Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

ΤΟΠΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Την τίγρη ακολουθήσαμε στη φωλιά της

νυχιές στο χώμα και τις στάλες βροχής απ’ τη μουσούδα της.

Όπως σηκώνει το πόδι και διαλέγει το φύλλο

ή σκύβει στο ζώο  το συντροφεύει ως την εξαφάνιση

και φοβάται το φως

-τοπία ξεχασμένα πίσω απ’ τις φωνές της λείας και του έρωτα-

την τίγρη την νυχτερινή     τη μάνα πώς ελαφροπατεί

και την ημέρα σε λήθαργο ονειρεύεται τ’ αστέρια…

Η πλάτη της ξεδιπλώνεται όπως ο νοτιάς.

Άγνωστη η θάλασσα στην τίγρη

κι όμως ωραία της μοιάζει στην κίνηση,

στα μάτια που έρχονται πάντα από πέρα.

Το φεγγάρι! Και τινάχθηκε.

Όλο και πιο πολύ κατεβαίνει στα μυστικά…

Βρίσκει τη σιωπή   τη σηκώνει με το νύχι

την τοποθετεί σε ό,τι αγγίζει.

Τι τρυφερή η τίγρη στη σιωπή!

Ποια μουσική ακούει με το τέταρτο πόδι στον αέρα…

Σταματά το χρόνο μπρος στην πεταλούδα

πηδάει  έπειτα στη μέση του κύκλου

δροσιά,    μεσάνυχτα    δίψα και ξημερώματα.

 

Όταν πεθάνει η τίγρη θ’ ανεβαίνει στη κλίμακα

με ψυχρές τις μέρες ν’ αγρυπνούν   σαν μάτια ορθάνοιχτα της νύχτας.

Άσπρος ο θάνατος σαν το γάλα της   τη φέρνει στη Σκοτία.

Κάποιος τρελός βασιλιάς

διασκεδάζει τους λαγούς   με μαργαρίτες

παίζει σταυροφορίες στην άμμο

σπρώχνει τη θάλασσα με την παλάμη –

γάτα μαλακή τραβιέται στον ορίζοντα.

Εδώ που στάθηκε ο μάγος   πριν ανοίξει τις εσάρπες

με τα χιόνια

τώρα δυο γαϊδούρια   τεντώνουνε τ’ αυτιά.

Α! Ήρθε ο Πέρσελ με την παλίρροια

τον ερχομό της τίγρης να ευλογήσει!

Τίγρη του μεταθάνατου   πώς το ψοφίμι πήδηξες;

Με το ξεχασμένο λάβαρο του ιππότη στα δόντια

απ’ τα ερείπια της εκκλησιάς του βράχου

γκρεμίζεσαι στον ωκεανό.

Νύχια και κοχύλια  

κραξίματα νεογέννητων πουλιών κι αόρατες βιολέτες…

Πώς να χαϊδεύει η πέτρινη κοιλιά της

τα πράγματα της ακτής!

Ξέρει η τίγρη το θυμό των φύλλων και των κυμάτων·

μάγισσα της Ισημερίας μιλάει με το ζεστό καιρό

φύκια στον Άγιο των Αγίων

και λειτουργεί η τίγρη    χωρίς θήραμα ή πηγή

αρχίζει την έρημο   κλειδώνει το περιβόλι των πιστών

όπου ανθίζει άσπρη πάντα μια αλυκή.

Με δυο κομμάτια ουρανού    καταιγίδα και Μάη

ζυγιάζει τα παλιά ένστικτα και τη σοφία.

Πέθαναν οι κουρσάροι   απ’ το φόβο της στεριάς σαν άραξαν

κι έμεινε να μετράει η τίγρη    ταφόπετρες στα πλευρά της.

 

Τίγρη, μόνη με το χειμώνα

χτυπάς κι εσύ τις μέρες στους βράχους

μετράς τις άκρες του κόσμου   μα ξέρεις το κέντρο.

Μια αστραπή  - το ελάφι της νιότης -

σε σχίζει πάλι σε χίλιους θανάτους

όλους σε κορφές απόκρημνες της γέννησης

[Η ΤΙΓΡΗ Ι και ΙΙ  από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69  από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011 εκδόσεις Καστανιώτη 2014 και με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία της ποιήτριας από την ίδια συλλογή ακολουθούν τα ποιήματα]:

ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, Οικόσημο βαθύ και μυστικό ένα όνειρο… και

Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (Μια πριγκίπισσα της Ασίας στον Μεγαλέξανδρο, Ο Σατανάς και ο Μεγαλέξανδρος, Βαβυλώνα, Το Όνειρο του Στρατιώτη, Ο Τροβαδούρος του Μεγαλέξανδρου, Ο Μεγαλέξανδρος και η Σφίγγα, Επίλογος και Εγώ, Εσύ ο Επίλογος]

 

.


 

ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

«Και φυτρώνουν δένδρα εκεί, μ’ ανοιχτόχρωμο καρπό, κάτι σαν στάχτη ή ζωμό, μαρτυρία της εκδίκησης του Θεού που έκαψε τις πόλεις αυτές σε φλόγες Κόλασης» (Syr John de Mandeviles Travayles MS saec XIV)

 

Οικόσημο βαθύ το μυστικό

ένα όνειρο, το δένδρο    μια μηλιά.

 

Με τις Γραφές μεγάλωσε    κι ακόμα περιμένει

τον Μωυσή   με το κλαδευτήρι

την Ελένη, το νερό…

Ρίζωσε στα Σόδομα    πέτρωσε στ’ αλάτι

υποκινητής της φαντασίας μια έρημος.

Αχ ν’ άγγιζα τη φωτιά και την κατάρα

να μην πεθάνω παρθένος

έλεγε ο ποιητής

κι η καμπούρα σκιά του διασκέδαζε το φως.

 

Ο ιππότης πέρ’ απ’ την περιπέτεια

αγαπάει ίσως τα σύννεφα.

Μείναν κείνα στου Κάστρου την πόρτα

με την κυρά να ζωγραφίζει τριαντάφυλλα στην πάχνη

σαν του ’λεγε: Ναι, να πας

είναι καλό να ξεμακραίνει η αγάπη

να γίνεται άλλα φανερώματα πριν… μετά…

Κι ο Μυστράς χαράζει με το νύχι

σημάδια ιερατικά στον ουρανό

οι μυγδαλιές με τ’ άνθος τον στηρίζουν

κι οι πέτρες ψυχές γερακιών

μαγνητίζουν ή εγκαταλείπουν το τοπίο

διστάζουν ως την κορφή.

Εκεί τα πηγάδια του αγέρα
Χαιρετισμοί, δράκοι του Πάσχα

τα καματερά σαν έχουν πια πεθάνει.

Μυστράς

το τίποτα μοιάζει στον ήλιο κι αιχμαλωτίζει

περισσεύει η αγιοσύνη και το θάρρος

ό,τι σκληρό τελειώνει στη ρίζα της ελιάς

ό,τι όνειρο σε μια θάλασσα αδιόρατη.

Χάνω την κίνηση    υψώνομαι, βυθίζομαι

το φως με τη σκιά μπολιάζω

τολμώ.

Η πίστη έχει τη φυσικότητα της ρεματιάς

και με χωρίζει από τον κόσμο.

Κορφές μακρόσυρτες αναβλύζουν οι πηγές

κι εγώ μαζί τους   πάλι θα κλάψω, πάλι θα γκρεμιστώ

πάλι δόξα θ’ αναπέμψω

γιατί με κουβαλούν    γιατί σε κουβαλούν, ιππότη

ως την πρώτη αμυχή    ως την παλιά αιτία.

Αφήνεις πίσω τον Μυστρά    ακρότατο πείσμα

δικό σου, της γης, του ιερέα

και πας προς τη Νεκρή Θάλασσα

τη Νεκρή απάντηση.

 

Τούτο το χώμα    πικρός σύντροφος στη βλάστηση

χρυσάνθεμα φαρμακωμένα οι σπόροι

προχωρούν τη Δύση.

Τούτο το χώμα    σβόλους σέρνει

μάτια νυσταγμένα των νεφρών του

δεν ιδρώνει, δεν μυρίζει

το μεσημέρι σιγοψέλνει το θάνατο

κι ακούγεται η αχτίδα να ραβδίζει.

 

Ο ιππότης, ο ποιητής

όλο και πιο πολύ μοιάζουν στην πεταλούδα

σαν ξεραίνεται το περίγραμμά της στην κάψα

και κουρνιαχτός πια ξαναγυρίζει στο φως.

Τετράστηλη η κίνηση των αλόγων

χώνονται τα φαντάσματα να δοξαστούν

μιλάνε

φαίνονται οι βοσκοί, τα πρόβατα

τα λιοτρίβια του πρωινού.

Αυξάνει η πόλη

άπειροι σιδεράδες τη δουλεύουν στο αμόνι

Οι μυρμηγκόδρομοι τη ρυμοτομούν

και κάθε τόσο τη σηκώνουν τα πουλιά

πιο κοντά στο μάτι του Θεού    να τη μετρήσει.

Σόδομα, μοίρα βαθύστερνη

ανέβαιναν με τον Ίκαρο

μικρή ισορροπία των ανέμων

αποτίναξαν το βάρος της σποράς

στα σύνορα μέρας και καλοσύνης

μαύρο ξυλιασμένο    στάθηκε το ξόδι.

Με τον Ίκαρο

εκσφενδονίστηκε μιαν άνοιξη ψηλά

και χάσκει ακόμα στον ουρανό ένας λάκκος.

 

Χωρίς ορίζοντα, χωρίς περίβολο

παραστάτης της σιωπής φάνηκε το δένδρο.

Πέταγε κλαριά    κλοτσούσε ρίζες

έφτυνε κόμπους και πληγές..

 

Αόρατα πλήθαινε το φύλλο της κορφής

χυμός νερό    νερό χυμός

έσταζε το δειλινό, βροχή μικρή του δένδρου.

Μήλα, φεγγάρια    τέλειοι κύκλοι οι βιβλικές διηγήσεις

στη μέση το μυστικό    οι ήχοι, τα φορέματα

το σπάνιο περιστέρι. Τότε…

Κλαριά χωρίς σκιά

έτσι που με τη φθορά είχε κοπεί ο διάλογος.

Δάγκωσε ποτέ κανείς τη φωτιά

τη στάχτη, τ’ αστροπελέκι;

Γεύτηκε το σεισμό, το κάρβουνο   το θειάφι σαν ψωμί;

Έσφιξε στο λαρύγγι του τον τρόμο της γέννησης

σε γλώσσα χόρεψαν ποτέ

τα μυριοκέφαλα τέρατα του χρόνου;

Ο ήλιος του Κύκλωπα    το αλάτι το πρώτο

πριν ακόμη απ’ τον Παράδεισο και τους κήπους

τη γυναίκα, την παραδοχή    κατάπιε ποτέ κανείς

τους τάφους όλους μαζί   στα λιβάδια της θλίψης

πάντα κάτω απ’ ένα κυπαρίσσι

καθώς ο Αη-Λιας σκαρφαλωμένος με τ’ ασφοδέλια

πλάθει τα μελλογέννητα στο φως το κοντινότερο;

Έσφιξε ποτέ κανείς στα ούλα του

ωραία λειτουργικό τ’ άστρο της αυγής;

Βουίζ’ ο ιππότης

χύνονταν ποτάμι τ’ όνειρο του ποιητή

γκρεμός ο φόβος της παρθενιάς

γκρεμός η κυρά στ’ ακροτείχι.

Ποιο λιοπύρι έσταξε στην καρδιά τους

και φανερώθη η νύχτα   και μίλησε η στάχτη

και βρέθηκε το χνάρι του θανάτου;

 

Τα Σόδομα και τα Γόμορρα

βαλσαμωμένα απ’ την πολλή φωτιά

χάσαμε πάλι τα ίχνη τους

μες στον Οκτώβρη

που ’σπειρε νέες κυψέλες τη θάλασσα.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69, πρώτη έκδοση 1971]

 

ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΚΤΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΚΤΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΟΞΟΤΗ

(ποιητική σύνθεση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ που περιλαμβάνει τις παρακάτω ενότητες: Μεγαλέξανδρος, Μια πριγκίπισσα της Ασίας στον Μεγαλέξανδρο, Ο Σατανάς κι ο Μεγαλέξανδρος, Βαβυλώνα, Το Όνειρο του Στρατιώτη, Ο τροβαδούρος του Μεγαλέξανδρου, Ο Μεγαλέξανδρος και η Σφίγγα, Ο Επίλογος και Εγώ, Εσύ, ο Επίλογος)

 

ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69)

Το τοπίο είναι μια έκτη αίσθηση   μια στατική καταστροφή

ανάμεσα στη Μεγάλη Άρκτο και τον Τοξότη.

Ο θάνατος αναβάλλεται μόνο στο χώρο

κι οι ελιές στεφανωμένες με αιώνες

κατεβαίνουν στη θάλασσα

-είναι ακόμα ο Ιππόλυτος στα φύλλα –

δεμένες με της Σελήνης τις αλλαγές

συνοδεύουν τον πάγο και τη ζέστη χορευτικά.

Εδώ που πατούμε γιορτάζουν οι δαιμόνοι

τα φίδια την άνοιξη αρχίζουν με άνοιξη

στο παλιό δέρμα παίζει η ψυχή μου με τα σημάδια.

Η έρημος ακολουθεί τους πιστούς της

μεταναστεύει κι αυτή     όλο πιο βαθιά στην πέτρα

πιο βαθιά στη δίψα

μοιράζεται τον όρκο     στον ήλιο, στην τρέλα…

 

Είμαι εγώ η έκτη αίσθηση της νίκης     η θλίψη του νικητή

σαν ελαφρά κοιμάται στην καρέκλα του κήπου

και με τ’ όνειρο κατοικεί πάλι τη Μητέρα.

Ερωτεύομαι άστρα και τζιτζίκια

το χώρο πριν απ’ την όραση    το άλογο πριν απ’ το χαλινάρι

κατακτητής είμαι κι ασκητεύω ακόμα

στην τρυφερή υγρασία της γέννησης

μ’ αδοκίμαστες αθανασίες και την παρθένα πράξη.

Δεν είναι σύνορο ο Ευφράτης·

πάμε προς τις μαϊμούδες    που κρυφά μιμούνται τα πουλιά

τη λύκαινα, τη σιωπηλή μάνα μιας πόλης·

οι ρίζες ταξιδεύουν ως τις πηγές

ως τη βαθύφωνη νύχτα του ζώου

του φεγγαριού τη σύντομη μοίρα.

Πάμε να νικηθούμε από τα σύννεφα

να νικηθούμε απ’ το Μάρτη

στο χώμα τρελαμένοι απ’ το φως    να μπήξουμε το κεφάλι·

πάμε για τη Μεγάλη Ήττα.

 

 

ΜΙΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟ

Πόλη κοιμισμένη η αμαρτία

την ξύπνησες για να την κατακτήσεις.

Οι θεοί είναι μικροί, έλεγες, χρειάζεται η άβυσσος

για να γεννηθεί ένα αστέρι.

Το σχέδιο του κόσμου με είχε περιγράψει

η αυγή μάγισσα γερασμένη    με παρέδιδε στη νύχτα

ύπνος χωρίς θαύμα.

Η αμαρτία ήταν να με σηκώσεις  ως το βουνό

να με πεις θυμάρι, πέτρα

ήταν να σε κοιτώ   με τ’ άλογα να μεγαλώνεις

και να τ’ αφήνεις πίσω   στη σιγουριά.

Τι θλίψη ν’ αναχωρείς με τα σύννεφα

και να μη ξέρω ποιο άστρο    θα κλείσει τον κύκλο σου!

 

Άνθος η αγάπη σου, είπε ο Μεγαλέξανδρος

κι η αφοσίωσή σου    η καταδίκη του λουλουδιού.

Ξεχνάς τους διάττοντες    που αγγίζουν τα φυτά

και τα κάνουν αγγέλους ή κάκτους;

Ξεχνάς τα φύλλα που ξυπνούν

και τραγουδούν και πλάθουν τις ρίζες;

Παίζουν με το κρίνο και το χαμό    διστάζουν ή ανατρέπουν…

Πώς ν’ ανασάνει το άνθος σου;

Το κρύβεις με την κοιλιά σου

το λες καρπερό, ωραίο

μα εκείνο και στο τέρας θέλει να ελπίζει  

και στην εξαφάνιση    και στη σταύρωση.

Τη ζωή;     Τη ζωή εξημέρωνες, πριγκίπισσα;

Έφερες κουνάβια    κι αγριόγατους

μεγάλα μυρμήγκια του Ισημερινού

τα πεύκα προστατευμένα απ’ την καταιγίδα

στρογγύλεψαν     μαλάκωσαν οι βελόνες τους

σ’ ευχαριστούν.

Μα κάποτε θα σηκωθούν    θα ζητήσουν πίσω την τρέλα τους

και τον κακό καιρό

τη νύχτα να τα τραβάει στο πέλαγος    με το βοριά·

τα’ αστροπελέκι πάλι θα τα σκλαβώσει.

 

Τι ερπετά, τι έντομα

η ευτυχία των ανθρώπων

έτσι όπως την κρατούν επίμονα   τόσο κοντά στο χώμα!

 

Ο ΣΑΤΑΝΑΣ κι ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Σπαραχτική μάνα των αερικών    φύση ανόμοια η φωτιά·

ξέρει της στάχτη    η φτερούγα το τόξο

κι ο ποταμός προς τη θάλασσα    θα χάσει πάλι το δρόμο.

Εωσφόρο σε είπαν, τότε    αντίκρυ στην αθωότητα·

μάχονταν οι θρησκείες    κι εσύ της αμφιβολίας αναίσχυντος

με το λάβαρο

τους ήλιους

αναδείκνυες αμετανόητη τη Μαγδαληνή

τον καρδινάλιο στο πάθος

ή πάλι βάσταγες    το σπαθί και το λουλούδι.

Εωσφόρο με τα κορίτσια   και τη μετάληψη

σε παίρναν απ’ την άνοιξη

για να σε ξαναπλάσουν    άρτο της πίστης.

 

Άλλος ο δικός μου Διάβολος

ακλόνητος, σοφός, μελετηρός    άρχοντας του αντικατοπτρισμού

οδεύει με τη νύφη του τη συνείδηση

ωραία διασχίζουν τα παραδομένα τείχη

καταλύουν την υπόσχεση    με το όνειρο και την απελπισία

σύννεφο οι γαλανές σκιές των τρούλων ακολουθούν.

Κάθε κίνηση τον υπηρετεί

έρωτας και θάνατος    τρέφουν τον ίδιο Μανδραγόρα.

Σατανά    βεβαιότητα του σάπιου φύλλου

γελάς όπως στο χαντάκι του χρόνου εξασκούμαι

γελάς με τα περιστέρια μου

σαν ζωγραφίζουν καστρόπορτες στον ουρανό.

Με παιδεύεις·

ίσα μοίρασες τη γύρη και τη σήψη    στους ώμους μου.

Επιστρέφεις   αδιαφορία του κακού

που έρχεται κύματα    απ’ τα ζεστά δάση

με τα μαυλιστικά κρίνα της φωτιάς.

Στου παλατιού τα υπόγεια    της φίδαινας κλέβεις το γάλα

θεριεύεις το θάνατο.

 

Μα εγώ    πιο μακροχρόνιος απ’ τη νίκη

πιο ξανθός απ’ την αρρώστια

πιο νέος απ’ το μάρμαρο της μορφής μου

σε κρατώ    με κρατάς

έχω την τρέλα    έχεις το γέλιο

ποιο φυτό θα νικήσει την πέτρα

ποιο ψάρι τη φωνή

ποιος θα πράξει άραγε τη σιωπή;

 

ΒΑΒΥΛΩΝΑ

Χρυσές κεφαλές του    φάνηκαν στις αγορές

κι οι φίλοι του με περσικούς ήλιους στο στήθος

απ’ τις βρύσες μάθαιναν ονόματα, περιπάτους

στα χωράφια αναγνώριζαν    τριζόνια της Μακεδονίας

πέτρες, παιδικές κρυψώνες

όταν ολόγυμνοι μπαίναμε     στον κόσμο του λαγού.

Παίρνει ο έρωτας    τη θέση της μνήμης

και γίνεται πατρίδα

η κατακτημένη αρραβωνιαστικιά

φρύγανο της ζέστης    σαν τοιχογραφείται στον ουρανό,

Πατρίδα    μοναδική εποχή

γεμίζει ξαφνικά λεμόνια η όραση

κι ακέραιος με φτάνει ο σπασμός της νύχτας.

Τι αλλιώτικο το χώμα    ούτε ναι ούτε όχι

τη σπορά δέχεται    τη βία

κι ο πόνος του μόνο με το δαμάσκηνο    μιλάει.

Σταυροφόροι της ελιάς    οι έμπιστοι του ήρωα

προχωρούν την Ελλάδα με ποιήματα

θυσίες    κακίες κι αβασκαμούς

με λευκό στο μέτωπο το κύμα

προχωρούν την Ελλάδα.

(Πόσο λοιπόν δεν άλλαξε το νησί.

Μερικοί τόποι δεν μεγαλώνουν.

Η Μαρία, τ’ ασφοδέλια    ανεβαίνουν πάλι απ’ τις πέτρες

προς το μοναστήρι του σύννεφου).

Να η Βαβυλώνα:

γαλάζια δάχτυλα τα λουλούδια

τα σκαλοπάτια, το ποτάμι    γαλάζιος ο αέρας

απ’ το βουνό στα υπόγεια της γης    αδιάκοπο το ρεύμα

γαλάζιο θρέφεται    και με του ουρανού το πέρασμα.

Γαλάζια Βαβυλώνα

με λίγο χρυσό και κόκκινο

τα καλάμια, τα ροδάκινα

και την άσπρη γάτα στην ταράτσα

σοφά μαραίνεται κι ανθίζει

περιμένει τα παιδιά με κάθε όργωμα

σταθερά προχωρούν στην ηλικία

και μοιάζουν της συκιάς τις μετεμψυχώσεις.

Απερίσπαστη απ’ το φως    μάνα σατανική

το χρόνο ανασταίνει ή βουβαίνεται

σαν τ’ αμάραντα.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69]

 

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69)

Η σφαγή του Πάσχα    όνειρο μεταλλικό

στο σβέρκο της κατσίκας.

Καίει το γάλα της    μητρική λύπη

το προσφέρει στη συκιά    και τη μεστώνει.

Αγριεύουν οι μυγδαλιές    κατά την μπόρα

το απόγεμα – φωτεινές πλατείες –

φοβάται κι επιστρέφει

στην πρώτη σύγκρουση με τον ορίζοντα.

Φέρνει ο χωματόδρομος στη Στέλλα

κίνηση στρογγυλή

απ’ την πόρτα στο πηγάδι    απ’ το πηγάδι στη γέννα.

Στέλλα με τις κόρες, τις μύγες    και τις Κυριακές

μακρινή έμεινε πάλι η βροχή    να ευωδιάζει τα χωράφια

κι ελάφρωσε το πράσινο

όπως στο Όρος νίκησε πια το φως.

Μεσ’ απ’ τα σπαρτά, τα κυπαρίσσια

τη θάλασσα πολύξερη σε χρώματα    στο διάλογο της δύσης

πήγαινα στην παλιά φροντίδα

το κάρο, την αρρώστια

ερχόταν η Στέλλα    από τη σκάφη αιώνια

φιλάρεσκη ακόμα στη στάση του λαιμού·

ακολουθούσαν οι κότες, το απόβραδο

κι καθημερινή προσευχή    η μπιγκόνια.

Μα εκεί στην χαρουπιά    είχε πλατύνει η Στέλλα

ανέβαινε    τα καματερά τη βαστούσαν

οι ελιές αχ! πάλι οι ελιές

το νέο της ανάστημα μοιραίναν

τη γη του θανάτου φορούσε στα μαλλιά

μικρή, φοβερή  η Στέλλα…

Εκεί στη χαρουπιά    περίμενε η Σφίγγα.

 

Ο ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Περιπλανιέμαι    ταγμένος στο κατόρθωμα

και στον έρωτα του ήρωα

ταξιδεύω της ποίησης μοναχικός    μ’ ένα μπαστούνι.

Πολλές οι πασχαλιές της δόξας

κι εγώ στη σκιά τους τραγουδώ

την απόσταση του ονείρου

έτσι όπως πας    με τους Κενταύρους

και μεθυσμένος τραβάς το τόξο της θάλασσας·

διάγραμμα ηλιακό

με αναθρέφεις    με το δικό μου το τραγούδι.

Τέτοια είναι η μοίρα μας    να με γεννάς, να σε γεννώ

πότε εσύ μπρος με την πράξη

πότε εγώ με προφητείες

κάτω απ’ τ’ άστρα, μοναδικοί    να φτιάχνουμε το παραμύθι.

 

Τροπικός, Μεγαλέξανδρε

φάνηκες μες τις εποχές   τυφλός της άνοιξης

με το ποτάμι οδηγό    στο Δέλτα ουρανού και γης

σου μέλλεται μια πόλη.

Να κι ο τσιγγάνος    με το πολύφυλλο αίμα

τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα

μετράει το βήμα σου.

Θεατής το φως    απολαμβάνει την τροχιά σου

ξανθέ

πόσο θα κρατήσει το καλοκαίρι    της τρέλας;

Γερνάν οι Θεοί    τους χαϊδεύεις τα γόνατα

με τα δάχτυλα πλάθεις    τα λαρύγγια των πετεινών

τους μαθαίνεις το ξημέρωμα

βγαίνεις απ’ τη φωλιά του χρόνου

χλωρός    νίβεσαι στο φως

ξανθός    της σφήκας ή του έρωτα

μαγικός κύκλος

ζεστός    έρχεσαι στ’ όνειρό μου

με τα νεκρά χελιδόνια του χειμώνα

απόμακρος    άπειρες πικροδάφνες σε πικρίζουν

ταξιδεύεις με την Αρκούδα

κι ο Μινώταυρος τεντώνει το λαιμό στ’ αηδόνι.

Όπως αγγίζω τη σφαίρα

στρέφονται ανατολικά τα λιμάνια

μελτέμια, ξάρτια

κι εσύ θαλασσινός    τυραννάς το νερό και τ’ αλάτι

τους παλιούς καταλύτες της Ιστορίας

σαν θα πέσει η Βασιλεία των Ουρανών

και σεμνή η αμοιβάδα θα ξαναρχίσει την τελετή.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69]

 

Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και Η ΣΦΙΓΓΑ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69

Όμορφη μέρα    περίπατος στα καράβια και τις ελιές

φως του χειμώνα   σπάει το κύμα στα κλειστά αρχοντικά

γυμνές πορτοκαλιές και σκαλοπάτια.

Άλλα νησιά, άλλα νησιά με κάθε σύννεφο

άλλα νησιά μπλε ή χιονένια

κι εγώ να περπατώ στα παγωμένα φύκια    με τη Σφίγγα.

Σφίγγα στριφογυρίζει μέσα μου

γωνιά δε βρίσκει    ησυχία δε βρίσκει

γύρω-γύρω σαν τη γάτα   πριν διαλέξει τη θέση.

Σοφία ή τρέλα    ήταν λοιπόν το ερώτημα.

Σοφία ή τρέλα όταν ταξίδευα    σοφία ή τρέλα όταν πολεμούσα…

Η Σφίγγα ταξίδευε    η Σφίγγα πολεμούσε

το αίνιγμα σχίζοντας στα δύο

η Σφίγγα με βασάνιζε    η Σφίγγα με τραβούσε

στην πεδιάδα, στην πόλη

στις ασχολίες τις καθημερινές    της δόξας.

Η Σφίγγα μαχαιρώνονταν    σαν παίδευε νομάδες

σαν έσφαζε στην έρημο    τ’ ανήλικα

σαν πίκραινε τους βασιλιάδες.

Στα πεύκα περπατήσαμε    σήμερα το πρωί    εγώ και η Σφίγγα.

Άχνιζ’ η γη ζεστή

κάτω απ’ το κρύο    φλυαρούσαμε…

ξάπλωσ’ η Σφίγγα να ξεκουραστεί    σιωπούσαμε!

Αχ, το σκουλήκι!

Τι σοφά που σέρνεται    μισό φως, μισό σκοτάδι

ξεχνά    ξεπερνά την κίνηση

μικρό δωμάτιο ο κόσμος   και τον μεταφέρει στην ουρά του.

Διηγούμαστε… πόσα γίνανε

τι ήταν ο Μεγαλέξανδρος - σαν να μην με γνώρισε ποτέ –

τι ήταν ο Μεγαλέξανδρος    τρέλα ή σοφία;

Σηκώθηκε άνεμος στο νησί    αντάρεψαν τα πεύκα.

Για τα ερωτήματα    είπαμε κάτι το κοινό

πως δεν νικούν το θάνατο    για τις εκστρατείες  κάτι παλιό

πως δεν νικούν το χώμα.

Έπιασε ψύχρα    πηγαίναμε προς τα κλειστά καφενεδάκια

με τη φουφού, τ’ αμυγδαλωτά

σκοτείνιασε πια η θάλασσα

ούτε καλούσε    ούτε ερχόταν

γκρίζα  τίποτα δικό της    δεν μοιραζόταν με εμάς.

Η θάλασσα…   πόσα να ξέρει αυτή  για βασιλιάδες

όταν τους διαδέχεται στον ύπνο της

για κουρσάρους    για εποχές τρέλας

σαν ακίνητη αλλάζει,    αλλάζει,    αλλάζει

ή πάλι    το μυστικό υγραίνει προαιώνιο…

Κουράστηκα, είπε η Σφίγγα –

κάποιο κλωνάρι βαστούσε    και χάραζε σημάδια.

Κουράστηκα, είπε ο Αλέξανδρος

τίποτα δεν απαντούμε με τη ζωή·

η πραγματικότητα    λιγότερο ειλικρινής  από μας

λέει κορυδαλλούς    λέει νησιά το Μάρτη  λέει αγρούς…

Αχ, η λιτότητα των αγρών!

Ακράτητο το κατσίκι    πηδάει φως  πηδάει θάνατο

κι ορμούν τα πρώτα φύλλα της συκιάς

για ν’ απαντήσουν Πάσχα.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69]

 

 

ΕΓΩ, ΕΣΥ Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69)

Σε πόσα διαφορετικά επίπεδα    τρέχουν τα νερά

κι εσύ κάπου ανάμεσα    γραπώθηκες στα ρείκια.

Αμφίβιο της ύπαρξης    σε ξαναβρίσκω υπάλληλο

με τη διαστροφή και την οικογένεια.

Με καταπατείς, Αλέξανδρε

τεράστιο το σώμα σου    άσπρος ο όγκος σου

με κόκκινα σημάδια αφροσύνης

με καταπιέζει η άφταστη λύπη του κορμιού σου

φθαρτό, μεταχειρισμένο    ψάχνοντας το λουλούδι

τρίβοντας το λουλούδι ανάμεσα στα γόνατα    χάνεσαι.

Πώς βαστάς το χρόνο

το τρένο των έξι    το παχύ σου σώμα

πώς βαστάς τη μεταμόρφωση του ξανθού

τη βροχή στο πάρκο

το θάνατο που μπήζεις στο σκοτάδι

όλο πιο βαθιά    όλο πιο βαθιά

στο πολυαγγιγμένο;

 

Πέρασα μαζί σου την έρημο

μπρος εσύ, πίσω εγώ

έρχονταν οι γνωστοί    κι ο Χριστός

βάρβαρος κι αυτός    τρεφόταν απ’ το δικό μας πάθος.

Κάψαμε τα νερά    μύλοι, ήλιοι

ξυπνάγαμε πάντα    στο φως το μεταλλικό της έκλειψης.

Σε ακολούθησα    στις πριγκιπικές μετεμψυχώσεις σου

ως το κάρβουνο    ως την πνιχτή του ζώου

σαν σε κατείχε.

Τινάζεσαι    η πλάτη μόνο θυμίζει την περιπέτεια

ζαρώνεις

σου φιλώ ένα-ένα    τα μέλη που μαραίνονται

κατεβαίνεις

όπου τίμια εξαφανίζονται τα σκουλήκια

όπου βρωμάει σάπιος ο καρπός.

Ακολουθώ τους ήρωες    ως τον τάφο, είπα

μα ο τάφος δεν τελειώνει.

Κάθε μέρα ανοίγει    με νέα τεχνάσματα

πλαταίνει

τα μικρά αγόρια βοηθούν

έχουν τα μαλλιά σου

όταν κατέβαινες    τη δημοσιά της Πέλλας

έχουν τα χέρια μου    που μάθαιναν μαζί σου

τους στρατιώτες και τα ζώα.

Κι ο τάφος δεν τελειώνει·

μέρη άγνωστα    ατμοί, καθρέφτες

παντού το σώμα σου    το σώμα σου το καθημερινό

αιώνες αρρώστιας    αιώνες πεσμένα φύλλα

αιώνες να μη βρίσκουμε    τη σωστή κίνηση

σταμάτησαν την εκστρατεία.

Φλέγονταν το περίπτερο

με τα τριαντάφυλλα

βούλιαζες με τα σφαγμένα ζώα    στη χοάνη

θυμάσαι;

Ανάμεσα στα πόδια σου    ήταν το κακό

πλήθαινε με την άνοιξη    θύμωνε με το χειμώνα

κι ο χαλασμός σε τραβούσε κάτω    προς τη γη

τ’ οργιαστικό κέντρο·

τα λουλούδια με τη βαριά μυρωδιά    σου ύγραιναν τα μάτια

σώμα κι εσύ    πάνω στα σώματα.

Έμεινε ο άγγελος    με το δάχτυλο υψωμένο

λούφαξ, η Σφίγγα

κι εσύ με τη Σελήνη    δοκίμαζες μιαν άλλη τρέλα:

έρωτα με τα ζώα    έρωτα με την υγρασία

έρωτα μ’ ότι φέρνει ο θάνατος

πηχτό, μεθυσμένο

έρωτα της μουχλιασμένης ρίζας.

Και το κρασί    σ’ έπαιρνε απ’ τον ύπνο

για να σε παραδώσει    ακόμα πιο τρωτό

στην τίγρη, στον ποταμό

ακόμα πιο μοιρασμένο    στη νύχτα σου.

Βουλιάζεις ή μετατρέπεσαι

πώς να ξέρω

εγώ που πάλι πεθυμώ    την κεφαλή του Ιωάννη

το θάνατό σου    να σπαρταρά μες στην παλάμη μου

την όποια επαφή.

Σε βρίσκω στην τρύπα σου τη μήτρα

στον μεγάλο χώρο της σιωπής

κι η κάθε σου κίνηση

μόνο θυμίζει πια

δε ζωντανεύει

το τίναγμα το πρώτο προς την κατάκτηση.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69]

 

 

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Βάζω το χέρι στον καιρό   στον αέρα   τότε… τίποτα λιγότερο ομαλό απ’ τη ζωή, τίποτα δυνατότερο απ’ το φως

 

Ας ήταν μνήμη από όνειρο να ξεχωρίσω   ξανακάνω ένα-ένα τα βήματα    δρόμοι κλείνουν κυκλώνουν    ο Αλέξανδρος    πότε ντύνω πότε γυμνώνω τα πράγματα   φοβερή η κίνησή τους   ως την άλλη του κόσμου φωνή: το χρόνο   Τότε ήταν «από δω φεύγουμε»    «εδώ δεν κρατάει το χώμα φαντάσματα»    ήταν μισή-μισή τη λέξη να μοιραζόμαστε   ή σε κάποια θεότητα να βρίσκουμε   την αρχή των δακρύων.    Δε μεταπλάθω   ούτε τις αφορμές τις πρώτες    περιγράφω. Σημειώνω μόνο    την ημέρα, την ώρα    το πολύ κίτρινο    που σε περιέβαλε·   μες στην τυφλή ιστορία μου    το αδύνατο έχει ένα όνομα.    Όπως με γκρεμίζουν οι εποχές   οι φωνές    γνωστές, συνηθισμένες    όπως η όρασή μου   καλύπτει το συγκεκριμένο   και πότε ηρωικά    πότε με μικρότητες   πηγαίνω προς το θάνατο   υπάρχει πάντα η άλλη πλαγιά    η άλλη τρικυμία   η μοναδική συγκέντρωση    σ’ ένα φως όχι πρισματικό.    Πέρ’ απ’ του ζώου την ευδαιμονία    να μην πεινάει  να μην κρυώνει   να μην κινδυνεύει    Αλέξανδρος είναι   να πεινάω, να κρυώνω  να ’μαι γδυτή   να κινδυνεύω.   Πώς αλλιώς    να μετουσιώνω το σκουλήκι;   Με όνειρο είναι φυγή   με βίωμα είναι απάτη.    Αλέξανδρος λοιπόν.   Τον έφερε κάποτε βοριάς, νοτιάς    ή κάποια βαθιά εικόνα;   Αλέξανδρος μ’ ένα καράβι    μ’ ένα πανί   ψεύτης όταν ονειρεύεται   παράλογος όταν εξηγεί    ασύστολος όταν ερωτεύεται    άοπλος στο κάθε τι που αγγίζει…   Εφηβικά αυτά ίσως   μα και το ποτάμι   κάτω απ’ τις κλαίουσες ιτιές    το ποτάμι του ποιητή   μισό γύπας μισό ψάρι    κι η θλίψη το βράδυ    να μην υπάρχουν σταυροφορίες να ταχθώ   μαγικό φίλτρο έρωτα και καταστροφής    επικράτεια να συντριβώ    να μην υπάρχει   τίποτα λιγότερο ομαλό απ’ τη ζωή    τίποτα δυνατότερο απ’ το φως    τίποτα πιο δύσκολο απ’ την ανάσα.   Εφηβικά;   Αλέξανδρος;    Ή μια άλλη διάσταση;  [Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ στο συνθετικό ποίημα ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 63-69 ]

Δευτέρα, 30 Νοεμβρίου 2020 

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ