Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

ΣΥΝΤΡΙΜΙΑ ΤΑ ΜΟΝΟΞΥΛΑ ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

 Ψηλά δρεπάνι τ’ ουρανού κάτω πιστοί για θέρισμα

Ουρανοκυνηγοί της σκοτοδίνης στου ναού τα υπόστεγα

Στράφηκες κι είδες τη ζωή σου που μαρμάρωσε σαν τύψη

Απ’ το πολύ το χιόνι μαύρισε ο χιονάνθρωπος

Κούροι και Κόρες στη γραμμή για σκλαβοπάζαρα

Κι ο ήλιος πισωπάτησε δεν θέλει ν’ ακοντίσει

Γλυκειά αδικοχαμένη μάνα Κοινοκτημοσύνη

 

Ξυπνώντας σήμερα φαντάστηκα ένα Ποίημα

να καταπίνει και να ξαναχύνει τα πάντα

σαν ένας υποβρύχιος ροφός ένας ανακυκλωτής

 ένας σίφουνας μια μηχανική ή αστρική χοάνη

μια αντιύλη

σαν ένας υποπόταμος   ουρανομήκης

κι εδώ κάτω    κεραυνωμένη γη

για αποκάλυψη

σχίσμα φωνής    και μέσα ο φθόγγος

σπηλαιώδης   αλληλούιος

 [ΣΧΕΔΙΕΣ και ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, δυο ποιήματα  από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993. Από την πρώτη ενότητα αυτής της συλλογής, Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ με τις ΔΟΡΕΣ, είναι και τα ποιήματα που ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση: Ο Ταύρος και το Φεγγάρι, Μαρσύας, Η Βόρεια Πύλη, Όπως οι Βέβηλοι, Δίδυμοι Πυροβολισμοί, Ατύχημα, Μισθωτός και Η Πόλη. Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]

 


Ο ΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ 

(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)

Ένας ταύρος ορμά κι απέναντι   κόκκινος τοίχος η νύχτα

κόκκινος τοίχος η νύχτα –

έρχεται;  βαδίζει προς τη θυσία;   ή ξέφυγε;

 

Με ρουθούνια υγρά με τα κέρατα

επιχρυσωμένα απ’ το φως

ενός αφανέρωτου φεγγαριού

ένας ταύρος φεγγαρωμένος

να χορεύει ή να χτυπιέται

στην αρένα του φεγγαριού

χωρίς ταυρομάχους ή θεατές

κι αδρά πληρωμένους ατζέντηδες

να βγάζει μία – μία απ’ τη ράχη του

σαν βέλη τις αχτίδες του φεγγαριού

ολομόναχος μες τη νύχτα

με τη θλίψη ή με την τρέλα του

να μπαινοβγαίνει μες στο φεγγάρι

κι εκεί να στέφεται αυτοκράτορας

σε μια χρυσοφόρα του ζούγκλα

ή στις πολιτισμένες μας στέπες

να προχωρεί με μια μαύρη παντιέρα

στην κόκκινη πλατεία του φεγγαριού

ένας ταύρος λενινιστής

και πίσω απ’ τα χέρια απλωμένα

ικετευτικά ή γαμψώνυχα

οι οχτωβριανοί φεγγαρόλουστοι   ωμοφάγοι

 

Κι αυτός ω λαοί! να τους διαψεύδει

ο ιερός και μαινόμενος

να παροπλίζεται αμαχητί

σαν ο τελευταίος φυγόδικος

ή να παραδίδεται αζημίως

αν ένας εμίρης ή σάχης

στους τόρηδες και τ’ άλλα γεράκια   του Πενταγώνου

να μη τινάζει το πέλμα του

την οπλή του να σκίσει τη γη

και με μια στεντόρεια ιαχή

ν’ ανατριχιάσει τη νύχτα

να μπήξει

τα κέρατα της θυσίας περίχρυσα

κι αιμοσταγή στο φεγγάρι.

 

ΜΑΡΣΥΑΣ

(Ει μοι η δορά μη εις ασκόν τελευτήσει ώσπερ η του Μαρσύου – ΕΥΘΗΔΗΜΟΣ, 285D)

Τον έσυρε στη μέση της σκηνής

κι άρχισε να τον γδέρνει

όχι ένας αλλά με τους βοηθούς του

στίφος δαιμόνων

τον χτύπησαν τον τσάκισαν τον έλειωσαν

με τους αυλούς και το λαρύγγι του

τον θεομπαίχτη

 

Κι απ’ το τομάρι του έκανε τη λύρα του

ο εκηβόλος

κι ύστερα  - θανατωμένοι μες στο φως με τους παιάνες του

τόσοι και τόσοι –

ύστερα ποιος τον είδε ποιος τον άκουσε

καινούρια μουσική καινούρια βέλη

ασκός επάνω στους ασκούς  

σώμα στα σώματα

χαμένος πίσω απ’ τα ταμ – ταμ   και τα σαξόφωνα

 [από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]

 

Η ΒΟΡΕΙΑ ΠΥΛΗ, 1989 μ.Χ 

(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)

Διαλυμένος στο φως   ο άλλοτε κερασφόρος

 

Κάποτε αναρτημένος στην πύλη

κι εκεί για χρόνια ακτινοβολώντας

εκπέμποντας την ιδέα του αλάθητου

στοιχημένος από άγρυπνους φύλακες

κι ο Νο 1 στο βάθος ανέκφραστος

μύστης και κέρβερος

 

Ο χρυσομάλλης κριός σε προσκύνημα

 

Και τώρα ακόμη στον ίδιο αιώνα

αναρτημένος κι όμως διάτρητος

αδειάζοντας τη μαγεία του αλάθητου

ο άλλοτε χρυσομάλλης

ποια ανατολή τρελή μπορεί να ελπίζει

να προσελκύσει και πάλι το δέρας του

στην γκρεμισμένη βόρεια πύλη;

 

ΟΠΩΣ ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ

Και ξαφνικά η Ποίηση έπεσε

σπόρος κοφτερός στη μήτρα των λέξεων

τι σπαρακτική σπαθιά

τι φλεγόμενη βάτος  η έμπνευση!

και γύρω τ’ αγκάθια κιγκλίδωμα

-φρουροί λογχοφόροι –

κι οι ασφοδελοί πιο αδιάβατοι

γύρω – γύρω απ’ το Ποίημα

να μην μπορεί να το διασχίσει να το πηδά

όπως οι βέβηλοι πάνω στα μνήματα

ο πρώτος ο τυχαίος ο άγνωστος

αναγνώστης ο κύριος Χ

 

Ο λεληθώς και ανέραστος

[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]

 

ΔΙΔΥΜΟΙ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ

(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)

Πάλι ανεβαίνει απ’ τα έγκατα

η άγραφη φωνή

η άγραφη χαίνουσα φωνή

ανεβαίνει

με ξεκουφαίνει

κι οι ψίθυροι γύρω της τρωκτικά

 

Κραυγές και ψίθυροι άναρθροι

πίσω απ’ το δέρμα μου πάλλοντας

πρώτα σαν σήματα αγέννητων

άναρθροι κι υποχθόνιοι

κι ύστερα δύο – δύο αντιμέτωποι

ορμώντας στην ιστορική επιφάνεια

δίδυμοι πυροβολισμοί   με σιγαστήρα

 

ΑΤΥΧΗΜΑ

Σαν μέρα που έγειρε ο μίσχος της

η γη ανεστραμμένη κι απ’ τις ρωγμές της

οι χυμένες φωνές οι ιδέες ασώματες

τα όνειρα εξορισμένα από τις φωλιές τους

 

Αρχίζει η φυλλορροή κλιτοί κάλυκες

τα αισθήματα έξω απ’ την ευωδιά τους

τα λόγια κομμένα απ’ τη ρίζα τους

και πέρα να συνεχίζεται η εκδορά

ουρλιαχτά χειρουργείου ή των σφαγείων

πνιγμένα απ’ το κλάξον της λεωφόρου

 

Κι εκεί στους τροχούς τα ποιήματά σου

σαν τ’ άγια των αγίων ξεκοιλιασμένα

με τα έντερα χυμένα στους δρόμους

τα νεύρα ως επάνω ξεκούρδιστες   ουράνιες χορδές

 [από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]

 

ΜΙΣΘΩΤΟΣ  

(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)

Βραδιάζει κι οληνύχτα ακούγονται οι μπάρες σαν ριπές

στα καταστήματα

και μέσα ο φύλακας ζαρώνει στο πετσί του μισθωτός

και κέρβερος

 

ΕΤΣΙ ΤΗ ΒΛΕΠΩ ΕΓΩ ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΑΣ

Πόλη διάτρητη από τις αχτίδες ήρθε ο μαύρος θυρωρός και την ξεκλείδωσε    ξεκρέμασε από το καρφί του φεγγαριού την τρύπια κελεμπία της   κι αναποδογυρίζοντάς την μέσα απ’ τις ανεστραμμένες τσέπες της   γέμισε ο δρόμος κέρματα κι ο αέρας φύλλα και χαρτονομίσματα   (φύλλα – φυλλώματα)  χαρτονομίσματα – χαρτόφυλλα)   κι από ένα παραπόρτι του υποθηκοφυλακίου βγήκε ο γερο-Μωυσής   κι είδε τις υποθήκες φύλλα και φτερά   δικαιοπρακτικά συνθήκες διαθήκες κι άλλες εντολές των ημερών   και τώρα να τα, ταξιδεύοντας σαν μαύρες βάρκες στο διάστημα   κι η πόλη με τα σκουριασμένα της γρανάζια κάτω τρίζοντας   ποτάμι ο δρόμος από τα χυμένα της υγρά κι ο υδραυλικός λεμβούχος   κι από την καύτρα του που πέταξε γλιστρώντας στον Αχέροντα   η νύχτα άρπαξε φωτιά κι εκεί χιλιάδες όνειρα   ουρλιάζοντας σαν εφιάλτες ή τσιρίζοντας σαν νήπια   και τότε η σφαίρα σφύριξε σαν γάτα στον ορίζοντα    Έτσι τη βλέπω εγώ κάθε πρωί την πόλη σας  (Η ΠΟΛΗ από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)

                                                    Δευτέρα, 1 Νοεμβρίου 2021

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (υστερόγραφο Ποίημα του μεσονυχτίου)

 

Μεσάνυχτα.   Κάτι χλωρό κι αιφνίδιο σε ζυγώνει,

σάλιο μικρού παιδιού ανθίζει στον αέρα 

κι όλο το σπίτι σκοτεινό.

Βήματα και φωνές της μέρας   τα ήπιε το σκοτάδι.

 

Είναι η ώρα που γράφονται ποιήματα

καθώς η κούραση κατακάθεται σα σκόνη

κι η άλλη μέρα θα φυσήξει πάνω της

και πάλι θα σου φάει τα τσίνορα.

Είναι η ώρα που πηδάει έξω απ’ το χρόνο,

ο χρόνος που γίνεται στιγμή,

πέτρα που απλώνει κύκλους στο νερό

κι ενώ έχει αγγίξει το βυθό,

επάνω της οι κύκλοι όλο πλαταίνουν.

 

Ώσπου ακούς απ’ την κουζίνα το ψυγείο,

το τρίξιμο του κρεβατιού   και νιώθεις

πως σε ξαναβάζουνε στην πρίζα

απ’ όπου απρόβλεπτα   σ’ είχε ένα χέρι αποσύνδέσει

[ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989 – κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Μιχάλης Γκανάς ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]



 


ΘΑ ’ΝΑΙ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ, ΓΥΑΛΙΝΑ ΚΑΙ ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ

(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)

Ι

Χάραξε ο τόπος με βουνά πολλά

κι ανάτελλε τα ζωντανά του,

καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,

αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην

οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

 

Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,

στο χιόνι και στον άγριο καιρό

γυάλινα και μαλαματένια.

Κι όλο πήγαινε η μέρα,

σαν το βαπόρι σε καλά νερά,

είδα και μιναρέδες κι άκουσα

τα μπακίρια να βελάζουν.

ΙΙ (στον Χρήστο Μπράβο)

Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,

κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα

λασπωμένα χιλιόμετρα.

Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.

Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.

 

Στο πρώτο χιόνι, έφαγε και κοιμήθηκε

τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι

που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο

κι άκουγε τα κλαρίνα.

Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,

όπως τα ’φερνε ο άνεμος.

Κι άκουσε μετά τη φωνή

πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,

σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν

τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε

τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.

Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε

και γύρισε στο χωριό του.

 

Στα πενήντα του θα ’τανε

με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες

ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,

με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,

και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες

κανένας δεν το ’μαθε.

ΙΙΙ

Νερόμυλοι αλέθουνε σιτάρι, καλαμπόκι

μαύρο, η μνήμη του χλοΐζει ονόματα

και τόπους, μα δεν ακούει τον άνεμο

κι ας τρέμει, ας κυματίζει το χορτάρι

κι όταν μιλάει τα λόγια χάνονται

σε χαραμάδες και χαλίκια του κορμιού του,

μα να ’τη μια γυναίκα τώρα,

που λέει τα’ όνομά του δυο και τρεις φορές

μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.

 

Θάνατε μη τον κατατρέχεις άλλο

κι εσύ ζωή μην του γεμίζεις άμμο

τις ραφές των ρούχων του και τα ρουθούνια,

κατέβηκε από ψηλά βουνά και νάτος τώρα

πάνω στο δίσκο της αγάπης,

που θα τον κάνει μια μπουκιά,

στη φυλλωσιά της θα τον κρύψει,

πώς κρύβει δένδρο του πουλί.

ΙV (στον Φίλιππο Βλάχο)

Θολό ξημέρωμα, σοκάκια και σκυλιά

δεμένα, μα στον αέρα κάτι απ’ τα μαλλιά της,

που τα ’λουζε  Σάββατο βράδυ μοσχοσάπουνο.

Απέστρεφε τα μάτια ο Παντοκράτορας

απ’ τα πλεούμενα της λίμνης να τη δει

και τότε σήμαιναν καμπάνες,

μπαίναν οι Χριστιανοί στις εκκλησιές.

 

Φυσάει το Μιτσικέλι κι οι ντάπιες

πέφτουν μία-μία στα χέρια των εχθρών,

μα ποιών εχθρών που νάτος

φάνηκε ο εισπράκτορας με γκρίζο αμπέχονο,

με βήχα και τσιγάρο,

βρίζει τον οδηγό και τους τουρίστες,

τον Ρόβα πέρα στην Βλαχιά.

V

Σ’ ακούω που περνάς τα μεσημέρια

αλάτι κουβαλώντας νοτισμένο

κι όπως χτυπούν τα πέταλα στις πέτρες,

μυρίζει θειάφι ο πικρός αέρας.

 

Σ’ ακούω που περνάς τους λαβωμένους

με τις πληγές τους σταυρωτά στο στήθος,

δεμένους με τριχιές κι άλλους με σύρμα,

τον Κωνσταντή στο ίδιο του το αίμα.

 

Σ’ ακούω τον όρθρο που οι παπάδες ψέλνουν

κι είναι βουβές στον ύπνο μου οι καμπάνες,

μ’ ένα ραβδί, τυφλός, να ζητιανεύεις

κι αχνίζει απ’ τα μαλλιά σου μαύρο αίμα.

 

Στους ουρανούς δεν πάει σαν το λιβάνι,

στα σύρματα κουρνιάζει, στις κολόνες,

γκρίζο πουλί με κόκκινα ποδάρια,

που κρυφακούει τα κρυφά μαντάτα.

VI

Παράκτια πολυβολεία να βαρούν τη θάλασσα,

μόνος εγώ με τα μποστάνια πίσω μου

και τα βουνά βραδυφλεγή κι απύθμενα.

Φτέρνα που τα πατεί, βρυσούλα που τα βρέχει

και το ντουφέκι ύπουλο σαν ερπετό

τ’ ακούς εδώ τ’ ακούς πιο πέρα,

κλείνουνε σπίτια μαυροφορούν γυναίκες,

κατηφορίζουν τα χωριά για το ποτάμι.

Οι κέδροι ψύχουν τον ορίζοντα,

πέφτει χαλάζι, πέφτει βαρύς

ο ουρανός στους ώμους,

πού ξαποσταίνει το γαλάζιο, πού μοιράζεται;

 

Το λίγο στο μυρμήγκι

το πολύ στο τζίτζικα,

οι ρώγες του στα θεοπούλια.

 

Ας πάει κι άλλο αυτό το τσέρκι,

θα παίξει θα νυστάξει το παιδί,

χωρίς τον φύλακα άγγελο

θα τριγυρνά στη νύχτα.

Κι αν θα βρεθεί γυναίκα να του φέγγει.

VII

Τον ξέρω αυτό τον τόπο,

ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου.

Έχουν αλλάξει όλα

κάτω απ’ τον ίδια ουρανό.

 

Ξαπλώνω στο ψηλό χορτάρι

άνοιξη και βροχή, δεν κλαίω.

Ας ξαναπέσουν όλα

στην πράσινη βουβή αγκαλιά.

Γυρίζω μπρούμυτα κι ακούω

το καπάκι του ουρανού που κλείνει.

 

Σ’ αυτή την κιβωτό   είμαι το είδος δίχως ταίρι!...

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Κάθεται μόνος   και καθαρίζει τ’ όπλο του στο τζάκι.

Κανείς δεν θα ’ρθει και το ξέρει,

κλείσαν οι δρόμοι απ’ το χιόνι, σαν πέρυσι,   σαν πρόπερσι.

Χριστούγεννα και πάλι και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.

Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα   και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.

Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

 

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,

δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν μιλάει.

Στην τηλεόραση χιονίζει,   το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι

και στις παλιές φωτογραφίες,   γνώριμα μάτια των νεκρών,  

που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.

Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη

και μόνο το δικό της βλέμμα   έρχεται απ’ τα περασμένα.

 

Κοντεύουνε μεσάνυχτα   και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.

Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,   ευχές δεν φτάνουν ως εδώ,

δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,

η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,

μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.

Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά-σιγά  μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

 

Κοντεύουν ξημερώματα κι ακόμη   γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι

με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.

Μένει στα δάχτυλα το λάδι   αλλά το χάδι χάνεται.

Θυμάται κυνηγητικές σκηνές   με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,

πριν γίνει θήραμα και ο ίδιος   στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού

που τον παραμονεύει αθέατος

αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο

πότε μια λάμψη κάννης,   πότε μια κίνηση στις κουμαριές

κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.

Ξέρει καλά ότι κρατάει μακρύκανο παλιό μπροστογεμές

γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.

Όταν αποφασίσει να του ρίξει   δεν θα προλάβει πάλι να τον δει

πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

 

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,

και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,

πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.

Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου

ένας πατέρας που του έτυχε

σιωπηλό και δύστροπο παιδί,

και να του πω μια ιστορία   για να τον πάρει ο ύπνος.

 

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…

 

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά

πάρε και τον πατέρα, απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε

σα να ’ταν λαβωμένος.

Όπου πηγαίνεις τα παιδιά   εκεί περπάτησέ τον,

με το βαρύ αμπέχονο   στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

 

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί

και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα

άσπρο σαν κάθε χρόνο.

Να βγαίνει η μάνα να κοιτά   από το παράθυρο,

την έγνοια της να βλέπουμε στα γαλανά της μάτια,

κι όλοι να της το κρύβουμε   πως είναι πεθαμένη.

 

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά

πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,   παιδάκια των παιδιών μας.

Σε στρωματσάδα ρίξε μας   μια νύχτα του χειμώνα,

πίσω απ’ τα ματοτσίνορα  

ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,

να βλαστημούν το χιόνι.

Κι εμείς να τους λυπόμαστε που γίναμε μεγάλοι

και να βιαζόμαστε πολύ να μοιάσουμε σ’ εκείνους,

να δουν πως μεγαλώσαμε να παρηγορηθούμε.

 [από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]

 

ΔΙΠΤΥΧΟ

(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)

Ι

Με τα γυμνά της πόδια στις βατιές,   άσπρα λαγωνικά

και τούφες – τούφες τα μαλλιά

να τα ξασπρίζει ο χρόνος ή μήπως   ήταν ο αέρας.

Αέρας θα ’τανε   και δυνατή βροχή, σχισμή του βράχου

κι αντάρα που χαμήλωνε

σαν την ποδιά της, κρύβοντας το βουνό.

 

Εκεί στο βράχο κι η καλή της ηλακάτη

τουλούπες έγνεφε και φονικά,

έζωσε μοναστήρια με το νήμα της,   έδεσε σπίτια κι έσυρε καράβια,

ώσπου κουράστηκαν τ’ αρθριτικά της χέρια.

 

Περνούν λαγοί στον ύπνο της κι αγρίμια,

κάνει να τα χαϊδέψει και τα πνίγει,

σπαράζουνε τα τρυφερά κορμιά τους,   την ξυπνούν!..

Κοιτάζει το σκοτάδι,   δε μιλάει, καντήλι δεν ανάβει πια,

της το ’σβησε δυο τρεις φορές   αέρας δυνατός.

Ποιος να φυσούσε κι από πού,   πόρτες παράθυρα κλειστά!..

ΙΙ

Χώρισαν και χαθήκανε

στην ίδια γειτονιά στους ίδιους δρόμους.

Εκείνη γύριζε και γύρευε

σ’ άλλα κορμιά τη μουσική του.

Απελπίστηκε, παντρεύτηκε μια μέρα.

 

Τον ξέχασε κι αυτόν και το κορμί της,

έγινε σύζυγος, μητέρα,   πρώτη ξαδέλφη όλων των απελπισμένων.

Τους βλέπει κάθε βράδυ στην TV.

Αδύνατον να πάει στο κρεβάτι

ώσπου να πέσουν χιόνια στην οθόνη.

Τη γαληνεύει αυτό το άσπρο – ένα τίποτε –

κι έτσι την παίρνει ο ύπνος.

 

Αλλού βλασταίνουν σώματα καινούργια,

δίνουνε όρκους κι επιμένουν στην αγάπη.

Την απελπίζει τόση ελπίδα.

 

Τα Σάββατα πρωί – πρωί στη λαϊκή,

κόκκινα μήλα, πράσινα μαρούλια

και σέλινα με τα μαλλιά λυμένα.

Η φύση, μπόλικη και χύμα, της διδάσκει

πως δεν πεθαίνουνε τα μήλα από λύπη.

Κι αναβάλλει μέχρι το άλλο Σάββατο

 

ΜΝΗΜΗ Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Παράθυρα που κούρασε η θέα  

στη Νίκαια, στο Μετς στην Καλλιθέα!..

και δεν μπορούν ν’ αλλάξουν περιβάλλον.

 

Τα χτίζουν ένα – ένα τα καημένα

στων τοίχων τα πλευρά και των μετάλλων,

άνθρωποι σαν εσένα σαν εμένα!..

 

Στο τέλος τα δουλεύουν οι τζαμτζήδες

γράφοντας τις ομάδες που αγαπάνε.

Φαίνεται καθαρά πόσο πονάνε

σ’ εμάς τους μανιακούς μπανιστιρτζήδες!..

 

Οι ένοικοι κρεμάνε τις κουρτίνες,

να κρύψουν τι στ’ αλήθεια κι από ποιόνε.

Όλοι το ίδιο γδύνονται και τρώνε

και χάνονται στου κρεβατιού τις δίνες!..

 

Γιατί να τελειώνει λυπημένα

το ποίημα που τόσοι κατοικούνε.

Ποιος τάχα να τα χρέωσε σε μένα

και πίσω από την πλάτη μου γελούνε

ένοικοι, εργολάβοι, θυρωροί…

 [από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]

 

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ ΜΙΑ ΛΑΜΨΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΤΟΝ ΓΟΝΑΤΙΖΕΙ…

Θέλει να τρέξει να κρυφτεί,   θέλει σκοτάδι.   Γύρω τηλέφωνα, πελάτες κι ένας στα μαύρα   με σχοινί και με κουβά, που τον αδειάζει ως τα γόνατα.    Ακούει μέσα του τ’ ανήμερο πηγάδι   τ’ άπιαστο χέλι που βιδώνεται στη λάσπη,   κι ανάβει αργά το δέκατο τσιγάρο.    Σαν προσευχή σηκώνεται ο καπνός   και σαν καπνός από καμένο σπίτι   που χρόνια τώρα όλοι έχουν φύγει   κι αυτό καπνίζει μοναχό του   κουφώματα   πατώματα   κρεβάτια…  [ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]

Παρασκευή, 29 Οκτωβρίου 2021

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ