Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΑΜΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ…

 

Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι

απλώνει – απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού

πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο

κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης

και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες

 

Πάνω απ’ τους ξεραμένους κάμπους θειάφι και μολύβι

αγρίμια πυρετοί γυρνούν με πυρωμένα νύχια

στεγνά σαν κάννες τουφεκιών τριγύρω τα πηγάδια

και τα κλωνάρια της κραυγής χωρίς κανένα φύλλο.

 

Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια 

με το θρυμματισμένο πρόσωπο της ανταρσίας αναστραμμένο στο αύριο

μ’ ένα τραγούδι αλουλούδιστο στα μάτια μας

με τα  κεραυνωμένα χέρια σωριαστά

κι απ’ τα χαλαρωμένα δάχτυλα φευγάτα όλα τα ελάφια

πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα;

 

Το αίμα στο αίμα πάνω πέτρωσε δεν δίνει πια χρησμό

άδειος εδιάβηκε ο καιρός χωρίς κανένα θάμα…

Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια 

Πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα

ρωτώντας πάντα αμετανόητα ρωτώντας πού τραβάει

αυτός ο δρόμος πού περνάει    ανάμεσα σε σκοτωμένους και φονιάδες.    

[πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962– κι άλλα αποσπάσματα  από την εν λόγω συλλογή -  συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]

 



ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΟΥΝ ΠΙΑ  ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ ΤΟΥΣ ΔΟΘΗΚΕΣ…

(… γιατί αφρόντιστα ξοδεύτηκες… μέρες που δεν σε ξέρουν πια…)

… κι αποτραβούν το χέρι τους από το δικό μου

κι όλο μακραίνουνε και προχωρούν χωρίς εσένα  - μα πού πάνε; -

Μόνος , σκοτάδι και τ’ απόμακρά τους βήματα

βλέφαρα που σφαλούν πάνω στο δέρμα σου

φύλλα που γίνονται ένα με το χώμα.

 

Πλατείες που δεν σ’ αναγνωρίζουν πια

δρόμοι που κρύοι γλιστρούν κάτω απ’ τα πόδια σου

άλλους βηματισμούς τώρα ζητούν

για νέες χειρονομίες κραυγών ριγούνε τώρα οι άνεμοι.

 

Όλα γινήκαν έτσι μονομιάς μια άξαφνη αναχώρηση

ξένος στον κόσμο απόμεινες

βλέμματα, λόγια, αφές,

γεφύρια που σ’ ένωναν με τους άλλους,

όλα γκρεμίσαν τώρα πάνω σου – κι αν θα φωνάξεις, η φωνή σου

ομίχλη πήζει γύρω σου.

 

Μέρες που δεν σε θέλουν πια,

μέρες που σμίγατε μαζί στην ίδια πίστη, μα που τώρα

κάτι άλλο ψάχνουν – μα τι να ’ναι αυτό;

κάτι άλλο πιο μακριά από την πίστη σου γυρεύουνε κι ο φόβος

μήπως δεν πήραν τίποτε, μα τίποτε από σε μαζί τους

λιώνει τη σάρκα σου, χωρίζει το κορμί απ’ την αίσθηση

καθώς το νιώθεις πια

πως άρχισε το τρομερό κι απρόσμενο

το πέρασμα της ιστορίας επάνω σου.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962]

 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΣΚΙΟΥΣ

(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962)

Το σπίτι μ’ αναμμένα όλα τα φώτα

ένα καράβι που κινδύνευε μέσα στη νύχτα

κι εμείς να τριγυρίζουμε στις κάμαρες ζητώντας σωτηρία

με παραμιλητά κι αλλόφρονες χειρονομίες 

δίχως να βρίσκουμε ποτέ ο ένας τον άλλον,

ώσπου η Μάρθα πια δε βάσταξε

και μ’ ανοιχτά τα χέρια ρίχθηκε πάνω στον τοίχο

«… έφυγε για να σκοτωθεί, για τι άλλο;

Το ξέρω και το ξέρετε, μα δε μιλάμε…»

 

Γιατί κανείς μας δεν τον ακολούθησε

όταν λίγο πιο πριν κοίταξε για τελευταία φορά σεμνός και λυπημένος

κι ανοίγοντας την πόρτα χύθηκε μες στο σκοτάδι.

Ξέραμε βέβαια πως μια μέρα θα μας άφηνε

παρόλο που προμήνυμα δεν είχαμε κανένα,

εκτός κι αν ήταν δυο βασανισμένα μάτια μες στη χλαλοή των δρόμων

-τελείως φευγαλέα τα συναντήσαμε

κι αφού τα ’χαμε  προσπεράσει πια, άξαφνα

κάτι σαν να μας χτύπησε κατάστηθα, σχεδόν που σωριαστήκαμε,

μα η λαιμαργία για ζωή μας κράτησε ξανά.

Ξέραμε βέβαια πως μια μέρα θα μας άφηνε

μα ήτανε σκόρπια η μέρα αυτή στην άχνη του καιρού

η προσμονή ήταν ένας ουρανό για μας

υπήρχε ακόμα χώρος, να ζητάμε και να ελπίζουμε.

Αφήνοντάς μας τώρα μας αφάνισε

έσβηνε κάθε απόσταση ανάμεσα σε μας και στη ζωή

έκανε την ελπίδα τοίχο αδιαπέραστο και μας συνθλίβει  επάνω του

«… έφυγε για να σηκωθεί ,

τι ήταν γι’ αυτόν η προσμονή , τι ήταν γι’ αυτόν η ελπίδα;

Έφυγε να παλέψει και να χτυπηθεί

έφυγε για να συνεχίσει και να σκοτωθεί – για τι άλλο;

Ένα σκοτάδι βρείτε μου   να χτίσω αυτού τα μάτια μου

να χτίσω αυτού τα χέρια μου που με τρομάζουν

έτσι καθώς με ματωμένα νύχια τ’ ανασέρνω τώρα απ’ την καρδιά του…»

 

Τέτοιες στιγμές δεν είναι κάτι μέσα σου που θέλει να ουρλιάξει;

Όχι, δε λέω για τις πληγές μας που ματώνουν

κάθε που πάμε να τις κρύψουμε ή να τις ξεχάσουμε,

μιλώ πάντοτε για τη μοναξιά,

τη μοναξιά μες τον αγώνα – δεν υπάρχει;

Ω παρελθόν, βρήκαμε τόσους τρόπους να σε ψαύουμε

κι ακάματες φωνές καλπάσανε να σε προλάβουν, μέλλον,

όμως ποιος θα μας ξεδιαλύνει το παρόν;

Εσύ που σε ταμπούρι ή σε κελί επιμένεις,

κι εσύ που καρτερείς κι εσύ που ενδίδεις

πώς ξέρεις πως αυτό είναι το σωστό

πως τώρα αυτό είναι το σωστό

αφού μαζί σου δρουν δυνάμεις άγνωστες

κι ενώ για αλλού τραβάς εσύ, αυτές αλλού σε βγάζουν…

 

Άνθρωποι πεταμένοι πια στην όχθη εμείς…

Ναι, μα ποιος λέει πως η ζωή κυλάει σαν ποτάμι;

-άλλη πανάρχαια πλάνη ετούτη των ανθρώπων.

Η ζωή προχωρεί με σφαδασμούς, κάθε της βήμα εξάρθρωση

κι ο φόβος για το ανεξιχνίαστο «τώρα» είναι που μας κάνει

να ψάχνουμε με απελπισία στο κενό

γι’ αυτό που «αύριο» τ’ ονομάζουν.

 

-Πάλι δε με κατάλαβες, υπάρχει πάντα ανάμεσά  μας κάτι που δε νιώθουμε,

ένα αγεφύρωτο κενό, εκείνο «το μικρό προσωπικό μας χάος».

-Δε βλέπουμε, δε βλέπουμε, τίποτα δεν μπορούμε πια να καταλάβουμε

ζούμε το σάπισμα των φωνών μας – το πρόσεξες κι εσύ

σαν να κοιτάς επίμονα, πως πρήζονται και σκάνε,

μια μαύρη ομίχλη και κολλάει στις ψυχές μας.

 

Το σπίτι μ’  αναμμένα όλα τα φώτα

ένα καράβι που κινδύνευε μέσα στη νύχτα

κι εμείς να τριγυρίζουμε στις κάμαρες ζητώντας σωτηρία

-σκιές που πονούν, πονούν κι αυτές

το ίδια καθώς κι η σάρκα.

 

ΜΑ ΑΥΤΟΣ ΩΣΤΟΣΟ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΑ…

-θρόισμα από φώτα και σκιές

δένδρο που αναζητάει τις ρίζες του – γιατί θυμάται,

θυμάται τότε που άστραψε και μπήκανε μέσα στα σπίτια μας οι δρόμοι

και νιώσαμε πρώτη φορά να χλιμιντράει το αίμα μας.

 

-Έτσι, άρχισε η πορεία μας, διασχίσαμε

μεγάλες ερημιές του νου, λαβύρινθους καρδιάς

όλοι οι σφυγμοί ανατίναζαν πίσω τους τα γεφύρια

το άγνωστο καταχτήσαμε, αγγίξαμε το μέλλον.

Μα, αλήθεια προχωρήσαμε με χάσματα πολλά

εγκαταλείψαμε φωνές ανυπεράσπιστες σε ξεστρατίσματα και βάλτα

ποδοπατήσαμε αγωνίες χεριών που δίσταζαν

κι εκείνο το κρυμμένα κλάμα μέσα μας

ώσπου μια μέρα ο δρόμος που είχαμε πια πίσω μας αφήσει,

άξαφνα ανασηκώθηκε σαν σιδερένια ουρά

χτυπώντας μας στην κρίσιμη ώρα κατακέφαλα.

 

Α, πώς κυλήσαμε έτσι πίσω

όλο και πιο πολύ γλιστρώντας σ’ αυταπάτες

όταν η πιο γενναία μας σκοτώθηκε φωνή

κι έμεινε η ηχώ της ματωμένη κόμη να βουτάει στο μέλλον…

 

Σύντροφοι της παλιάς ζητωκραυγής πού είσαστε τώρα,

χέρια που ανάβατε πουλιά στους λόφους, πού είστε,

κάτω από ποια σκληρή φτερούγα γης καρδιές χτυπάτε ακόμα.

 

Όταν φωνάξεις, ποιος θα αποκριθεί;

Σπίτια μέσα σε ρέμα που τα σάρωσε η βροχή

κοπέλες  που δεν έφεξε στο δάχτυλό τους βέρα

γυναίκες με τα σπλάχνα τους φεγγαροφαγωμένα

μνήμη τρελή που τριγυρνάει μέσα σε ονόματα νεκρών συντρόφων

σαν μέσα σ’ εγκαταλειμμένα οχυρά

-ένα σπασμένο δίχτυ το μυαλό μας.

 

Μα εγώ ζητώ μια εξήγηση

κι αν δεν υπάρχει μέσα στον αγώνα, αγώνας τότε τι είναι;

καρδιά που πνίγεται απ’ το ίδιο της το αίμα

φλόγα που σβήνει απ’ το δικό της τον καπνό;

Μα εγώ ζητώ μια εξήγηση

κι αν δεν υπάρχει μέσα στον αγώνα, υπάρχει;

 

Γι’ αυτό ξαναγυρίζω τώρα εδώ

σ’ ό,τι έχει μείνει ατέλειωτο και μας περιμένει

σ’ ό,τι έχει μείνει ανέκδοτο

να συνεχίσω, να σταθώ   να χτυπηθώ ως το τέλος.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962]

 

ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΘΑ ΑΝΑΖΗΤΑΣ ΤΗ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ ΑΝΑΣΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ

(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962)

Και μόνο εσύ θα τριγυρνάς στο πέλαγος της νύχτας

γυρεύοντας τα σπαραγμένα μέλη μου που σκόρπισαν

ανάμεσα σ’ αποδημία και νοσταλγία.

 

Γιατί μονάχα εσύ θα μ’ άκουσες

να σε φωνάζω από τις σκληρές ακτές του μέλλοντος

με την κραυγή σπασμένη εντός μου

μονάχα εσύ θα μ’ ένιωσες

να ’ρχομαι και να ψηλαφώ το ρίγος σου, αγέρας στις κουρτίνες,

να θέλω να μαζέψω από παντού τη μυστική ανταύγεια του κόσμου σου…

Δίψασα για ήρεμο νερό καταμεσί στην τυραννία της λάμψης

με κατατρώει το φως, με διαπερνούν ανεξιχνίαστα ρίγη –

αχ λίγο πονετικό σκοτάδι, αυτό που μένει

ανάμεσα απ’ το δάχτυλα και το κορμί την ώρα του χαδιού – αυτό μονάχα

γιατί, πού να σταθεί η ορφάνια των χεριών που ξέμαθαν να παίρνουν

καθώς ξαναγυρνούν και με κυκλώνουν τώρα

μνήμες αφών    αστροφεγγιές   αγέρηδες

εσύ – μια θάλασσα πάνω στα δένδρα

καθώς ξαναγυρνούνε κι ολολύζουν στο αίμα μου

όλα όσα ήτανε δικά σου και τ’ αρνήθηκα

για να κρατήσω

Εσένα.

 

ΦΥΚΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΑ ΛΥΜΕΝΑ ΜΟΥ ΜΑΛΛΙΑ

(… τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα… ό,τι κι αν κάνω δεν σε ξαναβρίσκω πια…)

Δε σε φωνάζω πια, δε θα μ’ ακούσεις   κουράστηκε η φωνή μου γέρασε άσπρισαν τα μαλλιά της   γυρνώντας χρόνια τώρα μες στο κρύο τούτο σπίτι   -  μα ποιο φως  είναι λοιπόν αυτό που δε λυπάται   που διαπερνά τους τοίχους και τα ρούχα και το δέρμα   ρίχνοντας τη σκιά του μέσα μου;   Φύκια των ουρανών μες στην αγρύπνια τα λυμένα μου μαλλιά   τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα -  μα  ποιο χέρι περνάει πάνω στο πρόσωπό μου και χαράζει   σημάδια οδύνης άσβηστα – ποιο ρίγος  που κόβει των σφυγμών μου μονομιάς όλες μαζί τις άγκυρες;   Έφυγες κι έγινες καθώς μου το ΄χες πει   μια προέκταση του κόσμου, ένας μεγάλος δρόμος μέσα μου   μα όσο κι αν σε συναντώ    μια ξενιτιά είναι ο κόσμος τώρα   - φύκια των ουρανών μες στην αγρύπνια τα λυμένα μου μαλλιά   τα μέλη μου πλοκάμια απελπισμένα   ό,τι κι αν κάνω δε σε ξαναβρίσκω πια  [από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Παρασκευή, 30 Δεκεμβρίου 2022

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ

 (…παρά μονάχα σύντροφοι με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα…)


Θα ’θελα να μιλήσω απλά

όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του και δείχνει ένα παλιό σημάδι

όπως κρυώνει ο αγκώνας σου   γυρίζεις και βλέπεις ότι είσαι τρύπιος

Όπως κάθεται στην πόρτα ένας σύντροφος και μπαλώνει τη φανέλα του.

Να μιλήσω

αν μια μέρα ξαναγυρίσω κουβαλώντας μια βρόμικη καραβάνα γεμάτη ξενιτιά

κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες

να μιλήσω   απλά –

μονάχα μια στιγμή ν’ ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.

 

Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές

Μιλούσαμε για τον ήλιο.

Τώρα μα τρυπάει η καρδιά   σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας.

Δεν είμαστε ποιητές   παρά μονάχα σύντροφοι   με μεγάλες πληγές   και πιο μεγάλα όνειρα!..

 

Ο άνεμος πού φωνάζει έξω απ' τ' αντίσκηνο

το συρματόπλεγμα καρφωμένο στην κοιλιά της νύχτας

μια λάμπα σπασμένη   το πετρέλαιο στάζει

το μούτρο του Θωμά κάτω απ’ τις γάζες

θάναι κόκκινο και πρησμένο απ’ τις κοντακιές

μια μυρουδιά καπνού και ποδαρίλας

ο 'Ηλίας λέει: θ' αλλάξει ο καιρός   ο Δημήτρης σωπαίνει

κι ο Νικόλας   παλεύει να βουλώσει τις τρύπες της σκηνής

μ' ένα κομμάτι βραστή πατάτα.

Κάποιος βήχει. Κρυώνουμε.

Ακούγονται τα βήματα της σκοπιάς.

 

Απόψε λέμε να σου γράψουμε, μάνα

μήπως ακούσουμε τη βροχή

να περπατάει με τα λειωμένα σου τσόκαρα

μήπως δούμε το χαμόγελό σου

να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ’ τη δίψα μας.

Μας ταΐζουν σάπιες πατάτες: μην ανησυχείς

μας βρίζουν και μας χτυπάνε: να μας αγαπάς

ίσως να μη γυρίσουμε – εσύ ν’ ανάψεις τη λάμπα, μάνα,

θάρθουν άλλοι.

 

Τώρα θα μαζεύεις απ' το σκοινί τ' ασπρόρουχα της ξενιτειάς

θα ράβεις στις κάλτσες μας το μπάλωμα της έγνοιας σου

ξέρεις, τα γάντια, μάνα, που μας έπλεξες δε θα τα φορέσουμε

τα δώσαμε σ’ έναν σύντροφο πούφευγε για στρατοδικείο

του δώσαμε ακόμα μια κονσέρβα κι' ένα κομμάτι απ’ την

   παλάμη μας

έδεσε στην άκρη το τσουβάλι μ’ ένα σπάγκο

έριξε το τσουβάλι στον ώμο

και τον είδαμε ν’ ανηφορίζει      

με τ' αχαμνά του σκέλια ψαλιδίζοντας κομμάτια

απ’ τον αντικρινό ουρανό.

 

Κάθε πρωί μάς μετράνε

κάθε βράδυ μετράμε τα πιάτα μας και περισσεύουν

περισσεύει ή πίκρα στα μάτια μας

την ώρα πού ή βροχή παίζει ζάρια με τούς χωροφύλακες

καθώς νυχτώνει και γουργουρίζουν οι σφυρίχτρες.

 

Τώρα λέμε να βάλουμε τα χέρια στις μασκάλες

να κοιτάξουμε αν είναι καν’ αστέρι στον ουρανό

να θυμηθούμε κείνο το πρόσωπο

ακουμπισμένο στο κούφωμα της πόρτας

μα δε μπορούμε να θυμηθούμε

δεν έχουμε καιρό να θυμηθούμε

δεν έχουμε καιρό παρά να σταθούμε όρθιοι

και να πεθάνουμε.

 

Αγαπημένη

μπορεί να κρυώνω όταν βρέχει

μπορεί να χαϊδεύω στις τσέπες μου τα ψίχουλα της ανάμνησης

ακόμα καίνε οι παλάμες μου πού κάποτε σε κράτησαν

μα δεν μπορώ να γυρίσω.

 

Πώς ν' αρνηθώ το ξεροκόμματο πού μοιράσαμε είκοσι

   άνθρωποι

πώς ν' αρνηθώ τη μητέρα μου πού καρτεράει μια κούπα

φασκόμηλο

πώς ν' αρνηθώ το παιδί μας πού του τάξαμε ένα χωνάκι

ουρανό

πώς ν’ αρνηθώ τον Νικόλα –

τραγουδούσε μάθαμε καθώς τον πυροβολούσαν.

 

Αν γυρίσω δεν θάχουμε λάμπα, δε θάχουμε πού  ν’ ακουμπήσουμε τ’ όνειρό μας.

Θα καθόμαστε αμίλητοι.

Κι όταν θα θέλω να σε κοιτάξω

σαν ένα σύννεφο θα σκεπάζει τα μάτια μου

η τρύπια αρβύλα του συντρόφου που αρνήθηκα.

Να μ' αγαπάς.

Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω

βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου

θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.

Δε σ' αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια —θα πω.

Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.

Έν’  άστρο θα κουδουνίσει στο βρεγμένο ουρανό.

Μπορεί   και να κλάψω.

 

Σήμερα ανοίξαμε τη μέρα μας

σαν ένα σακί ξεχασμένο από χρόνια.

Ψάχναμε να βρούμε τις κάλτσες που φορούσες σύντροφε

τα χέρια σου

την σταματημένη ζωή σου.

Η πίκρα έριχνε στα μάτια μας   μια χούφτα καρφιά.

Ύστερα πλύναμε τα μαγειρεία   ανάψαμε τη φωτιά

και μοιράσαμε ένα τσιγάρο στα δυο

κάτω απ' τα κουρελιασμένα σύννεφα.

 

Εδώ που ή ζωή μας ήταν ένα τσόφλι αβγού κάτω απ’ τα

   πόδια τους

με το θάνατο πιο κοντά

κι από ένα μπάλωμα στον τρύπιο αγκώνα σου

με τ’ όνομα του νεκρού συντρόφου

σαν ένα πιρούνι καρφωμένο στη γλώσσα σου

πώς να τραγουδήσεις;

 

Μας φτάνει να μιλήσουμε   απλά

όπως πεινάει κανείς    απλά

όπως αγαπάει

όπως πεθαίνουμε   απλά.

[ΑΠΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956,

Κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό 1ο τόμο: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1950 – 1966, εκδόσεις Κέδρος]

 


ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)

Παγωνιά

στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλας

στεκόμαστε στη γραμμή   όρθιοι

κάποιος χνωτίζει τα νύχια του

κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του

ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου

δε μιλάει   κρυώνει

ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα

κι εκείνο κρυώνει

καθώς μας πλευρίζουνε τα καμιόνια

μια μυρουδιά μπενζίνας

οι πόρτες που ξανακλείνουνε

ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι

η φωνή μου μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά

ένας-ένας   ακούει τ’ όνομά του   και βγαίνει

αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες

κάποιος σηκώνει το χέρι του   τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλιστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει — αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.

Ξεκινάνε τα φορτηγά.

 

Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση   για να πεθάνεις.

 

Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.

 

 

Ελάτε λοιπόν   όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη   της ομίχλης.

 

Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά - καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομμένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.

 

Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.

 

Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.

 

Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.

 

Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.

 

Η ασετιλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
— Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
— Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.

 

Κι η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

 

[Μακρόνησος 1950   Από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956] 

 

ΜΗ ΣΗΜΑΔΕΥΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)

Αδελφέ μου σκοπέ,   αδελφέ μου σκοπέ

σ’ ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι

σ’ ακούω που βήχεις μες την παγωνιά

σε γνωρίζω, αδελφέ μου, και με γνωρίζεις.

Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην τσέπη σου.

Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου  πως έχεις μια καρδιά.

 

Θυμάσαι;

Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια

είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά – κοντά

στο κούτελό σου ένα μικρό σημάδι απ’ τη σφεντόνα μου

στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου

στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά παπούτσια σου

στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα

με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.

Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των υπουργείων

το βράδυ σταματάει στη γωνιά

κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ’ το καρότσι του πατέρα μου

κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε

την ώρα που εσύ γεμίζεις το όπλο σου

κι ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.

 

Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος

άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ’ ένα σκληρό ντουφέκι

πεινάμε κι οι δυο για ένα χαμόγελο

και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.

 

Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι

σε λίγο θα πας να κοιμηθείς

καληνύχτα, λυπημένε αδελφέ μου

αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα σε συλλογίζομαι

καθώς θ’ ακουμπήσεις το όπλο σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι.

 

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις

χτύπα με  αλλού   μη σημαδεύεις την καρδιά μου.

Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.

Δε θα ’θελα να το λαβώσεις

 

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.

Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων

Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια

αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες

μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα

αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου

έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς

εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ' τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου   αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη   ή το παιδί σου.

Δε θα διστάσεις.

Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου

θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι

για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.

Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.

Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι,

να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι

είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου

να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.

Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις

γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,

για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια

μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,   τη μάνα σου και τον κόσμο.

Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου

θα συνεχίζεις τον δρόμο σου πάνω στη γη.

Κι’ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα

θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο

απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.

Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου

δε θα γερνάς.

Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος

Αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.

Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου

θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη

σα να ’γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.

Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό

να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια

σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει

εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων

που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956]

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΡΟΖΕΜΠΕΡΓΚ

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956)*

·        Το ζεύγος των εβραίων Τζούλιους και Έθελ Ρόζενμπεργκ εκτελούνται στην ηλεκτρική καρέκλα για κατασκοπέια υπέρ της ΕΣΣΔ.  Το ποίημα αναφέρεται στη σκοτεινή υπόθεση  εκτέλεσης του ζεύγους Τζούλιους και Έθελ Ρόζενμπεργκ στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (19 Ιουνίου 1953) Η υπόθεση υπήρξε θυελλώδης, έντονα αμφιλεγόμενη, επηρεάζοντας όλη την αμερικανική κοινωνία, ενώ αποτελεί αντικείμενο συζήτησης μέχρι σήμερα.

 

«Σήμερα ώρα 2η πρωινή

εξετελέσθη στην ηλεκτρική καρέκλα το ζεύγος Ρόζεμπεργκ».

νεότερα επείγοντα τηλεγραφήματα αναγγέλλουν

ότι ένα λεπτό μετά το θάνατό τους

ο Γιούλιους  κι η Έθελ Ρόζεμπεργκ

σηκώθηκαν απ’ την ηλεκτρική καρέκλα

πελώριοι

τρομάζοντας τους φρουρούς με το τεράστιο μπόι τους.

Ο Γιούλιους  κι η Έθελ Ρόζεμπεργκ  σηκώθηκαν και πιασμένοι απ’ το χέρι συνεχίζουν το δρόμο τους.

 

Τους είδανε να προχωράνε μες στ’ απέραντα χωράφια της Αριζόνας

τους  άκουσαν να προχωράνε μες στ’ απέραντα τραγούδια των λαών

πιο ψηλοί απ’ τη γέφυρα του Μπρούκλιν

δρασκελώντας με το πλατύ τους βήμα τους ουρανοξύστες και τις φυλακές.

Και προχωράνε μαζί τους τραγουδώντας ο Ουίτμαν κι οι Νέγροι.

 

Οι δικαστές κλειδώνονται φοβισμένοι, μα αυτό το δυνατό τραγούδι σπάει τις πόρτες τους.

Και πηγαίνουν ο Γιούλιους κι η Έθελ Ρόζεμπεργκ πιασμένοι από το χέρι

σα δυο νεαροί , τρυφεροί αγαπημένοι που πάνε κουβεντιάζοντας κάτω απ’ τον ολόφωτο ουρανό

απλώνοντας το ανθρώπινο μεγάλο χέρι τους ακόμα και σ’ εκείνους που τους σκοτώσαν.

 

Αύριο το άγαλμα της Ελευθερίας θα κατέβει και θα τους παραχωρήσει τη θέση τους

κι εκεί ορθοί, πελώριοι στην είσοδο της Αμερικής

ο Γιούλιους κι η Έθελ Ρόζεμπεργκ αγκαλιασμένοι θα τραγουδάνε

και θα χαιρετάνε τα καράβια, τα σύννεφα και τα μεγάλα φωτεινά χρόνια

που έρχονται!..

 

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ  ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ

(αφιερωμένο χτες στη Βιέννη, σήμερα στο Ελσίνκι, αύριο σε κάθε πόλη που θα μαζεύονται οι άνθρωποι για να υπερασπίσουν την ειρήνη)

Απόψε είμαι ερωτευμένος με μια πόλη!..  Άσπρη πόλη, φωταγωγημένη, ξαφνικά, από χιλιάδες όνειρα   πόλη τριαντάφυλλο, πόλη χελιδόνι, πόλη ψωμί και πόλη εμπιστοσύνη.   Σε συλλογίζομαι κι είναι σάμπως ν’ ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου    σ’ αγαπώ, κι είναι  σα ν’ ακουμπάει στην καρδιά μου όλου του κόσμου η καρδιά.   Οι άνθρωποι απόψε τραγουδάνε τ’ όνομά σου   κάνοντας ν’ αντηχούνε όλες οι καμπάνες, όλα τα βιολοντσέλα κι όλα τα γιαπιά.   Όταν έπεφτε η Μαδρίτη εμείς κλαίγαμε   όταν απελευθερωνόταν το Παρίσι όλη η ζωή έκανε ένα βήμα μπρος   όταν οι Ρώσοι μπαίνανε στο Βερολίνο αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε   σήμερα τραγουδάμε, αγαπημένη πόλη   - πόλη που μες στους δρόμους σου αγκαλιάζονται οι σημαίες των εθνών   πόλη που διασταυρώνονται τ’ άστρα, τα όνειρα κι οι δρόμοι των πέντε ηπείρων   τα κορίτσια κόβουν το νυφικό τους φόρεμα στο σχέδιο της καρδιάς σου   οι μητέρες σκουπίζουν τα δάκρυά τους  μ’ ένα κομμάτι απ’ το κατάφωτο ουρανό σου.   Έψαχνα να σε βρω ανάμεσα  στις γυναίκες, κι εσύ, αγαπημένη, ήσουν μια πόλη       Οι γριές καθισμένες στα κατώφλια της γης   γνέθουν τα χρόνια και ην ελπίδα σου   οι καλοθοπλέχτες πλέκουν με το φως σου μεγάλα πανέρια για τη νέα σπορά   τα ζευγαράκια όλου του κόσμου δώσανε ραντεβού στα πάρκα σου   πόλη, ω πόλη που στις γωνιές σου, απόψε, οι υπαίθριοι πουλητές   πουλάνε δάφνες για τους ποιητές  και τηγανίτες για τα παιδιά.   Με μόνο μισή πεντάρα αγάπη, απόψε, αγοράζεις όλη την ευτυχία!..       [αποσπάσματα από το ποίημα ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ 1956]

Δευτέρα, 26 Δεκεμβρίου 2022

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ