Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΥΛΗ ΑΥΤΗ ΘΑ ΜΠΕΙΤΕ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ

(… ένας δρόμος υπάρχει παλίνδρομος μία Γη  - των αφίξεων και αναχωρήσεων…)


Ξημέρωνε στ’ ανατολικά του Υμηττού   

μ’ ένα φως που παράπαιε   στις πευκοβελόνες και τους βολβούς των ματιών

έσκυψα και ήπια απ’ την Καλλία πηγή

σαν ταύρος κυνηγημένος απ’ τις μαινάδες

κι έτσι ταυρωπός με τα δυο μου πρόσωπα

τράβηξα την αυλαία του χρόνου κι αντίκρυσα

πίσω τα Μεσόγεια και τα κατ’ αγρούς Διονύσια

και μπρος τη νηοπομπή των ονείρων να στρίβει

μεσ’ απ’ τις δορυφορικές και τα κλάξον των αλλοφύλων

προς την τραγική Σαλαμίνα

 

Χρόνος αδέκαστος στην κόψη του πρωινού

το χέρι του ιεροεξεταστή σ’ όλες τις κεφαλές  

ο αμίλητος σφαγέας

 

Μέρα που ακόμη έσταζε το αίμα της

φρεσκοκομμένη απ’ τα πλευρά της νύχτας

ουράνιος λώρος

 

(Νύχτα λουσμένη στις πηγές των άστρων)

 

Μα ξ γη αναίσθητη στο πένθος του ουρανού

κι η αλλαξοκαιριά στις φυλλωσιές ανέραστη

 

Πάχνη  ψυχών ανάμεσα στα κυπαρίσσια

 

Και τότε ήρθε ο τροχονόμος ήρθε ο μέγας πλοηγός –

αυτός που χώριζε απ’ τα προσωπεία τα πρόσωπα –

και ο ποιητής με το δεξί του έδειχνε: ΑΠ’ ΕΔΩ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΥΛΗ ΑΥΤΗ   ΘΑ ΜΠΕΙΤΕ   ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ

ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΤΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΤΑΙΒΑΤΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

 

Η Καισαριανή στράφηκε κι είδε ένα παιδί

άφησε τον τηλεβόα στη γειτονιά και πνέοντας

μεσ’ απ’ τα ουράνια λημέρια σαν Ζέφυρος

γύριζε από πόρτα σε πόρτα και σάλπιζε

 

ΕΓΕΡΘΗΤΕ ΑΝΔΡΕΣ ΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΙΚΟΙ

 

Από Μονής μέχρι Σκοπευτηρίου   ένας δρόμος υπάρχει

παλίνδρομος μία Γη – των αφίξεων και αναχωρήσεων

κι ανάμεσα τ’ αλωνάκι των ζωντανών

τόποι χλοεροί ενώ κάτω στην αγορά

στις σιδερολαβές των σταθμών και των στάσεων

τα θηλαστικά κι άλλα αιλουροειδή της νυχτός

περιφέρονται αδέσποτα

 

Η κεντρική λεωφόρος   μολυβένια κι αγνώριστη

με σκονισμένες φωνές   βιαστές στις παρόδους

κι η πλατεία μια τρύπα   χωρίς δένδρα και τρίχωμα

οι λαγόνες των λόφων μακριά

και στα ρείθρα τ’ απόβλητα

 

Εδώ γεννηθήκαμε   πολλαπλασιαστήκαμε

κάθε τοίχος παλέτα του αίματος

μακριά στο γκαράζ  του ουρανού  

τ’ αστεροειδή σαν οχήματα    κι ένα ήλιος πορνοβοσκός

κάθε νύχτα τα μαντρώνει:

«Μπάσταρδοι σας έχω στα σκέλη μου 

εκτρώματα του Υπερπέραν»

 

Ένας χρόνος – πιλότος εκεί πάνω περιπολεί και μου δείχνει

το δίχτυ των πόλεων κι εμάς μες στα βρόχια τους

η οδός Αθηνάς η πάροδος των Χαλκέων

κι ύστερα των Ανθέων της παραδείσιας Χλόης

και στο βάθος του τούνελ η υπόγεια διάβαση

της ανάρπαστης Περσεφόνης

 [ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ ΕΠΙ ΤΥΜΒΩ, στίχοι   από την ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΡΑΜΜΗ  Τρίτη  ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993..

Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]

 


Η ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ ΣΤΡΑΦΗΚΕ ΚΙ ΕΙΔΕ ΚΑΙ ΡΙΓΗΣΕ

(… η συνέχεια του ποιήματος ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ ΕΠΙ ΤΥΜΒΩ …)

Ψυχή μου ψυχή μου όχι από κει

από κει είναι η πύλη των εκτελέσεων

κατεβάστε αυτά τα ουρανομήκη πανώ

αυτά τα πλαστικά μεγαθήρια  να φανεί

η χειράμαξα του ήλιου που εκτροχιάστηκε

και τα ύστερα χαίρε σαν ροδοπέταλα

«ω ξειν αγγέλλειν» ή «φεύγε παριδίτα»

φυλλοροήματα τόσων υπάρξεων

ριγμένα στη λάσπη των παρελάσεων

 

Η Καισαριανή στράφηκε κι είδε και ρίγησε

 

Από κει όρμησε η κουστωδία

ο πολύς Ρίχτερ Φον Βαϊτσέκερ

εκ δεξιών ο δικός μας με το ζιβάγκο του

κι οι δυο μαζί σε λιμουζίνα αλεξίσφαιρη

πίσω γορίλλες μοτοσικλετιστές και λυκόσκυλα

κι εκείνος να προπορεύεται αγέρωχος

ο μετα – Φύρερ λευκός ωσεί άγγελος

να σκύβει και να καταθέτει εις μνήμην

-είναι να ξερνάς τη χολή και να φτύνεις! –

όπως ό άλλος συμπατριώτης του

που ξαφνικά σαν ηθοποιός της καριέρας

δίπλωσε το κορμί κι απαθανατίστηκε

σ’ όλα τα φλας και τις γήινες κάμερες

γονυπετής στο Νταχάου

 

Ελάτε πουλιά και γρύλλοι   της υπεραγίας νεότητας

πουλιά των αετωμάτων μου νυχτερίδες

γρύλλοι συρίγγια της νύχτας

 

(Κι αποσυρμένα στα βόρεια προάστια

Εκάλη Πολιτεία στις κούρνιες τους

τα γαμψά γερακοκόρακα – οι εθνοσωτήρες –

ενώ κάτω απ’ τις τσιμεντόπλακες

-πυγολαμπίδες ζωής  τρεμοσβήνουσες –

ζαρωμένες ψυχές  

περίλυπες   οι φτωχές συνοικίες)

 

Διάτρητες ιονόσφαιρες

 

Αλώνω τα χέρια και μένω

με μια ραφή μια ραγισματιά 

- ραφή του μυαλού – ραγισματιά των οστών –

μ’ ένα ξέφτι μαλλιού ή σάβανου

με δυο φτερά ανεμόδαρτα

κι ως έξω στα λεχρά πεζοδρόμια

όχι πια κονκάρδες και σήματα

παρά τα κορμιά ψυχεδελικά  δύο –δύο

επάνω σε μηχανάκια ή λειώνοντας

με μια σύριγγα στην άσπονδη χλόη 

 

Από τη διπλανή ντίσκο ο δίσκος:

«Θα κάμω χαρακίρι για σένα»

 

Δεξιά και αριστερά του Σκοπευτηρίου

άλλα θυσιαστήρια τσίκνες αμνών

όπου προσέρχονται αγεληδόν

«μες σε καπνούς και σε βρισιές»

οι παρ’ ελπίδα επιζήσαντες

κι ούτε ένας δεν στρέφει να δει

εκεί κάτω στην τελευταία στροφή

τη βιομηχανία που αλέθει κόκαλα

να δει τη ζωή πώς καντάντησε

μια κρεατομηχανή της υπεραξίας

τη δική του ζωή

 

ΥΨΩΝΩ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗ ΤΡΥΠΑ ΣΤΟ ΝΕΦΟΣ…

(… βλέπω το καμιόνι σε αέναη περιφορά…)

Εδώ έχει τη θέση της και η ιστορία του Χρήστου και της Ερμιόνης.  Ο χώρος ανοίγει μια ρωγμή ανεπαίσθητη να περιλάβει την τελευταία σκηνή.  Στην κεντρική πύλη διόδια με τους μαύρους εισπράκτορες πίσω από πάγκους και από παγκάρια  Και γύρω λουλούδια σαν στόματα πορφυρά με ταινίες και γράμματα αιωνίου λατρείας  Ώσπου περνώντας πέρα από τη ρωγμή βλέπει ν’ απλώνεται η ευρεία οδός…  Εκεί μέσα κυνηγοί των ψυχών παραβγαίνοντας ποιος θα προλάβει το θήραμα από μνήμα σε μνήμα  Από ένα παρεκκλήσι των αφανών πρόβαλε και η πομπή του άμοιρου ποιητή  Κάτω απ’ τους γόους και τα τακούνια των γυναικών οι πρώιμα μεταστάντες ανασηκώνονται στους αγκώνες του  όπως οι έφηβοι στ’ αρχαία επιτύμβια  Με την υποχθόνια χλόη να φυτρώνει στο στήθος τους, ξαναπαίρνοντας απ’ την πλάκα τα εγχάρακτα σύνεργα:  το μυστρί το σφυρί και οι τελευταίοι του φίλοι τη γραφίδα και τον χρωστήρα.  Αυτός που έσκισε την πολυχρωμία και πέρασε στην παλέτα του απόλυτου άσπρου  Κι ο άλλος που ανέβηκε στη Μονή και με το καντήλι του στάλαξε κόκκινα ερωτηματικά στον ορίζοντα  Θέλει τα τους αντιχαιρετήσει με τα μικρά τους ονόματα  «Γεια σου Μ»  «Γεια σου Δ»  αλλά το χέρι του που ξεράθηκε κι έπεσε είναι το ποίημα που δεν γράφτηκε  Και το βλέμμα του που έμεινε πίσω  τυλίγεται γύρω στη γυναικεία μορφή  που τον συνοδεύει  Το βλέμμα του είναι η ταινία που περιβάλλει τη νεκρική δεξίωση που επιγράφεται Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και η ΜΟΥΣΑ   Κι αυτός νεκροζώντανος κρατά σαν κρέπι στο ράμφος του τη γοερή πινακίδα που ξεδιπλώθηκε στον ορίζοντα και φωνάζει  «Γιατί…»

 

Το Γιατί  στριφογυρίζει στο αχανές

σαν ένα έλικα της ψυχής   που δε μ’ ακολούθησε

ενώ το κορμί λοξοδρόμησε και σφαδάζει στα χόρτα

 

Κρατώντας τα δυο μικρά της απ’ το χέρι,

το βλέμμα γαντζώνεται στη μορφή που ελικοδρομεί

 

Γύρω χορός μυροφόρων.  Κι ένας θρήνος ψιχάλισμα

Χρστ… Χρστ… στις νοτισμένες ψυχές

ΧΡ… ΧΡ… και πάλι ΧΡΣΤ… ΧΡΣΤ… φαγωμένα φωνήεντα

κι η λέξη σμπαράλιασμα, δεν σχηματίζεται όνομα

 

Στο κλίτος επάνω ο δρακοντοκτόνος με το κοντάρι του

και ξάφνου από το κουβούκλι ακούστηκε το χλιμίντρισμα

είναι εκείνος που άρπαξε τα λουριά και ουριοδρόμησε

στα πίσω χρόνια στους τουρκομαχαλάδες σπαθίζοντας

με των Αλόγων τα φαντάσματα

 

Και τώρα σφυρίζει μες στα ουράνια χαλάσματα

σαν αναστάς Χριστός

 

Κι εκείνη είναι εκεί στη μέση των άνω και κάτω δυνάμεων

εκεί μες στα διασταυρούμενα πυρά   δορυάλωτη

σφίγγει τα δυο βλαστάρια της τον Ηλία τον Ιωάννη

(να ’ταν ο ένας να γράψει μια καινούργια Αποκάλυψη

κι ο άλλος με ακρίδες και μέλι της ερημίας να προφητέψει…)

 

Σηκώνει το βλέμμα και βλέπει τη μορφή που αναλήφθηκε

σφίγγει τον Ηλία τον Ιωάννη και πού να τους κρύψει

η δορυάλωτη Ερμιόνη

 

Παλαιοί  και νέοι ινδικτιώνες φίλοι μου

ο μήνας Γαμηλιώνας ο Πολυσπέρχων   (μήνας της πασπερμίας)

σ’ όλα τα πρανή του λεκανοπεδίου

κι ακολουθεί ο ξανθός Δρεπανηφόρος

θερίζει τα κορμιά και τα ραίνει με άνθη

-σταφάνια ακανθών γιρλάντες του αίματος –

κι η Μονή εκεί πάνω να μετρά και να σκέφτεται

κάθε μισή γενιά και μια προγραφή

των σαλών των αιρετικών της φράξιας   του Κόμματος

των πεσόντων και μηδέποτε αναστάντων

 

Ύστερα ήρθε άλλη εποχή η γενιά των αμύητων

του τροχού και της μαύρης μαγείας

ήρθε ένας αυτοκινητόδρομος πρωινός βιαστής της ασφάλτου

κι έσκισε στα δύο το σώμα του εγκλήματος

από δω η Μονή από κει τα Θυσιαστήρια

και στη μέση ο καταρράχτης των τροχοφόρων

ακάθεκτος   σαν καταπέλτης

 

(Τώρα στα Μεσόγεια πίσω πολυεθνικές και ελικόπτερα

κι ως κάτω στη Σαλαμίνα αποστολές υπό ξένην σημαίαν)

 

Ο τροχονόμος γέρασε μες στα σφαγεία των δρόμων

 

Κι ο μετανάστης που γύρισε από το ταξίδι του χρόνου

ο ποιητής – μετανάστης

ανοίγει τα κελιά σαν κλουβιά και μονολογεί.

«Όλα τα φτερά μαγγωμένα στα ηλεκτροφόρα σύρματα

τα φτερά του νόστου

τραγούδησε ραγισμένη φωνή τραγούδησε

κι ύστερα γείρε τρυφερά το λαρύγγι σου

δυσμικέ κύκνε

 

Όλα τα χρώματα της ίριδας κυνηγημένα γέρνοντας

προς το βαθύ του αίματος

 

Ουρανέ δίπλωσε την πολυχρωμία σου

μαζί κι εσύ πεζοπόρε του έρωτα

λευκή βλέννα στο τέναγος της ζωής

σαν πετρελαιοκηλίδα επιπλέοντας

ήλιε μου γείρα…»

[ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ…  από την ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΡΑΜΜΗ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]


ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΕΡΕΝΑΔΑ

Βενετία, 1990 μ.Χ του Μ.Σ. αντιφώνημα

(από την ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΡΑΜΜΗ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)

Μούσα μολοσσική μου που σέρνεσαι

σαν τους χαμόσυρτους υποφήτες σου

εκεί ψηλά στη βελανιδιά τη δυσχείμερη

που δεν θροΐζει!

 

Τι θέλεις και σέρνεσαι σ’ αυτά τα τενάγη;

 

Ακόμη πλαταγίζεις «ω χρυσούν κτέανον…

χάρμα Λητογενέος» αποδημητική τυραννία μου

μισόφτερη και καταματωμένη σαν μπαλαλάικα

πίσω απ’ τα σκηνικά της ένδοξης πόλης

κι η πόλη ν’ αποσύρεται στα μπάσα νερά της

μαζί μα τ’ αγριοπούλια τα κροταλίζοντα πελαργόνια

τα συριστικά ερπετά τους κανταδόρους κόνδορες

κι αυτούς τους αγριοβούβαλους ίδια τρομπόνια.

 

Να κι ένα τελευταίος μακρόλαιμος κύκνος

το άσμα του να σφαδάζει μες στη φαγιάντσα του δόγη

 

«Ω Βενετία πόλις από χρυσάφι κι από σμάλτο…»

είπες να ξεφύγεις τους σαϊτευτές Οστρογότθους

γλιστρώντας επάνω σε βαπορέττα και πάσσαρες

χτίζοντας σε θεμέλια νερού τα παλάτια σου

οργώνοντας τα πελάγη με χιλιάδες γαλέρες

μακρόλαιμες ως τη ναυμαχία του PORTO LEPADO

να ξεφύγεις άλλα στίφη πολιτισμένων βαρβάρων

τόσους και τόσους αγκυλομήτες – ω αγκυλομήτες! –

τους Οθωμανούς τους Αυστριακούς τους ναπολειόντειους Γάλλους

ελικοδρομώντας αύλληπτη φανταστική μεταμφιεσμένη

σε στοές και πλατείες εκτυφλωτικές απ’ το πέρασμα

του Βιβάλντι του Τιντορέττο του Τιτσιάνη και του Γκολντόνι

κι έπεσες σ’ αυτούς  τους ψηλομύτηδες μπίσνεσμεν

θρονιασμένους μακάρια σε περίοπτους θρόνους

 

Κάθομαι σ’ ένα σκαλί του Φλαγγινιανού και τους βλέπω

κάπου δύο αιώνες μετά από το CAMPO FORMIO

-καθείς και το φινιστρίνι του μακρινοί μου συνάδελφοι! –

με τις τρεις Μαρίες πότε επιπλέουσες και πότε βουλιάζοντας σ’ άπατα αρχεία

βλέπω το καρναβάλι του αιώνα που δεν τελειώνει

κι αυτούς μες τη γόνδολα σε περίοπτη θέση

Αμερικανοί Γιαπωνέζοι Τεντέσκοι του μέλλοντος

με ωτό και φωτό   με φλας και με στρας

κι ανάμεσα με τη φυσαρμόνικα στεφανωμένος το σεληνόφως

ο σινιόρ Άπολλο κι όρθιος ο πρώην τενόρος της όπερας

(στρατολογημένοι κι οι δυο απ’ τη διπλανή πιάτσα)

κι ο γονδολιέρης πελώριος πίσω απ’ την πλάτη του

ν’ ανεβοκατεβάζει απ’ τα έγκατα το κουπί σαν δρεπάνι

 

Φλεχτείτε και σκύψτε σενιόροι σενιόρες μου

φάνουμε στη Γέφυρα των στεναγμών όπου να ’ναι

ξημερώνει πέρα στο Γκραν Κανάλε και το δρεπάνι μου

ξαναγίνεται τρίαινα , η γόνδολα απόχη ψυχών

κι ο μίστερ PSARIS που σκέπαζε με έξω τα σπάραχνα

πρόλαβε κι είπε: λίγη σπαραχνίνη κυρίες μου

είπε: μίσεζ φροϊλάιν μαμζέλ σενιορίττα

σ’ όλες τις ερωτικές γλώσσες της υφηλίου

κι έπεσε κάτω ηλιοβολημένος

 

(Έτσι κι η άρια ψυχορραγούσε σπαραξικάρδια)

 

Ποιος έμειν’ απέξω φώναξε ο γονδολιέρης

 

Απέξω οι ανατολικοί αδειασμένοι απ’ την ιστορία

με διαλυμένες τριάδες άηχες μπαλαλάικες

περιμένοντας τη σειρά τους στα ένδοξα τέλματα

στην ουρά μιας άλλης ψυχαγωγίας

χωρίς καν τη φρούδα ελπίδα

μιας Δεύτερης Παρουσίας

 [στίχοι από την ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΡΑΜΜΗ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993] 

 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΡΥΑΡΕΞ

(… ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση…)

‘Όταν ηλίου βασιλεύοντος δυνάμωνε η μάχη πέρα στο καντόνι των Ρωμιών αυτός υπνοβατούσε ονειρευόμενος μια βίζιτα στη βίλλα στα περίχωρα   Πίσω του κάποιος γύρισε τη στρόφιγγα και μέσα από την μπαλκονόπορτα ρυάκισε το φως μακριά από τις ενοχλητικές φωτοβολίδες   Έξω στα θάμνα γυάλιζε αθόρυβα η πηγή   Ήταν σαν ένας μαύρος σκύλος που όρθωνε το τρίχωμα του κι άφριζε γαυγίζοντας και πότε – πότε όταν ξυπνούσε έδειχνε τα δόντια του μα ξαφνικές αναλαμπές στα σκοτεινά   Τον φανταζόμουν πιο πολύ παρά τον έψαχνα στη διαμαντένια πάχνη του νησιού   Κι άκουγα πίσω του  τη γλώσσα του κυρίου του  «Ήρεμα Ρύαξ!» «Όλα ράιτ Ρεξ!»   Κι ύστερα με θολά νερά  κι ανάκατα γαυγίσματα  στ’ αντιπρανή του ύπνου να μπερδεύει την ηχώ τους «Ρύα – Ρεξ!» και πάλι «Ρυαρέξ!» ως την αυγή   Απτόητος απ’ τις ρωμέικες ριπές φτασμένες τώρα μ’ άλματα στα διπλανά τετράγωνα   Με το ’να χέρι του κρατούσε μιαν ατέλειωτη αλυσίδα με μονόγραμμα σκυλιού κι όταν δοκίμασε να την μαζέψει δεν την πρόλαβε κι ένιωσε να τον ζώνει ο κρύος καταρράκτης με τα παγωμένα δόντια ολόγυρά του αφρίζοντας   Τότε τον είδα ν’ αλαργεύει από τη βίλλα των θαυμάτων και τον γνώρισα   Ήταν τω όντι ο γνωστός μας διπλωμάτης κύριος Ρυαρέξ και καταπόδι πίσω του ο πιστός του υπογραμματέας ίδια μούρη σαν μπουλντόκ που μετακόμιζε από την πληκτική μας αποικία οριστικά εξαντλημένος από τόση ονειροφαντασία και έμπνευση

[στίχοι από την ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΡΑΜΜΗ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993] 

 

ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΣΟΥ ΜΑΣ ΧΤΥΠΗΣΕ ΚΑΤΑΣΤΗΘΑ…

(… Ανδρέα Κάλβου ανακάλεμα…)

Από τα ξένα έθνη ως τον Ελικώνα   η άβυσσος βαθύκρημνος    το άρμα συνέχισε χωρίς τον αναβάτη   εδώ που ο υλοτόμος Πήγασος θερίζει   η οπλή του πέλεκυς και πίδακας   σκάβει και θερίζει   σκάβει βαθιά στα καρποφόρα όνειρα   βγάζει κρανία και ριζούλες αιωνόβιες   τα δρακοντόχορτα του Άδη –   καημένε Γιόρικ…   Το φάσμα που μας χτύπησε κατάστηθα    «Α!  δυο αιώνες από τότε σε κοιμούμαι   Μεσόγειε ερωμένη μου, έλεγες   αταβισμοί μου μπορλοτιέρηδες   ξυπνώ και βλέπω στ’ ανοιχτά να καίγονται   θαλάσσια ξύλα και πετρέλαια   και οι ελευθερίες στη σειρά στήλες Ορφέως   Δεν έχω ειδήσεις απ’ τους Ουρανίωνες   Η χώρα μου υπεράνω του Ολύμπου αλαφιασμένη   κι εγώ ανίσχυρος στο μάτι του κυκλώνα   η Πιερίδα μου φωνή αναστατωμένη   μες στην εγκόσμια προσφυγιά και θλίψη   και οι ιδέες μου κουρελιασμένες σαν λοφία   πάνω στην αναμαλλιασμένη γιακωβίνικη καρδιά μου»   Είπε και πέταξε προς τα ηρώα των άστρων!.. [τελευταίο ποίημα στην ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΡΑΜΜΗ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993 αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη] 

Δευτέρα, 27 Ιουνίου 2022

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΞΕΧΝΑΩ ΠΩΣ ΜΕ ΛΕΝΕ

 (… έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες…)


… τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί  ύστερα στάχυ

θροΐζει  με πολλά δρεπάνια

αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.

Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται

αόρατο  το χέρι που ξηλώνει

και τρέμω μην κοπεί το νήμα.

Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη

σταγόνα  διάφανη σε βρύα και λειχήνες

νιφάδα – χνούδι των βουνών   χαλάζι – φυλλοβόλο

κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό   στην κιβωτό της μήτρας.

Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει

αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.

 

Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες

στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.

 

Έρχονται μέρες που ξεχνάω τ’ όνομά μου.

 

Έρχονται νύχτες ορυκτές λυσίκομος η μνήμη

βουλιάζει ξαναφαίνεται θηραϊκή  και μαύρη

με χορταράκια της  βοσκής όστρακα βελανίδια

ολίγο φως και μακρινό – ψιχάλα νοσταλγίας.

Και βγαίνω σ’ άλλες εποχές. Σώματα χρεωμένος.

 

Έρχονται χρόνια χιόνια και με καίνε   αίματα που καλπάζουν

και μια ματιά πανσέληνος από την άλλη όχθη.

Ψηλός γαιώδης χωρικός – από τους λυπημένους –

με μια γυναίκα φωτοστέφανο – ακάνθινο   στην κεφαλή του

και την αγάπη αμίλητη στο στήθος…

[κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993  με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:

 ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]

 



ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΥΩ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΩΘΗΚΑΝ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΛΕΩ…

(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)

Κάθε φορά που σ’ έβλεπα πιο μακρινή   Και ξένη.

Γυναίκα του αδελφού μου   έγκυος κιόλας στον Ανδρέα

κι εγώ στα δεκατέσσερα.

Κρατούσες ραγισμένο μαστραπά

εκείνη τη νύχτα στο κατώι

και μου ’φεγγες με το κερί.

Τι δύσκολη μετάγγιση   σα να ’ταν αίμα όχι κρασί

κι εμείς με χέρια τέσσερα   μάτια που δεν κοιτάζονται

κι αν ατακτούν το μετανιώνουν

προσηλωμένη στη ροή  

σ’ αυτό το νήμα μέθης   που μας έδενε σαν λώρος

αλλάζοντας τον άρτο και τον οίνο των σωμάτων

σε μετάληψη.

 

Άκουγα ή μιλούσα;

Εύφορη λύπη μέσα μου

γινότανε θαμπός αστερισμός   με δημητριακή αφθονία

και πιο βαθιά κυμάτιζε η μαύρη χλόη

που θέλει δυο να τη βοσκήσουν   ωμή βρεγμένη και πικρή

πριν ανέβει μέχρι τα μάτια

και μας γκρεμίσει στα λευκά σκοτάδια.

 

Κοιτάζω ένα πηγάδι. Με κοιτάζει.

Κοιταζόμαστε ώρα πολλή   σαν μαλωμένα αδέλφια.

Μονόφθαλμο σκοτάδι με τραβάει

και κατεβαίνω πέτρα – πέτρα

απόκρημνη ζωγραφική.

 

Σωτήρη. Με τα δικά σου δάχτυλα κρατιέμαι

με το δικό σου σώμα κινδυνεύω

γλιστρώ και με φωνάζεις Κωνσταντίνο.

 

Μου πέφτουν τα σγουρά μαλλιά και το ξανθό μουστάκι

σαν άρρωστο παιδάκι ψιθυρίζω

τη βραδινή μου προσευχή

 

ΜΙΑ ΜΑΝΑ ΓΥΡΕΥΑ ΝΑ ΒΡΩ

(… με εννιά μαχαίρια στο πλευρό   και με τη μια της κόρη…)

Τη βρίσκω στα βασιλικά

σε πέντε όνειρα κακά

και μες τα καρυοφύλλια.

 

Να ’πιανε μια νεροποντή

να ξύπναγε τον Κωνσταντή

να πάει βρεγμένος σπίτι.

 

Να του φορέσει τα στεγνά

να τον μαλώνει σιγανά…

 

Μάνα – δεν είναι τα βουνά

Είναι ο ίσκιος τους που με πατάει.

Ούτε τα κυπαρίσσια.

Είναι το ερπετό χορτάρι. Με πλακώνει.

Είναι μια μέλισσα ξανθή απ’ τον επάνω κόσμο.

Με βρίσκει στα λουλούδια

και μ’ αποδίδει στο κερί – όχι στο μέλι.

Φαρμάκι να της γίνω.

 

Σ’ ένα ξωκλήσι θα καώ

λιώνοντας λιγοστό σκοτάδι

προτού με σβήσουνε

τα λαδωμένα δάχτυλα του νεωκόρου.

Έτσι την πνίγουνε τη φλόγα μάνα

όχι φυσώντας

μην πάρουν οι ψυχές φωτιά

και λαμπαδιάσει ο κάτω κόσμος.

 

Όρθρος βαθύς.

Σκύβει να πιει νερό και ξαναμπαίνει

στο μνήμα από το κυπαρίσσι.

 

Μελίσσι γύρω τα πουλιά.

 [αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993]

 

ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ ΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993)

Νύχτα των Κιμμερίων. Κατήφορος κοφτός

κι ακολουθώ τυφλά μαύρο κριάρι.

Ούτε κλαδάκι ούτε ρίζα να πιαστώ

τρίζουν τα κόκαλά μου.

Αέρας φέρνει πού και που δαφνόφυλλα ξερά

κι ένα τσεμπέρι – νυχτερίδα με τρομάζει.

 

Δεν είναι τόπος για παιδιά – τι θέλω

με το κοντό μου παντελόνι κουρεμένο

και γοερές κραυγές φωνάζοντας τη μάνα.

Απόκριση καμιά.

Εκτός κι αν αποκρίνεται

μια μυρωδιά μασχάλης ιδρωμένης

κι η ευωδιά της μέσα κάμαρης

εκεί που απλώναμε τα μήλα

έτσι όπως μύριζε 20 Δεκεμβρίου του ’57

απόγευμα ημέρα Τρίτη

κι άρχιζε έξω να χιονίζει…

 

Με ψάρεψε!..

Νιώθω βαθιά τ’ αγκίστρι του λυγμού

γλυκό το αίμα στο λαιμό μου

κι αφήνομαι στη μαύρη πετονιά

αιμορραγώντας όλη νύχτα

μνήμες βαθιές που νόμιζα πως είχαν κλείσει

 

-Εσύ δε θα πεθάνεις.

-Μάζεψε τη φωτιά.

Πεθαίνουν οι μανάδες. Δεν πεθαίνουν.

-Όχι Κοίταξε μην καείς.

-Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;

-Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.

-Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;

-Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.

Σύρε να παίξεις.

-Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.

-Μπα στο καλό σου. Φέρε μου το σινί.

-Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.

-Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.

-Πόσο μεγάλος θα ’μια;

-Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.

Μπορεί κι αγγόνια.

-Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;

-Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.

-Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…

Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Και ούτε θα πεθάνεις.

Θα πεθάνεις;

-Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.

-Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.

-Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.

-Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;

 

Σ’ ακούω. Ψεύτη.

Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.

 

ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ ΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας είναι ο Γρηγόρης Ράπτης.

Υπόδικος για μια υπόθεση πλαστογραφίας

που πρόκειται να γίνει η είδηση

και πρωτοσέλιδο σε λίγες μέρες.

(Θα σφάξει μπροστά τους δεσμοφύλακες –

τη δικηγόρο του μια μέρα πριν από τη δίκη)

 

Δεν το ’κανα εγώ θα πει – εγώ την αγαπούσα

τρομάζοντας τους κληρωτούς  του έρωτα

έφεδρους μόνιμους εξ εφέδρων

ευέλπιδες όλων των κλάσεων.

 

Θα δικαστεί θα καταδικαστεί

θα εγκλειστεί ισόβια στο σώμα του.

 

Εδώ υπάρχουν όλα τα στοιχεία

για τη μελλοντική αναπαράσταση.

 [αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993]

 

ΚΛΕΙΝΟΜΑΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΥΟΦΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΣΩΜΑ

(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993)

Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ

που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.

 

Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.

 

Σε πλάθω λίγο – λίγο κάθε νύχτα.

Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι  μαζί σου.

 

Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ

Ούτε θα σ’ έχω. Κάθε φορά

πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.

Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου

δεν έγινα θεός.

Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία

όταν απαγορεύεται το θαύμα.

 

Στέκεσαι πίσω από τα κάγκελα και δεν χορταίνω να σε βλέπω.

Φοβάμαι κάτι θα συμβεί και θα σε χάσω.

Γυάλινο μάτι – κάμερα παγώνει την εικόνα

αλλά στη θέση σου φυτρώνει κυπαρίσσι.

Φλεγόμενο χωρίς πουλιά.

Ο καταρράκτης  του καπνού θροΐζει

γεμίζοντας αφρούς τον ουρανό

κι είμαστε λέει στη Σκουφά και δοκιμάζεις φούστες.

Σκύβω και σε φιλώ στο στόμα.

Μαύρο κραγιόν φορούσες  βάφομαι

μουδιάζουν σούρουπα τα χείλη

ενώ χαμογελάς αχνά και χάνεσαι

ξανθιά και βουρκωμένη.

Εσύ ποτέ δεν ήσουνα ξανθιά.

Και ξύπνησα

 

ΑΥΤΑ ΤΑ ΒΛΕΜΜΑΤΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ  ΑΝ ΓΙΝΟΥΝΕ ΠΟΤΕ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ…

Αυτά τα χέρια με κοιτούν

με δείχνουνε τις νύχτες

Με πυροβολούν.

 

Ας πέσω χτυπημένος

φτάνει να πέσω δίπλα σου.

Να κοιμηθώ μια νύχτα στο πλευρό σου

κι ας γίνει ο πόθος κούραση γλυκιά

το δέρμα μας τοπία χλωροφύλλης.

 

Γυμνά πέλματα σε σανιδένιο πάτωμα.

Κάποια γδύνεται λέει σιγά τ’ όνομά μου.

Την κυνηγώ και μου φεύγει ώρα πολλή.

Ακούω την ανάσα δίπλα μου κι απλώνω το χέρι.

Κάτι δασύ και υγρό.

Υπάκουη τώρα κι ανάσκελη με τα πόδια της ν’ ακουμπούν στο ταβάνι

σπρώχνει πάνω στην ώρα και το σηκώνει.

Παίρνει φως και τη χάνω  λιώνει το πρόσωπο το κορμί της

ακούγονται κλάματα δυνατά  όπως τα γέλια στις αμερικάνικες κωμωδίες.

Είμαι μπρούμυτα με πλάτη καμένη και τσουρουφλισμένα μαλλιά.

Κλείνω τ’ αυτιά μην ακούω  μια φωνή σιγανή κι επίμονη.

Σαν το μοιρολόι της φώκιας…

 [αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993]

 

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΔΕΝ Σ’ ΑΓΑΠΑΕΙ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΘΕΛΕΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙ

(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993)

Αυτό το ποίημα συστρέφεται   σαν λαβωμένο ερπετό

στρέφεται εναντίον σου – φυλάξου!..

 

Ξέρει καλά πως αν κερδίσεις

θα χάσει αυτό τον σκλάβο που το γράφει

μαζί με τ’ αποδημητικά του χέρια

κι ανάπηρο θα μείνει.

 

Αυτό το ποίημα – φυλάξου

μου ξέφυγε κι αδέσποτο γυρίζει –

θέλει να σε σκοτώσει.

Γιατί ξέρει   πως μόνον έτσι θα ’χει απογόνους

και καλά στερνά κι άσπρες σελίδες

να τις βρίσκει μαύρο χέρι – το χέρι μου –

καθώς θα συνεχίζω αυτό το ποίημα

που τότε θα σε προσκυνάει…

 

ΑΘΕΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΜΥΡΙΖΕΙ…

Όλη τη νύχτα περνούσες μοναχή σου παλιό γεφύρι.   Κι εγώ χτισμένος στ’ όνειρο  έτρεμα μην ξυπνήσω.   Ψηλή γυναίκα  μου ρίχνεις τον ίσκιο σου  και σουρουπώνω.   Πηγάδι γίνομαι βαθύ  και με πονάνε τ ’άστρα.   Κλείσε τα μάτια  να ξαναδώ τον κόσμο  με τα δικά μου.   Βλέπω κλεισμένα βλέφαρα  και τσίνορα που τρέμουν  [στίχοι από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993 ]

Παρασκευή, 24 Ιουνίου 2022

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ