Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

ΣΤΑΣΟΥ ΛΙΓΑΚΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΜΑΖΕΨΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΑΥΤΗΣ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΓΥΜΝΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ


-Ι-

Έχει πολλούς ορίζοντες, πολλές πυξίδες και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και τα πενήντα δυο χαρτιά της.

Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο – με το χέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νησίδιο ύπνου.

Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριαν άγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς.

 Σε λίγο θα ’ναι στα σύννεφα.

Κι εσύ δεν θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω, κι όταν πάω ν’ ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, ένα μικρό γαλανό φεγγίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις.

Μικρή ζηλιάρα της ψυχής μου σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ’ το σεληνόφωτο.

Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου!   

-ΙΙ-

Εδώ –μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτη φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις!

Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά σχίζαν τις παρθενιές των κόσμων σου.

Σ’ ένα σεντόνι απλωμένο έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της νύχτας ξεκινούσαν τινάζοντας τα όνειρά τους μέσα στα νερά, ταυτίζοντας την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν.

Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στη γλαυκή κώχη τ’ ουρανού και των ματιών σου τι γύρευαν;

Ποιο έναστρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;

Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα δυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν’ αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.

[Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ –Ι- και ΙΙ απόσπασμα 5η ενότητα στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΙΚΑΡΟΣ 1978- εδώ αντιγραφή κι επικόλληση από την έβδομη έκδοση Εκδοτικής εταιρίας ΙΚΑΡΟΣ Αθήνα 1978 με προμετωπίδα στο εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη  κι ακολουθούν  όλα τα επόμενα αποσπάσματα από την ίδια ενότητα των ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΩΝ με κλικ στο κολάζ του ποιητή]

 


Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ (από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)

-ΙΙΙ-

Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας – μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ’ αχνάρια του αγνώστου.

Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει από τον ήλιο.

Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυφερού ταξιδιού μεσ’ στην αθανασία.

 

V-

Πέντε χελιδόνια – πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθε λάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τη μορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του προς τα μέσα. Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύμησες.

Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυάκι, κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωότητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρύσταλλου.

 

-V-

Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμος ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα μάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα ’σαι η επίσημη ξένη των απόκρυφων σελίδων μου.

 

-VΙ-

Μέσα στα δένδρα αυτά που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπό σου. Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμος που θα μείνει χαραγμένος εκεί.

Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες τους φλοιούς των ελπίδων, στους βλαστούς των νεόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας – τα κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ’ ομοίωμά τους κι έγιναν οι Υπερηφάνειες.

 

-VΙΙ-

Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά στις λεύκες που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ’ τα μάτια σου είναι αυτός που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα – τις χίμαιρες! Η ώρα είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζομαι αυτούς που δε δεχτήκανε ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν το φως κάτω απ’ τα βλέφαρα, που σα μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοι μελετούνε τ’ ανοιχτά τους χέρια. Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα, να εφαρμόσω πάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ ο στερνός τους λόγος άλλος.

Μίλησέ μου, αλλά μίλησέ μου για δάκρυα. 

 

-VΙΙΙ-

Στο βυθό της μουσική τα ίδια τα πράγματα σ’ ακολουθούν μετουσιωμένα. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώσφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυλώνουν τις θύμησες και περνούν του φθόγγους στο στερνό αέτωμα της αμφιλύκης.

Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο, είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτέ σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ’ αφάνιζε είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει με απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια των μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε…

 

-IX-

Εγώ δεν έκανα τίποτα άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείριστη φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση και τις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέξεις και τις άφηνε πέρα στα ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα. Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος στο ένστικτο. Γι’ αυτό κάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ, εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώντας μια μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.

Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και μιμήθηκα σε Σένα!

 

-X-

Ακόμα μια φορά στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλια σου. Ακόμα μια φορά μέσα στις φυσικές αιώρες τ’ αρχαία σου όνειρα. Μια φορά μέσα στ’ αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται. Μέσα σ’ αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κόσμου. Τα μυστικά του κόσμου.

 

-XΙ-

Ψηλά στο δένδρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορτάτο από μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δίνει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύ μακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζοντας τα χίλια δάκρυα. Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μεσ’ τα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της Ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα μεσημέρια φλόγες. Εσύ που σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φωνήεντα συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!

Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή και ηλιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους αιώνες, θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε καταμόναχο μεσ’ την οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ομορφιάς σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θάλασσας, ένα διαμάντι στη δικαιοσύνη του ήλιου.

 

-XII-

Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή της μέρας. Έτσι κοντά στο όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος και το χέρι μου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια. Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα, ποιος θα αξιωθεί σιμά του, ποιος είναι αυτός που θα σε προσφέρει πρώτος όπως προσφέρει ο μέγας ήλιος το βλαστάρι!

Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Πού είσαι φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δένδρα δεν υπάρχουν.

 

-XIII-

Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προηγήθηκε της καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικό μου χέρι μέσα στην ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα και το φως και το σκοτάδι – το παρείσακτο κυμάτισμα ενός τρυφερού ιδιωτικού Σεπτέμβρη.

Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσέ με.

 

-XIV-

Να ξαναγυρίσεις στο νησί της αλαφρόπετρας  μ’ ένα τροπάριο ξεχασμένο που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθινούς στις πιο ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλια έξω απ’ την καρδιά σου κι ύστερα πάλι να φιλεύεσαι απ’ την ίδια τους τη θλίψη. Να μην νιώθεις τίποτα πάνω απ’ τους αυστηρούς βράχους κι όμως η μορφή σου ξαφνικά να μοιάζει με τον ύμνο τους. Να σε παίρνουν τ’ ανώμαλα πέτρινα σκαλιά ψηλά - ψηλά κι εκεί να καρδιοχτυπάς έξω απ’ την πύλη του καινούργιου κόσμου. Να μαζεύεις δάφνη και μάρμαρο για την άσπρη αρχιτεκτονική της τύχης σου.

Και να ’σαι όπως γεννήθηκες, το κέντρο του κόσμου.

 

-XV-

Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει. Όπου και να γυρίσει θαμπώνεται από το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόν τους υακίνθους, τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνο εξαπτέρυγο άγγελμα! Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα.

 

-XVΙ-

Κρύψε στο μέτωπό σου τ’ άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πένθος. Και μ’ αυτό προχώρησε και μ’ αυτό πόνεσε πάνω απ’ τον πόνο των ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέρεις πάντοτε περισσότερα. Γι’ αυτό άλλωστε αξίζεις και γι’ αυτό σα σηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.

 

-XVΙΙ-

Τίποτε δεν έμαθες απ’ αυτά που γεννήθηκαν κι από αυτά που πεθάνανε κάτω απ’ τους πόθους

Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ’ εδάμασε και συνεχίζεις τ’ όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν!

Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι αθάνατους υάκινθους και σιωπές, εγώ σ’ ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή, πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ’ ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνονται μεσ’ στην ανυπαρξία και ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ απ’ την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου…

Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία…

 

 

-XVΙΙΙ-

Μελαχρινή μαρμαρυγή –νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ’ τη μυθική απλωσιά του κόσμου.

Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναι καιρός που ο άνεμος ένα - ένα ονομάτισε τα σωθικά της.

Τώρα η φύση πιάνεται απ’ το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιάζοντας τα μάτια της μ’ ένα γαλάζιο παραπόταμο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ – σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημάδια που θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυχή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο, πού είσαι!

 

-XΙΧ-

Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ’ ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλλιώς την παπαρούνα σου.

Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς, όπου και να συντρίψεις το ομοίωμά σου, το πάθος μου θα βρίσκεται στον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά συλλογισμένες φλόγες του

 

ΤΟΣΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙ Η ΓΥΜΝΗ ΓΡΑΜΜΗ ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΣΤΗΚΕ…

(Το νερό στόλισε τους όρμους. Το μονάκριβο δένδρο ιχνογράφησε το διάστημα…)

 

 

 

Τώρα δεν μένει παρά να ’ρθεις ω! σμιλεμένη από την πείρα των ανέμων    και ν’ αντικαταστήσεις το άγαλμα.   Δεν μένει παρά να ’ρθεις και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δεν θα ’ναι άλλο από το ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου.   Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.    Έχεις μια γη θανάσιμη και τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμάσαι.   Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια.   Κι η μια καρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία τους.    Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέξη κι αν στείλεις  στ’ άπειρο μ’ αγκαλιάζει.   Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε:   Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος!..  [ΧΧ και ΧΧΙ απόσπασμα από τη ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ, 5η ενότητα στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, πρώτη έκδοση 1940]

Παρασκευή, 9 Ιουλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΪΔΕΥΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΪΔΕΥΕΙ…

  (…και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον…) … σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται κ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ