Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΘΑ ’ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΔΕ ΘΑ ’ΧΟΥΜΕ ΤΙ ΝΑ ΠΟΥΜΕ

Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια

Η σιωπή μου θα λέει:

πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω

Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.

 

Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.

Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.

Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς να το αμφισβητήσεις.

 

Καπνίσαμε – θυμήσου -  ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ

-Ξεχνώ πάνω σε τι – κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.

 

Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα ’ρθεις και θα με ζητήσεις

Δεν μπορεί, θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μονάχος του.

……………………………………………………………………………………

Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή

Που μου διηγήθηκεν ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν

«Είναι αργά» μου είπε κάποτε «θα ’πρεπε πια να πηγαίνουμε

Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε.

Πέθανε στην αγκαλιά μου και ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα

Είναι πολύ γελοίο να πεθαίνεις και να ψιθυρίζεις ένα γυναικείο όνομα».

Το μούτρο του άσπριζε παράξενα. Ύστερα δεν τον ξαναείδα.

[ΘΑ’ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ από τις ΕΠΟΧΕΣ, πρώτη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη. Περιέχεται στη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971, Πλειάς. Από την ίδια έκδοση ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση και τα παρακάτω ποιήματα:

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 1942,  Ξημέρωσεν ο δείχτης πάλι Κυριακή

ΑΝΑΜΟΝΗ,  Πόσα χρόνια να γυρίσει…

 ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ,  Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση,

13.12.43,   Θυμάσαι που σου’λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία μη είσαι στο λιμάνι

ΜΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ, Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες πολιτείες

 ΟΙ ΝΙΚΗΜΕΝΟΙ,  Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου…

 ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ,  Οι πολιτείες ήτανε λευκές, οι νύχτες φορτωμένες βαριές αναμνήσεις

 ΤΩΡΑ,  Κι όμως,  Δημήτρη, ξανά πίσω δεν πρέπει να γυρίσουμε…

 ΕΠΙΤΑΦΙΟΝ,  Εδώ αναπαύεται  η μόνη ανάπαυση της ζωής σου    και

ΠΕΝΤΕ ΜΙΚΡΑ ΘΕΜΑΤΑ,  Μες στην κλειστή μοναξιά μου





ΧΕΙΜΩΝΑΣ 1942

(από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ)

Ξημέρωσεν ο δείχτης πάλι Κυριακή

 

Εφτά μέρες

Η μια πάνω απ’ την άλλη

Δεμένες   Ολόιδιες

Σα χάντρες κατάμαυρες

Κομπολογιών του Σεμιναρίου.

 

Μια,   τέσσερεις,   πενηνταδυό.

 

Έξι μέρες όλες για μια.

 

Έξι μέρες αναμονή

Έξι μέρες σκέψη

Για μια μέρα

Μόνο για μια μέρα

Μόνο για μιαν ώρα.

Απόγευμα κι ήλιος.

 

Ώρες   Ταυτισμένες

Χωρίς συνείδηση

Προσπαθώντας μια λάμψη

Σε φόντο σελίδων

Με πένθιμο χρώμα.

 

Μια μέρα αμφίβολης χαράς

Ίσως μόνο μιαν ώρα   Λίγες στιγμές.

Το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονή

Πάλι μιαν εβδομάδα, τέσσερεις, πενηνταδυό

………………………………………..

Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί.

Ένα κίτρινο χιονόνερο.

 

ΑΝΑΜΟΝΗ

Πόσα χρόνια να γυρίσει…

Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού

Ξεχασμένη σ’ όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές

Σάμπως να ζει ακόμα ανάμεσά μας!..

 

Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια

Αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ

Σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί

Όπως και να ’τανε έπρεπε να τρίξει πάλι η πόρτα

Ας είναι κι απ’ τον άνεμο.

 

Ας είν’ με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη

Στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις

Φθάνει που θα ’ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια

Μόνο που θα ’ρθει!...

Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.

 

… Νόμισα πως θα πνιγόμουνα!

[από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1945]

 

ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ

(από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1945)

Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση

Τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες

(ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)

Έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε

Χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιά

Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.

 

Μια μέρα τόσο διάφορη απ’ τις άλλες

Χωρίς τα σύμβολα του «πλην» και του «συν» π’ αυλακώνουν τη σκέψη

Χωρίς να βαραίνει καν τη ζυγαριά της μνήμης

Πες σα μια σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσα

Σαν τον καπνό τσιγάρου χωρίς άρωμα.

 

Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάρι

Δίχως τον παραμικρότερο ήχο

(Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε)

Έμεινε το συρτάρι μας όπως τ’ αφήσαμε.

 

Ίσως  – λες - πως δεν ήτανε καν μια μέρα

Μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι αριθμοί

Το ρολόι γυρισμένο ένα ακόμη εικοσιτετράωρο

-Λες – πως περάσαμε ασυνείδητα τα μεσάνυχτα

Έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

 

 

ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΣΚΙΡΤΑ ΤΟ ΕΝΑΓΩΝΙΟ ΓΙΑΤΙ:

Θυμάσαι  που σου ’λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.

Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δεν θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε

Ένα μαντίλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού

Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι

Με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση

Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι

-Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι; Κι έσφιγγα τα χέρια σου

Δε είχε τίποτα τ’ αλλόκοτο η κραυγή μου.

 

… Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε

Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες

Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας

Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν

Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας

Χαιρετώντας λευκά πανιά που ανεμίζονται.

Ίσως δεν μένει τίποτα άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.

 

Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο.   Γιατί,

Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης

Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση

Κανείς δεν θα αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.

 

Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται

Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει

Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου

Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.

[13.12.43 από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1945]

 

ΜΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ

(από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1945)

Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες

Στα σιωπηλά καφενεία με τις ετοιμοθάνατες καρέκλες

Τα σούρουπα έρχονται και ξανάρχονται κι η θάλασσα είναι ατέλειωτη

Με τα θαμπά καράβια που φεύγουν και πλανιούνται στο σκοτάδι.

Είναι ωραίο και θλιβερό να θυμάσαι τόσα βράδια

Δεμένα με απέραστους καπνούς και με δυο κατάμαυρα μάτια

Κι ένα χέρι που μάκραινε και χαιρετούσε απ’ το λιμάνι

(«Πορτ Σάιδ  –  Αλεξάνδρεια»   Στις 20 του Ιούλη)

Ζήσαμε εκείνα τα θλιβερά και μονότονα καλοκαίρια

Κλεισμένοι πίσω από τα σίδερα της θάλασσας

Μετρώντας ένα - ένα τα κύματα και τ’ άστρα

Δοσμένοι στην πικρή μας προσμονή.   Άγονες μνήμες.

Τι σκέφτονται όλα αυτά τα καράβια μες στη νύχτα

Που χορεύουν δεμένα τόσα χρόνια και δεν γέρασαν

Τυλιγμένα απ’ τις φουρτούνες τόσων και τόσων ταξιδιών

Τι θυμούνται τ’ αναμμένα τροπικά δειλινά

Τα φώτα που λυγίζουν και βουτάνε στο νερό

Τα παιδιά που δεν κοιμούνται και κλαίνε τα βράδια

(«Πορτ Σάιδ – Αλεξάνδρεια»   Στις 20 του Ιούλη)

Ήταν τα μάτια της θλιμμένα σαν τα καλοκαιριάτικα απογέματα

Κλεισμένα βαθιά στα μυστικά της θάλασσας

Κι ένα χέρι μαλακό και λεπτό σαν τη στοργή

Ένα χέρι μαλακό μπορεί να σε τραβήξει

Τραγουδώντας στα βάθη του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες.

 

Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες

Με τη μνήμη πληγωμένη από μάτια και ταξίδια

Δεμένη πίσω απ’ ένα καράβι που δεν θα γυρίσει

Μες στους απέραντους καπνούς και τα βραχνά τραγούδια

(«Πορτ Σάιδ – Αλεξάνδρεια»   Στις 20 του Ιούλη)

 

ΟΙ ΝΙΚΗΜΕΝΟΙ

Ανέβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου

Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.

 

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο

Όμως ποιος δεν λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πλήγωσαν τα χρόνια μας

Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμη πληρώσει το χρέος μας ολάκερο

Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια απ’ το άναμμα της σάρκας

Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τα αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους

Ξέρεις πως θα ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας

Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας

Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούργια, κι όμως γιατί ν’ αναβάλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;

 

Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.

[από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1945]

 

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

(από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1945)

Οι πολιτείες ήταν λευκές, οι νύχτες φορτωμένες βαριές αναμνήσεις

Θολά προμηνύματα για κάποια μακρινά κι αναπότρεπτα ταξίδια

Τώρα πια δεν φωνάζω τώρα πια δεν σκέφτομαι κάτι σταμάτησε μέσα μου

Μπορώ να δω τη μορφή μου στον καθρέφτη

μπορώ να διακρίνω μια μάσκα χλομή κι ολότελα ξένη.

 

Θα ’ρθω μια μέρα γυμνός απ’ αγάπη και μίσος

Αλύγιστος κι αδυσώπητος, μ’ οδηγό τη σιωπή μου και σύντροφο.

Φίλε:   αν νομίζεις πως δεν ήρθα πάλι αργά, δείξε μου κάποιο δρόμο

Εσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα για να πίστέψω πολύ και να πεθάνω.

 

ΤΩΡΑ

Κι όμως Δημήτρη, ξανά πίσω δεν πρέπει να γυρίσουμε

Χρέος μας είναι πια να μη γυρίσουμε.

 

Ας ξανατραγουδήσουμε πάλι εκείνο το τραγούδι που λέγαμε στην αρχή

Ας ξανασκεφτούμε τα ίδια πράγματα όπως όταν ξεκινήσαμε

Γιατί όλα, ξέρεις, πως τελειώνουνε και μόνο ένα δεν τελειώνει

Γιατί και η ίδια η ζωή, Δημήτρη, είναι κι αυτή όμορφη

Όσο κι αν έζησε κανείς μέρες πολύ κακές

Όσο κι αν είναι μοιραίο να τις ζήσει ή κι αν τις ζει ακόμα.

 

Τώρα που φτάσαμε εδώ δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε.

πιο καλά θα σταθούμε εδώ, μα όχι πάλι πίσω.

 

ΕΠΙΤΑΦΙΟΝ

Εδώ αναπαύεται    Η μόνη ανάπαυση της ζωής του

Η μόνη του στερνή ικανοποίηση

Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του

Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο.

[από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1945]

 

ΠΕΝΤΕ ΜΙΚΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

(από τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη ΕΠΟΧΕΣ 1945)

-1-

Μες στην κλειστή μοναξιά μου

Έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια

Στην αγνή παρουσία καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου

 

Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς

Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς

Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας

 

Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους

-2-

Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα

Μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές

Κύματα με τη γλυκιά αγωνία στην κάτασπρη ράχη

 

Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα

Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες

Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα

Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα

Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου

Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει

Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη

-3-

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα

Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών περπατώ

Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά

 

Κάμε να σε ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένου του πόθου μου

Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας

Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

 

(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς

Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε   Κανένας με γνώριζε)

-4-

Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά

Λησμόνησα την αγάπη που ’ναι μόνο αγάπη

Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου

Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του ονείρου

Ένιωσα το στήθος να σπάζει στη φυγή σου

 

Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα

Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο

Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου

-5-

Χαρά, Χαρά, ζεστή αγαπημένη

Τραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά

Στα γυμνά μου μπράτσα το είδωλό σου συντρίβω

Χαρά μακρινή, σαν τη θάλασσα ατέλειωτη

Κουρέλι ακριβό της πικρής αναζήτησης

Άσε να φτύσω το φαρμάκι της ψεύτρας σου ύπαρξης

Άσε να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου

(Ανελέητο κύμα της νιότης μου).

 

Ω ψυχή, την αγωνία ερωτευμένη!

 

ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙ…

(… έλεγε κι ο Ποιητής!.. Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η ΕΛΛΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ…)

ΕΠΙΛΟΓΕΣ λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μανόλη Αναγνωστάκη, ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ και ΣΤΟΧΟΙ, δηλαδή για τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ της ΑΓΑΠΗΣ, το ΦΟΒΟ που μας ενώνει με τους άλλους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, πάντα βιαστικούς μέσα στους άσκοπους δρόμους προφασιζόμενους κάποιο μεγάλο ΣΚΟΠΟ για μια τελική συνάντηση μες στων αλλεπάλληλων άδειων νυκτών τη στείρα διαδοχή ΕΠΙΛΟΓΟΣ για τη ΣΙΩΠΗ, αυτό το δισταγμό ζωής, που δεν μας αφήνει να παραδεχθούμε την ήττα. ΣΤΙΧΟΙ που μπορεί να είναι οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφούν… Ω Ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!.. Ψυχή της Αγάπης μου αλήτισσα!.. Λεπίδι του Πόθου αδυσώπητο… ΠΑΝΙΚΟΣ που στραγγίζει την καρδιά σα σημαία… Ώσπου θα ’ρθει μια μέρα που δε θα  ’χουμε πια τι να πούμε… Όρθιοι και μόνοι σαν και πρώτα, θα πάρουμε τους δρόμους και σφυρίζοντας θα περιμένουμε… Τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών, τα τελευταία κουρέλια  από τα γιορτινά μας φορέματα!.. ΟΡΘΙΟΙ  και ΜΟΝΟΙ μες στη φοβερή ερημία του πλήθους… ΤΗ ΝΥΧΤΑ που έρχονται οι μεγάλες ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ μυστικών για τα ΣΧΕΔΙΑ επαναστάσεων, για τα ΙΔΕΩΔΗ και τέλος πάντων για τη μοναξιά των ΛΕΞΕΩΝ… Που πρέπει να καρφώνονται σαν πρόκες!.. Να μην τις παίρνει ο άνεμος!.. Και ποιος να μας προσέξει, ποιος να μας λησμονήσει στη θέση που καθόμαστε; Πόσα κρυμμένα τιμαλφή μπορούμε να σώσουμε, πόσες φωλιές νερού να συντηρήσουμε μέσα στις φλόγες; Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. Το θέμα είναι τώρα τι λες!.. Τώρα που ΛΕΞΕΙΣ χλομές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία… Α!.. Φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά. Και όχι αυταπάτες προπαντός… Το πολύ-πολύ, να τους εκλάβεις [τους ΣΤΙΧΟΥΣ μιας ζωής, τις ΛΕΞΕΙΣ της μοναξιάς] σα δυο θαμπούς προβολείς μες την ομίχλη, σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ΖΩ… Το πολύ-πολύ να ονειρεύεσαι ένα καινούριο τραγούδι πατώντας πάνω στους νεκρούς στίχους… «Γιατί» όπως πολύ σωστά είπε κάποτε ο φίλος μου ο Τίτος, «κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες, κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα»!.. Σε τι βοηθά λοιπόν η Ποίηση; Στα υψηλά σου ιδανικά; Στη συνείδηση του χρέους; Στο μεγάλο πέρασμα από τον καταναγκασμό στις συνθήκες ελευθερίας; Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Ένα προς ένα τα υπάρχοντα ξεπουλώντας…  Έστω. Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς]

Ω Ψυχή την αγωνία ερωτευμένη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ