Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΑΚΤΗ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΗ:

 Είχε μαύρα μάτια μαύρα μαλλιά μαύρα φορέματα μαύρα μεσοφόρια κι ένα άλογο κατάμαυρο.

Όμως τη λέγαν Ακτή και Κυριακή.

Το σπίτι της ήταν σ’ ένα νησί κι ήταν γεμάτο πιστόλια πορφύρες σημαίες άστρα στα δίχτυα πολυβόλα σκάφανδρα αγκίστρια κιβώτια με όνειρα, κιβώτια με σφαίρες νησιώτικες φορεσιές λάμπες με γυαλιά χρωματιστά μαντίλια χρωματιστά κι ένα παλιό σκουριασμένο κανόνι.

Σα βράδιαζε στο παράθυρο άναβε ‘ένα φανάρι. Άναβε-έσβηνε άναβε- έσβηνε κι αμέσως μια έρημη βάρκα άραζε πλάι στη σιδερένια πόρτα του σπιτιού κι ένας-ένας πέντε άνδρες γλιστρούσαν μέσα στο σπίτι.

Σε λίγο από ένα κρυφό πορτόνι σκεπασμένο απ’ τα αθάνατα ο Πρώτος άνδρας έβγαινε νεκρός.

Ο Δεύτερος με το πρόσωπο γεμάτο αίματα κρατώντας ένα πεντάμορφο βρέφος σφιχτά στην αγκαλιά του.

Ο Τρίτος κι αυτός γεμάτος αίματα κρατώντας ένα αυτόματο σφιχτά στην αγκαλιά του.

Ο Τέταρτος σερνάμενος τυλιγμένος από την κορφή ως τα νύχια σ’ ένα βαρύ σκούρο πράσινο ύφασμα.

Ο Πέμπτος κι αυτός νεκρός.

Όμως η πιο εξαίσια νεκρή ήταν η κοπέλα μέσα στο κάτασπρό της φόρεμα κατάχαμα ξαπλωμένη στη μέση του δωματίου πλάι στο σκοτωμένο μαύρο άλογό της πλημμυρισμένη κι αυτή στο αίμα τα χέρια σταυρωτά ψηλά στο στήθος και μ’ ένα χαμόγελο κι μ’ ένα πράσινο κλωνί στο στόμα ενώ οι πέντε γερμανοί αδύναμοι μπροστά της χαιρετούσαν σε στάση προσοχής

[Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ από τις ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ του Μίλτου Σαχτούρη 1948 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία του ποιητή]

1.    ΟΙ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ, Έκθαμβο σπίτι άσπρο και κόκκινο

2.    Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ… τεντώνει τα λουλούδια της

3.    Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Δ’ ΑΡΚΟΖΙ (στον Νίκο Εγγονόπουλο)

4.    ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ. Διαρρήχτες του ήλιου δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι

5.    ΤΑ ΔΩΡΑ, Σήμερα φόρεσα ένα ζεστό κόκκινο αίμα

6.    ΤΟ ΘΑΥΜΑ, Νύχτα ήταν και λαλούσαν τα κοκόρια

7.    ΤΟ ΑΣΤΡΟ, Το ξανθό κεφάλι της τα ξεβαμμένα μαλλιά της

8.    Ο ΒΟΡΙΑΣ, Τα νύχια αυτού του πιανιστή φτάνουν έως το πάτωμα

9.    ΕΞΙ ΣΤΙΓΜΕΣ, Ο μουγγός ξεκρεμάει παλιές φωτογραφίες και

10.                       Ο ΒΥΘΟΣ, Ένας ναύτης ψηλά στα κάτασπρα ντυμένος

 


ΟΙ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ (από την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

Έκθαμβο σπίτι άσπρο και κόκκινο

σε ποιο δωμάτιο ν’ άνθισαν οι αμυγδαλιές σου

εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές

στην κόκκινη και δυστυχισμένη

στην τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι

η αναπνοή σου θάμπωνε τα όνειρά μου

πάνω στα τζάμια σου τρεμόσβηνε μια θάλασσα

κήποι κρυφά χρυσάνθεμα μέσα στην έκστασή σου

που έτρεχα ματωμένος και κυνηγός

 

Ένα μεγάλο δίχτυ περνούσε σύρριζα

πάνω από το κεφάλι μου

η δυστυχία είχε δόντια σιδερένια

ο ήλιος φύτευε στους τοίχους κι άλλα περιβόλια

το περιβόλι της μύγας το περιβόλι του χαρταετού

το περιβόλι το μεγάλο της αγάπης

το περιβόλι του μεγάλου πυρετού

που μέσα του ολημέρα γύριζα με το τουφέκι μου

με μια κορδέλα κόκκινη μέσα στο στόμα μου

με μια κορδέλα κόκκινη μεσ’ στα μαλλιά μου

σαν τη γωνιά την κόκκινη και τη δυστυχισμένη

σαν τη γωνιά την τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι

εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές

σε ποια λοιπόν άνθισαν οι αμυγδαλιές μου

 

Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

Η πληγωμένη άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της

οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους

κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα

συνάζει στάλα-στάλα το αίμα

απ’ όλες τις σημαίες που πονέσανε

από τα κυπαρίσσια που σφαχθήκαν

για να χτιστεί ένας πύργος κατακόκκινος

μ’ ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείκτες

κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα σύννεφο

κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα ξίφος

το σύννεφο θ’ ανάβει τα γαρίφαλα

το ξίφος θα θερίζει το κορμί της.

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

 

Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Δ’ ΑΡΚΟΖΙ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948 αφιερωμένο στο Νίκο Εγγονόπουλο)

Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι που πέθανε -

«εν ζωή» - κι αναστήθηκε μόλις νυχτώνει

κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του –γίδια βόδια και

πρόβατα πολλά –πνίγει όλα τα πουλιά του αδειάζει

τα ποτάμια του και πάνω στο κατάμαυρο σταυρό

που ’χει στημένο στο καταμεσίς στο δωμάτιο του

σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρος

στ’ ανοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του

φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται να ’χε

κι αυτός κοπάδια και βόδια γίδια και πρόβατα πολλά

να ’χε ποτάμια με γρήγορα ολοκάθαρα νερά

να θαύμαζε κι αυτός το φτερούγισμα των πουλιών

να χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας.

 

ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ

Διαρρήκτες του ήλιου

δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι

δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα

δεν ξέρουν το χρώμα έχει ο ουρανός

 

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι

δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν

παραμονεύουν

με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια

με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα

με τις πέτρες των δειλών στα χέρια

παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως

 

Να κριθεί κάθε Άνοιξη απ’ τη χαρά της

απ’ το χρώμα του το κάθε λουλούδι

απ’ το χάδι του το κάθε χέρι

απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

 

ΤΑ ΔΩΡΑ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

Σήμερα φόρεσα ένα  ζεστό κόκκινο αίμα

σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν

μια γυναίκα μου χαμογέλασε

ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι

ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί

 

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο

καρφώνω πάνω στις πλάκες

τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών

είναι όλοι τους δακρυσμένοι

όμως κανείς δεν τρομάζει

όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα

είναι όλοι τους δακρυσμένοι

όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες

και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια

στον ουρανό

 

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν

τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;

ναι την καρδιά μας καρφώνει

ώστε λοιπόν είναι ποιητής

 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Νύχτα ήταν  και λαλούσαν τα κοκόρια

καρφωμένα γύρω-γύρω σ’ ένα φεγγάρι

από μπαμπάκι φωσφορικό

 

Όλοι προσμέναν το θαύμα

γιατί κάποιο θαύμα

θα γινόταν απόψε

στην καρδιά του βιολιού

 

Όμως  κι οι τρεις κοπέλες

ήρθαν μαυροντυμένες

κρατώντας την άδεια

μαύρη θήκη του βιολιού

 

Κλαίγαν και λέγαν

πως κανένα θαύμα

τώρα πια δε γίνεται στον ουρανό

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

 

 

ΤΟ ΑΣΤΡΟ (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

Το ξανθό κεφάλι της

τα ξεβαμμένα χείλια της

η σιωπή της

και λίγο σάλιο που έτρεχε

το σφύριγμα

το άγριο άστρο που ανοιγόκλεινε

το μάτι του

κι έβλεπε τον ουρανό

κι έλεγε:

Θα τονε κάψω!

 

Ο ΒΟΡΙΑΣ

Τα νύχια αυτού του πιανιστή

φτάνουν ως το πάτωμα

μόνο ο βοριάς γνωρίζει τ’ όνομά του

αυτός δεν παίζει πιάνο πια

δεν τρώει

δεν αγαπάει

δεν κοιμάται

 

Είναι βασιλιάς

 

Κάτω καρφώνει ξύλα ο μαραγκός

και να που πάλι ακούγεται το πιάνο

κόρη του μαραγκού είναι η πεντάμορφη

στη σκιά ενός μεγάλου παγωμένου ήλιου

πλένει τις πλάκες του βοριά

που αυτός μονάχα ξέρει

αυτός μονάχα ξέρει ν’ αγαπάει

τους ποιητές τους αληθινούς

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

 

 

ΕΞΙ ΣΤΙΓΜΕΣ (από την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

-Ι-

Ο μουγγός ξεκρεμάει παλιές

φωτογραφίες

κοιτάζει πτώματα τρομάζει ζηλεύει

στόματα κοριτσιών

κλαίει βγάζει ένα κόκκινο

σκαμνί στο πεζοδρόμιο

-ΙΙ-

Ο άρρωστος μελετάει

τις καπνοδόχες

ξέρει πως από μέσα τους

φεύγουν τα όνειρα

κι οι καπνοί των πεθαμένων.

-ΙΙΙ-

Ο ζωγράφος έχει μέσα στην καρδιά του

μια ζωγραφιά

έχει μέσα στο κεφάλι του ένα μαχαίρι

θέλει να βγάλει τη ζωγραφιά

θέλει να βγάλει το μαχαίρι

να σκίσει τη ζωγραφιά

V-

Ο φίλος μου έχει ένα περίστροφο

εγώ έχω μια κιθάρα

όταν οπλίζω την κιθάρα

το περίστροφο παίζει μιαν εξαίσια

μουσική

όταν σκοτώνω με την κιθάρα

-V-

Οι πόρτες τ’ άλογα και τα κουδούνια

ανοιχτά φέρετρα κάτω από τον ήλιο

ανοιχτά στόματα κάτω από τον ήλιο

Θε μου να σφάξουμε το μαύρο κόκορα

Θε μου να σφάξουμε το μαύρο κόκορα

Θε μου να σφάξουμε το μαύρο κόκορα

 

-VI-

Ο βαρκάρης των κεραυνών

γυρίζει

από ακτή σε ακτή

δε θέλει ν’ αράξει πουθενά

τη βάρκα του ψιθυρίζει

φύγαν φύγαν τα νερά

 

Ο ΒΥΘΟΣ

Ένας ναύτης ψηλά

στα κάτασπρα ντυμένος

τρέχει μες το φεγγάρι

 

Κι η κοπέλα απ’ τη γης

με τα κόκκινα μάτια

λέει ένα τραγούδι

που δε φτάνει ως το ναύτη

 

Φτάνει ως το λιμάνι

φτάνει ως το καράβι

φτάνει ως τα κατάρτια

 

Μα δε φτάνει ψηλά στο φεγγάρι

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948]

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό… Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες και ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

με εικόνα Σαχτούρης….  από τα ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΪΔΕΥΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΪΔΕΥΕΙ…

  (…και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον…) … σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται κ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ