Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΕΥΘΕΙΑ

 

(… που το χάος της είναι η λέξη   ΕΚΤΟΤΕ.…)

Δεν γίνεται να μην ειπώ για τον ίσκιο μου   (κι ας έπρεπε)

Στεκάμενον τον βρήκανε σε χαρακιές 

ανοιχτά του νου οι ενενήντα ήλιοι και του ρίχτηκαν,

αν πισώπλατα δεν επιμένω.

Εμάκραινεν  ο τετραόμματος όπως η κάμπια

που αν χρησμός η Ποτίδαια βρεθεί στο δρόμο της

στήνεται πουλάρι

όπως εστήθηκεν  κι ελόγου του απόκαυκος

καταμεσί  μιας τέτοιας κοσμοχαλασιάς.

Λογιάζονταν με τους Αγγελοδούκες κι ας μην είχε

σχέση και μάλιστα βυζαντινή με καστρινούς 

 

Σαν πήρανε με πέρπερα να τον μαυλίζουνε

και με ολκάδες οι ευνούχοι

πιο πολύ εκείνο το   δ ρ ο υ γ γ α ρ ι ο ς

μ’ έβαλε σε  πειρασμό να τον ονοματίσω

γίδι παραφύσιν  ή  ορίζοντα μεθύοντα,

τέτοια εχύθηκε αντιπαραβολή κατά τα μέρη

των Σαλώνων τέτοια καταύγαση 

που έγινε ντέφι  και ιώδιο  ή  φρενίτις.

Ποιος τότε ν’ αναδιπλωθεί;  ποιος να δει το σχήμα του

που όλο πληγές  οι λόγιοι κώνοι τον εβρήκανε

τ’ ανάσκελα σαν φιλιατρό στην ξεραϊλα;

Ω αιώνια,  πώς παίρνοντας ξοπίσω τα τροχόσπιτα

εμίσευες σκυφτός για τις ομίχλες; 

Σπέρμα  του κροταλία έσχιζε τις συκιές,

ο χρόνος άλαλος μες τις κερήθρες

η σιωπή συνέχιζε με τ΄ άλλα!.. 

 

Ξάφνου εγύρισαν τα πάνω κάτω

η λέξη εύβοια αποκολλήθηκε απ’ τη θολούρα της 

για άλλη μια φορά το κιτρινόχωμα έφεγγε 

όπως μέσα στον όρθρο χρυσαφένια καταλάμπει 

η διακόρευση παιδίσκης. 

Ευαγγελίζου τον βουβώνα μου λοιπόν  ω Ιλαρίωνα

ανερμήνευτε,  δεν θα πούνε τα τηλέτυπα ποτέ

το δρόμο πετεινό  ή  πυγμάχο!.. 

 

Ως εκ τούτου αναφερόμαστε στην ευθεία

που το χάος της είναι η λέξη  έ κ τ ο τ ε!..

[ΑΠΟΙΚΙΑ ΧΑΛΚΙΔΕΩΝ  από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978: 

 


Κι άλλα ποιήματα από την ΟΔΟ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ

εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 εκδόσεις ΑΓΡΑ:

ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΑΓΕΡΑ ΛΕΩ ΑΓΕΡΑ ,  Από τα χρώματα α θες να ξέρεις μόνο το νερό…

Ο ΤΟΙΧΟΣ ΑΜΦΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΣΩΜΑΤΑ,  Τώρα που ’ναι στη βράση του το σίδερο…

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ,   Υπάρχει ένας διαλογισμός μέσα στο χέρι μου… 

ΠΡΟΛΥΤΗΣ,  Μετά που έλυσε το αίνιγμά γυμνώθηκε…

ΔΙΑΠΛΑΤΥΝΣΗ ΦΑΣΜΑΤΟΣ, Ήτανε μέρα Τρίτη κάτι πιο λίγο της φλεβός…

ΚΑΤΑΨΗΛΑ ΣΤΑ ΤΟΞΑ,   Νύχτα σημαίνει ώθηση με τον νεολιθικόν αντίχειρα…

ΜΑΝΟΥΗΛ   Υπνοβάτης άκρη – άκρη στους αναβαθμούς…

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΑΡΜΙΕΝΤΕ ΓΚΑΜΠΟΛ,  Δεν αποθανατίζει πια το απομεσήμερο στην Αλεξάνδρεια…

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΛΥΣΗ ΣΕ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ,  Μην το παίρνετε για διαμρτυρία… και 

ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΥ,   Έτσι που με το πρώτο σύννεφο μόνα τους στις ερημιές τ’ αθάνατα χάνεσαι σύψυχος…

 

ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΑΓΕΡΑ ΛΕΩ ΑΓΕΡΑ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Από τα χρώματα α θες να ξέρεις  μόνο το νερό

κι η ζέστη της μασχάλης σου μπορούνε πια

να ισχυρογνωμονούνε.

Τώρα κι απ’ τον ασβέστη πιότερο μακρινή

είναι η πόρτα μας που αρνιότανε την άλλη σημασία της

κι έμνησκε μόνο σανίδι νυχτόβιο.

Το κρανίο μου είναι σπίτι που ερειπώθηκε

φύγανε όλοι.

Τις νύχτες μόνο απ’ το υπόγειο αναθρώσκει

ο Ιωάννης σιδερένιος,

ο ένας μαστός του είναι κορνέτα  ο άλλος φρύγανο.

Σηκώνοντας ψηλά το αντιμήνσιον λέει φρυγικά απαρέμφατα

ύστερα χάνεται κόκκινος όπως αντίδωρο

ή άλιωτος με τους δωδέκατους φυσάει ως απηλιώτης.

Τότε η Σκύλα η Χάρυβδη πνίγουν τα πράγματα,

πέφτουνε πάνω του θεόγυμνες όπως γεωμετρίες

αφρισμένες, ο χώρος κατρακυλάει όπως γκρανκάσα.

Έξω λοιπόν η Δαμασκός απ’ τον προορισμό μας

και η οπλασκία της και του Ιωσήφ τω Ρωγών

το άμφιο κι η μεσαία κερκίδα.

Το μυαλό μου εμένα είναι αγόρι των αλαλαγμών

πίσω σερνάμενοι πάνε οι πέντε άνεμοι της Τροίας

το αίμα τους λέρωνε την αμμοδόχο.

Τελευταίο χώμα ένα σταμνί ρίχτηκε ξο-

πίσω του στη μεσαυλή και ετζακίστη.

 

Άραγε πώς

από ποιο λάθος να ’ρχεσαι με ποιο σε χάνω

και φεύγεις κι όλα μου τα θέρισες τα όστρακα

τις εφτά ψυχές μου τη φωτιά

τα χέρια μου ξεσέρνοντας αιθάλες;

 

Ω να ΄ξερες

γιατί ονοματίζω εξαρχής τα πράγματα

και λέω εγκρεμό το κάθε που εβουβάθη

και λέω ταξίδι το ινιακό του Διοκλή

που τελευτώντας η αστροφεγγιά  εσχίστη

κι έχασα τ’ αγιάρι μου

και μόνο τον αγέρα λέω αγέρα

γιατί μόνο ελόγου του μπορεί να είναι ο μύθος του

καταπώς είναι σκάφος η λέξη αλισάχνη

και να γιατί μέσα στην πέτρα

πέτρα πάλι ονοματίζω την ευαισθησία μου

ότι χαμόγελο δεινοθηρίου ήτανε κάποτε

ο νυν Βαβύλας.

 

Ο ΤΟΙΧΟΣ ΑΜΦΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΣΩΜΑΤΑ

Τώρα που είναι στη βράση του το σίδερο

ζητάμε από την πυρκαγιά βροχή

απ’ την γελοία θειά μας τον έρωτα

από τον παπα-Σεραφείμ τα έκθετα της τριετίας

την αυπνία και τον Υψηλάντη της.

Αμ τι νομίσατε πως θα ’ναι πια μιαν άνοιξη

«ανάκουστος κιλαηδισμός και λιγοθυμισμένος»;

ή τάχαμ μεσημέρι δώδεκα ο κάποιος άναψε κερί

και πάει ψάχνοντας δηλαδή ο σφυγμός σου

κι η καρδιά σου ωραία κόρη του Κραβασαρά

και τέτοια;

 

Το πράγμα είναι τώρα δύσκολο

κι από παράθυρο ανοιγμένο στην οσφύ μου.

Τώρα ο  Αμφίων το ψηλό καπέλο κι η κιθάρα του

ποδηλασία μες τη χλωροφύλλη,

η στραβοτιμονιά του οδηγού

το τραμ που ανατράπηκε κι η ψυχή μας

από κάτω λιώμα είναι στριγγιά,

που μ’ έκανε άσπρο τοίχο ατέλιεωτο.

 

Εσύ λοιπόν βυζαίνεις το αυτί το μέσα  μου

το μόνο μου ακροκέραμον.

 

Γλιστρούν επάνω μου τα χέρια σου

όπως ξέρουν μόνο να πεινούν οι πέτρες.

 

Το κορμί σου πλάι μου είναι μια θάλασσα τριώροφη

κι είμαι νοτιάς και κληρωτός

ή ένας των Ανδεγαυών στοιχειό του πύργου

που μιλάει με τα κόκαλά του όπως με κλαρίνα

κι έτσι που το κεφάλι μου είναι διψήφιο

όπως ρολόι του τοίχου ενώ ως τα χθές

ήτανε σκεύος παλιγγενεσίας

με το σήμερα και το αύριο θα μιλήσει

καταγής ασώματο

καταυγάζοντας στεριές και θάλασσες

όπως η εντελέχεια τις κλειτορίδες

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]


 

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟδΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Υπάρχει ένας διαλογισμός μέσα στο χέρι μου

είναι ο κελευστής Παρμενίων.

Η αχρωμάτιστή του πιθανότητα κατάλοιπο ναυπηγείου

ανάγεται στα εύφλεκτα

καταπώς η μάνητα του Αχιλλέα μπολιάζει τις οξιές.

Το αντικείμενο αυτό  διχάζεται , η ζάλη του

είναι κλείδωση του αγέρα

όταν ξεσέρνει πίσω του τις μπαμπακιές

κι η αφαίρεση οξύνεται στα έσχατα.

Τότες, μόνο το θάμπος μπορεί να ισορροπεί

κι ας ονομάζει ο καθένας τύχη όλα τα ύδατα

κι ας μετάγινε αντηλιά το χέρι μου αποξαρχής

κι ας κακοφόρμισε ύστερα που κατάπεσε αλάτι

κι ας ξεράθηκε.

 

Σ’ αυτές τις γειτονιές άγιοι δίχως σαντάλια

ψέλνανε το credere εκαίγονταν στις φρυκτωρίες

όπως αστραφτερά ποδήλατα που ανηφορίζουνε

τις ειδούς του Μάρτη.

 

Πώς το σκοτάδι τότες μ’ ένα μόνο κύτταρο

αντιδρούσε σ’ όλες τις αντινομίες;  

Η κίνηση αυτή ξανέκαθεν είναι ο ιδεατός Μπράουν

που αναπτύσσεται με ιδιόμελα με στιχηρά κι άλλα

τέτοια ησυχάρια καταπώς χειρομάντης τις,

Σωτήρης το επίκλην, χρίεται προκαρδινάλιος

καθότι αρσενοκοίτης∙

 

ώρα πολλή με δαύτον κοιταζόμαστε στα μάτια

ώσπου από τη μασχάλη του βγαίνει κουρνιαχτός

σαν από φουρνέλο

σπρώχνει την ψυχοπερίπτωσή του καταπάνω μου

αισθάνομαι που το μεσονύχτι μου γίνεται χίλιες

μικρές αράχνες,

 

τότες πια θαρρετά καταμεσί της aula

σαν από γεωτρύπανο

ο ανατατικός στυλίτης Ισαάκιος δηλώνει ότι ποτές

δεν παραδέχεται να υπάρχει η νήσος Αστυπάλαια,

 

εξόν ο διχασμός της.

 

ΠΡΟΛΥΤΗΣ

Μετά που έλυσε το αίνιγμα γυμνώθηκε.

Ερεθισμένος πήδησε το μυαλό του

ύστερα βγήκε στο μπαλκόνι.

Ανεβασμένη στο κοντάρι άσπρη

τρίβονταν πάνω στον άνεμο η φωνή του.

Βαθιά του ορίζοντα οι καπνοί σήκωναν τα κωδωνοστάσια,

ένιωσε που η ηδονή του

ένδοξη πια βούλιαζε στον Γαλαξία

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΔΙΑΠΛΑΤΥΝΣΗ ΦΑΣΜΑΤΟΣ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Ήτανε μέρα Τρίτη κάτι πιο λίγο της φλεβός.

Ανοιχτά των Κούναξων εφώναζες:  Ιδού ανηφόρι

βγάλτε το άχτι σας,

με συνεπήρε αλαζονεία ποταμού

η νύχτα ριγμένη μπρούμυτα έμπαινε στον εαυτό της

(η νύχτα είναι αυγό όπως η μονάδα είναι καμπύλη

δίνεται στους γορίλες

ό,τι ξοπίσω της ακούς ή σέρνεται, ίσκιοι

θρήνος πέταλα είναι των λιθαριών)

 

Τόνισε ο ουρανός πήρε να γέρνει μια ιδέα

προς το γρέγο

το άχτι μου άνοιγε δρόμο μεσ’ από νερά

έχανα το ανηφόρι.

Στο εξής όταν θα λέμε:  παρεκτός ο Κλαύδιος

ετούτο μόνο θα εννοείς:

που φεύγω.

 

 

ΚΑΤΑΨΗΛΑ ΣΤΑ ΤΟΞΑ

 Νύχτα σημαίνει ώθηση με τον νεολιθικόν αντίχειρα

του Οδυσσέα Ανδρούτσου

με μαγνήτες και άλλα μηρυκαστικά:  νευρώνες

νησιά που στενεύουν

ή που κόκαλα του Τζάνε Κοντεφέρου

της ποτέ καντζελαρίας Κιμώλου

ξάφνου βρεθήκανε  σε στρώματα βασαλτικά.

 

Το ανωτέρω έντομον είναι μάλλον μύγα

η πέμπτη λέξη ήταν νερό

η τρίτη υπνοβάτης

χώρια που οι άλλες στο πίσω οικόπεδο

δόθηκαν σε βιαστές

κι άλλες που ασκήθηκαν ίσα μόνο

ν’ αλυχτούνε τ’ όνομά μου

το ακόντιον.

 

Ω να ’βλεπες που τίποτα δεν εκινήθη

όταν κατάψηλα στα εννέα τόξα

στο χείλος πέτρινου θεού επεριδιάβαζεν

η μοναξιά μου.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΜΑΝΟΥΗΛ

Υπνοβάτης άκρη – άκρη στους αναβαθμούς

και τόσο αμίλητος του Μυστρός

τρέχοντας σε γιατρούς να γίνει ωοτόκος

δεν αντιδρούσε πια στα χρώματα η προσευχή του

ούτε καν στο ιώδες

ούτε και στο εράσμιο αλάτι.

 

Έμπαινε σηκωτός στο μεσαίο κλίτος

όπως μεταφέρουν έπιπλο βαρύ

σκοντάφτοντας στους τοίχους

σπάζοντας τις γωνιές

 

παράξενος,

ιστορισμένος πια στο περιστύλιο

ή κάπου στον προνάρθηκα

με το μουστάκι του βαμμένο

το μεσαίο δάχτυλο σηκωμένο άπρεπα

να σκανταλίζει τις αρχόντισσες των εσπερινών

κι όμως αμίλητος στις ανηφόρες του Μυστρός,

ο Μανουήλ.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΑΡΜΙΕΝΤΕ ΓΚΑΜΠΟΛ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Δεν αποθανατίζει πια το απομεσήμερο στην Αλεξάνδρεια∙

σε κάτι βαθύφωνο όσο ποτέ Ρόδιος γεωμέυτης

δεν ματαστράφηκε στο πεπρωμένο του.

Χορτασμένος δρόμο παράβγαινα τη λέξη   ύαλος

τον άνεμό  της

μίλια μέσα μου ο Ιωάννης ομίχλη πάτμιος

κι ας χτυπούσαν τις ασπίδες οι Θηβαίοι

χυμώντας μ’ επικεφαλής τον Βαγιαζήτ.

Το μύχιο του Χαλανταρίου πεταλίδα πάνω μου

με τα λιθάρια της να πετροβολά η Εγνατία

πώς θα ’βγαινα απ’ τ’ αγιάζι μου;

 

Η πρώτη μου συνουσία διαστολή του άσπρου

στήθηκε να θαυμάζει το δούκα Σανούδου

που θα περνούσε λέει η φαντασία

υφαντό ανείπωτο λαιμός κάτασπρος.

Να πώς εβγήκε τον καιρό πάνω στο σάπισμα

κι επέρασε ο σκυλόφραγκος απείραγος,

 

μα εσύ, τι έχεις με του Σαρμιέντε Γκαμπόκ

την αιωνιότητα, του εξωλέστατου

και σε χτυπά το ρεύμα κάθε που κοιτάς

τη θάλασσα;

 

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΛΥΣΗ ΣΕ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

Μην το παίρνετε για διαμαρτυρία

κοιτάξτε μόνο το σκυλί που βαθιά το

βούλιαξε το ακρωτήρι

που αρπάζει τις χειρονομίες μου   τις γλείφει

ζητάει το κόκαλο  το μεδούλι

μου τις δίνει πίσω

μυρίζει τα γόνατα του ύπνου μου

φεύγει νηστικό ξαναγυρίζει κλαίει

διπλώνεται στα τέσσερα μπαίνει στο συρτάρι

γίνεται μεσονύχτι  κι  ο βοσκός του

κι ύστερα χάνεται σε χώρους ακατοίκητους

όπου ο καθείς  μπορεί  να πει αδίστακτα

ιδού ο Ερμόλαος

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ…

(…άφησες μόνα τους στις ερημιές τ’ αθάνατα   χάνεσαι σύψυχος…)

Έκτοτε και σαστισμένος    που σε σκιάχθηκαν  και  κλειδωθήκανε όλοι τους   κάνεις να χωθείς από τις γρίλιες   όπως τα δίπτερα.  Μισή μόνο στροφή ο νοτιάς κι έπεσε πάνω μας   όπως μαμούθ το ουράνιο τόξο   λιώμα ο έβδομος ο νυοστός   ο που είδε τα μυαλά του    (μη το χώμα δεν αποσβολώνει  όταν τ’ αγγίζεις;  )   Η φωνή σου έπεσε  σαν που πέφτει απότομα ο άνεμος   ο τόπος χάνει τον αθέρα του   όπου να ’ναι θ’ ακουστεί η λέξη ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ!..   Μετά που ο κατακλυσμός εκόπασε   μονάχα το χέρι σου φαινόταν που εξείχε   απ’ την αμμούδα μόνον αυτό   μέσα στην τόση ερημία  άσε που όπως ο Αινείας ήτανε πια κουπί,   όλα τα άλλα παραχώθηκαν,   η εραλδική γραβάτα είναι τώρα δρόμος    περνάει μέσα από θέματα  autostrada del sole    τη συνοδεύει ρόγχος καροκομόων   η ξέρα είναι κατσίκα   βελάζει σπαράγματα του Ηράκλειτου   τα βυζιά της πέσανε         [ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΥ  από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..  Σου φωνάζω: σ’ όλα τα στερνά κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Παρασκευή, 26 Ιουλίου 2024

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

ΕΛΑΤΕ ΦΤΕΡΩΤΑ ΟΝΕΙΡΑ…

 (… με το ράμφος σας σκάψτε μου πιο βαθιά την πληγή να βλαστήσει το Ποίημα…)

Ήρθε και δήλωσε ηλιοβάτης  κι έβαλε μπρος τις μηχανές του

τηλεσκοπώντας  και   πληκτρολογώντας

 απ’ όρθρου  μέχρι μελανίας

πλανητικές σκιές   σαν ήχους

 

Σκίστηκε τότε ο θόλος του κρανίου μου  

σαν καταπέτασμα ναού

με τις δυο κόγχες φωτεινές, εκπέμποντας

μηνύματα άλλου κόσμου στις οθόνες σας

 

Στη θέση μου ένας σκελετός που αναβοσβήνει

παίρνοντας φως από πλανητική γεννήτρια

 

Δεν ήρθα απ’ αρχαγγελική σκάλα στο φως

 

Απ’ τη σχισμή μιας αστραπής ο εμβρυουλκός

μ’ έσυρε δίχως αμυχές  στα χέρια σας

ο χειρουργός με τ’ άσπρα του χεράκια

στα χέρια και τη γειτονιά σας που ματώθηκα

 

Άνοιξε τα θυρόφυλλα να περάσω

είμαι ο κοσμικός άνεμος και σφυρίζω

σ’ όλες τις κοιλότητες του είναι σου

στις τρέμουσες σχισμές του κορμιού σου να μελωδήσω

 

Σαν άρπα πολύχορδη σ’ έχω στα χέρια μου  και  σε παίζω

 

Χρόνια και χώρος σε τρελές διακοπές

 

Θυμήσου τρέλα μου τα θερινά

ψυχόλουτρα  και μέσα απ’ τους ατμούς

τις άναρθρες κραυγές σαν τις ουρές

των δελφινιών τα σαρκικά τινάγματα

μα η καθημερινή γεννήτρα είν’ αλλού

αλλού ο σπινθήρας κι η βαθύκολπη σπορά

 

Εκεί ο χώρος σ’ ανοιχτή διαστολή

κι ο χρόνος γενετήσιος  κι  ακάθεκτος   σαν εμβολέας

 

Μην ανάβεις το φως…  Η σάρκα σου

όπου να ’ναι θα λάμψει σαν δάδα

να φωσφορίσει ο ζόφος μου   των θυρών κεκλεισμένων

 

Τι θυροκροτείτε ω γείτονες

κι εσείς νηστευτές τι ταράζεστε

η θυσία τελέστηκε στ’ άδυτα   των θυρών κεκλεισμένων

 

Ήσουν ένα μετάλλευμα εαυτέ μου

σαν μια μορφή ορυκτή που έβγαζε σπίθες

ζωή  φλεγόμενη που φώτιζε,  και τώρα

τώρα το σώμα σου βαρύ σαν πέτρα

 

Να ’σπαζε η μαρμαρόπετρα και να ’βλεπα

αν γαλαζώνει η φλέβα στην καρδιά σου

αν όπως άλλοτε η καρδιά σου φωσφορίζει

 

Λύστε μου τα σχοινιά

τους τελευταίους σπασμούς   των πόθων

απ’ τις γλυκιές    αρπάγες του κρεβατιού,

στην κλαβανή τ’ ουρανού   τα κρεμασμένα μωρά

και κάτω τα γονικά   τρεμοσβήνοντα σκέλεθρα

ν’ ανοίξει η χωμάτινη   σκήτη του στήθους σου

ν’ απλώσει τα χέρια   να μ’ αγκαλιάσει

ο απ’ αιώνων εξόριστος

περιφερόμενος   στο διάστημα

σιαμαίος   μετεωρίτης

 

Φωνή που απ’ τα σπλάχνα τινάζεται

περνάς απνευστί τα τοιχώματα

κι όπως ανηφορίζεις στον λάρυγγα

πάλι σε σφίγγω στα δόντια

γιατί έξω μαζεύονται φύλακες

κρυφοί φανεροί

με κλομπ και με κνούτα

«Ανάνηψον»!..

 

Ελάτε φτερωτά όνειρα… Με το ράμφος σας σκάψτε μου

πιο βαθιά την πληγή να βλαστήσει  το ποίημα

 

Ο αμπελώνας μου ωρίμασε   Είμαι έτοιμος για το πατητήρι

 

Είναι το χέρι κι η τρεμόεσσα καρδιά μου

πιασμένη ακόμη μες στη σιδερή λαβίδα

ενός τεκτονικού σεισμού διαρκείας

 

(Όταν ξυπνώ φρενήρης της νυκτός και γράφω)

 

Η Γη ρουφήχτρα του όντος

είναι μια αχόρταγη μήτρα

κι εγώ ο αόρατος σπόρος

θα εκτιναχθώ –

δεν θα κυλήσω σαν χείμαρρος

να σας περιλούσω με γονιμότητα

θα εκτιναχθώ σαν αστροπελέκι

που σχίζει τη νύχτα για να φανεί

ο πυρήνας της γης   φαλλοβόλος

με μια οσμή καμένης γης

μια ευωδιά ζωογόνου θανάτου

 

Αποκριά στο γύρισμα του αιώνα

 

Σαν τους υποκριτές!..  Έτσι κι εσύ κατέβασες

απ’ το Ιντερνέτ ανέραστε τη φάτσα σου

και μια ζωή μ’ αυτήν μαϊμουδίζεις

 

(Μια χιλιοφορεμένη προσωπίδα)

 

Πάλι συσπειρωμένος μ’ όλα τα ένστικτα γύρω μου

να γίνονται αστραπές και βροντές του κρανίου μου

άλλα εξημερωμένα κι άλλα άγρια ξυπνημένα

εκείνα σαν ζώδια των αέρων κι εγώ

εν μέσω λεόντων και καννιβάλων

κυκλοτερής πολυγωνικός πολυόμματος

σαν μάγος να τα ξορκίζω

 

Να κι ένας που τραβά για τα ορεινά της τέχνης και μονολογεί

«…λαξεύω ένα κομμάτι πέτρα και δεν βλέπω ποια μορφή μέσα της κρύβεται

δουλεύω το νταμάρι και δεν ξέρω τι θα βγει;

 

Ο Αντρέας Εμπειρίκος  ή  ο Ανδρέας Κάλβος;»

[ήταν το ποίημα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ από την ομότιτλη      συλλογή του Γιάννη Δάλλα  2004

ΣΥΝΕΧΕΙΑ  μ’ άλλα ποιήματα από την τρίτη ενότητα:

ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ ΗΛΩΝ – Τις πιο μικρές μας εκδρομές τις κάναμε σταυροφορίες     

Αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:  

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]

 


ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

(…χιονίζει απ’ το πρωί σ’ όλα τα μέτωπα

δεν είναι αυτή η σινδόνη των ονείρων μας

το χιόνι είναι ο επίδεσμος της ιστορίας…)

Ξαναπήρα τους άπλετους δρόμους   ιπτάμενος

ξυστά περνώντας τα διόδια της μέρας

τους τριγμούς του άμβωνα και της κλίνης

γλιστρώντας πέρα απ’ την τριβή της ασφάλτου

στάθηκα στη βουή των τριόδων κι απόρεσα

ποιος ιερουργεί σ’ αυτά τα χρηματιστήρια

ποιος συναλλάσσεται σ’ αυτά τα ιερουργεία;

ποιος σάρκα μου εξιλαστήρια,

κι εσύ που κερματίζεσαι μέχρις εσπέρας

ψυχή μου δεν άκουσες που έρχεται ο άγνωστος

ανάμεσα στο χθες και την άγραφη επιούσα

έρχεται ο ονειροκτόνος  κι  όλα τ’ αποτελειώνει;

 

Όλα τα βάφει μαβιά και κόκκινα

όπως τη δεκάτη ενάτη Μπρυμαίρ βάψαμε με το αίμα

του σφαγιασμένου αμνού τους χιονάνθρωπους

αυτούς τους μεγαλιθικούς των επαναστάσεων

ασάλευτους τροχονόμους

στοιχειωμένους στις μεγάλες πρωτεύουσες

 

Πριν απ’ την κίνηση πέρα απ’ την ιστορία…

[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004 / Τρίτη ενότητα ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ ΗΛΩΝ]

 

ΣΚΗΝΕΣ ΤΟΥ 73

Διημερεύοντος του αγίου Γουτεμβεργίου

όλη η ροή των γεγονότων σε φορεία

 

Στη Σόλωνος και στις παρόδους της

τροχοί και πόδια ένας πολτός

και στα περίπτερα   οι στήλες των εφημερίδων σαν σφαγεία

με τα κομπιούτερ  και τους σιγαστήρες τους

-         επί σκοπόν –

(ακόμα ένας Κρόνος φαγωμένος

απ’ τα δισέγγονά του τρωκτικά)

 

Οι λεωφόροι  κάτω ποταμοί πολύστροφοι

παντού ελιγμοί…  Και στους τροχούς ανάμεσα

γυναίκες στρουθοκάμηλοι κι ανδρείκελα

οι οσφυοκάμπτες  κι  άλλοι αναρριχώμενοι

του βίου και της εξουσίας

 

Μα απ’ τις παρόδους ξάφνου οι νέοι αίλουροι

από το πλήθος μέσα αναδυόμενοι

σκαρφαλωμένοι στα πιο απόκρημνα συνθήματα

στα κάγκελα της Νομικής να ωρύονται

 

Και γύρω – γύρω οι εκδότες άναυδοι

τα έργα τους χυμένα απ’ τις βιτρίνες

 

Τα γράμματα έξω από τις μήτρες τους

η εικόνα επάνω απ’ τη γραφή

και κάτω – κάτω η ζωντανή λαλιά

το λάλον ύδωρ  και  το μήνιν άειδε

 

-Το άειδε που καταπλακώθηκε

ειπ’ ένας ποιητής και πρώην σπουδαστής

-Πού δεκατίστηκε η φοινικική λαλιά

ρωτούσε η ωραία κόρη που είχε γίνει Μούσα του

 [από την τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]

 

ΜΝΗΜΗ ΑΝΕΞΑΡΓΥΡΩΤΗ

(από την Τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004)

Όταν ο βυρσοδέψης ξεκολλά το δέρμα από τα κόκκαλα

θυμάται τις ρομφαίες κι ύστερα από χρόνια μέρες μετακομιδής

τα οστά πλυμένα με ροδόσταμα από μάνες μαυρομαντιλούσες

και μες τους λάκκους τα παιδιά χαρολογώντας χαροπαίζοντας

ανάμεσα σε ζωντανούς και σε νεκρούς δίκαια μεγαλωμένα

 

Και από τους άμβωνες επάνω οι μνημολόγοι, κήνσορες

 

ΚΡΑΤΗΘΗΤΕ…

Πόσοι κρυφά σακατεμένοι μες στους σιδερένιους δρόμους της πρωτεύουσας

ένας τους συγκολλά  κι  άλλος τους ράβει όπως – όπως για πεντέξι χρόνια

 

Και πόσοι ανίατοι χυμένοι στο μπετόν αλλάζοντας πλευρό μες στα θεμέλια

 

Και μόνον οι νεκροί μας σύντροφοι,  ακεραιωμένα αγάλματα

πετώντας γύρω – γύρω σαν τα χελιδόνια του θανάτου

μ’ ένα μήνυμα στο ράμφος τους

«Κρατηθήτε…»

[από την τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]

 

ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΣΤΟ ΖΥΓΙ

(από την Τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004)

Μ’ όλο το Ιόνιο κάτω απ’ το κελλί

κι έναν φεγγίτη φινιστρίνι τ’ ουρανού

τι αρμένισμα η ζωή ενός απόμαχου!

 

Μετά από τόσες εξορίες και σφαγές

ο κρεμασμένος

σάλταρε απ’ το σχοινί του γι’ άλλη παγανιά

(τουλάχιστον το φάντασμά του να χαρεί)

 

Θάμπωμα των μοιχών και των αγίων

 

Έπαψε κάτω να κοστίζει ο θάνατος

και το φεγγάρι να γυρίζει γειτονιά τη γειτονιά

μ’ ένα δισκάρι

και να ’ναι η  πλάστιγγα του γείτονα

με την ψυχή στο ζύγι

 

Και το κλινάρι,  κλίτος

 

ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΣΤΑΖΟΝΤΑΣ

Αυτή η αδέσποτη νεροποντή

πάνω απ’ τη Ρώμη

κι ό,τι ακολούθησε  

πώς ένοιαζε   με ξαφνική και βίαιη διαδήλωση

αστραποβρόντησε το σύνθημα

κι ύστερα απ’ όλες τις γωνιές

καραμπινιέροι  με τις λόγχες τους

το πλήθος ζώνοντας τυφλώνοντας

βροχή και αίμα στάζοντας

απ’ τις περόνες του άτεγκτου

καθολικού τους ήλιου

 

ΕΙΠΕ Ο ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ

Εδώ χρειάζεται ένας τρομοκράτης είπε ο τρομοκράτης

γι’ αυτά τ’ ανδρείκελα τ’ ανεβασμένα εκεί στις έδρες

τα νυσταλέα πετεινάρια

βραχνά κι αγουροξυπνημένα και βαλκάνια

που να τους πάρει το λειρί μαζί με τα κεφάλια

 

Για τους τηβεννοφόυς ένας τυφεκιογόρος

 

Να μπαίνει αθόρυβα σε μια διακοπή της δίκης

και να κρατά από την κλεινή ληστοκρατία

με το εμπροσθογεμές του  μέσα σε γλαδιόλες

ενώ εκείνοι οι βαυαρίσκοι της ρουτίνας

με τους φακέλους – προς εκτέλεση – υπό μάλης

σαν τα σπαράγγια θερισμένοι στην αράδα

να πέφτουν ένας – ένας απ’ τις έδρες τους

 

Σαν τα σπαράγγια λιπασμένα από το κόπρισμά τους

που να γενεί χαλές νομοχαλές η αίθουσα

και ούτε το αίμα τους να μην μπορεί   να την ξεπλύνει!..

[από την τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]

 

ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ

(από την Τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004)

Στην πόλη τούτη πώς βρέθηκα

στην παλιά εργατούπολη

και πιο παλιά χριστεπώνυμη

κι ύστερα βαμμένη στο αίμα

με τα νώτα και τα κάστρα της   έκθετα

στο έλεος των κομιτατζήδων

και πάλι αναστημένη και κόκκινη

κόντρα στα ντόπια γεράκια

 

Βρέθηκα να καπνίζω την πίκρα της

που απ’ το Ιμαρέτ ως τη θάλασσα κάτω

σ’ όλα τα σικέ καπνομάγαζα τώρα

γιεγιέδες κουνιούνται κι οπίσθια   ανιστόρητα

 

ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΣΧΙΣΜΕΝΑ ΚΡΑΤΗ 

(… μετά το πέρασμα του παγοθραυστικου…)

Φύσηξε αέρας από τα παλιά Βαλκάνια

πετροδολάρια από τη Βεσσαραβία

κι αγγελικά κορμιά στα καμπαρέ της Σόφιας

 

(Κορμιά φιδίσια από χειμέρια νάρκη, βγαίνοντας

απ’ το αίμα ενός παγόβουνου που κύλησε – ψηλά

 

Ψηλά από της Ρωσίας τα χιόνια…)

 

ΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ ΚΑΙ ΒΑΓΔΑΤΗ

Το Μπεογραντ  τριάντα νύχτες τώρα να σφυροκοπείται αλύπητα

και είναι, για μας, σαν να γκρεμίζονται ντουβάρια από το πάνω πάτωμα

 

Σε κάθε παραμύθι της Ανατολής υπάρχει κι ένας δράκοντας

κέρβερος, λένε, των πηγών του πετρελαίου,

καθώς επάνω από τη Βαγδάτη τώρα τα γεράκια περιφέρονται του Πενταγώνου

 

ΕΥΝΟΣΤΟΙ ΦΙΛΟΙ

Τι θαλπωρή και νοσταλγία στις μικρές λέξεις

οικίσκος      δρομίσκος   πολίχνη   ναϊδριον.

Κι εκεί πολύ κοντά,   το αλσύλλιον

όπου κατάκειται το τέμενος του Έρωτος!..

Κι όπου περνά ο αέρας ριμαδόρος

μέσα από τα φυλλώματα σφυρίζοντας

ειδύλλιον     ειδύλλιον.

Τι νοσταλγία  και  τι προδοσία που τις αρνηθήκαμε

Φωνές   φωνούλες

που είναι σαν τις καπνοδόχους της φυλετικής μας προσφυγιάς

Τώρα που πέσανε τα οράματα

ας πάμε να τις κατοικήσουμε

εύνοστοι φίλοι

 

στα εξήντα   στα εβδομήντα   στα εβδομήντα εννιά

να βλέπω μέρα – νύχτα από ψηλά

το θέαμα σ’ αέναη ανακύκληση

ο σκηνοθέτης ήλιος ν’ αποσύρεται

και ν’ αρχινά των άστρων η φυλλορροή

στα εξήντα   στα εβδομήντα   στα εβδομήντα εννιά

σ’ εκατομμύρια έτη φωτός και βάλε

να πέφτουμε απ’ τ’ ακρόκλωνα  ένας – ένας

σαν μαύρες τρύπες  και  σαν ώριμοι καρποί

στα χέρια αντιφρονούντων  κι άλλων μισθοφόρων…

 

ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΗΣ

Μια ολόκληρη ζωή αναρριχητής

μ’ άλλους μαζί   ως το ταβάνι

στα εξήντα   στα εβδομήντα   στα εβδομήντα εννιά

να βλέπω μέρα – νύχτα από ψηλά

το θέαμα σ’ αέναη ανακύκληση

ο σκηνοθέτης ήλιος ν’ αποσύρεται

και ν’ αρχινά των άστρων η φυλλορροή

κι εμείς πιασμένοι απ’ τις γρέντιες του χρόνου

-εμείς οι θεατές  κι εμείς το θέαμα-

στα εξήντα   στα εβδομήντα   στα εβδομήντα εννιά

σ’ εκατομμύρια έτη φωτός και βάλε

να πέφτουμε απ’ τ’ ακρόκλωνα  ένας – ένας

σαν μαύρες τρύπες  και  σαν ώριμοι καρποί

στα χέρια αντιφρονούντων  κι άλλων μισθοφόρων

[από την τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]

 

Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ

(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004)

Ακόμα βογγά μεσ’ στ’ αντηχεία της μνήμης μου

κάτω από το σεντόνι της παλιάς λεωφόρου

ανάμεσα από δυο τραμ  και  μια σφαίρα που σίγησε

το σφαχτάρι της στοιχειωμένης


ΟΙ ΤΡΥΦΗΛΟΙ ΒΟΕΣ

Αυτούς   δεν θα τους βρεις

στα μαυσωλεία  ή  σε μουσεία

Φυσικής προϊστορίας

με τ’ άλλα συντηρητικά   μες  στη φορμόλη

 

Όταν εσύ κοιμάσαι

βγαίνουν απ’ τις λόχμες τους  

κι  ανακλαδίζονται   στα φιλιατρά της λίμνης,

όπου ανεβαίνουν  και   τυλίγονται στις σπείρες τους

με στεναγμούς  και  με σπασμούς εξαίσιους

οι κόρες των βυθών

οι βιασμένες

κι ενώ γλιστρούν δυο – δυο

ξανά στις κρύπτες τους

η λίμνη του Ζηρού

γυαλίζει κόκκινη

σκάζουν αυγά

κι από αυγά πετάγονται

τέρατα κι άλλοι σαλτιμπάγκοι  του εμφυλίου

 

(Κοντά στην πόλη Φ.   όπου γεννήθηκα)

 

ΚΑΤΑΒΑΣΗ

Όταν κατέβηκα απ’ το σκάφος δεν με περίμενε το όχημα παρά τ’ αλογάκι των παιδικών μου χρόνων  που εκείνη μου χάρισε κι εγώ τ’ ανέβηκα κι έφτασα με μιαν ανάσα καλπάζοντας στην αράχνη κατοικία της – Γιάννη γιατί με παράτησες;  άκουσα τη φωνή της -  Μάνα δε σε παράτησα,  είπα -  Μ’ άφησες στα χέρια της δύστυχης στρίγκλας παιδί μου  -  Δεν σ’ άφησα  παρά από κείνη την ώρα παράγγειλα σ’ όλα τα διαστημόπλοια και τ’ άλλα πετούμενα  κι ο ίδιος περιφέρομαι τρία χρόνια στους ουρανούς μην τύχει και δω την ψυχούλα σου   Και τώρα που σε ξαναβρίσκω έλα να σε πάρω μαζί μου   Και τ’ αλογάκι να γονατίζει και με τα σπασμένα του πόδια να χλιμιτρά  και να σκάβει το χώμα.   Και τότε ακούστηκε βοή  κι  αντιβοή μέσα απ’ τα μνήματα  κι η ραγισμένη φωνή της που ολόλυζε –  Δεν είπα να μη με σκεπάσετε με πλάκα από πάνω,  ολόλυζε  Και τώρα πού να βρω τη χαμένη φωνή μου να την τρυπήσω   Και έλα συ να ξαναμπείς και κουρνιάσεις στη μήτρα σου   να μη ρεκάζεις  και  τρέμουν  τα καταχθόνια   γιε μου

[από την τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]

 

ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΡΕΙ ΦΩΣ

(ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ:  συσκευή δι’ ης μεταβάλλεται η μηχανική ενέργεια εις ηλεκτρικήν παροχής φωτός – ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΛΕΞΙΚΑ)

Μια ολόκληρη ζωή ο ποιητής τονίζοντας μια ελεγεία για το φως   Κι η  Μούσα του υποταχτική να τον διακονεί.   Κι ύστερα με το γύρισμα του αιώνα οι ρόλοι ανεπαισθήτως ν’ αντιστρέφονται   Εκείνη ν’ αποσύρεται αθέατη κι απ’ τα άδυτα του διαστήματος να εγκαρτερεί και να κανοναρχεί   Σαν τη ρουφήχτρα και τη θύρα ενός ναού που ανοιγοκλείνει αοόρυβα   Κι ο ποιητής να πλησιάζει διαρκώς  κυρτώνοντας και φτάνοντας στην εμπατή να γονατίζει βλέποντας στο βάθος να τελούνται και χωρίς εκείνον τα μυστήρια   Είναι η μεγάλη Μητρική θεά που ιερουργεί  κι αυτός ένας πιστός εκτός εκκλησιάσματος,  με τις ηλεκτρικές γεννήτριες  της νεότητας σαν μια σειρά από σβησμένα ηφαίστεια πίσω του   Έτοιμος πάλι να στραφεί, να πάρει και να ξαναπάρεί φως και μουσική  από την κβαντομηχανή του σύμπαντος   [ΟΙ ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΒΝ ΗΛΩΝ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004, εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη] 

Δευτέρα, 22 Ιουλίου 2024

ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΕΥΘΕΙΑ

  (… που το χάος της είναι η λέξη    ΕΚΤΟΤΕ.…) Δεν γίνεται να μην ειπώ για τον ίσκιο μου    (κι ας έπρεπε) Στεκάμενον τον βρήκανε σε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ