Θέλω την ώρα του παράνομου σκιρτήματος
όταν οι
στρογγυλές καμπύλες σου ελευθερωθούν
κι ο πόθος
γίνει διεστραμμένη επιθυμία
βουβός λυγμός
κάποιας παράλυτης θεότητας
να κρατήσω τα
πελώρια μάτια σου
πάνω στη
γραμμή της ζωής μου που ξεθωριάζει
και σβήνει
ανήμπορη να σιγάσει
τα χιλιάδες
παραμορφωμένα ντεσιμπέλ
στη καρδιά
σου
και θέλω τις νύχτες εκείνες των σπασμών
λικνίσματα
αφρισμένων κυμάτων στα πόδια σου
να κάψω την
πέτρινη φύση μου
κουρέλια
φωτιάς
με χέρια
φορτισμένα
απ’ τη
γεννήτρια μήτρα σου
που χάσκει
αδιάφορη
μπρος στα
γυμνά μου μάτια
γυρεύοντας
δικαίωση
και θέλω την ώρα της θολής ενατένισης
λίγο μετά τη
θύελλα της νύχτας
στη σύγχυση
σου αδαής
παραδομένος
σε ταξίδια ομιχλώδη
να γδάρω με τις
λέξεις μου τη σάρκα σου
πανάκριβα
λάφυρα βελούδινων μαχών
τα φλογισμένα
της πεδία
και θέλω θέλω θέλω
τώρα πια που
γύρισαν οι σελίδες
τώρα που η
τρέλα καλπάζει
στους ώμους
μου συνεπιβάτης αχώριστος
θέλω θέλω τώρα
που όλα χάνονται
στης λήθης τα
ντουλάπια
τη μήτρα σου
θέλω στον τοίχο κάδρο
αριστερά στο
χολ καρφωμένη
σε στάση
αναμονής να σε θυμάμαι αιώνια
(συνημμένη εικόνα) ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
Νεκρή
φύση και
γλυκιά μουσική
και αμαρτίες
και απαγορευμένοι καρποί
και σπίτια που καταρρέουν
και ζώνες
φωτιάς ανεξέλεγκτης
και θορύβοι
διασκορπισμένοι
και φωτισμοί κατάχαμα
όλα
κουλουβάχατα
και δίχως
δύση απογεύματα
και
απελπισμένες ιαχές…
ΛΕΖΑΝΤΑ: Βεβήλωση θέλω βεβήλωση ιερού…
το φρούτινο άστρο
σου
τη μελαγχολία σου
το σάρκινο αποκαΐδι σου
φίλησέ με φίλησέ με για το Θεό
πέφτω σκορπίζομαι
το σχήμα μου ξεθωριάζει
διαλύεται
σκόνη κοσμική
στις όχθες σου ξέβρασέ με ψάρι νεκρό
το σύμπαν σου ταφόπλακα
η ντροπή σου ευλογημένη
ηλιοβασίλεμα η ομορφιά σου
τα στήθη σου γυάλινα
κλουβιά
κι εγώ γυμνός καβαλάρης
στη θύελλα των αστρικών
εβδομάδων σου
λουλούδι εποχιακό
στη βαρβαρότητα των χεριών
σου εγκαταλειμμένο
κόψε με σκύψε και κόψε με
στόλισε στα μαλλιά σου το
σώμα μου
και κάρφωσέ με
στη κατάμαυρη μετάξινη
πλημμυρίδα σου
να αιωρούμαι εκεί
αστέρι ετερόφωτο από βωμό σε βωμό
έλα μην αργείς
έχω στα σπλάχνα μου τον
ομφάλιο λώρο σου
σε κατάσταση έκρηξης
εξαπάτησέ με αδιαφορώ
έχω πια ξεπεράσει την ύλη
χρειάζομαι μόνο
το ξόδεμα του χεριού σου στις πλάτες μου
το σκοτεινό σου χαμόγελο
τις αλλόκοτες λέξεις σου το κάλεσμά σου
να γεμίσω τη χαράδρα σου
με χρώμα αιωνιότητας
να τρυγήσω τη γύρη απ΄τη σάρκα σου
μην αργείς τη ζωή σου θέλω
να κλέψω από τη σιωπή σου δύο γραμμάρια αίμα
να αποδράσω σε κρύπτες μυστικές
με δανεικά όνειρα να λύσω το γόρδιο δεσμό
των ματιών σου
έκσταση
τα ψέματά σου
τις παλλόμενες συνουσίες
σου
ευχές την ώρα της
επιστροφής
τον οργασμό σου μπροστά
μου
λεηλατημένες τις νύχτες
σου
φίλησέ με φίλησέ με ασφυκτιώ
μαδάω τις πεταλούδες σου
τα υγρά σου μάτια αυγής ροδοπέταλα
θα σε αποσυνθέσω
διαμελισμός οστών
φίλησέ με ασφυκτιώ
αναστέλω διαρκώς
τις φυσικές μου
λειτουργίες
και το δωμάτιο εχθρικό
με συντρίβουν οι τοίχοι
ανατρέπομαι προσοχή
ανατρέπομαι
από ενδόμυχη σύγκρουση
σύνοδος πλανητών
και πετάω ανθρώπινος
κομήτης
στο αχανές διάστημα της
ζωής σου
στιγμές στερνές βιολογικής ύπαρξης
οι αισθήσεις μου καπνισμένα εδάφη
τέλος τέλος
τρυπημένος με ορούς και
ενέσεις
παραφροσύνης
το σώμα μου πληγή
οι λέξεις μου κραυγές
άναρθρης απελπισίας
οργής ηλεκτρικής φόρτισης
σαπίζω στον ήλιο
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ, εκδόσεις Βασδέκης 1983, από τα μικρά πεζά του δηλαδή
που κρυφοκοιτάζουν την ποιητική φόρμα, διατηρώντας
την γνησιότητα και τον αυθορμητισμό μιας κραυγής διαμαρτυρίας σε πρώτο πρόσωπο,
που βάλλει εναντίον όλων όσων
μεταβάλλουν τις ζωές μας σε κόλαση…
Ακολουθούν αποσπάσματα και από άλλες συλλογές του Σταύρου Σταυρόπουλου:
2.
ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, Απόπειρα
2002
3.
ΦΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, Αστάρτη 2004
5.
ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, Μεταίχμιο 2007
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
(εκδόσεις Απόπειρα 2002, β’ έκδοση 2004)
Το βιβλίο, γραμμένο σε μια γλώσσα
προσωπική, ποιητική,
που άλλοτε κόβει σαν ξυράφι τις
συλλαβές
και άλλοτε τις αφήνει και απλώνουν,
δείχνοντάς τες ατέλειωτες να ασφυκτιούν
και να λαχανιάζουν μες το ιδίωμα της πρόζας,
διατρέχουν απ’ άκρη σ’ άκρη
τραγούδια ροκ συγκροτημάτων και
μουσικών
όπως
οι
Led Zeppelin, o David Bowie, oι Deep Purple, οι U2,
o Neil Young,
o Lou Reed, οι Pink Floyd, ο Nick Cave,
οι Aerosmith, οι Τρύπες, τα Διάφανα
Κρίνα, τα Ξύλινα Σπαθιά κ.α.
που συμπληρώνουν με νότες τα κενά
διαστήματα
που χρειάζονται οι λέξεις του
συγγραφέα για να αναπνεύσουν.
ΤΡΙΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
(στη συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου ΤΟ ΡΟΚ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ,
Απόπειρα 2002)
One of these mornings you are gonna
rise up
singing, spread up your wings and take, take
to the sky. . .
JANIS JOPLIN / Summertime
ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΙΣΜΕΝΟ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, πού σκόρπιες, απελπισμένες, σελίδες χαρτιού, προσπαθούν να ξεφύγουν
στον χρόνο, λέει,
πώς σε κυνηγούσα
αλαφιασμένος τις νύχτες, μέσα από χρωματιστές φυσαλίδες καπνού και βαριές
μελωδίες τού Waits, σαστισμένος στον 42ο Παράλληλο, φορώντας λαμέ μπαλωμένα
κουστούμια,
τρέχοντας κατά μήκος τής
μοναξιάς σου, και λέει,
πώς μπαινόβγαινα σε
κακόφημα κτίρια τού Austin και τού Haight-Ashbury, μεθυσμένος από ναρκωτικά
δωδεκάμετρα μπλουζ και νότες παθιασμένες λά μινόρε, με φριχτούς πόνους παντού,
να σε βλέπω να σκάβεις σκυφτή,
τις υπόγειες, βαθυκόκκινες
αρτηρίες σου, και λέει ακόμα,
γκραβούρες σουρεαλιστικές
πώς ταξίδευαν στο μυαλό σου μαγικά,
στις τεθλασμένες γραμμές
τής ζωής σου, σε ήχο πλάγιο δεύτερο, να παραμιλάς μόνη σε δωμάτια υγρών
ξενοδοχείων, παρέα με σκιώδεις μεσίστιες γκρούπις και άνεργους τζάνκις
μουσικούς εκκρίνοντας θανατερές μελωδίες,
και λέει, λέει,
πώς αχτένιστη πλάγιαζες σε
πλακάκια ξυλιασμένων δωματίων,
δίπλα σε φυματικούς
μετανάστες και άρρωστους μπιτ ποιητές, τρυπημένη από γαμψά, κάτασπρα βελόνια,
ξερνώντας αίμα στα σκαλιά τού Εmpire State Building,
και πώς βυθισμένη σε
απλανή, σκοτωμένα χαμόγελα, μασούσες ταμπάκο,
αγναντεύοντας προς την
Times Square,
ερωτευμένη σαν τρελή
πεταλούδα θλιμμένα ερείπια, να πραγματοποιείς μακροβούτια από ουρανοξύστες
ψηλά, διαβάζοντας Γκίνσμπεργκ, ξέροντας
ότι θα πνιγείς, θα
πνιγείς, θα πνιγείς τελικά στα δάκρυα,
κι ύστερα, δεν
καταλαβαίνω,
γιατί ο μισός κόσμος
κλαίει κι ο άλλος μισός, κλαίει κι αυτός,
τα μάτια σου μια αναρχική
τρύπα οδύνης, λειωμένη πάνω απ΄ τα ζυγωματικά
κι εγώ χωμένος στο
ημερολόγιο, σε παρακολουθώ να χάνεσαι σε διαδρομές χάρτινες, να πιάνεις τις
νότες απ΄ τα μαλλιά,
να τις γλείφεις
λατρεύοντας την υψηλή τους χροιά,
να τις λιώνεις στο στόμα
σου καραμέλα και να τις φτύνεις στο πάτωμα,
στο στερέωμα ξεδιάντροπα
ξαπλωμένη, να εγκυμονείς μαργαριταρένιους καημούς
για καταδικασμένες φωνές
και τρελές ροκ συγχορδίες,
κι ύστερα πάλι στη σκηνή,
να εκδίδεσαι πόρνη φτηνή,
να ορμάς στον πυρετό,
να φεγγοβολάς ήχους,
και διαρκώς να σπρώχνεις
και να τραγουδάς, και να σπρώχνεις και να τραγουδάς
και να λικνίζεσαι
κάρβουνο, στα μέτρα τού ροκ εντ ρολ,
θαμμένη ζωντανή κάτω απ΄
τα μπλουζ,
κι εγώ να προσπαθώ άναυδος
εκεί, να σε πλησιάσω,
να ανέβω στο πάλκο για να
σ΄ αγγίξω,
να σε σκοτώσω, για να σου
χαρίσω ζωή αιώνια,
να στεφανωθώ τον μύθο σου,
προσφέροντας σου ρόλο στην
τελευταία ταινία τού Γκοντάρ,
κι όπως μια κινητή κάμερα
θα μάς παίρνει από ψηλά, με τον ιδρώτα στα μάτια να στάζει και το σώμα
βουτηγμένο στην αλμύρα,
να σε κάνω Κάρμεν, το
λάθος πού θα ‘θελε να ‘ταν η Κάρμεν,
το λάθος πού μπορούσε να είναι,
το λάθος τής γυναίκας,
γιατί κάθε γυναίκα είναι
το λάθος τής γυναίκας,
κάθε γυναίκα είναι η νύχτα
πού θα ‘θελε να ‘ναι κάθε γυναίκα,
κάθε γυναίκα είναι το
αποτύπωμα τής γυναίκας, το λάθος τής γυναικείας νύχτας,
κι όλα τα αίσχη και τα
κάλλη και οι αγάπες μαζί,
με τούς μαύρους κύκλους
τού πόνου σημαία,
και με τα αστέρια αναμμένα
να πέφτουν μέσα της,
γιατί κάθε γυναίκα είναι
ένα αστέρι πού δονεί και ηδονεί,
η φωτεινή πλευρά μιας ζωής
πού ανάβει ψηλά και σβήνει το χρόνο, επιβεβαιώνοντας ακριβώς ότι τίποτα απ ΄
αυτά δεν είναι ζωή,
τίποτα απ ΄αυτά δεν είναι
γυναίκα,
άλλωστε όλοι ξέρουμε τι
είναι ζωή, όλοι γνωρίζουμε τι είναι γυναίκα,
κι όμως θέλουμε να ζούμε
αυτό πού δεν είναι ζωή,
υποκρινόμαστε ότι ζούμε,
θέλουμε να ζούμε αυτό πού
δεν είναι γυναίκα, αυτό πού δεν είναι ζωή,
γιατί ποτέ δεν θέλαμε να
δούμε ότι η ζωή είναι γυναίκα,
κι είναι ακόμα μια νύχτα,
ένα λάθος, ένα αστέρι πού ανάβει ψηλά και σβήνει τον χρόνο, μια ζωή πού
ονομάζεται γυναίκα,
να θυμηθώ εδώ να σου δώσω
τις λέξεις μου, να τις κρεμάσεις φυλαχτό,
να αδράξω την αιωνιότητα
πού τρέχει στα μπούτια σου, σπέρμα
για να σου δωρίσω μια
καινούργια ψευδαίσθηση,
την ώρα πού η ζωή θα είναι
προς ζωή θανάτου,
την ώρα πού θα βγάζεις
λέπια, σπίθες και γούβες σ΄ όλο σου το κορμί,
cause freedom is just another word for nothing left to loose,
common, take another little peace of my heart,
όμως πάλι το σκας, κυλάς
παραισθησιογόνο στο αίμα μου,
φεύγεις,
πριν προλάβω να σε
διασώσω, να σ΄ αγαπήσω,
και μαζί σου μ΄ αφήνουν
ξαφνικά,
τα μπλουζ,
οι δρόμοι,
η νύχτα,
ο καπνός,
και δύο άδεια Jack
Daniels,
τα τραγούδια σου και οι
κραυγές αγωνίας τού Ball and chain,
οι σπασμένες βιτρίνες μιας
παραβιασμένης ψυχής,
η στερνή σου κόλαση,
τα σφιγμένα σου δάχτυλα
και το άδειο κορμί σου,
το γυμνό, ψηφιδωτό, κεντημένο
με στρας κορμί σου, φορτωμένο λουλούδια,
πού πρώτος εγώ αντίκρισα,
ριγμένο άψυχο κουφάρι,
ανάμεσα κρεβάτι και
κομοδίνο,
με το κοκκαλάκι τής μύτης
σπασμένο, και τις φλέβες σου μαζεμένα καλώδια σιωπηλά να ακουμπάν προς την
πλευρά τού οινοπνεύματος,
έσκυψα πάνω σου και σε
φίλησα στο στόμα,
πνιγμένη στο αίμα,
κοιτούσες ψηλά,
τα μαλλιά σου τεράστια
βεντάλια απλωμένη στον τοίχο διακόσμηση,
να φωλιάζει το πένθος μου,
ανάμεσα σε πηγμένο αίμα και σκόρπια ρέστα από πεντοδόλαρο,
θέλοντας να σ΄
αποχαιρετήσω,
παραδομένος στις πικρές
μελωδίες τού Me and Bobby Mc Gee και τα ψυχωτικά μπλουζ περάσματα τού
Summertime.
Εγώ σε σκότωσα;
Οδύνη.
Είδες ! για ένα
αναγραμματισμό χάσαμε την ηδονή.
( χθες ονειρεύτηκα πώς
ήσουν η Janis )
ΠΡΩΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (από την ίδια συλλογή)
Η Τέχνη είναι η μουσική τής
λησμονιάς
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ
ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΦΛΕΒΑ ΧΡΥΣΟΥ,
μια Ίος σε κάρτ-ποστάλ, απλώνεται ανοιχτή πληγή στον κόκκινο, χνουδωτό αφαλό
τής γης.
Με γοφούς λίκνα φωτιάς πού
αιμορραγούν ακατάσχετα, τυλιγμένοι σε τούλι.
Έρχεσαι καταπάνω μου με
ανοιγμένα πανιά.
Γλώσσα σπάνιου διαμαντιού
σε σάρκινο όστρακο, αστράγαλοι μαργαριτάρια μπλεγμένα σε φύκια πού πάνω τους
γυαλίζει το μύρο
και πόδια ξεθωριασμένες
αγιογραφίες πού ακουμπούν στην σελήνη.
Είσαι ολόκληρη μια
ασθμαίνουσα ζώνη φωτός.
Με μάτια μπουκέτα
αστεριών, διάπυρα, ακαθόριστης λάμψης.
Με μάτια κατώφλια
φθινόπωρου πού το χτυπά η βροχή.
Με μάτια ναυάγια λάφυρα σε
βυθό άγνωστης παραλίας.
Μέση πλαγιά βουνοκορφής.
Τη δέρνει ο ήλιος.
Κάνεις πώς βαδίζεις, αλλά
πετάς. Απογειώνεσαι.
Καθώς σε παρακαλώ να
βρεθείς σε τροχιά.
Καθώς σε παρακαλώ με
απλωμένα χέρια, πληγές να γεννηθείς ξανά μέσα μου
να σε χωρέσω σε κάθε γωνιά
τού κορμιού μου, να πάρεις το σχήμα μου
να σε γεμίσω μικρά μυστικά
και θαύματα.
Το λάθος σου να μην
υπάρχεις, ήταν το λάθος μου να υπάρχω μέσα απ΄ την απουσία σου σε μια εντελώς
ιδιάζουσα συνομωσία μορφών.
Κοιτάζομαι μέσα απ΄ τα
θραύσματα καθρέφτες τής εικόνας σου
γονατιστός, ιχνηλατώντας
την καταγωγή σου
σε ματοτσίνορα πού
χορεύουν τσιγγάνικες μελωδίες
σε μαύρους βολβούς
σε βλέφαρα πού κλείνουν
νωχελικά και μου φράζουν τη δίοδο
στο ροκ πού παίζουν τα
μάτια σου
σε βλέπω να σκίζεις τα
πέπλα τής ζωής μου
έκπτωτος άγγελος πού
βουτάει στη γη
χτυπάς μανιασμένα τα
παράθυρα, σπέρνοντας θύελλες οργής
η απουσία σου, το άλλοθι
τής οριστικής μου αποχώρησης
χύνεσαι αέρας πού
παρασέρνει έπιπλα και κουρτίνες μαζί
αστράφτοντας σαν ξωτικό
τής παρακμής
παίρνεις τσεκούρι και
κατεβάζεις τζάμια και φωτιστικά
καθώς παίζουν οι
συγχορδίες των Van Der Graaf
σε παρακολουθώ δισταχτικά
δεμένος το περιλαίμιο τού
σκύλου πού μου φοράς συνήθως
πάνω στις κάτασπρες
κολώνες των φόβων μου
ντύνεσαι όλες σου τις
περιβολές από λάσπη, μίσος, δάκρυα και άμμο
το στόμα σου βγάζει τώρα
καπνούς άμετρης λύσσας και στο κορμί σου
βιτρώ εκκλησίας τού
περασμένου αιώνα, μπερδεύονται ρυθμοί, σπέρματα,
νεκροί σκορπιοί και
κομματάκια γλυκού απ΄τα γενέθλια τής Παρασκευής
μετά, την ώρα πού ο ήλιος
ετοιμάζεται να σφηνωθεί χαδιάρικα
στα μαλλιά σου, στεφάνι
με αρπάζεις απ΄ το χέρι
και με οδηγείς βιαστικά στην πόλη των πυρετών
σε κλειστό δωμάτιο να
βλέπει φωταγωγό
μαγική νεράιδα με
καθηλώνεις σε άψυχο στρώμα, το σεντόνι κόκκινο με μαύρες ακτινωτές πινελιές,
γράφει στο σώμα σου τις εποχές τού μπαρόκ
αρχίζω και πίνω από μέσα
σου τούς χυμούς τής λησμονιάς
μυθικός Οδυσσέας στο νησί
των Λαιστρυγόνων
έχεις τη γεύση τής
σοκολάτας
οι ρόγες σου τεράστιοι
άναρχοι κύκνοι, αναδύουν χαμένους παράδεισους
στην μυθολογία του πάθους,
με ιερουργούν
και σταματάω υποταγμένος,
λαχανιασμένος, σε στάση προσοχής
στη μήτρα, τη μήτρα ιερό
πού φτεροκοπάει και
εκμηδενίζεται σε κάθε κίνηση τού χεριού μου
τη μήτρα, τέμπλο τής
ηδονής
πού υπακούει και δίνεται
και βαριανασαίνει
και βαδίζει πειθήνια το
δρόμο τής τελευταίας θυσίας
τη μήτρα πού ανοίγει σαν
άνθος κακού
και σκορπάει και χαίρεται
και λιμνάζει
τη μήτρα των μεγάλων
καλοκαιριών τής παραφοράς
υγρή σαν νούφαρο
απόκρημνη σαν Σαντορίνη
επινοημένη σαν Νταλί
πού συστέλλεται και
διαστέλλεται και στασιάζει
και αποδέχεται και
γλιστράει και απαγγέλλει
υστερικά ποιήματα
τού Μπλέηκ και τού
Λοτρεαμόν
κάθε της άστρο κι ένας
καρκίνος τής λογικής
κάθε της μάτι και μια
βελούδινη χοάνη δροσοσταλίδες
κάθε της νεύμα κι ένα
μπουκέτο χρώματα
την πιάνω με τα χέρια μου
σαν παιχνιδάκι και την ανοίγω
λαστιχένια μπάλα
ξεφούσκωτη
κολλάω εκεί το στόμα μου,
φιλί τής ζωής
πάνω στο δράμα τής
κλειτορίδας πού αναπνέει βαριά
γίνομαι θεός και διάβολος
γεύση τής σάρκας σου
μοναδική
καθώς σαλεύω
στις εσωτερικές σπηλιές
σου
και πέφτω, πέφτω συνέχεια,
ασύμμετρη τεθλασμένη γραμμή
γεμάτος σημάδια
αφανισμένων αγγέλων.
Όλη μου η ζωή άδειασε μέσα
σου.
Κοχύλι πού ξεβράστηκε σε
έρημες ακτές το κορμί σου
παραμένει μέλλον
παρόν
και παρελθόν αυτής τής γης
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΦΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, εκδόσεις Αστάρτη,
2004. Δίγλωσση έκδοση
Το μέτρο στα ποιήματα είναι εσωτερικό,
θρηνεί το βατερλώ της γυναικείας απουσίας,
οι φωτογραφίες «γράφουν» την μοναξιά του γυμνού
σώματος.
Μια μελαγχολική κατάθεση φόρου τιμής στην φωτεινότητα
του γυναικείου ιδεαλισμού
και μέσω αυτής στον εύφλεκτο πλανήτη των πιο γόνιμων
και απόκρυφων αισθήσεων.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΖΩΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ
(αποσπασματα από τη συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου ΦΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ 2004)
ΙΙ
σε άδεια ερημικά πλάνα
στα ίδια παγωμένα νερά
έγινα πέτρα και φως
προσπαθώντας να φτάσω
για λίγο
τη μακρινή απουσία σου
ακόμα λείπεις
III
δυο μαλακά φεγγάρια
τον Αύγουστο
διπλωμένα στις αποσκευές
του καλοκαιριού
με αμφίβολες σάρκες
συμμετρικά είδωλα
διαθέσιμες αγωνίες
έτσι ορίζεται ο έρωτας
στη γεωγραφία των σωμάτων
VII
θα βλαστήσω από βροχή
θα ματαιώσω κάθε αρχαίο
μειδίαμα
θα λήξω
θα γίνω γραμμένη πληγή
ευπαθές όνειδος
σκιά των ματιών σου
μέχρι να βρούμε τη νύχτα
και να χαθούμε
σαν σύνθημα
που ξεθωριάζει στους
τοίχους
X
γράφουν φάσεις του
φεγγαριού
οι νερένιες κινήσεις της
σάρκας σου
καρφώνουν κατάρες και
σφάλματα
γεννούν φυλές αρχαίες
θα βγάλω ρίζες μέσα σου
πεθαίνοντας
στην νέα εκκλησία της
αμαρτίας
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ,
εκδόσεις Μεταίχμιο, 2007
Τα μικρής διάρκειας αυτά κείμενα, που
συνυπάρχουν εδώ σε ίσες ποσότητες
με τις ιδέες, το απόφθεγμα,
την ποίηση,
τον αφορισμό και τον
δοκιμιακό λόγο,
θέτουν εξαρχής ένα σχεδόν ακαριαίο
στοίχημα:
Να καταφέρουν να παραμείνουν
ανεξάρτητα ειδολογικά,
εγκιβωτίζοντας συγγενείς μορφές του
γραπτού λόγου εν είδει σπαραγμάτων,
και παράλληλα να παρεκτείνουν, όσο
μπορούν,
την οπτική και το όραμα της γραφής.
Με αφετηρία τις πολλαπλές εκδοχές του
εγώ
που συνωθούνται μέσα στο ίδιο σώμα
σαν μεγάλα επάλληλα σύμπαντα,
ο Σταύρος Σταυρόπουλος αποκαλύπτει,
ανασηκώνοντας ελαφρά το πέπλο των
πραγμάτων,
μια πυκνότατη φόρμα συναισθημάτων,
στα όρια του ποιητικού παράδοξου,
που προβάλλονται ως στοχασμοί πάνω
στο σκηνικό των λέξεων,
θυμίζοντας στενογραφημένες σημειώσεις
για την άγραφη Ιστορία του βλέμματος.
ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΚΛΑΙΕΙ ΕΝΑ ΜΩΡΟ…
(…οι βιβλιοθήκες των ανθρώπων γκρεμίζονται…)
ΧΥΝΕΣΑΙ μέσα σε
όλα τα τοπία, καλύπτεις κάθε πιθανό συνδυασμό, γιορτάζεις όλες τις ημερομηνίες.
Σε μεταφράζουν όλες οι γλώσσες της γης. Κάθε πρωί που σηκώνεσαι, φοράς όλα τα
χρώματα, μιλάς όλες τις λέξεις της μέρας και χαμογελάς. Με όλες τις εκφράσεις.
Σε φωνάζουν όλα τα απεγνωσμένα επίθετα, υπάρχεις μέσα σε όλες τις επιδιώξεις,
αποτελείς ιδρυτικό μέλος σε όλα τα κινήματα. Είσαι ο πρωινός καφές σε όλα τα
καφενεία, το ρεφρέν στους στίχους όλων των τραγουδιών, με περιμένεις σε όλες
τις γωνίες του κόσμου να γυρίσουμε σπίτι. Εκτυλίσσεις τα στιγμιότυπα, αλλάζεις
τη γεωγραφία του ορίζοντα με το βλέμμα σου, σε διαφημίζουν παντού τα καρτ
ποστάλ των νησιών. Αποτελείς το θέμα όλων των αφιερωμάτων. Είσαι πάντα ο χρόνος που πέρασε και ο χρόνος που θα ρθει, στεγνώνοντας πάνω
σε κάθε φωτογραφία, κάθε δέρμα, κάθε που βρέχει. Χωρίς καν να υπάρχεις. Εσύ. Μια, καθώς λένε, δυσλειτουργία της μνήμης. Ο ΕΡΩΤΑΣ: Μια ανάρμοστη περιπέτεια του ματιού. Ένας εγκαταλειμμένος
σιδηροδρομικός σταθμός που πάνω του κυλάνε τα χρόνια. ΞΑΦΝΙΚΑ, εκεί που καθόμασταν και περιμέναμε ανυποψίαστοι να ξεσπάσουν τα
κύματα, μετρώντας τα δαχτυλίδια του χρώματος, ένας ωκεανός πέρασε αναπάντεχα
από μια ρωγμή των ματιών σου και έγιναν όλα ξανά ανεπίτρεπτα μπλε. ΗΤΑΝ ένας ήλιος εκτός μάχης, που είχε σχεδόν καεί πίσω απ’ τις πλάτες μας
-μια θεωρητικά χαμένη υπόθεση – κι όμως θυμάμαι καλά πως προσπαθούσαμε να τον
αναστηλώσουμε, τοποθετώντας μεγάλες ξύλινες διχάλες κάτω απ’ τα μάτια του για
να τα κρατήσουμε ανοιχτά, πως νιώθαμε λιγάκι σαν ήρωες ταινιών εποχής, στην
τελευταία ευκαιρία που είχαμε να ξαναγίνουμε παιδιά. ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ της χώρας σου, αυτό το βέβηλο σύμβολο με τα πολλά ψηφία από
σκασμένη δαντέλα, κάτω απ’ το τρίχωμα της νύχτας, εκεί χαμηλά, σε κοινή θέα,
δίπλα στην αδηφαγία των χειλιών, σαν ορθάνοιχτη σωτηρία ζώου που σε κοιτάζει
θλιμμένα, είχαν στήσει ενέδρα οι εξισώσεις. Βάλθηκα να αιωρούμαι στη ρίζα τους
με ανοιγμένη ομπρέλα. Σε στάση προσευχής, σχεδόν κρατώντας σε στα δόντια μου,
συνέχισα να χορταίνω το στόμα μου με το παγκόσμιο τραύμα.
Η παρέλαση των κύκνων θα ξεκινούσε σε λίγο.
Δευτέρα, 28 Ιουλίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου