Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΚΑΓΚΕΛΟ και ΔΙΧΩΣ ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ

(… χωρίς αιωνιότητα  δίχως τ’ αντίθετό της 

αγέννητη και ξένη προς το θάνατο  

λάμπει στα φυλλοκάρδια η ελευθερία… - Η ΦΟΒΕΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ)

ΑΙΦΝΗΣ

Αυτό που λέμε όνειρο δεν είναι όνειρο

και η πλατειά πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.

Κάπου  γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,

σαν το σύννεφο π’ αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα

όντας μονάχα ακάλεστη μεταμόρφωση.

Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα

και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη·

το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα

στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.

Νυχτώνει και σήμερα.

 Η αγωνία λέει πάλι:  θα βοσκήσω το μαύρο!..

 

Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ

Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.

Ακούω τα φυλλώματα σήμερα

γίνηκαν ανήσυχα χορικά.

Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.

Ω καρδιά μου – τρομαχτικότερη σελήνη!

 

ΑΝΕΜΟΓΛΕΝΤΙ

Τον ήλιο σπρώχνοντας απάνω

στ’ αδιέξοδα της γεωμετρίας

με τους ανθρώπους πάντα να με ξεζυγιάζουν

εγώ ο τελευταίος χαρταετός του λεκανοπεδίου μας

ευχάριστος,  αλήθεια,  σαν το θάνατο

μέσα στ’  ανθοπωλεία

δε μηχανεύτηκα το κύμα της ψυχής

αυτή την ποίηση που θέλει τ’ όνομά μου

[κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971.

Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο:  ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ  ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ]

 


Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ 

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ  ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Πεταλωμένη μάγισσα σε είδα πάλι

να δαγκώνεις τον αέρα

μ’ αυτή την πανοπλία των λουλουδιών

που σε φυλάσσει από κάθε σκληρότητα

τις νεκρές πεταλούδες να κεντούν την κοιλιά σου

μ’ εκείνο το μακρύ σύννεφο στην ολάνοιχτη θλίψη

το ουράνιο κοντάρι σου!..

Έχω μια τέτοια όρεξη για θάνατο

που μ’ αρέσει να ξαπλώνω στα ταβάνια

παίρνοντας χάπια υπνωτικά και βλέποντας

την κεφαλή της Μέδουσας από τεράστια

κύματα ύπνου χρωματιστού σε παραμόρφωση

την Ευρυδίκη με σεισμούς μειλίχιους

απ’ την ουρά του χρόνου να κρατιέται.

Πεταλωμένη μάγισσα σέρνεις ακόμη

το κορμί μου στη δίψα των γηραλέων γιασεμιών

αναπνέοντας την ποιότητα της ανυπαρξίας

αμάραντο άλογο από κρίνα κι από φρίκη!..

Pax  ένας άγιος που στρέφεται γύρω στον άξονά του

Pax  ένας άγγελος που χτυπούσε

το κεφάλι του με τα φτερά του

Pax  max   κοάξ

κοάξ  pax  εναλλάξ εγρήγορση  και  ύπνος.

Ένας πραγματικό κύριος δεν πιστεύει στις μηχανές.

 

ΜΙΑ ΔΟΞΑΣΙΑ ΚΙ Η ΖΩΗ ΟΛΑΚΕΡΗ ΝΟΜΙΖΩ

Το καλοκαίρι μένουν άναυδοι οι χείμαρροι

κι αυτό το πριονίδι του καιρού

με την παράξενη οσμή: τα δευτερόλεπτα

σιγά-σιγά σαπίζει.

Πότε κι εγώ θα ξεμεθύσω;

Η νύχτα του Καρκίνου μπερδεύει το περπάτημα

με περιπαίζει ασύστολα και χθες ακόμη

μελετούσα θλιβερά παραλληλόγραμμα

γυρεύοντας να νιώσω γεωμέτρης.

Ο Σκορπιός είχε πάχνη και βούλιαζε αφάνταστα.

Θυμήθηκα δίχως λόγο θαυμάσιες

παραλίες με πολύχρωμη κίνηση

κι απότομα τη Φυσική να μην υπάρχει

στα ηλιόλουστα φεγγάρια της Προϊστορίας

όταν οι πηδηχτοί νάνοι – ποιοι νάνοι; -

με τα ενέχυρα του θανάτου και τη μαχαιριά

κλωτσούσαν ουρλιάζοντας τον αέρα.

Ευτύχημα, είπα, που δεν έχουμε κανένα όφελος.

Ευτύχημα να μας σπρώχνει ολοένα ο χρόνος.

Άμφια της αυγής τρομαχτικά

χαράματα τυλιγμένα σε άνηθο

της ταραχής αχτιδοβόλο σμάλτο.

Δεν έχω τίποτα με τους νεκρούς ούτε με τ’ άστρα:

λαμποκοπούσαν ανέκαθεν, απ’ την αρχαιότητα.

Βλέπω μονάχα τον ασίγαστο γυρισμό της χλόης

τα τρομερά της ύλης παραληρήματα.

Ξημέρωσε πάλι και μεγάλωσε

το λαρύγγι του κόκορα.

Ο σκύλος άρχισε τα βήματα.

Επίσης άρχισαν τα πρώτα λεωφορεία.

Το χρόνο τον αισθάνομαι στην ωμοπλάτη.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971]

 

ΡΩΜΑΪΚΗ ΟΠΤΑΣΙΑ

(από τη συλλογή ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Ωραιότερος απ’ τα ναυάγια των ήλιων

ο απλός αυτοκράτορας ενώ

τα μάτια του σχεδόν ερωτευμένα

και πρόθυμα στον άσχετο κίνδυνο μιας εκστρατείας

κερνούσαν έξω απ’ τη σκηνή του

τη μοίρα δίχως τάραχο και την αθώα σκέψη

να μην τον έβρει σε μικρότητα ο θάνατος

όπως οι άγγελοι διαγράφονταν παγεροί μες τον κόσμο

χωρίς άλλο ένδυμα, μονάχα την αυγή φορώντας

-εκείνη το σοβαρότητα εκείνο το χρώμα!..

μιλούσε με τα λίγα δάκρυά του κι όπως

ο ήλιος ανέβαινε στην καμπύλη

σιγά - σιγά τα στέρεψε.

Η Ρώμη γινότανε μέσα του σαν ένα σβωλαράκι

τα χρόνια μάζευαν οδυνηρά

καθώς τα στρείδια στο λεμόνι.

Ποτέ δεν τον ένιωθαν, αλήθεια,

οι λεγεωνάριοι που ’χαν συνηθίσει

τόσον καιρό στην σφαγή και στον πονόδοντο

με σκονισμένα μάτια   με σπασμένα νεύρα.

Αίφνης ένας παλιός αριστοκράτης απ’ του Βρούτου το σόι

μ’ άσπρο κουστούμι και μια κόκκινη βαλίτσα

τον πλησίασε ήρεμα και διαιρώντας

με το χέρι του σηκωμένο ψηλά

την αυγινή σελήνη που ξεθύμαινε

του είπε: «Πώς να γίνει, αγαπητέ μου, διχάζομαι και συ

μου λες πως έχω το παρόν και μόνο.

Μα εκείνος ο γαλάζιος σκαντζόχοιρος

ο ουρανός όταν βρέχει

τα δένδρα που τρομάζουν ολόγυρα

η άκακη χλόη κι αποκάτω τα πτηνά

τούτο το βάρβαρο ρυάκι πλάι μας

τα ξίφη των αγγέλων

η μουγκαμάρα που σχηματίζει τη λάμψη –

κάθε λαχτάρισμα του υπαρκτού με αφυπνίζει

για το μισό που καταπίνει το άλλο του μισό.

Δεν είμαι θάλασσα να λιώσω με νύχτα τη σελήνη

και να την κάμω κομμάτια στα νερά

με νεκρώσιμη γαλήνη περίγυρα

ή με κύματα γοερά

με θρήσκευμα τον πόνο…

Το έαρ είναι άλυτο.

Πώς να διδάξω τη φλόγα στη σταγόνα;

Η αγωνία υπερβαίνει τη ζωή,

γι’ αυτό κι αχρηστεύει τις απολαύσεις.

Αχ, τι λάκκος από σκοτάδι που κάποτε

μ’ έναν κόκορα στο κεφάλι για να τρελάνω τη νύχτα

ούρλιασα ξαφνικά σαν να μου φύτεψαν βόλι:

-Μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο!

Τι φρίκη, την τρώνε τα δευτερόλεπτα! –

Πώς να κρατήσουμε απείραχτο το δαίμονα;

Μ’ αν δεν μπορούμε – τότε λέω πως αρκεί

για λίγη βλόγηση κι ίσως ίαση

κείνος ο σκύλος όνειρος, κείνος ο γκρίζος τύφος…

Χαίρε Καίσαρα!

Τα μάτια μου είναι ευρήματα του θανάτου».

 

Nada

Σ’ αυτά τα κακούργα χαράματα η νεκρίλα των πεύκων

ευαγγελίζεται τη νιόκοπη γαλήνη.

Τώρα το σκέφτομαι: η σιωπή των πάγων

αναγκάζει την αγιότητα να ’ναι άσπρη.

 

Το μαύρο μ’ έχει προσαρτήσει.

Μια κραυγή, δίχως λόγο, επεκτείνει την ύπαρξη

μια κραυγή στον αέρα μεγαλώνει το ύψος μου.

Στον αέρα κι ο γέρος ερυθρόδερμος

με τ’ άσπρα του μαλλιά σα γνέμα

κειμήλιο της σιγής ανεκτίμητο.

 

Η νύχτα η βία και η έμπνευση.

Την είδα την αποκαθήλωση του Γκουεβάρα

σε μια γούρνα της Βολιβίας.

Ολόγυρα στέκονταν οι λοχαγοί και με το δάχτυλο

δείχναν απάνω στο κορμάκι του τις τρύπες.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971]

 

ΝΕΑ ΕΙΣΟΔΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

(από τη συλλογή ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Χωρίς να ξέρω πια τίποτα για λαοθάλασσες

κι άλλες τέτοιες ιστορίες.

 

Βραδινά νερά  νυφική συμπλήρωση

στα μετάξια του μεγάλου μετανάστη του αγέρα

καθώς το σύννεφο μονάζει στη λιγόλεπτη ζωή του

για να στρέφονται τ’ άνθη προς τον ήλιο

χωρίς αντάμειψη  και  συνέχεια.

Να μη σε κοροϊδέψει τ’ αδιάκοπο ταξίδι του αγέρα.

Τα δάκρυα σκορπίζουν ομορφιά – το ξέρουμε –

μα φέρνουν όμως και μύξα στους ανθρώπους

 

Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΗΡΕΜΙΑΣ

Πρωί - πρωί ξαστερωμένος απ’ τον ύπνο

-μια δικαίωση.

Στην εκκλησούλα των χωραφιών είν’ απόμακρες

όλες εκείνες οι καταστροφές και πιότερο    οι πολύχρωμες.

Καμιά διεκδίκηση, καμιά δυτική θεραπεία.

Σα να με προσκάλεσαν οι πεθαμένοι

στις απρόσωπες σημασίες των θάμνων.

Ο θάνατος δεν νοικιάζεται  - το ’μαθα -

κι ο έρωτας φέρνει ψόφο στις ερινύες.

Θυμάμαι τώρα τον νόμο να τρέφεται σ’ άλλη έκταση

τα τελευταία μου βήματα, τρία  -  τέσσερα,

σκεπασμένα από πυκνούς αιώνες

κι ο ήλιος να ’ναι πάντα το κέντρο της αποτυχίας

που χύνει σ’ άλλους κόσμους τις πράξεις και τα όνειρα

στους ανθρώπινους οχετούς  – έθνη και κράτη.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971]

 

ΜΟΣΧΟΒΟΛΗΜΑ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ

(από τη συλλογή ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Καπνίζοντας βαριά τσιγάρα, τέσσερα πακέτα,

μ’ αυτό τον άνεργο καπνό να μπαίνει

στ’ αδιάκοπα ουράνια

μέσα από μεγάλες χαραμάδες

έλεγα το λεπρό τραγούδι της αγάπης αγγίζοντας

τα νήπια φύλλα των δένδρων:

«Ο ποιητής τα μάταια τα μάτια του

σαν άτια του μπορεί και τα σκοτώνει,

Ο άγιος – αυτός μπορεί ναν τα διπλοσκοτώνει.

Γι’ αθάνατους Εκείνος έφτυνε το ρύζι του

για τους φτωχούς το μάζωχνε στη φούχτα

ο Siddharttha».

 

ΓΙΑ  ΧΡΟΝΟ  ΜΟΝΑΧΑ ΕΚΛΙΠΑΡΟΥΣΑ

(Δημήτριος Καπετανάκης:  Emily Dickinson  

στον Ε. Χ. Γονατά που μετάφρασε τον στίχο)

Σαν τους αθόρυβους αϊτούς που με ποικίλα χρώματα

σωριάζονται στ’ αποκριάτικα σκουπίδια

νεκροί που δεν τους πρόλαβε η λύσσα των δευτερολέπτων

εκείνη που σκαρώνει τη διάρκεια,  τους μήνες και τα χρόνια

η τρομερή φαγέδαινα  η κουτσομύτα Πλάνη

που δίχως  έναστρα φτερά  δίχως μικρόβια

τρώει  και  τρώει την Ανυπαρξία –

πεθαίνουν έρημοι της γης οι κάτασπροι άγγελοι

Φτωχέ Καπετανάκη  κι  όμως όλβιε

στη φράση που ’γραφες  αναπνέουμε ολοένα

παγιδευμένοι σε πιθανά γεράματα

μ’ ένα ερώτημα που πρέπει να χαράξω:

Πώς θα γλιτώσουμε απ’ το Σύμπαν;

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971]

 

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΔΙΧΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

(από τη συλλογή ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Το στενόμακρο άλογο του χάροντα           

χαίρεται ρόδινες κωμωδίες   αχνίζοντας τίποτα.

Το νερό τρεκλίζει ψιθυρίζοντας αρχαιότητες

ο ευγενής βρικόλακας η Άνοιξη   φανερώνεται πάλι.

Καταρρέουν τα μύρα  κι  ο σμαράγδινος χόρτος

ανεβαίνει σταθερά στην ηδυπάθεια.

Μα εμείς όλα αυτά τα χαρίζουμε σ’ ένα κορνάρισμα.

Τα δένδρα τότε γίνονται πνιγηρές ειρωνείες.

 

Να βλέπεις ένα αστραποβόλημα στην άμοιρη τη φύση

να βλέπεις και να λες:  Ωραία χρώματα!..

Να βλέπεις άλλοτε τον ήλιο και να λες:

υπέροχη αυτή η αθλιότητα!.. –

η θαλερή  και  μάχιμη  κι  αχτινοβόλα.

Μ’ αν είναι η ψυχή μας άπραχτη γιομάτη πράξη

το φως οπού δε χτίζεται παρέχει ολομόναχη.

 

ΑΠ’ ΤΙΣ ΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΜΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(Το μεγαλύτερο ψέμα που ειπώθηκε ποτέ είναι πως γράφουμε για τον εαυτό μας!.. 

Α,  να κι η μαμή της αλήθειας   το Σωκρατίδιο!..

Μου φαίνεται πως ένα καλό ξύσιμο διαρκείας

λυτρώνει περισσότερο απ’ την ποίηση…  )

Πώς έγινε και το ’σκασε ο Αδάμ απ’ τη λάμψη του   κι έδειξε μια καινούργια γοητεία:  το σκοτάδι -  βαραίνοντας απ’ το χρόνο σαν αόριστη κοιλιά…  Κοπέρνικος 9:  Συναντούμε δυσχέρειες.   Δεν κάνουν έρωτα στην Αφροδίτη.   VENUS   ΔΕΝ   ΑΡΗΣ   ΔΕΝ   ΔΙΑΣ   ΔΕΝ   Ω, ΜΗ   ΔΕΝ   ΜΗΔΕΝ   ΟΛΟΝΕΝ   Βραζιλία – Αγγλία  1 – 0   Έξω – μέσα:  Ούτε – ούτε.   Τηλεόραση.  «Φορέστε τα καλά σας.   Ο ρόλος της εκφωνήτρια είναι κυριακάτικος».   Πρέπει να θανατώσουμε τις κοσμοθεωρίες.   Είναι όλες μητρομανείς.    Η ΛΥΠΗ: Η ΠΥΛΗ   Όσες φορές κουβέντιασα με τους λεγόμενους ανθρώπους   αναγκάστηκα να σηκωσω τη φωνή μου   γιατί δεν ανέχτηκα να μου σπάσουν   τα υπέροχα κρύσταλλα της αιωνιότητας.   Άρωμα Όραμα – δεν έχω τίποτα άλλο.   Ξέχασα όμως: έχω και τσιγάρα.   Χίπις   ΑΤΑΡΑΞΙΑ   Χίπις   ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ   Χίπις   ΑΚΟΡΕΣΤΟ ΝΕΠΑΛ    Α, δεν μπορώ να περιγράψω πια   τα μάτια της επόμενης μπαλαρίνας…  Είμαι ένα άτυχος τυμπανιστής που τέλειωσε ο πόλεμος.   Έγραψα ποίηση  -  μ’ άλλα λόγια   συνεργάστηκα με το μηδέν.   Άλλαξα φρίκη.   Τ’ αηδόνια οι εχθροί των συζητήσεων.   Όλος ο κόσμος τα θαυμάζει σκοτεινά.  Το ξέρεω.   Τ’ αηδόνια  -  η καταγωγή της θλίψεως.   Θεότητα: η στέρφα που μας γέννησε   η έμψυχη σκάλα.   Ο Μύθος: η ανάγωγη φύση της αλήθειας.   Παράλυτος.   Άλυτος.   Να, ένα ζουζούνι!..  Μεγάλες απολαύσεις – αηδόνια σπαραγμοί!..  Κι εσύ φρικαλέο εικοσιτετράωρο   που τρομερά εικονίζεις τη ζωή μας   από ύπνο σε ύπνο!..  Εγώ που λέγομαι αρνητής   εγώ που δε γελιέμαι πια μεσ’ στη χαράδρα της αφής   ήθελα μ’ ένα τόξο μυστικόπαθου πρίγκιπα   στα σκοτεινά υψίπεδα της Ασίας   να λαβώσω τη χθεσινή πορτογαλίδα.   Το πιο σπουδαίο στον κόσμο είναι το τίποτα!..  Για όλα τα σπίτια  για όλες τις ταράτσες   το νέο  ΠΛΑΝΗΤΕΣ.   Απευθείας εκ του ηλιακού συστήματος.   HOMO SAPIENSHOMO ΣΑΠΙΟΣ.   Κι ωστόσο λάμπει συνεχώς ο Γκουεβάρα   στα μυρωμένα επουράνια της Βολιβίας   ανώφελος και παράλογος – ανωφερής  και  μόνος -  χωρίς το ύψος να ψηλώσει περισσότερο   δίχως η μοίρα να μας δείξει τίποτα άλλο.   Τσε;   Και;   Τα σύμφωνα σα να φυτρώνουν απ’ τη σπονδυλική μου στήλη   τα φωνήετα μεσ’ απ’ το λαιμό  κι  ολοένα   στην πολύφωτη Αγορά με τις απαίσιες   μυρουδιές αιωρούνται   τα πορφυρώματα.   Μεγάλο αίσθημα η θάλασσα   τα όρη  και  η νύχτα.   Το ’παν αυτό οι μονοχίτωνες έρημοι  κι  ο άνθρωπος των θαυμάτων   ο αφάνταστος Comte de SaintGermain der Wundermann (1710 – 1780)  ηλικίας 2000 ετών.   Η λογική λοιπόν είναι μια έμμονη ιδέα των ψυχιάτρων  (Συνεχίζεται) (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971 – Πρώτος συγκεντρωτικός τόμος: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  1961 -1978, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ)

Παρασκευή, 3  Μάιου  2024


Κυριακή 28 Απριλίου 2024

ΓΙΑ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΣΟΥ ΠΟΥ ΜΑΧΑΙΡΩΣΑΝΕ ΣΤΟ ΥΠΟΓΑΣΤΡΙΟ ρωτώ…

 (… τα πελώρια μάτια του,  το χώμα μούσκεμα στα ευθύφωνα

ρωτώ γι’ αυτά και τ’ άλλα που αποσιωπήθηκαν

για την πληγή μας   που έμεινε ακατοίκητη.…)





Απ’ την καταπακτή ξεμύτισε το σιαμαμίθι

η νύχτα  το σκοινί της

το λεπίδι γλείφει τ’ αχείλι του  κόψε  και  κόψε

ολημερίς λαιμούς

ποιος κυνηγά το σφάχτη του;

 

η αιωνιότητα σέρνει πάλι το ξυλένιο της ποδάρι

κρότος

εδώ ξέρα

τριγύρω πέλαγο στεγνό  κι  ο ουρανός

άδειο κασόνι από ρέγγες,

τυμπανιστή τι τα ’κανες τα κόκαλά σου;

 

Αδειάζομε τις τσέπες μας από εχτρό  και ψίχουλα

η νοσταλγία το μπότζι της,  ρωτώ το μαύρο

το κίτρινο το χρυσαφί μην είναι αυτά που θάψανε

το μόνο μου φωνήεν;

[ΑΙΜΟΛΥΣΗ, από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978: 

Ω αυτές οι   ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ  καραμπινιερίες…]

 

Μονόκερως   με τσιμέντο μέσα σε ονείρωξη

τάχα ξανοίγει ο διανοητικός τενεκές

το πένθος του παθητικού αόριστου

ή τη στύση των φαλλών,  ο ανώμαλος

μες στου Καϊμακτσαλάν τις πάχνες…

 

Κι άλλα ποιήματα από την ΟΔΟ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ

εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 εκδόσεις ΑΓΡΑ:

ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΑΣΤΕΡΟΕΙΔΟΥΣ,  Ιησού, ταξίδι μου σε κουπέ της τρίτης…

ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΜΕΤΑΛΛΩΝ,  Κάποτε όπως η καπιτάνα παγιδεύτηκες  κι όφειλες λέει να βυθιστείς να σύρεις τον πείρο…

ΑΦΙΣΣΑ,  Το μεσημέρι είναι περίστροφο γεμάτο αγόρια μολυβένια…

ΤΟ ΑΛΦΑ ΩΣ ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΣ,  Τη διάβαση με κόκκινο!.. Ούρλιαζαν που πήγαινες να βρεις το πρόσωπό σου…

ΣΙΔΕΡΟ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ,  Να πώς έγιναν τα γεγονότα….

ΠΟΛΤΟΣ  ΑΡΡΕΝΑΓΩΓΕΙΟΥ, Σε πήρανε γι’ ανάκριση,  ποιος είδε σιωπή να ξηλώνει τους ρεζέδες;

ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΡΑΜΠΙΝΙΕΡΙΕΣ,  Ω αυτές οι μετά Χριστόν καραμπινιερίες…

ΚΟΡΝΕΤΑ,  Τώρα υπέρτιμος της εξαρχίας Ουρβανός ο άλλοτε του εσναφίου Ιγνάτιος…

ΟΡΤΥΚΙ,  Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε ένα χτυπημένο ορτύκι…

ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ ΠΥΡΠΟΛΙΚΟΥ,  Η Σαμοθράκη, φώναξα, ο τράχηλος των εφήβων

ΚΑΜΠΑΝΑ,  Έξω φωνές, σέρνουν νεκρό τον αχαιό Αλλιέντε…

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ,  Ανεβαίνουναεροστατικώς  μ’ άλλους χαρταετούς…

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ,  Μένω εδώ βυθός της ασβεστόπετρας  ή  ελατόριζα  και περιμένω… το ΕΠΙΜΥΘΙΟ

ΚΩΝΙΚΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ,  Αλαλιασμένος έτρεχε πίσω απ’ την εξάτμιση…  Χαμένες καταπάνω του οι σφήκες σύννεφο…

 

 

ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΑΣΤΕΡΟΕΙΔΟΥΣ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Ιησού, ταξίδι μου σε κουπέ της τρίτης.

Ταγαράκι τρίχινο κλουβί ε καναρίνι

κάμπια στη φούχτα σου το ροκανίδι από κεδρόξυλο

ζάχαρη στα τσίνορα η Γαλικαία, κάντιο·

σαν φτάσαμε στο Λιανοκλάδι

και συ με τους χαζούς στο θάμασμα

αρκούδα  γύφτος  ντέφι,  εγώ αλλού

περιστέρι ατέλειωτο να ψάχνω στο πλευρό μου

την πληγή σου.

 

Χριστέ μου οι δυο μας το ίδιο πετσί

χράμι  κουβέρτα   αντίσκηνο,

χώσ’ το καλά στο νου σου,

τις νύχτες σταυροπόδι καπνίζουμε στριφτό

γυμνάζουμε γυναίκες στα μιντέρια

ακούμε γύφτισσες να μελετούν τη μοίρα μας

δρόμοι της φούχτας πέρα ως τα δάχτυλα

γραμμές του ανέμου  αγρύπνια,

με κλεφτοφάναρο ο εκκωφαντικός χαφιές

έψαχνε τ’ όνειρό σου Μονεμβασιά απόμακρη

αγδίκιωτο φραγκόσυκο γυμνό ίδιο λιοπύρι,

στην Αίγινα δεν πήγες,

το μπόι σου ίσαμ’ ένα δένδρο  ούτε που το μέτρησες

τους ευσεβείς δεν τους χαστούκισες

ήταν δικοί σου·

όλη τη νύχτα ψάχνω το πλευρό μου

τι να ’γινε η πληγή σου εκείνη της δικαιοσύνης.

 

ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΜΑΤΑΛΛΩΝ

Κάποτε όπως η καπιτάνα παγιδεύτηκες

κι όφειλες να βυθιστείς να σύρεις τον πείρο

το πλήρωμα εις προσοχήν ασάλευτο

η φανφάρα κατάπλωρα να παιανίζει

να κατεβαίνεις λέει τα νερά έτσι που η άβυσσο

ν’ ανοίγει σαστισμένη,

 

σου δόθηκε να γίνεις δέλτος  (της ιστορίας ας πούμε)

παρά που ως τρίτο κέρατο  και  φωνακλάς

εστηνόσουν ν’ αρνιέσαι.

Σε σύρανε λοιπόν ψηλά των ισταμένων

κι ακούγεσαι ξυλόφωνο στις παραφυλακές

ή σύνθημα για βλάκες·

εμείς η κάτω τάση προς έμετο.

 

Κάποτες μαζί μας φίλευες το κρύο

στη χλαίνη σου, το συρματόπλεγμα ούρλιαζε:

ποιος είσαι, η φωνή σου τσάκιζε το κράνος σου

το μυαλό πετάριζε κορυδαλλός ’σαπέρα

να παγιδεύεσαι μες τα μπουγάζια

που τα δέρνει το ιγμόρειο, εσύ

γενιά πισσουρανίτη;

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΑΦΙΣΣΑ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟδΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Το μεσημέρι είναι περίστροφο γεμάτο αγόρια

μολυβένια, χτυπάει με βίτσες τα ρολά

πετροβολά τις γάτες

πιο πολύ τη σεσημασμένη των αισιοδόξων

 

το μεσημέρι έιναι έντεκα χρονώ

ο Ιησούς του ναού το περνάει ένα χρόνο,

μπροστά στο πραιτόριο γίνεται πάπια

και το μπότζι της, κόβει βόλτες

 

πιο πέρα κατουρά τις πόρτες των αστών

μετράει τα παράθυρά τους εχεφρόνως

σφυρίζει Κάλβο.

 

Αργά στο Γαλάτσι μια φούχτα λιόσποροι

βρακί που σκίστηκε

θερινό σινεμά  και  πιστολίδι.

 

ΤΟ ΑΛΦΑ ΩΣ ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΣ

Τη διάβαση με κόκκινο.

Ούρλιαζαν που πήγαινες να βρεις το πρόσωπό σου

τάχατες άσε καταμέρος τ’ ακρωτήρια.

Ήτανε λέει της γραφής που κατάματα σε κοίταζε   το φίδι

ή που το ταβάνι πήρε να πέφτει καταπάνω σου.

Ο τόπος ηλετραρνητικός με υπογένειο

γέμιζε σκουριά  συφοριασμένες λέξεις

ο Θουκυδίδης άσαρκος όπως η μετάληψη

περιστρεφότανε με τ’ άλλα τιμαλφή ως άπρακτος

ή ως φέγγος των αλόγων,

το γεγονός θεωρήθηκε ηλιοστάσιον.

 

Τρεις η ώρα του μεσονυχτιού σταματήσανε όλα.

Μόνον ο μαύρος κόκορας

που τονε μακελέψαμε σαν ρίχναμε θεμέλια

ζητούσε πίσω το κεφάλι του.

Τότες δείχνοντας κατά τα Ζαγόρια

ξέσπασες σε λυγμούς.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΣΙΔΕΡΟ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Να πώς έγιναν τα γεγονότα: προεκτάθηκε,

ξάφνου μπήκε στην ευθεία

ίσα την επάνω ρούγα κόβει αριστερά

η νερατζιά ξεχείλισε απ’ τη μάντρα

πηδάει μέσα, φωνές στο εικονοστάσι

το θαυματουργό της κόνισμα εσχίστη

τίναζα τον ύπνο από τις χούφτες μου

λίγο ακόμα πιάνονταν αιχμάλωτος.

Ένας νευροπαθής, γάντια πυγμαχίας,

έσωζε λέει τον τόπο ο κανάγιας

βλέφαρα χακί,  επωμίδες χάλκινές  και  στάχυα

που σαλεύανε κάτω από το κράνος.

 

Πηδώντας από φορτηγό σε φορτηγό

προφταίνω την ψυχή μου πριν λιποτακτήσει

φέγγιζε πίσω τις αγκαθερές ο άνεμος

στήνανε πολυβόλα

σειρήτι κόκκινο ο θάνατος σε λαιμό βοδιού

που σέρναν να το μακελέψουνε οι χασάπηδες

έσταζε από τα μάτια του κάτι πηχτό

βερυκοκί σαν μεσημέρι όχι δάκρυ,

ω δυτικά παράλια του νου μου  βράχια απλησίαστα

ψυχομαχάει  το σχήμα μας στην άσφαλτο

γύρω σαγόνια σαρκοβόρου

νύχτα ραμμένα στόματα ψέλνομε το εμπρός

σηκωθείτε αδέλφια.

 

ΠΟΛΤΟΣ ΑΡΡΕΝΑΓΩΓΕΙΟΥ

Σε πήρανε γι’ ανάκριση,  ποιος είδε σιωπή

να ξηλώνει τους ρεζέδες;

Σκουτάρι  και  μπαλτάς του Οστρογότθου

ώσπου τον σκέβρωσες  και  τούτον τον μαρκονιστή

τανάλια αλλοίθωρη δόντι από ναυτία.

Ρωτάνε τα στοιχεία σου, η σιωπή δουλεύει

στους ρεζέδες,  βάζουν μπροστά τον καθετήρα.

Σχήμα προσώπου;   οχτώ

Όνομα;  καταρροϊκός  γραμμοσύρτης

Θρήσκευμα;  εξανθηματικός πλαγίαυλος

Επάγγελμα;   Πατραϊκός κόλπος.

Άφρισαν,  τώρα θα σε φτιάξουν·

πέφτεις πολτώδης  συνοδεία ούρων.

 

Ιδίως το παρόν ή το ισότοπό του

δηλαδή αρρεναγωγείον με πτερύγια,

αντιθέτως ο διακαής Ανάχαρσης ο αυνανιστής

μ’ ανεστραμμένο πένθος, απλώνει την προβιά του

έτοιμος να πηδηθεί σαν αρουραία σε ρωτάει πάλι

και πάλι με διακόσια βολτ στα γεννητικά σου.

Ριγωτός του βούρδουλα πισωπατάς

η κλούβα πίσω ορθάνοιχτη  κι ο οισοφάγος

ο τοίχος πρήστηκε είναι βοιωτός

μάχεται την ξεραΐλα το αποσμητικό  «άει πνίξου»

τον Ησίοδο,,, τι είναι πλους;  τι είναι το πολτώδες;

 

Εισαγγελεύει η αφεντιά τους  το Νυν  το Αεί,

δυσανάγνωστο το Είναι της φιλοσοφίας,

δεν τελειώνουμε με δαύτα των πιθήκων,

το πάνε ξεπιτούτου να πεις απεταξάμην,

στείλ’ τους στ’ ανάθεμα,  μη λες.

Κρατάμε ακόμα!..

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ… 

(…πού να ’ναι ανάθεμά τη αυτή η οδός Παλαμηδίου;)

Ω αυτές οι μετά Χριστόν καραμπινιερίες.

Θυρεός στην πύλη νεοκλασικό αγριογούρουνο,

στην αυλή όρθιος στο πόντιουμ

μονόκερος με τσιμέντο μέσα σε ονείρωξη

τάχα ξανοίγει ο διανοητικός τενεκές

το πένθος του παθητικού αόριστου

ή τη στύση των φαλλών,  ο ανώμαλος

μες στου Καϊμακτσαλάν τις πάχνες.

 

Στον ισοσκελή διάδρομο ρολόι του τοίχου

ξερνά κάθε μισάωρο στρείδια

νέφτι·

ο παρακρατικός γεωδαίτης σκέφτεται με  

τις κάλτσες του

τον μπερδεύει η κεραμοσκεπή απέναντι

και η λύπη της,

το υπηρεσιακό περίστροφο

κι η σεξοφάτσα του στις πρωινές εφημερίδες.

Ξάφνου τα ματογυάλια

αρχίζουνε να πέφτουνε αργά τελεστικά

φτάνουν στο πάτωμα  και  συνεχίζουνε

ως τις ακτές του Κορινθιακού

ο χαρτοκόπτης έρπει στο μεσότοιχο

τώρα μέσα στα ράφια δρασκελά τον τάφο

του Τζιορντάνο Μπρούνο

πλάι στου Τσε Γκουεβάρα το πουκάμισο

με βρίσκει με παραλλαγμένα αποτυπώματα

(από τον πτεροδάκτυλο που λάμπει εντός μου)

παράνομη οικοδομή με υψηλό αιματοδείχτη

στην Ομόνοια

μανιακό με τσιριξιές στην ξαστεριά

με σαφείς σκιές στο θώρακα από τις στράτες

των Μουσούρων,

πεισματικώς μη στέργοντας να πω

με αιμομίκτες κι άλλους Σελευκίδες

«συνεταξαμην τω κάθε Τζήζας Κτάιστ»

 

Μάνα μου το σκοτάδι  και  τα παραβολοειδή

τα νύχια του πάνω στ’ αντίσκηνο

ζώδιο της δενδρογαλιάς

από κάτω η ψυχή μου ασετυλίνη

θερμαντική μονάδα πιθανότητας

με κίτρινα ουραλικά μαλλιά  και  γένια

επιτέλους κόκκινα

σκοτώνει ψείρες,

 

πού να ’ναι ανάθεμά τη αυτή η οδός Παλαμηδίου;

 [ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΡΑΜΠΙΝΙΕΡΙΕΣ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΚΟΡΝΕΤΑ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Τώρα υπέρτιμος της εξαρχίας Ουρβανός

ο άλλοτε του ενσαφίου Ιγνάτιος

πτηνουργός και σπλαχνοπώλης διδάσκει ούρησιν

απόφραξη οχετών τσικλομάσητον και τράπουλα

διδάσκει ασβεστοπάλειψη πεζοδρομίων και

κατάποσιν, διδάσκει χατζη – Εβλιά τσελεπή

παραλείποντας το Κυνόσαργες·

τον ξεφωνίζουνε στο Φόρο πόρνες μασκοφόροι

ανελέητες μοτοσυκλέτες και άλλοι οπαδοί

πώς ν’ ακουστώ ο δίοπος

που ονόμασα χι  τις ενοράσεις;

Αποξαρχής κατάχαμα στο χάος σφαδάζω

δίνω αίμα για μετάγγιση

θ’ ανοίξτε επιτέλους τα στραβά σας;

πάλι αφήνουνε αυγά οι τυραννόσαυροι.

 

ΟΡΤΥΚΙ

Μέσα στη μνήμη πήγαινε,  ερχότανε

ένα χτυπημένο ορτύκι,

ξοπίσω ο αγριοπήγανος ύστερα το μολύβι,

δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι

ψάχνεις μέσα σου,

ακόμα η θύελλα αστράφτει δισκοπότηρο

η οργή δεν το ’πνιξε το ουρλιαχτό της.

 

Γενιά του αγριόχορτου

έχεις ακόμα μάκρος.

 

ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ ΠΥΡΠΟΛΙΚΟΥ

Η Σαμοθράκη, φώναξα, ο τράχηλος των εφήβων.

Έγινε λάμψη,

σε λίγο μάζευα τα κόκαλά μου.

Οι δυνατοί γορίλες σκόρπισαν στις φυτείες

ν’ αγραυλούνε έμπροσθεν του τάφου.

Ας’ τους θα τα ξαναπούμε.

 

ΚΑΜΠΑΝΑ

Έξω φωνές, σέρνουν νεκρό τον αχαιό Αλλιέντε

οι Αμερικάνοι.

Δάκρυ του μηχανόκλαδου στ’ άδειο μπετόνι

ο Χριστός εκρύφτηκε στου γκαράζ το βάθος.

Ω Χιλή του Νερούντα

η ποδιά σου μούσκεμα αιμοστάζει.

 

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ

Ανεβαίνουν αεροστατικώς μ’ άλλους χαρταετούς,

μεγαλοπέρνικο,  μεγαβασίλειο,  μεγατορκοεμάδα

ίσα που να ’ρθει πάλι ο καιρός

να σπαράζουν με μικρές μποκιές

τον άρτο των κορυδαλλών τα εναργή σαρκοβόρα.

 

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ

Μένω εδώ βυθός της ασβεστόπετρας  ή  ελατόριζα

και περιμένω, λυσσάει η θάλασσα ελικοφόρα

στο πλάι η γενιά μου θέρος χιλιότροπο

ο ήλιος μπαίνει από τις τρύπες βγαίνει σπρώχνοντας

τις  μέλισσες,  οι κάννες όλο και σκουριάζουν

μένω εδώ  και  περιμένοντας

αυτή ’ναι η λεπτομέρεια μου.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΟΠΟΥ ΝΑ ’ΝΑΙ ΤΑΞΙΔΕΥΩ ΜΕ ΧΙΟΝΟΣΤΙΒΑΔΕΣ…

(…εσένα το λέω με την ουρανομήκη ανεμόσκαλα   φωλιά του πυρετού,  ερωδιέ με τα βροντώδη τσόκαρα…)

Αλαλιασμένος έτρεχε πίσω απ’ την εξάτμιση·   Συμμάζωχνε τα πεπτικά του όπως – όπως   το παχύ  το τυφλό  το σιγμοειδές   παρατατικός ταξίαρχος.   Χυμένες κατεπάνω του οι σφήκες σύννεφο   έζεχνε ψοφίμι ο μυελός των επωμίδων   το στομάχι να ξερνά ηγήτορες,  το πάγκρεας   πορτοκαλί σιδερικό τινάχθηκε στο βάραθρο,  η φωνή του επάνω στο φεγγάρι ετζακίστη   σκόρπισε κι η χολή φελόνι,   μακρύ συλλείτουργο ίσα κάτω την Τσίμοβα.   Προωθημένος διεθνής ραβδούχος νοικιασμένος   με την ώρα κώχευεν ο πόρφυρας   μάτι κρύο έμπυο…  μα οι μικρές εκείνες;   εκείνες του νερού που δε λυγίσανε   που δεν ελύγισαν ποτέ με την γεωδαισία;   λέω για τις σημαντικές ικτίδες των λαβύρινθων.   Αλαφρωμένος, τρίχρωμος, τσέπες γεμάτες χελιδόνια   εφηβικά εξανθήματα  στύσεις κι άλλα τέτοια   της ευθυβολίας, ομολόγησε πως όχι σπάνια   αυτιάζοναν ελευθερίαν ήτοι αρχαίο κρουστό   οιωνοσκόπων·  ύστερα χιόνισε όπως θυμάσαι,   Μούμιες ψαριών γελούσανε μες στ’ ασπρογάλαζο.   Τέλος πήδησε στο κενό ο θεότρελος κι εχάθη·   κάποτε το ’χε πει:  όπου να ’ναι ταξιδεύω με χιονοστιβάδες!..  Εκείνους τους χρόνους άκουγες: αχ   ευκαιρία που χάθηκε με την σπληνεκτομή.   Εσύ πηγαίνοντας κατά τα Πατήσια  ή  ετούτε:   πόσες μέρες ακόμη του μένουνε του ήλιου;   Τα τανκς μεταδοτικά δισύλλαβα άνοιγαν δρόμο του βροντόσαυρου,  καταμεσί οδόφραγμα   κωνικός Νοέμβρης,    μετρούσες, πάλι ακέφαλο έψιχλον πετρωμένο ήτα   το άλφα πολτός από τον φάλαγγα.   Στο στενό τι ήθελες μ’ εκείνη την αφίσσα   εσύ ένας σκύλος σε στάση εμετού;   Σου είπα μη από φαρμακεία τους μην περνάς   σου τη στήνουν πάλι ούθε κι αν περάσεις   πρόσεχε που πατάς  πρόσεχε τις πρόκες,   εσένα το λέω με την ουρανομήκη ανεμόσκαλα   φωλιά του πυρετού,  ερωδιέ,   με τα βροντώδη τσόκαρα!..    [ΚΩΝΙΚΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..  Σου φωνάζω: σ’ όλα τα στερνά κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Δευτέρα , 29 Απριλίου 2024


ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΚΑΓΚΕΛΟ και ΔΙΧΩΣ ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ

(… χωρίς αιωνιότητα   δίχως τ’ αντίθετό της   αγέννητη και ξένη προς το θάνατο    λάμπει στα φυλλοκάρδια η ελευθερία… - Η ΦΟΒΕΡΑ ΠΡΟΣΤ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ