Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

ΤΟΣΟ ΓΥΜΝΟΣ ΠΟΥ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ, ΤΟΣΟ ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΩ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΤΟΣΟ ΠΙΣΤΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΙΝΑ ΜΟΝΑΧΟΣ

 

Κανείς δεν ξέρει  που   κοιτούν τα σπίτια

Μεσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους

σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν

φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο

 

Τα βράδια   κλείνουν πια τα βλέφαρά τους

βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους

νιώθουν κι αυτά το σώμα τους

ακούνε   τις πέτρινές τους φλέβες να φουσκώνουν

 

Μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν  

ψίθυροι των νερών   φωνές του ανέμου

 

Τα σπίτια μοιάζουν κάπως σαν τους τάφους

όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν  

ο χρόνος τους ακινητεί

το παρελθόν τους και το μέλλον τους  χωρούν

μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους

 

Όμως   πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα

σωρεύεται στο στήθος τους σκοτάδι

σπάζουν τα κόκαλά τους απ’ το βάρος

 και ξαφνικά   μια νύχτα καταρρέουν

μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει

[ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΠΟΥ ΠΑΛΙΩΝΟΥΝ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989   -  από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011

Ακολουθούν επιλογές ποιημάτων από την ίδια συλλογή που με το εισαγωγικό μότο  ο Ποιητής τα αφιερώνει:

Στους νεκρούς που ασυγχώρητα σωπαίνουν

Στους φίλους που και πάλι αργοπορούν

Στους  μάταιους οδοιπόρους

που επιμένουν]

 


ΤΑ ΠΑΤΗΤΗΡΙΑ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989)

Μπαίνω δειλά στην έρημη αποθήκη

παλιά βαρέλια και

μαδέρια σκόρπια

Νιώθω τη μυρωδιά του σάπιου ξύλου

και του ξινού κρασιού

 

-και το κορίτσι

βγάζοντας το κεφάλι απ’ το βαρέλι

δεν έχουν τρύγο   λέει   στον κάτω κόσμο

δεν έχουν πατητήρια   δε γιορτάζουν

 

και με κοιτάζει με θλιμμένα μάτια

 

ΜΑΡΙΑ ή ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

μα δε θυμώνεις   μόνο    με κοιτάζεις

 

και μου χαμογελάς   φεγγοβολώντας

 

Κι εγώ

τινάζω με   μανία το δένδρο

και θε μου σε   φοβάμαι και   μ’ αρέσεις

 

κι όλο βυθίζεσαι στο φως

και μέσα   στην εκτυφλωτική σου λάμψη

σβήνεις

 

Κι εγώ    τινάζω κλαίγοντας

-γελώντας   και κλαίγοντας –

το δένδρο

και

 

ξυπνώ

 

και πια

δεν είναι φως   δεν είναι δένδρο

 

μόνο δωμάτιο γκρίζο   βουρκωμένο

και βρέχει

βρέχει   και    δεν είσαι

 

κανείς δεν είναι πια

και με σκεπάζουν   άγρια θολά νερά

 

νερά   και χρόνια

 [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989]

 

ΑΓΡΙΟ ΧΙΟΝΙ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΡΑΧΟΣ 1989)

Κάποτε μες στο σπίτι μου    χιονίζει

γίνεται τότε η κάμαρα   λευκό τοπίο

σηκώνονται απ’ το χώμα παγωμένοι

και με πλησιάζουν οι   νεκροί μου φίλοι

 

Τα ραγισμένα χέρια τους απλώνουν

ζητούν   τη θαλπωρή του σώματός μου

 

Δεν έχω σώμα πια   δεν έχω φλόγα

Τίποτα δεν μπορώ να σας προσφέρω

Μόνο να μοιραστώ την παγωνιά σας

στερνός κι εγώ στην αλυσίδα κρίκος

 

Διασχίζοντας αυτή την άγρια στέπα

 

Προς το βαθύ κι ανεξιχνίαστο μέλλον

 

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Πώς βρέθηκα λοιπόν ανεβασμένος

πάνω σε τούτο το    κωδωνοστάσι;

Νύχτα κι αγέρας σκοτεινός φυσάει

κι όπως βαριά στενάζουν οι καμπάνες

με διαπερνά το ρίγος της αβύσσου

 

Κατρακυλώ στη σιδερένια σκάλα

Κι αν όμως είναι η θύρα κλειδωμένη;

Κι αν ίσως δεν μπορώ να ξεκλειδώσω;

 

Νιώθω νερά στα πόδια μου

κοάζουν   τριγύρω μου βατράχια

με φωτίζει   ξάφνου ο θαμπός φανός του νεωκόρου

που σκύβει από ψηλά και μου φωνάζει

 

Ανέβα πάλι επάνω χριστιανέ μου

τι θέλεις τέτοιαν ώρα στο πηγάδι

Θα σε τραβήξουν κάτω τα τελώνια

 

Κι απορημένος κάνει το σταυρό του

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989]

 

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989)

Βρίσκω εκκωφαντικά τα γεγονότα

τις διατυπώσεις πληκτικές

το όλον έργο περιττό και χρονοβόρο

Κι αν ίσως κάποτε συμπράττω

θύμα κι εγώ μοιραίων συσχετισμών

όμως κρατώ τις όποιες αποστάσεις

τεκμήρια της αθωότητάς μου

Γι’ αυτό αποφεύγω τους   συνωστισμούς

και προτιμώ τις άδειες παραλίες

φίλος και μνήμων των κυμάτων πάντα

πιστός ακροατής   των οριζόντων

Γι’ αυτό αποφεύγω να   συνομιλώ

και με τον ίδιο ακόμη τον εαυτό μου

θέλω ν’ ακούω ψιθύρους ουρανών

θέλω ν’ ακούω τριγμούς   πέραν των τάφων

 

Σβήστε λοιπόν αυτούς τους προβολείς

μη με διαλύετε στους   ορυμαγδούς σας

αφήστε ν’ αφουγκράζομαι γκρεμούς

αφήστε να θωπεύω   τους νεκρούς μου

 

Ο ΘΛΙΒΕΡΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΜΑΧΩΝ

(μνήμη Πέτρου Γλέζου και Διαλεχτής Ζευγωλή – Γλέζου)

Στις σκοτεινές γωνιές των πανδοχείων   ο απόμαχος σκιαμαχεί   κλείνει τα μάτια και ξυπνά στο παρελθόν του   σχεδόν πετά σχεδόν υπνοβατεί   στις στέγες μιας χαμένης πολιτείας.   Ρίχνει το βλέμμα στους βυθούς   της μνήμης   θυμάται τους τριγμούς των ναυαγίων.    Στο δρόμο συναντά τους τεθνεώτες   γεια σας παιδιά πώς από δω   ρωτάει   κι αυτοί χαμογελούν και προσπερνάνε   κι αυτοί κοιτούν μακριά   στα γκρίζα χιόνια    Μην τους ξυπνάτε τους απόμαχους   πονούν μη τους ζητάτε να σας πουν   δεν ξέρουν   θυμούνται μόνο κόκκινα στεφάνια   θυμούνται μόνο το σπασμένο ρόδι    και σιωπηλοί πορεύονται προς τα σύνορα   γλιστρούν   πολλές φορές εκείθεν των συνόρων   Βρέχει   διακρίνουν πένθιμες ακτές   διακρίνουν στην ομίχλη το πορθμείο [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989]

Δευτέρα, 31 Ιανουαρίου 2022

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

ΔΕΝ ΥΦΑΙΝΑ ΔΕΝ ΕΠΛΕΚΑ ΕΝΑ ΓΡΑΦΤΟ ΑΡΧΙΖΑ ΚΙ ΕΣΒΗΝΑ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ

 

(…γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση όταν πιέζεται από πόνο το μέσα…)

 

Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου – απουσία από τη ζωή –

κλάματα βγαίνουν στο χαρτί

κι η φυσική οδύνη του σώματος που στερείται

 

Σβήνω, σχίζω, πνίγω   τις ζωντανές κραυγές:

«Πού είσαι, έλα, σε περιμένω,   ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»

και ξαναρχίζω το πρωί   με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια   να στεγνώνουν στον ήλιο.

Δε θα ’σαι ποτέ εδώ   με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια

να στάζουν τα παλιά ταβάνια   φορτωμένα βροχή

και να ’χει διαλυθεί η δική μου   μες τη δική σου προσωπικότητα

ήσυχα, φθινοπωρινά…

Η εκλεκτή καρδιά σου – εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –

θα ’ναι πάντα αλλού

κι εγώ με λέξεις θα κόβω  τις κλωστές που με δένουν   

με τον συγκεκριμένο άνδρα  που νοσταλγώ

όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας

και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες    στου καθενός το νου.

Σε λησμονώ μα πάθος   κάθε μέρα

για να πλυθείς από τις αμαρτίες  της γλύκας και της μυρωδιάς

κι ολοκάθαρος πια   να μπεις στην αθανασία.

Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.

Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω   στο τέλος

τι ανθρώπινη παρουσία   τι απουσία

ή πώς λειτουργεί το εγώ   στην τόσην  ερημιά στον τόσο χρόνο

πως δεν σταματάει με τίποτα το αύριο

το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του

σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι   σαν να το πελακάνε

πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο

ελπίζοντας   πως ό, τι χάνει σε αφή   κερδίζει σε ουσία!..

[ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977 προοικονομούν

τις επιλογές ποιημάτων απ’ αυτή τη συλλογή:  

ΣΤΗ ΓΗ, Μιλάω σήμερα στη γη και της λέω…

ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΤΑ ΧΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΛΑ, Τις λέξεις τρώει ο καιρός…

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ, Άλλη κίνηση δεν θα κάνω πια…

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥ, Ο Χρόνος είναι ατέλειωτος…

ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΨΥΧΡΟΤΗΤΑ ΟΛΟ ΤΟ ΠΑΘΟΣ. σκέφτηκα…

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ,  δεν έχει οριστική μορφή…

Η ΖΗΛΙΑ, Τις Κυριακές πηγαίνει μ’ εκείνη τη γυναίκα…

ΕΙΧΕ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΜΙΑ ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, μαγεύονταν οι άνθρωποι…

ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ, Απ’ το παράθυρο ο κήπος μοιάζει  ν’ ανήκει αλλού… και

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΩΣ, Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω

Αντιγραφή και επικόλληση απ’ τη συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, εκδόσεις Καστανιώτη 2014

 


ΣΤΗ ΓΗ    
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977)

Μιλάω σήμερα στη γη και της λέω:

Γη καλή, με τα πουλιά της νύχτας

σιωπηλά με μαύρα φτερά

και τα πουλιά της μέρας τα ομιλητικά

με τα νερά τα αλμυρά και τα γλυκά

που ζούνε τη δική τους τη ζωή

φλύαρη, θωπευτική   και φυσικά αδιάφορη

γη, που ’σαι όλη ό,τι ξέρω από τη φύση

-κι ο ουρανός δικό σου πράγμα είναι –

και θα στρωθείς επάνω μου   σαν μαλακή κουβέρτα

με λίγες φωτογραφίες μου χωμένες στα συρτάρια

 

μίλα μου, συμβούλεψέ με και πες μου

 

πως όσο ζούνε οι άνθρωποι δεν πρέπει να τους κλαίμε

κι ας λείπουν απ’ το πλάι σαν το νερό απ’ τη γλώσσα

πως όσο ζουν υπάρχουνε μέσα σε άλλες φυσικές καλλονές

κοιμούνται, ονειρεύονται, γεύονται φρούτα, ψάρια

πάνε στη δουλειά, φροντίζουν τα παιδιά τους

 

Γη, που από μικρή με γλύκαινες  - σαν μ’ είχανε μαλώσει

αντίκριζα τη θάλασσα  κι ανέβαινε η καρδιά μου –

ρίξε το βότσαλο ξανά, να στυλωθώ

να σκέφτομαι τον έρωτα

σαν να μου τον διηγούνταν

σαν να μου είχε εξηγηθεί   ο πόνος, η απουσία

και μες την κολυμπήθρα μου

πάλι να φανταστώ τα σώματά μας   να κολλούν χωρίς οδύνη

εγώ κι εκείνος   σαν φτερωτά ζωάκια

χυμένοι μες τη φύση

να χάνουμε σε σημασία   κερδίζοντας σε αγάπη.

 

ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΤΑ ΧΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΛΑ

Στον κόσμο που γεννήθηκα τα χάνει κανείς όλα

τις λέξεις τρώει ο καιρός

και μέσα από τις λέξεις

φαγώνονται τα μάτια   τα φιλιά

ακόμα και η ανάγκη να υποφέρεις.

 

Ο ΧΕΙΜΩΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Άλλη κίνηση δεν θα κάνω πια

γιατί ο Χειμώνας δάσκαλος

ποτέ του δεν με κοίταξε  ακίνητος

τόσο βαθιά

με το ένα μάτι γκρίζο και τ’ άλλο άσπρο

σαν της γάτας.

Στέκομαι επιτέλους·

το μέλλον αλλάζει πόδι μουδιασμένο

τ’ άλλα μου μέλη   απλές υποθήκες θανάτου.

Κοίτα, η κάμαρα    πάλι μεταμορφώθηκε σε νύχτα

κι η νύχτα σε κάμαρα.

Έξω το τίποτα λάμπει   σε άσπρη δόξα

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977]

 

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977)

Ο χρόνος είναι αλλιώτικος για τον ερωτευμένο

δεν είναι πρακτικός

χωρίς αποτέλεσμα λήγουν οι στιγμές

το μέλλον φτιάχνεται με τα πιο ωραία θέματα

της χθεσινής αγάπης

για θάνατος λογιέται ο χωρισμός

όταν τελειώσει το αίσθημα   δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του.

Ως ν’ απαντήσω στον μπακάλη    πρωτοχαιρετιστήκαμε

και μέσα άρχισε ξανά   ο διάλογος μ’ εσένα

ευφορία πρώτη φωνή αναγνώρισης:

φεύγω ανάλαφρη με τη σακούλα

αν έχεις προλάβει να μ’ αγγίξεις   σκυφτή,

αν έχει ξανάρθει   το φοβερό βλέμμα τ’ αποχωρισμού.

Αδειάζω, όλ’ αδειάζω  

τη στιγμή απ’ το παρόν

και μπαίνω σ’ άλλο τώρα   πηχτό κι αδιαίρετο.

 

ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ΨΥΧΡΟΤΗΤΑ ΟΛΟ ΤΟ ΠΑΘΟΣ

«Μπορεί και να ’ναι ψυχρότητα όλο το πάθος»

σκέφτηκα περπατώντας άκρη – άκρη στον γκρεμό…

σιωπή   και μέσα μου πιο άσπρη   αχνιστή, γαλακτερή

μ’ ακέφαλες τις λέξεις να πλένε

να λιώνουν οι έννοιες, τα πρόσωπα

ενώ στον πάτο πέφτουν και ξαπλώνουν  τα πράγματα.

Κύματα στην καταχνιά

μια φάλαινα που είδα από μακριά

να πετάει το υγρό τραγούδι της   στον πάνω ωκεανό

και τη χαράδρα πράσινη, κλειστή

με το μουσούδι της μονάχα   ν’ ακουμπάει στην άμμο

ο άγιος που ποτέ δεν πίστεψα

άκουσα μόνο τα κουδουνάκια του   κι αλάφρωσα λιγάκι

αυτά μόνο τα λίγα σκοτάδια   τα σχισμένα.

Το  πάθος μοιάζει να έρχεται

από την αλχημεία του πάγου

μια κρυάδα που κρατάει    αμοίραστο τον πόνο

και την ουσία του καλού   τόσο βαθιά θαμμένη.

Στέκει πίσω απ’ τα πράγματα   σαν ένα κόκαλο

σαν νερό αλύγιστο, σκληρό

που ούτε φωτιά δεν πιάνει

κάτι σαν ζώο – θυρωρός   μ’ ένα μονάχα μάτι

ακίνητο το χάος να κοιτάει

μ’ ένα μονάχ’ αυτί   ν’ ακούει τη σιωπή.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977]

 

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977)

Το πρόσωπο στον έρωτα   δεν έχει οριστική μορφή

και μόνο απ’ τη αφή   φωτίζεται η ουσία.

Ο άνθρωπος είναι κρυφός

οι πράξεις του χειρότερα τον αποσιωπούν·

μόνο σαν τον ξεχνάει ο κόσμος

και μένει στην καρέκλα   ώρες μπρος στ’ άδειο πιάτο

με τις σφουγγισμένες σάλτσες

κάτι κουνιέται μέσα του   κάτι στάζει

πότε το λέει μνήμη   πότε φόβο

-τον σκιάζει η αγριότητα   κι ο φανατισμός του πλήθους –

πιο μέσα ακόμα βρίσκεται   το φυτώριο των φύλλων

ενώ άγνωστος παραμένει πάντα   ο φυτευτής

 

Στον έρωτα το ταίρι του   μόνιμα κατοικεί

τα έγκατα που αυτός   μονάχα επισκέπτεται·

ξέρει αυτή γιατί το σώμα του   ξαναγεννιέται μέσα της

και γύρω απ’ το στήθος της

δεν ντρέπεται πια για τα όνειρά του.

Υγραίνει κι είναι τρυφερός

σκληραίνει κι υποφέρει

στους άλλους λογοδοτεί   σ’ εκείνη εξηγεί

ό,τι κι αν του συνέβη.

Με στόμα κλειστό και μυρωμένο

μάτια ελευθερωμένα στο σκοτάδι

ξανανάβουν οι υποσχέσεις   της προσωπικότητάς το

τον περιτριγυρίζει το φέγγος   της ανθρωπιάς του

ανεμπόδιστος εξαίρεται   προς τα ουράνια σώματα

δίκαιος

χωρίς οικογενειακά βάρη   γίνεται ο Λατρευτός.

 

Αν είναι όπως λένε ο έρωτας   τυφλός

είναι γιατί στραβώνει   αυτό το λίγο φως

κρυμμένο στο παγιδευμένο πρόσωπο.

 

Η ΖΗΛΙΑ

Τις Κυριακές πηγαίνει μ’ εκείνη τη γυναίκα

και μαζί χαίρονται τα ερειπωμένα   αγροτικά τοπία.

Να τους, περνούν μπροστά απ’ τις φάρμες·

δυο ψόφια γρούνια σύρριζα στο φράχτη

τεντώνουν τις οπλές στο απόγεμα·

ελαφριά παγωνιά σκεπάζει τη λάσπη

τα χιόνια λιώσαν   μα η γη είναι ακόμα άφωνη

και μόνη πριν γίνει πεταλούδα.

Να’ ναι ειρήνη, να ’ναι τυραννία   ο έρωτάς τους;

Λεμονής ο ήλιος!..

Ποια είναι αυτή   ποιο το πρόσωπο   ποιο το βυζί;

Η εξοχή αργά μπουκώνεται με νύχτα·

δεν έχει τίποτα το ξωτικό   αυτή η γεωγραφία·

κι αυτός με πόσο πάθος κρατάει τη γυναίκα

και γλιστράνε σαν ένα σώμα στο δωμάτιο

βγάζει την μπλούζα

μυρίζει ιδρωτίλα και φρέσκο αέρα

το ταλαιπωρημένο του στέρνο

σιγά – σιγά τα ξερόκλαδα υποχωρούν   στη μνήμη

και το τοπίο ξαναρχίζει μέσα τους   σε πλήρη άνοιξη.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977]

 

ΕΙΧΕ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΜΙΑ ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977)

Είχε η αγάπη μας μια κοσμική εξουσία·

μαγεύονταν οι άνθρωποι

όταν περπατούσαμε με βήμα αργό

σαν βάρκα να μας πήγαινε

γιορτή και με τραγούδια.

Ατημέλητοι  

με το χνούδι της κουβέρτας   ακόμα στο λαιμό

έμοιαζαν οι φωνές μας

του τσακαλιού και τ’ αηδονιού οι ηδονές

μπλεγμένες στον αέρα.

Γνωρίζαμε τις απαντήσεις

όταν ρωτάν οι άγγελοι στις πόρτες

αυτοί που στέκουν και φυλάν  αυστηρά χωρισμένες

την επίγεια   από την ουράνια θλίψη.

( - Ναι, θα μείνουμε εδώ…

-         Όσο κρατήσει…

-         Θαυμάζουμε την αλεπού πώς τρέχει…

-         Θα γράφουμε ποιήματα ως τα βαθιά γεράματα   ως το μεγάλο σωματικό πόνο…)

 

Σπάνια αγκαλιάζεις  

σπάνια φοβάσαι   το θάνατο τόσο πολύ

όσο όταν στα χέρια σου   ο έρωτας

γίνεται το σκήπτρο   της κοσμικής εξουσίας

 

 

ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ

Απ’ το παράθυρο ο κήπος μοιάζει ν’ ανήκει   αλλού

και το σπίτι να ταξιδεύει   πάνω σ’ ένα φύλλο.

Μεσ’ απ’ τη γρίλια  

κομμένοι φέτες συνεδριάζουν   οι μνηστήρες της σιωπής μου

οργανώνουν τη ζωή μου   σαν βεγγέρα

κι ανεβαίνει ως τα πάνω πατώματα    η τσίκνα

απ’ τα εδέσματα   της μακρότατης αναμονής μου.

Πετούν γύρω μου οι μνηστήρες

ζαλισμένοι απ’ το φως   της εκθαμβωτικής μοναξιάς μου!..

όταν τους κοιτώ από ψηλά

είναι που βρίσκομαι σε μια κάμαρη   γεμάτη Οδυσσέα.

Ας μη μιλήσω πάλι   για τη θεσπέσια φωνή του

τη λίγη πρωτοτυπία του   που τον έκανε αιώνιο απ’ την αρχή

αλλά για μιαν αλλαγή  

μια λαμπερή κλωστή   μέσα μου.

Περιμένοντας φτάνω στην ουσία   του εαυτού μου.

Πώς να περιγράψω το κουκούτσι

όταν πια δεν περιβάλλεται

είναι γυμνό και δεν φοβάται

δονείται, δε σπαρταρά

και μου επιβάλλει τη σταθερότητα   του χρόνου;

Μια σοβαρότητα αρχίζει από μένα

και πιάνει όλη τη φύση

αν η πορεία συνεχιστεί

κι ο θάνατος θα είναι   μια αξία.

…………………………..

Ακούω κάτω τους αλαλαγμούς

ήμουνα κάποτε κι εγώ   με λάσπες στο κεφάλι

λεμονανθούς στ’ αυτιά

φώναζα παθιασμένα:

«Λευτερωθείτε απ’ τα δεσμά»!..

μα τα δεσμά είναι βαθιά

μια συμπεριφορά   που παίζει ο εαυτός   τον εαυτό του.

Τώρα ένα παράθυρο μόνο·

πίσω του η μικρή μου   ιδιωτική σκιά

ο φυσικός μου κόσμος.

Κλεισμένη μες το σπίτι   όπως μες το χρόνο

κοιτάζω το δένδρο   όπως το Θεό:

έξω απ’ το χρόνο

Καταλαβαίνω λίγο   την παρουσία μου   εδώ

μ’ εσένα και χώρια από σένα·

το κρέας μου σε περιμένει

μα η σκέψη μου σ’ είδε να ’ρχεσαι   από καιρό

και σ’ έχει ξεπροβοδίσει πάλι.

Τα πρόσωπα υπάρχουν   μόνο μέσα μας

τα μάτια τους λάμπουν   στα υγρά του οργανισμού μας!..

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977]

 

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΒΥΘΙΣΤΗΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ ΕΧΕΙ ΧΑΘΕΙ ΠΙΑ ΤΟ ΟΝ…
(… κι άλαλος ο προφήτης της καρδιάς μου…)

Είσαι σε μια μορφή απόλυτη   απρόσιτη και στη ζωή την ίδια  μια άσπρη κηλίδα είσαι   λίγο θολό νερό.   Θέλω να φθείρω το τελευταίο μου φως   εκεί που τίποτε δεν σταματάει το μάτι   ούτε χιλιάδες θέλω στον ορίζοντα   καμία αυταπάτη.   Θα ’χει πεθάνει η καρδιά μου   κι ακόμα θα ζω   θα προσβλέπω στη φύση   και θα σε λέω καλοκαίρι   χωρίς μνήμη πια   θα σε λέω ανθό,   ώσπου ο μύθος να τραβήξει πίσω μου την κουρτίνα:   απέναντι ο άσπρος τοίχος   όλα ταλειωμένα και λευκά   κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα!..  (ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΩΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ΤΑ ΣΚΟΠΡΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ 1977 με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, Καστανιώτης 2014]..  

Παρασκευή, 28 Ιανουαρίου 2022

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ