Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΕΞΩ (και οι προσπάθειες των συφοριασμένων…)

 Είν’ η προσπάθειες μας των συφοριασμένων·

είν’ η προσπάθειες μας σαν των Τρώων.

Κομμάτι κατορθώνουμε, κομμάτι παίρνουμ’ επάνω μας κι αρχίζουμε

να ’χουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

 

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.

Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει -

 

Είν’ η προσπάθειες μας σαν των Τρώων.

Θαρρούμε πως με απόφαση και τόλμη

θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,

κι έξω στεκόμεθα ν’ αγωνσιστούμε.

 

Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,

η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·

κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

 

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία.

Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.

Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν’ κι αισθήματα.

Πικρά για μας ο Πρίαμος κι η Εκάβη κλαίνε.

 

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι κι απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη,

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην το προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω

 [ΤΡΩΕΣ και ΤΕΙΧΗ, δυο από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφης που έχουν γραφεί προ του 1911]

Κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη  γραμμένα προ του 1911 που ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση από την έκδοση του ΗΡΙΔΑΝΟΥ 1935 (ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι):

1.     ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ, Εβένινο κρεβάτι, στολισμένο

2.     ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ, Την μια μονότονη ημέραν άλλη μονότονη ακολουθεί

3.     ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ, Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι…

4.     ΑΠΙΣΤΙΑ, Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα…

5.     Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΠΗΔΟΝΟΣ, Βαρυάν οδύνην έχει ο Ζευς…

6.     Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ, Ο Δάμων ο τεχνίτης…

7.     ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ, Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο…

8.     Η ΠΟΛΙΣ, Είπες θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα…και

9.      Η ΣΑΤΡΑΠΕΙΑ, Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα και

ΕΠΙΜΥΘΙΟ (τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία): σχόλια και συμπεράσματα  για τα διαχρονικά μηνύματα των «ιστορικών» ποιημάτων του Καβάφη   

 

 


ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ (από τα προ του 1911 ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη)

Σ’ εβένινο κρεβάτι, στολισμένο με κοραλλένιους αετούς,

βαθιά κοιμάται ο Νέρων – ασυνείδητος, ήσυχος κι ευτυχής·

ακμαίος μες στην ευρωστία της σαρκός,

και στης νεότητος τ’ ωραίο σφρίγος.

 

Αλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει

των Αηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο

τι ανήσυχοι που είναι οι Λάρητές του.

Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί Θεοί

και προσπαθούν τ’ ασήμαντά των σώματα να κρύψουν.

Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή την σκάλα ν’ ανεβαίνει·

βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά.

Και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες

μέσα στο βάθος του λαράριου χώνονται,

ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά,

ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλο πέφτει

γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη,

τάνοιωσαν  πια τα βήματα των Ερινύων
* Λάρητες: Θεότητες των Ρωμαίων, προστάτες της υπαίθρου, των δρόμων, του σπιτιού και της οικογένειας

 

ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ

Την μια μονότονην ημέρα άλλη

μονότονη, απαράλλαχτη ακολουθεί. Θα γίνουν

τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι –

η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφήνουν.

 

Μήνας περνά και φέρνει άλλο μήνα.

Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει

είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.

Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μην μοιάζει.

 [Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, πρώτη έκδοση Ηριδανός 1935]

 

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ (από τα προ του 1911 ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη)

Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

 

Είναι οι βάρβαροι να φτάσουν σήμερα.

 

-Γιατί μέσα στη Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;

Τι κάθονται οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

 

Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα.

Τι νόμους θα κάμουν πια οι Συγκλητικοι;

Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

 

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,

και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη

στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

 

Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα.

Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί

τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε

για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί

τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

 

-Γιατί οι δυο μας ύπατοι κι οι πραίτορες εβγήκαν

σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες

γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,

και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια,

γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια

μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

 

Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα

και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους

 

-Γιατί κι οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα

να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

 

Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα

κι αυτοί βαριούνται ευφράδειες και δημηγορίες.

 

-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία

κι η σύγχυσις (τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).

Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες,

κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

 

Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν.

Και μερικοί έφτασαν απ’ τα σύνορα,

και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

 

Και τώρα τι θε γένουμε χωρίς βαρβάρους.

Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

 

ΑΠΙΣΤΙΑ

Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα

σηκώθηκε ο Απόλλων στο λαμπρό τραπέζι

του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους

για τον βλαστό που θα ’βγαινε από την ένωσί των.

Είπε: ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θ’ αγγίξει

και  θα ’χει μακρινή ζωή – Αυτά σαν είπε,

η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια

του Απόλλωνος που γνώριζε από προφητείες

την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.

Κι όταν μεγάλωσεν ο Αχιλλεύς, και ήταν

της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,

η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.

Αλλά μια μέρα ήρθαν γέροι με ειδήσεις,

κι είπαν τον σκοτωμό του Αχιλλέως στην Τροία.

Κι η Θέτις ξέσκιζε τα πορφυρά της ρούχα

κι έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε

στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.

Και μες στον οδυρμό της τα παλιά θυμήθη

και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Απόλλων,

πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια

έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης

όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νιάτα.

Κι οι γέροι της απήντησαν πως ο Απόλλων

αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,

και με τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα.

 [Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, πρώτη έκδοση Ηριδανός 1935]

 

Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΠΗΔΟΝΟΣ (από τα προ του 1911 ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη)

Βαριάν οδύνην έχει ο Ζευς. Τον Σαρπηδόνα

εσκότωσεν ο Πάτροκλος και τώρα ορμούν

ο Μενοιτιάδης κι οι αχαιοί το σώμα

ν’ αρπάξουνε και το εξευτελίσουν.

 

Αλλά ο Ζευς διόλου δεν στέργει αυτά.

Το αγαπημένο του παιδί – που το άφησε

και χάθηκεν, ο Νόμος ήταν έτσι –

τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.

Και στέλνει, ιδού τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα

ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιαστεί.

 

Του ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη

σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.

Τον πλένει από τις σκόνες κι απ’ τα αίματα

κλείει τες φοβερές πληγές, μην αφήνοντας

κανένα ίχνος να φανεί, της αμβροσίας

τ’ αρώματα χύνει επάνω του και με λαμπρά

Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.

Το δέρμα του ασπρίζει και με μαργαριταρένιο

χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.

Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.

 

Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης –

στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξη –

αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,

μ’ άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,

σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.

 

Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος

την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς

τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους

να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.

 

Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία

τούτοι οδοιπόρησαν οι δυο αδελφοί

Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφτασαν

στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού

παρέδωσαν το δοξασμένο σώμα,

και γύρισαν στις άλλες τους φροντίδες και δουλειές.

 

Κι ως το ’λαβαν ατού, στο σπίτι, αρχίνησε

με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,

και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,

και μ’ όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή

κι έπειτα έμπειροι απ’ την πολιτείαν εργάται,

και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας

ήλθανε κι έκαμαν το μνήμα και την στήλη.

 

Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό

στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό

μάρμαρο εξεξεργάζεται την συνεοδεία

του Διονύσου. Ο θεός με θεσπεσία

δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.

Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Ακράτου

η Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί

από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.

Κοντά των ο Ηδύοινος ο μαλθακός,

τα μάτια του μισόκλειστα, υπνωτικός.

Και παρακάτω έρχονται οι τραγουδισταί

Μόλπος κι Ηδυμελής κι ο Κώμος που ποτέ

να σβύσει δεν αφήνει της πορείας την σεπτή

λαμπάδα που βαστά, και, σεμνοτάτη, η Τελετή –

Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτά

ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά

την αμοιβή του από των Συρακουσών

τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.

Με τ’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζί

σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πια θα ζει,

και θα μπορεί να πολιτεύεται –χαρά!-

κι αυτός μες στην βουλή κι αυτός στην αγορά.

 

ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ

Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,

που ήταν τόσο ανδρείος και δυνατός και νέος,

άρχισαν τα’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως

η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε

για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.

Τίναζαν τα κεφάλια των και τις μακριές χαίτες κουνούσαν,

τη γη χτυπούσαν με τα πόδια και θρηνούσαν

τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο –αφανισμενο-

μια σάρκα τώρα ποταπή –το πνεύμα του χαμένο-

ανυπεράσπιστο –χωρίς πνοή-

εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ τη ζωή.

 

Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων

αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»

είπε «δεν έπρεπε έτσι άσκεπτα να κάμω

καλύτερα να μη σας δίναμε άλογά μου

δυστυχισμένα! Τι γυρεύατε εκεί χάμου

στην άθλια ανθρωπότητα που ’ναι  το παίγνιον της μοίρας.

Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας

πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των

σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». Όμως τα δάκρυα των

για του θανάτου την παντοτινή

την συμφοράμ εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.

 

ΟΥΤΟΣ ΕΚΕΙΝΟΣ

Άγνωστος –ξένος μες στην Αντιόχεια- Εδεσσηνός

γράφει πολλά. Και τέλος πάντων, να, ο λίνος

ο τελευταίος έγινε. Με αυτόν ογδόντα τρία

 

ποιήματα εν όλω. Πλην τον ποιητή

κούρασε τόσο γράψιμο, τόσο στιχοποιϊα,

και τόση έντασις σ’ ελληνική φασιολογία,

και τώρα τον βαραίνει πια το κάθε τι.

 

Μια σκέψις όμως παρευθύς από την αθυμία

τον βγάζει – το εξαίσιον Ούτος Εκείνος,

που άλλοτε στον ύπνο του άκουσε ο Λουκιανός

 

Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Κ.Π. Καβάφη, Εκδόσεις Ηριδανός)

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες

κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο

ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην

είχε ψυχή) καθόλου –έτσι είπαν-

δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε

κι έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,

και τα ποδήματά του πέταξε

τα ολοπόρφυρα. Με ρούχα απλά

ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.

Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός

που όταν η παράστασις τελειώνει,

αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

 

Η ΠΟΛΙΣ

Είπες «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.

Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.

Κάθε  προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή

κι είναι η καρδιά μου –σαν νεκρός- θαμένη.

Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω

ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,

που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.

 

Καινούριους τρόπους δεν θα βρεις, δε θα ’βρεις άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί.  Στους δρόμους θα γυρνάς

τους ίδιους. Και σ τις γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φτάνεις. Για τα αλλού –μη ελπίζεις-

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ

στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλη την γη την χάλασες

 [Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, πρώτη έκδοση Ηριδανός 1935]

 

 

Η ΣΑΤΡΑΠΕΙΑ

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος

για τα ωραία και τα μεγάλα έργα

η άδική αυτή σου η τύχη πάντα

ενθάρρυνσι κι επιτυχία να σε αρνείται

να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθεις,

και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες.

Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις

(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),

και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,

και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη

που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,

και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.

Και συ τα δέχεσαι με απελπισία

αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.

Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει

τον έπαινο του δήμου και των Σοφιστών,

τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε

την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους.

Αυτά που θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,

αυτά που θα τα βρεις στη σατραπεία

και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

 

(τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία):

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΜΑΣ ΤΩΝ ΣΥΦΟΡΙΑΣΜΕΝΩΝ; (τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί και προσπαθούν τ’ ασήμαντα των σώματα να κρύψουν):    

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ, είναι ένα ποίημα που ο Καβάφης έγραψε πριν το 1911, ενώ το ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ, 200 π.Χ. ανήκει στα ποιήματα που γράφτηκαν μετά το 1928.  Όπως και σ’ άλλα «ιστορικά» του ποιήματα, τα δάνεια στοιχεία από την ιστορία, ασήμαντες λεπτομέρειες συνήθως ή και φανταστικές ιστορίες που επινοεί ο ίδιος ο ποιητής, είναι το πρόσχημα. Πίσω από τα «ιστορικά πρόσωπα και τα γεγονότα είναι κρυμμένοι οι υπαινιγμοί του ποιητή για την παρακμή της εποχής του, που τόσο μοιάζει με το σημερινό τέλμα  του πολιτισμού μας.

Οι παραλληλισμοί είναι αναπόφευκτοι και τα συμπεράσματα για τη διαχρονικότητα «της ματαιότητας των μεγαλείων» ασφαλή.  Η καβαφική ειρωνεία για τις αδιέξοδες προσπάθειες «αναδιαμόρφωσης», για τους επίδοξους «αναμορφωτές» και εξ επαγγέλματος σωτήρες με «υπεροψία και μέθη», έχει αποδέκτες με ονοματεπώνυμο σ’ όλες τις εποχές.  Αφού και τότε, όπως και τώρα «για κάθε τι, για το παραμικρό ρωτούνε κι εξετάζουν κι ευθύς στο νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν, με την απαίτησι να εκτελεστούν άνευ αναβολής»!..  Κι ο πόθος του ποιητή ευσεβής: «Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ δεν τους χρειαζόταν κανείς»!..

Και σήμερα, λοιπόν, που πάλι όπως τότε «τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν», ας ακούσουμε τη σοφή ρήση του ποιητή:

«Να μη βιαζόμεθα… Είναι επικίνδυνο πράγμα η βία. Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια… Ας εκμεταλλευτούμε ό,τι μας έχει απομείνει κι ας προσπαθήσουμε και πάλι να τραβούμε εμπρός».

Κι όχι, ξανά και πάλι, μ’ αδημονία προσμένοντας κι άλλες μεταρρυθμίσεις,  σε κάθε διάψευση να αναφωνούμε «και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους…»

 

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης καταπιάνεται συχνά στα ποιήματά του με πρόσωπα εξουσίας, και κυρίως μ’ εκείνα που αποτυγχάνουν να φανούν αντάξια του ρόλου που αναλαμβάνουν. Ο Νέρωνας, εν προκειμένω, αποτέλεσε ένα από τα πρόσωπα εξουσίας που έφτασαν στην υπερβολή, αφού επέτρεψε στη μεθυστική δύναμη της απόλυτης δύναμης να τον διαφθείρει ολοκληρωτικά. Η πρώτη στροφή του ποιήματος ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ συνθέτει το πλαίσιο της ευδαιμονίας του πλούσιου και ισχυρού νεαρού ηγεμόνα. Η πλήρης ασυνειδησία, η ησυχία και η ευτυχία του Νέρωνα, που τονίζονται με έμφαση από τον ποιητή, διαταράσσουν την ηθική τάξη και το αίσθημα δικαίου. Πώς είναι δυνατόν ένας στυγνός δολοφόνος να απολαμβάνει τέτοια έξοχη εσωτερική ηρεμία, τη στιγμή που τον βαρύνουν τόσα και τέτοια εγκλήματα; Σας θυμίζει τίποτα;

Η γαλήνη του Νέρωνα δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ κι ο αδίστακτος ηγεμόνας δεν πρόκειται να μείνει για καιρό ατιμώρητος. Ήδη στην αίθουσα που φυλάσσονταν οι σπιτικοί θεοί, οι Λαρήτες (Lares familiares), έχει αρχίσει να επικρατεί μεγάλη ανησυχία. Στο «λαράριο», όπως ονομαζόταν ο χώρος όπου ήταν στημένα τα ειδώλια των μικρών σπιτικών θεών, έχει γίνει αισθητός ο ερχομός μιας απείρως ανώτερης δύναμης, απ’ την οποία κανείς θνητός δεν μπορεί να διαφύγει.

Οι Λαρήτες τρέμουν και πανικοβάλλονται, πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο στην προσπάθειά τους να κρυφτούν όσο πιο βαθιά στο λαράριο μπορούν, θέλοντας έτσι να αποφύγουν τη θέα των τιμωρών Θεαινών. Η εξαίσιας θεατρικότητας παρουσίασης του ερχομού των Ερινυών, που αποκτά την πραγματική διάσταση της σημασίας της μέσα από τις πανικόβλητες αντιδράσεις των μικρών θεών, φανερώνει το μέγεθος της τιμωρίας που περιμένει τον Νέρωνα. Η αδίστακτη μητροκτονία κι η δολοφονία τόσων άλλων ανθρώπων δεν πρόκειται να περάσει χωρίς μιας ανάλογης σκληρότητας τιμωρία. Αυτή, λοιπόν, τη θανάσιμη βοή της επερχόμενης τιμωρίας έχουν ακούσει οι Λαρήτες∙ αυτά τα σιδερένια βήματα που τραντάζουν τα σκαλιά και υπόσχονται αποκατάσταση της δικαιοσύνης, άκουσαν και τρέμουν λιποθυμισμένοι από το φόβο τους οι ασήμαντοι μικροί θεοί. Οι Λαρήτες ένιωσαν και κατάλαβαν τον ερχομό των Ερινυών∙ οι Λαρήτες ξέρουν πως τίποτα και κανείς δεν μπορεί πια να γλιτώσει τον Νέρωνα από τη δίκαιη τιμωρία των εγκλημάτων του. Ο Σεφέρης στο Επι Ασπαλάθων οραματίστηκε με το δικό του τρόπο την αμείλικτη τιμωρία των άδικων τυράννων…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ