Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ…

 

(…  φαντάσματα  διαβαίνοντας οι άνθρωποι  στη σκοτεινή ερημιά…)

Το ρολόι της εκκλησίας

Μεταλλικά μετρά τώρα τις ώρες

Ψηλώνει ο ουρανός, καμπυλώνει ήρεμος 

Μες στο διαστελλώμενο μυαλό μου

Ανύπαρκτος ο χρόνος τρέχει

Πεισματικά επίμονη ψευδαίσθηση

Σαν ένα σύννεφο καπνού ρέει

Καθώς η βούληση υποκαθιστά την ανάγκη

 

Κουτσαίνοντας περπατώ, οστεαλγίες με φθείρουν

Στον ευθύγραμμο χρόνο με το υποσχεμένο τέλος,

Ακόμη τώρα και τα δένδρα γνωρίζουν 

Ότι το παρόν είναι ήδη παρελθόν

Μεταφράζοντας την Ιστορία  

Σε υπαρξιακό παραλήρημα

 

Στον κυκλικό χρόνο διαβάζω τα όνειρα

Ό,τι είναι να χαθεί χάθηκε

Καμία πλάνη πλήρης

Τ’ άλλα ίχνη αγώνων είναι χεριών στα τείχη.

 

Φυσάει, 

Φαντάσματα διαβαίνοντας οι άνθρωποι

Στην σκοτεινή ερημιά

 [Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ  από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ Ποιήματα 2005 – 2010]

   


Κι άλλες επιλογές ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΥΛΗΣ από τη συγκεντρωτική έκδοση:  

ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ Ποιήματα 1958-2010, εκδόσεις Ένεκεν 2016

Σημειωτέον ότι ο ποιητής πραγματοποίησε τρεις συγκεντρωτικές εκδόσεις  (1984, 1996 και 2016) στεγάζοντας και τις τρεις κάτω από τον ίδιο κύριο τίτλο  ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ.  Τίτλος που, σύμφωνα μ’ ένα σχόλιο του Αλέξη Ζήρα, μοιάζει με δήλωση που επαναλαμβάνεται ως μια μορφή υποθήκης που πρέπει να τηρηθεί και που απευθύνεται ως σταθερή και αμετάβλητη μνεία προς τον εαυτό του και προς τους αναγνώστες του. Η σημειολογία του τίτλου ενισχύει την εντύπωση πως όλο το σώμα του ποιητικού εγχειρήματος του Μάρκογλου, όλη η διαδρομή του, προέρχονται από ένα βίωμα απώλειας και επιστρέφουν σ’ ένα ομοούσιο συναισθηματικό και γνωσιακό κέντρο, κυριαρχημένο από μια μόνιμη, παθιασμένη αναζήτηση. Την αναζήτηση και την ανάκτηση, έστω μέσω της ποίησης,  του κατεστραμμένου άλλοτε αυθεντικού, της μακρινής άλλοτε αθωότητας.

  

 

ΕΓΓΡΑΦΕΣ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ Ποιήματα 2005 - 2010)

Παλίμψηστος ο τοίχος απ’ τις αέναες εγγραφές

Παλιά συνθήματα και νέες εξομολογήσεις

Γραφές άναρθρες των λησμονημένων

 

Τρέχει ο χρόνος, αλλάζουν οι εγγραφές

Η πίκρα της αγανάκτησης πισωγυρίζει

Κάποτε λέξεις ήταν γραμμένες με αίμα

Τώρα λέξεις με σπρέι, πολύχρωμα  graffiti

Και παραμένου διαχρονικά τα αιτήματα

Στην ιχνογραφία του τοίχου φωνές βαραθρωμένες

 

Ποιος τις ακούει;

 

Έτσι, σαν ένα ποίημα είναι που γράφεται

Βουστροφηδόν ελίσσεται, ποτέ δεν τελειώνει

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Φυσάει,

Η θάλασσα σπρώχνει τη νύχτα στα ρηχά,

 

Γερμένος στο τραπέζι

Τη γυναίκα κοιτώ,  αυτήν που έναντι μου κάθεται

Με πέπλο σκεπασμένη μαύρο,  ένα όνειρο κάθεται,

 

Την ομορφιά, το μυστήριο  της καλυμμένης, μεγαλώνει

Καθώς τραγικά ν\ αφαιρέσω προσπαθώ το μαύρο

Της γράφω σκοτεινά ποιήματα παθητικά

Τη θέα του μαγεμένου ζητώντας προσώπου.

 

Φυσάει στα τζάμια η νύχτα.

 

Κι ενώ του πέπλου η αφαίρεση, του μαύρου, με δελεάζει

Του ανερμήνευτου την αποκάλυψη στα άδυτα σημαίνει.

 

Έτσι γυμνώνοντας τις λέξεις στο κόκαλο επιμένω

Αφού ως λέγεται

                   η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίνεται.

[από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ, Ποιήματα 2005 – 2010]

 

ΕΡΩΤΙΚΟ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ Ποιήματα 2005 - 2010)

Στην αγκαλιά του κάθεται, με πάθος τον επιζητεί

Ρίγη την παίρνανε, λέξεις θαμπές ηδυπαθείς κυλούσαν

Στα στήθη την φιλά κι εκείνη αναζητώντας τραυλίζει

Με γρήγορους ρυθμούς λευκό απογειώνεται περιστέρι.

 

Παλιούς τώρα ανακαλεί ήχους  και  χρώματα των λέξεων

Ανάδυση πανδαισίας εκβιάζει ηδονών απατηλών

Καθώς όλα φιλτραρισμένα στην άκρατη λογική ακινητούν

Άναρθρος μένει στην παγωμένη σιωπή του ονείρου.

 

Στη φωτεινή νύχτα ένα πιάνο κελαρύζει τρυφερά

Εικόνες τώρα η μουσική ανακαλεί όρασης μυστικής

Με πάθος εκχειλίζουν φράσεις απόληξης σκοτεινής

Μια θερμοκρασία σάρκας από χείλη που τότε γεύτηκε.

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ

Στείρος ο ύπνος κι η αγρύπνια της νύχτας σαρώνει

Βουλιάζει το πρόσωπο στον ψυχρό απολεπισμένο καθρέφτη

Η βουή του δρόμου ανήσυχη, έρημο ποτάμι ρέει,

 

Λόγια ανακαλείς μιας Εποχής,  που τώρα πουθενά δεν βολεύονται

Αυτά που ο χρόνος, στη δαιδαλώδη διαδρομή, ανέκκλητα πρόδωσε

Στο άγριο φως Σελήνης που μάτωνε τα χέρια και τα μάτια

Κι οι σύντροφοι σκορπίσανε σ’ άγνωστους μέσα δρόμους,

 

Νοερά, με πόνο, διασχίζεις την επερχόμενη εργασιακή σου μέρα

Με λέξεις νεόκοπης ισχύος τα κέρδη μοχθώντας ν’ αυξήσεις

Αγνοώντας το μέλλον, ενώ αιφνίδια τ’ αργύρια αλλάζουνε χέρια.

 

Μόνος μέσα στην υγρή παγωμένη χοάνη της νύχτας

Καθώς όλα σ’ εφιάλτη γυρίζουν στην κτηνωδία της επιβίωσης!..

[από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ, Ποιήματα 2005 – 2010]

 

ΚΕΝΑ ΜΝΗΜΗΣ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ Ποιήματα 2005 - 2010)

Ξαπλωμένο φουρτούνιαζε το φεγγάρι

Όλο το βράδυ πευκοβελόνες  ψιθύριζαν στο τζάμι

Τώρα θορυβούν σπουργίτια ασταμάτητα

Καθώς ξυπνώ στο πρωινό σκοτάδι

 

Χάνονται στο φως οι λέξεις,  εικόνες ανώνυμες φεύγουν

Λευκό το χαρτί της ψυχής μπουκώνει μελάνι

Συλλαβές ανασύρω απροσδόριστης ευκρίνειας

Καθώς το χέρι αργισμένο θερίζει ψήγματα βουβά

Η γλώσσα φθόγγους αναδεύει δυσπρόσιτης ομιλίας

Γλιστρούν οι λέξεις  κι  άφωνες μένουν,  αδιάβατες μένουν

 

Μόνον στα όνειρα τρέχουν τα λόγια χείμαρρος

Στη δίνη βουλιάζουν,  στη σκοτεινιά της μνήμης

Και μένει κρύσταλλο στο κενό που πληγώνει,

 

Και πληγώνει,

Αφού οι λέξεις στην ερημιά χάνονται του κόσμου,

Στην ερημιά μιας άδηλης πραγματικότητας.

 

 

ΒΡΟΧΗ

Μαύρισε ο ουρανός, τα σύννεφα πυκνώνουν

Βροντές από μακριά, πλησιάζουν αργά αστραπές

Με γοργά βήματα η βροχή φτάνει και καταλήγει

Σπεύδω, τέντες χαμηλώνω, κλείνω παράθυρα

Ήρεμος, χαλαρώνω στον καναπέ,

Απολαμβάνω την καταιγίδα.

 

Προγραμματισμένη η τηλεόραση μεταδίδει τις πλημμύρες

Θέαμα η απελπισία των πληγέντων στις συνοικίες.

 

Αργά το βράδυ το υλικό μετατρέπει σε ποίηση

Τις λέξεις φορτίζεις με κοινωνική κριτική

Την ενδοχώρα τους εξερευνώντας εκ του ασφαλούς

Γράφεις βροχή, χωρίς βέβαια να βρέξεις τα πόδια σου!..

[από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ, Ποιήματα 2005 – 2010]

 

Η ΜΟΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ Ποιήματα 2005 - 2010)

Ο ποιητής στέκει στο παράθυρο

Αέρας κινεί τις πευκοβελόνες

Τα οξυδερκή μάτια του προδίδουν τη μνήμη

Εγκαταλείπουν οι λέξεις προσδοκίες στο παρελθόν

Στη στιγμιαία διαύγεια μιας φευγαλέας ευτυχίας

Την τρυφερή δέχθηκε τότε επιβεβαίωση του έρωτα

Και μ’ αγωνία οι λέξεις του,

Πλήρεις και μοναδικές, σφηνώθηκαν στο ποίημα.

 

Το παρελθόν τώρα χάνεται στην κοίτη του μέλλοντος

Κι αμετάφραστα όλα μένουν,

Μένουν στην μοναξιά της μνήμης.

 

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΥΧΤΟΦΥΛΑΚΑ

Οι νύχτες πλέον τεμαχίζονται

Το πνεύμα σπεύδει του νυχτοφύλακα

Και τότε το κενό πρέπει να γεμίσει,

Φίλους ανακαλώ νεκρούς

Ίσως η φωνή τους σε κάποιο μέλλον

Θ’ ακουστεί ξανά δικαιωμένη,

Βιβλία επιστρατεύονται

Ποιήματα που άντεξαν στον χρόνο,

Μέχρι που σερνάμενος να ξαναπιάσω

Το νήμα του Μορφέα κατά το χάραμα,

Και τότε για λίγο, φευγαλέα, να σβήσει

Ο τρόμος της αβύσσου.

 

Τίποτε δεν μας χαρίστηκε.

[από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ, Ποιήματα 2005 – 2010]

 

ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ Ποιήματα 2005 - 2010)

Ποιήματα διαβάζει που έγραψε

Σε άλλες εποχές, σε άλλα χρόνια

Πρόσωπα ανακαλεί  φωνές και πράξεις

Αυτά την ανάδυση ενεργοποίησαν της γραφής,

Τα ρινίσματα που μάζεψε βαθιά ξύνοντας

Εσώτερους χώρους.

 

Απ’ την αιμορραγία απαλλαγμένος και τους πόνους

Διαβάζει τώρα έναν ανθρώπινο λόγο

Που κρατά ακόμη αισθήματα και  γνώση,

Έτσι με το άλλοθι της αγάπης

Συμφιλιώνεται και πάλι με τον κόσμο

Καθώς παλιές χαϊδεύει της προδοσίας πληγές

Της γλώσσας οι ρίζες του δίνουν μια συνέχεια.

 

Και τότε ομιλούν τα ποιήματά του

Με φωνή δικαιοσύνης.

 

ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Προχωρούσε το βράδυ μες στην ψιλή βροχή

 

Σιωπηλός κάθομαι στο μικρό δωμάτιο

Μια λάμπα χαμηλή φωτίζει το τραπέζι

Ένα μολύβι ξύνω,  στους γύρω τοίχους θλιμμένα βιβλία,

Διαβάζω ονόματα,  φίλοι όλοι αγαπημένοι που φύγανε

Και μένουν τα λιγοστά τα λόγια τους λησμονημένα

Οι φωνές τους σ’ ένα μέλλον παραδομένες ανέλπιδο

Σ’ έναν κόσμο που ξεπουλήθηκε για άδηλα κέρδη.

 

Μένουν εκεί οι φωνές τους, ένα ανάχωμα στην φρίκη

Ένας μακρύς αποχαιρετισμός μιας προδομένης ελπίδας

Μια υπόσχεση πως τίποτε δεν τελειώνει οριστικά

Πως κάποτε θα βρεθούμε και πάλι με τα φτωχά μας λόγια,

Φωνές παλιές των συντρόφων που ακόμη επιμένουν

Λόγια πικρά της αγάπης,  της ελπίδας που δεν κερδήθηκε.

 

Σκοτάδι,

Το φως του δρόμου σαν μια παλιά μουσική

Τις κουρτίνες σείει του παραθύρου.

 

Σιωπηλός αποχαιρετισμός.

 

ΚΩΦΑΛΑΛΗ ΕΠΟΧΗ

Κωφάλαλη Εποχή, μας τρώει το οξύ νύχτας

Ποιος τώρα επενδύει σε όνειρα υπέρβασης

Σε ποιες αλήθειες αιώνιες και φευγαλέες

Αφού πρέπει να σκαφτούν, ν’ αρδεύτουν με αίμα.

 

Ανακαλώ μέρες σκληρές της συντροφικότητας

Τότε που όλα προορισμένα ήταν να σαρωθούν

Τότε που η απάρνηση κάθε προσωπικού

Την ατέρμονη όπλιζε δύναμη των ονείρων.

 

Ο βοριάς φυσά, μπάζει απ’ τα παράθυρα

Διαπερνά η υγρασία στρεβλωμένα κόκαλα

Ανάβω ένοχος, εισπνέω εξόριστο τσιγάρο.

 

Με ποια μεταλλαγμένα λόγια να σπάσω τη σιωπή;

 

ΣΤΑ ΚΕΝΑ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ

Ο ουρανός, χαρτί σχισμένο, φαινόταν να λάμπει

Κι έσταζε μελάνι σκοτεινό στην καρδιά μου

Ενώ ο χρόνος την αδύναμη επιβεβαίωνε επανάληψη

Με αίμα  μετρούσα την απώλεια του κόσμου.

 

Μόνος περπατούσα μέσα στη νύχτα

Ο έρωτας υπερβαίνει κάθε έλλογη απολογία, έλεγες,

Τα χρώματα σκεφτόμουν κι υπολόγιζα τη φωνή σου

Μια πραγματικότητα στη σκιά των λέξεων χαμένη.

 

Περπατώ και βυθίζομαι στα σκάμματα των δρόμων!..

 

Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Κλείνω τα μάτια κι ο κόσμος χάνεται

Η ένταση χαλαρώνει, αφήνεσαι στο σκοτάδι

Αναπνοές φωτίζουν σκοτεινή την καταγωγή μας

Αποκαλύπτουν μια έκταση στο μέλλον των σκιών

Καθώς παλιές πληγές ξεθωριάζουν  κι ακόμα στάζουν,

 

Τον χρόνο σέρνεις αρμολογώντας λέξεις

Με φαντάσματα συνομιλώ βουβών κλεπταποδόχων

Αγκομαχώντας για το πρώτο χάραμα στις γρίλιες.

 

Μυλόπετρα η σιωπή αλέθει τα όνειρα

Σκόνη σκορπά την ουτοπία της μνήμης!..

[από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ, Ποιήματα 2005 – 2010]

 

ΧΟΑΝΗ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ Ποιήματα 2005 - 2010)

Ρέουν τα όνειρα σε χάσμα χοάνης

Στην άχρονη έκταση της μνήμης

Εικόνες και λέξεις στη σύντηξη της νύχτας

Όλα ασπρόμαυρα στο χρόνο της ανάγκης

Αρχέγονες παγίδες του βιωμένου χρόνου.

 

Στην υγρή πνοή του ανέμου μόνος

Υπάρχεις στο χωνευτήρι των βιβλίων

Ανάχωμα είναι το τείχος των λέξεων στο θάνατο

Καθώς αλλάζεις γραφές, την ύλη αλλάζεις των λέξεων

Μοχθώντας την ανάδυση σάρκας απ’ το τίποτε.

 

Η νύχτα αποχρωματίζεται τελειώνει

Όλα ρέουν τώρα και χάνονται!..

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΑΣΥΛΟ

Ρυθμικά σέρνεται αναίσθητο το φως

Σταλάζει στη σιωπή της νύχτας

Τα δόντια σφίγγεις,  πνίγεις τα λόγια

Σκοτεινά παγωμένα ανακαλείς φαντάσματα

Δύσπνοια ο εφιάλτης,  η μνήμη της λήθης

Λέξεις γράφεις μιας γλώσσας ηττημένης

Δάχτυλα δύσκαμπτα κι  ο αγέρας πληγώνει

Πληρώνεις για πάντα δόγματα των ονείρων

Καθώς το παρελθόν ακυρώνει το μέλλον

Κι οι δρόμοι τώρα δεν οδηγούν πουθενά

 

Βρέχει

Μόνον η αγάπη σκεπάζει το βάραθρο του κενού

Μόνον η αγάπη δεν ζητά επιβεβαίωση στο χρόνο

 

Φυσά αγέρας

Μεταλλική κεραία στριγκλίζει και σε σκάβει

Ξεχνάς,  σιωπάς,   δεν προσβλέπεις!..

 

ΑΠΕΡΑΝΤΗ

Τα φώτα του κήπου ταξιδεύουν όλη νύχτα

τρέχουν οι σκιές του φεγγαριού στα πεύκα

Ένας βάλτος ο ύπνος, αναθυμιάσεις θανάτου,

Τη νύχτα διασχίζεις σέρνοντας τα πάθη σου.

 

Μεταλλάζει ο έρωτας σε βαθιά με τα χρόνια αγάπη

Αγάπη απέραντη για την ύπαρξή της

Για το σώμα που βυθισμένο δίπλα σου φορτίζει τις δυνάμεις του

Έτσι, για ν’ αναπληρώνει τις δικές σου απώλειες

Μέρες και νύχτες.

 

Αργά το φως της ημέρας αναδύεται ψυχρό

Δεκαοχτούρες μονότονα τώρα σε προτρέπουν

Να εγκαταλείψεις τις οδύνες του τίποτε.

 

ΘΕΡΟΣ

Αεράκι έρχεται, νοτιάς της θάλασσας

Ασημένια γυρίζουν τα φύλλα της ελιάς

Θερίζουν μέλισσες χυμούς απ’ τις μολόχες

Σπουργίτια, σπίνοι ώριμα ραμφίζουν σύκα

Αργά η κληματαριά μαύρες μεστώνει ρόγες

Ροκανίζουν τζιτζίκια τον ήλιο ασταμάτητα.

 

Ο χρόνος ανάλαφρα γαλάζιος διαπλέει τον ορίζοντα.

 

Αργά το σώμα σου χαμηλώνει

Φθίνει το εσώτερο φως, η ενεργή θέληση

Στη σιωπή γλιστράει, σε σκοτεινή εποχή

[από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ, Ποιήματα 2005 – 2010]

 

Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ  και  ο  ΠΟΙΗΤΗΣ  ΩΣ ΝΑΡΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ 

(Πρόδρομος Μάρκογλου, ένας αυθεντικός ποιητής της κοινωνικής οδύνης

 ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, μια διαδρομή εξήντα χρόνων)

 

Η ποίηση του Μάρκογλου είναι από τις λίγες μεταξύ εκείνων που εμφανίστηκαν στην μετεμφυλιακή περίοδο και διατήρησαν στα επόμενα χρόνια αμείωτο τον αρχικό κοινωνικό τους προσανατολισμό. Είναι γεγονός ότι όσοι  μεταγενέστερα ασχολήθηκαν κριτικά με το έργο του έχουν συμφωνήσει μ΄ αυτό τον ορισμό. Είναι ένας ορισμός περισσότερο σχετικός με την ηθική, πολιτική στάση που απορρέει εξάλλου διαρκώς από το έργο του, στάση την οποία κράτησε σταθερή απέναντι στο πρόσωπο και στα προσωπεία όλων των εποχών που διαδέχτηκαν εκείνη την αρχική, τη μετεμφυλιακή. Πράγμα που έμμεσα μάς δείχνει ότι η ανταπόκριση της συνείδησης και η ανάπτυξη της τέχνης του ποιητή δεν άλλαξαν ουσιαστικά στις δεκαετίες που ακολούθησαν, αλλά και ότι στο νου και στο βλέμμα του οι εποχές που ακολούθησαν την μετεμφυλιακή είναι από μια άποψη γεννήματα ή παρακολουθήματά της! Τέχνη και συνείδηση, λοιπόν, αναφέρονται έκτοτε σ΄ ένα ομόκεντρο συναισθηματικό και στοχαστικό πεδίο, ενώ συχνά η συνειρμική ανάκληση του παρελθόντος μέσω της μνήμης  επαναφέρει βιώματα πόνου και θλίψης από αυτό το ομόκεντρο, σταθερό πεδίο…  Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι από τους προγενέστερούς του, οι περισσότερες συγκλίσεις του έργου του εντοπίζονται, στους ποιητές  της Θεσσαλονίκης:  Μανόλη Αναγνωστάκη και Πάνο Θασίτη, ποιητές με τους οποίους  συμμερίζεται μάλλον την ίδια αντίληψη για την ποιητική έκφραση… Αυτή η γραφή που δεν δηλώνει εύκολα αλλά μάλλον υποδηλώνει, προσβλέποντας στην επικοινωνία βάθους με όποιον την προσεγγίζει, στην περίπτωση ιδιαίτερα του Μάρκογλου εντυπωσιάζει με την ασκητική της εσωστρέφεια, τη βασανιστική της λιτότητα, τον παιδεμό της… Καταγγελτικός λόγος που πλήττει τα φαινόμενα αλλοτρίωσης, εξαχρείωσης, σήψης, επίπλαστου ευδαιμονισμού… (συμπεραίνει ο Αλέξης Ζήρας)    «Μετά την έξαψη των πρώτων ημερών/ Τους όρκους και τις επικλήσεις/ Με τα μούτρα πέσαμε στα παχιά κρέατα/ Στα πλούσια εύθυμα τραπέζια/ [...]/ Λοιπόν/ ας βγάλουν άλλοι το φίδι απ’ την τρύπα» . Ο πανικός, η βουβή ένταση, ο φόβος, οι ακραίες υπαρξιακές και ψυχοκοινωνικές καταστάσεις που δεν έπαψε να «κλέβει» ο Μάρκογλου από την πέριξ ζωή της πόλης και να τις ενσωματώνει στην ποίησή του, είναι, θα μπορούσα να πω, οι ακραίες καταστάσεις που τις ανέστησε τόσο διεισδυτικά στα πρώτα βιβλία του ο Μίλτος Σαχτούρης… Η ποίηση που γράφεται από τον Μάρκογλου όπως και από αρκετούς ομόδοξους μ’ αυτόν, συνομηλίκους του (λ.χ. τον Μάρκο Μέσκο, τον Τάσο Πορφύρη, τον ήδη μνημονευμένο Ευαγγέλου, τον Βύρωνα Λεοντάρη, τον Λουκά Κούσουλα, τον Νίκο Καρανικόλα, τον Γιάννη Νεγρεπόντη ή τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο), ανεξαρτήτως του αν είναι κοντά ή λιγότερο κοντά στο αρχικό χρονικό στίγμα της δεκαετίας 1945-1955, είναι ποίηση απόηχων, απολογισμών και συναίσθησης των απωλειών. Από μια άλλη άποψη όμως είναι επίσης ποίηση συσσωρευτικής οδύνης, καθώς αυτή, ως έκφραση που πηγάζει από μια ορισμένη στάση ζωής, αναπτύσσεται πολλαπλασίως ενοχικά. Και τούτο επειδή ακριβώς καταγράφει, απαριθμεί δεδομένα και απολογείται,  προσπαθώντας να φανταστεί το σώμα της άλλοτε άλκιμης συντροφικής ιδέας μέσα στο τωρινό «αδειανό πουκάμισό» της.  Στο ποίημα «Ήταν η εποχή», από τη συλλογή Το δόντι της πέτρας, ποίημα κατά πάσα πιθανότητα γραμμένο ή σχεδιασμένο από  τον Μάρκογλου σε προτινότερα χρόνια, ίσως κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, ο απόλογος διαγράφεται πεντακάθαρα, συγκεντρώνοντας στο πρώτο μέρος του ποιήματος, με διαδοχικές δραματικές εικόνες, την κλίμακα των παθών της αριστεράς- τουλάχιστον όπως συγκεντρώνονται στον αναστοχασμό του ποιητή…. Σ΄ ένα από τα πολύ χαρακτηριστικά ποιήματα των Εγκλείστων, της πρώτης του συλλογής, το «Ναρκοπέδιο», επιλέγει την περσόνα ενός ναρκοσυλλέκτη ο οποίος ματαίως έχει αναλάβει να απαλλάξει μια ολόκληρη πόλη - ναρκοπέδιο από τον κίνδυνο του απρόσκλητου θανάτου. Ματαίως, αφ’ ενός  διότι η πόλη στον μεταπόλεμο είναι ένα ναρκοπέδιο, και αφ’ ετέρου διότι ό,τι και να γίνει, όσο κι αν προσπαθήσει ο ναρκοσυλλέκτης, σε κάποια στιγμή που σηκώνει το βλέμμα από το γύρω του εφιαλτικό τοπίο, γυρεύοντας την ομορφιά, θα βρει την ευκαιρία το απάνθρωπο και θα τον καταστρέψει: «Τότε ανακαλύπτεις τη νάρκη,/ όχι έξω, μέσα στην ύπαρξή σου,/ αδιαχώριστη / και τέλος/ μα πως το αγνοούσες τόσα χρόνια/σε αφανίζει».  (αποσπάσματα από την κριτική παρουσίαση του Αλέξη Ζήρα για τη τη συγκεντρωτική έκδοση του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΥΠΟΣΧΕΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958 – 2010)

Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου 2024

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΚΥΛΑΕΙ ΜΕ ΜΑΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΞΟΡΚΙΑ

 

(… διψάω για λίγη ξενιτιά   για μια γουλιά άγνωστο…)

Χάσματα του καιρού 

από κορμί σε κορμί ποια συνέχεια

φαντάσματα χαδιών

άδεια κελύφια από φωνές χειρονομίες και πράξεις

λαγόνες στήθια που στραγγίξανε να ντύσουν νέες ψυχές

κι η φτερούγα του αρχαγγέλου ακουμπισμένη στην εξώπορτα

ποιος γνώρισε ποτέ τη μάνα του παιδούλα

 

Χάσματα του καιρού

τα στοιχειωμένα διάκενα μες στη διαδοχή

ο σάπιος σπόνδυλος και το σπασμένο σκαλοπάτι της σκάλας

Τι να τις κάνω εγώ τις μνήμες μου

τι να τις κάνω εγώ τις ρίζες μου 

όταν τα φύλλα μου έλιωσαν στο χώμα

 

Η σάρκα βασανίζει τη σάρκα

και το πνεύμα αυτοτιμωρείται αιώνια στη μοναξιά του

η ζωή μας κυλάει με μαγείες και ξόρκια

με όλες τις καθημερινές μικρές μας ανθρωποθυσίες

 Όμως το λάδι της καντήλας τώρα βούλιαξε και το νερό ήρθε απάνω

κι η φλόγα φεύγει με ουρλιαχτά δαγκώνοντας Πατέρα και Υιό 

 

Τι να τις κάνω εγώ τις ρίζες μου 

όταν οι ρίζες μου απαγχονίστηκαν στον ουρανό

και το άγριο χώμα προχωράει και σφίγγει όλο και πιο στενά το Μισολόγγι

 

Τι περιμένουμε

άνεμο στα πανιά μιας νέας μοίρας

άλιωτη πανοπλία στην άκρη του γιαλού

μοιράζοντας την ψυχή μας ανάμεσα σε λύκους και σε σκύλους

σφάζοντας  στην πυρά την Ιφιγένεια  τους Τρώες και τον Άγο Βασιάρη

 

Βροχή – βροχή φαρμακερή

καθώς περνάει Μάρκο, το ξόδι σου

στητό δεμένο στ’ άλογό σου 

κι ακολουθούν παπάδες και ψαλτάδες

θυμιάματα λοιμοί και καταποντισμοί

και πίσω αιχμάλωτοι εχθροί πισθάγκωνα δεμένοι

μεταξωτές σημαίες νικημένες

άλογα καταστόλιστα

άρματα και σπαθιά ντουφέκια γιδοπρόβατα

λάφυρα ενός αγώνα που κολλάει και μπλέκεται σε βάλτα και σε βούρλα

 

βροχή – βροχή φαρμακερή

Ελευθερία  ή  θάνατος..

 

Καλύτερα θάνατος καλύτερα θάνατος

[πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή  του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976 

Ακολουθούν  άλλα επτά   αποσπάσματα από την ίδια συλλογή

Αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]

 


ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

(… προτού προλάβουμε να πούμε κάτι…)

Καλύτερα λοιπόν με τις Σειρήνες

βορά της ίδιας σου της αίσθησης

χορδή και ήχος μαζί

μαρτύριο και μαρτυρία

παρά δεμένος τώρα στο κατάρτι

με τους κουφούς συντρόφους γύρω σου

να παραπλέεις τη μοίρα σου

παρέξ ελάαν…

πολύτροπος θεομπαίχτης

με χίλια δυο τεχνάσματα της ψυχής γυρεύοντας να συμβιβάσεις

πάθος και γλιτωμό

αρρώστια  και  επιβίωση

έγκλημα και δικαίωση

 

Στο Τύμπιγκεν  σκοτείνιαζα – σκοτείνιαζα

36 χρόνια λαβωμένος

όχι απ’ τα βέλη του Απόλλωνα μα απ’ τη σιωπή του φίλου

που εγώ εξακολουθούσα να του γράφω κι όταν πέθανε

(«Προς τον Σύμβουλον του μεγάλου Δουκός Φρειδερίκου φον Σίλλερ

που τώρα κατοικεί στα Ηλύσια…»)

Γυρίζοντας απ’ το Χαράρ να παντρευτώ μια κόρη της Σαρλβίλ

στη Μασσαλία με πετσόκοψαν νυστέρια και πριόνια

Στην Πϊζα με ρήμαξαν προβολείς φτυσιές και κουρνιαχτός

Δεν είναι γραφτό μας να πεθάνουμε από ποίηση

μα απ’ τα κοινά και ταπεινά μας πάθη

Με βρώμισες ζωή,  με βρώμισες..

 

Τελειώνει ο κόσμος μας τελειώνει ξεψυχούν οι δαίμονές μας

θρήνοι του Κύκλωπα στα σπλάχνα μας

λιμός των Λαιστρυγόνων στων ματιών τους σκουπιδότοπους

η απατημένη Κίρκη πόρνη στα λιμάνια

και της σφαγμένης Μέδουσας  το αίμα στα ποτήρια μας

και τα φτερά του Αλόγου να ξεσκίζουνε τον ουρανό

ενώ οι οπλές του βούλιαξαν  στη λάσπη του μυαλού μας

Καλύτερα λοιπόν

Στο πρακτορείο «Βιργίλιος» τσακώθηκα

επέστρεψα εισιτήριο και συνάλλαγμα

-Δώστε τον οβολό μου πίσω

θα φύγω για την Πρέβεζα. Όχι πια κρουαζιέρες στην Κόλαση

όχι αλλαγμένο νόμισμα

όχι ποιητής – ένας ανίατα άρρωστος που προσποιείται τον ανίατα άρρωστο…

 

Καλύτερα λοιπόν με τις Σειρήνες

ένας ατόφιος θάνατος

παρά δεμένος τώρα στο κατάρτι

μέσα σ’ ένα βαρέλι αλκοόλ

και να θαλασσοδέρνεται μερόνυχτα η «Φλόριντα» ξυλάρμενη

μ’ ένα μάταιο Μισολόγγι στοιχειωμένο στα ξάρτια της

να μπαίνει κάποτε στον Τάμεση όπως λεπρός μες σε μητρόπολη

και τ’ άλογα καλπάζοντας να φεύγουν για το Νότιγχαμ

τ’ άλογα που δε φτάνουνε ποτέ στο Νότιγχαμ

 

γιατί κανείς μας δεν γυρνάει ποτέ ως τις ρίζες του

 

Λίγο πιο δώθε πάντα

σε κάποιο Χάκναλ Τόρκαντ όλοι θα θαφτούμε

[δεύτερο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976]

 

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΡΑΓΙΣΜΕΝΑ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Η ΑΜΜΟΥΔΙΑ…

(τρίτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976)

-πίσσες σκουριά και χώμα και παλιά ηλεκτροφόρα σύρματα

μια ταραχή σαν όταν οι νεκροί γυρίζουν μπρούμυτα

κομμένα καλώδια τηλεφώνου που ριγούσαν κάποτε

απ’ την ερωτική περίπτυξη δυο απελπισμένων αριθμών μέσα στη νύχτα

το ξέρω, θέλεις να πεθάνεις γιατί δεν αντέχεις ν’ αγαπάς

ρίζες από δενδροστοιχίες που κόπηκαν

για να πλατύνει η Οδός, η λαιστρυγόνα Πλατυτέρα

κι ο απόηχος από βήματα που φεύγουν – γιατί βήματα που έρχονται δεν υπήρξαν ποτέ

κι ο γδούπος μιας σκιάς που πήδηξε απ’ τα μάτια μας όταν αρπάξαμε φωτιά

και την ποδοπατήσανε τ’ αποκαΐδια μας

 

Κάτω απ’ τα ραγισμένα πεζοδρόμια δεν ήταν η αμμουδιά

κάτω απ΄τα πεζοδρόμια δεν ήταν –

Γι’ αυτό είμαστε τόσο λυπημένοι

κι εσείς που βρήκατε το θάνατο

κι εγώ που τον έχασα

 

ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΗ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΑΠΝΟΙΑ

(… έκοψα εντός μου με ξυράφι τα ποτάμια…)

Έσωσα την ψυχή μου – ποιο το νόημα

τι να το κάνω το ξερό ετούτο θρόισμα

 

Κόλαση;  δεν πιστεύω την· δεν είναι

κι ούτε φλογοβολάει τα σωθικά μου

 

Αποκομμένη απ’ το πανάρχαιο κρίμα

δε μας σκοτώνει δε μας σώζει η αμαρτία

 

Χαμένη πια η ενότητα του πάθους

θάνατος κι ηδονή ξέχωρα υπάρχουν

 

Σε σώζουν βατραχάνθρωποι,  Οφηλία,

Μαργαρίτα Γκωτιέ, βατεύου εν υγεία

 

Κανείς – κανείς καθώς μαδάει

η καρδιά μου και χάνεται στα χάη

 

Άλλη είναι η μοναξιά σου άλλη η δικιά μου

κι αχ, δεν βρέχει στην πόλη όπως κλαίει στην καρδιά μου

 

Δάκρυα φιλιά στου κρεβατιού την πλώρη

αγάπη μου, για πού τραβάμε ονειροπλόοι

 

Φρενίτιδα γυναίκα απελπισμένη

για μας τι πια σημαίνει η λίμνη Τρασιμένη

 

Μη λογαριάζεις τι ήμουν τι δεν ήμουν

δεν ομοιοκαταληκτώ με τη ζωή μου

[ΤΕΤΑΡΤΟ  απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ  1976]

 

ΟΜΩΣ ΕΣΥ ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ ΔΥΣΤΥΧΟ ΠΟΥ ΧΑΝΕΣΑΙ ΓΥΜΝΟ ΚΕΡΙ ΜΕΣ Σ’ ΑΔΕΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(πέμπτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976)

Της ύστατης πορείας ο ξεναγός μ’ εγκαταλείπει

με πρόδωσε με την ενάρετη ψυχή μου.

Όμως εσύ κορμί μου δύστυχο που χάνεσαι

γυμνό κερί μες σ’ άδεια ποιήματα

σε ποια ζωή όλο και πιο ακατοίκητη

 

Άγνωστα μέρη ακατανόητα  και  παραζαλισμένα

Ξένος μέσα στη μνήμη μου

Πώς να ταιριάξω πάνω μου παλιά σκιρτήματα κι αφές

αφού το ξέρω τίποτε δεν επιστρέφει

κι αυτό που τάχατε ανασέρνουμε απ’ τη λήθη δεν είναι κατακάθι ζωής

παρά μονάχα απάτες και είδωλα του νου

δίχτυα αδειανά – οι ίδιες μας οι ρυτίδες

 

Δε σε γνωρίζω εσένα που μου λείπεις

δεν είσαι εσύ η ανάμνησή σου

ούτε το χτύπημα στην πόρτα ούτε το αλάφιασμα στον ύπνο ούτε-

ξέρεις τι ώρα είναι  για μένα τώρα και τι κάνω μέσα μου;

 

Σωματικά σε χάνω, κόσμε,

κι άλλος δεν είναι πιο ανέκκλητος αποχαιρετισμός

και να ενδυθώ λόγον πνευματικόν ουκ έχω

εγώ που σε άπειρα πνευματικά μαρτύρια εβαπτίσθην

Σωματικός ο λόγος μου που σε άρθρωνα σωματικός

γι’ αυτό θνητός και λίγος

δεν εξαρκεί μήτε για τα στερνά χρειώδη

πριν ν’ απέλθω  και  πλέον δεν θα υπάρχω

 

Γιατί το πνεύμα δεν σαρκώνεται

και ποταπός ο ασπασμός ούτος…

Δεν έγινε   δεν έγινε ποτέ αυτός ο ευαγγελισμός

σάρκα με σάρκα πάντοτε σαρκώνεται

σάρκα με σάρκα πάντοτε σπαράσσεται

σάρκα με σάρκα πάντοτε νυχτώνει

 

et j’ ai lu tous les livres

et j’ ai lu tous les livres

 

ΚΑΠΟΥ ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΟΙ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

(… το  άγριο λαχάνιασμα μες στις ψυχές των άλλων  και  το σακάτεμα του νου  στα αινίγματα της Σφίγγας…)

Γιατί λοιπόν να γίνομαι ξανά όλος θύμηση

και το κορμί γιατί κλεψύδρα πάλι αναστραμμένη

-το παραμιλητό της άμμου μες στις φλέβες…

 

Κατηφορίζοντας το μονοπάτι φια το χωνευτήρι

οι σκιές δε ζητάνε πια άλλο αίμα

στρέφουν το βλέμμα πίσω μ’ εγκαρτέρηση ξέροντας πως θα γίνουν πέτρες

Ένα μετανιωμένο χαμόγελο η πλάση

κι αυτός ο πόνος δεν είναι γιατί χάνομαι  αλλά γιατί  ξεγίνομαι

 

Γέρο – σφυγμέ, καλέ μου κουπολάτη,

η θάλασσα που παλεύαμε δεν υπήρξε ποτέ

μήτε οι μαχαιροβγάλτες άνεμοι κι οι μεθυσμένες νύχτες

μήτε η αμάχη των στοιχειών

σ’ ένα κενό χτυπιούνταν μανιασμένα τα κουπιά μας

σ’ ένα κενό πλήγιασαν οι ψυχές και τα κορμιά μας  

 

… Στο Νο 44 έψαξα για την πόρτα

μα πόρτα πουθενά ούτε κλειδωνιά ούτε τοίχος  ούτε χώρος απτός

και μόνο το Κλειδί μετέωρο

δίχως ν’ αγγίζει που δίχως ν’ αγγίζεται

έστρεφε αργά και μάταια  έστρεφε κι ατέλειωτα

[ΕΚΤΟ  απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ  1976]

 

ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ  ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΡΧΟΝΤΑΙ

(έβδομο  απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ 1976)

ένα προμήνυμα που βουρκώνει τα πάντα

όμως

δάκρυ δεν θέλει να κυλήσει – κόλαση του χρόνου

τρομακτική εκκρεμότητα να υπάρχεις…

 

Αυτό το κάλεσμα δεν έχει μιλιά

κι αυτό το γνέψιμο είναι δίχως κίνηση

και το ξύπνημα δίχως σάλεμα βλεφάρου στη στεγνή μέρα

…Εννήμαρ κέατ’ εν φόνω

ουδέ τις ήεν κατθλαψαι

λαούς δε λίθους ποίησε Κρινίων

και τα μάτια μου  τ’ άρπαξαν και τα ’σερναν στις σκόνες

Ιούνιος θεριστής στα Τρίκαλα και το κομμένο κεφάλι στην πλατεία εφώνησε τρις

νολλεμ    νολλεμ    νολλεμ

 

Πώς θες να δοκιμάσω πάλι

λόγια και λόγια δίχτυα που τραβώ απ’ τα σωθικά μου

αγγίγματα που γίνονται άγρια πουλιά

πλανέματα σ’ αινίγματα του νου και της επιθυμίας

-σ’ ανάκουστο κιλαηδισμό και λιποθυσμένο κρύβεται το φονικό τραγούδι

 

Δεν έχω υπάρχοντα πια

δεν έχω υπάρχοντα

η βάρκα μου στάχτη στην άμμο

 

Αγνάντεμα με την πλάτη  μου στραμμένη στο πέλαγος

Μια ζωή ανεπανόρθωτη  

 

ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ ΜΕΤΑ ΠΩΣ ΕΧΤΙΣΑ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΜΟΥ…

(… και πώς πορεύτηκα  και  πού πλανήθηκα στους ίδιους μου τους δρόμους 

πόσες φορές σκόνταψα πάνω μου  με το κεφάλι στην καρδιά μπηγμένο…)

…δεν είχα κιμωλία να σχεδιάσω την ψυχή μου   με άλφιτα σημείωσα γραμμές και σχήματα μιας μοίρας…   Ψυχόπολη   με τα θαμμένα ποτάμια και τα γκρεμισμένα κάστρα   με τις πλατείες που αλλάζουν σχήμα  σαν τον κόκκινο λεκέ στην μπλούζα   Ψυχόπολη  με τα στοιχειά με τις πυρές και τις αγχόνες   με το κλάμα που δαγκώνει τα μάνταλα στις πόρτες   γειτονιές  επιτάφιοι με πόρνες ημερομηνίες στα παράθυρα   υπόγειοι σταθμοί με ερινύες κοπέλες   που τα χείλη τους έγιναν θρόισμα ξερόφυλλων εφημερίδων   νόμοι  συνθήματα   πραιτώρια  φυλακές   νεκρόκηποι  -  νεκρόκηποι -  νεκρόκηποι   Ανεξερεύνητο έγκλημα   εδώ περιπλανήθηκα   ανάμεσα στο φονιά και στους μελλοντικούς φονιάδες   φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου   φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγωνία του λογικού   με την χειρωναξία του πνεύματος πασχίζοντας να ξαναβρώ   το αρχέτυπο σβησμένο σχέδιο   ώσπου με ξέκανε σε βρώμικα σοκάκια το τραγούδι…   μη ελπίσεις παρ’ εμού ούτε στίχους ούτε άλλον τι   μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής!..   [ΟΓΔΟΟ και τελευταίο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ  1976 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Δευτέρα, 7 Οκτωβρίου 2024

ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ…

  (…   φαντάσματα   διαβαίνοντας οι άνθρωποι   στη σκοτεινή ερημιά…) Το ρολόι της εκκλησίας Μεταλλικά μετρά τώρα τις ώρες Ψηλώνει ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ