Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΩΣ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΙΜΟΠΤΥΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ (… και τώρα πια δεν έχουμε ούτε δάχτυλα, ούτε επιστροφή να πιάσουμε):

Κοιτάξαμε τριγύρω μας την πόλη βουλιαγμένη

μες στην ομίχλη των πουλιών, που φύγαν με τα πλοία,

 ακούσαμε τον ήλιο να βουίζει σ’ άδεια λατομεία,

όπου η βροχή της χτεσινής μας νιότης λιμνασμένη

 

 λασπώνει τα μάτια με τα νεκρά φτερά των σπουργιτιών.

 Σκύψαμε πάνω από γκρεμούς να αφουγκραστούμε

τον πόνο μας και πάνω από ρυάκια  για να δούμε

τα μάτια σου στα μάτια μας – κλειδί των φεγγαριών.

 

Τη νύχτα αναζητήσαμε – κι αυτή μας πλημμυρά,

 ποθήσαμε τη σιωπή – μα ήρθε η απουσία,

τα γιασεμιά αγαπήσαμε – κι εκείνα τη χαρά

 και στα κοχύλια ακούμε τη δική μας ιστορία:

 

Είμαστε απλοί, ανεπίστρεπτοι και σύντομοι διαβάτες,

 δεν μας πλανεύει τ’ όνειρο ενός εξαίσιου τέλους,

τα ωραία κορίτσια ερωτευτήκαμε – κι εκείνα τους αγγέλους,

χαμογελάσαμε στην άνοιξη – κι εκείνη στα παιδιά της.

 

 Κλάψαμε για ό,τι χάσαμε, ήμασταν άνθρωποι πολύ,

 άνθρωποι ως την τελευταία αιμόπτυση της δύσης,

 άνθρωποι να προσμένουμε στο μώλο, που δε θα γυρίσεις,

 άνθρωποι να ποθούμε αυτό, που ξέμαθε να μας ποθεί!.. [ΑΝΘΡΩΠΟΙ από την ενότητα ΠΑΛΙΟΙ ΚΗΠΟΙ της συλλογής του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957. Τα ποιήματα από τους Παλιούς Κήπους μαζί με άλλα ανέκδοτα της πριν από το 1950 περιόδου παρουσιάζονται ως ξεχωριστή ενότητα στη συγκεντρωτική έκδοση ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, Ύψιλον / βιβλία 2017 ]

 

Από την ίδια ενότητα ακολουθούν τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΣ, πρώτοι στίχοι):

2. ΔΑΚΡΥΣΕΣ… κι έβρεχε όλη μέρα

3. Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ, Μακριά, η ζωή. Κι εδώ ραγισματιά πάνω στη θλίψη…

4. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ Μ… Θλίψη παλιάς νοτιάς, της νιότης πικραγκάθι…

5. Ο ΣΤΑΘΜΟΣ, Ώρες η σιωπή πατούσε το χώμα που ’σκαψαν τα μάτια

6. ΤΩΡΑ Η ΒΡΟΧΗ ΚΕΝΤΑΕΙ, κεντάει το φόρεμά σου

7. ΕΙΜΑΙ ΦΤΩΧΟΣ, Λησμονημένες χαραυγές ζητούν τα βλέφαρά σου και

8. ΚΑΝΤΑΤΑ ΣΤΟΝ ΑΝΟΙΧΤΟ ΟΥΡΑΝΟ, Τα πουλιά στον ουρανό έχουνε νυχτέρι

 


ΔΑΚΡΥΣΕΣ… (από την ενότητα ΠΑΛΙΟΙ ΚΗΠΟΙ στη συλλογή ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ του Βύρωνα Λεοντάρη)

Δάκρυσες – κι έβρεχε όλη μέρα

ξεχείλισαν οι στέρνες και τα λούκια

λάσπωσαν γλάστρες, λάσπωσαν μπουμπούκια

και των ματιών μου λίγο η ξέρα.

 

Απ’ των χεριών σου την βεντάλια

το φως ανόρεχτα λιποταχτούσε.

Πώς θέλαμε η πόρτα να χτυπούσε

να στρίβαμε ίδια τα κεφάλια…

 

Πριν μας αγιάσει το άρωμά σου

μας πήραν τη γιορτή, την πήραν ίσκιοι

κι όταν αργά των αστεριών οι μίσχοι

άρχισαν να λυγούν προς την καρδιά σου

 

τρόμαξα. Τι μας πέθανε εδώ μέσα;

κι ευθύς το φως σηκώθηκα ν’ ανάψω

ώρες πολέμαα κάτι να σου γράψω

Δάκρυσες – κι έβρεχε όλη μέρα…

 

Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Μακριά, η ζωή. Κι εδώ, ραγισματιά πάνω στη θλίψη,

άμμος εδώ ανακατεμένη με σκουριά των ουρανών,

κούραση θάλασσας πικρή, σωροί αγρύπνιας των ουρανών

γυμνό η αγάπη μας σπαθί κι ο πόνος δίχως τύψη.

 

Σάπια καράβια τραβηγμένα πέρα από το χρόνο,

πέρα απ’ την εγκατάλειψη, να μας αδειάζουν τη ματιά

και σε κατάστρωμα σκιών σκίζει η βροχή τη μοναξιά

-φωνή, που μας γεφύρωσες τη νιότη με τον πόνο!..

 

Νύχτα είναι και καπνιά μες στον καρπό της νοσταλγίας.

«Περίμενε»! είπε, κι ήτανε το πρόσωπό της φως κεριού,

πυρπολημένη απόγνωση κάποιου χαμόγελου πικρού,

και τα μαλλιά της έπεφταν κρουνοί μελαγχολίας

 

στη στέρνα του οίκτου, σπάζοντας σε σιωπές κι αστέρια.

«Χρόνια και χρόνια πίναμε καφέ σε χείλη πηγαδιού

στραγγίζοντας τους δρόμους μας σε τάσι ολάσπρου φεγγαριού

πες μου, λοιπόν, ποια να ’ναι αυτή, που θα ’δενε τα χέρια

 

γύρω απ’ το χθες και το αύριο, στεφάνι στην καρδιά σου;»

-«Πικρό δαφνόφυλλο τη σκέψη μου στα δόντια μου μασώ,

δωσ’ μου το χέρι σου, όμορφη, κι εγώ τη μοίρα μου θα πω:

Να δαχτυλίδια οι τροπικοί της γης στα δάχτυλά σου,

 

να, οι εποχές οι ανήξερες, που απ’ το όνειρο φλεβίζουν,

να, η χούφτα σου η ολόχρυση γούρνα με τις νεκρές στιγμές,

να τος κι ο δρόμος της χαράς, που ξεψυχάει προς το χθες,

να, οι χωρισμοί, που αρμόζουνε σε μας και μας ορίζουν»

 

-«Τα χείλια μας λειψά είναι απ’ το φιλί της ευτυχίας

κι ωστόσο για ν’ αγιάσουνε τραγούδια νέα θα μπορούν.

Ξέρω τη μοίρα μου, τη λεν τ’ άστρα στο νότο όταν γκρεμνούν.

Τράβηξε το ξερόφυλλο της ματαιοδοξίας…»

 

Παρένθεση φθινόπωρου έκλεισε τ’ όνομά μας,

τα μάτια μας θησαύρισαν τα μάτια μας με προσμονή,

τα χέρια μας γεμίσανε τα χέρια μας με σιωπή,

τα βήματά μας θάφτηκαν κάτω απ’ τα βήματά μας

 

κι οι βλεφαρίδες μάκρυναν του πόθου το ταξίδι.

Σταγόνα νιότης σκόρπισες σ’ ένα μαντίλι απαντοχή,

ορόσημο του πάθους μας ναυάγησες μες στη βροχή,

σ’ έκοψε χρώμα ανάμνησης ο ορίζοντας λεπίδι.

 

-«Περίμενα, είπα κι άκουσα η δειλία να βουίζει,

τυλίξου τώρα στο μανδύα των ουρανών»

βρέχει το σύννεφο του ατέλειωτου φτερά χελιδονιών

στο τρομαγμένο διάστημα, τα χέρια ως μας χωρίζει.

 

«Θα σε θυμάμαι, στοχασμό, δάκρυ ή ανατριχίλα

στο παραμίλημα του χθες, στης νέας ελπίδας το παλμό,

φούσκωσε, φούσκωσε η καρδιά μου απ’ της ζωής το στεναγμό,

όπως απ’ την παλιά βροχή φουσκώνουνε τα ξύλα»

 

… Μακριά, η ζωή. Κι εδώ, η βουή απ’ τα μάτια τα φευγάτα.

Πάνω στη θλίψη ράγισμα και κάτω η άμμος να μετρά

τα βήματα, τα αισθήματα. .. Μια αξέχαστη βραδιά

δυο ανθρώποι είδαν τις μοίρες τους, μα χώρισαν για πάντα.

[από την ενότητα ΠΑΛΙΟΙ ΚΗΠΟΙ στη συλλογή ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ του Βύρωνα Λεοντάρη]

 

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ Μ. (από την ενότητα ΠΑΛΙΟΙ ΚΗΠΟΙ στη συλλογή ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ του Βύρωνα Λεοντάρη)

Θλίψη παλιάς νοτιάς, της νιότης πικραγκάθι,

ζητάς με νέους χυμούς οδύνης να μας θρέψεις.

Έχουμε οργώσει τα τοπία μας με σκέψεις

να βρούμε της ζωής το κατακάθι.

 

Μην κλαις. Μουσκεύει η ανάμνηση, σκουριάζει η πόρτα,

στις δεκαεφτά πτυχές του ανέμου μας γυρεύουν

τα πεθαμένα καλοκαίρια και σαλεύουν

παράξενα στη μνήμη μας τα χόρτα.

 

Καίνε στις χούφτες μας ταξίδια τα χαλίκια

καθώς πετροβολάμε το αύριο μ’ ελπίδες

πηδούν νεκρές χαρές στα μάτια μας οι ακρίδες

κι ολημερίς φωνάζουν τα τζιτζίκια

 

στο κοιμητήρι που γαλάζια μεσημέρια

σταλάζουνε μέσα στους τάφους το λιοπύρι

-μα άσε δεν είναι στάχτη των χειλιών σου η γύρη

κι ούτε κορδέλα μαύρη έχεις στα χέρια.

 

Εδώ τα όνειρα ήσυχα βλασταίνουν

τα στάχυα από έγνοια κι από λυγμό έχουν μεστώσει

μα να θερίσει εδώ κανείς δε θα σιμώσει.

Το σούρουπο μονάχα κατεβαίνουν

 

τα συμπονετικά πουλιά για να τσιμπήσουν

κάτι από λήθη, από στοργή κι από χρυσάφι.

Όμως μη βλέπεις πόσο πλήθυναν οι τάφοι

τα μάτια σου καράβια θα γεμίσουν.

 

Μην κλαις. Μουσκεύει η ανάμνηση, πονάει το χώμα

γύραν οι ελιές την ηλικία του λόφου

θα ’ρθουν τα σύννεφα του παιδικού μας ζόφου

για να μας πουν πως ζούμε, ζούμε ακόμα.

 

Τίποτε… Δεν αντέχω να κοιτώ το βάθος

παντού κλωθογυρίζει η σαύρα, το σφαλάγγι

κι εμείς από ’να νέον οίκτο έχουμε ανάγκη

κι από ’να καινούριο πάθος.

 

Ο ΣΤΑΘΜΟΣ

Ώρες η σιωπή πατούσε το χώμα που ’σκαψαν τα μάτια

μα κανένα φως δεν έβγαινε απ’ αυτού

και μόνο οι φοβερές ρωγμές χαραγμένες στη ράχη της γης

από ανθρώπους που προσπάθησαν να σχεδιάσουν μια μοίρα 

ανάσαιναν τη μνήμη μου κι αυτή αργούσε να πεθάνει

σκοντάφτοντας αδιάκοπα σε ξερές ημερομηνίες και μισογκρεμισμένα ονόματα.

 

Καμιά φωνή δεν φεύγει πέρα απ’ την ηχώ της

καμιά λύπη δεν δίνει τη θέση της σ’ άλλη

όλα κρατούν ένα μικρό διάστημα – παρηγοριά της επιστροφής –

μα αυτός ο ρημαγμένος σταθμός – κομμένα τα σύρματα, κομμένες οι φωνές…-

δε με πλανεύει πια για αλλού

για μιαν αναπνοή μακρύτερα.

 

Μόνος κι άλλος κανείς εδώ

με το μέτωπο κολλημένο στις ράγες να λογαριάζω τα σάπια βαγόνια

εδώ κι όχι αλλού, καμιά υπεκφυγή για αλλού

τα τρένα όλα φευγάτα κι οι μέρες μας ατέλειωτες…

 

Όλα σιγά-σιγά θα με γνωρίσουν

όλα θα μάθουν πια είναι η μοναξιά μου

και μόνο ο θάνατος, θαρρώντας πως παρακοιμήθηκα,

νωρίς θε να ’ρθει μ’ ένα πέλαγος πουλιά

όπως άλλες φορές η μάνα μου να με ξυπνήσει…

[από την ενότητα ΠΑΛΙΟΙ ΚΗΠΟΙ στη συλλογή ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ του Βύρωνα Λεοντάρη]

 

ΤΩΡΑ Η ΒΡΟΧΗ ΚΕΝΤΑΕΙ… (από την ενότητα ΠΑΛΙΟΙ ΚΗΠΟΙ στη συλλογή ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ του Βύρωνα Λεοντάρη)

Τώρα η βροχή κεντάει, κεντάει το φόρεμά σου

τώρα που η μέρα το μανδύα της κουμπώνει

-το χέρι πίσω απ’ το παράθυρο κρυώνει

όσο κι αν έγραψε στο τζάμι το όνομά σου…

 

Αντίο, αντίο… Μες στη νύχτα θα βαδίσεις

δρόμους υγρούς σε βουλιαγμένες πολιτείες

ή σε μουράγια γκρίζα κι έρημες πλατείες

μα μη ξεχάσεις τους ζητιάνους να ελεήσεις.

 

(Μες στα βαθιά σκοτάδια τους θα καρτερούνε

είναι στα μάτια τους τα δάκρυα παγωμένα

και τα νεκρά τους δάχτυλα σφιγμένα

με πείσμα τις λερές τραγιάσκες τους κρατούνε

 

κι η Νύχτα εναποθέτει εκεί το νόμισμά της

λήθη και χιόνι αδιάκοπα λήθη και χιόνι

κι ο αγέρας μέσα απ’ τα κουρέλια τους τρυπώνει…

Μα ούτε το θρόισμα θα ακούν στο πέρασμά της)

 

Όμως αντίο κι ας μπαίνει απ’ τη χαραμάδες

της πόρτας η φωνή της πίκρας και το κρύο

κρύβουν ανάμνηση οι πτυχές σου, αντίο αντίο

σε καρτερούν οι αδελφάδες σου οι νιφάδες.

 

ΕΙΜΑΙ ΦΤΩΧΟΣ

Λησμονημένες χαραυγές ζητούν τα βλέφαρά σου

σε ντύνει ο ίσκιος της αγάπης μου χλωμός

δεν έχω χρώμα προσμονής –είμαι φτωχός

δεν έχω βήματα να ’ρθω στην άκρη της καρδιάς σου

 

Αγέρηδες απ’ τα πεθαμένα χαμομήλια

χτυπούν την πόρτα που χαράζει ο λογισμός

το σχήμα του αποχωρισμού – είμαι φτωχός

δεν έχω ούτε μια χαρακιά ηδονής πάνω στα χείλια

 

Πίσω απ’ τις αστέρινες της νύχτας χαραμάδες

κοιτάζω πάντα την αγάπη μοναχός

έχις το μέτωπο αυγινό – κι είμαι φτωχός

δεν έχω ένα παράθυρο να μην κοιτά στη λύπη.

 

Έρχονται τα πουλιά από τη γωνιά της άρνησής σου

κι έτσι σκληρά μου κελαηδούν: πού είναι ο λωτός;

Αχ, δε μπορώ να σε ξεχάσω – είμαι φτωχός

δε θα ’χω χέρια δίχως την αφή της θύμησής σου

 

Θα ’μαι τυφλός μέσα στη λύπη δίχως το όραμά σου

χωρίς την πίκρα της φυγής σου πιο ορφανός

έχεις μια θάλασσα πλατιά – κι είμαι φτωχός

δεν έχω μήτε στάχτη να χαράξω τ’ όνομά σου

 

Δεν θα ’χω σκέψη δίχως την ομίχλη απ’ το όνειρό σου

κι ας μην με ξέρει διόλου ο ύπνος σου ο γλυκός

δεν έχω ελπίδα ζεστασιάς – είμαι φτωχός

της νιότης μου το σύννεφο λιώνει στο πρόσωπό σου.

 

Χωρίς τη μοναξιά μου θα ’μουνα πιο μόνος

χωρίς τη σιωπή μου ακόμα πιο βουβός

γι’ αυτό μην ξαναρθείς – είμαι φτωχός

δε φτάνει και για σε ο μικρός κι απέραντος μου πόνος

 

Ούτε ένα αστέρι μακρινό δεν θα ’χω να σου δώσω

ούτε πεφτάστερο μας δίνει ο ορανός

δεν έχω κλείσει την καρδιά – μα είμαι φτωσός

που να βρω άλλο φθινόπωρο στα μάτια, να σου δώσω

[από την ενότητα ΠΑΛΙΟΙ ΚΗΠΟΙ στη συλλογή ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ του Βύρωνα Λεοντάρη]

 

ΚΑΝΤΑΔΑ ΣΤΟΝ ΑΝΟΙΧΤΟ ΟΥΡΑΝΟ (από την ενότητα ΠΑΛΙΟΙ ΚΗΠΟΙ στη συλλογή ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ του Βύρωνα Λεοντάρη)

Τα πουλιά στον ουρανό

έχουνε νυχτέρι

και, σα να ’σαι αστέρι,

να σε καρτερώ.

 

Στο μαντίλι κόμπο αργά

τους λυγμούς μου δένω,

τη σιωπή πληθαίνω

για να σε χωρά.

 

Μπλέχτηκα μες στου φωτός

τις ανεμοσκάλες·

τα κλωνιά κρεμάλες

κάνει ο πυρετός.

 

Κόλλησε η μορφή σου αχνός

στους βολβούς μου επάνω

κι ως πάω να τη βγάνω

ξεκολλάω το φως.

 

Με φλογίζει η αγρυπνιά,

η κούραση με σβήνει

η μοναξιά με κρίνει

και δε με σχωρνά.

 

Η παλιά πληγή πονεί,

η φωνή όμως πνίγω

-πάλι δε θα φύγω·

κλείνουν οι ουρανοί

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΑΝ «ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ»:

Τι γίνεται όταν ο ποιητής «αυτό που γυρεύει είναι όχι η μετουσίωση, αλλά ακριβώς το άγγιγμα του αμετουσίωτου, του ατόφιου, του μη επιδεχόμενου μορφοποίηση»; Και ποιά θα είναι η ποίηση του ποιητή που υπερασπίζεται αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να μορφοποιηθεί, αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί; Μοιραία θα οδηγηθεί σε μια καταλυτική αντίφαση και σε μια ιδιαίτερη ποίηση τόσο γόνιμη όσο και το πάθος της υπεράσπισής της. Ο Βύρων Λεοντάρης έχοντας συνείδηση αυτού του πάθους, έγραψε για τον Καρυωτάκη: «Οριακός ποιητής με ποιήματα αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας» καθώς δεν περπατούσε «στο χείλος του γκρεμού» γράφοντας, αλλά είχε «αντικρύσει κατά μέτωπο τον γκρεμό», εκεί όπου «η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή». Αυτήν την οδό ακολούθησε και ο ίδιος, γράφοντας ποιήματα σαν «δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας», γνωρίζοντας συγχρόνως πως ο βαθύτερος πυρήνας της λειτουργίας αυτής είναι και θα παραμείνει άβατο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ