Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Α!.. ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

 (…το αιώνιο Ποίημα   το Ποίημα που οι επίγονοι θα αποκρυπτογραφούν με λεξικό… 

Αυτό το υπέροχο ιδεόγραμμα  της  λησμονιάς…)


Ο δρόμος από κάπου αρχινά,  και  κάπου τελειώνει!..

Όσοι τον διανύουν  πάνε κάπου·  ο ίδιος πουθε΄να δεν πάει!..

Όσοι τον διανύουν ξέρουν την αρχή  και  το τέλος του·

η αρχή του δρόμου δεν ξέρει το τέλος του,  ποτέ δεν έφτασε ως εκεί· 

το τέλος του δρόμου δεν ξέρει την αρχή του,  ποτέ δεν ξεκίνησε απ’ αυτήν!..

«Παίρνω το δρόμο»,  λέμε,  αλλά ποτέ δεν πάρθηκε κανένας δρόμος!..

«Χάνω το δρόμο»,  λέμε,  αλλά ποτέ δεν χάθηκε κανένας δρόμος!..

«Γυναίκα του δρόμου,  παιδί του δρόμου»,  λέμε,  αλλά ποτέ δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδί ο δρόμος!..

Παράξενο αλήθεια…

Αναφερόμαστε σ’ αυτόν  σαν να ’ταν κάποιο πρόσωπο  ή ζώο  ή  πράγμα…

Λες να φοβόμαστε στο βάθος ότι δεν υπάρχει δρόμος,

ότι δεν υπάρχουν παρά σπίτια  ή  χωράφια  ή  δάση

δεξιά κι αριστερά από μιαν έμμονη ιδέα που τη λέμε δρόμο;

[δέκατο απόσπασμα από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ 1986 με τίτλο στίχους από το 12ο απόσπασμα

Ποιήματα γραμμένα μες στα περιθώρια   Ενός χαρτιού

Μέσα στα όρια   Των στίχων

Με συγκρατημένο βηματισμό   Ελεγχόμενη ανάσα

Μικρά κελιά της ψυχής μου   Μικρά ανήλιαγα κελιά

Που τα επιθεωρεί  ένας  δεσμοφύλακας 

Θεός αριά και πού 

Αριά και πού περνάει  και  κοιτάει απ’ τον ελάχιστο φεγγίτη τους

Κι είναι αυτό το σπάνιο βλέμμα του

Το μόνο φως που τα φωτίζει!..  (13 απόσπασμα)

Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα  από την ίδια συλλογή  με αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση:

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 

 


ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

(κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή μ’ αυτό τον τίτλο του Αργύρη Χιόνη)

ΙΑ

Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,  πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγεις!..

Υπάρχουνε πολλοί που ναυάγησαν μέσα στο κουστούμι τους,

μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα,

πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το  πουπουλένιο πάπλωμά τους!..

Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους. 

σ’ ένα κουπάκι του καφέ,   σ’ ένα κουτάλι του γλυκού…

Αε είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται,

ας είναι γλυκός  κι  ανόνειρος!..

Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει!..

 

ΙΔ

Τα παράθυρα είναι κάδρα

Κομματιάζουνε τον κόσμο σε τοπία

Κάνουνε πιο υποφερτή την απεραντοσύνη

 

Μπρος απ’ τα παράθυρά μας

Περνάνε μερικά πουλιά κάμποσα σύννεφα

Λίγο ηλιόφως λίγη βροχή

Για να δώσουμε και κάποιο χρώμα στη σκηνή

Βάζουμε κάποτε και καναδυό γεράνια στο περβάζι

 

Τα ποιήματα είναι κάδρα

Κομματιάζουν την ψυχή μας σε ψιχία

Κάνουνε πιο υποφερτό το ανέκφραστο

 

Μεσ’ απ’ τα ποιήματά μας

Περνάνε μερικές ανάπηρες χειρονομίες

Λίγος ανεκπλήρωτος έρωτας

Κάμποση επιθυμία των ουρανών

Για να μην είναι και σχεδόν βουβά

Προσθέτουμε κάποτε και καναδυό ηχηρές συνηχήσεις

 

Η ζωή είναι κάδρο

Κομματιάζει σε ηλικίες την αιωνιότητα

Κάνει πιο υποφερτή την απεραντοσύνη του ανέκφραστου

 

ΙΕ

Έτρεχε το μολύβι πάνω στο χαρτί

Δαιμονισμένα έτρεχε λαχανιασμένα

Ώσπου το χέρι πιάστηκε

Ώσπου η ανάσα πιάστηκε

Ώσπου το Ποίημα γέμισε

Γέμισα ασφυκτικά

 

Αυτό δεν είναι Ποίημα σκέφτηκε

Αυτό είναι μικροαστικό σαλόνι

Αυτό είναι  γιουσουρούμ

 

Πήρε τη γόμα κι άρχισε να σβήνει

Τα σύννεφα να σβήνει και τον άνεμο που τα κινούσε

Τα δένδρα και τα φύλλα τους

Τη φλυαρία των πουλιών  και  τα πουλιά τα ίδια

Έσβηνε  τα παιδιά το τόπι τους και τις φωνές τους

Έσβηνε τις μανάδες τους που τα μαλώναν

Έσβηνε τους διαβάτες τους εμπόρους τους ζητιάνους

 

Σαν βόμβα νετρονίου η γόμα του

Άφησε μόνο ένα κομμάτι ουρανού

Το φως του ήλιου δίχως ήλιο

Λίγα άδεια σπίτια   Ένα δρόμο έρημο

Τον ίσκιο ενός σκύλου άφαντου

 

ΙΣΤ

Αυτό το στήθος που ασπαίρει

Αυτό το στήθος που μου καίει το χέρι

Δεν θα το βάλω ποτέ σε Ποίημα

Ποτέ δεν θα το μεταφέρω σε χαρτί

Ούτε άθλια παρομοίωση θα το κάνω

Αυτό το στήθος που στα χείλη μου το βάνω

Και ρουφώ τη ρόδινη θηλή του

Ακόμα και θηλιά να μου περάσουν στο λαιμό

Ακόμα κι αν με στήσουνε στον τοίχο

Δεν θα το κάνω στίχο…

 

ΙΖ

Ακούς το θρόισμα των φύλλων στα γυμνά κλαδιά του Νοεμβρίου

Βάζεις το χέρι αντήλιο  και  μελετάς στο σκοτεινό ταβάνι σου τον ήλιο

Ταρακουνάς ένα ποτήρι με νερό  και  νιώθεις ναυαγός

Σπόρια ξερά μασάς κι ευφραίνουν δροσεροί χυμοί τον ουρανίσκο σου

Με τα σκατά σου ξαναπλάθεις κείνο το μήλο το παλιό

Της ράτσας σου εξαγοράζεις το χαμό!..

 

Είσαι Ποιητής…

 

Ονομάζεις τα πράγματα  και  υπάρχουν

Ονομάζεις ακόμα  και  τις λέξεις

Δίνεις ονόματα στα επίθετα  -  επίθετα στα ονόματα

Μεταθέτεις το ρήμα αλλάζεις τις προτάσεις

Προτείνεις κόσμους νέους ολοκαίνουργιους

Παίζεις με τις φωνές  και  παύει να στηρίζει η γη τον ουρανό

Κι αρχίζει να στηρίζεται η γη στον ουρανό!..

 

Είσαι Ποιητής…

 

Μέσα στο όνειρό σου βλέπεις το όνειρο των άλλων

Βλέπεις τους άλλους μέσα στο όνειρό τους

Βλέπεις το μάτι σου να βλέπει

Την άγρια τρέλα έχεις ημερώσει σαν σκυλί

Υποταγμένη τώρα το μυαλό σου γλείφει

Η πιστότερη φίλη της φυλής σου!..

 

Είσαι Ποιητής  και  δεν φοβάσαι το θάνατο

Στη φαντασμένη ευγλωττία του αποκρίνεσαι

Μ’ ένα περήφανο σίγμα τελικό!..

 

ΙΗ

Το σχετικό κορμί σου δεν μπορεί

Τον ακατάσχετο να σχηματίσει καταρράχτη

Των ημερών

Στενό το στέρνο σου αδύναμα τα πόδια

Αδύναμα  τα πόδια κι ασταθή

Κι όσο κι αν προσπαθεί ν’ αντισταθεί

Η ψυχή σου

Πάντα η ροή των ημερών νικά

Έρμαιο κούτσουρο αφήνεσαι στο ρεύμα

Αφήνεσαι στο ρεύμα και κυλάς

Ώσπου να προσαράξεις στον πυθμένα

Του καιρού

Πυθμένα από άμμο και χαλίκια

Άμμο και χαλίκια που ήταν βράχοι

Κάποτε

 

ΙΘ

Η τριβή

Η τριβή του βότσαλου στην όχθη

Η τριβή του ήλιου στην κόψη του βουνού

Η τριβή της καρδιάς στην άγρια επιφάνεια του καιρού

Η τριβή της στιγμής πάνω στον αιωνιότητα

Η τριβή του έρωτα πάνω σε νοικοκυρεμένα κρεβάτια

Η τριβή της συνύπαρξης

Η συντριβή!..


Κ

Ολοένα και φθείρεται η αυγή

Ω!.. πόσο γρήγορα πόσο αμετάκλητα φθείρεται η αυγή

Όλο και πιο χλωμή ξυπνά όλο και πιο ρυτιδιασμένη

Σακουλιασμένα μάτια στόμα που βρομάει πτώμα

Γόνατα που λυγίζουνε που τρέμουν

Που δεν μπορούν να την κρατήσουν πάνω απ’ τον ορίζοντα

Μισεί τον ήλιο σαν βρικόλακας μισεί το φως

Τραβάει πάνω απ’ το κεφάλι της τα σύννεφα

Καταπίνει αναρίθμητα παυσίπονα υπνωτικά ναρκωτικά

Πέφτει σε κώμα

Όλο και πιο συχνά πέφτει σε κώμα

Κι η νύχτα που καραδοκεί κερδίζει έδαφος

 

ΚΑ

Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που σου χαϊδεύει τα μαλλιά

Που μπαίνει στ’ ανοιχτό πουκάμισο σου

Και τρίβεται ερωτικά στο στήθος σου

 

Εκεί που δεν το περιμένεις βγάζει δόντια

Εκεί που δεν το περιμένεις χώνεται στις σάρκες σου

Και σε αδειάζει από τα μέσα

Και σε αδειάζει τόσο που δεν απομένει

Ούτε καν μεδούλι στα οστά σου

Που δεν σ’ αφήνει ούτε ψίχουλο ψυχής

Που γίνεσαι κοχύλι άδειο ηχείο

Κουκούλι του κενού

 

Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που πλέκει

Τα δάχτυλά του μες τα δάχτυλά σου

Και με υποσχέσεις για ταξίδια και φτερά σε νανουρίζει

Ο θάνατος είναι η μόνη χώρα που γνωρίζει

 

Στύλωσε στέρεα τα πόδια σου στη γη

Και τίναξέ τον από πάνω σου τον άνεμο

 

ΚΒ

Τις νύχτες που ραγίζουνε τα τζάμια

Τις νύχτες που ραγίζει η ψυχή μου

Από τις εκκωφαντικές εκρήξεις της σιωπής

Τις νύχτες που επελαύνει η απουσία

Απ’ το διάτρητο στερέωμα και εκπορθεί

Τα οχυρά μου όλα κι εγκαθίσταται παντού

Μέχρι και κάτω από τα νύχια μου

Μέχρι και μέσα στα κανάλια των φλεβών μου

Χώνε τα νύχια σου βαθιά στις σάρκες μου

Απόδειχνέ μου ότι έχω ακόμα αίμα

 

Τις νύχτες όταν τρίζουνε οι σκάλες

Τις νύχτες όταν τρίζει η ψυχή μου

Κάτω απ’ το βάρος του θανάτου που ανεβαίνει

Ανεβαίνει ως τα πιο ψηλά πατώματα του ύπνου

Τύλιγέ με μες το δίχτυ των μαλλιών σου

Βύθιζέ με μες στη ζύμη του κορμιού σου

Σφράγιζέ μου με τα χείλη σου το στόμα

Μη μ’ αφήνεις να εξατμιστώ 

 

ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΑΓΓΙΖΕΙ  και  ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΑΓΓΙΖΕΤΑΙ…

(…στήνουν μια στιγμιαία γέφυρα πάνω απ’ το χάος!..

Όποια αίσθηση προλάβει να περάσει πέρασε:

Στιγμιαία μονάχα στιγμιαία  η  διαταραχή της σκοτεινής αρμονίας… )

Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη   Σαν τον τυφλό που ζητάει επίμονα την μπλε γραβάτα και το γκρίζο κουστούμι του   Σαν τον τυφλό που χαμογελά μπροστά στη φωτογραφική μηχανή  Σαν τον άσπρο τυφλό που μισεί τους μαύρους   Σαν τον τυφλό που λατρεύει τις ξανθές γυναίκες   Σαν τον τυφλό που χαϊδεύει τις λέξεις   Που αγγίζει τη λέξη φλόγα και καίγεται   Που αγγίζει τη λέξη μαχαίρι και κόβεται   Που αγγίζει τη λέξη ρώγα και γλυκαίνονται οι ρώγες των δαχτύλων του   Που αγγίζει τη λέξη μαστός και γεμίζουν οι χούφτες του γάλα   Που αγγίζει τη λέξη θάνατος και μουδιάζει το χέρι του   Σαν τον τυφλό που ψηλαφεί ακόμα και τους εφιάλτες του   Σαν τον τυφλό που αγκαλιάζει το φονιά του,  θαρρώντας τον φίλο του  και  νιώθει το λάθος του μαζί με το μαχαίρι στην καρδιά   Σαν τον τυφλό που ποτέ του δεν έτρεξε,  ακόμα κι όταν άνοιγαν όλοι οι κρουνοί του ουρανού,  ακόμα κι όταν στίφη οχημάτων χιμούσαν καταπάνω του   Σαν τον τυφλό που κρεμάει ζωγραφιές στους τοίχους του  και  γεμίζει λουλούδια το σπίτι του  και  τις νύχτες ανάβει όλες τις λάμπες   Σαν τον τυφλό που επιμένει  να τραγουδά το φάος ηελίοιο αυτό το φως που ποτέ του δεν έπαψε να υπερασπίζεται σαν μονάκριβο κτήμα του   Τέτοιος εγώ!..[23ο  και 24ο  απόσπασμα  από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ 1986 με αντιγραφή  και  επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόπο Αργύρης Χιόνης Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη)

Δευτέρα, 30 Οκτωβρίου 2023

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

ΤΑ ΧΕΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΕΡΟΥΝ ΒΟΥΒΕΣ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΝΙΩΘΕΙ ΣΑΝ ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΦΙΛΙΑ:

 

Ο Τ μιλάει μέσα στο αυτί της Α προστατέψτε με.

Μέσα στο αυτί της οι λέξεις του και τα δάκρυά του.

Φοβάσαι. πες μου. Πες μου αναστατωμένη η Α προσπαθεί να τον δει καταπρόσωπο.

Εκείνος δεν ξεκολλά από πάνω της και λέει μέσα στο αυτί της κινδυνεύω. Βοήθεια.

Η Α τραβιέται και στρίβει το κεφάλι να λευτερωθεί ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος. Τι σχέση έχετε.

Ο Τ κρατά το πρόσωπό της πάνω στον λαιμό του να μη μπορεί να τον δει σχέση. Ναι την πιο όμορφη σχέση.

Τα χείλια του προφέρουν βουβές ακατάληπτες λέξεις και η Α τις νιώθει σαν μικρά παράξενα φιλιά μέσα στο κύπελλο του αυτιού της.

Άφησέ με. Πες μου λέει η Α άφησέ με παρακαλεί τρομαγμένη.

Ο Τ την αφήνει απότομα και αντικρίζονται.

Αυτός ο άνθρωπος φωνάζει ο Τ αυτός εκεί ο άνθρωπος.

Σωπαίνει κι αντικρίζονται πρόσωπο με πρόσωπο και σιωπή γεμάτη ηχώ.

Η Α τον κοιτάζει και ξαφνικά. Το πρόσωπό της αλλάζει σκοτώστε τον! φωνάζει με πανικό.

Σηκώνεται και παραπατά δεν μπορεί να σταθεί όρθια σαν να την χτύπησαν στο κεφάλι.

Ο Τ δεν πιστεύει ότι η απάθεια του Γ είναι αληθινή.

Αντιλαμβάνεται ένα πάθος και το αποδίδει στη θανάσιμη σχέση τους που τη δημιουργεί η γνώση του Γ για τον κρυφό του εαυτό ότι είναι τέρας.

Ο Τ παρατηρεί πως λείπει ένα δάχτυλο από το αριστερό χέρι του Γ.

Ο Γ λέει προστακτικά στον Τ μη φεύγετε δεν θα σας ακουμπήσω φωνάζει θυμωμένα ο Γ δέστε με που δεν κουνιέμαι θα σας διηγηθώ μιαν ιστορία:

«οι εχθροί αναβοσβήνουν από μακριά καρφωμένοι σαν άστρα καραδοκούν και γνωρίζουν. Μπορεί ν’ αργήσουν να φανούν και μπορεί να μην έρθουν ποτέ. Γιατί οι εχθροί ενεργούν με μια δική τους λογική κι απρόβλεπτη. Κάποιος στον κόσμο πρέπει να ξέρει την αλήθεια και είναι η ευκαιρία μας να ζήσουμε την αληθινή ζωή…»

(Ιστορίες από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ πρώτη έκδοση 1966  κι άλλα αποσπάσματα με ΚΛΙΚ στο σύνδεσμο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ βλέπε ΣΧΟΛΙΑ  ]

 


ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡYΑ ΤΟΥ

(αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 1966)

Έτσι θα καθίσουμε μακριά ο ένας από τον άλλο και θα σας αφηγηθώ μιαν ιστορία. Στο ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας οι περισσότεροι ήτανε Γιουγκοσλάβοι. Έμενα σ’ ένα δωμάτιο στο τελευταίο πάτωμα κάθε πάτωμα είχε τρία δωμάτια. Τα άλλα δύο ήταν έρημα. Η σκάλα στενή με κόκκινο χαλί. Μια μέρα ακούστηκαν φωνές στην σκάλα δυο φωνές ανδρική και γυναικεία. Παράξενο γιατί συνήθως έκαμνε σιωπή και μονάχα όταν ανέβαιναν  την σκάλα τα βήματα και το λαχάνιασμα κι οι πόρτες που ανοιγόκλειναν. Δυο φωνές με γέλιο με άγνωστη γλώσσα. Όλο το ξενοδοχείο γέμισε δροσερές με χαρά. Στο σαλόνι του τρίτου πατώματος. Βγήκα από το δωμάτιο και κατέβηκα. Και άλλοι ένοικοι είχαν βγει και μαζεύτηκαν στη σκάλα. Κοίταζαν αμίλητοι μέσα στο σαλόνι κι όλοι είχαν κρεμαστεί στα κάγκελα της στενής σκάλας. Έγερναν να δουν. Γριές γυναίκες και βασανισμένες γυναίκες άνδρες παιδιά. Σαν σε κατάνυξη κοίταζαν μέσα στο σαλόνι με προσοχή μην κάνουν θόρυβο. Μέσα στο σαλόνι ήταν δυο άνθρωποι σχεδόν έφηβοι. Ίσως όμως να ήταν και μέχρι είκοσι έξη είκοσι εφτά χρονών. Άνδρας και γυναίκα γελούσαν ένα πολύ γέλιο και μιλούσαν μια χαρούμενη άγνωστη γλώσσα. Όλοι είχαν αφαιρεθεί κοίταζαν με κατάνυξη το ζευγάρι και με μια μικρή ευτυχία είχαν αποξεχαστεί και κοίταζαν και πρόσεχαν μη κάνουν θόρυβο. Μια γλυκιά αναπόληση τους είχε κυριεύσει και κοίταζαν βουβοί με χαμόγελο. Εκείνους τους δύο. καθισμένοι στα σκαλιά και όρθιοι ακουμπισμένοι στον τοίχο με τρυφερότητα και πίκρα. Οι δυο εκείνοι γυμνώθηκαν τελείως.

Τα σώματά τους άστραφταν και σαν λυγερές λεπίδες άστραφταν σαν λαμπερές σημαίες κυμάτιζαν. Έκαμναν έρωτα εκεί. Μπροστά μας κι όλο το σπίτι έτριζε κι αγκομαχούσε κι εμείς συνωστισμένοι στην στενή σκάλα βλέπαμε με κατάνυξη κι ακίνητοι. Κι αμίλητοι σαν μια στιγμή λατρείας γείραμε το κεφάλι και το ακουμπήσαμε σε τοίχο ή σε ώμο. Μικρά παιδιά και στα μάτια μας ζωντάνεψε ένα θαυμαστό παραμύθι το σπίτι έτριζε κι από τους τοίχους έσταζαν ανατριχίλες κι οι κουρτίνες σάλευαν από έναν χλιαρό άνεμο με μυρωδιά μασχάλης κι όλους μας συνεπήρε εκείνο το σάλεμα η σκάλα ήταν εκκλησία και πολυέλαιος εκκλησίας κι ο κόσμος ήταν ασημένιο καΐκι φεύγαμε πια οριστικά και ταξιδεύαμε σε παρθένες κυκλαδίτικες θάλασσες κι εκείνοι οι δυο φωσφορίζοντα ψάρια της αβύσσου έτρεμαν και κυμάτιζαν τα διάφανα και γαλάζια φτερούχια της ράχης τους και λαμποκοπούσαν τα ολοστρόγγυλα μάτια τους και κροτάλιζαν τα πελώριά τους στόματα και τέντωναν τις οργισμένες τους χελιδονοουρές. Έτρεξα καταπάνω τους κι οι άλλοι άπλωσαν τα χέρια να με κρατήσουν κι έμεινα μια στιγμή ανάμεσα σ’ εκείνο το ζευγάρι και στους άλλους που άπλωναν αργά τα χέρια καλώντας με βουβά πίσω. Έτσι τους είδα σωριασμένους χωρίς δύναμη ν’ αργοσαλεύουν πάνω στη σκάλα χωρίς δύναμη να με φωνάζουν κι αργά σήκωναν τα χέρια καλώντας με κι εκείνους τους άλλους που τίναζαν με ορμή τα αστραφτερά μέλη. Πήγα από πάνω τους κι έσκυψα να πιάσω. Τότε. Μαύρα αγκάθια από τη ράχη τους σαν αχινοί και κεντριά πετάχτηκαν από τις τρεμουλιαστές κοιλιές τους σαν σφήκες και χώθηκαν μέσα στο κορμί μου με ξέσκισαν τα ράμφη τους. Καταματωμένος έπεσα κι αυτοί πάνω μου σφυρίζοντας. Τα σκληρά τους φτερά πλατάγιζαν αγριεμένα το κίτρινο το καφετί το μαύρο δέρμα τους με παράτησαν εκεί στη μέση πληγωμένο και πνιγμένο στο αίμα κι έφυγαν απ’ το παράθυρο τους είδα πριν χαθώ στο σκοτάδι να πετάν στον ουρανό τους είδα ήταν τεράστιες πεταλούδες με χρωματιστά μεγάλα φτερά με κακία κι ομορφιά πετούσαν στον ουρανό και χάθηκαν και χάθηκα καθώς οι άλλοι με τριγύριζαν και μ’ έπαιρναν στα χέρια τους και με κρατούσαν με ψίθυρο συμπόνιας κι όλοι μαζί κοιτάζαμε στον άδειο ουρανό με λύπη αντίκρυ ο ένας στον άλλον κι από μακριά ο Γ και ο Τ. Ο Γ είναι λαχανιασμένος κι έτσι καθώς αλύγιστος τραντάζεται μαντεύεις τις φοβερές πληγές που κρύβει στο σώμα του. Στο σκοτάδι τα μάτια της Α κι ένα κλάμα ακούγεται από το βάθος του σπιτιού. Είμαι η Μαργαρίτα λέει η Α  και σφίγγει το χέρι του Τ και τον κοιτάζει με μιαν ένταση…

 

ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΣΤΑΜΑΤΑ  ΚΑΙ Η Α  ΛΕΕΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ Ν’ ΑΚΟΥΩ ΝΑ ΚΛΑΙΝ ΣΚΥΛΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ  ΑΓΡΙΕΥΟΜΑΙ…

(… κάθεται στο κρεβάτι και τώρα φαίνεται κουρασμένη και σαν αφηρημένη…)

Τώρα θα κοιμηθώ. Βαθιά λέει η Α και γέρνει στο προσκέφαλο. Αλλά τα μάτια της μένουν ανοιχτά κι ασάλευτα. Ο Τ πηγαίνει να βρει την Μαργαρίτα. Η πόρτα του ξένου είναι ανοιχτή. Μπαίνει μέσα με προφύλαξη. Η Μαργαρίτα όρθια με κλαμένο πρόσωπο. Στο κρεβάτι ο Γ κι ένα μαχαίρι χωμένο στο στομάχι του. Απέραντη σιωπή σ’ όλο το σπίτι και ξαφνικά στην πόρτα προβάλλουν η μάνα και η αδελφή του Τ. Με έξαψη τεντώνονται από την πόρτα να δουν τον ξένο να βεβαιωθούν με μικρές βρισιές χαράς και κακίας. Η μάνα μου φώναξε στον Τ η Μαργαρίτα η μάνα μου ήταν πολύ φτωχή αλλά ήταν πολύ φιλάρεσκη. Πάντα στον καθρέφτη. Έφτιαχνε τα άθλια ρούχα της και κοιταζόταν.  Πέθανε ξαφνικά και φορούσε παράταιρες παντούφλες. Είχε κόψει παπούτσια των αδελφών μου κι είχε κάνει παντούφλες μια καφέ και μιαν άσπρη. Δεν πρόλαβε και έμεινε με παράταιρες παντούφλες. Ήταν φιλάρεσκη και πέθανε με χοντρές παράταιρες παντούφλες. Η Μαργαρίτα λέει πικρέ μου λυπημένε Γ τριγυρνούσες έξω από τα ζευγάρια των ανθρώπων και ποτέ δεν πλάγιασες δίπλα σε άνθρωπο και δεν ζεστάθηκες από άνθρωπο. Δεν έπιανες παρά πορσελάνες και χρυσά σκαλίσματα κρεβατιών και μονάχα με μάτια μονάχα με δάκρυα τριγυρνούσες έξω από τα αγκαλιάσματα των ανθρώπων. Χωρίς χαρά και χωρίς κανέναν τελείωσε η βασανισμένη σου ζωή κι ίσως κρυφά να το επιθυμούσες τρυφερά χαϊδεύει τα μαύρα χείλια του Γ σκύβει όταν κοιτάζω τους ανθρώπους είναι σαν αγάλματα κι ο κόσμος είναι μια αρχαία πολιτεία ερείπια στο δάσος χαμένη κι έρημη όμορφη σαν όνειρο κι έχει πεθάνει πριν χιλιάδες χρόνια κι οι άνθρωποι είναι αγάλματα στα πρόσωπα μύξες σαλιγκαριών οι άνθρωποι πέθαναν πριν χιλιάδες χρόνια διατηρούν την ομορφιά τους πώς διατηρείται τόση ομορφιά; ποια αρρώστια σας αφάνισε.

Τώρα φώτισε η τελευταία μέρα στους δρόμους κι εμφανίστηκαν οι νέοι άνθρωποι χτες είδα δυο και προχθές είδα πέντε και σήμερα εφτά. Άνθρωποι δεκαοχτώ δεκαέξι είκοσι χρονών με ομοιόμορφο ντύσιμο και δεν ξεχώρισα αν ήταν αγόρια ή κορίτσια ή έστω θηλυπρεπείς το δέρμα τους άσπρο και στεγνό ήταν αδύνατοι και κοντοί δεν είχαν γένια δεν είχαν στήθια και δεν είχαν σπυριά εφηβείας η φωνή τους σιγανή και μαλακή ούτε γυναικεία κι ούτε ανδρική ούτε παιδική το περπάτημά τους ίσιο χωρίς λύγισμα τα μαλλιά μετάξινα και τα χείλια κίτρινα και τα μάτια γυάλινα και δεν μαντεύεις ίχνος σκληρής τρίχας στο μαλακό κορμί τους φαλακρές οι μασχάλες και τα αιδοία ατροφικά με κάποιο χνούδι κι οι κινήσεις τους μικρές κι ούτε επιδεικτικές σήμερα είδα εφτά χθες δύο κύλησε η πέτρα κι ο αέρας στέγνωσε την υγρασία που έτρεφε τους άγριους σκορπιούς και η βροχή καθάρισε τη βρόμα που έτρεφε τους περήφανους ανθρώπους κι είδα στον ήλιο αυτά τα ασπρουλά και τυφλά μικρά σκουλήκια είδα το νέο είδος ανθρώπων σήμερα κιόλας εφτά ο Τ φώναξε σωπάστε

σωπάστε όλοι

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ πρώτη έκδοση 1966]

 

ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(… δημιουργεί την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό, την έπαρση και το πάθος της σιωπής  και  την πικρία της προφητείας κι ένα συναίσθημα φιλοσοφικό!..  Αλλά η ζωή είναι οι άλλοι  και  ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπούν  κι όταν γυρνούν προς εσένα τα σώματα των ανθρώπων…)

δεν είχα παρά το πρόσωπό μου  και  χάρη σ’ αυτό έζησα τόσο καιρό  κι  έζησα με το να κάνω εντύπωση στους ανθρώπους  και  να τους απασχολώ διαρκώς κι έτρεμα όταν έβλεπα ν’ αλλάζει η συμπεριφορά τους κι αγωνιζόμουν να τους ξανακερδίσω κι επινοούσα τρόπους να τους απασχολώ διαρκώς και τώρα τα βλέφαρά μου πρήστηκαν κι έκρυψαν τα μάτια ματιά μου χάνω το πρόσωπό μου και χάνω τους ανθρώπους κι ο Γ δεν υπάρχει πια και η Α φωνάζει όμως εγώ σ’ αγαπώ και σκότωσα τον Γ να σε γλυτώσω ο Τ λέει τον σκότωσες για σένα και όχι για μένα κι όχι τον εφιάλτη μου αλλά τον αντίπαλό σου που ήταν πιο δυνατός από σένα και η σχέση μας θα ήταν ασύγκριτα πιο δυνατή γιατί εκείνος ήξερε ενώ εσύ αγαπάς κι είσαι υποταγμένη σε μένα και σχεδόν δεν υπάρχεις είσαι από πανί και μπορώ να σε κάνω ό,τι θέλω ξαφνικά ο Τ λέει ήρεμα μπορεί να σκότωσε άδικα τον Γ κι ίσως δεν ήξερε αλλά παρασύρθηκα από την ιδιαίτερη συμπεριφορά του κι από το εντυπωσιακό του παρουσιαστικό κι ίσως να είχε ένα απλό ερωτικό πάθος για μένα κι όλη του η ιστορία να ήταν μια κοινή ομοφυλοφιλία ή και να μην παρασύρθηκα αλλά επίτηδες επινόησα αυτή την ιστορία πως ο Γ ήξερε κι επινόησα αυτόν που ξέρει την αλήθεια από επιθυμία να υπάρχει κάποιος που να ξέρει την αλήθεια [αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 1966]

Παρασκευή, 27 Οκτωβρίου 2023

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;

 (… σκεφτόταν της καρδιάς μου  ο  Ά μ λ ε τ…)


Κι έπειτα:

Το ανάποδο πώς να το πεις

Ακούγεται στα μάτια

Σίγουρα σαν   τ έ λ μ Α

 

(Τι άσπλαχνη    Συνήθεια των παιδιών

Που ανάσκελα  

Γυρίζουν μια χελώνα    Ένα σκαθάρι  -

το άμοιρο    Τινάζει ποδαράκια ικεσίας

Και ντρέπεται

Μ’ όλα τ’ απόκρυφα σημάδια

Της γενιάς του ανάγλυφα   Στο φως:

 μικρός   Α δ ά μ

Που απώλεσε

Και  για να κρύψει την πληγή  

Μ α δ ά   Φύλλα συκής

Μαδά  το Δένδρο ελπίζοντας

Το έλεος μιας σκουντιάς που, ανάποδα

του ανάποδα θα έστηνε

Στα πόδια του το σύμπαν

Εξαρχής)

 

Για πέστε μου    Λοιπόν

Εσείς που ξέρετε:

 

Να ζει κανείς;

 [ΝΑ ΖΕΙ   από τη  συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996 - συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]

 

 

 


 

ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ ΗΧΟΥ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Δυο ποιήματα πέρασαν και   Αθέατο

Μέσα στο ξύλο ακούγεται ακόμη   Το κοτσύφι

Ξύλο από πέτρα ως φαίνεται

Θα εγκλώβισε ήχο πουλιού

Προκατακλυσμιαίου

Σε στάδιο    Που πάει το ράμφισμα

Να κελαηδήσει

Αιωρούμενο   Από το τσικ

Ως το κλαράκι   της κορφής:

Το τσίου    Δεν εξηγείται αλλιώς.

Καθώς σε υψίπεδα

Σκαρφαλωμένοι ιππόκαμποι αστερίες

Σε χαλαζίες ψάρια των βουνών

Ρητίνες που έλιωσν τη λάβα τους

Και ακέραια

Ζώα φυτά στη ζοφερή αθανασία λικνίζονται

Της πλειστοκαίνου.

 

Να δεις λοιπόν πως θα ’ναι απολίθωμα ήχου

Όχι Θεός

Ούτε κοτσύφι   Ούτε σκουλήκι  

Ούτε ανίατος   καρκίνος ξύλου.

 

Μια εγγαστρίμυθη αποστήθιση του τσικ.

 

Μια μέθοδος εκμάθησης το τσίου

 

 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑΣ

Τι γούνα ολόθερμη  και  θαλπωρή από άγνοια

Να προσκυνάς μ’ ευγνωμοσύνη νομοτέλειες

Ως θαύμα.  Τι αγνότητα του λύκου η ευωχία

Μες στα χυμένα εντόσθια δορκάδος όταν

Η ανύποπτη ψυχούλα του κραδαίνεται

Γεμάτη έκπληξη πώς δόντι κοφτερό

Κατάφερε να μακελέψει σάρκα.   Ή  άλλοτε

Με πόση ευλάβεια σκύβει στο νερό

Και με σκοτάδι ξεδιψάει τη νύστα.

 

Εκστατική απορία πιστού για το ανεξήγητο·

Την είδα κάποτε στο παγωμένο μάτι λύκου

Καθώς τον σούρναν στην πλατεία με τα αίματα

Να καθρεφτίζει ακόμα το ντουφέκι.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

 

Η ΑΡΑΧΝΗ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ  1996)

Καθόμουν ώρες μες στη σκέψη μου και χάζευα

Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε

Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε

Στο χλιαρό κενό του να μη σκέφτομαι καθόμουνα

Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.

Εκείνη κάτι θα σκεφτόταν φαντάζομαι.

Γιατί όλο ανέβαινε τον σιχαμένο ιστό της

Έμενε ακίνητη συσπώντας τις αρθρώσεις  κι  έπειτα

Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό

Μύγα  ή  ζωύφιο δεν πέρασε,  όσο είδα.

Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα

Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο

Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.

Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος

Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε

Να παγιδέψει το άπιαστο.

Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε

Τις ώρες μου,  την πλήξη,  το κενό

 

 

ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΟΔΟΣ

Ο δρόμος άνοιγε τη νύχτα ως φάρυγγας

Πελώριας άρκτου, ενώ κυλούσαμε

(Κοιλάδες όρη λάμπανε κυκλοτερώς)

Με προσοχή ωριλά που εκτόξευε

Κρουνούς φωτός

                             εις βάθος εξετάζοντας

 

Αμυγδαλών   Εμπύρετο φαράγγι!..

 

 

ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ Η ΦΥΣΗ

Να τρώτε φύλλα της μηλιάς, αν θέλετε

Η μύξα σας να γίνει από μετάξι

Και προπαντός να ’στε σκουλήκια.  Που έρποντας -

Και τα λοιπά  και  τα λοιπά.

Τι ανήθικη  τι ευτελής που γίνεται   Συχνά η φύση!..

Ορίστε μας·   Πώς ν’ αμολήσεις νήπιο στους αγρούς,

Να το διδάξουν ποιοι;

Γλειψιματίες κισσοί φτηνιάρες  πεταλούδες

(Ρουφούν στα χείλια τους ανθούς και χάνονται)

Δένδρα που εκεί που σου κουνούν τα φύλλα,  αιφνίδια

Κόβουνε ύπνους νηνεμίας,  τα αγενέστατα.

Και να ’ταν μόνο δένδρα;  Ομοταξίες ολόκληρες   Του ζωικού

Το ’χουνε ρίξει στα σκληρά  και  αποχαυνώνονται   Με χειμερία.

(Προσέξατε·   Δε μνημονεύω εδώ ούτε τη βία  ούτε το σεξ

Που, αντί για ωραίες προσευχές, ακούγονται

Κάθε λογής ξεσκίσματα στην αίθουσα

Και ολολυγμοί)

 

Δεν είναι αυτό σχολείο για μικρά παιδιά.  Να κλείσει!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

 

ΚΑΤΑΒΟΛΑΔΑ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Αν γονατίσεις ημιστίχιο κλώνο μες στη σκέψη σου

Μπορεί να βγει καταβολάδα;  Οψόμεθα!..

 

Γλειψιματίες κισσοί λέει το παλιό, έτσι εν τη ρύμη.

Κι ήδη πετάει ριξίδια

Ενδόμυχη οργή πως κάθε πρόοδος

Ανοίγει  αστείρευτους κρουνούς   Καταλαλιάς.

Τα εγχειρίδια   Θ’ αχολογάνε ακόμα το γνωστό

Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα

Από άλλον άφρονα ποιητή, του παρελθόντος.

 

Ποιο πλάνο ψήλωμα  και  ποιοι γλειψιματίες;

Στη μοίρα του σκαλώνει απάνω το άμοιρο φυτό –

Κι από τη μοίρα του σακάτη να ξεφύγει αρπάζεται

Δρομαίως προς τα ύψη.   Ασπόνδυλο

Ζητάει με νύχια  και  φιλιά ένα καταφύγιο   Στον εφιάλτη. 

Αλλιώς του ήταν γραφτό   Να έρπει χάμω!..

 

Αφήστε τα λοιπόν τα κροκοδείλια

Περί ευτελείας   Και ηθικής…

 

Παρά να λέτε χαμερπής   Καλύτερα αρριβίστας!..

 

 

ΓΙΑ ΔΕΝ ΤΟΛΜΑΤΕ;

Κι αν έγινε βρισιά το αναρριχώμενο,

Δε είναι ωστόσο μόνος ο κισσός.

Παρόμοια μοίρα μήπως δεν μοιράζονται

Το αγιόκλημα   Κι ο πόθος   Κι ο τηλέγραφος;

(Χωρίς ραβδί ούτε δυο μέτρα να συρθούν

Με ράχη δανεικιά   Με δεκανίκια

Ορμούν κατακορύφως·  και  κορδώνονται).

 

Όμως γι’ αυτά, κουβέντα,  Διότι αντιλαμβάνομαι,

Κανείς δεν θέλει ευθέως να τα βάλει   Με αγίους!..

Κι αν κάποιος δυσφημήσει πόθους, ο άμυαλος,

Τον εαυτό του μάλλον δυσφημεί   Πως τον παράτησαν…

Όσο για τον τηλέγραφο – ε,  θα ’ταν βεβαίως ανήκουστο

Να του κρεμάς κουδούνια,  ενώ εσύ κρέμεσαι

Απ’ το ακατάληπτο μαντείο   Των χειλιών του!..

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

ΟΡΓΑΝΟ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Όσο – ανέκαθεν – κι αν γνώριζα πως τα επουράνια

Είναι μονάχα οφθαλμαπάτη της ψυχής

Μια κολασμένη περιέργεια με κατέτρυχε

Περί την αγιότητα.

Η μουσική προσπάθησε να μου εξηγήσει κάποτε

Πώς φύεται στεφάνι από φως

Γύρω από κείνους που εξαχνούνται.

(Ανίκανοι σε αφή, αναχάραξαν   Μια συγχορδία φωνών

που αλάφρωνε   το σώμα και το αμάρτημα του είναι,

ώσπου γινότανε   Παλίμψηστο έκστασης  και  Λάμψης).

Τότε η πίστη μου   Δεν αποδείχθηκε αρκετή

Κι ούτε στεφάνια είχα τη χάρη ν’ αντικρίσω  ούτε τα θαύματα

Των ήχων που υπερίπτανται.  Οι άγιοι

Δεν ήταν όλοι μουσικοί αντέτεινα,

Όμως η αφαίρεση θα πρόσθετε στο πνεύμα τους πολλά

Κι εξάλλου πέστε μου

Γιατί θα πρέπει να μυρίζει εξάπαντος η ψαλμωδία λιβάνι;

Δέστε πώς βγάζει απ’ το λαρύγγι του οργάνου ακόρεστες μοσχοβολιές

Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν.

Πώς τα χρώματα τώρα ευωδιάζουν παράφορα

Μ’ ένα βήξιμο αέρα.

 

Εραστής ιερωμένος της άνοιξης

Τον χειμώνα παπάς μες σττ’ αγιάζι –

Κάπως έτσι μου φάνηκε όταν

Η αφή μου επιτέλους ακούμπησε φθόγγο

Και λύθηκε.

 

Τι αμύθητη όντως θημωνιά φωτοστέφανων.

Τι ζεστό θυμιατήρι!..

 

ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Όραση βλέπω  και  όσφρηση οσμίζομαι

Σ’ ένα πεντάγραμμο αισθήσεων παίζοντας

Τα όργανα που προμηθεύει η φύση.

Χιλιάδες άνοστα    Κομμάτια που απορώ

Πώς ξεσηκώνουν θύελλες    Επιδοκιμασίας.

Έχω αυτί ενδεχομένως   Και τα πιάνω –

Αστεία δουλειά για όποιον υπήρξε μουσικός

Εκ γενετής

Κι εξαργυρώνει τώρα πλήττοντας   Το τάλαντό του!..

Η άσκηση   Δεν ξέρω αν όντως βοηθάει την τέχνη μου.

Ωστόσο ασκούμαι ανελλιπώς

Σε συγχορδίες περίπλοκες και τόνους νέους.

 

Με νιώθετε.

Γεννήθηκα σε χώρα μουσικών

Που δε νογάει κανείς τους από νότες!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]    

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Όταν γυρίσει ανάστροφα ο χρόνος και

Ρουφήξει όλα τα παλιά του δευτερόλεπτα

Ένα κουβάρι αλλότριων στιγμών

Μια σκοτεινή  χοάνη γεγονότων που έντεχνα

Πλαστογραφήσαν τη ζωή μου, 

τώρα θα ταπεινωθούν!..

Η χαύνωση του οικείου

(και πόσο οικείο αλήθεια το αναπάντεχο…)

Δε μ’ άφησε να σε περιφρονήσω όσο σου άξιζε

Εαυτέ μου, τυχάρπαστε!..

Που πιάστηκες από πλεξούδες λέξεων

Για ν’ ανέβεις   Μ’ ακροβασίες γελοίες,

Αφού το ήξερες   πως ένα δίχτυ αόρατο

Θα ψάρευε   ό,τι αν γινότανε

Τον κίνδυνο της πτώσης σου.   Υποκριτή

Ποτέ απ’ το τίποτα δεν έπεσε κανείς

Κανείς δεν έσπασε τη ράχη της ψυχής του

Σ’ ένα μοιραίο γλίστρημα της φαντασίας.

Όλα συνέβηκαν αλλού  μα εσύ δεν ήσουνα

Όλα χιλιάδες μίλια πλάι σου   Διεκδικούν αυτό που υπήρξες –

Ιδού τ’ αδιάσειστα   Στοιχεία ενός  curriculum vitae

Χρονολογίες και ονόματα   Αυτό είσαι εσύ

Ένα  κουβάρι αλλότριων στιγμών.

Μια σκοτεινή χοάνη γεγονότων


ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΠΙΘΕΤΩΝ

Όπου ρίξω το βλέμμα, μια κόπρος.  Ανεκτίμητο λίπασμα

Οι βολβοί των ματιών μου ν’ ανθίσουνε χρώματα.

 

Τέτοια σκεφτόμουνα μικρός.

Τέτοιες ιδέες ροκανίζουν το μυαλό μου,  ώσπου – στα δώδεκα –

Με βρήκε εκείνη η σπάνια

Φανταστική ασθένεια της λογικής

Και μ’ αποτέλειωσε.  Δεν κάνει εδώ να δώσω λεπτομέρειες

Αλλά το βράδυ που έβαζα το ξυπνητήρι, ενώ έξω έφεγγαν

Τα φώτα των ουράνιων οικισμών,  ε,  ήμουν σίγουρος

Πως μες στον ύπνο ένα γιγάντιο ρολόι θα τίναζε

Το στολισμένο σύμπαν στα εξ  ων!.. Θυμάμαι ακόμα τα όνειρα

Των βρυχηθμών

Κι ένα λιοντάρι μεθυσμένο από θυμό να ωρύεται

Στην έρημο των ερειπίων!..

 

Τραγούδα λοιπόν,  ω ανάμνηση

Με κατά μέτωπον  επίθεση επιθέτων

Την τρυφερότητα της παιδικής ψυχής μου

Τη φρίκη της άμωμης έκπληξης

Την άγουρη πέτρα που έσταζε δάκρυ

Στο πιο ανάερο άγγιγμα!.. Ένας παγκόσμιος πόλεμος ωχριά

Μπρος στα οράματα νηπίου.  Η βόμβα βομβίζει σα μύγα

Μπρος στις εκρήξεις    Που αλυσιδωτά   Πυροδοτεί

 

Κι ο ελάχιστος κόκκος ευαίσθητου μίσους

Όμως χθόνιος εχθρός

Ο χρόνος προχωράει.  Κάθε αυγή παραδουλεύτρα αστραπιαία τακτοποιεί

Δρόμους  και  κτίρια στη χτεσινή τους θέση.  Ενόσω αθέατος

Περνάει ο θάνατος κάτω απ’ τους ήχους της αγάπης

Κι ένα φαράσι ακόμη  και  σήμερα

Σωρεύει σε στρώματα   Τα λιωμένα κορμιά των χρωμάτων

Των ονείρων τα ράκη   Των βλεμμάτων τα ράκη

Ανεκτίμητο λίπασμα!..

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

 

ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΩ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΚΛΑΨΩ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Κανένας ρολογάς δεν έχει εμπιστοσύνη στο ρολόι του

Κανένα ρολόι δεν πιστεύει την ώρα.  Κανένα δευτερόλεπτο

Δεν έχει αυτοπεποίθηση ν’ ανθίσει περισσότερο

Γι’ αυτό η κάθε ώρα είναι άθλιο   Κενοτάφιο στιγμών.

Όμως εγώ δεν βρίσκω χρόνο να κλάψω.

Διψασμένος για δίψα,  το ίδιο διψάω

Μιαν ευρύχωρη γέννηση.  Ξεχειλωμένη απ’ το πέος του Αύριο

Που διακορεύει ακάθεκτο τις εποχές

Πριν τις χαρίσει αυτάρκεια

Στους υπηκόους του.  Να γλιστρήσω ανεμπόδιστος

Κι απ’ τον σάκο του αμνού ν’ ανακτήσω απαστράπτοντας

Την απέναντι όχθη.

 

Σ’ ένα μαύρο στιλπνό   Φέρετρο με πλήκτρα

Κάποιος παίζει το ρέκβιεμ    Της δικιάς μου ζωής

Το μαθαίνω από τρίτους

Και η ματαιότητα   Δεν άφησε πόρο ανοιχτό

Περιζώνει σφιχτά τον ορίζοντα του ήχου

Μιμείται τον λυγμό του ερωτευμένου

Τις κορώνες του ρήτορα

Τη σπασμένη φωνή του ποιητή απαγγέλλοντας στίχους

Τώρα ορμάει κακαρίζοντας   Κρότους κερμάτων.

 

Ποιος αλήθεια αναγνώρισε

Το λείψανο του εαυτού του να περνάει επίσημα

Τον δημόσιο δρόμο

Μ’ ένα ρολόι καρφωμένο απάνω

Οι δείκτες ακίνητοι σε ώρα σταυρού

 Σε σχήμα τετέλεσται.

Όλοι μαθαίνουμε το θάνατό τους   Από τρίτους

Απ’ τον ψίθυρο αίσθησης πως

Τους ρουφάει αγέρας μια μήτρα

Κι απ’ τη γνώση που βάρυνε ασήκωτη

Ως να τρυπήσει   Του μυαλού το σακούλι.

Όμως πάλι δεν έχει κανείς  Τον ελάχιστο χρόνο να κλάψει

Όμως πάλι δεν έχει.

Γι’ αυτό και κανένα   Ρολόι ποτέ

Δεν πιστεύει την ώρα.

Κανένα φτερό δευτερόλεπτο   Δεν στέργει ν’ ανθίσει

Σταλιά περισσότερο.

 

Γι’ αυτό κάθε μνήμη

Γι’ αυτό κάθε ώρα είναι άθλιο, λέω

 

Κενοτάφιο   Στιγμών!..   

 

ΜΕ ΑΣΤΡΑΠΙΑΙΑ ΒΡΑΔΥΤΗΤΑ

Βδέλλα ρουφάει τον ύπνο μου ένα όνειρο.

(Βδελύσσομαι τη λέξη «όνειρο» - αλλά).  Χθες είδα πάλι

Με αστραπιαία βραδύτητα

Πού οδηγούν τα βήματα μιας βόλτας.  Που ενώ περπάταγα

Κοιτάζοντας αμέριμνα ουρανό

Ξάφνου κατάλαβα πως είχα ήδη βυθιστεί στον χρόνο

Μέχρι το γόνατο.  (Ύστερα σκέφτηκα πως ήτανε

Μάλλον εκείνος που γλιστρούσε απρόσεχτα στο τέλμα μου).

Βράδιαζε κιόλας,  είπα να γυρίσω.

Μα πού να πάω;  Είχα ξεχάσει ότι ο άγγελος

Με πέταξ’ έξω απ’ το μηδέν δια της βίας

(Ούτε κατάλαβα το πώς·  η απόφαση

Π’ ανέμιζε ο κλητήρας έγραφε

Για χρέη του προπάππου – τρέχα γύρευε)

Και δεν απόμενε

Παρά να στέκω ακίνητος μέσα στη λόχμη θροΐζοντας

Καθώς ο αέρας τρύπωνε στους λογισμούς μου.

Ακίνητος.  Μα προχωρούσε φαίνεται

Γιατί βρισκόμουν τώρα ως τη μέση κι άκουγα

Τη στάθμη που έτριζε στο ανέβασμά της.  Α,  ήθελα

Μεσ’ στ’ όνειρο να κοιμηθώ!.. Τι νύχτα Θε μου ήταν αυτή ένα μούδιασμα

Χυνόταν πάλι σ’ όλο το κορμί ως τα κόκαλα

Και πόσο τρέχανε

Οι λάμψεις των εικόνων που έφεγγαν

Πετώντας γύρω απ’ το αγίνωτο μέλλον.

 

Ήμουν βρέφος ξανά

Κι όπως μπουσούλαγα μες στο μυαλό μου, ικέτευα

Με κλάματα γοερά

Την κάθε κίνηση να μην τελειώσει, ανέβαζα

Τα μωροδίσια δάχτυλα στο στόμα γλείφοντας

Τον εαυτό που άρχιζε

Να ξημερώνει.

Αυτόν θα παντρευόμουν.  Κι ύστερα

Ευτυχισμένος θα ’πλεα   Μέχρι το τέρμα –

Σύμφωνοι ακούγεται αφελές

Όμως ο κίνδυνος

Διπλασιάζει το είδωλο μεθώντας τους δειλούς

που αγάλλονται στον ίσκιο ενός συντρόφου.

Μάλιστα, ήμουνα δειλός.  Φιλάργυρα δειλός

Αλλιώς τι μ’ ένοιαζε   Αν ξόδευα τα κίβδηλα λεπτά

Της κάθε ώρας,  ή άρπαγες

Ενιαυτοί με ξεκληρίζαν;  Άλλωστε

Το μόνο σταθερό   Ήταν πως κάποτε

Κοιτάζοντας αμέριμνα ουρανό

Ξάφνου (τι ξάφνου;) θα ’νιωθα πως έχω βυθιστεί

Πως έχω κιόλας βυθιστεί μέσα στον χρόνο

Αγίνωτος

(Πως μες στο τέλμα μου ο χρόνος   Έχει κιόλας βυθιστεί)

 

Μέχρι το τέρμα!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]

 

ΜΑΪΟΣ 1993

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Εντέλει, παρά πάσαν προσδοκίαν, ανέτειλε

Και η δέκατη έκτη του Μαΐου χίλια εννιακόσια

ενενήντα τρία:  σα να με ανέβασε
Μ’ αργοπορία μισής αιωνιότητας

Υπερηχητικό ασανσέρ στον όροφο σαράντα

Ενός γενέθλιου πύργου.  Εδώ κατοίκησα

Εδώ ακόμη κατοικώ, διστάζοντας

Πάντα διστάζοντας ν’ απαλλαγώ απ’ τον δισταγμό

Και το ευγνώμον μίσος του ένοικου

Που με την αίσθηση του μάταιου στην καρδιά

Διαρκώς αναβάλλει.

Αναβάλλει το κρέμασμα των κάδρων στο σαλόνι

Φοβούμενος έξωση.

Αναβάλλει μεγάλο ταξίδι φοβούμενος

Μη βρεθεί επιστρέφοντας

Με συλημένα τα δωμάτια και τα έπιπλα

Σωρό στο πεζοδρόμιο
Διαρκώς αναβάλλει φοβούμενος.

 

Όμως με τίποτα δεν αναβάλλει αυτή την εορτή

Τον τρόμο ευδαιμονίας που ως ίλιγγος

Απ’ την πατρώα κορυφή διέκρινε

Στην είσοδο υψηλό προσκεκλημένο

Να μπουσουλάει καλπάζοντας.

Απόσταση ζεστής αναπνοής   Και συνειρμοί αναστάσεως

Καθώς νηστεύσαντες

Μετράνε ώρες πλέον λεπτά   Για ν’ αρτυθούν

Ληγούσης της Τεσσαρακοστής ετούτης   Επετείου!..

 

ΝΟΣΤΑΛΓΩ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Κι εκεί που σκύβω

Απάνω από την κούνια του μωρού μου, ολόκληρος

να δώσω ένα φιλί αναπάντεχα

με πλημμυρίζει νοσταλγία δακρύων

Για τη γλυκύτητα

Ετούτης της στιγμής που ακέραια

Ετούτη – ετούτη τη στιγμή   θα ζήσω!..

 

Αν είναι δυνατόν…

 

Και όμως είναι, ως φαίνεται

Αφού, στο απώτατο,

Ένα άλλο ποίημα μαρτυράει τα ίδια.

(Αυτή δεν είναι η νοσταλγία του παρόντος;

Ο απόλυτος,   Ο άγριος σπαραγμός για την απόσταση

Που σε χωρίζει   Από το σώμα

Που αγκαλιάζεις.

Η άβυσσος   Που βυζακώνει απάνω σου   Τ’ αγαπημένα!..)

 

Τώρα εκείνο το παρόν του ποιήματος

Έπαψε βέβαια προ πολλού να ’ναι παρόν

 

Κι όπως θυμήθηκα   Τη νοσταλγία του άλλου παρόντος

 

Τη νοσταλγία εκείνη   Τη νοστάλγησα!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]

 

ΣΚΕΨΗ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

«Τη νοσταλγία εκείνη   τη νοστάλγησα»

 

Προχθές, Σαββάτο πέντε Αυγούστου ενενήντα πέντε,

γράφτηκαν   Εδώ στην Αμορφό,  οι στίχοι αυτοί.

Και σήμερα Δευτέρα   σκύβοντας

Πάνω απ’ το φύλλο του νεογέννητου,  να δω  Πώς αναπνέει

Πετάγεται   Μια σκέψη αισθήματος

Ξανά νοσταλγικού.

Αν ζήσει λέει το Ποίημα  κι αντρωθεί

Αν,  σκέφτομαι αν, σε δέκα χρόνια σε είκοσι

(Σε άλλον αιώνα δηλαδή, στο απώτατο)

Τύχει και κάποιος το απαντήσει,  τι άραγε

Από ένα Σήμερα ραγδαία σημερινό

Θα ’χει απομείνει;

Αφήστε δα κι εκείνο το Προχθές –

Πόσες Δευτέρες  πόσα Σάββατα

Γενιές εγγόνια  και  τρισέγγονα τους όλα

Ίδια ονόματα

Σε οστεοφυλάκια Τότε   Θ’ αναπαύονται

Όσο  για το άμοιρο  το Εδώ,  πλέον  ή  βέβαιον

Πως θα ’χει φύγει  Εκεί,

Κι ακόμη – ακόμη πιο μακριά

Μέχρι το Κάπου –

 

Ας παραμείνει λοιπόν πάντα η Αμοργός

Μια σημαδούρα   Να διακρίνεις απ’ εδώ

Πού πλέει   πού πάει   για πού τραβάει  ολοταχώς

Το απώτατο!..  

 

ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΕΝΘΩ ΤΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΛΑ

(…γι αυτό και καμιά βιογραφία δεν χωράει τα δάκρυα…)

Η σωστότερη κίνηση θα ’ναι αυτή που δεν κάναμε!..  Αλλιώς πώς εξηγείται ότι τα δάκρυα   Δεν επαρκούν να διηγηθούν μέχρι τέλους   Καμιά βιογραφία;   Ξεχωρίζω τους ανθρώπους απ’ το βλέμμα μετάνοιας   Με το οποίο ξεπλένουν τα κόκαλα   Της πιο ανώδυνης μνήμης. Τους βλέπω να στέκουν μετέωροι   Αδύναμοι ακόμη να συλλάβουν  τι χάος βλακείας   Αντανακλάει ένα δέσιμο γραβάτας   Μια καλησπέρα  ή  ολόκληρο λογίδριο από έδρας   Τι φρίκη θα ένιωθε   Υποψήφια ψυχή γαντζωμένη στο έμβρυο   Καθώς αφήνει το θαλάμι της για να συρθεί   Στα ετοιμασμένα σκλαβοπάζαρα   Του πεθαμένου.  Μουσικές φωταψίες   Γλυκασμοί σεληνώδεις  και  χρώματα   Μπαλώματα με ράκη ως τον αστράγαλο   Δεν φτάνουν να καλύψουν σφιχτά την υφήλιο  σήψη.  Εκείνοι που έσκαψαν   Μισό χιλιοστό κάτω από το σώμα τους   Τώρα μαραίνονται σε φυλακές ψυχιατρείων  ή  ταξιδεύουνε   Με λευκές  και  μαύρες   Τα πελάγη του αέρα.  Οι άλλοι συνεχίζουν να στριμώχνονται   Σε θυρίδες τραπέζης εκδοτήρια ουρές   Περιμένοντας κάτι   Το επόμενο τρένο  ή  τον κύριο έφορο   Μπορεί και τη Δευτέρα Παρουσία -  Το τελειότερο πλάσμα της δημιουργίας δαπανάει την ύπαρξη   Στριμωγμένο σε ουρές από τέλεια πλάσματα   Που κι αυτά περιμένουνε κάτι.  Περιμένω σημαίνει   Προσκυνώ τη συνέχεια του χρόνου   Προεξοφλώ τη ζωή μου για τρία λεφτά  ως να ’ρθει λεωφορείο   Για έξι μήνες ως να πάρω το δάνειο   Προεξοφλώ επιταγές επιβίωσης   Δεκάδες κουρελόχαρτες συναλλαγματικές   Με αποδέκτη το μέλλον.   Περιμένω σημαίνει πενθώ τη ζωή που ανέβαλα.   Γι’ αυτό και τα δάκρυα δεν επαρκούν   Να διηγηθούν μέχρι τέλους   Καμιά βιογραφία.   Γι’ αυτό και καμιά βιογραφία δεν χωράει τα δάκρυα!..   [ΣΤΑΣΗ ΑΝΑΜΟΝΗΣ από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ  1996]

Παρασκευή, 20 Οκτωβρίου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ