Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΣΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΦΕΓΓΑΡΙΩΝ ΜΕΣ ΣΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΝΑ ΜΟΝΑΖΕΙΣ

Κατηγορούμενε το δικαστήριο σε καταδικάζει
Ρύπανες το άσπρο ατλάζι των νησιών
τη δροσερή πανίδα των κοιλάδων, τα ταχύπλοα ιστία των ανέμων
τους μενεξέδες των επιταφίων
της αυγής τα σήμαντρα στην αυλή του Πάσχα
το ρόδι το κυδώνι και το μοσχολίβανο

Σκότωσες τα δεκαπενταετή χαμόγελα της Άνοιξης
Φύτεψες το μαχαίρι σου στα στήθη των πηγών
Θόλωσες το χιόνι των παρθένων και τις λεμονιές των νυμφών
Πυρπόλησες την εναέρια γέφυρα των χελιδονιών

Γκρέμισες όλους τους μικρούς φράχτες των πρωινών πουλιών
Σώριασες την πολύχρωμη πόρτα του αδέξιου έρωτα
Έσπασες όλα τα εύηχα κρύσταλλα όλα τα εύθραυστα δάκρυα
Σάρωσες τα χρυσά διάττοντα αστέρια των παιδικών παραμυθιών
Πρόδωσες τα νερά τα κρίνα και τα κάνιστρα
υπονόμευσες τους κήπους της αστροφεγγιάς και τους άυλους φάρους των υγρών μελανών σπηλαίων της νύχτας

Καταδικάζεσαι στους αιώνες των νεκρών φεγγαριών να περιφέρεσαι γυμνός στην ερημιά της Πομπηίας
μέσα στην κρύα φωτιά να κρυώνεις μες στο ξερό νερό να διψάς

μες στα φαντάσματα του έρωτα να μονάζεις
Ίσκιος στην ερημιά των στερεωμάτων
χωρίς απόκριση χωρίς συγκομιδή
[Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΩΝ 1974 - από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]
Από τη συλλογή Η  ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΩΝ είναι και τα ποιήματα που ανθολογούνται αμέσως παρακάτω (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):
1. ΧΑΙΡΕΤΣΙΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ,  Πώς να ξοφλήσω την οφειλή;
2. ΚΑΒΑΛΟΥΡΙ, Δε σ’ απρνήθηκα ποτέ γέρικο σπίτι
3. ΦΑΝΕΡΩΣΗ, Φανερώθηκες στη νύχτα μου μ’ όλα τα φώτα σου
4. ΕΝΟΙΚΟΣ, Μα εσύ ποιος είσαι; Ακούω τα βήματά σου
5. ΩΡΑΙΟ ΝΑ ΖΕΙΣ, μέσα στην Άνοιξη
6. ΞΕΝΟΣ, Ξάφνου πρόβαλε στα μάτια μου απροσδόκητος και
7. ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ, Αν με μετρήσεις με φωνές και πεταλούδες θα μ’ εύρεις πιο μεγάλο απ’ το κλουβί μου κι ωστόσο πες μου πώς χωρώ εδώ μέσα;

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ
Πώς να ξοφλήσω την οφειλή; Τι ν’ αντιπροσφέρω;
Δεν έχω τίποτα δικό μου    Χτυπώ την πόρτα σου
σαν τον τυφλό οδοιπόρο που έχασε το σπίτι του
σαν το ξυπόλητο παιδί που ψάχνει για το αστέρι του

Με δίδαξες την αλφαβήτα της ομορφιάς
Το συναξάρι της αγάπης
Τη μελωδία των ουρανών    Τη πέρα βοή των άστρων
Το μέσα φως των λουλουδιών
Τα έγχρωμα βάθη του ονείρου

Με δίδαξες να περπατώ με δυο κλωνιά παρηγοριά
να σκύβω ν’ αφουγκράζομαι στα σφραγισμένα σπίτια
ν’ αποστηθίζω των μανάδων τη σιωπή
ν’ αναζητώ τ’ αχνάρια των απόντων
να μελετώ περικοπές λησμονημένων προφητών

Με δίδαξες να συντηρώ το ανθρώπινο ζυμάρι μου
Να φέγγω πάντα μέσα μου με το αρχικό λυχνάρι
Να μην αφήνω τα κλαδιά να μου σκεπάζουν το άστρο
Ν’ αποκρυπτογραφώ σωστά τις δειλινές καμπάνες
Ν΄ ακούω το βήμα του Χριστού στον έρημο ελαιώνα

Με δίδαξες ν’ αναζητώ το σπόρο και τη ρίζα
ν’  ακούω το ρήμα των καιρών και ν’ απομακρύνομαι
να βάζω επιστροφής σημάδια μολονότι ξέρω
πως χάνομαι σε μια φυγή χωρίς ελπίδα νόστου

Μα πιο πολύ με δίδαξες να είμαι έτοιμος
Δίχως κηλίδα ή ρίγος - σαν τα βράδια σου
Όλος μια ανάερη μουσική όλος σα φεγγαρόφωτο
Όλος αηδονολάλημα στα μαύρα κυπαρίσσια

Ήρθα λοιπόν    Σαν άσωτος υιός    Χτυπώ την πόρτα σου
Άφησε να περάσω το κατώφλι σου
Εκεί που δωδεκαετής είδα τα μάτια του Θεού
Άσε να μπω στον κήπο των θαυμάτων σου
Να κατοικήσω μια στιγμή την πρώτη νιότη μου
Θέλω να πω
να θάψω εδώ
τα παιδικά μου σύνεργα

Θέλω να δω το πρόσωπο σου πριν θαμπώσει ο δρόμος
Θέλω ν’ ακούσω τη φωνή σου πριν πετρώσει ο χρόνος
Θέλω να πιω απ’ το νερό σου πριν το πάρει η στέρνα

Είμαι για πάντα το παιδί σου    ψάξε με
Κοίταξε μέσα στο αίμα μου    θα δεις το φως σου
Σκύψε βαθιά μέσα στο στήθος μου   θ’ ακούσεις την ανάσα σου
Δώσ’ μου ξανά τη ρίζα μου   διψώ Μητέρα

Είμ’ έτοιμος    Είμ’ έτοιμος
Θα μείνω πάντα χώμα σου
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΩΝ 1974]

ΚΑΒΑΛΟΥΡΙ (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΩΝ 1974)
Δε σ’ απαρνήθηκα ποτέ γέρικο σπίτι
με τα βαθιά σου μυστικά με τους τριγμούς σου
με τα θαμπά εικονίσματα τ’ ωχρό καντήλι
και τ’ ανάρια βήματα που σ’ ανασταίναν

Το που γεννήθηκα όνειρο!.. Το που τρυγούσα
με δίκλωνην  αποθυμιά τσαμπιά κι αστέρια
το που άγγιξα τις μυγδαλιές κι αυτές ανθίζαν
το που η χαρά μου φούντωνε κι όμως πονούσα

το που μιλούσα με κλαδιά  πέτρες και στράτες
κι έκρυβα εντός μου τα στρουθιά να μην κρυώσουν
το που έμαθα να συλλαβίζω τη σιωπή σου
κι άλλα - πιο πέρα απ’ τη σιωπή σου - συναξάρια

το που άνοιγα στον ουρανό βαθύ πηγάδι
κι αφουγκραζόμουν τη βοή μέσα στις ρίζες
το που αγαπούσα τη νυχτιά σαν πρώτη μάνα
το που έλεγα τη χαραυγήν αρραβωνιαστικιά μου

το που με πήραν οι καιροί το που με ρίξαν
σ’ άλλους γιαλούς τα κύματα σαν Οδυσσέα
το που γυρεύω την Ιθάκη μέσα
σε ρίγη ελπίδας μα κι αμφιβολίας

όνειρο πια! όνειρο πια! Και μόνον
Εσύ… σίγουρο  στέργιο  ολόρθο
άλλου καιρού απολίθωμα να υψώνεις
πάνω απ’ τα δένδρα πάνω από το χρόνο
τα παραθύρια ολάνθιστα στον ήλιο
μάταια προσμένοντας να με καλωσορίσεις…

ΦΑΝΕΡΩΣΗ
Φανερώθηκες στη νύχτα μου μ’ όλα τα φώτα σου
Τίναξες στο σκοτάδι μου τ’ άσπρα σου κρίνα
Μου  ’δωσες φως και υπόσταση τόπο και χρόνο
Σου χρωστώ που αναδύθηκα μέσα στα πράγματα

Σήκωσες τη βαριά κουρτίνα   φωταγώγησες
πρωτόφαντες του ασύλληπτου εκδοχές
διαστάσεις περιγράμματα μορφές του αγνώστου

Ήμουν η προβληματική σκιά     έγινα ο πάσχων άνθρωπος
Ήμουν το ασώματο κορμί έγινα πνεύμα  ενσώματο
Σου χρωστώ που κατοίκησα στους γήινους χώρους

Σου χρωστώ την κατάκτηση των αισθήσεων μου
τη φωνή των χωμάτων τον ποδηγέτη μου ήλιο
το πηγάδι το φεγγάρι το τραπεζομάντιλο
το ψωμί το κυπαρίσσι το σπιτίσιο αστέρι

Σου χρωστώ που χάνεσαι στην απεραντοσύνη
σαν το φτερό που στάζει φως σαν το μαντίλι
του χωρισμού σαν το πικρό τραγούδι -
και που επιστρέφεις την αυγή κομίζοντας ένα λαμπρό
κοχύλι  ένα θαλασσινό πουλί ένα ανθισμένο φύκι
ένα κοράλλι από θαμπούς βυθούς ένα πεφταστέρι

Σου χρωστώ τα θαύματα του καθ’ ημέραν βίου
Σου χρωστώ τα θαύματα με το υλικό τους βάρος
Σου χρωστώ την έξωθεν καλή μαρτυρία του κόσμου

Σου χρωστώ την ενσάρκωση και τη διδασκαλία
την προσευχή και τη φανέρωση
της  προδοσίας τ’ αργύρια το λινό σεντόνι
τη μαύρη βούλα του αίματος στο έναστρο στήθος

Σου χρωστώ που γεύτηκα το μέλι και το ξύδι
Σου χρωστώ που δέχτηκα τη ζωή χωρίς απόκριση
Σου χρωστώ που καθίδρυσα τη συντέλεια μου στ’ άστρα
Σου χρωστώ που καταθέτω ταπεινά τη γραφίδα μου

Σου χρωστώ που επιστρέφω με γαλήνη στον ίσκιο μου
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΩΝ 1974]

ΕΝΟΙΚΟΣ (από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΩΝ 1974)
Μα Εσύ ποιος είσαι; Ακούω τα βήματά σου
στους ήχους των βημάτων μου.   Ποιος είσαι;
Ακούω το βάθος της σιωπής σου ως ένα
πηγάδι σκοτεινό ή ανάσα δένδρου
Ακούω την ύπαρξή σου σαν αγνώστου
κι απόμακρου ουρανού την κατακρήμνιση
Κι όμως το ξέρω μ’ έχεις προσαρτήσει
Με κατοικείς είμαι στο σπίτι σου έλα
να ζεσταθείς σου ανάβω την καρδιά μου

Δε θέλω ανταμοιβή δε σου γυρεύω
να μου φανερωθείς σου ανοίγω κιόλας
τη μυστική καταπακτή βαθιά μου
να κρύψεις μέσα εκεί τα αινίγματά σου
Δε σου ζητώ σημάδι παρουσίας
Δέχομαι τον πικρό καρπό της λήθης
Τη μοναξιά - την ερημιά των κόσμων

Σωπαίνω μέσα σ’ όλες τις σιωπές σου

Θα ’μαι το κάστρο σου ως την εσχάτη ώρα

ΩΡΑΙΟ ΝΑ ΖΕΙΣ
Ωραίο να ζεις μέσα στην Άνοιξη
στο φως και των χρωμάτων τη σπατάλη
στων αρωμάτων τη χλιδή
στη λάμψη και τη φαντασμαγορία

Ωραίο να ζεις σαν τα λουλούδια που αναβλύζουν
σαν τα πουλιά που ιχνηλατούν
σαν τα σκουλήκια που ζητούν τον προορισμό τους

Ωραίο να ζεις ξαλαφρωμένος τ’ ουρανού το βάρος
ωραίο να ζεις απολησμονημένος
ωραίο να ζεις τρυγώντας γήινες ώρες
ωραίο να ζεις αντίπερα των άστρων

Ωραίο να ζεις πλησιάζοντας τις βρύσες
ωραίο να ζεις ακούγοντας τις φλέβες
ωραίο να ζεις με το ένα μόνο πρόσωπό σου
ξεχνώντας το άλλο στο δικό του κόσμο

Ωραίο να ξέρεις – κι όμως να σωπαίνεις

Ν’ απλώνεις ρίζες – κι όμως να βυθίζεσαι
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΩΝ 1974]

ΞΕΝΟΣ  (μνήμη Αλέξη Τραϊανού)
Ξάφνου πρόβαλε στα μάτια μου απροσδόκητος
Ξένος - σαν άλλου ανέμου κι άλλου τόπου
Κουλουριασμένος στο σκοτάδι του  θανάσιμα
τραυματισμένος αμετάπειστα απερχόμενος

Στ’ άδυτα βάθη του οι σημαίες μεσίστιες
τ’ αγάλματά του σιωπηλά και τα μαντεία
χωρίς φωτιά και τρίποδα και λάλον ύδωρ

Έρημος σαν εξόριστος θεός οδοιπορούσε
διασχίζοντας τοπία γυμνά πόλεις νεκρές ακτές
στην καταχνιά και το άλυτο μυστήριο βυθισμένες

Σταυρούς κι αποκαΐδια μελετούσε
Μνήματα  κι ενθυμήματα νεκρών
Καπνό και σκόνη προπορευομένων

Αρνιόταν να συγκατανεύσει αρνιόταν
μ’ όλη τη δύναμη του στήθους του ν’ αποδειχθεί
να  δώσει τ’ όνομά του να συναριθμήσει
τον εαυτό του ανάμεσα στ’ ανεξιχνίαστα πράγματα

Αρνιόταν να συμπράξει δίχως όλα
τα φώτα του αναμμένα δίχως όλα
τα μάτια του ανοιχτά - τα μέσα κι έξω

Δεν έστεργε τα ημίφωτα    τις σκιάσεις
τα διφορούμενα σημάδια   τα εκμαγεία

Ζητούσε φως και σάρκα    λόγο και άρτο
γνώση και γνώμη στάχυ και σταφύλι
το όρος Θαβώρ τα ιμάτια σαν το χιόνι
φωνή εκ του βάθους
Άρμα
Ελευθερία

Ξένος - σαν άλλου κόσμου κι άλλης φλόγας
Πανέρημος - χωρίς κοχύλι κι άστρο
Κάποτε σκέπασε το μέσα του πηγάδι
Και φόρεσε ήρεμος το αθέατο πρόσωπό του

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ: Αν με μετρήσεις με φωνές και πεταλούδες θα μ’ εύρεις πιο μεγάλο απ’ το κλουβί μου κι ωστόσο πες μου πώς χωρώ εδώ μέσα;  ΜΟΤΟ: Απάνω από την άβυσσο καθώς η αμυγδαλιά που ατάραχη κι ολάνθιστη πα στο γκρεμό βλασταίνει γύρισες κι αφουγκράστηκες του απείρου τη λαλιά κι είδες ποιος νόμος φοβερός πάνω στη γη σε δένει: ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ:  Εμφανίστηκε αργοπορημένος αλλά ώριμος στα Γράμματα και κατόρθωσε η ποίησή του να γίνει γρήγορα αναγνωρίσιμη για την ιδιαίτερη μουσικότητά της, την υποβλητική της ατμόσφαιρα και τη σκοτεινή γοητεία της, για τις αιφνιδιαστικές διανοίξεις της στον κόσμο του μυστηρίου. Επηρεασμένος στην αφετηρία του από τον συμβολισμό, ο Ορέστης Αλεξάκης (1931-2015) έγραψε σε ελεύθερο στίχο αλλά αναμετρήθηκε επιτυχώς και με τον έμμετρο και ομοιοκατάληκτο (Νυχτοφιλία, Αγαθά παιγνίδια, Μου γνέφουν). Εξέδωσε δέκα ποιητικές συλλογές, μία συγκεντρωτική έκδοση των ετών 1960-2009 και δύο τόμους με επιλογές από το ποιητικό του έργο. Έγραψε ποιήματα υπαρξιακά, που συνομιλούν με τους νεκρούς και το επέκεινα, παραμένοντας προσηλωμένος στο θέμα των απαρηγόρητων νεκρών και της μνήμης που επιστρέφει· υπήρξε μεταφυσικός και ταυτόχρονα αγνωστικιστής. Κι επειδή ακριβώς η ποίησή του είναι μεταιχμιακή, είναι μια ποίηση με αναγνωστικό μέλλον [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου Ο Ποιητής Ορέστης Αλεξάκης ΑΚΟΥΣΙΟΣ ΠΟΝΤΟΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ: συναγωγή ανέκδοτων κειμένων για το έργο του]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ