτα. [ΤΟΠΙΟ ΜΕ ΦΛΥΚΤΑΙΝΕΣ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..  Σου φωνάζω: σ’ όλα τα στερνά κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου 2023

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

Μ’ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ ΕΜΕΙΝΕ Μ’ ΕΝΑ ΠΟΔΙ ΣΤΙΣ ΠΟΡΕΙΕΣ…

 (… ω Ποίηση κεραμουργεία με φωνήεντα,  έφευγες σφαίρα στον αυτοκινητόδρομο…)

Κάπου εκεί ανοιχτά του σύννεφου   μόνο διανεύοντας

ίσα  που να περνάς μιαν αποκάλυψη   να λες:

των σημείων είναι μαρτυρία

που το παράθυρο σκαμπανεβάζει την ξερολιθιά τ’ απάνου μπρέκι

που άγιος ποταμός μιαν ασβεστόπετρα

άγιος ισχυρός η τουφεκίστρα

άγιος αθάνατος το σάστισμα  κι  ούθε το βγάλει…

 

Κι όταν ιδείς λαιμό σφαγμένο  του κορυδαλλού

ή που να τρων ψωμί το πετρολίβανο

 εκεί να λες ο τόπος μας της τραμουντάνας…

Α σε ρωτήσουνε   πούθε σηκώνουν το νεκρό μεσάνυχτα

να πάει να φέρει πίσω αδελφή

που λεν το αλληλούια κλαρί της αρμπαρόριζας

μην πεις τον ατελείωτο του ανέμου

μην πεις συγγενολόι αράδα κουρούνες σύρματα

πες τη σιωπή άδεια Μητρόπολη

τ’ άσπρο της κόκαλο μανάλι πες

κι ας μη φωτά ας πάει να λιώνει    μη και φανεί Ορέστης  

που να γεωμετρεί ο τρελός με τους διαβήτες.

Πες που πιο ύστερα μια χτυπημένη τσίχλα

τρόχαε βράχια  ή βουλιάζοντας στο γέρμα… 

Είναι λοιπόν ή όχι η ρότα μας    των αναποδιασμένων

ολοχρονίς της θάλασσας τραβέρσα    στο άστραμμα;

Ή θα μυρίζει λύκος στις μπασιές   ή που κάθε τρεις και τόσο

Δωριείς στις κατηφόρες  κι η πέτρα αναστενάρισσα

φλέβα και πέτρα τόπος…

 

… ο σάρακας λέει κι ο διαστροφέας  κι  ο συνεργασθείς

κι η κάθαρση·   άκου η κάθαρση.

Ορέ δε βλέπετε που είμαστε μονάχα οχτώ

εκατομμύρια αφόταν ο Αλφειός  και  Δευκαλίωνας κι οι άλλοι;

άντε τώρα να μη λέμε ονόματα.

Λοιπόν στ’ αρχείο…

 

Πώς ψήνουνε σε κεραμίδι τον ανήφορο;

Πού να ’ναι χόρτο πιο πικρό   από της πόρτας μας;

Τότε να δεις Καρύταινες  ή  αλέθοντας   αμβλείες η περηφάνια

να δεις ουρά για χορηγίες που να πεις   την Τροία αχειροποίητη

ή επαύριον των ανθρακέων

πώς πλέει του θρήνου και πάει βουλιάζοντας

μ’ ένα νησί αγκαλιά απ’ το εικονοστάσι   αμίλητη.

Να δεις την έξοδο τ’ ανάδελτα του Αλφειού

πώς ξέβραζε χελώνες νεολιθικά Καλάβρυτα

θωρακωμένους Αχαιούς μες στον χαλκό

έναν πελασγό πασά ή τον Άμιλτων παραδουνάβιο,

τέτοιος αδίσταχτος.

Ανατολικά της τύρφης πιο της λαύρας

κατέβαζ’ ένα χριστό των μαστοειδών πλανταγενέτη

από τα Τύανα τυμπανιστή του λοφίου

και του πάφιλα   τον άλλο Μαρκιανό είδωλο των ευνούχων 

μέγα κουροπαλάτη δηλωσία

κι άλλα τέτοια ασπόνδυλα της παλιγγενεσίας

σκηνώματα αετών από Αροάνια και κέδρων·

κείνο το Ρ της Ιλιάδας στη Λεωχάρους   χαρτί για περιτύλιγμα

όρτσα βιδέλο βουλγαρίες και δουλειές

παρόχθια δέρματα της συμμαχίας και δάνεια

και στόλοι ενάριθμοι  και  Δωδωναίοι πραματευτάδες

πανδαιμόνιο των Ουγγροβλάχων   οι ευκαιρίες…

Του αστερία χύνονταν από εξήντα οργιές ψηλά

με ρουφήχτρες κι έναν Κάλχα   το λιοπύρι.

Οι πιπεριές σου κατά τη Φραγκοκκλησιά

μόνες εδέρνονταν από το απόγιομα με το  μελτέμι·

πού πας πατρίδα;

 

Αργά ως το μάνταλο, της ώχρας γιος,   έμπαζε ο νους·

εκειδά στη ρίζα έπνιγε το «άρα υπάρχω».

Σαν ιεράπετρα, ώσπου επέθαινε

 εδέονταν μια φοινικιά   η μέρα λιώμα…

 

… κι ετότες είτουνε

που με κατάρτια βάρθηκα να χτενίζω αλετροπόδες.

[ΑΝΑΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΑΛΦΕΙΟΥ   από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974  με τίτλο στίχους από το ποίημα ΠΑΣΧΙΖΕ ΝΑ ΓΕΝΕΙ ΣΕΙΡΗΤΙ – Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 – 1974, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1990]

 


Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται τα ποιήματα:

ΟΧΙΕΣ,  Το πρόβλημα είναι αν το πέτρωμα,  ο λίθος όχι…

ΤΕΤΟΙΑ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ,  Ολημερίς κουπί…

Σ’ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΕΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ,  Μετά από τόσα διαβούλια κι αναλύσεις επιτέλους έδειξε η αχτινοσκόπηση…

ΜΙΑΣΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ,  Βαθιά του αμφιβληστροειδή ερχότανε η φωνή…

ΚΑΝΑΛΙ ΕΝΤΕΚΑ,   Πρόβλεψη:  τρεις παρανοϊκοί, οι δυο κιθάρες ο άλλος ντράμερ πλοηγός επιληψίας…

ΝΕΚΥΙΑ ΩΡΑ ΠΕΝΤΕ,  ‘Ωρα τέσσερις οπή ευθυτενής…  και

ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Απ’ έξω τίποτα το ιδιαίτερο   όπως όλοι μας

 

 

ΟΧΙΕΣ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)

Το πρόβλημα είναι αν το πέτρωμα,   ο λίθος όχι

ούτε εκείνα τα υποοράματα οι υπερήχοι.

Κι οι αισθήσεις μου, οι οχτώ του ανέμου, όχι.

Λέω το σκούρο αν είναι πέτρωμα

εγώ ο κάλλιστος υδρογονάνθρακας

που όλο σε ξύλα υψώνομαι απλάνιστα   της σταύρωσης

που δεξιά ληστές κι αριστερά το ίδιο,

κατά τες συνήθειες της Ρώμης,

και που σκαλίζοντας αραβουργήματα

σε σκουπιδότοπους, πάντρευαν τον ίσκιο μου   με σκύλες.

 

Είδες να φυραίνει το σανίδι μες στο χάχανο;

Έτσι παίζουνε τα μάτια σου,

άσε πια εκείνα τα έρημα ιμάτια  και  άλλα ευτελή,

έτσι και τις λέξεις σου στα ζάρια

οι κεντυρίωνες.

Παρέκει η νύχτα ανοίγει τ’ αγάλματα

ξεχύνονται ποντίκια της γεωγραφίας

ο τόπος σώζεται.

 

Κι αυτό εκεί:   είμαι ή όχι,

και πάλι·  το λιθόστρωτο πέτρωμα,

χαμηλά ως τη μύτη πένθιμο το κράνος

το όπλο υπό μάλης αδρανές   περνάς ο επιτάφιος·

εγώ σφηνώθηκα στην ατμομηχανή,

λιανίστηκα σε λάμψεις μ’ εγχειρίδια,

εγώ:   η λυχνία γρηγορείτε,

εγώ το σύνθημα: οι πραείς τέρμα   οι αφελείς τέρμα

ο παλμογράφος   το περίστροφο.

 

Ήλιε ρευματικέ,

άλλοτε μ’ ένα κουτί στον ώμο

δρασκελώντας την ημέρα σε γιαλούς·

τώρα οι κατηφοριές της στέγης κινδυνώδεις

γλιστράς, τσακίζεσαι ως τα χαμομήλια,

οχιές απ’ το λαιμό της Παναγιάς

χώνονται πιο κάτω από τις πόρτες μας

περνούν τις κλειδωνιές, ως επάνω ανεβαίνουν

τις κουρτίνες, δαγκώνουν το ρολόι   τους δείχτες

ο χρόνος άσαρκος

φεγγίζει πια σαν ψαροκόκαλο, τα τζάμι έσπασε

λυσσώντας μπαίνει τελευταία η είδηση:

Δεν πεθαίνομε οι κωδωνοκρουσίες…

… ούτε κι εγώ, πελεκητής των φεγγαρόπετρων

που σκίζομαι για σχήμα και για νόημα

κι όλα μου βγαίνουνε τοπία οργής  και   οδομαχίες.

 

Πώς πνίγεται ένα περήφανο θεώρημα

σε γλίνα γηπέδου βουλιάζοντας στο φλέμα;

Ω ποδοσφαιριστή Βαν Γκογκ

τι δίχτυα κίτρινα

τα πράσινά σου τι φανέλες, οι ντρίπλες σου

τα λουλουκιά οι σφυρίχτρες

η πιστολιά σου πρώτο ημίχρονο…

… πού τρώνε κάρβουνο;

ποιος πίνει το κατράμι ποιος γελά;

Λέω το πρόβλημα: το σκούρο αν είναι

πέτρωμα, με τόσο θάνατο.

 

Στο πλάι μου, πέρα βρέχει ο ατάραχος.

Γενιά - γενιά σταράκι άσπρο

πήρε πάλι των αμύγδαλων των πικρομάραθων

να πρασινίζει   ωραία περνάμε…

 

Ω χάος που πλαγιάζεις με θεό από   μαυρολίθαρο,

οχτώ ταχύτητες του λιοπυριού ή πλοίο

φουνταρισμένο κάτω από πέτσινη ομπρέλα

ξερνώντας όστιες κι αρμύρες είναι η τρέλα μου

είναι το άσπρο μαντολίνο της γεωμετρίας

είμαι εγώ του λιοπυριού το αρμόνιο

η όστια η πιστολιά στο πρώτο ημίχρονο

εγώ το σκούρο πέτρωμα   με τους θανάτους

 

ΤΕΤΟΙΑ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

Ολημερίς κουπί

μόνο ανάμισυ ασσάριο μισθός παραμιλούσα

ανοιχτά της Τύρος.

Είσαι του μπουνέντη στη φούχτα

στη μασχάλη του η πληγή,

το πολύ να γίνεις ρόζος·

δεν έχει άλλο.

Άχτι μου και μισεμός για το που χάθηκε

το χωραφάκι εκείνο περνώντας ο ανθύπατος

ανοίγανε βλέπεις εγνατίες οι Ρωμαίοι

 

Αργά και πού απ’ το πετσί μου ο Αμένοφις

μαύρος ανέβαινε με το μπαμπάκι

Άλλο δεν είχα δηλητήριο ή σουγιά

ή σκαραβαίο φαρμακερό προστάτη…

 

Από ψηλά μόλις που έφεγγε το όρνεον

Νίγηρας

… μακράν ηκούγετο σφυγμός

ως φλέβα ιπποκόμου το επταπύργιον.

Εφτάναμε λοιπόν στην αγωνία σου όλο ξέρες.

 

Μετρούσαμε φανάρια, όσα μας είπανε,

ύστερα εφτά χαμούς και τ’ άλλα της Νουβίας.

Οι σπηλιάδες κόβανε σανίδες το Καλλίδρομο

μύριζε το νερό σέλινο και τύψεις απογεύματος.

-Παρά τσιμπούκ ογλάν του άρχοντα   Αριαράθη

κάλλιο σκορπιός, εφώναξα.

Δεν πήρα απόκριση.

 

Η σιωπή βαριά πραμάτεια κοφτερή

τριψήφια, ίσα που σημαδεύτηκα:

ελιά το χάραμα η ώρα τέσσερις

άδειο κανάτι πιες και πιες

όσο να σβήσει ο απόδειπνος να γίνει λίθος.

 

Και πώς μου φάνηκε στ’ αριστερό εκείνος

της αγιασοφιάς ο θηλυκός ελέφαντας

δεξιά γυάλινο κεφάλι η επαρχία Ντιτρόιτ

στο κέντρο η νήσος Δολίχη το μέλλον της ευφυΐας

τέτοια ο χρόνος μέσα μου.

Πρόσωπο τυπωμένο σε υπέρπυρα

στα τέσσερα διπλωμένη αγρύπνια

η στολή μου βύσσινο

στον ώμο κεντημένο με χρυσοκλωστή

των θεοτόκων το όνειρο.

Θα θυμηθούνε έλεγα σαν σε σταυροφορία

τι αίμα τι πάθος έμεινε

να ’μαι συνέχεια η ανάποδη πουλιού

στην επιστροφή χερσόνησος

θα θυμηθούνε   που έμπαινα στις κάμαρες πιο άνομος

από αγέρας

μισός γραφή των φεγγαριών σε μέσα τοίχο

τ’ άλλο μισό ασπρόρουχο της συννεφιάς

τρελός για ένα σπυρί φεγγίτη, τόσο λίγο   πράμα

που ο νους δεν έδινε άλλο τον κατήφορο

ίσα τη ρεματιά που βόσκαε

νερό κουδούνι η πίκρα.

Και πού δαδί ν’ ανάψει η στια   να πω πάει πια τελείωσε.

 

Τώρα καταπώς έγινε και δεν πατιέται   η εγνατία

άειντε να διαβείς  κι   άειντε χωρίς παντού να πας

η Ελλάδα να πληγώνει

και τι ζωή χωρίς πληγές να κάμεις…

 

Λοιπόν, δεν είναι πια με τέτοιους Κολοσσαείς   από Τζουμέρκα

να μιλώ για σκιές

για όσα ο χρόνος μέσα μου σαλεύει.

 [από την ποιητική  συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]

 

Σ’ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΕΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)

Μετά από τόσα διαβούλια κι αναλύσεις

επιτέλους έδειξε η αχτινοσκόπηση:

Διαγράφεται σαφώς η βυθοκόρος

που στα δεκαοχτώ μου ήταν άλογο

κι ύστερα βόρεια γεωγραφία.

 

Για κείνη τη σκιά αριστερά στο μισοπλεύριο

θα πούμε άλλοτε

που τη σημάδεψε εγκαυστικός ορνιθολόγος   τετραπέρατος.

 

Το δελτίο ανάφερε ευδίαν κατά μήκος

ικανοποίηση βροντόσαυρων,   αναπτυξιακά δάνεια

ζεύξη των οχθών να περνούν οι ανίδεοι

οι κεχηνότες στα πολύχρωμα

ανύποπτοι που κόβεται πάνω απ’ το γκρεμό    η γέφυρα

που ο πρωτομάστορας, αλλοδαπό πτυχίο,   έφυγε νύχτα

στη μασχάλη αττικός αμφορέας του πέμπτου

στο πέτο ξερό βαλκάνιο γεράνι…

 

Στον άλλοτε όροφο Πόπλιος Σκιπίων Κουντομόγιας

καλλωπίζει τη μνήμη του.

Τάχα σκληροί οι Καρχηδόνιοι λέει.

Δεν ήξεραν το ρόλο των οπισθοφυλακών

ούτε για πεζοναύτες και ουρά οπίσω    της αχλάδας.

Τρελός για καρναβάλι θυμάται μόνον τον ιππόδρομο

το άσπρο άρμα τα έξι καθαρόαιμα

το Κολοσσαίο να ουριοδρομεί

οι πατρικίες, μάτια μου, ωραίες

η σύγκλητος στα ασπροκόκκινα όρθια ευμενής

κι ο αυτοκράτωρ παρών.

Σκέψου, ανάβαλε το μάθημα βωμολοχίας.

Μα στείλανε άλλον έπαρχο στη Βιθυνία

που άλλαξε πρόθυμα το θρίαμβο    ο σαμψούντιος

με το οφίκιο να μαζεύει φόρους.

 

Κι εμένα τα πόδια μου ήχος βαρύς    λες και τσακίζεται οξιά

βυθίζονται σε λακωνίες.

Χάλασε πια και το τρανζίστορ

παίρνε και παίρνε Αχαιούς

ή εκείνα τα μηνύματα

πως συνεχίζονται οι μέρες του Αργύτη    σ’ επικράτειες απορριμμάτων.

 

ΜΙΑΣΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Βαθιά του αμφιβληστροειδή ερχότανε   η φωνή:

Άξιος άμωμος κι ετούτος των χελιδονιώνε   ο κανάγιας.

Επιτέλους πόντισον να τελειώνουμε.

 

Λαμποκοπάει κάτω με το σκήνωμα του ιππότη   ο βυθός.

Γέμιση φεγγαριού η πέτρα.

Κόβοντας μέσα από καπνοχώραφα πλάκωσε

με ποδοβολητό μεσημεριού.

Δεν πρόφταινε να φυλαχτεί το αίμα

ξέμεινε να μονομαχήσει ακάλυπτο.

Άναψε.

 

Ξωπίσω σπρώχνοντας άνεμος μονόφθαλμος.

Τότες εγώ, εννιά φορές κεφάλι μπηγμένο

στο κοντάρι της θάλασσας

βάλθηκα να σας ειπώ σε ρόμβους

για του κόσμου το κρασί.

Μα τώρα λέω μόνο τούτο: να τελειώνουμε    με δαύτον.

Άειντες.

 

Παρέκει επούλειε την πραμάτεια του,

την τραχηλιά του ο ήλιος

σίδερο της Κόρδοβας

την πανοπλία του της Κιλικίας

λοφία της βαρύτητας

τα εμβατήρια του οξυγόνου

του πλουτώνιου   του κάδμιου    του θόριου

κι εκείνο το σπαθί που μέσα σε μια νύχτα

ονοματίστηκε Λυσίας.

 

Όλα αυτά τα ορθογώνια

και τις ορθογραφίες του

και το φρύδι του το υψωμένο

(δεν είναι άλλη όχθη στο στερέωμα πιο   γκρεμός)

όλα τα ’ξερες.

 

Κι εκείνη την τρελή, όπως πάει ο δρόμος   για το Άργος,

που ούθε ψοφίμι προσκυνά ως κάτω:

-Ίσα πέρα ο βασιλιάς της Ασίνης   και τέτοια

που κι άλλο σου ’τυχε μ’ εφηβικά σπυριά

κατακαλόκαιρο   το χιόνι αθάνατο μέσα σε δένδρα.

 

Έτσι, με το χάρτη ανάποδα των θρυλικών   συμβάντων

όδευες ιππότη σε βυθούς

σαν έχασες τις σημασίες.

 

Έξω, τρία χιλιοστά η λαμαρίνα,

λυσσομανούσανε τα όστρακα.

Ξύλινο πόδι ο κρότος της αυγής   στο πεζοδρόμιο.

Πατημασιά και γιώτα και ήτα

και φι και χι και ψείρες

φτύνοντας μίασμα μέσα στην πόλη.

 [από την ποιητική  συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]

 

ΚΑΝΑΛΙ ΕΝΤΕΚΑ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)

Πρόβλεψη:  τρεις παρανοϊκοί,  οι δυο κιθάρες

ο άλλος ντράμερ πλοηγός επιληψίας

τον άρπαξε το σύννεφο της Κυριακής

και πάει με λάβαρα του συνδικάτου   λιτανεύοντας!..

Τρακόσιοι καταναλωτές  βλάκες εδάφους

ακέφαλοι της τσίχλας, οπαδοί ψυγείων

μεγαλουργοί απαλλοτριωτές Θερμοπυλών

κι ο Ξιφίας Παφλαγόνας ο τηλεοπτικός

Μωυσής, η ξενοδοχειακή μονάς  

βασιλιάς Μίνως.

Των Ατρειδών βαριά κληρονομιά πέρα

πέτρωνε σε Αργολίδες,

ο λυγμός στ’ Απέννινα ξυλόφωνο

τα γονίδια των Σοβιέτ,

ο άγνωστος  χ  λιμενεργάτης,

οι βάνες του πετρέλαιου,

η σκουριά Σαχάρα

τι πονοκέφαλος η Μάλτα,  oh my Lord

τότες Δημήτριε…

 

ΝΕΚΥΙΑ ΩΡΑ ΠΕΝΤΕ

Ώρα τέσσερις οπή ευθυτενής

η λάμπα τελευταίο σκάφος

ο βραδινός ανάπηρος Δεκέμβρης

κι ο μονοφυσίτης προκαθήμενος Σιλβέστρος

κρανίο χορτοφάγου

η μελαγχολία του άορνο μεθάνιο.

Πώς κάρφωσες λέξεις σε σιγμόληκτα

τα χειλικά τα ουρανισκόφωνα

πώς τα εφτά της συννεφιάς

ποιοι πυροτεχνουργοί

ποιες δρασκελιές στην Πύδνα

πώς το ιονισμένο χέρι μου

βαθιά χωμένο του Δεκέμβρη;

 

Ώρα πέντε χωράφι του Ταΰγετου   η τροχαλία

κάποιος Ιγνάθιο μ’ έναν ταύρο

σφηνωμένον στ’ αχαμνά του

ο τελευταιος που πέρασε με το σεντούκι

και πάει αυλάκι μέσα στη σιωπή

ίσα μες το Δεκέμβρη

φτυστός η ώρα πέντε

 

Καχεξία δεινοσαύρων

μες στο γυαλί άψυχο σκοτάδι

ανέβαινε την ξερολιθιά όλο γυριστές καμπύλες

κίσσα χαμήλωνε ως την πόρτα μας ο θάνατος

η πόρτα μας όλο νυχιές

ανάμεσα σε γυριστές καμπύλες

σκυφτή στο λάκκο  πίνοντας, σύρμα οι φωνές

ξοπίσω η δίψα σκύλα.

Παραπατώντας ζύγωνε ο γέρο-Τειρεσίας

έπινε, εμίλειε ίσα που ν’ ακούγεται:

Στην άλλη άκρη της Μεσόγειος σηκωθείτε…

με κάστορες βραδιάζει του Μισισιπή   η ώρα πέντε…

 

Η οπή ευθυτενής

η λάμπα τελευταίο σκάφος

ο κάβο Ματαπάς το σάπιο πόδι του

ένα πριόνι

το θεσσαλικό ρήμα πετσοκόβω

κι ό,τι άλλο περίσσευε  η ώρα πέντε

[από την ποιητική  συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]

 

ΑΠ’ ΕΞΩ ΤΙΠΟΤΑ ΤΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ   ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΜΑΣ

(…δυο κάτω άκρα δυο άνω!..  Είκοσι δάχτυλα που εξημέρωναν τον ύπνο…)

Ο Δείχτης ο μέσος ο αντίχειρας   στερεά γωνία   σαν έσμιγε η ψυχή με ίσκιους.   Κρανίο έγχορδο όπως όλοι μας.   Τα ζυγωματικά σε ασταθή ισορροπία   δείγμα ευαίσθητου μουσικολόγου.   Βάδιση κανονική.   Επάγγελμα δικτυωμένος μεταρσιωτής νομικών προσώπων.   Φρονήματα ελαφρώς σπογγώδη ποδοσφαιρικά   σου λέω τέλειος!.. Καθόλου σύμφωνος με τις προδιαγραφές του τεταρτογενούς, της αποστολικής μας διακονίας,   δικός μας άνθρωπος…     Μόνο που – ώρα φεγγαράδας – βρε παιδί μου   εκείνη η διαφάνεια στο δέρμα του   φέγγιζε όλος από μέσα του αλλιώτικος   με τη χοάνη προς τα πάνω παραβολικός   το κεφάλι κάτω   τα πόδια διεστώτα τον ανήφορο   κέντρο συμμετρίας το δωδεκαδάχτυλο   σημείο πως κάποτε ήτανε πηγάδι   το χέρι του χωμένο ως τον ώμο   στο λάρυγγα του φεγγαριού   έπαιρνε μηνύματα.   Ύστερα πόρτα – πόρτα   πουλούσε σπέρμα πρωινό  και  προσωπεία!..  [ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]

Παρασκευή, 22 Δεκεμβρίου 2022

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ