Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ ΝΑ ΠΑΜΕ ΕΚΔΡΟΜΗ ΟΛΟΙ ΝΑ ΠΑΜΕ ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΣΟ ΤΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ

Μονάχα που οι άλλοι και τα τοπία και οι συνομιλίες σα να είναι χωριστά από εμάς. Πηγαίνει και χτυπάει σ’ ένα άγνωστο σπίτι στο σιντριβάνι και δεν τον ένοιαζε όποιο και νάταν. Με ντροπή και απόφαση λέει μπορώ να μπω; Εκείνη είπε τι θέλετε. Σας παρακαλώ να σας μιλήσω. Ποιον ζητάτε. Αφήστε με επιτέλους να μπω και την έσπρωξε με ανυπομονησία. Εκείνη έκανε α κι έφυγε τρεχάτη. Στο σπίτι δεν ήταν άλλος κανένας και κάθεται και περιμένει με αγωνία και σε λίγο έρχεται η γυναίκα με πολλούς άλλους συγκάτοικους και τον κοιτάζουν με θυμό και ερεθισμένοι. Του ήρθε να λιποθυμήσει και ρωτάει πού είναι σας παρακαλώ το αποχωρητήριο. Κανένας δεν μίλησε κι εκείνος αρχινά ν’ ανοίγει τις πόρτες στη σειρά. Στο τέλος κλείνεται σε μια αποθήκη. Γεμάτη παπούτσια και χαρτονένια κουτιά το στέρνο του θα σπάσει να χυθεί έξω όλη του η καρδιά και οι άλλοι να φωνάζουν από έξω. Ησυχάστε πέστε πως κάνω πείραμα κι εκείνοι σπρώχναν την πόρτα άνοιξε άνοιξε. Ύστερα του πέρασε και βγήκε και τους λέει το ήξερα από πριν. Ύστερα θύμωσε και φώναξε δεν είναι πείραμα. Ή τυχαία επίσκεψη ή κατά λάθος δεν πρόκειται να καταλάβετε και μη φοβάστε. Σταθείτε να σας διηγηθώ λέει με ορμή και κουνάει τα χέρια. Τι να μας διηγηθείς φωνάζουν εκείνοι. Θα σας πω ένα περιστατικό. Να με πιστέψετε αν και θα πείτε επειδή είναι λιγάκι εντυπωσιακό. Τον έλεγαν Δαμιανό Παπαστεφάνου σημειώστε Παπαστεφάνου. Πήγα ύστερα να δω βρήκα οι νοσοκόμες στο διάδρομο. Ξαπλωμένες ιδρωμένες. Κατάκοπες και λαχάνιαζαν αποκαμωμένες χέρια και πόδια ανοιχτά αφημένα καταγής. Με κοιτάζουν με ακράδαντα βλέμματα κι ακράδαντα. Οι γυαλιστερές νοσοκόμες και κατεβαίνω. Τέσσερις άνδρες κοιτάζουν χωρίς να μιλούν. Κι ο καθένας  κοιτάζει τον άλλον με ανησυχία. Λέω τους έκοψα  που έκαμναν αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Θέλω να δω πού τον έχετε; Εκείνοι. Ένας λέει πού αλλού εδώ. Δείχνει τα πράματά του και γελάν. Λεν δεν είναι εδώ κι εδώ έχουμε μονάχα. Δαμιανός Παπαστεφάνου πέθανε από καρκίνο του μαστού. Μα είναι άνδρας; Κι οι άνδρες δεν έχουν βυζιά; Πηγαίνω δίπλα. Ολόγυμνος πάνω στο μάρμαρο πετσί και κόκκαλο. Είχε είχε κάτι στήθη φουσκωμένα. Σαν παχιά γυναίκα με πλατιές καφετιές θηλές και με περιεργάζεται ήρεμα. Σηκώνει το ένα στήθος και δείχνει να. Δείχνει και γυρνά το πρόσωπο στον τοίχο. Ένα μικρό κατακόκκινο σπυρί. Που τα λέμε θυμωμένα σπυριά κι επίσης ήταν μια καθαρίστρια σκυμμένη. Σκούπιζε κάποιον μέσα σ’ ένα σεντόνι και λέει με συμπόνια τόσο νέα πάει κι έψαχνε τα καλοδιπλωμένα ρούχα στην καρέκλα και μουρμούρισε σκεφτική θάναι πλούσια μια κομπιναιζόν ένα φόρεμα χρυσό και μαύρο κι ανέβηκε πάνω στον πάγκο που είναι κάτω απ’ το παράθυρο και μιλάει μ’ ένα που είναι απέξω και δεν φαίνεται κι αυτός έλεγε δεν έχει έρθει τέτοιο πράμα στην Ελλάδα θα το δεις κι εκείνη λέει θες να συνεργαστούμε και θα σε φωνάζω το είπε αστεία κι ο άλλος είπε με ενθουσιασμό μόλις θάρθει  θα σε πάρω να πάμε βόλτα κι η καθαρίστρια πάτησε τα γέλια  βόλτα άκου βόλτα κάθισε στον πάγκο σκασμένη  στα γέλια  τι λέει βόλτα μ’ αυτό κι ο απέξω γελάει κι εκείνος και λέει με περηφάνια μονάχα να το δεις κι είχε κορώσει η καντήλα κάηκε το εικόνισμα κι έμεινε μονάχα ο φωτοστέφανος ο καπνισμένος άγιος ή Παναγία και γελούσε φωναχτά πάνω στον πάγκο και παίρνει το φόρεμα και το στρώνει πάνω της και περπατά πάνω στον πάγκο σα μανεκέν και ρωτούσε μου πάει κι ύστερα ντράπηκε και λέει σοβαρή κρίμα πάει. Ήταν κι οι νοσοκόμες έχω κι άλλα να σας διηγηθώ λέει ο επισκέπτης κι έτρεμε να πέσει κι άλλα. Τώρα οι άλλοι δεν φαίνονται θυμωμένοι και σωπαίνουν…   
 (ΕΠΙΣΚΕΨΗ ένα απόσπασμα  από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1964 και με ΚΛΙΚ στην εικόνα επιλεγμένα αποσπάσματα σε συνέχειες – ART by Caras Ionut Bringing Dreams To Life)
όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή
·        φράση απ’ το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, 1964

ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΑΞΕΧΑΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥΣ  ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΕΤΟΙΜΑΖΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΖΟΤΑΝ ΠΩΣ ΘΑ ΗΤΑΝ
Πηγαίνει και τους βρίσκει σε αραιές αλλά πολύωρες επισκέψεις κι αυτοί δεν έρχονται και καταλαβαίνει πόσο αφύσικος θα ήταν ο ερχομός τους με τι νευρικότητα θα ’μπαιναν στο δωμάτιο και θα κάθονταν στο μακρόστενο δωμάτιο. Θα ’ρθουν χαίρεται θα ’ρθουν κι ύστερα νυχτώνει. Φεύγει και πάει να τους επισκεφτεί. Πώς να πεις σ’ όλους αυτούς ώστε να σε πιστέψουν πώς να τους σκέφτεσαι όλη τη μέρα και τους φαντάζεσαι όλα τα δευτερόλεπτα και σε κοιτάζουν με αδιάκοπο ενδιαφέρον. Φοβάται μη τον βαρεθούν και πηγαίνει αραιά όσο πιο βαστά και καταστρώνει από πριν μελετά το φέρσιμό του να είναι ζωντανό και πνευματώδες. Τους κολακεύει αλλά με προσοχή γιατί είναι έξυπνοι. Ψύχραιμοι και δεν εκπλήσσονται. Τους ενοχλεί που εξίσου καλοί και για τους άλλους. Δεν έχουμε να μας έρθει από πουθενά ουσιαστική βοήθεια. Αποτελεσματική και το περισσότερο που μπορείς να ελπίσεις είναι να αισθανθούν πως έχεις μια τρομερή ανάγκη και να σου το πουν κι αυτό μονάχα. Να αισθανθούν και να σου το πουν κι έτσι να τελείωνε η επίσκεψη. Μας δίνουν προσωρινή ευχαρίστηση και μας δέχονται μέσα στα μεγάλα τους δωμάτια είναι ευπροσήγοροι και κρύβουν τη φυσική αδιαφορία τους κι εγώ κρύβω την πικρή οξυδέρκεια. Είναι φυλακισμένοι ή παράλυτοι. Εξόγκωσε την αξία τους και τους έδωσε αξία μεγαλύτερη απ’ όση τους πρέπει κι αυτό δείχνει πως θεωρεί τον εαυτό του καταδικασμένο. Οι καλοί μέσα στο χαμηλό κόκκινο φως. Η Νόρα στο πορτραίτο η Νόρα έχει αντί για χέρι φίδι. Τότε που το ’σπασε κι ήταν πρησμένο και το ένιωθε ξένο και κρύο πράμα σαν φίδι που φύτρωνε στον ώμο της. Η Νόρα σηκώνεται και διασχίζει το δωμάτιο. Η Νόρα κρατάει ένα ποτήρι κονιάκ. Η Νόρα δείχνει στον τοίχο η Νόρα μιλάει είπε σε μια στιγμή είπε οι ευθύνες. Η Νόρα φοράει μαύρη μπλούζα. Τώρα η Νόρα στέκεται μπροστά στο τραπέζι. Η Νόρα κάθεται στον καναπέ έχει μικρές άσπρες τρίχες. Πάνω από τη φτέρνα η κάλτσα της κάνει ζαρωματιές στον ώμο της λίγη πιτυρίδα να θυμάμαι. Τα μάτια της Νόρας και η φωνή. Επίσημη Νόρα. Η Νόρα σηκώνεται και πηγαίνει στο τηλέφωνο. Η φιγούρα της Νόρας στο κρύσταλλο. Η Νόρα μιλάει και γελάει. Το μεγάλο τετράγωνο χαμηλό τραπέζι το χαλί. Το καροτσάκι με τα ποτά. Η Νόρα μπαίνει μιλώντας εύθυμα. Η Νόρα λέει ανησυχώ για σένα.
[αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κέδρος 1964]

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΚΥΡΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑΖΕ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ (κι έχωνε το ράμφος μέσα στο κεφάλι της και βυζαίνει τα μάτια της)
Το πουλί σαν αγκαλιά και θάνατος. Γέλασε δυνατά. Μια μέρα ξύπνησε πολύ πρωί. Το μυαλό του λειτούργησε αμέσως με το άνοιγμα των ματιών με μια ξεχωριστή καθαρότητα παρόλο τον βαθύν ύπνο ολόκληρης νύχτας. Περιεργαζόταν τα έπιπλα και τα αντικείμενα του δωματίου με ηρεμία και με μια στοργική σχολαστικότητα κι αποφάσισε να πάει στη μητέρα κι ωστόσο δεν έλεγε να σηκωθεί κι ησύχαζε ακίνητος στο κρεβάτι με μυαλό λαμπρό κι αναίτια ευχαριστημένο. Χτύπησε η πόρτα και σηκώθηκε και πήγε πρώτα στον καθρέφτη να κοιταχθεί. Ήταν δυο άγνωστοι και του έδωσαν ένα χαρτί αφού ρώτησαν με σεβασμό το όνομά του. Ήταν πρόσκληση σε μια τελετή κι ενθουσιάστηκε που δεν τον ξέχασαν κι ακόμα τον υπολόγιζαν. Περιμένετε τους φώναξε καθώς γύρισαν να κατέβουν τη σκάλα. Έβγαλε και τους έδωσε το χρυσό του δαχτυλίδι κι εκείνοι τον κοίταξαν με κατάπληξη πάρτε τους είπε βιαστικά και σχεδόν αυστηρά. Κατέβηκε στο λιμάνι κι είχε πολύ κόσμο γιατί ήταν Σάββατο. Ήρθε το πλοίο κι έγινε συνωστισμός φώναζαν κι έβριζαν κι από το πλοίο τους χάζευαν και γελούσαν κι ένας λιμενικός μετρούσε έναν έναν αυτούς που επιβιβάζονταν. Ανέβηκαν στο πλοίο κι οι συντροφιές έτρεξαν στο κατάστρωμα με χαρούμενα ξεφωνητά κοπέλες του λαού με χοντρά πόδια και βαμμένα μάτια κι άνδρες εργατικοί με πουκάμισα ανοιχτά μέχρι την τριχωτή κοιλιά τους και τις πείραζαν και γελούσαν. Έφτασαν και στην παραλία είχε μαζευτεί κόσμος να δει το πλοίο κι εκείνους που έρχονταν. Περπάτησε μισή ώρα γιατί το σπίτι ήταν ψηλά. Η μητέρα απόρησε που τον είδε. Κάθισε ταλαιπωρημένος στο μπαλκόνι και η μητέρα μπαινόβγαινε και ρωτούσε και αυτός απαντούσε μονολεκτικά με σβηστή φωνή κι άκουγε τα ίδια του τα λόγια σαν βούισμα που έβγαινε από το λαιμό του και δονούσε τα τύμπανά του λες και τα’ αυτιά του ήταν φραγμένα. Ένιωθε κούραση κι απογοήτευση. Κοιμήθηκε πολλές ώρες και την άλλη μέρα το απόγευμα έπρεπε να φύγει. Η μέρα ήταν ζεστή και δεν μπορούσες ν’ αναπνεύσεις ακούγονταν μακριά φωνές από τις βάρκες. Σε όλο το σπίτι πετούσαν σφήκες. Πέρασε τη μέρα ξαπλωμένος στο μπαλκόνι κι είχε μεγάλη αδυναμία και δεν μιλούσε κι η μητέρα θύμωνε και μιλούσε και ρωτούσε και δάκρυζε. Το απόγευμα νωρίς ετοιμάστηκε κι η μητέρα φώναξε είναι νωρίς ακόμα πού πας με αυτόν τον ήλιο. Κατέβηκε στον δρόμο κι όταν γύρισε το κεφάλι είδε τη μητέρα που τον είχε πάρει από πίσω. Η μητέρα σταμάτησε και γέλασε με ενοχή παιδιού και τη ρώτησε πού πας κι εκείνη στεκόταν με γελαστό πρόσωπο και δεν μιλούσε κι ύστερα σα ν’ αγανάχτησε τάχα του φώναξε δεν μπορώ να βγω έξω; έχω μια δουλειά. Γέλασε κι αυτός κι έμειναν να γελούν κι οι δυο από μακριά κι ύστερα προχώρησε και ξαφνικά ξαναγυρνά το κεφάλι κι η μητέρα πάλι σταμάτησε και γελούσε περισσότερο τώρα. Γύρνα πίσω της φώναξε στην αρχή γελώντας όμως ύστερα με θυμό γύρνα κι η μητέρα σταμάτησε κι εκείνη το γέλιο και στάθηκε με τα χέρια σε μια μισή χειρονομία. Κατέβηκε στο λιμάνι κι είχε κιόλας αρχίσει να μαζεύεται κόσμος για το πλοίο και πήγε κι εκείνος. Ήταν ένας διάδρομος με ψηλά κάγκελα ξεχειλισμένος κόσμο. Γελούσαν και χωράτευαν και κρεμούσαν από τα κάγκελα τις πολύχρωμες τσάντες. Οι ναύτες τέντωναν ένα σχοινί στο πεζοδρόμιο κι εκεί μαζεύτηκε κόσμος για να χαζέψει κι αυτός δεν κοίταζε προς τα εκεί γιατί ντρέπονταν κι έτσι που περίμενε σφιγμένος στην ουρά και γιατί ήξερε πως από κάπου τον παρακολουθεί η μητέρα. Ο ήλιος χαμήλωσε κι ήρθε το πλοίο ένας φώναξε έρχεται το πλοίο και το πλήθος σφίχτηκε και βόησε. Στριμώχθηκαν στα κάγκελα και πήραν παράξενες στάσεις κι οι γυναίκες τσίριζαν κι οι μάνες φώναζαν για τα παιδιά τους κι οι άνδρες έβριζαν και δέρνονταν κι οι από πίσω έσπρωχναν και γελούσαν κι οι άλλοι που έβλεπαν διασκέδαζαν. Έβλεπε τα γουρλωμένα μάτια δίπλα στο πρόσωπό του κολλητά και τους αγκώνες που γδέρνονταν στα κάγκελα. Ένιωσε μιαν αβάσταχτη λύπη για τη μητέρα κι άρχισε ν’ ανασαίνει γρήγορα κι είπε μητέρα έτοιμος να κλάψει μιαν αβάσταχτη αγάπη για τη μητέρα. Μητέρα φώναξε κι άπλωσε τα χέρια έξω από τα κάγκελα και την είδε μέσα στο άλλο πλήθος που πολεμούσε να τον φτάσει. Το παιδί το παιδί φώναζε η μητέρα και πολεμούσε να τον φτάσει.
[αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κέδρος 1964]

ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΝΑΣ ΛΕΕΙ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ Σ’ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΜΟΥ… (κι όλοι γυρνάν και τον βλέπουν):
Ο φίλος μου έτυχε να κάθεται στο ίδιο σπίτι με μια γυναίκα. Χωριστά εννοείται και δεν την είχε δει ποτέ γιατί ήταν καινούργιος και μόνο είχε ακούσει να μιλάν γι’ αυτήν κι είχε ακούσει πως ήταν πολύ όμορφη και κυκλοφορούσαν πολλές βρωμερές ιστορίες. Πολλά υπονοούμενα για τη γυναίκα αυτή οπότε. Μια μέρα χτυπάει η πόρτα πάει ανοίγει τι να δει. Μια γυναίκα πραγματική καλλονή του σινεμά. Καταλαβαίνει αμέσως πως ήταν εκείνη και στέκεται απολιθωμένος. Χαίρετε. Χαίρετε. Είμαι από δίπλα. Ο φίλος μου λέει ναι και τι άλλο να πει. Ευθύς εξαρχής του λέει ήρθα να. Του λέει την ίδια τη λέξη κι ωστόσο ο φίλος μου δεν το θεώρησε αδιαντροπιά κι απλώς τα ’χασε. Δηλαδή να κάνουν έρωτα όμως είπε την ίδια τη λέξη έτσι ακριβώς καθαρά κοφτά κι από την πόρτα κιόλας Ο φίλος μου να τα ’χει χαμένα η γυναίκα με ορθάνοιχτα μάτια. Ήταν βέβαια μια φράση απρόοπτη κι ο φίλος μου αρχίζει να φοβάται κι ερεθιζόταν όμως. Πάνε μέσα η γυναίκα όμορφη πάει κι ο φόβος κι όλα κι ο φίλος μου παρατηρεί πως η γυναίκα έχει στη γωνιά του σαγονιού της μια μεγάλη μαυριδερή ελιά. Όμως ο φίλος μου πού να ξεκολλήσει από την ελιά κι όλη του δηλαδή να πούμε η ερωτική του προσοχή στην ελιά και να γλύφει και να ρουφάει και να δαγκάνει την ελιά κι όλο μούγκριζε την ελιά σου την ελιά σου δεν ξέρω τι με είχε πιάσει μου είπε και την ελιά σου έλεγε συνέχεια λιωμένος από τη σπάνια γιατί και όλη η κατάσταση ήταν σπάνια μια γυναίκα που χτυπάει την πόρτα σου και μια τέτοια άγνωστη γυναίκα. Και γυρνάει η γυναίκα με απάθεια ενώ πριν από λίγο. Με απάθεια τελεία γυρνάει και του λέει. Δεν είναι ελιά είναι καρκίνος. Ελάτε στη θέση του φίλου μου. Ο επισκέπτης φωνάζει με ενθουσιασμό δεν είναι ελιά είναι καρκίνος υπέροχο! τον κοιτάζει μ’ ανακούφιση.  Ο άλλος δεν γύρισε να τον δει κι αντιλήφθηκε την άσχημη εντύπωση που έκανε στους άλλους κι η τελευταία του φράση ελάτε στη θέση του φίλου μου την είπε αδέξια κι ύστερα από σιωπή. Ο επισκέπτης περιμένει κι ύστερα ξαναλέει την έχω ακουστά την ιστορία σας και μου φαίνεται τον ξέρω αυτόν το φίλο σας και τώρα είμαστε σαν γνωστοί.  Κανένας δεν μιλάει κι ο επισκέπτης λέει κοκκινίζοντας και κουνάει τα χέρια του σαν χόρτα στο βυθό. Τόση ώρα δεν σας είπα. Αλλά θα σας φανεί. Και είναι κοινό συνηθισμένο που ντρέπεσαι να το πεις. Συνηθισμένο κι ίσως πείτε υπερευαισθησία και νοσηρή. Κανένας δεν μιλάει κι αυτός συνεχίζει. Γεγονός ένα γεγονός. Όμως παραμένει η μεγάλη του. Αυτό εδώ όλο αυτό εδώ που ήρθα. Θα μπορούσε να ήταν και πείραμα. Όμως για μένα εκείνο. Είχε μεγάλες συνέπειες συνειδητές και αναπότρεπτες. Συνέπειες. Για έναν άλλο και μπορεί κι αν ακόμα στην ίδια αυτή περίπτωση. Χωρίς ξεχωριστή σημασία συνηθισμένο αφού περάσει η πρώτη εντύπωση. Αν μπορούμε να το πούμε περίπτωση αυτό. Δεν μπορούμε βέβαια. Για μένα όμως; Κανένας δεν μιλάει κι ο επισκέπτης ξαφνικά φωνάζει μου δίνει το δικαίωμα. Να σας απαιτήσω. Φώναξε με ακατάσχετη υπεροψία και κανένας δεν μιλάει κι ύστερα κάποιος είπε η ώρα να φύγω και τότε έγινε φασαρία και μια γυναίκα τον αγκαλιάζει και τον φιλά και οι διπλανοί της λέγαν μα πού πάει τάχα τι κάνεις έτσι κι όλα όσα γίναν ξεχάστηκαν κι ο επισκέπτης.  Είναι έτοιμα; ρωτάει εκείνος που θα έφευγε και προχωρεί να βγει κι όλη η συντροφιά τον κύκλωσε. Γίνεται ένας απροσδόκητος συνωστισμός στην πόρτα. Ήταν πολλοί και σπρώχνονταν να τον πλησιάσουν. Να τον ακουμπήσουν και πατιούνται και παραπατούν και φωνάζουν αστεία και γελάν. Μάλλον για να παρηγορήσουν τη γυναίκα γιατί φαίνονταν συγκινημένοι κι οι ίδιοι. Βγήκαν όλοι έξω εκτός από τον επισκέπτη ο θόρυβός τους μακραίνει κι ακούγονταν φωνές να μου φέρεις αυτό κι εγώ θέλω εκείνο διάφορα χωρατά και μάλλον να διασκεδάσουν τη γυναίκα γιατί ένιωθες πως όλοι λυπούνται.
[αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κέδρος 1964]

ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ. Όταν πήγε στο γιατρό να δείξει την ακτινογραφία κι εκείνος του είπε δυστυχώς θα πεθάνει ο άνθρωπός σας
Εκείνη την ώρα μπαίνει μέσα η γυναίκα του γιατρού είχε αριστοκρατική εμφάνιση κι ευχάριστη φωνή κι ένα διάδημα στα μαλλιά σαν λαμπερή αχιβάδα και τον κοιτάζει με επιμονή που νιώθει στεναχώρια. Ακούστηκαν φωνές έξω που περίμενε κόσμος. Τρέχει κι ανοίγει την πόρτα κι οι άνθρωποι που περίμεναν μαζεμένοι στις γωνιές και κολλητά στον τοίχο κι άλλοι είχαν ανέβει πάνω στις καρέκλες κι άλλοι δείχναν στη μέση της σάλας. Στη μέση της σάλας στέκεται ένα πράγμα τρομακτικό και τρέχει η βοηθός του γιατρού. Έπαψε να κουνιέται. Έκλεισε την πόρτα τι έχετε ρωτάει ο γιατρός. Τίποτε μόνο που ήταν ζωντανό. Ελάτε στο παράθυρο να σας χτυπήσει ο αέρας. Σκύβει από το παράθυρο και στο δρόμο. Στάσου στάσου φώναξε είναι ένας φίλος λέει στο γιατρό. Κατέβηκε κι ένας άνθρωπος περίμενε πάμε. Πηγαίνουν πολύ δρόμο από την παραλία κι απ’ αλλού. Παντού είναι νύχτα δεν αντάμωσαν κανέναν ο δρόμος βρεγμένος θα έγινε κάπου πυρκαγιά κι ήρθαν οι αντλίες. Σ’ όλο το δρόμο σ’ όλους τους δρόμους τρέξαν νερά από τις αντλίες κι η ηχώ απ’ τις σειρήνες. Δεν μιλάν περπατάν προχωρούν από τον Βαρδάρη. Ίσιος λοξός δρόμος μακρινά τραγούδια. Δραπετσώνα μια γυναίκα ακίνητη στο ισόγειο. Δυο άνδρες χαριεντίζονται α ρε κωλόπαιδο κι ο άλλος απαντά της μάνας σου το οικόπεδο κι ένας περίμενε στον κήπο στρίβουν τη γωνία. πολλά φώτα κέντρα εξοχικά λαϊκά κάθονται στην άκρη σ’ ένα κέντρο. Ψυχή η θάλασσα η μουσική από τα μεγάφωνα δυνατά στην ερημιά. Σηκώνεται αέρας φέρνει χώμα τινάζει τα τραπεζομάντηλα οι αλατιέρες χύθηκαν τα μεγάφωνα τα αυτιά. Πολλά φώτα χαμηλά πάνω από τα κεφάλια τους εκτυφλωτικές στρογγυλές τρύπες το σκοτάδι καρφωμένο με φώτα πάνω στη γη. Παντού τραπέζια αδειανά μέχρι που έφτανε το φως και το μάτι παντού. Μια γριά καθόταν κοντά στην πίστα έβλεπε γύρω. Ήταν μάνα γκαρσονιού την έφερε να διασκεδάσει της είπε κάτσε κοντά στην πίστα θα ’ρθουν σε λίγο να χορέψουν μαζί άνδρες και γυναίκες μαζί να δεις τι ωραία που είναι. Η γριά φοράει τα καλά της το φως την περιλούζει κι αστράφτουν τα μαλλιά της. Περιμένει κι όλο κοιτάζει γύρω γυρνάει βλέπει μην έρχονται και τώρα τους είδε. Τους κοιτάζει χαρούμενη γνέφει με χαμόγελο όπου να ’ναι ο χορός. Κάθισαν πολλή ώρα δεν έρχονταν δεν έρχονταν. Έρχονταν ο αέρας τινάζει τα τραπεζομάντηλα τραγούδια οι προβολείς πάνω πορτοκαλιά της μαύρης μέδουσας αέρας από χώμα μουσική γριά με ασημένιο κεφάλι φώτα τραγούδια τα τραπέζια όλος ο κόσμος τραπέζια. Ξαφνικά σβήνουν τα φώτα κόπηκε απότομα η μουσική η γριά αρχινά και φωνάζει. Γιώργου τα φώτα Γιώργοουουου τα φώτα Γιώργου. Τα τραπεζομάντηλα πλατάγιζαν πάνω στα ξύλινα ποδάρια τα τραπέζια οι αφροί πάω στα τραπέζια σαν αφροί.
[αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κέδρος 1964]

Η ΕΚΔΡΟΜΗ: ΣΩΠΑΣΑΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΣΗΚΩΣΑΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΑΠ’ ΤΟ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΟ Ν’ ΑΚΟΥΣΟΥΝ:
Ήρθαν πέντε άνθρωποι έτρεχαν στο δρόμο. Πέντε παλληκάρια έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Ο πόλεμος. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους. Πού. Πού. Στην πλατεία. Φώναξαν κι έτρεξαν. Στην πλατεία όλα σβηστά και μια φωτεινή επιγραφή και μια μπάντα παίζει μουσική. Τι. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους πού. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους ποιοι. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους έρχονται! φωνάζουν και τρέχουν στους δρόμους. Μάνα Αντρέα φωνάζουν και τρέχουν. Στους δρόμους. Φωνάζει σωπάστε μη κάνετε θόρυβο. Για τ’ όνομα του θεού. Μη κάνετε θόρυβο θα σπάσει ο κόσμος. Φωνάζει οι Πέρσες. Οι Πέρσες. Οι Πέρσες η φωνή δυνατή σαν γυναικεία και πέφτει από τη στέγη κάτω στην άσφαλτο χύθηκε σαν σταγόνα. Έμεινε εκεί σαν αχινός τα αγκάθια του πέταξαν στην αρχή άγρια και τσακισμένα. Μετά χαμήλωσαν και μπερδευτήκαν τρέμοντας. Έρχεται και φώναξαν να έρχεται. Ήρθε που έστειλαν να δει και μια γυναίκα τον καλεί από μακριά. Τον φωνάζουν ρωτάν η γυναίκα, Τον καλεί σπαραχτικά άνδρας της ή γιός και πατέρας. Έτρεξα. Κι εγώ μη ξέροντας για πού το πλήθος βοά λέγε. Λέγε. Λέγε. Βοά με μίσος. Εκείνη η γυναίκα τον φωνάζει ασταμάτητα. Είναι δικός της και την χτυπάν να σωπάσει η γυναίκα τον επικαλείται δαγκάνει τις παλάμες τους. Η γη. Δεν ακούμε. Η γη. Τι λέει. Ρουφιάνε μίλα. Η γη. Βουλώστε το γαμηθείτε. Σκίζεται κι έρχεται. Κέρεται κέρεται αντηχεί το πλήθος με πανικό. Η γη ανοίγεται και σκίζεται. Αδέλφια το ρήγμα η καταστροφή. Ο άγγελος πέφτει καταγής. Η γυναίκα έχει σωπάσει και δεν τον φωνάζει άλλο της πάτησαν το κεφάλι. Φωνάζουν και τρέχουν στον βυθό των δρόμων. Αυτοί είναι.  Είχες χάσει την ελπίδα κι έλεγες και σε λίγο θα σε φτάσουν που πας μονάχος εκδρομή οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Θ’ αναπαυτείς πάνω στις γροθιές τους μ’ εμπιστοσύνη με φωνές. Όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή [ΕΠΙΛΟΓΟΣ από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1964, 1976, 1982]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ