Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΓΑΛΑΖΙΕΣ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΑΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

-I-
Τώρα που το Ποίημα του Υμηττού χαιρετάει τα μενεξεδένια φτερά της αλκυόνας Αίγινας
που καταφιλούνε τη θάλασσα,
 η σπονδή μου ετοιμάζεται ωραία κι αγνή
σαν τον ίσκιο Αττικού αμφορέα!..
                -II-
Έτσι! λαβωμένος απ’ το φως,
με σκονισμένα τα μαλλιά απ’ τη μαρμαρυγή της νύχτας,
Αστάρτη θα έρθω…
Α!.. τα ποτάμια θα πεθαίνουν στ’ ασημένια ανάμεσα καλάμια
στις βυσσινιές όχθες… κι εγώ
τι θα πω που να μη σχίσει το ροδαλό πτίλωμα
της παιδούλας αυγής;
Ακόμη… θα προσεύχομαι στο αίμα μου
που απ’ τη φωτοπληγή ανεβαίνει
σε θρόμβους πορφυρόφωτους
επάνω ως  …τα ρόδα!..
Ακόμη … εγώ που φοβούμαι
όχι την ευγένεια των φθόγγων όχι τις θλιβερές σονάτες
ούτε την τιμωρία του λυπημένου Αρχαγγέλου
που πέρασε τους πρωινούς κήπους
μα μήπως δεν εύρω στην έρημη κοιλάδα τους αυλούς.
Τους αυλούς που κείτονται χωρίς στα κοίλα τους σώματα
να ρέουν χρυσά ελεγεία…
Έτσι… λαβωμένος απ’ το φως ω Αστάρτη θα έρθω…
 [πρώτες στροφές από τη CYMΦΩΝΙΑ Νο 1 του Έκτορα Κακναβάτου, ένα συνθετικό ποίημα στη συλλογή του FUGA 1943.
Έπονται κι άλλες τέσσερεις  στροφές από τη  CYMΦΩΝΙΑ Νο 1
κι η ανθολόγηση συνεχίζεται με το ποίημα Fuga, που έδωσε τον τίτλο στην πρώτη αυτή συλλογή του Ποιητή και κλείνει με τη
ΣΠΟΥΔΗ για διακόσμηση βυθού 293 ατμοσφαιρών.
Συγκεντρωτική έκδοση: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ, Ποιήματα 1943-1974 Α΄Τόμος, εκδόσεις Άγρα 1990]

ΑΣΤΑΡΤΗ… Ω ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΣΟΥ ΑΣ ΚΥΡΙΕΨΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ! ( CYMΦΩΝΙΑ Νο1 από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου FUGA 1943)
                -III-
Να μην έδιωχνες ας ήταν,
τα κύπελλα που ολόχρυσα
σου φέρνουν ν’ αγαπήσεις
τον πόθο μας.
Και να ’ναι στα απόκρημνα
τα μέτωπά μας εσύ
τον ουρανό να κρεμάσεις
και τη λευκή κραυγή·
της τρισεύγενης αμυγδαλιάς
θριαμβικό δόρυ
δόρυ στου χειμώνα μας
τα θυμωμένα κάστρα καρφωμένο
Αστάρτη να κρατάς!..

Έτσι! Λαβωμένος απ’ το φως
ω κάμε ως την καρδιά
του ωκεανού να φουσκώσει
τούτη μου η πληγή
πέρα ως πέρα
ως εκεί που τα κυπαρίσσια
τη χρυσασπρη πεδιάδα φιλούνε
και δύουν οι ρομφαίες
που τις αγαπούμε και
που ως τα σπλάχνα του θανάτου
μας πάνε και πάνε!..

                -IV-
Να που τώρα πρέπει
φορώντας τον κόκκινο χιτώνα
της επανάστασης
να που τώρα πρέπει
πατώντας την ολόχρυση κρούστα
της ηλιοστάλαχτης
τη σποδό τη σποδό του Φαέθωνα
να γυρεύω…
Και αυτά τα λουλούδια
που ασπίδα τα κράτησα
στου βάρβαρου κριού τις κουτουλιές
έτσι που μέσα στα φτερά
των περιστεριών τα φέρνω
να τα θάψω πρέπει μέσα στο φως!
Πόσο αίμα να μου στοιχίσει
πόσο αίμα!..

                -V-
Α!.. πού είναι οι βόστρυχοι του Απόλλωνα
καθαρό χρυσάφι.
Οι γαλάζιες πύλες της πρωίας
που άνοιξαν να περάσουν οι θάλασσες.
Τα δάχτυλα της χλόης
που αναβλύζουν απ’ τη γη,
τα όστρακα που τη βοή
του πράσινου πέλαου
λένε και λένε στο βάθος τους.
Το χρυσό αμάξι της μεσημβρίας
που σταμάτησε
στον κουρεμένο κάμπο
ξεζεμένο τα ξανθά του άλογα…
Τι ησυχία… ησυχία…
Πού είναι η φάλαγγα των πλοίων
που είδαν καινούργια άστρα
στις κρύες νύχτες των πόλων;

Όχι! τώρα που στης Αίτνας
τα κόκκινα ρείθρα θα λουστώ
όχι, ας μην στρέψουν το πρόσωπο
οι κρίνοι και οι άγγελοι
καθώς γυμνός σαν μαχαίρι
θα πάλλομαι στα κόκκινα θούρια!..
Μην δεν είναι στους βράχους μας
θρύψαλα η λύρα του Ορφέα
μη δεν ρούφηξε θανάσιμα
η θυμωμένη μας γη
του Ιησού τα αίμα;

                -VI-
Κι εγώ που, ω χαρά μου,
το φως τόσο αγάπησα
όσο μέσα σε άνθη κρύβεται
σε σταλαματιές
όσο στις κορφές των Άλπεων
μετέωρο κρέμεται
κι όσο στα μέτωπα των θεών
σαν λεπίδι γλιστράει
κι εγώ λαβωμένος απ’ το φως
Αστάρτη, φωνάζω
«σ’ όλα τα στέρνα
κάρφωσε το φως, το φως!..»
[Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ Νο 1 είναι αφιερωμένη στον ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα, από τον οποίο είναι και το μότο που προτάσσεται στην τρίτη ενότητα ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΒΥΘΟΥ: «Ντιν νταν ντιν νταν ρανίδες ήχου γέμισαν τα ία… Το πλατύφυλλο καθώς έπεσε χάμου γκρεμίστηκαν τα πάντα] 



ΣΕ ΣΕΝΑ ΠΟΥ ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΓΙΝΕΙ ΓΕΦΥΡΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΣΤΟ ΚΑΥΤΕΡΟ ΓΗΙΝΟ ΑΙΜΑ
Α!.. εσύ τρισαγαπημένη
που έμελλε στη λήκυθο
της αγάπης σου να συλλέγεις
τις ακατανόητες τρικυμίες μου,
κοίταξε τη θύελλα των βημάτων μου
να χυμάει ακαταμάχητη στους εαρινούς δρόμους
που ανθίζουνε χαμόγελα παιδιών!
Αγαπημένη
έχω λαβωμένο το νου από μια δύναμη
μα τα μάτια σου αγαπημένη
μέσα στις ροδοδάφνες 
τι ψάχνουν να βρουν τα λησμονημένα
βήματά μου και τις σιωπές μου;

Τι είναι πέρα απ’ την αγάπη;
να πατήσωμε πάνω στην ψυχή μας
και στο νου
τόσο ψηλά ανεβαίνοντας που ούτε
να πονούμε ούτε ν’ αγαπούμε…
Α… όλοι εσείς που με πεθαίνετε
χωρίς να γγιξω την άσπιλη σάρκα σας…
Ω… αν είχα μιαν άπειρη τρέλα
να σας σωριάσω ανάσκελα
στις υπερήφανες αράχνες των άστρων…
Μέσα μου είναι ο Θεός
που τον τρέμουν οι Θεοί!...

Απόψε τα μάτια σου
αγαπημένη θ’ ανατείλουν
πάνω σε πορφυρές ανταύγειες πελάων…
Αν δεις την Αργώ μου
μεσοθάλασσα
να μάχεται με τον εαυτό της
θυμήσου πως αγάπησα πολύ
τα γαλανά σύνορα της κόμης σου
και των πελμάτων σου
τους ολάργυρους θρόους
κι άπληστος κι ακαταμάχητος
κίνησα να ψαύσω
τις εσθήτες των θεών και τους βοστρύχους
των άστρων…
Τρισαγαπημένη… ευλόγησε μου την ορμή
που υψώθηκε ως νεφέλη
απ’ την πύρινη σύγκρουση
των αιμάτων μας!..

Αγαπημένη σ’ ευχαριστώ
που μ’ έκαμες να μισώ
και να φεύγω…
άραγε υποπτεύθηκες
πως στις τρυφερές σου παλάμες
θ’ άφηνα το χρώμα και τη γεύση
του προσώπου μου
για να «φύγω» γεμάτος από
την κυανή απουσία σου…
Α!.. πού είναι το αίμα τ’ ουρανού
να χαθούμε εισδύοντας
στις ερυθρές αίθουσες του
και στις φλέβες των άστρων;

Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα
που μας ξέσχισαν το νου;
Δεν υπάρχουν ξίφη
για άλλες πληγές;
Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι;
Τόσο πολύ προσπεράσαμε
τα κυανά όνειρα των φτερών τους
που στο μέτωπο μας δεν διακρίνεται
ούτε το πτώμα μιας αστραπής!..

Δεν νοιώθω περισσότερο γιατί αγαπώ!..
Δεν καταλαβαίνω περισσότερο γιατί σκέφτομαι!..
Κι εμείς που ξεκινήσαμε
με αργυρές χίμαιρες κεντημένες
στ’ αλλόφρονα στήθια
ζωσμένοι πολύτιμα σπαθιά απ’ τη Δαμασκό,
σημαδεμένοι στον ξέφρενο νου
από δήγματα κόμπρα,
είχαμε ακούσει…
ω… είχαμε ακούσει κωδωνοκρουσίες
ανάμεσα στ’ άστρα
και θραύοντας τα λεπτά κόκκαλα
της χλόης, στους ανέμους απλώσαμε
τα βλέφαρα να νεύουν
προς την ωραία ομορφιά
για τελευταία φορά!..

Κι όμως κοιτάχτε που
κυκλωθήκαμε από τα βλέφαρα
των παρθένων…
Πάνω απ’ τον πόλο
η λευκή παλάμη του Αϊτάγκα
νεύει να παραδοθούμε.
Τ’ αστέρια με ραγισμένους τους ώμους
δεν θα μας δείξουνε πια
άλλους δρόμους…
Στις οροσειρές φάνηκαν
οι καυτεροί θρίαμβοι που αλαλάζουν
να παραδοθούμε, να παραδοθούμε…
Αχ… πού είναι μια φλόγα
να μας χαρίσει
την ησυχία της τέφρας!..

Αγαπημένη, αγαπημένη,
άνοιξε τις σκοτεινές σου παλάμες να σκεπάσεις
το λείψανο μιας επιθυμίας…
από κει ψηλά άστραφτε προς τα κάτω
το σέλας της κόμης σου
και τρίκλιζαν τα φτερά μου
σ’ αργυρά δάση θανάτου…
Τόσο που σ’ αγαπώ πώς κίνησα
να φύγω για Νιρβάνες
που πηγάζουν απ’ τα μέλη σου;
Είσαι τόσο καλή
να δεχθείς το λαβωμένο κύκνο
που έρχεται πάλι
να τυλίξει στους μηρούς σου
το λευκό κίονα του λαιμού του;
Άφησε να βυθίσω το ράμφος μου
στη σάρκα σου που ασπαίρει
από ψυχές γήινων μετάλλων
για να πνίξω τον βόγγο
του ωκεανού που κλαίει εντός μου…
Ω … πόσο αγαπώ, αγαπώ!..
[FYGA από την ομότιτλη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου 1943]


ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΒΥΘΟΥ 293 ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΩΝ
(«Ντιν νταν ντιν νταν ρανίδες ήχου γέμισαν τα ία… Το πλατύφυλλο καθώς έπεσε χάμου γκρεμίστηκαν τα πάντα» (Δημ. Παπαδίτσας)
Να οι θερινές ορχήστρες με μυριάδες δοξάρια και πλήκτρα
να κυκλοφορούνε σε αέναες τρίλιες της πιο
χρυσής μεσημβρίας.
Πού είστε άνθρωποι
που ούτε τον όγκο ενός όρους δε σηκώσατε στα
ευαίσθητα βλέφαρα που γεννήθηκαν
σε γαλαζόαιμες θάλασσες

Ήλιε που χάρισες τον ίσκιο μου σε κείνη την πομπή
που με τόσα ημιτόνια ανέβαινε στην ερυθρή
πυραμίδα την αγέννητη σε Σαχάρες και άμμους.
Σμαράγδια Ινδικά κρυμμένα στα πιο σάπια χώματα
που φθείρονται τα πτώματα των αρχαίων ποταμών
κοντά στα δόρατα των Μακεδόνων.
Μέταλλα που ντυθήκατε τις ευτυχίες
των πολύχρωμων άστρων, καθώς μείνατε αιώνες
στα πιο θερμά σπλάχνα.

Φύκια που δεν έμεινε μενουέτο θαλασσινό
να μην το χορέψετε κι ούτε έμπνευση
του σορόκου χωρίς να γίνει ισχνό λύγισμα
των φιδιών του νου σας.
Ω… όστρακα που τις πιο λυρικές δύσεις στάλα-στάλα
τις κλείσατε στις πολύτιμες μασχάλες σας
για να στολίσετε με φωταψίες
τον πιο πράσινο βυθό απ’ τους βυθούς.
Πού είναι οι μέρες που το αγκάλιασμά μας
διαιωνιζόταν κάτω απ’ τις αλέες.

Ήλιε που μας χώρισες σε πολύτιμες λάμψεις
πού είναι η παιδική φωνή μου που την άφησα
μια στιγμή μια μικρούλα στιγμή στο χείλος
του πράσινου κογχυλιού για να κατέβω
απ’ τον αυλό ενός σταχυού στις υπόγειες πολιτείες
χωρίς ποτέ να γυρίσω.

Να είχα τουλάχιστον τη δύναμη ν’ ανασυνθέσω
με γραμμές πάνω στο χρυσό μεσημέρι την πορεία
του γλάρου που έφερνε τη θαλασσινή συμφωνία
στον τάφο των κύκνων.
Μα είναι τόση η στάχτη πάνω στα σύσκια άλση
απ’ την πυρκαγιά του θέρους που χάθηκαν
οι επιστροφές των ανθρώπων
χωρίς ούτε μια ημέρα να παραμονεύει στις λόχμες
ούτε μια οπώρα να δείχνει
τη μάχη που κέρδισε ο Ήλιος!

(ΠΡΟΣΟΧΗ. ΕΔΩ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΚΥΑΝΟ ΚΑΜΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΕΡΥΘΡΗ ΤΕΦΡΑ)
Κι αυτήν την εσπέρα με αλαλαγμούς τα κοράλλια
τη σωρό του ήλιου θα κατεβάσουν στους κάμπους
Ήσυχα, πηχτά, γαλήνια θα πλαγιάσει
ενώ απαράμιλλοι σφαιρικοί κρίνοι θα φέρνουν
τον ουρανό που έμεινε πάνω του
υψηλά ως τις καρίνες των βράχων.

Κι εμείς ανάμεσα στις κατακόρυφες κλωστές
που θα μας φέρνουν τροφή από την άβυσσο
θα ψάχνουμε το πελώριο πτώμα
για κανένα χορτάρι για λίγη φωνή πουλιού
για το χάρτη της γης.
Ύστερα το χρυσαφένιο σκελετό θα τον ρίξουμε
στη χαράδρα του Βαλαμουρ που φωσφορίζει
από κόκαλα ενώ πλέουν επάνω οι Φιλιππίνες
αναβλύζουν χρυσάνθεμα και ιμάτια
ψαριών με υπέροχα λέπια.

(πάλι τεφροκίτρινο σε χρόνο έξι όγδοα)

Ω αγκαλιά της σιωπηλής μητέρας με τις αμέτρητες
φτερούγες, είναι πολλές ημέρες που έφυγα απ’ τα
φρέατα που αναπαύονται τ’ αδάμαστα μεσημέρια
για να μην κρατήσω το σχήμα μου.
Θυμόμαστε τόσες λάμψεις απ’ το θρίαμβο του έαρος
την καλαισθησία των πελαργών που πέταξαν πάνω
απ’ τα θερινά κοιμητήρια και την ένδοξη γαλέρα
την πλευρισμένη σ’ εκείνο το λιμάνι
που υψώναμε από άμμο κάστρα.
Μείναμε τόσο εκστατικοί τόσο σιωπηλοί
κοιτάζοντας την περίεργη τριήρη που ταξίδευε
στον βραδινό ουρανό ενώ υπέροχα καιόταν
που τα ράμφη των πουλιών δεν μπόρεσαν
ν’ αναπετάσουν την λευκότητα ούτε μιας τρίλιας
του Ιουλίου.
Πόσα ακρωτήρια θα μετρήσουμε χωρίς να δούμε
τις σημαίες τις καρφωμένες στους τάφους;
Ονειρευτήκαμε τα φώτα μιας αγαπημένης
πολιτείας που να νεύει μακριά
προς το τραυματισμένο πέλαγος.
Τόσα χρόνια πέρασαν χωρίς να δούμε
τα φωταγωγημένα πλοία να παίρνουν τις θάλασσες
που αναδύθηκαν μιαν εξαίσια νύχτα
που ήμαστε έξι χρονώ.
Αυτά όμως τα τρεχαντήρια για πού ξεκινάνε
μες στα θριαμβικά μεσημέρια
χωρίς να ρωτήσουν για την περίλυπη μέρα
που θα νυχτώνεται στους κάβους
περιμένοντας τον ξανθό ερωμένο
τον έξαλλο Ηλιο;

(Οι γιρλάντες στο έβδομο drawing room) 
Μακροχρόνια γεύση από οχτάεδρα κρύσταλλα.
Τόσοι πολλοί θάμνοι με τις κονκάρδες από ήλιο πολυτελείας
και τόσες γάτες, μιλιούνια γάτες
προβοδίζοντας την πλώρη ενός άνθους
ώστε με αηδία έβγαλε ο Πρίαμος τα γάντια του
παραδίνοντας την Τροία στους πεισματάρηδες Αχαιούς.
Μια νύχτα με βεγγαλικά βγαλμένα απ’ το
εμπριμέ της κυρίας με τα συμφωνικά βλέφαρα
πετούσα με πελώρια φτερά
πάνω από τα καμπαναριά από αχάτη.
Τόσο πολύ κυλούσε η αφή του ποταμού
γεμάτη βελούδα και μάτια φιδιών
που έσφιξα αυτή την καρδιά μες στις παλάμες μου
για να χωρέσει μέσα στον κάλυκα ενός άστρου.
Είχα τραυματιστεί από κείνη την εποχή
από τότε που ήμουν ένας ωραίος ιχθυόσαυρος
χωρίς καμπαρντίνα και χωρίς μασχάλες
για να ξεχνάει ο ήλιος τη φωνή του.
Α… πού είσαι Μπαρμπαρόσα με το μεταξωτό
τσιμπούκι και τα κάστρα γύρω στο μέτωπο
να δέσεις το πόδι ενός άλμπατρος
που πληγώθηκε στη Σπιανάδα της Κέρκυρας
δυόμισι ώρες μακριά από το Πατριαρχείο,
Χαίρετε!

(Παρακαλώ φανταστείτε ιώδεις λαμπτήρες  39 λεύγες βαθύτερα προς τα δεξιά)

Πόσο ταξίδεψα απόψε
δεμένος στον πλόκαμο ενός οχτάποδος.
Βάθη… Βάθη… αναρίθμητα βάθη έχω μαζέψει
θα σας δείξω μερικά από αυτά τα εξαίσια φρούτα,
με τα γαλανά φορέματα και τα γαλάζια μάτια.
Ακούστε αυτές τις πράσινες καμπάνες
απ’ την άβυσσο την ώρα που από κάθε αυγό
ξεπετιώνται πλησμονή τα διαμάντια.
Άφησα τα μάτια μου πάνω στο βράχο του Οντάρ
κατεβαίνοντας στη βοή της χλόης…
Ω… τα έμβρυα των αγρίων με πελώριες
ουρές μου έδιναν φωτιές να φορέσω
και αίμα πολύτιμων φυκιών να μεθύσω.
Τι πράσινη αναισθησία εδώ στη χρυσή
περιφέρεια των παρθένων τάφων!
Να μπορούσα τουλάχιστον να θυμηθώ
το σχήμα μου, μα δεν σταματά
ετούτο το ψηλάφημα στα ιώδη μέσα
ημιτόνια που δεν μπορούν να πεθάνουν.
Είμαι από τις ρίζες της Αφρικής ως τη Χιλή
και πάλι κύκλο ως την Γροιλανδία…
Α… εδώ ανέβαινε αργά στην κορυφή του κοντού
η κόκκινη σημαία του κινδύνου.
Το νερό δεν μπορεί να γεμίσει το χάος.
Στέκεται. Οχέντρα δαμασμένη στην υγρή φωταψία.
μετέωρο, ζωντανό και ψάχνει
να βρει την άλλη όχθη…
Κι είναι πέρα όλα τα στήθια μου.
……………………………………..
…………………………………..
Τι θα γίνει;

Πρέπει να πάρετε απαραιτήτως το ραδιοσταθμό F.L.G κυμάτων επιφάνειας 

Πω-πω γρύλλοι κόκκινοι και γαλάζιοι
την εξαίσια τούτη νύχτα
που τρίζει ο ήλιος μες τα σταφύλια
και σε πελώριες αιώρες τ’ άστρα
ταξιδεύουν στα καλάμια και τα μαλλιά
των κοριτσιών που ’ναι τεσσερω χρονώ.

Πάνω στη φωταγωγημένη σάρκα μας
που ηχεί από φτερά γλάρων
αμέτρητες μέλισσες κέντησαν
τα τραγούδια του Ιουλίου…
Πριν λίγες ώρες πτώματα - πτώματα
από πεταλούδες ευτυχισμένες το πρωί
χάθηκαν στο χρυσοχείμωνο του μεσημεριού
εκεί στης τριανταφυλλιάς την όχθη.
………………………………….
……………………………………
Α γήινες στεριές και νύχτες
με το τόσο δα φεγγάρι ενός μήνα
και τους καρπούς και τα κλειστά σχήματα
και τα κάστρα όλα τα κάστρα.
Απόψε θα μείνω έξω από τα τείχη
γράψτε με «απών».
Θα κοιμηθώ μες στον ανεξερεύνητο σπόγγο
με τους πράσινους σταλακτίτες
ενώ τα δάκρυα των ναυτών γεμάτα
βλαστήμιες, στερλίνες και ξανθές κοπέλες
σαν ήλιος ζεστός από πετροκάρβουνα και σκάλες
θα κατεβαίνουν τροφή στα κογχύλια…
[ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΒΥΘΟΥ 293 ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΩΝ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου FUGA πρώτη έκδοση 1943]

ΑΧ… ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΛΟΓΑ ΝΑ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΤΗΣ ΤΕΦΡΑΣ…
Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους;      Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχεις; Σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει...    Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο…   Ευθεία σημαίνει να είσαι ηλεκτρόδιο, να είσαι η ρίζα, η ανατίναξη ένα χιλιοστό απ’ το φιτίλι…   Η ριπή ούτε που ακούστηκε μες στους αιώνες!...  Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου…   Η ήβη αδιάφορη λοφώδης σαν μελανοδοχείο. Ψηλά, μόνος του ο αμάραντος αστρονομώντας…   Τώρα ποιο σβόλο μαύρο θα πεις όνειρο που ο ίσκιος σου στα πέρα του ωμέγα φυραίνει όλο γούβες πίσσα κίτρινος του Αυγούστου;    Ω Ποίηση κεραμουργία με φωνήεντα έφευγες σφαίρα στον αυτοκινητόδρομο πιο πολύ αιώρα ή Σέριφος αντίπετρα τα χάη κι εγώ το σείστρο…  Κι οι κλειδωνιές δε λένε λέξη ούτε που ανάμεσα σε Φιλισταίους κι εταιρείες πετρελαίων ταξιδεύει η πέτρα. Το που καταμεσί της πέτρας με τα δισέγγονα των φεγγαριών όλο κι οραματίζομαι μια σύναξη την τρέλα του ήλιου να γεννά φωνήεντα Μονεμβασιάς δε θα το ιδούνε…  [επιλογές στίχων από τις συλλογές Έκτορα Κακναβάτου για σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό σου γήινο αίμα… και μόνο ένα βήμα μένει κατά σένα η μελλούμενη πορεία αξία έσχατη, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω!.. Δικό σου είναι αυτό που αναζητώ που ούτε σχήμα έγινε ούτε καν νόημα μα εντός σαλεύει όπως δεκάξι αγέρηδες χορεύοντας με τα μαχαίρια γύρω τους]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ